Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Certain printing peculiarities such as the possessive pronouns μου, σου, του that were joined with the previous word, have been separated. Also, the letter ς has been converted to στ. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές ιδιομορφίες στο τύπωμα, όπως πχ οι κτητικές αντωνυμίες μου, σου, του που ήταν κολλημένες στην προηγούμενη λέξη, έχουν διαχωριστεί. Επίσης, το ς έχει αποτυπωθεί ως στ. Ο Σ I Ν Α Ν Η Σ, ΚΩΜΩΔΙΑ ΕΙΣ ΠΕΝΤΕ ΠΡΑΞΕΙΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣΑ ΠΑΡΑ Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Omne tulit punctum qui miscuit utile dulci Lectorem delectande pariterque monendo. Horace ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑΣ Ν. ΠΑΠΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ. ΟΔΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣ ΑΡΙΘ. 45 1838. ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΙΝΩΣΚΟΝΤΑΣ. ΚΑΘ' ην έδωκα υπόσχεσιν εις το προοίμιον της εκδοθείσης Κωμωδίας μου, η Βαβυλωνία, εξέδωκα ήδη την παρούσαν Κωμωδίαν, ο Σινάνης, ήτις, ελπίζω, ότι θέλει φανή ευάρεστος. Δεν επροοιμίασα εις αυτήν ουδέν τι, καθότι η υπόθεσις εξ αυτού του ιδίου δράματος διαδηλούται. Παρακαλώ τους αναγινώσκοντας να μοι παρέξωσι συγγνώμην δια τας ελλείψεις της, υπισχνούμενος να τους ευχαριστήσω έτι μάλλον με άλλας ακολούθως εκδοθησομένας αστειοτέρας Κωμωδίας. Ο Συγγραφεύς Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ. Τ Α Π Ρ Ο Σ Ω Π Α Τ Ο Υ Δ Ρ Α Μ Α Τ Ο Σ ΣΙΝΑΝΗΣ, γέρων πλούσιος και φιλάργυρος. ΜΟΥΖΑΝΑΣ, υπηρέτης του Σινάνη. ΡΟΔΑΝΗΣ, εμπορομεσίτης ΚΑΛΑΜΠΑΚΟΣ, τραπεζίτης. ΦΟΝΤΑΝΕΛΛΗΣ, ιατρός. ΑΝΘΗ, νέα άσωτος, και σύζυγος του Σινάνη. ΧΑΪΔΩ, υπηρέτρια της Ανθής. ΒΙΤΩΡΙΑ, αδελφή της Ανθής. ΓΙΟΡΔΑΝΗΣ, αδελφός της Ανθής. ΜΠΑΛΑΣΗΣ, θείος της Ανθής. ΝΑΡΚΙΣΣΙΔΗΣ, εραστής της Βιτώριας. Φαρμακοπώλης, μπαρπέρης, και τέκτων (έξωθεν) Φίλαι της Ανθής έξωθεν. ΕΛΕΝΗ. ΑIΚΑΤΕΡΙΝΑ. ΜΑΡΩ. ΧΡΥΣΗ. ΑΡΓΥΡΩ. ΤΖΑΤΖΑ ΚΑΣΣΟΥ. Φίλοι της Ανθής έξωθεν. ΜΑΧΙΔΗΣ. ΑΝΤΙΟΧΙΔΗΣ. ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ. ΧΑΙΡΕΙΑΔΗΣ. ΠΑΤΖΙΔΗΣ. Η σκηνή εν Σοπολίοις των Αθηνών. Π Ρ Α Ξ I Σ Α'. Σ Κ Η Ν Η Α'. (Ο Σινάνης λογαριάζει την κατάστασίν του). Ο Σινάνης μόνος. Σιν. Τόσα χρόνια πολεμώ απάνου κάτου για να καζαντήσω πέντε παράδες· ό,τι μπόρεσα έκαμα, άμμα λογαριασμό ακόμα δεν είδα πόσο βιος έχω· τώρα πγια αλισβερίσι κόπηκε, κανένας ντεν έρχεται να πάρη δανεικά, και να γυρέψη κιόλας ποιος τ δίνει, γιατί δίνει με χέργια του και πέρνει με ποδάργια του .... απ' έκει πρέπει να τρέξη στα δικαστήρια, να γυρεύη συνηγόρους μηνηγόρους, και για να πάρη δέκα, πρέπει να ξοδιάση εκατό.....όχι, όχι.. πγια δε δανείζω· θα κυττάξω λογαριασμό μου, να δγιω πού περπατώ· (λογαριάζει·) Βενέτικα ..... 400,000 Μαντζάρικα .... 150,000 Ντοπλόνια .... 20,000 Τάλλαρα .....60,000 Λουίτζια, Μουίτζια. Σοφορίνια Μοφορίνια, Ρουπιέδες Μαχμουτιέδες τάλαρα, φηλάν φαλάν, ουφάκ τεφέκια, έμεν έν μιλιούνι βενέτικα κοντεύει ... έχ' ο Τεός ... ακόμη τα καζαντήσουμε.... άμμα κάτα άτρωπο δε δανείζω πγια, να σκάση..... Σ Κ Η Ν Η Β'. (Ο Μουζάνας ακούων όλα αυτά έξωθεν, κτυπά την θύραν με βίαν) Μουζάνας και ο Σινάνης. Μουζ. (κτυπών την θύραν) αφέντη, αφέντη!! Σιν. Κάρναξι κιοπόγλου..... Μουζ. Αφέντη αφέντη, άνοιξαι .... Συν. Έι μπρε, τι τέλεις; (ανοίγει·) Μουζ. Δεν τρώτε σήμερα τίποτες; Σιν. Εγώ τρεις μέραις τώρα νηστεύω· δε ξέρεις εσύ; Μουζ. Το ξεύρω αφέντη· μα γιατί νηστεύτε; Σιν. Μισέ Ροδάνη τα κάμη εμένα σήμερα ζιαφέτι ... ντεν ήρτε ακόμα; έχει εκατό λογιού φαγιά, εγώ μαξούς νηστεύω τρεις μέραις για να φάγω, που να μην πεινάσω δεκατρείς. Μουζ. (Καθ' εαυτόν) κακός περίδρομος να σε κόψη μπρε διαβόλου φιλάργυρε .... μα αφέντη εγώ πεινώ, τρεις ημέραις δεν έφαγα κι εγώ, Σιν. Αμέ ξερά ψωμιά ήτανε ζεμπίλι μέσα, τι γενήκανε για; Μουζ. Τ' άφαγα. Σιν. Ούλα; καλά που δεν έσκασες .... Μουζ. Εκείνα δυο κομματάκια ήτανε μουλχιασμένα .... πεινώ αφέντη, πεινώ .... Σιν. Ένα σουρί ψωμιά έφαγες, κ' ακόμα πεινάς; να δυο παράδες να πάρης ενού παρά ψωμί, κ' ενού παρά τυρί να φας. Μουζ. Αφέντη δε με φτάνει.... Σιν. Έι, τέλεις να φας κ' εμένα; άιδε πήγαινε .... Μουζ. Η πόρτα χτυπάει .... Σιν. Ανοιξε να δγιούμε ποιος είναι .... Μουζ. Ο μισέ Ροδάνης .... Σιν. Φέρε μπινίσι μου γλίγορα..... Σ Κ Η Ν Η Γ'. Ο Ροδάνης, ο Σινάνης, και ο Μουζάνας. Ροδ. Δούλος σας αφέντη .... Σιν. Δούλος σας, μισέ Ροδάνη ... Ροδ. Ξέρετεν ίντ' άρτα να σας πω; Σιν. Όγιεσκαι.... Ροδ. Θυμούστεν π' ούπαμεν την προχθές να φάμεν σήμερις αντάμα; Σιν. Έι!! Ροδ. Κι έν ηξέρετεν .... Σιν. Τι; Ροδ. Σήμερις το πουρνό η σκλάβα σας ανημπόρεψεν, κι απόμεινεν το τραπέζι... κ' ίντα φαγιά σας είχα να σας χαρώ ... ίντα πράματα, που στη ζήσι σας έν τα φάγετεν. Σιν. Έι ύστερα; τώρα άρρωστη είναι νοικοκαιρά σου; Ροδ. Άρρωστη, κι άρρωστη ... Σιν. Ντε φώναζες ένα γιατρό; άδαμ..... Ροδ. Κι έν ήφερα τρεις, κ' έν ήκαμαν τίποτις; Σιν. Δικό μας γιατρό να στείλουμε .. μουσιού Φουντανέλα, μάνη μάνη να γιατρέψη ... Ροδ. Έν είν πράμα .... έν ηξέρει τίποτις .... και τούτη έν είν' αρρώστια από εκείναις που ξέρετεν ... Σιν. Και τώρα ντε τα φάμε σήμερα; Ροδ. Όσκαι ... άλλη καμμία μέρα να δγιούμεν. Σιν. Κρίμας και γώ κάτουμαι νηστικό τρεις μέραις, και καρτερώ ζιαφέτι .... τώρα αρτίκ τ' όπατα που τ' όπατα ... έι .. τίποτες φαγιά μισοψημένα μισοφκιασμένα ντεν είναι να φκιάσουμε εδώ; Ροδ. Όσκαι να σας χαρώ .. σαν ανημπόρεψεν πλια η σκλάβα σας, πομείνανε όλα έρημα.... Σιν. Ας κουρεύεται πγια, τι τα κάμουμε τώρα για; Ροδ. Ας πομείνη γι άλλη μέρα ... δούλος σας (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Δ'. Ο Σινάνης και ο Μουζάνας. Σιν. (καθ' εαυτόν) Μισέ Ροδάνη έφκιασε παιχνίδι .... τρεις μέραις άφηκε νηστικό .... πέτανα πγια απέ την πείνα .... τρίω μερώ φαγί μια κοπανιά τα φάγω τώρα .... χάιδε πγια, γένηκε που γένηκε .......(προς τον Μουζάναν) Μουζάνα! Μουζ. Τι ορίζετε; Σιν. Τρέχα να πάρης γλήγορα δυω παραδιώ πατζά και δυων παραδώ ντζιγιέρι τηγανητό, γιατί πέτανα απέ την πείνα ... τρέχα ... Μουζ. Δόμτε παράδες .... Σιν. Αίδε τώρα βερεσιέ πάρε, δεν έχω χαλασμένα .... ακόμη, εδώ είσαι; Μουζ. Δε με δίνουν, αφέντη .... (καθ' εαυτόν) του διαβόλου ο φιλάργυρος· ποτέ δεν τον είδα να χαλάση γερά.. προσμένει να τον φέρουν ψιλούς παράδες από τα διάφορα να ξοδεύση ... να, να πάρ' ο διάβολος τη φιλαργυρία σου!!!.... (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η Ε'. Ο Σινάνης μόνος. Σιν. Τι καλό είναι να τρώη κανείς χάρισμα!! .. άμα τώρα γένηκε αρτίκ ... όχι άλλο ... (περιπατών πλησιάζει εις ένα παλαιόν καθρέπτην) όλαν !!! μουστάκια μου γένεια μου παμπάκι κοπήκανε .... πότε ασπρίσανε για; εγώ ταρούσα νιός είμαι ακόμα ... μπρε μπρε, μπρε ούλα άσπρα είναι, αδάμ .. μια τρίχα μπιλέμ μαύρη δεν έχω ...ύστερα; (πόρτα χτυπάει .. . Μουζάνα είναι .. πατζά έφερε ...) Σ Κ Η Ν Η ς'. Ο Σινάνης ο Καλαμπάκος, και ο Μουζάνας. Καλ. Αφέντη σας προσκυνώ. Σιν. Βάι κύριο Καλαμπάκο ... Άδαμ, τι γένηκες; πολύν καιρό έχω να σε δγιω .. Καλ. Είχαμαν παραδέρματα αυταίς της μέραις, τρέχαμαν απάν κάτ' και χαλεύγαμαν τζουρούτκα, κ' ήρτα να δγιω μπα και ν' άχαταν καμπόσα να μας δόσεταν Σιν. Τι τα πη τζουρούκικα; σάπια πράματα; Καλ. Όγιεσκαι ... γρόσια κάλπικα, φλουργιά ξίκκικα, σαν τέτοια ... Σιν. Εγώ ούλα σωστά φλουργιά έχω, κάλπικο ντεν έχω ... ούλα γερά είναι ... Καλ. Γερά δε θέλω ... αλήθεια, αφέντη .... θα σας ρωτήσω χωρίς να σας κακοφανή; Σιν. Ορίστε ... Καλ. Κάτ' στον καθρέφτ' εκυττάζαταν ... τι τρέχει; Σιν. Κύτταξα τρίχες μου βαμπάκι κοπήκανε μια κοπανιά, και με φάνηκε παράξενο που γέρασα άξαιφνα ... Καλ. Και πόσω χρονών είστε; Σιν. Τριάντα πέντε, εχ, εχ, τριανταέξη ... Καλ. (χωρίς τα καλοκαίρια) Τι λέτε; εγώ σας θυμούμαι π' ουρχέστανε στον παραφέντη μ', και είχαταν άσπραις τρίχες, κι' εγώ είμνα πδι ... Σιν. Γιαγνίσι έχεις .... Καλ. ας είναι δα ... θα σας ρωτήσω ακόμα ένα... Σιν. Ρώταμε, (καθ' εαυτόν) πέτανα απ' την πείνα ... Μουζάνα δε φάνηκε· στα μάτια έκαμα σαν άλογο.. Καλ. Δεν παντρευτήκαταν ακόμα; Σιν. Όχι ... Καλ. Αμ γιατί; Σιν. Έτζι ... (καθ' εαυτόν) πείνασα, κιαυτός παντρειά με λέγει .. Καλ. Και δε θα παντρευτήτε; Σιν. Αν εύρω νοικοκαιρά ... Καλ. Και χάθηκ' ο κόσμος; Σιν. Δε χάθηκε, άμμα εκείνο που τέλω γω, ντε βρίσκω.. Καλ. και πως την θέλεταν; Σιν. Όμορφη σαν το μάλαμα, ζαρίφισσα, αρχόντισσα, νοικοκαιρά, έναν παρά δέκα να κάμη .. Καλ. Και δε σας εφέρανε ως τώρα καμμιά τέτοια; Σιν. Ου!! πολλαίς!!! εγώ ντεν ετέλησα ... (καθ' εαυτόν) έτζι ιψέματα το λέω ... Καλ. Εγώ να σας βρω καμμία καλή, την πέρνεταν; Σιν. (βλέπει τον Μουζάναν ερχόμενον) Ιστέκα να φάω πρώτα, γιατί πεινώ σα σκυλί. Μουζ. Αφέντη πατζά δεν ηύρα, και σας πήρα σκιεμπέ .. Σιν. Καλό είναι ... φέρε τώρα φέρε .... Καλ. Την ομιλίαν μας .... Σιν. Ιστέκα να φάω πρώτα, κ' ύστερα ... Καλ. Τώρα πηγένω κ' έρχομαι μάτα ... δούλος σας ... (αναχωρεί ...) Σιν. Στο καλό ... αύριο καρτερώ ... Σ Κ Η Ν Η Ζ'. Ο Σινάνης μόνος ε σ θ ί ω ν . Σιν. Μπρε τούτος καλά λέει να πανδρευτώ ...αμέ που τ' αύρη γυναίκα σαν εκείνη που τέλω γω; τούτος κόσμο γυρίζει ούλη μέρα, έλμπετ' κάτι τ' αύρη ... αν εύρη καμμιά καλή, αρτίκ παντρεύουμαι, κι ό,τι γέν' ας γένη ... ένα κακό μοναχά, π' ούναι τρίχες μου άσπραις κατάσπραις .... άτζαμπα να μπογιαδίσω δεν γένεται; ... μπογιά ποιος να φκιάση για; ... χαχ .. ήρτε στο νου μου ... γιατρό δικό μου σινιόρ Φουτανέλλα, τζαρές ντεν είναι, τα ξέρει μπέλκιμ, να φωνάξω ... (προς τον Μουζάναν) Μουζάνα! Μουζ. Ορίστε; Σιν. Πήγενε να φωνάξης γιατρό δικό μας ν' άρτη τώρα έμεν γλίγωρα· Μουζ. Και τι έχετε! σε καλό· είστε άρρωστος; Σιν. Έμεν φέρτονα εσύ, κι ό,τι τέλεις πέστονα άιδε τώρα .... τρέχα ... Μουζ. Ευθύς τώρα ... (αναχωρεί.) καθ' εαυτόν τι διάβολο έπαθε τούτος; αυτός είναι σαν γουρούνι· τον ιατρόν τι τον θέλει; φαίνεται κανένας κολυκόπονος τον έπιασε από την νηστείαν, άφευκτα άφευκτα · τούτο είναι ... Σ Κ Η Ν Η Η'. (Ο Μουζάνας εξερχόμενος απαντά τον Φοντανέλλην·) Μουζάνας και ο Φοντανέλλης. Μουζ. Εξοχώτατε, σας προσκυνώ ... Φον. ω φίλο δικό μου Μουζάνα, και πώς; και πώς; έκω πολύ καιρό κε ντεν είδα εσένα!! — τι κάνει; καλά; Μουζ. Καλά είμαι, μόνον ο αφέντης μου δεν μπορεί, και σας ζητεί να κοπιάσετε να τον ιδήτε. Φον. Και ποιο είναι αφέντη δικό σου τώρα; Μουζ. Ο Χωτζά Σινάνης ο σαράφης... Φον. Ου, εκείνο το αβάρο ντιάβολο ακόμα κε είναι αφέντη ντικό σου; για κείνο και ντεν έχει εσένα φίλο δικό μου, νιάνκα ένα καμίζα, νιάνκα ένα πανταλόνε ... κε τι έκει αφέντη δικό σου; Μουζ. Δε ξέρω ... έτρωγε, και στο φαγί επάνω μ' εφώναξε με βίαν, και με είπε να σας πάρω να πάμε ... Φον. α ... κατάλαβα, κόλπο και έπεσε αφέντη δικό σου.. Μουζ. Μακάρι, δεν ξέρω εξοχώτατε, γιατί είχε να φάγη τρεις μέραις. Φον. Τρία μέραις κε δεν έφαγε; δούνκε είναι άρρωστο καλά .... Μουζ. Όχι ... δεν έφαγε τρεις ημέραις διότι τον είχαν καλεσμένον να τον κάμουν το γεύμα και δεν έφαγε. Φον. Α τώρα κατάλαβα ... έφαγε πολύ, κε ντεν ευγήκε δι κόρπο τρία μέραις; ε δούνκε είναι κακά ... ε και να φωνάζης ένα σπετζιάλε να το πέρνη ένα σερβιτζιάλε, κι ένα μπαρμπιέρο να το πέρνη είκοσι αβδέλλα και το λαντζέτα .. κε πρέπει να πάρουμε μαζή, φίλο δικό μου, κε αφέντη δικό σου δεν παγαίνει καλά. Μουζ. Ορισμός σας· εγώ πηγαίνω να ετοιμάσω αυτά, κ' η εξοχότης σας κοπιάστε στο σπίτη. (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Θ'. (Ο ιατρός εισέρχεται εις επίσκεψιν) Φοντανέλλης και ο Σινάνης Φον. Αδίο αφέντη δικό μου, κωτζά Σινάνη, τι κάνει; καλά; Σιν. Βάι, βάι, σινιόρ Φουντανέλλα, εξοχώτατε, καλώς ορίσετε, καλώς ορίσετε. Φον. (καθ' εαυτόν) Και πολύ κομπλιμέντι, πολύ κατεργαρία είναι ... τούτο αβάρο διάβολο σάνκε έκει μπιζόνιο όλο είναι γιομάτο κομπλιμέντι ... (προς τον Σινάνη) ω φίλο δικό μου, ύστερα κε ένα κρόνο κε δε γλέπω εσένα, είναι καλά; Σιν. Καλά, καλά ... Φον. (Καθ' εαυτόν) ε κε διάβολο ... τούτο βεραμέντε κε δεν έκει τίποτες, είναι σαν κε σίδερο ... κοσπέτο δι πάκκο ... ώ πέρ διάνα ... κι εγώ ορδινάρισα σερβιτσιάλε, και μπαρμπιέρο ... ντε σέρω τι να πω σαν και έρτη τώρα ... μπιζόνιο να το αραντζάρω το δουλειά ... (προς τον Σινάνην) ε δούνκουε αφέντη δικό μου, τι έκει ούνα βόλτα κε δεν είναι άρρωστο; Σιν. Σε τέλω να με δώκης μια πογιά, να βάψω μουστάκια μου που ασπρίσανε μια κοπανιά... Φον. α τέλει δούνκουε κολόρο, κε να κάμη μουστάτζιο δικό σου νέρο; Σιν. Ναίσκε. Φον. Και τώρα τυμήτηκε φίλο δικό μου σάνκε το γέρασε πολύ πολύ; βάρδα και τα παντρεύεται φίλο δικό μου; Σιν. Ένα τέτοιο πράμα ... Φον. Ω εγώ και να το κάμνω ένα κολόρο να γένεται μουστάτζιο δικό σου σαν παλλικάρι· μα πόι κοστάρει· πολύ το κολόρο ... Σιν. Ως πόσα; Φον. Εικοσιπέντε τζικίνια βενετζιάνικο ... Σιν. Ω πολύ, πολύ!! Φον. Ε δούνκουε σαν και τα τέλει να γένεται τζοβενότο, μπιζόνια και να σοδιάζη τζικίνια ... [καθ' εαυτόν] τώρα είναι καιρό και να κάνω φουρτούνα απέ τούτο το αβάρο διάβολο ... Σιν. Με δυο βενέτικα δε γένεται; Φον. Δίο γκουάρδι .... Σιν. Αμέ με πόσα το κάτου κάτου; Φον. Σάνκε τέλει μια φορά, για κατήρι δικό σου, είκοσι τζικίνια παρακάτου δε γένετε ... Σιν. Φκιάστο δα, και να δγιούμε ... Φον. Και να το δίνη τζικίνια, και να το φκιάνω πόι ... Σιν. Να πέντε βενέτικα, και πάλαι ... Φον. Αλμένο, αλμένο δέκα τζικίνια να το δίνη καπάρο και τ' άλλα ύστερα ... Σιν. [καθ' εαυτόν] Ωχ!! πολύ ακριβά γυρεύει ο διάβολος!!! .. άμα τι να κάμω; τα δώσω δέκα, ύστερα δε δίνω τίποτες ... [προς τον ιατρόν] ορίστε σινιόρ Φουντανέλλα δέκα βενέτικα, άμμα να σε δγιω πγια τι μπογιά τα με φκιάσης .. Φον. Ω μη σε κόφτει αφέντη δικό μου, και να το φκιάνω ένα κολόρο σαν και καρπόνε ... αδίο [αναχωρεί.] Σ Κ Η Ν Η Ι'. (Ο Μουζάνας εισέρχεται συνωδευμένος με τον φαρμακοπώλην, και τον μπαρμπέρην) Μουζάνας, Σινάνης, Φαρμακοπώλης, και ο Μπαρπέρης Μουζ. Σταθήτε εδώ να δγιω αν ήναι έτοιμος ... [προς τον Σινάνην] αφέντη, είσθε έτοιμος; Σιν. Τι; να φάγω κι άλλο; Μουζ. Όχι· να σας βάνουμαι το σερβιτζάλι, και της αβδέλαις που παράγγειλεν ο ιατρός. Σιν. Τι λες μπρε κιοπόγλου; τι σερβιτζιάλι, και αβδέλες με λες; Φαρ. [παρουσιάζεται με το σερβιτζιάλι εις τας χείρας] Εκρύωσε το σερβετζάλι αφέντη, ετοιμαστήτε ... Σιν. Όξου, όξου ... εγώ ντεν έχω σφίξι να με βάνης γλυστήρι ... Φαρ. Ο ιατρός σας έτζι επρόσταξε ... Σιν. Φεύγ' απ' εδώ λέω ... [προς τον Μουζάναν] μπρε ήτ' ογλού, εγώ γλυστήρι σε παράγγειλα να φέρης, γιόξαμ γιατρό να φωνάξης; Μουζ. Έτζι με είπε ο γιατρός ... Μπαρ. [παρουσιάζεται με τας αβδέλλας εις τας χείρας] Κοντεύουν να ψοφίσουν η αβδέλλαις, έλα, ποιανού θα της κολλήσουμε; βιάζουμαι, γιατί τ' αργαστήρι μου τ' άφηκα μονάχο ... Σιν. Τούτος τι είναι πάλαι; εσύ τι τέλεις μπρε; Μπαρ. Να σας βάλω της αβδέλλαις όπου είπεν ο γιατρός σας ... Σιν. Ποιόνα να της βάνης; Μπαρ. Της αφεντιάς σου ... Σιν. Εγώ είμαι καλά ... όξου, όξου, βάι κιοπόγλου Μουζάνα ... ούλα εσύ τα κάμεις ... [προς τον Φαρμακοπώλην και Μπαρμπέρην] άιδε τζάνουμ ... κόπιασε στο καλό, εγώ καλά είμαι, σαν το ρεπάνι γερός είμαι .. μηδέ γλυστήρι τέλω, μηδέ αβδέλαις ... άιδε στο καλό ... Φαρ. ) Μπαρ.) Πληρώστε μας... Σιν. Εγώ δε σας φώναξα· [προς τον Μουζάναν] βρε κιοπόγλου ντε μιλάς; ντε βγάνεις όξου; τι κυττάζεις σα βόδι; Μουζ. Πληρωμή θέλουνε .... Σιν. Πλέρωσε ντε ... απ' τη σακκούλα σου τα πλερώσης. Μουζ. [Καθ' εαυτόν] από τα πολλά που με δίνεις ... [προς τους δύο] κοπιάστε και τώρα έρχομαι στα εργαστήρια σας ... Φαρ. Εγώ πίσω δεν το πηγαίνω το σερβιτζιάλι ... εδώ θα το χύσω ... [σφίγγει την σύριγγα]. Σιν. Όξου, όξου ... εφ ... βρώμισες κόσμο, βάι!! γιατί έχυσες άδαμ; εφ .... ούλα Μουζάνας έκαμε τούτα ...έννοια σου κιοπόγλου .. εγώ σε φκιάνω· Μπαρ. Κι εγώ της αβδέλαις πίσω δεν της πηγαίνω..... [τας χύνει.] Σιν. Μη, μη, μη ... τον κόσμο τα πιάσουνε τώρα ... μάζωξε τζανούμ, μάζωξε .. Μπαρ. Με πλερώνεις; Σιν. Αμάν, μάζωξε, πλερόνω ... να να να, μια στα ποδάργια μου κοντά περπατεί· [φεύγει ολίγον] πιάσαι πιάσαι· να ένα γρόσι, πιάσαι και την άλλη ... Μπαρ. Ε τώρα της μαζώνω [τας συνάζει.] Σιν. Κοπιάστε στο καλό, φταίξιμο ντικό σας ντεν είναι ... εγώ ηξέρω ποιος φταίει ... μπελά μου ηύρα σήμερα ... [προς τον Μουζάναν] βρε Μουζάνα, φύγανε; Μουζ. Φύγανε, φύγανε ... Σιν. Βρε μασκαρά, εγώ γιατρό σε είπα να φέρης, γιόξαμ Σπετζιάρη, Μπερμπέρη, συρίγγες αβδέλλαις; έννοια σου κιοπόγλου κιοπέκ! Μουζ. Εγώ δε φταίγω ... ο γιατρός σας. Σιν. Διάβολος να πάρη και σένα και γιατρό μαζή .... άιδε γκρεμίσου, να μη δγιούνε μάτια μου εσένα πγια. Μουζ. Ορισμός σας αφέντη [αναχωρεί]. Σ Κ Η Ν Η ΙΑ'. Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Καλαμπάκος. Σιν. Κεφάλι μου καζάνι κόπηκε .. Μπερπέρι, Σπετζιάρη έφερε Μουζάνας· έδιωχνα εγώ τώρα, άμμα πιο φτεινό δούλο δε βρίσκω ... τώρα μπογιά παράγγειλα .. κομμάτι ακριβό είναι αμά τι τα κάμω πγια .. άλλα γρόσια δε δίνω γιατρό. Καλ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Αυθέντα δούλος σας. Σιν. Πολύ άργησες άδαμ, τι γένηκες; μάτγια μου στο δρόμο απομείνανε. Καλ. Παράδερνα χαλεύωντας για να σ' ούβρω γυναίκα. Σιν. Ηύρες; άφεριμ. λέγε να δγιω. Καλ. Σ' ούβρικα μια καλή, όμορφη, φτωχούλα. Σιν. Όχι όχι.. φτωχή δε τέλω, συκόνει μύτη της απάνου. Καλ. Άλλη μια αρχοντοπούλα εύμορφη μα ψύχα, ψύχα της πονούν τα μάτια. Σιν. Σακίν μπας κ' είναι τζιμπλού; ντε τέλω. Καλ. Άλλη μια καλή, μα ψύχα μεγάλη. Σιν. Πόσω χρονώ είναι; Καλ. Σαράντα πέντε απ' αύτου κι απ' αύτου: Σιν. Γριά είναι άδαμ .. όχι τζάνουμ. όχι! τέλω νια, όμορφη, νοικοκαιρά, αρχόντισσα Καλ. Αμ άφκε να παραδείρω κι αλλού σιά κείθε κατά τον αρχοντομαχλά Σιν. Χα ... ναι εκεί που είναι ούλο ψιλολογιά. Καλ. Πάγω τώρα... άμ' δε μ' δίνεις ψίχα ψλούρα; Σιν. Τι τα πη ψιλούρα; Καλ. Παράδες. Σιν. Σαν εύρης γυναίκα κ' ύστερα, δίνω Καλ. [καθ' εαυτόν] Αι βρε διαβόλου τζιμπούρ ... χαντάκωμα π' ούθελες να σε ξεράχιαζε κανείς κείθε κατά τα μέρη μας, να σ' κάμ' να δγης τ' άστρ' ανάποδα· (προς τον Σινάνην) δούλος σας αφέντη ... και ταχιά σ' ούρχομαι. (αναχωρεί·) Σιν. Στο καλό, στο καλό. Σ Κ Η Ν Η ΙΒ'. Ο Σινάνης μόνος έπειτα ο Ροδάνης Σιν. Καλαμπάκος γυναίκα ντε τα μ' εύρη .. άλλη πόρτα να χτυπήσω· τέτοιαις δουλειαίς γυναίκες της κάμουνε ... εγώ γυναίκα καμμιά τέτοια δε γνωρίζω .. τι να κάμω αρτίκ; πγια ό,τι είναι κισμέτι τα γένει. Ροδ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Κ' έν ιξέρω τι ώρα ν' άναι για να σας χαιρετήσω. Σιν. Μεσημέρι κοντεύει. Ροδ. Επεινάσετεν μοιάζει. Σιν. Πείνασα για!!! δικό σου ζιαφέτι πότε τα φάμε; .. να Μουζάνα κάκιωσε, ντεν έρχεται πγια. Ροδ. Μπα και τον διώξετεν; Σιν. Ντεν έδιωξα, μάλωσα κομμάτι. Ροδ. Και τον έχετεν πολύν καιρό; Σιν. Τριάντα δύω χρόνια. Ροδ. Γέρασεν ο κακόσορτος να σας δουλεύγη. Σιν. Εγώ έστειλα γιατρό να φωνάξη Φουντανέλλα, εκείνος έφερε Σπετζιάρη με συρίγγα, Μπερπέρη με αβδέλλαις ... λοής κοπής μασκαραλίκια έκαμε σήμερα. Ροδ. Κ' ήσασταν άρρωστος άματις; Σιν. Όχι. Σοδ. Αμ' ίντα τον εθέλατεν το γιατρό; Σιν. Αλλο πράμα ήτελα. Ροδ. Κι έμου το λέτεν; Σιν. Σε το λέω (με χαμηλωτέραν φωνήν) άδαμ, κομμάτι μπογιά παράγγειλα που βάφουνε μουστάκια. Ροδ. Και θα βάφτεν τώρη τα μουστάκια σας; Σιν. Ασπρίσανε ... ντε γλέπεις; Ροδ. Μπα κ' ηβάλετεν στο νου σας να βλογηθήτεν καμμιά; Σιν. Ένα τέτοιο πράμα. Ροδ. Ελάστεν στο νου σας .. τώρη πλια θα παντρευτήτεν; Σιν. Αμέ τι να κάμω; ακόμα νιος είμαι ... τι κυττάζεις; μουστάκια μου ασπρίσανε; σόι μας τ' όχει. Ροδ. Κι είστεν πολλώ χρονώ; Σιν. Ως τριανταπέντε. Ροδ. Τριώ χρονών ήσαστε μαθές όντας πήρετεν το Μουζάνα; Σιν. (καθ' εαυτόν) Μ' έπιασε χιώτη ... (προς τον Ροδάνην) τι τέλεις τώρα ψιλό λογαριασμό! τριάντα πέντε χρονώ είμαι, Μουζάνα ξεμουζάνα πότε πήρα μη γυρεύης αρτίκ. Ροδ. Ας κουυρεύγιεται δα τώρη!!! έχετεν καμμιά στο χέρι; Σιν. Δεν έχω, άμμα κοντεύω ν' αύρω. Ροδ. Και που κυττάξετεν; Σιν. Ένας φίλος έταξε να μ' εύρη μια κατώς τη τέλω. Ροδ. Και πώς τη θέτεν; νια, γρα, μεσόκοπη; Σιν. Όχι γριγιά!!! τέλω νια, όμορφη, αρχοντοπούλα, νοικοκαιρά. Ροδ. Κι εγώ πήρα φάλλος ... να με συμπαθήστεν! και πρέπει σας στην πίστι μου τέτοια νια σαν τον ήλιο, καθώς είστεν κι εσείς, κι αρχοντοπούλα, και νοικοκιουρά ... και ξέρετεν ίντα πράμα θ' άστεν; ο κόσμος εσάς θα κυττάζει για θάμα ... να χαρώ την τζάτζα μου ... θέτεν άματις να κυττάξω κι εγώ μπα και σας βρω καμμιάν από τέτοια σόρτε; Σιν. Τι σόρτε; Ροδ. Απ' εκείνην π' ούπατεν ... νια, γυαλιστήρα, αρχόντισσα, και νοικοκιουρά ... ε μ' ούπετεν έτζι μαθές; Σιν. Ναίσκε .... αμμά κομμάτι γλίγωρα ... κι άλλος φίλος τα κυττάξει, να ντγιούμε ποιανού τε ν' άναι καλήτερη. Ροδ. Έννοια σας, κι εγώ θα βάλω τα γυαλλιά μου να σας βρω 'ναν πράμα που να μην τ' όδατε ποτέ σας. Σιν. Καλό; ε! Ροδ. Ίντα λέτεν καλέ; και να δγήτεν που μ' όρχεται στο νου μου ένα ... [συλλογίζεται ολίγον] ένοια σας .. αφήτεν .. και πάγω τώρη ίσα κει· έχετε για. |αναχωρεί βιαίως]. Σιν. Να σε δγιω μισέ Ροδάνη ... να μη κάμη σα ζιαφέτι, κ' άφηκες τρεις μέραις νηστικό, κ' ύστερα βγήκε κούφιο!!! Ροδ. [κινών την χείρα] Όσκαι ... άλλ' ον τούτο, κι άλλ' ον 'κείνο. Σ Κ Η Ν Η ΙΓ'. Ο Ροδάνης μόνος Ροδ. [καθ' εαυτόν] Καλέ γλέπετεν μια βολά του διαβόντρου το γέρω Σινάνη που θε να παντρευτή, και γυρεύγει και νια, και γυαλιστήρα κι αρχόντισσα; για τα γαρούφαλα τον έχω ... κ' ίντα όμορφα που θα του τα φορεί!!! έν ηξέρω πού να του βρω καμμιά που να του φα και το βιος, να του πιπιλήση και το νου!!! τούτος κουζουλλάθηκεν, πρέπει ν' άναι και ογδόντα εννιά χρονώ ... ε γλέπετεν; γυρεύγει και μπογιά να βάψη τα μουστάκια του ... εδώ 'ναι δουλειά να φα κανείς όσα θε, μα που να του τη βρη; πάγω άματις να γυρίσω μια βόλτα, μπα και λάχει στη σόρτε μου καμμιά λουλούδα ... έλα Χριστάκι μου, ν' ανοίξ' η σόρτε των παιδιώ μου. (αναχωρεί.) ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ Α'. ΠΡΑΞΕΩΣ. Π Ρ Α Ξ Ι Σ Β'. Σ Κ Η Ν Η Α'. (Η Ανθή εξυπνώσα από τον ύπνον περί την μεσημβρίαν· έπειτα η Χάιδω.) Ανθ. (Καθ' εαυτήν· ξύουσα ενίοτε την κεφαλήν, και ενίοτε το σώμα της·) Ω καϊμένη εγώ... μεσημέρι γένηκε.. για τούτο πείνασα... και τι να φάγω σήμερα; παραδάκι δε φυσώ... πώς θα γένει το χάλι μου δεν μπορώ να καταλάβω... καταχρεωστώ τον κόσμον... δεν μ' έμεινε άλλο τίποτε, ειμή μόνον αυτό το ρημάδι το σπήτι... αν το πουλήσω και αυτό, θα έλθω ίσια ίσια με το χρέος μου, και ίσως δεν θα με φθάση... έπειτα το κακόν είναι, που δεν το ορίζω μονάχη μου, είναι το μισό εκείνης της καρακάξας της αδελφής μου, και πού να στρέξη εκείνη να το πουλήσουμε; (συλλογίζεται ολίγον) ε... ό,τι γέν' ας γένη... θα σκάσω τώρα; εγώ δύω ώραις να τα συλλογισθώ αυτά, χτικιάζω και ξεμπερδεύω· τη δουλειά μου... το ζεύκι μου... τοις μόδαις μου... κ' έννοια μου· ότι θέλ' η τύχη μου ας κάμη... έπειτα μήπως με γυρεύει και κανείς πλούσιος να παντρευτώ, για ν' αλωνίζω όπως θέλω, και να μην τραβώ αυτά τα βάσανα; με τρογυρίζουν κάτι ψειριδινδίνιδες με ταις μόδαις τους, κ' είναι κι' εκείνοι πνιγμένοι ως το λαιμό ς' το χρέος... ψόφιαις ψείραις, χειρότερα απ' εμένα, κ' η τζέπαις τους είναι γεμάταις τζαγανοπόδαρα... ωφ!!. ας κουρεύωνται αυτά...τώρα 'πού πεινώ, τίνα φάγω; (κτυπώσα τας χείρας κράζει.) Χάιδω, ε, Χάιδω... (κουφάθηκε...) Χάιδω... Χάι. Ορίστ', τώρα για. Ανθ. Έλα δα καϊμένη, μεσημέρι γένηκε... Χάι. Μηγάρ 'γώ σ' γείπα να σκωθής τώρ' απέ το γύπνο; Ανθ. Πολύ εκαθήσαμε απόψε... Χάι. Αμ' κείν' τα διαβλόχαρτα, κ' η μπριλίνες, τα γέλοια, και τα σφαλίκια πού σας 'φίνουν να κοιμθήτε; γώ μοναχά κάθουμ' ούλ' τη νύχτα και μαργώνω σαν το σκλ'... σεις τι ντέρτ' εχέτε!.. Ανθ. Άφησαί τα τώρ' αυτά... πεινώ... τι μ' έχεις να φάγω; Χάι. Τίπτα.... Ανθ. Ύστερα; Χάι. Ύστρα σαν και πρώτα... φέρ' τάλλαρ' να σ' φέρ' να φας... Ανθ. Παραδάκι δεν έχω καϊμένη, μόνε πάρε τίποτε βερεσιέ.. Χάι. Δεν πάγ' να σ' φέρ πγια βιρισγιέ, βιρισγιέ... δε μ' δίν' πγια κανείς... και πάσα γένας γυρεύ' το δκό του. Ανθ. Έλα τώρα, πήγαινε να με πάρης μισή οκά μπογάτζα, και εκατό δράμια ζάχαρι, και πες τους αύριο τους πληρόνω... Χάι, Ωχ.... δε μ' δίνουν.... για γώ παγαίν'... Ανθ. Πήγαινε Χάιδω μου, να σε χαρώ... Χάι. Τι να μ' χαρής, και να σ' χαρώ; μ' έφκιασες ρόιδο, 'φτά χρόνια τώρ'... Ανθ. Αίδε τώρα, κ' έχει ο Θεός... Χάι. Έχ' άμ' τάχ' για λόγ' του. (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η Β'. (Η Ανθή μόνη, έπειτα ο μισέ Ροδάνης και η Χάιδω.) Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τι δυστυχία!!! ορίστε! ως και η δούλα μου μ' εσήκωσε την υπόληψι· δεν έχει και δίκιο; τι να την κάμω; έχω και δεν την δίνω;.. τώρα να την δώσω ένα μαντήλι για να την καλοπιάσω... ποιος ν' άναι έξω; Ροδ. (εισέρχεται·) Κι' εφοβούστεν καλέ μπα κ' έρτη και σας κλέψη κανείς; Ανδ. Ω μισέ Ροδάνη .. καλώς ορίσετε... και πώς; η πόρτα ήτον ανοιχτή; (καθ' εαυτήν) ω την αναθεματισμένη την Χάιδω! άφησε την πόρτα ανοιχτή, κ' ήρθε κι ο ξένος άνθρωπος, και με ηύρε σε τέτοια χάλια... όχι άλλο τώρα... (προς τον Ροδάνην) με συγχωρείτε οπού είμαι με τα νυχτικά μου. Ροδ. Καλέ και τώρη ξυπνάτεν; Ανθ. Τώρα ξύπνησα, γιατί δεν 'μπορούσα λιγάκι... κρυολόγησα φαίνεται, και δεν είμαι τόσο καλά σήμερα... Ροδ. Κι' όλο κρυολογάτεν εσείς; κι' όποτ' ήρτα, ηύρα σας να κοιμούστεν... Ανθ. Έτζι τόχει η κράσις μου... Ροδ. Ε με λέτεν καλέ, πότε θα με πλερώστε; ξέρετεν τώρη πόσα μου χρωστείτεν; Ανθ. Τα ξέρω μισέ Ροδάνη μου, αμέ τι να κάμω; Ροδ. Κ' ε με λέγετεν που θα σας έρτουνε γρόσα αφ' το μπάγκο της Βιένας, κι απού πού αλλού; πούντα μαθές; τρία χρόνια τώρη με γελάτεν με το σήμερη, και αύριο, κ' ε βγαίνει πλια στο κεφάλι!!! έν είν' δικά μου τα γρόσα, είναι ξένα... έν το ξέρετεν εσείς πούμαι μεσίτης, κ' έν έχω δικά μου καπιτάλλια; Ανθ. Το ξέρω, μα τι να κάμω; απ' το μισό σπίτι κι' άλλο τίποτες δεν έχω... Ροδ. Κ' έν έχετεν πράμα αφ' το σπίτι κι' άλλο; Ανθ: Όχι! .. Ροδ. Κι εσείς εσβύσετεν άματις, γιατί χρουστείτεν κι' αλλωνών... Ανθ. Χρουστώ, και χρουστώ... Ροδ. Κ' ίντα θα κάμετεν τώρη; Ανθ. Κι' εγώ δε ξέρω... Ροδ. (καθ' εαυτόν.) Να καιρός να της πω να παντρευτή, και να της προξενέψω το γέρο Σινάνη... (προς την Ανθήν·)κι' έν παντρευούσαστεν άματις; τι καρτερείτεν πλια; ν' αύγουν τα δόντια σας τα κοσάρια; Ανθ. (γελώσα·) Χα, χα, χα, να μη σώση το κακό σου μισέ Ροδάνη μου. ·. μ' έκαμες και γέλασα με την καρδιά μου... Ροδ. Κι' αμέ στην πίστι μου! ε σας λέγω καλά μαθές; Ανθ. Καλά με λες... αμέ ποιός με πέρνει; και με τι; Ροδ. Κι' εσείς γρωνίζετεν τόσους π' όρχουνται και σας κάμουνε βεγκέραις... έν 'μπορείτεν να κάτζετεν κανεί στο χέρι; Ανθ. Ω... το σκότωσες... και τι άνθρωποι είναι αυτοί! Ροδ. Λογιών τω λογιώ λογιώτατοι, γραμματικοί, αρχοντόπουλα... έν πέρνετεν κάνα απ' αυτουνούς; Ανθ. Αυτοί όπου γλέπεις είναι ψόφιαις ψείραις· ή σε ξιπάζουν τα φορέματά τους, η λεβάνταις, και τα μεταξωτά τους μαντήλια; Ροδ. Κι' ε φυσούνε μαθές; Ανθ. Μήτε φυσούνε, μήτε ξεφυσούνε... ένα μιστό πέρνουνε· κι' όσο να γυρίσης να δγης, παράς δεν τους απομένει... μάλιστα χρουστούνε οι περισσότεροι... κι' ύστερα, ύστερα, άλλος σε γυρεύει τρεις χιλιάδες τάλλαρα προίκα και μετρητά, άλλος πέντε, ο πλιο παρακατινός, χίλια... εγώ που να τ' αύρω; Ροδ. Τάξετέν τα και μην τα δίνετεν... Ανθ. Ναι!!! τα θέλουνε στο χέρι... ακούς και σε λένε «εν τη απαλάμη και ούτω βοήσωμεν »... Ροδ. Κι' ίντα θα πη τούτο; Ανθ. Τάχατες πρώτα στο χέρι τα γρόσια, κ' ύστερα την κουλούρα στο κεφάλι... Ροδ. Κι' έν είν' κανείς να σας πάρη χωρίς προικιά; Ανθ. Ακόμη δεν εγεννήθηκε... Ροδ. Κι' άμ' αν βρεθή κανένας τον θέτεν; τον πέρνετεν; Ανθ. Αμέ τον αφίνω; στιγμή δε χάνω... ακούς εκεί; ξέρεις πώς είν' το μάτι μου; μπακίρι... Ροδ. Αμ' αν ήν' και 'κείνος φτωχός; Ανθ. Ά.!! α.!! ας στέκετ' η δουλειά μπερδεμένη!!! όξ από φτώχιαις... Ροδ. Αμ' αν ήν' άρχοντας και γέρος, τον θέτεν; Ανθ. Δεν με κόφτει αν ήναι και με μισό δόντι... να φυσάη μοναχά... Ροδ. Έννοια σας... να φυσά, και να ξεφυσά... Ανθ. Έχεις κανένα τέτοιον στο χέρι; ντε, τι στέκεσαι; φκιάστα μιαν ώρα προτήτερα... Ροδ. Κ' ίντα θα με δώσετεν άματις; Ανθ. (με χαράν·) Ό,τι θέλεις, αδελφό σε κάμνω... Ροδ. Κι' ε βγαίνει τίποτις να με κάμετεν αδερφό, μονιούς μονιούς... με δίνετεν κ' εμένα αφ' τα βενέτικα και της δούπιαις που θάχετεν στα χέργια σας; Ανθ. Όλα νάναι στα χέργια σου... μα δεν το πιστεύω... με περιπαίζης. Ροδ. Να σας χαρώ με τα σωστά μου σας το λέγω... μοναχά στρεχτήτεν, κι' έννοια σας... Ανθ. Ό,τι με πης στρέγω... δε με λέτε ποιός είναι; Ροδ. Σα ματάρθω... Ανθ. Εγώ δεν μπορώ να βαστάξω... πότε θε ν' άρθετε; Ροδ. Το βράδυ... Ανθ. Ωχ! θα σκάσω ως το βράδυ. Ροδ. Και βαστάτεν την καρδιά σας μη σφιγκόσαστε· Χάι. (εισέρχεται με την μπογάτζαν·) Τρανό κακό γυιέ μ' να τς' εύρη... δε μ' δίναν τη μπγάτζα κι' άφκα το γιεμνί μ' αμανάτ'... κόπγιασ' τώρα κυρά μ' να φας και μηδέ βράδ' μηδέ ταχιά έχεις τίπτα φαγί, γιατί δε νταγιαντώ πγια τα παραδέρματα... Ανθ. Έλα καϊμένη.. σώθηκαν πγια τα κακά μας... Ροδ. Κι' έν έχετεν άλλο τίποτις να φάτεν; Ανθ. Δε με ρωτάς αν έχω παραδάκι; δεν ακούς τι λέγ' η δούλα μου; Ροδ. Θέτεν άματις να σας φέρω καμμιά δεκαριά τάλλαρα; Ανθ. Μακάρι... θα σας το γνωρίσω μεγάλη χάρι... κι' εκείνο που ξέρεις αν ήν' αληθινό... Ροδ. Κ' ε σας είπα που δεν σας χορατεύγω;... φάτεν τώρη με την καρδιά σας, κι' έννοια σας... (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η Γ'. Η Ανθή και η Χάιδω. Ανθ. Είδες καϊμένη Χάιδω, ο Θεός πώς ανοίγη την τύχη του καθ' ενός καλά το λένε... «εγώ κάθουμαι, κ' η μοίρα μου δουλεύει·», είδες; είδες; Χάι. Τι γείδα; τίπτα δε γείδα... για, σήμρα περπατώ ξεκούτρουλ' γιατ' έβανα το γεμνίμ' αμανέτ, κείνο γείδα για, 'που μαργών' το κεφάλ' μου... Ανθ. Εγώ σε δίνω ένα μανδήλι καινούργιο... Χάι. Δόμ' ντε!!! Ανθ. (τη δίδει έν μανδήλιον) Να το φορέσης ς' την υγιά του γαμπρού... Χάι. Ποινού γαμπρού; έχουμε κανεί γαμπρό; Ανθ. Δεν έχουμε, μα θα κάμουμε... Χάι. Νια ήμνα και γέρασα!!! ωχ κυρά μ', κάμ' τη δλειά σ'· κι' αν παντχαίνης απ' αυτνούς τους γιαλελίδες π' ουρχένται, και σου σιένται και σ' λιγιένται, αλοίμνο!! και τούτ' σαν κι’ μας είναι ψώρα και τω γνέγων · παρά τήραξ να πάρς τίπτα ψλούρα, να πληρώσης και το ντουνιά που μας πνίξαν, να μ' δώκης κ' ημέν τίπτα απ' τη ρόγα μ' για να καμ' ένα σκτί που μ' έφαγ' η ψείρα κ' η λήγδα με τούτ' για (δεικνύει το φόρεμά της.) Ανθ. Ω καϊμένη Χάιδω, είσαι τρελή ... σε κάμποσαις μέραις γλέπεις τα βενέτικα και της δούπιαις. Χάι. Οπού πνα ψωμιά θωρεί κι ο διψασμένος βρύσαις ... θωρεί κι ο αξπόλτος παπούτζια με της μύταις ... μπα και τα γείδες στο γύπνο σ'; Ανθ. Αυτά λέγε συ κι αύριο γλέπεις. Χάι. Μακάρ ... μα ντεϊμεντέ, λεν σ' τον τόπ' μας ... άφκε με κ' εμένα κομάτ' μπγάτζα· Ανθ. Να, φάγε, και συγύρισε ως που να κάμω την ντουαλέτα μου (αναχωρεί). Χάι. Ω καϊμέν' 'γώ!! (αναχωρεί). Σ Κ Η Ν Η Δ'. Ο Σινάνης, ο Ροδάνης και ο Μουζάνας. Σιν. [καθ' εαυτόν] Μήτε Καλαμπάκος φάνηκε, μήτε Ροδάνης μήτε Φουντανέλλας .. εκείνος πήρε φλουργιά να κάμη μπογιά, άλλα αλέμ έφαγε φλουργιά, και μηδέ μπογιά μηδέ τίποτα.... Καλαμπάκος περπατεί να εύρη καμμιά τζιμπλού, καμμιά γριγιά πάλαι, Ροδάνης τρέχει απάνου κάτου, αμμά εκείνο χιώτη είναι, τα κάμει δουλειά.....(προς τον Μουζάνα·) Μουζάνα.... Μουζ. Ορίστε.... Σιν. Καλαμπάκο μαλαμπάκο, Ροδάνη μοδάνη, Φουντανέλλα μουντανέλλα, ήρτε κανένα; Μουζ. (με θυμόν) Δεν ήρτε κανείς, όχι.... Σιν. Δεν πας να δγης τι γενήκανε; Μουζ. Στο γιατρό δεν πηγαίνω... Σιν. Γιατί μπρε; Μουζ. Γιατί πλέρωσα πέντε γροσάκια· ίσια ίσια ένα μηνιάτικο πάει στο διάβολο... Ροδ (εισέρχεται ασθμαίνων.) Έφαγα την μπίστι μου τόσαις μέραις, απάνου κάτου για σας... Σιν. Τι παιδί έκαμες; σερνικό, γιόξαμ τηλυκό; Ροδ. Σερνικό, κ' ε θε και ρώτημα ... μόν' αφήτε με να ξεκουραστώ... ε μου φέρνετεν μια λεμονάδα 'που ήσκασα αφ' την κάψα; Σιν. Δίκιο έχεις, αμμά λεμόνια ντεν έχουμε. Ροδ. Αφ' τον καφφενέ φέρτε μια... Σιν. Μην πίνης καφφενέ λεμονάδα, έχει σκούληκαις... έι πες με τώρα τι έκαμες; Ροδ. Ήκαμά σας πράμα που θα μ' ευκιούσαστε για πάντα σας. Σιν. Αν αγαπάς το τεό;!!! αμάν λέγε. Ροδ. Ήσκασα ως που ν' αύρω έναν πωρικό που στον κόσμο έν είν' άλλο... Σιν. Αμάν, τζάνουμ... Ροδ. Βρήκα σας μίαν κοπελλιά που στην μπίστι μου μηδέ στο Παρίσι, μηδέ στη Βενετιά, μηδέ στης Χίντιαις δε βρίσκεται... όμορφη σαν τον ήλιο... Σιν. Ωχ, ωχ, ωχ, αμάν μισέ Ροδάνη, λέγε. Ροδ. Προκομμένη 'που η δουλειά αφ' τα χέργια της έν πέφτει μέρα νύχτα... Σιν. Ωχ!! άφεριμ μισέ Ροδάνη... Ροδ. Νοικοκιουρά, όσον μπορεί να βάν' ο νους σας· όλα τα κάμει μονάχη της, και παρά πούπετις ε δίνει... Σιν. Είναι αρχόντισσα; Ροδ. Και ποιά άλλη έχει τα καλά της; απ' ούλα τα πράματα έχει αμπάρι· αν μπήτεν γρόσα, ε μπένουνε στο κοντήλι... να μπήτεν στο σπήτι της, στουπίρ ο νους σας τι να δήτεν!.. Σιν. Μουζάνα. Ροδ. Με φωνάζετε αφέντη; Σιν. Ναι, τρέχα Φουντανέλλα γιατρό γλίγωρα να πης ν' άρτη... άιντε... ακόμα εδώ είσαι; Ροδ. Κ' ίντα πάθετεν; μπα και σας ήρτε λιγοθυμιά γι' αυτά π' ακούτεν; Σιν. Όχι, μόνε τέλω... αλητεία λες ούλα τούτα; γιόξαμ χορατεύεις! .. Ροδ. Να με δήτεν με τ' όνα, α σας γελώ... Σιν. Μην κάμης όρκο, άνταμ, πίστεψα... αμέ τι φορεί για; Ροδ. Καπελίνο της μόδας, και βέσταις αλλά φράγκα... Σιν. Σαν κοκόναις που γλέπω όξου; Ροδ. Κι' αμέ; Σιν. Ωχ! τέτοια τέλω κ' εγώ!.. μάνα, κύρη έχει; Ροδ. Όσκαι... μιαν αδρεφή, κ' έναν αδρεφό... άμ' αυτοί τρώνε χώργια τως, και κοιμούνται χώργια τως... Σιν. Ταμάμ, κ' εγώ εκείνο τέλω, να μην έχουμε μπελάδες.... Ροδ. Τίποτις να σας χαρώ... εσείς τα πασουμάκια σας μόνε να βγάλτεν, και να μπήτεν στο σπήτι μέσα... τίποτις έξοδα θα μην κάμετεν, κι' όλα ότοιμα θα τα βρήτεν. Σιν. Κι' εγώ αυτό τέλω... πότε τα πάμε να την δγιω; Ροδ. Την κυριακή... Σιν. Πολύ είναι... την πέφτη. Ροδ. Καλό, μόνε νάστεν ότοιμος, να μπαρμπεριστήτεν, και να βάλετεν τα σκολλιάτικά σας, για νάστεν όμορφος... Σιν. Έλμπετ... ζαχέρ!.. αμ' έτζ τα πάγω; τα φορέσω καλά μου ρούχα... Ροδ. Ναι, ναι· να μη με ντροπιάστεν να σας χαρώ... ε με δίνετεν τώρη τίποτις να πάγω της νύφης, για να καταλάβη 'πούν' αλήθεια, να δγη π' ούμαστεν κι' άρχοντες; Σιν. Τι να δώκω για; Ροδ. Καμμιάν κοσαργιά δούπιαις. Σιν. Είναι πολλαίς... τι λες άνταμ; Ροδ. Κάμτέ της πέντε, κι' έννοια σας... εκείναις πάλι είν' δικαίς σας... εν ταις χαλνάει... Σιν. Σαν είπες π' ούναι νοικοκαιρά, ζαέρ δεν χαλνάει... Ροδ. (καθ' εαυτόν) έλα Χριστάκι μου κι' άγια Κιουρά μου, να βγουν τ' αποκράτικα· [προς τον Σινάνην] καλέ ίντα θα πη; νοικοκιουρά, και νοικοκιουρά... οχωνούς εκείνη στο διάφορο να της βάνη θε ... Σιν. [φέρει πέντε δούπιαις] Να, δώσεταις στο χέρι της. κύτταξαι καλά, γιατί θα ρωτήξω... Ροδ. Κι' ε με πιστευγούστεν μαθές; Σιν. Σε πιστεύω... έτζη χορατά είπα... Ροδ. Αμ' εμένα ε με δίνετεν καμμιά; Σιν. Την πέφτη που τα πάμε στη νύφη... Ροδ. Και δόμουτεν τώρη, και την πέφτη μη μου δίνετεν. Σιν. Αφεντιά σου να δώκω αρτίκ ένα βενέτικο... κόπο έκαμες... και πάλαι σα δγιω νύφη, τότες αρτίκ δίνω ένα ντοπλόνι. [τω δίδει έν βενέτικον.] Ροδ. Ας ην πλια κι' ένα βενέτικο [το λαμβάνει] ετοιμαστήτεν για τη πέφτη. Σιν. Σε καρτερώ. Ροδ. Έννοια σας, [αναχωρεί] Σ Κ Η Ν Η Ε'. Ο Ροδάνης μόνος καθ' οδόν. Ροδ. Ηύγαλα τ' αποκράτικα... απ' εκείνη τη παράλυτη τη σκορποπαραδού θα βγάλω τίποτις, κι' απέ τούτος είναι ακριβοτζάτζαλος.. βράδιασεν· πάγω να τη βρω να της πιπιλήσω το νου... ο Θιός μου την ήφεξεν αυτήν τη δουλειά... ε και να την τέλειωνα μίαν ώρα μπροστήτερις· πάγω, πάγω... Σ Κ Η Ν Η ΣΤ'. Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Μουζάνας, και τελευταίον ο Φουντανέλλης. Σιν. (καθ' εαυτόν) Χιώτη, και πάλαι χιώτη! ατζανούμ άντρωπο είναι... δουλειά του κυττάζει σάγικα... τρέχει απάνου κάτου... ντεν είναι σαν Καλαμπάκο κεφάλι ψημένο... ιστέ άντρωπος, μάνη μάνη ηύρε όμορφη, νοικοκαιρά, αρχόντισσα, ούλα τα καλά... Καλαμπάκο, όχι ένα είναι τζιμπλού, άλλο είναι μιμπλού, άλλο γρια, άλλο φτωχή... μισέ Ροδάνη ένα ηύρε και καλό... άφεριμ μισέ Ροδάνη, χαλάλι να γένη βενέτικο π' όδωκα, σα μάνας μου γάλα... αρτίκ πγια λακιρντί τε τέλει... μόνε αρραβώνα και χαρά... αρραβώνα και χαρά... αρραβώνα και χαρά.... (σηκώνεται όρθιος και πηδά) αρραβώνα (πηδά) χαρά (πηδά) Μουζ. (εισέρχεται αιφνιδίως·) Έρχεται ο ιατρός αφέντη. Σιν. Αρραβώνα και χαρά [πηδά· προς τον Μουζάναν] πήδα ντε και συ κιοπόγλου... Μουζ. Γιατί; Σιν. Αρραβώνα και χαρά, ητ ογλού ήτ... Μουζ. Πότε; Σιν. Την πέφτη, πήδα ντε; Μουζ. Έι... στάσου... αρραβώνα και χαρά ητ ογλού, την πέφτη... Σιν. Όχι μπρε... Μουζ. Αμέ πώς; Σιν. Αρραβώνα και χαρά. [πηδά·] Φοντ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Ε, και τι καλά μπαλλάρει αφέντη 'δικό μου... Σιν. Αρραβώνα και χαρά, πήδα κ' εσύ ντετόρο μου; Φον. Ε, κε δεν έκω γκούστο, κε να σπάνω ποδάρι μου... ε κε γιατί μπαλλάρει; Σιν. Ηύρα νύφη... έφερες μπογιά; Φον. Το έκω στο πουριφικατζιόνε... Σιν. Ντεν έφκιασες ακόμα; Φον. Έφκιασα επόι τ' όβανα κε να πουριφικάρη.. Σιν. Άνταμ... φικάρει μικάρει, τι τα πη; μπογιά έφκιασες; Φον. Να καταρίση... Σιν. Ωχ!.. ας μη καταρίση άνταμ... έτζι φέρτο ... αρραβώνα και χαρά· πέφτη τέλω; Φον. Τρελλάτηκε αφέντη δικό μου, όλο σαλτάρει, αρραβώνα και καρά... τι έκει; κάτζε και να μην έρκεται, κανένα κόλπο απέ το καρά σου... Σιν. [κάθεται] Καλά με λες ντετόρο μου,.. έι μπογιά; σακίν τέλεις κι' άλλα βενέτικα; Φον. [καθ' εαυτόν] Κάσπιτα!!! τούτο αβάρο διάβολο για το γυναίκα κε γένεται τζενερόζο... τώρα να πάρω, γιατί έκει δελίριο... [προς τον Σινάνη] Τέλω, τέλω, κε έκω μπιζόνιο. Σιν. (τω δίδει άλλα πέντε βενέτικα) Να ντετόρο μου; πάρτα με γεια σου, με χαρά σου... Φον. Κολόρο πότε κε να το φέρνω; Σιν. Πέφτη χωρίς άλλο καρτερώ. Φον. Δούνκε μπον ώρα, κε φέρνω, και κολορίρουμαι μουστάτζιο δικό σου... Σιν. Ναι ντετόρο μου... Φον. Κε να έρκουμαι· αδίο. [αναχωρεί] Σ Κ Η Ν Η Ζ'. Ο Μουζάνας μόνος. Μουζ. [καθ' εαυτόν] Τον βλέπεις του διαβόλου τον φιλάργυρο; μια βούκα ψωμάκι κανενός δε δίνει, και για τη μπογιά τα πέταξε τα βενέτικα· ένα να του γύρευε κανείς, δεν τον έδινε αν τον έβλεπε στο σκοινί να κρεμαστή, για την γυναίκα όμως ευθύς τ' άδωκε χωρίς ακόμι να την ιδή... να ο διάβολος πώς τους έχει βουλωμένους αυτούς τους φιλάργυρους... κύτταξε τον αναθεματισμένο τόσα χρόνια τον δουλεύω, και μ' έχει χωρίς πουκάμισο και χωρίς βρακί, και ποτέ δεν είπε να μου δώση ένα βενέτικο... αχ! ο διάβολος να μου τον έριχνε σε καμμιά σκορπαλευρού να τον κάμη σ' ένα χρόνο σαν κ' εμένα... εγώ όμως θα καλοπεράσω, γιατί αυταίς η σκορπαλευρούδαις βγαίνουν και σπλαγχνικαίς.... αχ! και να την ήξευρα, να πάγω να την εύρω... το Ροδάνη θα πιάσω από κοντά να με την μάθη... πάγω να τον εύρω... [αναχωρεί.] Σ Κ Η Ν Η Η'. Ο Ροδάνης, η Ανθή, έπειτα η Χάιδω. Ροδ. (εισέρχεται εις τον κοιτώνα της Ανθής·) Καλέ π' ούσεν κοκονίτζα; Ανθ. Εδώ... Ροδ. Είναι σκοτάδι... κι' έν άφτετεν ένα φως; Ανθ. Πάει να φέρ' η Χάιδω... Ροδ. Έννοια σας τώρη πλια, η σόρτα σας ήνοιξεν· κ' εγελάτεν; έν ακούτεν; (κτυπά τας δούπιας·) Ανθ. Τι είν' εκείνα; Ροδ. Δούπιαις, δούπιαις. Ανθ. Με περιπαίζεις... Ροδ. Τώρη που να φέρη το φως της γλέπετεν. Ανθ. Καλέ με τα σωστά σας το λέτε; με τα όλα σας; Ροδ. Κι' αμέ; Χάι. (Εισέρχεται με το φως εις τας χείρας.) Ροδ. [δείχνει τας δούπιας·] Ορίστε... δγήτεν ταις, το πιστέψετεν τώρη; Ανθ. Λέγετε λοιπόν... Ροδ. [καθ' εαυτόν] Εδώ χρειάζεται μαργιολιά τώρη, να την καταφέρω να στρέξη να πάρη το γέρω Σινάνη... [προς την Ανθήν] Να σας πω... εγώ ήγλεπά σας που δυστυχούσετεν, και καιγούνταν η καρδιά μου, κ' έν ήξερα ίντα να κάμω για να μη σας γλέπω έτζι... και σα μ' ούπετεν πως παντρευγούσαστε, σα να μ' ούπεν κανείς κ' ηύρα σας ένα γαμπρό 'που για λόγου σας είν' καλός... μα έν ηξέρω τη γνώμη σας αν τον θέτενε, γιατ' είν' κομμάτι γέρως. Ανθ. Τόσο πολύ γέρως είναι; ως πόσω χρονών; Ροδ. Αν τον ρωτήξετεν, είναι τριάντα πέντε, μα τ' αληθινό είναι αφ' της ογδόντα κι' απάνου... Ανθ. Καλά! τα χρόνια του τα μάθαμε... από κατάστασι τι μαντάτα; Ροδ. Σας κάμω όρκο π' όχει απάν' αφ' το μιλλιούνι βενέτικα... Ανθ. Πολύ χοντρό τ' όκοψες.... Ροδ. Στην πίστι μου, ε σας χορατεύγω, και θα το δγήτεν... Δόστε μου το λόγο σας πως τον πέρνετεν, κι' εγυρίζετεν το λόγο σας πίσου... Ανθ. Με τόση κατάστασι, καθώς με λέτε, τον πέρνω, ας ήναι και εκατόν ογδόντα χρονών, και στη ψυχή της νενές μου, δε γυρίζω το λόγο μου... Ροδ. Είναι ο χωντζά Σινάνης ο σαράφης... Ανθ. Τον ξέρω, τον ξέρω... εκείνος είναι φιλάργυρος! και πώς θα ζήσω μαζή του; ω δυστυχία μου... Ροδ. κι' έν ηξέρετεν εσείς πάλι να τον παίξετεν; Ανθ. Φθάνει ν' άχω τα γρόσια του στο χέρι μου, κι' εγώ είμαι καλή να τον κάμω να με προσκυνάη... Ροδ. (καθ' εαυτόν) Καλόβολη είναι· [προς την Ανθήν] Αυτό στέκεται στη μαργιολιά σας να τον καταφέρετεν μόνε πήτεν τώρη το ναι... Ανθ. Ναι, τον πέρνω! μόνε τα γρόσια του στα χέργια μου... Ροδ. Είπα σας το, σταθήτεν καλή να τον κάμετεν όπως θέτεν... πάρτεν τώρη της δούπιαις που μ' ούδωκε να σας δώκω.(τη δίδει τρεις μόνον.) Ανθ. Αμέ της άλλαις δύω; Ροδ. Της κράτησα για τη σιμσαριά μου. Ανθ. Πολλαίς είναι δα! κρατήστε τη μία, και πάλαι... σαν πάρω το Σινάνη, σας δίνω πολλαίς... Ροδ. Στεκούσαστεν στο λόγο σας; Ανθ. Να με κόψ' η πανούκλα, αν σας γελάσω... μόνε να γέν' κείνο που θέλω... Ροδ. Έννοια σας γένεται· μόν' όσο μπορείτεν μαργιολιά· την πέφτη θ' άρτη να σας δγη, και να σας δω πλια πώς θα του πιπιλίστεν το νου του, γιατ είναι ούριος. Ανθ. Μπρε να μη τον αφίσω μυαλό! έννοια σου· μοναχά το κακό είναι οπού δεν έχω μόμπιλα, και καλά φορέματα.. Ροδ. Μόμπιλα 'γώ φέρνω σας· κι' έν έχετεν εσείς φορέματα; Ανθ. Π' ούντα; όλα τα χάλασα.. Ροδ. Κι' εμέ λέτεν πως είστεν παράλυτη; και πότε της χαλάστεν τόσαις φορεσιαίς π' ούχετεν; Ανθ. Ε! απ' αυτό το φουστανάκι που φορώ μηδ' άλλο, μηδ' άλλο ... Ροδ. Κόφτεν άματις μια φορεσιά... Ανθ. Έτζι θα κάμω ... φέρτε μου έναν καλό κρουαζέ, ένα σπαλέτο, μια φάσα, φιούμπα, κάλτζαις τρυπηταίς, παπούτζια της Φράντζας, γκάντια, κ' ένα καπελίνο της μόδας. Ροδ. Δότε μου άματις της δούπιας να πα να σας τα φέρω. Αν. [τω δίδει δύω·] Ορίστε δύω ... Ροδ. Ε σώνουνε ... δόμτε και της άλλαις; Ανθ. Μια να σας δώσω, γιατί την άλλη την θέλω. [τω δίδει άλλην μίαν.] Ροδ. Την αυγή φέρνω σας τα όλα. Ανθ. Δεν θα κοιμηθώ απόψε. Ροδ. Έννοια σας· (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Θ'. Η Ανθή μόνη, έπειτα η Χάιδω. Ανθ. [καθ' εαυτήν] Ωχ Θε μου! άνοιξ η τύχη μου... μα πώς είναι γέρως τι πειράζει; δούπιαις, τάλλαρα, βενέτικα, να τρώγω καλά, να πίνω καλά, να φορώ καλά, και ας είναι μακάρι κούφταλο· δεν γλέπεις όσαις έχουνε νοιους; η περισσότεραις ψοφούνε απ' την πείνα· εγώ τότες θα κάμω φορεσιαίς στης φορεσιαίς, μόδαις στης μόδαις, διαμαντικά, λαχούρια, ασημικά, τι ναι, και τι όχι ... το κακόν είναι που είναι φιλάργυρος ο διάβολος.. μολαταύτα τον καταφέρνω· εγώ είμαι καλή να γελάσω και τον διάβολο με την υποκρισία μου· στην αρχή θα καμωθώ που είμαι πγιο φιλάργυρη, ως που να με πιστευθή να με δώση το βιος του στα χέργια μου, κι' ύστερα τον φκιάνω καλά· ας αφίσουμε τώρα αυτό, είναι υστερινή δουλειά· απόψε θ' άχω κανένα σουαρέ άφευκτα· να φροντίσω λοιπόν τίποτις για φαγί· Χάιδω! ε Χάιδω! Χάι. Ορίστ'. Ανθ. Να, πάρ' αυτή τη δούπια, και πήγαινε να την χαλάσης .. έχει δεκάξη ρεγγίναις. Χάι. Τι δούπλα; τούτ' είν' κάλπικο τάλλαρο. Ανθ. Τον κακό σου τον καιρό ... της είχες πιστεύω και στον τόπο σου! χωριάτισσα!! πήγαινε να την χαλάσης! Χάι. Φέρτη. Ανθ. Να, και γλίγωρα [τη δίδει την δούπιαν] Χάι. Όσ' να κάμς' φτού, έφταξα. (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η Ι'. Η Ανθή μόνη, έπειτα ο Γιορδάνης. Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τη γλέπεις τη χωριάτισσα που δε γνωρίζει την δούπια; αγκαλά τι να κάμη; που της είδε η κακομοίρα ... ε, ας έλθουμε στον τζελεπή Σινάνη ... ακούς ν' άχη ένα μιλλιούνι βενέτικα ο κερατάς; τι βιος! τι κακό! σαν πόσα σεντούκια θ' άχη γεμάτα!! ε και να πέφτανε στα χεράκια μου μια φορά... θα κάμω πράγματα που να θαμάξ ο κόσμος ... τότες να δγιούνε μερικαίς που κορδόνουνται τώρα .. μπρε καμμιά σαν κ' εμένα δε θε ν' άναι. Γιορ. (εισέρχεται κρυφίως ακούων την αδελφήν του ομιλούσαν μόνην) Κα κα κα λέ, καλέ τρε τρε τρε τρελάθηκες και λαλείς μο μο μο μονάχη σου, μονάχη σου; Ανθ. Δεν τρελλάθηκα Γιορδάνη μου ... κάτζαι να σε πω να χαρής. Γιορ. Τι τι τί; τι, τί; Ανθ. Παντρεύουμαι!! το ξέρεις; Γιορ. Και και και, και με ποιόνα με ποιόνα! Ανθ. Να μην το πης κανενού. Γιορ. Τρε τρε τρε, τρελλάθηκα, τρελλάθηκα; Ανθ. Με τον τζελεμπή Σινανάκη τον σαράφη. Γιορ. (με θυμόν) Το γε γε γε γε σι σι σι σι σι, το γέρω Σινάνη; το κου κου κού, το κούφταλο; που που που που πού τον ψου ψου ψου ψου ψού, τον ψούνισες. Ανθ. Καλά τον ψούνησα .... μεθαύριο να δγης βίος με τα σεντούκια. Γιορ. Π, π, π, π, ποιος έκαμε της προ προ προ προ της προξενιαίς; Ανθ. Ο μισέ Ροδάνης. Γιορ. Ό ο ο ο, όφκαιραις κανάταις, πορδαίς γιο γιο γιο γιομάταις ... ο Σι σι σι σι Σινάνης δεν παντρεύεται. Ανθ. Θα παντρευτή και να το δγης, και την πέμτη θάρθη εδώ να με κάμη το ραντεβού. Γιορ. Του του του του, τούτην την πε πε πε την πέφτη; Ανθ. Ναι μεθαύριο. Γιορ. Να να να να να το δγιω, και να μην το πι πι πι πιστέψω. Ανθ. Βάστα την καρδιά σου, και την πέμπτη γλέπης. Χάι. (εισέρχεται φέρουσα τα τάλλαρα εις τας χείρας) Κυρά πάρ' τα τάλλαρα. Ανθ. Αι, πάρε τέσσερα τάλλαρα, και να πάρης δυω τρεις όρνιθες, ένα δυω πέρδικες, αν εύρης ψάρια μεγάλα, βούτυρο, ρύζι, μέλι, πισκότα ... να, άλλα δυω, να πάρης μαντολάτο, καταΐφι, φρούτα, γιατί έχω απόψα μουσαφιρέους· γλίγωρα Χάιδω μου .. εγώ θα σε παντρέψω πγια. Χάι. Παντρέψ' δα πρώτα γι' ευγενίγια σ', κ' ας μείνω γώ: ... (αναχωρεί) Γιορ. Να κα κα, να κάτζω κι εγώ να φα φα φα να φάγω; Ανθ. Κάτζαι. Γιορ. Πα πα πα, πάγω κι έρχουμαι .. (αναχωρεί) Ανθ. Ας πάγω κι εγώ να ετοιμαστώ για το σουαρέ (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η ΙΑ'. Ο Ροδάνης έπειτα ο Μουζάνας. Ροδ. (καθ' εαυτόν) όπου πορπατεί κατ' ηύρεν κ' ήφα, κι όπου κάθεται κατής τον ήφα ... ήφεξέ μου καλά .. κι ακόμη θα μου φέξη θε ... κατάφερά τη του διαβόντρου την τζαρταλλούδα να πάρη το γέρω... κι άμ' αν έλειπαν οι στραβοί αφ' τον κόσμο, κείνοι π' όχουν μάτια πώς θε να ζούσανε; μερικοί βρίσκουν βίος κάτ' αφ' τη γης, εγώ απάν' αφ' τη γης τ' όβρα, έννοια μου, γλίγωρις γένουμ' εγώ Σινάνης, αν πέση το βιος του στα χέργια της παράλυτης εκείνης, έτζι θεν τούτοι. Μουζ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Καλή σπέρα σας Ροδ. Ω μισέ Μουζάνα, και πώς ήταν και τούτο, και μας θυμηθήκετεν; Μουζ. Ήλθα να σας πω τον πόνον μου, να σας ξεμολογηθώ σαν αδελφός την καρδιά μου, τι περνώ απ' εκείνον, τον αλιτήριο, το βερζεβούλη, το σατανά, το διάβολο των διαβόλων, τον αφεντικό μου .. δεν ψοφά ο καταραμένος, ο θεοήλατος, ο βρωμισμένος, για να γλυτώσω κι εγώ κι ο κόσμος από ένα τέτοιο σκυλλοπέτζι γεμάτο φλουρί, κι αχαΐρευτο!!! Ροδ. Κ' ίντα σας κάμει; Μουζ. Τριάντα πέντε χρόνια, τον δουλεύω τον θεοκατάρατο, φαγί δε βλέπω, φόρεμα δεν έχω, δυω παράδες την ημέρα με δίνει να τρώγω ψωμότυρο, πέντε γρόσια τον μήνα, τι να με κάμουνε!! βλέπω τα καλά του κόσμου, και τα λαχταρώ. Ροδ. Και γιατί έν τον αφίνετεν, να βρήτεν άλλονε; Μουζ. Με τάζει να με κάμη τζιράκι, και καρτερώ τόσα χρόνια ... τώρα γέρασα, πού να πάγω πγια; (κλαίει) Ροδ. Έννοια σας μισέ Μουζάνα, κ' η τύχη σας τώρη ν' αλλάξη θε... αυτός θα βλογηθή, και πέρνει μιαν καλή κοπελλιά, και θα καλοπεράστεν, μόνε να την έχετεν καλά, κι ό,τι σας λέγει να κάμνετεν. Μουζ. Ναι το έμαθα ... μα που δεν την ξέρω. Ροδ. Εγώ πάγω σας και τη γλέπετεν καμμίαν άλλη ώρα.. Μουζ. Σας παρακαλώ ... δούλος σας (αναχωρεί). Σ Κ Η Ν Η ΙΒ'. Η Βιτώρια η Ανθή και η Χάιδω, έπειτα ο Γιορδάνης Βιτ. Στη ψυχή της νενές, ότι γλύτωσα απ' τη δουλειά ... τώρα τ' άφηκα το βελόνι απ' τα χέρια μου. . . καταζαλίστηκα σήμερα μ' εκείναις της μπιμπίλαις. Ανθ. Πώς να το μπαλώσης που δεν ήρτες να με δγης σήμερα, κ' ηύρες πρόφασι της μπιμπίλαις ... ας της έπερνες στο χέρι σου, κι ας ερχόσουνα μιαν ωρίτζα να με δγης ... αγκαλά η αφεντιά σου πολλά ολίγον ζαλίζεσαι διά εμένα. Βιτ. Όσο ζαλίζεσαι κι η ευγενία σου ... κάτι βλέπω συγυρίσματα, τι τρέχει; Ανθ. Ναι, καμώσου το πως δεν τ' όμαθες, ή πως δεν το κατάλαβες! Βιτ. Δεν έχω είδησιν, να με κόψη ο Θεός. Ανθ. Και δε σε είπε κανείς τίποτες; Βιτ. Μα σαν τι; Ανθ. Πως αρραβωνιάστηκα. Βιτ. (γελώσα) Ο Γιορδάνης με είπε κάτι, μα δεν επίστεψα, γιατί εκείνος τα κόβγει τα ψέματα χωρίς κουμέρκι. Ανθ. Και τι σε είπε; Βιτ. Πως θ' αρραβωνιασθής την πέμπτη με τον Σινάνη τον σαράφη ...αληθινά; Ανθ. (με χαράν) Αληθέστατα. Βιτ. Και εις τα τέλεια. (γελώσα) Ανθ. Με περιπαίζεις; Βιτ. Τι τεργιάζει καιρά μου! είναι κανένα παράξενον; Ανθ. Σε γλέπω που γελάς. Βιτ. Γελώ διά το ατέργιαστο. Ανθ. Και δε με τεργιάζει καιρά μου, να πάρω ένα τέτοιον πλούσιον; ή ζούλεψες και σε τούτο!!! Βιτ. Όχι αδελφή, δεν εζούλεψα... αλλά είπα ατέργιαστο διότι αυτός είναι πολλά γέρως, κ' η ευγενία σου πολλά νέα ... έπειτα τι με μέλλει!!! ό,τι αγαπάς κάμε. Ανθ. (με θυμόν) Και πως είναι ολίγον περασμένος τι πειράζει; δε βλέπεις εσύ οπού κυττάζεις να πάρης παλλικαράκι; να δγιω της προκοπαίς σου ... πάρ' τον να μην έχ' η τζέπη του, για να δουλεύης να τον θρέφης, και να τον ντύνης ... άμ' ο τζελεμπή Σινανάκης έχει μιλλιούνια ... δεν είναι ψόφια ψείρα .. όχι. Βιτ. Χα χα χα. (γελώσα) πώς τον είπες; τζελεμπή Σινανάκη; χα χα χα. Ανθ. Ναίσκε καιρά μου, πώς σε φαίνεται; και τζελεμπής είναι και Σινανάκης, και. Βιτ. Άλλος τόσος αν ήτον ... δε λες κωτζά μου Σινάναρος χοντροειδέστατος ανατολίτης, βάρβαρος, γέρως, σαλιάρης, μυξής, φαφούτης, μόνε τον έκαμες και τζελεμπή και Σινανάκη; Ανθ. Ακόμα τι θα πης; (με θυμόν) να ξέρης καιρά μου, και τζελεμπής είναι, και ευγενής, κι ακόμ' ακόμα κι απ' τα εφτά σκαμνιά της Πόλις ... έχει βενέτικα με της ουραίς, δούπιαις, και τάλλαρα να κουκουλώση τους δικούς σου τους ευγενείς ψειρίδες... καλά το λέγω ζούλεψες. Βιτ. Τι θα ζουλέψω; καθ' ένας με την τύχη του, τα υστερνά να δγιούμε ... σε ξέρω .. μη ξιπάσθηκες από τα πλούτη του, γιατί η ευγενία σου είσαι καλή να πελεκήσης κάστρα, και να φκαιρώσης βασιλικούς χαζνέδες κατά το χεράκι π' όχεις ... ω!!! γλήγωρα θα τον κάμεις τον Σινανάκη σου σουγλί παλληκάρι. Χάι. Κυρά κοκόνα. Ανθ. (με θυμόν) Τι είναι μωρή; Χάι. Τώρα για φέραν κατ' ψάργια μγάλα σαν πδιά, και τα χαλεύνε δυω τάλλαρα τη ζγή, τι μ' λες; να παρ; Ανθ. Και στέκεσαι; τρέχα γλήγωρα, πριχού τ' αρπάξουνε ... να, δυω τάλλαρα. Χάι. Για, πάγ' για (αναχωρεί) Ανθ. (προς την Βιτώριαν) Κ' έτζι καιρά μου, ζουλεύεις ζουλεύεις .. σκάσαι, σκάσαι. (κτυπώσα τας χείρας της.) Γιορ. (εισέρχεται αιφνηδίως) Δα δα δα δα δαρτήτε, και και και και μη μαλόνετε. Ανθ. (με θυμόν) Καλέ δεν τη γλέπεις τη ζουλιαρόκατα, την καρακάξα; αντίς να χαρή, να με ζουλεύη, και να λέγη τόσα κακά για τον τζελεμπή Σινανάκη; όλα όσα κάμω εγώ ανάποδα της φαίνονται... τα δικά της είναι καλά ... [προς την Βιτώριαν] Έννοια σου αδερφή, ό,τι θέλω θα κάμω ... τον εαυτόν σου κύτταξε. Γιορ. (προς την Βιτώριαν) Κα κα κα, καλά σε λέγει ζου ζου ζου ζουλεύεις, ζουλεύεις. Βιτ. Δεν πας να ξύνης κοιλιαίς και συ βρε χοβαρδά, σαρδανάπαλε ... έως εχθές το βράδυ έλεγες τόσα εναντίον της, τώρα τα γύρισες... άκουσες τα βενέτικα, και ξιππάσθηκες ... τα υστερνά σας ν' άν' καλά· (αναχωρεί γελώσα) Γιορ. Γέ γέ γέ γέλα, γέλα ... απού μακρυά θα θα θα θα γλέπης Ανθ. Τη γλέπεις την καρακάξα ζούλια; μπα! το χάρω μου όλπιζα, κι αυτό δεν τ' όλπιζα. Γιορ. Μη χο χο χο μη χολοσκάνης ... πα πα πα παγαίνω και γυ γυ γυ, γυρίζω ... (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η ΙΓ'. Ο Ροδάνης και η Ανθή. Ροδ. (εισέρχεται ασθμαίνων) Κι εγώ ήλεγα μπα και κοιμούστεν, κι έν πρόφταινα να σας μιλήσω. Ανθ. (έντρομος) Τι τρέχεις μπας και χάλασ' η αρραβώνα; Ροδ. Όσκαι δα και σεις... κάτι πράμα αστόχησα να σας πω, και τώρη π' ότρωγα το θυμήθηκα, κ' ήτρεχα να σας προφτάξω. Ανθ. Πες με το, γιατί θα λειγοθυμήσω τώρα ... υστερικό μ' έπιασε ... σπασμοί με πιάνουνε .. (τρέμει.) Ροδ. Και μην κάμετεν έτζι .. βαστάτεν να σας το πω.. έχετεν δαχτυλίδι για να δώκουμ' αρραβώνα; Ανθ. Αυτό ήτανε; ωχ!! έσκασα ... η καρδιά μου τρέμει τρόμαξα να μην εχάλασ' η αρραβώνα!! δεν έχω δαχτυλίδι κανένα, μόνε φροντίσετε ένα καλό. Ροδ. Ως πόσω ταλλάρω ν' άναι Ανθ. Ως πεντακόσιων. Ροδ. Πολύ είναι ... ως διακοσίων είναι καλό... κι έχει ένας ... πα να το πάρω με διωρία .. έχετεν καλή νύχτα [αναχωρεί]. Σ Κ Η Ν Η ΙΔ'. Η Ανθή μόνη, έπειτα η Χάιδω. Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τι θεότρελλος ... δεν μπορούσε να με το πη το πουρνό, μόνε ήρτε σούρτου σούρτου τα μεσάνυκτα να με κάμη να παραλογιάσω ... κόπηκ' η καρδιά μου ... κόντεψα να τρελλαθώ ... ακόμα τρέμω ... κόντεψε να με κατέβη ταμλάς, μπας και χάλασε η αρραβώνα, και τι ήθελα να γένω η καϋμένη ... τα λόγια του κόσμου ήθελα να υποφέρω, και το μασκαραλίκι, ή εκείνης της καρακάξας της αδελφής μου τα περιγέλοια ... έπρεπε ν' αφήσω τον κόσμο, και να πάρω τα βουνά. Χάι. (εισέρχεται αιφνιδίως) Κυρά, όλα χαζήρ είναι, να βαν τραπέζ; Ανθ. Όχι ...ακόμη..δεν ήρτε καμμιά απόψε; Χάι. Τι της θέλς ν' αρχιέντ εκείναις η παστρικαίς και να σ' τρων, και να βγαίν να σ' πομπολογάν; δεν κάθσαι πγια μοναχούλα σ' να φας το φαγάκ' σου, και να μάσης το νου σ' στο κεφάλ σ'; για πως σε κάμαν κείναις γ' η καλοπλυμέναις!! μηγάρ ερχένται για καλό; Ανθ. Σώπα και κάποιος έρχεται. Χάι. (Στρέφουσα προς την θύραν) Για που της πθύμησες ... για ερχένται ... (με θαυμασμόν) μπα τρανό κακό!! τούταις ερχένται κοπάδ ... η Λεν, η Κατρίνη, η Μάρ...για για ... φέρνε και την Τζάτζα Κασσού· Ανθ. Τρέχα να βάνης τραπέζι μέσα. Χάι. Παγ ... (καθ' εαυτήν αναχωρούσα) να, βογή να σας γ' εύρ' για καλό δεν ερχέστε . . . να γιομίστε την παραδαρμέν σας, και να βγαίνετ να λετ χίλια πομπολογήματα όξ στο ντουνιά ... (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η ΙΕ'. Ελένη, Αικατερίνα, Μάρω, Χρυσή, Αργύρω, Σταμάτα, Τζάτζα Κασσού και η Ανθή. Όλαι [εισέρχονται] Καλή σπέρα σας κοκονίτζα!! Ανθ. Καλώς ορίσετε ... πολύ αργήσετε απόψα; Ελ. Έτζι καιρά μου, μονάχη σας είχατε σκοπό να φάτε κείνα τα φοβερά τα ψάρια; Αικα. Και τι χρεία μας είχε; μήπως είχαμε καμμιά συντροφιά μαζή; Μάρ. Όχι δα! όλα κι όλα, η κοκονίτζα δεν είναι μοναχοφαγού. Χρυ. Εγώ πάντα έλεγα, τώρα θα μας καλέση. Αργ. Εγώ αφ' ου έπεσε το κανόνι απελπίσθηκα πγια, κι ότι ήθελα να πλαγιάσω ήρτε η Τζατζά Κασσού, και με βούρλισε. Σταμ. Τώρα πγια μην καμώνεστε .. εγώ θα πω την αλήθεια ... η Τζατζά Κασσού ήρτε και μας είπε π' όχετε κάτι ψάρια δεσποτικά, και μαζωχτήκαμε όλαις για να σας πατήσουμαι άξαιφνα .. Ανθ. Και μόνε ψάργια; έχω τόσα καλά, και που τα είδε η Τζατζά Κασσού τα ψάρια; Κασ. Αμ' εγώ παιδάκι μου είμαι το κουδούνι της γειτονιάς ό,τι γένεται κι ό,τι δε γένεται το μαθαίνω .... ποια παντρεύεται, ποια χωρίζει τον άνδρα της, ποια αγοράζει, ποια πουλεί, ποια μαλόνει με τον αγαπητικό της, ποια βάνει φκιασίδι, τι τρώει, τι πίνει πάσα μια, και πότε κοιμούνται ακόμα, το ξέρω κι εκείνο. Ανθ. Και δε με λες που πρέπει να σε φοβούμαστε; Κασ. Και κοτάτε να μη με φοβάστε, που σας κάμω ρεζίλι; ξέρεις πώς με λέγανε εμένα μια φορά; Ανθ. Πώς; Κασ. Με λέγανε (με συχώρεσι τριαντάφυλλα στα μουτζουνά σας) .. Χουλιάρα .. κουδούνι του μαχαλά· μ' ελέγανε Σουσουράδα, και Κάργα Ζαρίφα .. αμ' εγώ ανακάτωνα τον κόσμο .. όπου καυγάς κι εγώ μέσα, μέρα νύχτα στου κόσμου τα σπήτια ν' ανακατώνω τη μια με την άλλη... πέντε φοραίς μ' εδείρανε στην κολόνα, εφτά φοραίς με καθίσανε στο γαϊδούρι, με φυλακόνανε όλη μέρα· τρεις φοραίς μ' εξορίσανε, ως που είδε πγια ο άντρας μου ο συχωρεμένος το κακό το μεγάλο, και με εχώρισε. Σταμ. (καθ' αυτήν) Τρομάρα να σ' έρτη· μήπως και τώρα δεν κάμεις τα ίδια; (προς την Κασσού) Τώρα τι κάμεις; Κασ. Τώρα γέρασα πγια· δεν είμ' η πρώτη... μοναχά εδώ τρουγύρου ό,τι γένεται όλα τα μαθαίνω .. ε καμμιά φορά κάμω και τίποτες ψυχικό. Σταμ. Σαν τι ψυχικό. Κασ. Προξενιαίς παιδάκι μου ...παντρεύω καμμιά φτωχοπούλα ... εχ .. τι να κάμω; Ανθ. Ας τ' αφίσουμαι αυτά· πάμε να φάμε, και να παίξουμε τη μπερλίνα .. Όλαι Ορισμός σας ... (εισέρχονται όπου η τράπεζα.) Π Ρ Α Ξ Ι Σ Γ'. Σ Κ Η Ν Η Α'. Βιτώρια μόνη της λυπουμένη, και κλαίουσα, έπειτα ο Μπαλάσης. Βιτ. [καθ' εαυτήν] Αχ πόσον δεινόν πράγμα είναι το να μη γνωρίζωνται τα αισθήματα των ευγενών ανθρώπων, αλλά να καταφρονώνται μάλλον από ανόητα και αναίσθητα όντα!!! πόσον βαρύ και λυπηρόν είναι το να υπάρχη μεταξύ δύω αδελφών μία ανομοιότης ηθικής εκ διαμέτρου εναντία!!! εγώ η δυστυχής σεβομένη την αυταδέλφην μου, και επιθυμούσα ανέκαθεν την ευτυχίαν της, πολλάκις (μ' όλον ότι μικροτέρα αυτής εις την ηλικίαν) την ενουθέτησα όσον εμπόρεσα, επεχειρίσθην να την αποσπάσω από τόσα και τόσα φυσικά και επείσακτα ελαττώματα, και πολύ περισσότερον από το σκαιόν και ολέθριον ελάττωμα της ασωτίας, αλλ' εστάθη αδύνατον να την μετατρέψω από αυτό, το οποίον εστάθη αίτιον να φθαρή τόση πατρική μας περιουσία ... Αντί να λάβουν πρόοδον κι συμβουλαί μου, εξ' εναντίας μισούμαι απ' αυτήν, εξυβρίζομαι, και το χείριστον υποβλέπομαι πάντοτε ως φθονούσα την ευτυχίαν της ... και αφού η σκληρά αδελφή με μετεχειρίσθη πολλάκις με τους πλέον βαρβάρους και θηριώδεις τρόπους, εσχάτως με είπεν ότι την φθονώ διά την ελπιζομένην ευτυχίαν της από την μετά του Σινάνη συζυγίαν αυτής ... εγώ; εγώ φθονώ την αδελφή μου; ω Θεέ!!! (κλαίει). Μπαλ. (εισέρχεται και ευρίσκει κλαίουσαν την Βιτωρίαν) Γιατί κλαις Βιτωρίτζα μου; τι έπαθες πάλαι; Βιτ. Ωχ θείε μου, επιθυμούσα σήμερον τον θάνατόν μου παρά όσα ήκουσα. Μπαλ. Τι έπαθες; Βιτ. Επεπλήχθην και υβρίσθην σήμερον τόσον σκληρά από την αδελφήν μου ως φθονούσα την ευτυχίαν της. Μπα. Και τι ευτυχίαις έχει και ταις φθονείς; εκείνη από την ασωτίαν της εκατάντησε να μην έχη πουκαμισάκι να φορέση ... Και πώς ελογοφέρατε; Βιτ. Αχ! τι να σας ειπώ ... την καρδιάν μου την έχει καϋμένην εις πολλά ... και καταντώ να φύγω πλέον από το σπίτι, διότι δεν υποφέρω πλέον . . . ποίον να ειπώ, και ποίον ν' αφίσω ... τας ασωτίας της; τας αχρείας συναναστροφάς, τας οποίας έχει κάθε εσπέρας με γυναίκας μηδαμινάς, τας νυχτερινάς διασκεδάσεις διαφόρων διεφθαρμένων νέων, οίτινες την κατεδυσφήμησαν πανταχού ως να ήτον η πλέον αναίσχυντος ..; αφ' ού δι όλα αυτά την ενουθέτησα να παύση πλέον, και δεν εκατόρθωσα τίποτε, τελευταίον σήμερον υπήγα να την επισκεφθώ ολίγον, και με ανέφερεν, ότι θα υπανδρευθή τον γέρω Σινάνη, τον πλούσιον εκείνον και φυλάργυρον σαράφην· εγώ την είπα, διατί να πάρη ένα γέροντα τοιούτον με ανομοίαν όλως δι όλου ηθικήν; αλλ' αυτή ενόμισεν, ότι την φθονώ, και με επεσώρευσε τα εξ αμάξης. — Μπα. Και τω όντι καλά την είπες ... εχάθηκαν τόσοι νέοι ευγενείς, πεπαιδευμένοι, (και μάλιστα τώρα όπου ο κόσμος είναι γεμάτος), μόνε πήγε και διάλεξε το παλιό κούρταλο, π' ούναι και τα δυω του ποδάρια μεσ' το λάκο; τι ζωή θα κάμει με κείνον που τρέμει για έναν παρά; τον είδες καμμιά φορά; Βιτ. Ποτέ μου. Μπα. Για τον δγης, θα φτύσης τον κόρφο σου ... ας αφίσουμε τα γεράματά του, και τα λοιπά, αμέ η αδελφή σου είναι σκορποχέρα, θέλει να τρώγη εκατό λογιού φαγιά, πωρικά, χαλβάδες, ραχάτ λοκούμια, θέλει να φορή μόδαις στης μόδαις, ό,τι δγη το μάτι της το θέλει, και που θα την χαριτώνει εκείνος παρά; καλά, αν κάμη παιδί, και ψοφήσ' εκείνος, υπομονή, θα υποφέρη ολίγον αλήθεια, έπειτα όμως τον κληρονομή ... αμ' αν ψοφήση άτεκνος, πώς θα τα ξεμπερδεύσει μ' εκείνους τους ταγκαλάκιδες τους συγγενείς του; τι θα γένει το χάλι της; Βιτ. Αυτά προβλέπω και εγώ· δια τούτο την είπα να πάρη ένα άνδρα νέον, ολίγον πλούσιον, και να έχη τας αναπαύσεις της με μετριότητα, παρά να περάση την πλέον βδελυράν ζωήν μ' ένα σαπογέροντα εις το άνθος της ηλικίας της, και ύστερον από ολίγον καιρόν αι πικρίαι να την απομείνουν κέρδος ... μα όταν δεν αισθάνεται μόνη της, και την ετύφλωσε τόσον η ασωτία με την ιδέαν, ότι θα εξοδεύει τον πλούτον του Σινάνη αυτή, χωρίς να γνωρίζη ότι οι φιλάργυροι υστερούνται τα πάντα, οι φιλάργυροι ούτε καν γάταν δεν τρέφουν εις τας οικίας των, τι να την ειπή άλλος; αλλ' εγώ ολίγον ζαλίζομαι εις ό,τι την συμβή και ό,τι αγαπά ας κάμη .. το χρέος μου το έκαμα. Μπα. Η ευγενεία σου είσαι γνωστική, και κύτταξε τη δουλειά σου, κι άφισ' την εκείνην γιατί είναι και κομμάτι τρελλούτζικη, να μη μας κάμη τα χειρότερα .. εγώ θα πάγω να τήνε δγιω, και να καταλάβω τα νουμερά της ...(αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η ς'. Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Μουζάνας Σιν. (καθ' εαυτόν) Αποψεσινή νύχτα ένας χρόνος μ' εφάνηκε. ... μεγάλος άστρος δεν ήτανε βγαλμένος όντας ξύπνησα ...μετά τζεγκέλια τα τραβήξω την πέφτη. .... τι μέρα είναι σήμερα; Μουζ. [εισέρχεται] Σε καλό αφέντη· πολύ νύχτα σηκώθηκες ... τι ώρα είναι; Σιν. Ώρα ντε τέλω να ξέρω ... τι μέρα είναι σήμερα; Μουζ. Τρίτη. Σιν. Τετράδη, κιοπόγλου!! Μουζ. Όχι αφέντη ... τρίτη. Σιν. Τετράδη μπρε!! Μουζ. Τρίτη. Σιν. Εγώ τέλω τετράδη!! ακόμα τι τα πης!!! Μουζ. Σαν το θέλεις έτζι, ας είναι ... οι φράγκοι λένε, λέγκα ιλ πατρόνε δόβε βουόλε λ' άζινο. Σιν. Και τα πη αυτό!! Μουζ. (με ταχύτητα) Δέσαι τον αφέντη εκεί που θέλ' ο γάιδαρος, τάχα ό,τι σου ειπή ο αφέντης σου, εκείνο κάμε. Σιν. Ζαέρ έτζι είναι ... φράγκοι έχουνε γνώσι πολλή .. εγώ τετράδη λέω είναι σήμερα, και συ τετράδη πες, τι σε κόφτει; παράδες δε θα δώκης για !!! Μουζ. Βέβαια. Σιν. Ροδάνης μοδάνης, τίποτα δεν εφάνηκε; Μουζ. Νύχτα είν ακόμα, πήγαινε να κοιμηθής. Σιν. Πάγω, άμμα κουκούτζι ύπνο ντεν έχω (αναχωρεί.) Μουζ. Κι εγώ θα πάγω να πέσ' ακόμα (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η Γ'. (Η Ανθή μόνη, έπειτα ο Ροδάνης) Ανθ. (καθ' εαυτήν) Εξημέρωσε... ας σηκωθώ να ετοιμασθώ ... τώρα θ' άρτη ο μισέ Ροδάνης να φέρη τα πράγματα που τον παράγγειλα .. ως τόσο, καλά εγλεντίσαμε απόψα ... έτζι θα τ' άχω κάθε βράδυ όντας θα παντρευτώ... αχ! πότε θα στεφανωθώ!!! είχα δεν είχα τ' όκρυψα απ' της κυρίαις ... εκείνη η πετζομένη η Τζάτζα Κασσού το μυρίστηκε, κι όλο πετριαίς μ' έριχνε ... τίποτης δεν την γλυτόνει· όλα τα μαθαίνει· κακή σουσουράδα είναι τω όντι .. Ροδ. (εισέρχεται) Έν έχετεν πλια να πήτεν τίποτις! ήφερα σας τα ούλα... μόνε καλοροίζικα και στα βλογήματα. Ανθ. Να ζήσης μισέ Ροδάνη μου ... ωχ τι ωραίος κρουαζές!!! Ροδ. Της υστερινής μόδας ... και καμμία έν ήκοψεν ακόμη. Ανθ. Τι ωραίο καπελίνο!! Ροδ. Ένα καράβι αφ' το Τριέστι έφερε χτες δύο χιλλιάδες, κι αυτότανε μοναχά απέ τούτην την σόρτε.... αφήτεντα κείνα· δέστεν το δαχτυλίδι. Ανθ. Ω χαράστο .. Μπιρλάντι είναι; Ροδ. Όσκαι ... φατζέτα φιαμέγκικη ... ιδέτεν πράμα; Ανθ. [θεωρούσα εις τας χείρας της το δακτυλίδι] Είδα πολλά, μα τέτοιο δεν είχα ιδή ... τι φκιάσι!!! πώς στράφτει!! και πόσα έχει; Ροδ. Πεντακόσια τάλλαρα πήρα σας το με χίλλια στανιά. Ανθ. Τ' αχρήζει αληθινά. Ροδ. Και γυρίστεν το στον ήλιο, να δγήτεν ίντα φωτιαίς πετά. Ανθ. Ωραίο .. ωραίο· τα λογαριάσετε όλα; Ροδ. Έννοια σας, κι' έγραψάτα στο κατάστιχο ... μόνε με για [καθ' εαυτόν] Αν πάμεν έτζι διαβόντρου λουλούδα, ως του χρόνου γένουμ' εγώ Σινάνης .. (προς την Ανθήν) Το βράδυ φέρνω σας και τα μόμπιλα (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Δ'. Η Ανθή και ο Γιορδάνης. Γιορ. (θεωρών τα φορέματα) Κρου, κρου κρου, κρουαζές είναι αυτός; τι τι τι τι θα τόνε κά κά κά κάμεις; Ανθ. Βέστα. Γιορ. Θα θα θα, θα με κόψεις κι εμένα ένα α α α αντερί απέ του του του, απέ τούτο; Ανθ. Κομμάτι παρακάτου μάτια μου. Γιορ. (θεωρών το καπελίνον) Αμ' ε του του του τούτο το κα κα κα το καπελίνο, τι όμορφο είναι; να δγιω με πια πια πια, με πιάνει; (το φορεί.) Ανθ. Βγάλτο και θα με το ψειριάσης. Γιορ. Ψει ψει ψει, ψείραις δεν έχω ... να να νά ξυ ξυ ξυ, ξυπασμένη, τ' όβγαλα ... σι σι σι σικιάρι εγώ φ φ φ φκιάνω καλήτερο. Ανθ. Ναίσκε μπουταλά, που θα φκιάσης καλήτερο. Γιορ. Πε πε πε πέρνω μια μπονέτα, βά βά βα βα βάνω και τζανφέσι και κο κο κο κορδέλαις, και γένεται καλήτερο. Ανθ. Γκρεμίσου ζεβζέκι, χάχα ... τον γλέπεις με τι το παράμοιαξε ο μπουταλάς; φεύγα να μη σε δγιουν τα μάτια μου. Γιορ. Σε σε σε χορατεύω ... τε τε τε τέρας είναι τέρας ... πο πο πο πότε θα φάμε της αρραβώναις; Ανθ. Γκρεμίσου σε λέγω. Γιορ. Φε φε φε φεύγω σαν εκα κα κα κά κιοσες [αναχωρεί.] Σ Κ Η Ν Η Ε'. Η Ανθή μόνη με θυμόν. Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τι μπουταλάς!!! τι ζευζέκης!!! τι ανόητος!!! ακούς εκεί τον μασκαρά να παρομοιάζη τα καπελλίνα με της μπονέταις; .. τα καπελλίνα, που όποια τα φορεί μοιάζει σαν άγγελος; έννοια του. και να τον δείξω τον ανόητο ... ας πάγω να ετοιμάσω τώρα, να φέρω και τη μοδίστρα να μου κόψη τη βέστα. [αναχωρεί]. Σ Κ Η Ν Η ς'. Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Μουζάνας, χωρίς να φαίνωνται. Σιν. [καθ’ εαυτόν] Ωχ! ξημέρωσε ... αμάν, ούλη νύχτα απόψα ντεν κοιμήτηκα ... πέφτη, πέφτη, ήρτε και πέφτη ... «τζάμπα να μην τύχη και δεν είναι και σήμερα πέφτη; ιστέκα να ρωτήξουμε Μουζάνα ... (προς τον Μουζάνα) Ολάν Μουζάνα! Μουζάνα, ω Μουζάνα, μπρε!!! ντεν ακούς; άι κιοπόγλου, σαν άλογο ψόφιο κοιμάται ... Μουζάνα λέω. Μουζ. (αφανής) Ορίστε. Σιν. Τρεις ώραις φωνάζω, δε ξυπνάς πγια; Μουζ. Αφέντη είναι νύχτα. Σιν. Ξημέρωσε ... να, σαλεπτζής φωνάζει ... τι μέρα είναι σήμερα; Μουζ. Πέμπτη. Σιν. Αλήτεια; Μουζ. Και δε θυμάστε οπού φάγεται εχτές το βράδυ ψωμί ελιαίς, και σκόρδο; Σιν. Ναι, καλά λες ... άιδε να φέρης Μπερπέρη μου, να οτοιμάσης καλά μου ρούχα, γιατί τ' αλλάξω σήμερα. Μουζ. Ο Μπαρπέρης ακόμα δεν άνοιξε ... τα ρούχα σας να ετοιμάσω; ποια φορέματα θέλετε; Σιν. Τα καλά μου. Μουζ. Δεν τα γνωρίζω. Σιν. Όλαν!! αντερί μου σαμ αλατζά .. τζιουπέ μου μπαρουτί, κοντογούνη μου γκιοτζένι, τζασκίρι μου τζοχένιο, παμπρί μου ζουνάρι να δέσω κεφάλι μου, χασέ μαύρο να δέσω ζουνάρι. Μουζ. Αφέντη, ο τζουμπέ σας είναι κόσκινο .... τον έφαγ' η βοτρίδα. Σιν. Τριάντα εφτά χρόνια τον έχω, νισάφι. Μουζ. Και τ' αντερί σας είναι καταλυομένο. Σιν. Μαζή τ' άκοψα. Μουζ. Και το τζαχτζίρι σας σε κακό χάλι. Σιν. Ντε φαίνεται .. αντερί μου σκεπάζει. Μουζ. Και το παμπρί σας σκισμένο. Σιν. Τυλίζω μέσα, και ντε φαίνεται. Μουζ. Κι ο χασές που λέτε για ζουνάρι, είναι κομμάτια κομμάτια. Σιν. Σα βάλω στη μέση μου, δε γνωρίζεται. Μουζ. Όλα λοιπόν είναι έτοιμα. Σιν. Τρέχα να φέρης Μπερμπέρη. Μουζ. Ευθύς τώρα. Σ Κ Η Ν Η Ζ'. Η Ανθή και ο Ροδάνης [παρρησία.] Ανθ. Πολύ αργήσετε, μισέ Ροδάνη!! Ροδ. Ίντα να σας κάμω, που έν ηύρα μόμπιλα της χρήσις, κ' ήφερά σας πλια αυτά, ως που να κάμουμεν καλήτερα. Ανθ. Όχι για αυτό, μόνε που πέρασ' η ώρα, και πότε θα συγυρίσω .. πιστεύω τώρα τώρα θ' άρτη ο τζελεμπή Σινανάκης. Ροδ. Έννοια σας κι εγώ τον αργοπορώ λιγάκι, ώστε που να συγυριστήτεν. Ανθ. Κράτησαί τον πίσω κομμάτι, να ζης. Ροδ. Ορισμός σας ... εγώ πάγω κι εσείς συγυριστήτεν .. να σας δω πλια ίντα θα κάμετεν ... εσείς αφ' τη μια πάντα, κι εγ' αφ' την άλλη, να μην τ' αφίσουμε μυαλό· σα θάρτουμε, να μην ήστεν μέσ' την κάμαρά σας. Ανθ. [τον αποκόπτει] Έννοια σου ... . άφσαι να κάμω, από τέτοια δα, μη σε μέλλει. Ροδ. Πάγω ... (αναχωρεί.) Ανθ. (καθ' εαυτήν) ο μισέ Ροδάνης ζητεί να με μάθη τέχναις, και δεν ξέρει οπού εγώ είμαι τετραπέρατη, ξεσκολισμένη ... (αναχωρεί·) Σ Κ Η Ν Η Η'. Ο Σινάνης μόνος έπειτα ο μισέ Ροδάνης και ο Μουζάνας Σιν. (καθ' εαυτόν) Εγώ μπερπερίστηκα, άλλαξα, στολίστικα, ακόμα μισέ Ροδάνη δεν εφάνηκε ... βράδιασε ... πότε τα πάμε; ωφ σφίχτηκα .... αμάν μισέ Ροδάνη, αν θε ν' άρτης, έλα... έριφ .. νάτος νάτος (προς τον Ροδάνην) Έλα άδαμ, έλα ... στα μάτια έκαμα ... Ροδ. Κ' ίντα; άλογον είστε μαθές που κάμετεν στα μάτια; Σιν. Γάιδαρος μπιλέμ κοντεύω να γένω ... σεβτάς είναι τούτος, δεν είναι τζιορμπάς . . Ροδ. Κι έχετε σεβτά πουθενά; Σιν. Στην κοκονίτζα που τα πάμε τώρα. Ροδ. Κι εσείς ακόμη έν την είδετεν. Σιν. Ούλη νύχτα στον ύπνο μου την έβλεπα. Ροδ. Στον ύπνο σας την είδετεν και κουζουλαθήκετεν ... αμ' αν την δήτε και στο ξύπνο σας, ίντα θα κάμετε; Σιν. Τότες αρτίκ τα τρελλατώ. Ροδ. Έχετεν κανένα φυλαχτό; πάρτε το μαζή σας να μην πάθετεν τίποτις, και σας χάσουμε. Σιν. Πάμε τώρα. Ροδ. Κι έν αλλάζετεν να βάλετεν τα σκολλιατικά σας; μ' αυτά θα πάτεν; Σιν. Αυτά είναι τα καλήτερά μου. Ροδ. Κι έν έχετεν άλλα; Σιν. Όχι,.. και τι έχουνε αυτά; Ροδ. Αυτά 'ναι αφ' του κατά Λουκά τον καιρό· και μ' αυτά τα πασούμια θα πάτεν; Σιν. Τι είναι πασούμια; Ροδ. Παπούτσια που λέτεν εσείς. Σιν. Με τούτα ζαέρ. Ροδ. Κ' έν έχετεν τζαγκιά; Σιν. Τι τα πη τζαγκιά; Ροδ. Στιβάλλια, ποδήματα. Σιν. Έχω, εκείνα να βάνω; Μουζάνα! φέρε τζιζμέδια μου. Μουζ. Μηδέ βρέχει, μηδέ λάσπες είναι έξω ... έπειτα εκείνα είναι καταμπαλωμένα, και τρύπια πάλαι. Σιν. Εσύ φέρτα, τι σε κόφτει; εγώ προχθές εμπάλωσα. Μουζ. Εχτές; είναι ένας χρόνος αφέντη, τι λέτε; (φέρει τα υποδήματα γελών) ορίστ' αφέντη. Ροδ. Κι' έν έχετεν άλλα πλιο παλιά απέ τούτα; Σιν. Όχι ... ούλα αυτά είναι. Ροδ. (καθ' εαυτόν) Στην πίστι μου μηδ' οι οβριγοί του μπαλατά ε φορούνε τέτοια τζαγκιά διαβόντρου ακριβοτζάντζαλε· έννοια σου δα, και γλίγωρις θα δης θες τ' άστρη [προς τον Σινάνη] Πα να σας φέρω άματις τα δικά μου ; .. (αναχωρεί.) Σιν. Έχεις; τρέχα ... γλίγωρα ... καρτερώ. Σ Κ Η Ν Η Θ'. Ο Σινάνης μόνος, έπειτα, ο Μουζάνας, και ο Φοντανέλλης. Σιν. (καθ' εαυτόν) Φτου! είδες εκεί πέρα ντουλειά π' όπατα; γιατρός ξέχασε να φέρη μπογιά... ύστερα; μασκαραλίκια άδαμ .. σαν παμπάκι είναι τρίχες μου μαύρη πούπετα ντεν έχω ... ωφ! τι να κάμω για; (προς τον Μουζάναν) Μουζάνα! τρέχα να φωνάξης γιατρό γλίγωρα, να φέρη μπογιά ..εγώ πεσίνι πλέρωσα ... μασκαραλίκια. Μουζ. Αφέντη, τώρα τον είδα στο δρόμο κι ερχότανε ο γιατρός. Σιν. Εσύ προφήτη είσαι, και ξέρεις που τ' άρτη εδώ πέρα; τρέχα λέω, γιατί όλα του κάκου είναι ... τίποτα δε τα κάμουμαι. Μουζ. Να, έφθασε ο γιατρός σας. Σιν. Πούντος ήρτε; Φον. Ω. αφέντη δικό μου, σέκασα και είναι σήμερα πέφτη μα ιντάτο κε έφερα κολόρο. Σιν. Άφεριμ σινιόρ Φουντανέλα, άφεριμ ... έλα, εξοχότη σου να βάψης. Φον. (βάφει τας τρίχας του Σινάνη) Ε και αφέντη ντικό μου, και γένηκε σαν το καρπόνε ... (τον δίδει ένα μικρόν καθρέπτην) έκο, να το γλέπη. Σιν. (βλέπων εις τον καθρέπτην) Ωχ, ωχ, ωχ,. άλειψαι και φρίδια μου κομμάτι. Φον. (βάφει τα οφρύδια του Σινάνη πλατειά) έκο και φρύδια νέρο νέρο. Σιν. Ωχ, ωχ, ωχ, ωχ, σαμούρι κόπηκε πια μουστάκια μου άφεριμ ... Φον. Ε δούνκουε, αδίο ... (αναχωρεί.) Σιν. Στο καλό, στο καλό. Σ Κ Η Ν Η Ι'. Ο Ροδάνης, ο Μουζάνας, και ο Σινάνης Ροδ. (με έν ζευγάρι υποδήματα εις τας χείρας) Καλέ σεις Μουζάνα, έν είν τούτος αφέντης σας; Μουζ. Όλος όλος. Ροδ. Και ποιος τον ήκαμε σα μουντζαλωμένο γάτη; εσείς διαβόντρου γυιέ του τα κάμετεν τούτα τα μουσκαραλίκια ... Μουζ. Όχι. ο γιατρός ο Φοντανέλλης. Σιν. Ήρτες μισέ Ροδάνη; Ροδ. Ήρτα και σας ήφερα τα τζαγκιά, κι έ σας γρώνισα .. κι εσείς αλλάξετεν τα μούτρα σας, εσείς γενήκετεν παλλικαράκη ... ήθελα ν' άμπω, κι απέ ήλεγα σα ποιος ν' άν αυτός, σα ποιος ν' άν αυτός ... και σαν είδα το κεφάλι σας, κοπαννιά σας γρώνισα. Σιν. (τρίβων το μουστάκι του) Είδες; Φουντανέλλα γιατρό έφκιασε έτζι, άμμα έδωκα δεκαπέντε βενέτικα. Ροδ. Ας παν σαν παν ... εσείς ν' άστεν καλά .. κι ίντ' αχρήζει π' ούστεν τώρη νιος!!! να σας δη η κοκονίτζα, να κατουρηθή θέν πάνου της. Σιν. Έι, πάμε πγια. Ροδ. Πάμε... (οδεύουν.) Σ Κ Η Ν Η ΙΑ'. Καλαμπάκος, Σινάνης, και ο Ροδάνης (καθ' οδόν.) Καλ. (καθ' εαυτόν) Δεν είν κείνος ο Σινάνης; κείνος είναι έβαψε τα μουστάκια του και τα φρύδια του, και μοιάζει σα διάβολος ξυδάτος ... που να παγαίνουν!! να τους χαιρετήσω .. άρχοντες ώραις καλαίς. Σιν. Πολλά τα έτη ... (προς τον Ροδάνην) τρέχα. Καλ. Αφέντη σας εύρηκα ένα καλό κουμάσι. Σιν. Αλλουνού πούλησ' το .. δικό σου κουμάσι ξέρω εγώ. Καλ. Μα δε ξέρετε. Σιν. Ξέρω ... τζιμπλού μιμπλού, γριγιά μιγιά. Καλ. Όχι αφέντη. Σιν. Όχι μόχι δεν έχει... δουλειά μου μπίτισε πγια .. μάτια της να ήναι μπιλέμ μεγάλα σα βόδι, ντε τέλω. Καλ. Να μη μετανοήσετε!!! Σιν. Όχι, όχι, τίποτα τίποτα ... (προς τον Ροδάνην) περπάτειε άδαμ να φύγουμαι· ώρα πέρασε. Καλ. Δούλος σας. Σιν. Δούλος σας. Ροδ. Τι τρέχει; ε με λέτεν; ίντα κουμάσια σας λέγει; Σιν. Άφσ' το άδαμ, ας λέη ... πάμε. Ροδ. Φυλαχτήτεν μπα και σας μπλέξη σε καμμιά λασπιά, κ' ύστερα έν ξελασπονούστεν πλια. Σιν. Μη φοβάσαι ... πάμε .. πάμε. Σ Κ Η Ν Η ΙΒ'. Η Ανθή και η Χαίδω. Χάι. Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα. Ανθ. Τι είναι; (εξέρχεται). Χάι. Ο Ροδάνης έρχεται και φέρν' κι ένα μασκαρά. Ανθ. Γκρεμίσου βρώμα ... εκείνος είν' ο αφέντης σου. Χάι. Κείνος είν' ο γαμπρός; τρανό κακό ... σα μασκαράς με φάνκε που γενούνται τς' απόκριγιαις. Ανθ. Γκρεμίσου σε λέγω ... έβγα μπροστά τους και πες τους να έμβουν στη μεγάλη σάλα ... κι αν σε ρωτήσουν π' ούναι η καιρά σου, πες τους, αλλάζει ... τ' άκουσες; [αναχωρεί.] Σ Κ Η Ν Η ΙΓ'. Ο Σινάνης, ο Ροδάνης, η Χαίδω, και η Ανθή. Σιν. [εισέρχεται εις την οικίαν της Ανθής] Αυτό είναι σπήτι της; Ροδ. Ναίσκε. Σιν. Και τι όμορφο. Ροδ. Και τ' είδετεν ακόμι; να στουπίρη θε ο νους σας ακόμ' ακόμι. Σιν. (βλέπων την Χαίδω) Τούτη είναι η κοκονίτζα; Ροδ. Όσκαι· τούτη είναι η κοπέλλα της. Σιν. Κοπέλλα είναι έτζι, αμέ καιρά τι λογιά είναι για; Ροδ. Σαν την δήτεν, γλέπετεν .. (προς την Χάιδω) π'ουν' η κυρά σου; Χάι. Μέσα για ς' τον ντάτης .. ντένεται, ορίστ' δω μέσα. Σιν. [θαυμάζων τον στολισμόν] Μπρε, μπρε, μπρε... τι πράματα είν' αυτά; τούτο σαμ σαφί Παρίσι κόπηκε .. έι μισέ Ροδάνη; τι λες; Ροδ. Κι ε σας τ' όλεγα μαθές; κ' ίντ' άδετεν ακόμι, αμέ να δήτε κι εκείνη; Σιν. Π' ουν τηνε για; Ροδ. Τώρ' άρχεται. Σ Κ Η Ν Η ΙΔ'. (Η Ανθή πάρουσιάζεται μακρόθεν ερχομένη προς αυτούς). Ο Σινάνης Ροδάνης και η Ανθή. Ροδ. Δήτεν, δήτεν τη ... έρχεται. Σιν. Τούτη είναι; Ροδ. Ναίσκε. Σιν. Αμάν αμάν αμάν!!! μισέ Ροδάνη!!! χέργια μου ποδάρια μου τρέμουνε ήπατά μου κοπήκανε .... κρύωσα, πάγωσα, μπούζι κόπηκα .. αμάν, πγιάσαι με, τα πέσω κάτου ... τα λειγοτυμήσω ... καρδιά μου σα ρωλόι εγκλέζικο χτυπάει ... τούτη είναι σαν άγγελος ... τούτη είναι σαν είδωλο στα καράβια βάνουνε ... αμάν αμάν αμάν .. παραξυμός μ' έπιασε. Ροδ. Και μην κάμνετεν δα έτζι ... εδώ κανείς ν' άχη θε καρδιά σιδερέννια. Σιν. Όσο έρχεται πγιο κοντά, δε ξέρω πώς γένουμαι . . . Ιστεκα κοντά μου τζάνουμ ... ήρτε ... τώρα τι να κάμω; [τρέμων]. Ροδ. Σηκώστεν πάνου. Σιν. (σηκώνεται όρθιος και την χαιρετά με διάφορα σχήματα κατά το τουρκικόν έθος, διπλώνων τα κράσπεδα των φορεμάτων του) [προς τον Ροδάνην μυστικά] Τι να κάμω ακόμα; Ροδ. Αφήτεν να σας χαιρετήση πρώτα. Ανθ. Δούλος σας. Σιν. Δού .. [ξηροκαταπίνει] Δού ...Δούλος σας κοκονίτζα μου. [κάμων σχήματα διά της χειρός του] Ανθ. Καλώς ορίσετε. Σιν. Πολλά τα (ξηροκαταπίνει) τα έτη. Ανθ. Σ' την υγίαν σας. Σιν. Δόξα σοι ο Τεός, καλά είμαστε . .. ευγενία σας τι κάμετε; Ανθ. Προσκυνώ σας .. με συγχωρείτε οπού άργησα, διότι ήμουνα απ' το πουρνό νεγκλιζέ. Σιν. Έχετε νεζιλέ, καταρροή; κομμάτι ζάχαρι καπνιστήτε, μάνι μάνι περνάει ... κατήστε. Ανθ. Δεν κάθουμαι τζελεμπί μου, διότι χαλνώ τα φορέματά μου. Σιν. Κι ούλο ολόρτη στέκεστε; Ανθ. Όγεσκαι .. κάθουμαι, μα σηκόνω τα φορέματά μου. Σιν. (καθ' εαυτόν) Ταμάμ νοικοκαιρά . .. εγώ τόσω χρονώ γένηκα, τούτο ντεν ήξερα . .. (προς την Ανθή) Κατήστε, κι' όπως τέλετε κατήστε. Ανθ. (σηκόνει το φόρεμά της όπισθεν, και κάθεται) Τι νέα έχετε; Σιν. Τίποτα ... εχτές το βράδυ γένηκε γιανγκίνι και καΰκανε πέντε σπήτια, και είκοσι αγραστήρια οβρέκα· Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τον ηύρα τον μπουταλά .. (προς τον Σινάνην) Ναίσκε, το άκουσα .. πώς περνάτε; Σιν. Απάνου κάτου τυραγνιούμαστε .. κόσμος έτσι είναι . .. ευγενία σας τι δουλειά κάμετε για; Ανθ. Εγώ; όλη μέρα κι' όλη νύχτα δεν αδειάζω .. ράφτω, κεντώ, μπιμπίλαις φκιάνω, έχω και τον μπελά που λογαριάζω τα διάφορα που μας χρουστούνε. Σιν. Κι όλα τούτα μια κοπανιά τα κάμετε; Ανθ. Όλα· (καθ' εαυτήν) Ωχ καϋμένε, ν' άξερες τεμπελιά που δουλεύει; όλη μέρα φαγί, ύπνος, γέλοια, τραγούδια, της νύχταις σουαρέδες, χαρτιά, μπερλίναις, όχι ρόκαις, και ραψίματα, και κουρέματα και ψαλλίδια . .. (προς τον Σινάνη) η ευγενεία σας; Σιν. Σαραφλίκι. Ανθ. Εγώ τον ένα τον παρά, αν ήτανε τρόπος, τον έκαμνα εκατό. Σιν. (προς τον Ροδάνην μυστικά) Κατά πως τα τέλω νοικοκαιρά . .. ωχ. Ροδ. (προς τον Σινάνην μυστικά) Κι' έ σας τ' όλεγα εγώ ψόματα θαρείτεν που σας ήλεγα; Σιν. Πιστεύω τώρα. Ανθ. Γιατί δε φορείτε φράγκικα; Σιν. Φράγκικα τέλουνε πολλά πράματα. Ανθ. Σαν τι; Σιν. Μαλιά. Ανθ. Περούκα. Σιν. Τζακίσματα. Ανθ. Τα κάμετε. Σιν. Ντε ξέρω. Ανθ. Μαθαίνετε. Σιν. Ποιος να με μάτη για; με ματαίνετε ευγενία σας; Ανθ. Μάλιστα . .. και χορό ακόμη. Σιν. Ναίσκε . .. ό,τι τέλετε ματαίνω. Ανθ. Μοναχός σας είστε; Σιν. Εγώ και δούλος μου. Ανθ. Έχετε κανένα καλόν δούλον; Σιν. Έτζι κι' έτζι, κομμάτι γουρσούζι είναι. Ανθ. Και πόσα τον δίνετε; Σιν. Πέντε γρόσια τον μήνα .. παπούτζια, μπερμπεριστικά· Ανθ. Καλέ τι λέτε; πολλά πολλά . .. εγώ τη δούλα π' όχω, την εστοίχησα χίλια γρόσια για εκατό χρόνια ... τα φορέματα που φορεί της εορταίς και της βίζιταις είναι δικά μου .. της άλλαις ημέραις σιχαινόσαστε να φτύσετε απάνου της. Ροδ. (καθ' εαυτόν) Του διαβόντρου η λουλούδα, ήκατζέν τόνε στα βρόχια. Σιν. (προς την Ανθήν) Είστε πολύ νοικοκαιρά. Ανθ. Σας ευχαριστώ .. είστε πολλά ζαντί. Σιν. (προς τον Ροδάνην μυστικά) Τι τα πη ζαντί; Ροδ. Είναι φραντζέζικο, κι' έν το ξέρω. Σιν. Και ιξέρει φραντζέζικα; Ροδ. Και φραντζέζικα, και ταλλιάνικα, κι' ίντα έν ιξέρει ως και τα κορακιστικά ακόμη ξέρει τα. Σιν. Κορακιστικά τι είναι; πουλιού γλώσσα; Ροδ. Ναίσκε. Σιν. Ωχ ωχ ωχ! δραγουμάνο ντε τέλουμε αρτίκ. Ροδ. Ίντα ρωτάτεν πλια, ε θε πολύ λεμόνι· πέρνετεν γυναίκα, που σ' τον κόσμο έν είν' άλλη. (καθ' εαυτόν) Κ' έν είν κι' όλας άλλη παράλυτη στην πίστι μου. Σιν. Στην εκκλησιά παγαίνετε καμμιά φορά, κοκονίτζα μου; Ανθ. Από λαμπρή σε λαμπρή. Σιν. Γιατί; Ανθ. Απ' τους πολλούς δίσκους, και τους ζητιάνους. Σιν. Ευγενία σου χρόνια έχεις λίγα, αμμά εβδομήντα χρονού ανθρώπου γνώσι έχεις . .. εγώ πάσα κυριακή παγαίνω, και ταμάμ που θ' αύγουνε δίσκοι, το κόφτω παραλίκι.. (γελά) Χα χα χα! δεν κάμω καλά; Ανθ. Αξιόλογα ... Σιν. Λουτρό παγαίνεις; Ανθ. Ποτέ μου σπήτι λούγουμαι . ..(καθ' εαυτήν) Ω καϋμένε μπουταλά, κάθε δύω ημέραις κοπάδι πηγαίνουμε. (προς τον Σινάνη) Η ευγενία σας πάτε; Σιν. Κάτα μεγάλο σαββάτω τη νύχτα, και δίνω είκοσι παράδες ούλο ούλο. Ανθ. Ακριβά... η γυναίκες δίνουνε πέντε παράδες το κεφάλι, και πάλαι δεν πάγω. Σιν. Εγώ πολύ σας άρεσα. Ανθ. Και εγώ ομοίως. Ροδ. Δότεν άματις τα δακτυλίδια, να τελείωση η δουλλειά. Σιν. (τη δίδει έν δακτυλλίδιον) Ορίστε. Ανθ. (τω δίδει ομοίως) Ορίστε. Ροδ. Και πότες έχουμε τα βλογήματα; Σιν. Όποτε τέλει η κοκονίτζα. Ανθ. Όποτε η ευγενία σας. Σιν. Εγώ μακάρι τώρα. Ροδ. Πα να φέρω τον παπά; Σιν. Άφστο την Κυργιακή. Ανθ. Τούτην, ή την άλλη; Σιν. Όποια τέλετε. Ανθ. Την άλλην καλήτερα. Σιν. (καθ' εαυτόν) Εμένα και τώρα καρντιά μου ήτελε αμμά ας κουρεύεται .. ως που ν' άρτη άλλη Κυργιακή η ψυχή μου τ' αύγει. Ροδ. Πάμεν πλια. Ανθ. Καθίστε ολίγον .. (κτυπά τας χείρας) Χάιδω. Χάι. (Παρουσιάζει γλυκό και καφφέ). Σιν. Τι τα ήτελε; να ξοδιάζεσαι; Ανθ. Τίποτα έξοδα ... το γλυκό είναι από της αρραβώναις της γιαγιάς μου, και της νενές μου, τώρα αρρεβωνιάζουμαι κι' εγώ, κι' ακόμα και τα εγκόνια μας ν' αρραβωνιαστούνε. Σιν. (τρώγων το γλυκό) Αμήν. Ανθ. Τον καφφέ τον έχω απ' του παπού μου τον καιρό. Σιν. Καλά βάσταξε τόσα χρόνια; Ανθ. Η νενέ μου μ' έμαθε, και έβανα κομμάτι σαπούνι, και βάσταξε. Σιν. Τεός σχωρέστηνα ... (καθ' εαυτόν) Ούλαις σόι τους νοικοκαιραίς είναι. Ροδ. Πάμεν τώρη. Σιν. (σηκώνεται όρθιος· προς την Ανθήν) Σ' αφίνω για, πολλά τα έτη, δούλος σας. Ανθ. Προσκυνώ σας . .. (προς τον Ροδάνην κυφίως) Γύρισε τώρα σε ολίγον. Σ Κ Η Ν Η ΙΕ'. Η Ανθή μόνη, έπειτα ο Μπαλάσης Ανθ. (πηδώσα) Λαμπάδες, παράκλησες .. το κατόρθωσα .. ό,τι γέν' ας γένη .. για δέσιμο τον έχω τον καϋμένο το γέρω .. τώρα τι θα γένη; φορεσιαίς, μόδαις, φλουριά, τάλλαρα, δούπιαις, μα πως είναι γέρος τι πειράζει; ξέρεις δα ... εκείναις π' όχουν τους νέους κ' είναι ψώραις και των γονέων; εγώ θα περνώ καλά, θα κάμω καμπόσαις καρακάξαις να σκάσουνε, και σ' το μάτι τους, αν θα λένε τον άνδρα μου γέρω. Μπα. (ακούων αρκετήν ώραν έξωθεν την ομιλίαν της Ανθής εισέρχεται) Καλέ με ποιόν ελαλούσες τόση ώρα; Ανθ. Μανάχη μου. Μπα. Και κάτι χαρούμενη; τι τρέχει; Ανθ. Αρραβωνιάστηκα. Μπαλ. Και εις τα τέλεια ... με ποιόνα; Ανθ. Με τον Τζελεπή Σινανάκη π' όχει τα φλουργιά με το φυκιάρη. Μπαλ. Το γέρω Χωτζά Σινάνη να μη λες; το φιλάργυρο; Ανθ. (με θυμόν) Καλέ, τι κακό είν' αυτό με σας; γιατί τον λέτε γέρω τον άνδρα μου; τι σας κόφτει; εσείς θα τον στεφανωθήτε; Μπαλ. Μη θυμώνης παιδάκι μου .. άκουσαι και τους μεγαλητέρους σου. Ανθ. Τίποτα τίποτα ...κανένα κανένα δεν ακούω σε τούτο. Μπα. Και χάθηκε τόσος κόσμος, μόνε θα πάρης τον παπού σου;_ Ανθ. Ας ήναι μακάρι και προσπάπους μου ... εκείνον θα πάρω ... δείξαι με άλλον καλήτερον ντε!! Μπαλ. Έναν Γραμματικό, ένα Διοικητή, ένα Επίτροπον. Ανθ. Το διόρθωσες ....σώπα σώπα .. αμ' αυτοί που λες τι έχουνε απ' ένα μισθό ξερό ξερό ..... έπειτα σαν τους βγάλουν από τας θέσεις των, ξύνουνται απ' τους τοίχους, και ρίχνουνε τ' αυτιά τους σαν της βρεμμέναις γάταις. Μπαλ. Ένα Στρατιωτικό. Ανθ. Το σκότωσες ... κι' εκείνοι το ίδιο είναι, ή σε ξυπάζουν τα σπαθιά, τα γαλλόνια, και τα χρυσά κουμπιά!!! ο μισθός ίσια ίσια δεν τους φθάνει .. τίποτε, οι υπάλληλοι στρατιωτικοί και πολιτικοί όλοι είναι πτωχοί με μίαν ξερήν επιφάνειαν. Μπαλ. Έναν πραματευτή πάρε. Ανθ. Αν μουφλουζέψη, τι να κάμω; Μπαλ. Έναν τεχνίτη. Ανθ. Ό,τι βγάζει την ημέρα ίσια ίσια δε σώνουνε για το βράδυ. Μπαλ. Έναν Γιατρό. Ανθ. Αν είναι ο κόσμος άρρωστος .. αμ' αν δεν έχη κούραις; ... έπειτα τώρα οι γιατροί δεν έχουν υπόληψιν σαν και πρώτα. Μπαλ. Έναν Συνήγορο πάρε. Ανθ. Όσο έχουνε τα κριτήρια δουλειαίς πάει καλά κάτι ψωροπερνούνε .. αύριο μεθαύριο σαν παύσουν η κρίσες; τίποτα ... κι' εκείνοι σαν τους άλλους και χειρότερα ... μάλιστα αυτοί που κυνηγούν αέρα... τίποτις θείε μου, τίποτις .. καλά τον διάλεξα εγώ, και κανένας άλλος δε με χορταίνει, παρά ο τζελεπή Σινανάκης, για να χορτάσω φαγιά, φορέματα, διαμαντικά, κι' ό,τι θέλω και δε θέλω. Μπαλ. Μα π' ούναι φιλάργυρος, πώς θα κάμης; Ανθ. Εγώ τον καταφέρνω και πέρνω το βίος του στο χέρι μου, και να το δγης. Μπαλ. Μακάρι ... και κανένας άλλος πγια δε σ' αρέσει; Ανθ. Εγώ όλους σ' τους αράδιασα .. οι μπακάλιδες απομείνανε, οι ψωμάδες, οι χαμάλιδες .. θέλεις να πάρω κανένα τέτοιον; Μπαλ. Όχι ... να ήτανε κομμάτι νιος έμοιαζε. Ανθ. (με θυμόν) Κουριόζο πράμα ... τι σας κόφτει π' ούναι γέρως; μην το κάμης κι' η ευγενία σου σαν την αδελφή μου την καρακάξα που πάει να σκάση απ' τη ζούλια της. Μπαλ. Όχι δα την τζαμένη, την αδικάς· εκείνη σ' αγαπά. Ανθ. Σαν το χιόνι στον κόρφο. Μπαλ. Και πότε θα στεφανωθής; Ανθ. Την ερχομένη κυριακή. Μπαλ. Καλοροίζικα, κι' ό,τι είναι της μοίρας σου (αναχωρεί) Ανθ. (μόνη) Και συ δεν πας να φας χαλβά και κουρκούτη μπρε ζεβζέκι!!! (αναχωρεί.) Σ Κ Η Ν Η Ις'. Μαχίδης, Αντιοχίδης, Λαμπρίδης, Χαιρειάδης, και Πατζίδης. Μαχ. Εμάθετε τα νέα; Αντ. Όχι ... τι; Μαχ. Καμώνεστε. Λαμ. Όχι τη αληθεία. Μαχ. Η δική μας δα, η παστρικοθοδώ ... χα χα χα χα (γελά) Πατ. Μη γελάς δα. Χαιρ. Εκείνος έτζι το συνειθίζει. Μαχ. Η παστρικοθοδώρα μας δα, αρραβωνιάστηκε. Λαμ. Καλέ η Ανθή; Μαχ. Ναι. Λαμ. Και ποίον πέρνει; Μαχ. Το, χα χα χα χα (θα σκάσ' απ τα γέλοια) το γέρω Σινάνη. Όλοι Χα χα χα χα χα χα χα. Χαιρ. Μπρε τη βρωμούσα. Αντ. Γιατί; εκείνος της αρέσει ... τι σας κόφτει; Μαχ. Ωχ! σιώπα δα και συ .. εκείνον το γέρω, το σαλιάρη, τον ματούρη, τον τενεκέ; χάθηκαν οι άνδρες; Χαιρ. Καλά σας λέγει..... να εψοφούσα απέ την πείνα τέτοιον μασκαρά δεν τον έπερνα. Πατ. Ου να χαθή η παραλυμένη ... πώς θα τον βλέπη ... εγώ συχαίνουμαι όταν τον απαντώ στον δρόμον, και γυρίζω άλλο σοκάκι Παχ. Πάμε να την χαιρετήσουμε; Όλοι Αφού τον πάρη, να πάμε. Όλοι Όλοι μαζή; Παχ. Βέβαια! και που ν' ανταμωθώμεν; Όλοι Στο συνειθισμένον μέρος. Μαχ. Α παρόλ δ' ονόρ; Όλοι Μάλιστα, μάλιστα ... αδιού . . (αναχωρούν. ΠΡΑΞΙΣ Δ'. Σ Κ Η Ν Η Α'. Η Ανθή μόνη έπειτα η Χάιδω Ανθ. Πέντε μέραις έμειναν ακόμη έως την κυριακήν, και τίποτε δεν έχω έτοιμον ... ο μισέ Ροδάνης με είπε ότι ο γαμπρός θα με στείλει γρόσια, και έως τώρα τίποτα δεν είδα ... θα μείνω εντροπιασμένη εις τους καλεσμένους, και δε με νοιάζει για τους άνδρας, όσο με καίει που θα με περιγελούν εκείναις η καρακάξαις ... ο Ροδάνης δεν εφάνηκε, και πάγω να χάσω το νου μου· ας στείλω να τον μιλήσω .. Χάιδω πήγαινε να φωνάξης το Ροδάνη. Χάι. Ούλη μέρα το Ροδάν, το Ροδάν, το Ροδάν; τι τον θέλεις το Ροδάν; Ανθ. Πήγαινε συ και τι σε κόφτει; Χάι. Γώ πάγ' για μα δεν έρχεται ... (αναχωρεί.) Ανθ. (καθ' εαυτήν) Όταν δεν είναι χρήματα και οι δούλοι βαρετοί γένουνται. Σ Κ Η Ν Η Β'. Η Ανθή και ο Ροδάνης Ανθ. Στα μάτια έκαμα μισέ Ροδάνη. Ροδ. Κι εγώ γλέπω σας κ' είστεν καλά. Ανθ. Καλά είμαι, μα. Ροδ. Ίντα μα, και ξεμά; βάλτεν τη σκούφια σας στραβά. Ανθ. Καλέ τι λες; των φρονίμων τα παιδιά πριχού πεινάσουν μαγερεύουνε ... η ημέραις φτάξανε και τίποτα δεν έχω έτοιμα .. θα μείνω με τα μαύρα μούτζουνα. Ροδ. Μη λυπούστεν, κι' εγώ σας τα κάμω όλα ότοιμα ... Ανθ. Στο λαιμό σας κρέμουμαι. Ροδ. Συγυρίστεν το σπήτι και τώρη γλέπετεν (αναχωρεί.) Ανθ. Πάγω να συγυρίσω το σπήτι, τι κάθουμαι; (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Γ'. Ο Ροδάνης ο Σινάνης έπειτα ο Μουζάνας Σιν. Κυργιακή κοντεύει .. σφίχτηκα .. κάτα μια μέρα ένα χρόνο με φαίνεται. Ροδ. (με βίαν) Καλέ ίντα καθούστενε μαθές; κι' έ στέρνετεν τα πράματά σας στο σπήτι της νύφης πλια! τι καρτερείτεν; Σιν. Τι πράματα να στείλω για; Ροδ. Ό,τ' έχετεν, κι' ό,τι έν έχετεν· την ώραν που θα βλογηθήτεν θα στέρνετεν κασέλαις και στρώματα; Σιν. Να στείλω και κασέλαις με γρόσια; Ροδ. Κι αμέ; Ίντα τα φυλάτεν εδώ; ε φοβούστεν να μη σας τα κλέψουν κι' όλας; Σιν. Καλά λες ... έκει κοκονίτζα φυλάει καλά, κόσμος είναι σπήτι της, παζάρι κοντά είναι, κλέφτη κολάι κολάι ντεν παγαίνει. Ροδ. Έτζι κάμετεν, να σας χαρώ. Σιν. Να πάγω κι' εγώ μαζή με χαμάλιδες, να κάμω τεσλίμη κασέλαις μου κοκονίτζας χέργια, και να γυρίσω; Ροδ. Έτζ' είν' καλά, κ' είστεν πλιο σίγουρος. Σιν. (φωνάζει τον Μουζάνα) Μουζάνα πάνε να φέρης χαμάλιδες να κουβανίσουμε πράματά μας ούλα κοκονίτζας ισπήτι. Μουζ. Ορισμός σας ... (καθ' εαυτόν) Τώρα σε διορθώσανε διαβόλου φιλάργυρε ... η γυναίκα θα σε κάμει σουγλί παλληκάρι. (αναχωρεί) Σιν. Άιδε να φορτώσουμε, και να πάμε μαζή, σακίν χαμάλιδες να μην κάμουνε χουνέρι. Ροδ. Πάμεν. (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η Δ'. Η Βιτώρια μόνη, έπειτα ο Μπαλάσης. Βιτ. (καθ' εαυτήν) Η αδελφή μου έχασε τον νουν της πλέον ... ετοιμάζει το σπήτι χωρίς να έχη τίποτε να το στρώση ... δεν ημπορώ να καταλάβω τι τρόπον ζωής ακολουθεί, και ποίον δρόμον τρέχει .... είμαι περίεργη να ιδώ το τέλος αυτής της σκηνής ... αγκαλά αι τοιαύται γυναίκες ξεύρουν και τα ευγάνουν εις το κεφάλι ... και βέβαια όταν συστολή δεν υπάρχη, όταν κρίσις δεν υπάρχη, όταν μόνη η θέλησις φθάση να κινή την μηχανήν ενός ανθρώπου, όλα ευκολύνονται, και ουδέν αισχρόν κατά την παροιμίαν. Αχ!!! πόσον θα μετανοήσει η τρισαθλία! όσον πλούτον και αν έχη, ο γέρω Σινάνης, αυτή είναι καλή εντός ολίγου διαστήματος να τον κάμη γυαλιά καρφιά, και πάλιν να υποπέση εις την ιδίαν δυστυχίαν, ίσως και χειροτέραν, διότι τότε θα έχει τον γέρω διάβολον εμπρός της κάθε στιγμήν, θα χάσει την ελευθερίαν της, και κύριος οίδεν, εις πόσα ατοπήματα θα εξωκείλει ... αχ!!! πόσον πικρόν και λυπηρόν είναι εις μίαν γυναίκα το να μην έχη εις τον εαυτόν της φιλοτιμίαν!! αν εσυλλογίζετο ολίγον η δυστυχής, αν εμετρούσε τα εναντία, αν έφερεν εις τον νουν της τα παρελθόντα, όσην πατρικήν περιουσίαν μας έφθειρε, και εις ποίαν περίστασιν έφθασεν ένεκα της ασωτίας της, βέβαια ήθελε φέρεται εις το εξής με περισσοτέραν μετριότητα, τώρα μάλιστα όταν πρόκηται έμπροσθέν της μία τοιαύτη τύχη, με την διαφοράν μόνην, ότι διά την τύχην αυτήν (την οποίαν προκαλεί η ασωτία της) θυσιάζει την τρυφερότητα και το άνθος της ηλικίας της εις την χρήσιν ενός πλουσίου βαρβάρου, ενός γέροντος φιλαργύρου, ενός τέλος πάντων βδελυρού όντος ... τι κόσμος παράξενος!!! τι κόσμος μηδαμινός!!! υπομονή δι όλα τ' άλλα ... τουλάχιστον ας είχε και ολίγην πρόνοιαν διά τα μέλλοντα ... αλλά και τούτο (βλέπω) είναι μακράν από του να το συλλογισθή .. ας κάμη ό,τι θέλει, εγώ είμαι αμέτοχος, εγώ έχω καθαράν την συνείδησίν μου· αδιαφορώ πλέον ... το ήμισυ του οσπητίου με ανήκει, το εκτιμώμεν, και αφού πλουτήσει, το αγοράζει, τότε και εγώ διαθέτω την ζωήν μου εις τάξιν, και με την οποίαν έχω ολίγην χρηματικήν κατάστασιν ζω ευτυχής, εάν η τύχη αποφασίση να συζευχθώ με τον σωφρονέστατον εραστήν μου ... ο πλούτος είναι φύσει ευόλισθον πράγμα, και μάλιστα όταν πέση εις ασώτους χείρας, τότε γίνεται ευολισθώτερος ... δεν επιθυμώ πλούτον ασώτως δαπανώμενον ... αρκεί η κατάστασίς μου να με ζήση ησύχως, τις εστίν ο πλούσιος ο εν τω «ολίγω αναπαυόμενος» Μπαλ. (ακούσας τους τελευταίους λόγους, εισέρχεται) Εύγε σου!!! εύγε σου, φρονιμωτάτη μου ανεψιά!!! μακάρι να είχα και εγώ τη γνώσι σου, τι έχεις πάλαι; να μην εμάλωσες με την αδελφή σου; Βιτ. Όχι Θείε μου! μόνη μου κάμω διαφόρους συμπερασμούς, και εσυλλογίσθην πώς να διαθέσω τον εαυτόν μου, επειδή βλέπω την ηθικήν κατάστασιν της αδελφής μου πολλά ασύμφωνον με την ιδικήν μου, και απεφάσισα να ζήσω μακράν από αυτήν. Μπαλ. Καλά το συλλογίστηκες .... αμέ το σπήτι; Βιτ. Το εκτιμώμεν, και με πληρόνει το αναλογόν μου .. Αυτή θα πλουτήσει αύριον. Μπαλ. Εύγε σου!!! φρόνιμα .. μόνε μιαν ώρα προτήτερα, πριχού τα κάμει πάστρα τα γρόσια του γέρω Σινάνη. Βιτ. Μετά τρεις ημέραις αφού στεφανωθή, θα το προτείνω αυτό ... πλην σας παρακαλώ να με συδράμετε αν προκύψη περίστασις. Μπαλ. Τι λόγος ... είμαι έτοιμος. Βιτ. Σας ευχαριστώ .. υπάγω μήπως έλθη και μας εύρει, και αρχίσει τα συνειθισμένα της. [αναχωρεί] Σ Κ Η Ν Η ΙΓ'. Ο Σινάνης, ο Ροδάνης, και η Ανθή Σιν. [προς τους βαστάζους] Εδώ, εδώ... σ' αυτό ισπήτι. Ανθ. [καθ' εαυτήν] Τα γρόσια φέρνουνε [τρέχει προς τον Σινάνην] Εδώ τζελεμπή μου, εδώ στο γκιαυγκίρι· Σιν. Ισπήτι σας έχει γκιαυγκίρι; Ανθ. Μάλιστα. Σιν. Δε φοβάται γιαγκίνι ... σίγουρα τα βάνουμαι σεντούκια μας μέσα. Ανθ. Τι τεργιάζει! και αμφιβάλλετε; Σιν. Ούλα ούλα σεντούκια ογδόντα δυω είναι.. απάνου γραμμένο πάσα ένα τι έχει μέσα. Ανθ. Πολλά καλά ... τα κλειδιά τους τα έχετε; Σιν. Ένα κλειδί ανοίγει ούλα. Ανθ. [καθ' εαυτήν] Τόσο καλύτερα, δε θα χρειαστώ πολλά αντικλείδια ... [κλείει την θύραν, και δίδει το κλειδί εις τον Σινάνη] Ορίστε τζελεμπή μου το κλειδί του γκιαυγκιριού. Σιν. Ας στέκεται στα χέργια σας. Ροδ. Όσκαι δα, πάρτεν το εσείς, και σα βλογηθήτεν της το δίνετεν. Σιν. Καλά λες, ας πάρω ... [το λαμβάνει] Ροδ. [προς τον Σινάνην μυστικά] Κι έν της δίνετεν άματις τίποτις έξοδα για τη χαρά; Σιν. [μυστικά] Αφεντιά σου δεν είπες να βγάνω παπούτζια μου ν' άμπω μέσα; Ροδ. Ναι... είπα δα ... σα δε θέτεν, ας λείψη· έν έχ' εκείνη ανάγκη αφ' τα δικά της, ας ην καλά τα δικά σας. Σιν. Τι είπες; Ροδ. Φαλλάρισα ... έν έχ εκείνη ανάγκη αφ' τα δικά σας, ας ην καλά τα δικά της που έν έχει να σας χώση .. ίντα θαρείτεν καλέ; εγώ σας τ' όπα για να φανήτεν γαλαντόρμπος σα δε θέτεν πάλι, ας στέκ' η δουλλειά μπερδεμένη. Σιν. Όχι, παζάρι μας έτζι είναι. Ροδ. Συμπαθήστε με αστόχησα ... πάμεν τώρη .. . . δούλος σας. Σιν. Δούλος σας κοκονίτζα μου. Ανθ. Σας προσκυνώ τζελεπή μου ... στο καλό μισέ Ροδανη .. σε καρτερώ. Ροδ. Έρχουμαι. (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η ς'. Η Ανθή μόνη, έπειτα ο Ροδάνης. Ανθ. (καθ' εαυτήν) Τα γρόσια τ' άχουμε στο χέρι (πηδά). Θε μου! να ψοφήσ' απόψα .. να του κατέβη αποπληξία ... λαμπάδες θ' ανάψω ... ογδόντα δυω κασέλαις, δεν είναι πέξαι γέλασαι ... θα πετάξω απ' τη χαρά μου ... (πηδά) Ροδ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Τώρη σαρτέρνετεν! το ξέρω κι' εγώ ... η δουλλειά σας μπίτισε ίντα ντέρτι έχετεν ... το βιος του Σινάνη στο σπήτι σας τ' όχετεν τώρη ... Ανθ. Έλα να σε φιλήσω μισέ Ροδάνη μου. Ροδ. Ε θέλω γώ φιλλιά, μοννιούς μοννιούς να δούμεν τώρη. Ανθ. Να, τ' αντικλείδι τ' όχω έτοιμο, την νύχτα θα τ' ανοίξω τρέξε τώρα για τα χρειαζούμενα του γάμου. Ροδ. Ότοιμα τ' άχω, και το βραδύ βραδύ φέρνω σας τα. [αναχωρεί] (μόνος καθ' οδόν) Έννοια σου διαβόντρου λούλουδα, και θα φας και να πγης θες. Ανθ. Πάγω κι' εγώ να προετοιμασθώ, (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Ζ'. Ο Σινάνης και ο Μουζάνας. Σιν. (καθ' εαυτόν) Έι ούλα αρτίκ γενήκανε, την κυργιακή χαρά ... εγώ κανένα ντεν εκάλεσα για; ποιόνα να καλέσω, ποιόνα να καλέσω!!! α... χανούμ ογλού, ένα, χουρμούζ ογλού, δυω, χατζή μουράτ' ογλού, τρια .. αραϊτζ' όγλου, τέσσερα, χαδούμ ογλού, πέντε, δουμ δουμ ογλού έξη ... φτάνουνε ... πολλοί είναι μπιλέμ. Μουζ. (ακούων τον Σινάνη) Αφέντη; Σιν. Τι είναι μπρε; Μουζ. Αμέ τον καϊμένο τον Εσκιτζή Κασπάρη που σε μπαλόνει τα παπούτζια, κάθε μέρα, τον πατζατζή Μικιρδίτζι που πέρνουμε πατζά, τον τζοπτζή Μαρτυρόζη που μας σηκόνει τα σκουπίδια, αυτούς δε θα τους καλέσεις. Σιν. Αυτοί είναι κιουλχανίδες μπρε ... χιτζ τετοιανούς ανθρώπους καλνούνε; Μουζ. Κιουλχανίδες, αμμά σε δουλεύουνε τόσα χρόνια. Σιν. Άιδε γκρεμίσου, κοκονίτζα ντε τέλει. Μουζ. Αμ εγώ με τι ρούχα ν' άρθω στο γάμο; Σιν. Μ' εκείνα π' όχεις. Μουζ. Είναι παλιά. Σιν. Τηγάρις δικά μου καινούρια είναι; γιόξαμ εσύ τα γένης καλήτερο απ' εμένα, κόσμος να ταρή που είσαι γαμπρό εσύ; ρούχα σου καλά είναι. Μουζ. Αμ' ετοιμάστηκες; Σιν. Ούλα ότοιμα είναι .... έμεν παπουτζάκια μου τα βγάνω ν' άμπω μέσα .. έτζι είπε μισέ Ροδάνη. Μουζ. (καθ' εαυτόν) Τρομάρα στα βρακιά σου .. . σε λίγαις ημέραις θα δγης τον ήλιο ανάποδα. Σιν. Τι μουρμουρίζεις, μπρε; Μουζ. Τίποτες αφέντη, ζουλεύω την τύχη σου. Σιν. Ζουλεύεις για; αμέ τι ταρείς; αντρώπου κισμέτι στα υστερνά έρχεται. Μουζ. Ναι αφέντη, ναι .. να σε χαρώ τούμπανο. Σιν. Άιτε τώρα κεφάλι μου ζάλισες ... εγώ κοκονίτζα συλλογιούμαι τώρα. Μουζ. Την κυργιακή την πέρνεις πγια, και γλέπεις τη μοίρα σου. (αναχωρεί) Σιν. ( καθ' εαυτόν ) Ζούλεψε Μουζάνα, ζούλεψε ... δίκιο έχει ... καρδιά του παντριά τέλει .. δούλα να δώκω αρτίκ, να κάμω τζιράκι κακόμοιρο Μουζάνα. Σ Κ Η Ν Η Η'. Ο Σινάνης και ο Ροδάνης Ροδ. Είστεν ότοιμος; παράγγειλα του παπά Τρέχα να σας βλογήση την κυργιακή, και ν' άστεν κ' οι δυω σας στην Εκκλησά. Σιν. Τ' άρτη και κοκονίτζα; Ροδ. Κι αμέ μοναχός σας θα βλογηθήτεν; είπα της το κι' εκείνης ν' άν' ότοιμη ... πρέπει ν' άστεν καλά στολισμένος παστρεμένος, α θέτεν να βάλτε και κομμάτι σουλουμά, και κοκκινάδι για να γυαλίζετεν, να σας δώσω ... (τον δίδει δύω μικρά αγγεία) Σιν. Τ' είν' αυτά; Ροδ. Τ' άσπρο αλείφετέν το στη μουσούδα σας, και το κόκκινο στα μάγουλά σας. Σιν. Και γένουμαι όμορφος; Ροδ. Σαν τον ήλιο, και σαν τ' άστρη της αυγής, . (καθ' εαυτόν) Ήστρεξέν τα ... ουγού ... κι' ε θα φαίνεται σα διάβολος μαρινάτος; (προς τον Σινάνη) Πα φύγω τώρη. (αναχωρεί) Σιν. Στο καλά ... την κυργιακή ούλα τα γένουνε ... (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Θ'. Ο Γιορδάνης, και η Ανθή Γιορ. Τη τη τη, την κυργιακή πγια, χα χα χα ρά χαρά; πού που που πού ν' η κουφέταις; Ανθ. Ξεφορτώσουμε, γιατί είμαι σκασμένη. Γιορ. Τι τι τι; Ανθ. Τι ξυνός και ξερός. Γιορ. Πε πε πε περιφανεύτηκες; Ανθ. Ναίσκε μούρη μου, περιφανεύτηκα ... ξεφορτώσουμε μπουταλά. Γιορ. Πού πού πού π' ουν τα ρούχα μου; Ανθ. Αν έχης φόρεσαι. Γιορ. Και και και και δε θα με κό κό κό κόψης; Ανθ. Να σε κόψη. Γιορ. Π π π π, ποιός; Ανθ. Ο περίδρομος. Γιορ. Κα κα κα καλά στο είπα πε πε πε περιφανεύτηκες. Ανθ. Ναι. πε πε πε, χα χα, χάχα! δείξαι με την ράχη σου. Γιορ. φε φε φεύγω φεύγω. Σ Κ Η Ν Η Ι'. Η Ανθή και ο Ροδάνης Ροδ. Ήφερά σας τα όσα χρειαζούτενε, και μόνε ετοιμαστήτεν πλια. Ανθ. Τ' άφερες όλα; Ροδ. Ναίσκε ... μόν' εσείς εβγάλετεν τίποτις; Ανθ. Μια κασέλα άδειασα. Ροδ. Δότε μου άματις κάμποσα βενέτικα. Ανθ. Πάμε να σε δώσω ... (εισέρχονται εις τον κοιτώνα έσωθεν) Πόσα έχει όλο το σεντουκάκι; Ροδ. Πενήντα χιλλιάδες. Ανθ. Πόσα θα πάρετε; Ροδ. Δέκα χιλλιάδες. Ανθ. Όχι πάρετε είκοσι. Ροδ. Καλά τ' όπετεν, μα πότε θα τα μετρήσουμεν τόσα; ίντα λέτεν; να τα πάρω με τη ζυγαριά; Ανθ. Και πώς θ' αύρετε το λογαριασμό; Ροδ. Όφκολο είναι ... κάθε βενέτικο είν' ένα δράμι, δυω χιλλιάδες βενέτικα κάμουν 5 οκάδες, κ' η είκοσι χιλλιάδες κάμνουν 50 οκκάδες. Ανθ. Ζυγιάστε λοιπόν πενήντα οκάδες. χα χα χα (γελά) καλά τη συλλογίστηκες τη ζυγαριά. Ροδ. Κι αμέ; έν το ξέρετεν που οι συμιακοί περπατούνε δυω δυω, κι' όσα δε σώνει του νου ο νους, του τα λέγ' ο άλλος; πάγω τώρη να φέρω ένα χαμάλη. Ανθ. Και δεν μπορείτε να τα πάρετε μοναχός σας; Ροδ. Κι έν μπορώ να τα σηκώσω μια κοπανιά. Ανθ. Από λίγα λίγα. Ροδ. Καλά τ' όπετεν ... έ θέτεν πλια τίποτις άλλο. Ανθ. Το πουρνό ν' άρθης Ροδ. Έρχουμαι (εξέρχεται με μίαν σακκούλαν εις τας χείρας, καθ' εαυτόν) Έλα Χριστάκη μου! πρώτα πρώτα εσάς θα χρουσώσω ... [αναχωρεί] Σ Κ Η Ν Η ΙΕ'. Η Ανθή και ο Ροδάνης Ανθ. (καθ' εαυτήν, παρατηρούσα όσα έφερεν ο Ροδάνης) Αυτός τίποτα δεν έφερε ... ω κρίμα σ' εμένα!!! και τι θα φτάξουν αυτά που έφερε; τι με θάρεψε; καμμια κερατζίτζα είμ' εγώ να παντρευτώ με δυω πατσαβούραις, με τρία παλιόξυλα, και με εκατό δράμια κουφέταις; αυτός είναι τρελλός ... αν δεν τα κύτταζα, ήθελα να πάθω το μασκαραλίκι ... τώρα ν' άρτη, και να τον κάμω ασπρού. Ροδ. [εισέρχεται αιφνιδίως] Ίντα πάθετεν κ' είστε θυμωμένη τόσο; Ανθ. Καλέ τι μ' έκαμες; κατζιβέλα, ή καμμιά κερατζίτζα για να παντρευτώ με οβρέκαις πραγματειαίς; Ροδ. Κ' ίντα τα θέτεν τώρη τα πολλά; ύστερις τα κάμετεν. Ανθ. Τίποτα τίποτα .. στη ψυχή της νενές μου, δε βάνω τα στέφανα στο κεφάλι μου, αν δε με τα φέρης όλα, όσα θέλω. Ροδ. Πήτεν τα μαθές, και φέρνω σας τα. Ανθ. Θέλω πέντε κομούς, 15 δουζίναις καρέγλαις, 15 καθρέφταις μεγάλους χρυσούς, πέντε τραπέζια, 5 καναπέδαις όλα δομόγκανο, 10 λουσέρναις φίναις, 120 πορτιέραις, και όλα τα στολίδια των ονδάδων μου. θέλω 365 κουμάσια διά βέσταις ν' αλάζω μίαν κάθε ημέρα, από σαλιά, τουλπάνια, μεταξωτά, λαχούρια και λοιπά, Θέλω άλλα 365 διά τους μπάλους ... 365 λαχούρια φίνα διά ταις πλάταις .. 365 καπελίνα διαφόρων λογιών, 20 δουζίναις μανδήλια του χεργιού, και άλλα τόσα του λαιμού ... 10 δουζίναις σάλπαις ... 20 δουζίναις πουκάμισα από τέλα μπατίστα ... 100 δουζίναις κάλτζαις τρυπηταίς, και 100 φιορίταις .... 365 ζευγάρια παπούτζια της Φράντζας, και άλλα 365 μεταξωτά διά τους μπάλους... 750 ζευγάρια γκάντια, 200 πήχες τούλι, 200 πήχες σανκουλί, 500 πήχες ταντέλαις 1000 πήχες κορδέλαις λογιών λογιών, 50 πέτζαις μαδάμ πολάμ, 5 κρεββάτια με ταις κουρτίναις τους, 15 στρώματα, 10 κουβέρταις κ τ λ. Έπειτα θέλω 100 μισκάλια μαργαριτάρι, 5 άστρα διαμαντένια βαρειά, 10 ζευγάρια βραχιόλια διαμαντένια, δέκα ζευγάρια σκουλαρίκια διαμαντένια, 10 φιούμπαις διαμαντένιαις, είκοσι χρυσαίς και 20 σμαλτάταις ... πέντε χτένια διαμαντένια 5 χρυσά, και 20 μικρά διά τα σγουρά μου ... 50 δαχτυλίδια διαμαντένια, και άλλων ειδών φίνα ... 10 δουζίναις ομπρέλαις μικραίς, και δέκα μεγάλαις φίναις ... 5 σερβίτζια του καφφέ της τελευταίας μόδας, 5 σερβίτζια του τραπεζιού ομοίως, 5 σερβίτζια της φρουταρίας από πορτζολάνα χρυσωμένη ... μία δοζίνα γκαντιέραις ασημένιας, και δύω δοζίναις από ταις άλλαις φίναις ... 500 βάζα πομάταις από γιασεμί, και μαγκασάρι .. 500 μποτίλιαις λεβάντα και άλλαις τόσαις κολόνια ... και πέντε κασέλαις φίναις της τουαλέτας ... 150 πέτζαις σκέπαις λογιών λογιών.. . Έπειτα θέλω ψυχή μου και διά τη δισπέντζα μου 1000 ζευγάρια λοκάνικα, άλλα τόσα χοιρομέρια, 500 κεφάλια τυρί της Ολάνδας, άλλα τόσα πιαζεντί, και άλλα τόσα άλλων ειδών ... 1000 μποτίλιας μπορδώ, 1000 τζύπρε, 1000 μάλιγα και 5000 σαμπάνια, γιατί πολύ μ' αρέσει· 5 καντάρια κουφέταις, 5 καντάρια ζάχαρι, 5 καντάρια καφφέ γιεμένικο, γιατί ο φράγκικος με βρωμάει .. 108 οκάδες πισκότα. άλλαις τόσαις κόντιτα, έπειτα... 100 κουτιά σύκα της Σμύρνης, άλλα τόσα σταφίδα ψιλή, άλλα τόσα ραζακή, 500 κουτιά ραχάτ' λουκούμια της Πόλις, (γιατί του Τριαντάφυλλου δε μ' αρέσουνε) 500 μποτίλιαις ορτζάταις, άλλαις τόσαις ροζάλια, άλλαις τόσαις ρουμ, έπειτα αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, κάστανα, από πέντε καντάρια το ολιγώτερον, και τόσα άλλα ... πού να τα θυμούμαι ένα ένα ... αυτά όλα 'τα θέλω χωρίς άλλο. Ροδ. (ακουμβισμένος εις το χέρι του και βλέπων ασκαρδαμυκτί την Ανθήν) Καλέ σεις!!! μου τον μπιπιλίσετεν τον νου μου ... κι' ε σας σώνουνε όλα τα σεντούκια του γέρω Σινάνη. Ανθ. Σε είπα, μην τον λες γέρω Σινάνη. Ροδ. Αστόχησα, συμπάθησέ με. Ανθ. Άρα σώσουνε και μη σώσουνε... τα θέλω όλα, που να μη λείψη τρίχα ...τι σε κόφτει; γρόσια φοβάσαι; Ροδ. Ε φοβούμαι, μόν έν προφταίνουνε όλα. Ανθ. Όσα προφταίνουνε, και τ' άλλα στην αντίχαρα. Ροδ. Κάμτε μου άματις μια λίστα, μπα και φαλλάρω.. δόμτεν κι' άλλαις πενήντα χιλλιάδες βενέτικα. Ανθ. Έμβα μέσα και πάρε όσο να κάμω τον κατάλογον. Ροδ. (εισέρχεται εις τον κοιτώνα.) Ανθ. Και μία καρότζα θέλω, γιατί τη δευτέρα θ' αύγω σ' τον περίπατο. Ροδ. (έσωθεν) Μ' ένα άλογο θέτεν τη, ή με δυω; Ανθ. Καλέ, κεράτζα είμ' εγώ να πάγω με δύω αλόγατα; με τέσσερα αδελφέ !!! ωχ! μη με χολοσκάνης ... δε σε λέγω τίποτες πγια. Ροδ. Αφήτεν να κάμω γω, μον εσείς αδειάστεν κι' άλλα δυω τριά κασελλάκια, γιατί ε σώνουνε αυτά. Ανθ. Μη σε μέλλη· αυτό είναι δική μου δουλειά .. (καθ' εαυτήν) Με χωλόσκασες.. δε ξέρω τι με θάρεψε; και δεν έχει ιδέα ο καϋμένος τι κουμάσι είμαι!!! ας πηγαίνω τώρα. (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η ΙΒ'. Ο Ροδάνης μόνος Ροδ. Είδα κι' άλλαις παράλυταις, μ' αυτή ξεπερνά ταις όλαις .... τέτοια σκορποπαραδού ε μ' ούλαχε να δω ποτές μου .. γλίγωρις να τα ξεπατώση θε, και να φτωχύνη πάλι ... ως τα προχτές έν είχεν ψωμί να φα, και πουκάμισο ν' αλλάξη, και τώρη μία κοπανιά δγήτεν πόσα πράματα γύρεψεν ... έννοια μου .. εγώ θα κάμω τη σόρτε μου, γιατί τέτοια τύφλα έν τη γλέπω στη ζήσι μου πλια, κ' είν κουζουλλός οπού βρη κ' ε φα .. κ' ίντα λέγω; μόνε χαμαλλιάτικα ε θα σώσουνε χίλλια βενέτικα... κ' έν έχη χορτασμούς, άδης είν, άδης .. ο Θεός να φυλά τον άθρωπο από παράλυτη γυναίκα · εμάς η γυναίκες μας έν είν έτζι παράλυταις, ποτές! καλά το λένε, «παπούτζ' απέ τον τόπο σου, κι' άθρωπο του σπητιού σου»... να το πάθη θε ο γέρω Σινάνης ... κι' έν είν π' ούναι παράλυτη μοναχά, είν και λουλλούδα, κι' εν ηξέρει τι της γένεται .. πα να τα πάρω πια, κ' έννοια μου. (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η ΙΓ'. Η Ανθή, η Χάιδω, έπειτα ο Ροδάνης. Ανθ. (καθ' εαυτήν) όλαις η κάμαραις είναι έτοιμαις· τα πράγματα προσμένω τώρα ... η καρακάξα η αδελφή μου δε μ' έδωκε της κάμαραις της ... ας ήναι ... έσκασε απ' τη ζούλια της η φαρμακομύτα ... μάλιστα τώρα που θα δγη να κουβανιστούνε τόσα πράγματα, θα πλαντάξη ... αλήθεια, τη μοδίστρα !!! Χάιδω, ε Χάιδω .. τρέχα να φωνάξης τη Μοδίστρα γλίγωρα. Χάι. Δεν έρχεται, γιατί δεν την πλέρωσες, και μ' γήπε θα σε κραξ' στο ρηνοδίκ. Ανθ. Να δόσ' της πέντε βενέτικα, και πες την ν' άρτη, γιατί θα κόψη ως πεντακοσίαις βέσταις της τωρινής μόδας, και θα την πλερώσω ευθύς. Χάι. Τώρα παγαίν' .. (αναχωρεί) Ροδ. (εισέρχεται βιαίως) Ήφερά σας τα όλα· ίντα θα πήτεν τώρη πλια; Ανθ. Να ζήσης μισέ Ροδάνη .. δε ξέρω με τι να ξεπληρώσω της καλωσύναις σου. Ροδ. (καθ' εαυτόν) Έννοια σας, κι' α δεν της ξεπληρώστεν, της ξεπληρώνω μοναχός μου ... (προς την Ανθήν) Οτοιμαστήτεν πλια για την κυργιακή το πουρνό είπα το και του παπά Τρέχα να σας βλογήση. Ανθ. Τον παπά Τρέχα; τον παπά Τρέχα; ακούς εκεί; μπράβο σου μισέ Ροδάνη ... απ' εκείνα που γλέπω, κερατζίτζα μ' έκαμες να με στεφανώση ο παπά τρέχας .. . ω χαράς το. Ροδ. Έννοια σας και καλνούμεν όλη την ενορία .. κατάλαβα τώρη, που τα θέτεν όλα αρχοντικά. Ανθ. Και βέβαια, σαν ευγενής και αρχοντοπούλα που είμαι ... την κυργιακή δε θα είσαι μαζή μου; Ροδ. Όσκαι ... ε μοιάζει, θ' άμαι με το γαμπρό . ... πα φύγω πλια. (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η ΙΔ'. Η Ανθή μόνη. Καλέ γλέπετε μασκαραλίκι που ήθελε να με κάμη, να βάλη τον παπά Τρέχα να με στεφανώση, σα να ήμουνα κατζιβέλα, ή καμμιά κερατζίτζα; υπομονή .. καλά που με το είπε, ει δε μη ήθελα να πάθω το μασκαραλίκι ... α .. όχι άλλο, ας πάγω τώρα να βάλω τα πράγματά μου σε τάξι, να στείλω να καλέσω, για να πάγω και στο λουτρό με της καλεσμέναις ... (αναχωρεί) ΠΡΑΞΙΣ Ε'. Σ Κ Η Ν Η Α'. Ο Σινάνης με την Ανθήν παρουσιάζονται στεφανωμένοι, και συνωδευμένοι με μουσικά όργανα, και με αρκετούς καλεσμένους.. ( Ο Σινάνης είναι αλειμμένος με φυκιασίδι και με κοκκινάδι· η Ανθή κάμει σχήματα, ο δε Σινάνης την επιπλήττει Ο Σινάνης, η Ανθή, ο Ροδάνης, και λοιποί. Σιν. Άδαμ, γιατί τζακίζεσαι έτζι; δεν καμαρώνεις σα νύφη; Ανθ. Είναι ρεβερέντζαις. Σιν. Πρεφερέντζαις μεφερέντζαις ύστερα παίζεις, τώρα καμάρωσαι· νύφη είσαι ... ντροπή είναι. Ανθ. (εξακολουθεί τα σχήματα) Σιν. Τζάνουμ, δεν ακούς λόγιας μην τζακίζεσαι έτζι λέω. Ανθ. Έτζι είναι η μόδα τώρα ... (εξακολουθεί) Σιν. Μόδα ξεμόδα άφστο τώρα ... τόπου μας αδέτι ντεν είν' έτζι ... νύφαις καμαρώνουνε. Ανθ. Αμέ τώρα που θα χορέψουμαι, τι θα πης; Σιν. Τα χορέψεις κι' ευγενία σου; Ανθ. Κι εγώ, κι' ευγενία σου, κι' όλοι μας. Σιν. Εγώ ντε ξέρω χορό. Ανθ. Όσο ξέρεις. Σιν. Έι, α δε χορέψουμαι ντε γένεται; Ανθ. Όχι. έτζι είναι η μόδα ...(προς τους μουσικούς) Παίξετε ένα Βάλσ. (μεταξύ της ομιλίας η μουσική παίζει πολύ χαμηλά, διά να ακούεται ο διάλογος·) (η Ανθή χορεύει μετά του Σινάνη, όστις φωνάζει.) Σιν. Ζαλίστηκα, ζαλίστηκα· τα πέσω ...άφσαι με πγια. τι χορός είναι τούτος; έπεσα, έπεσα. Ανθ. Φράγκικος. (εξακολουθεί τον χορόν) Σιν. Άφσαι με λέω, κάτζαι στον τόπο σου πγια, τα με ρίξεις κάτου. άδαμ ... φτάνει σε λέω ... (προς τον Ροδάνην) Έλα γλύτωσαί με τζάνουμ μισέ Ροδάνη, τα πέσω κάτου, ζαλίστηκα. Ροδ. (προς την Ανθήν) Κ' αφήτεν πλια το γαμπρό να ησυχάση. Ανθ. Εγώ θέλω να χορέψω· (αφίνει τον Σινάνη, και αρπάζει ένα νέον με τον οποίον χορεύει) Σιν. Ταμάμ .. να νύφη φρόνιμη ... άφησε εμένα, άρπαξε άλλονα, και ζιρπ ζιρπ πηδάει σαν κατζίκι. Ροδ. Κι έν πρέπει να παραξενεβούσαστε, γιατί έτζι είναι τώρη η μόδα. Σιν. Τι μόδα λες άδαμ!!! να, μούρη της με τη μούρη του κόλλησε ... να, να, άγγιξε βυζιά της .. να να αγκάλιασε .. ωφ ... τα σκάσω .. εγώ ακόμα χέρι της ντεν έπιασα, εκείνο αγκάλιασε ... βάι .. να τό ξερα, χαρά ντεν έκαμνα. Ροδ. Και μην κάμνετεν έτζι, γιατί σας λένε σκουργιασμένους· Σιν. Ας με πούνε μπιλέμ και λερωμένο ... εγώ ιξέρω άντρες χορεύουνε χώργια τους, γυναίκες χορεύουνε χώργια τους, πιάνουνε χέρι με χέρι· κι' αν πιάση μπιλέμ κανένας γυναίκα, μαντήλι της πιάνει, ντεν πιάνει χέρι της... τόπου μας αδέτι έτζι είναι. Ροδ. Εκείνα τώρη περάσανε ... ο κόσμος ήλλαξεν. Σιν. Εγώ τα πω κοκονίτζα να κάτζη πγια. Ροδ. Αφήτεν και γώ της το λέγω. Σιν. Πες το τζάνουμ, πες το, γιατί ιψυχή μου σφίχτηκε, τα σκάσω .. Σ Κ Η Ν Η Β' Ο Σινάνης, Ανθή, και ο Ροδάνης Προσφέρονται γλυκύσματα και ποτά στους παρανύμφους ο δε Σινάνης αγανακτεί. Σιν. Τ' είναι τούτα πάλαι; Ανθ. Τραταμέντα. Σιν. Άιδε, ακόμα τι τα δγιω ... ταραμέντα μαραμέντα· αμμά, αυτοί τ' αρπάζουνε με της φούχταις σα να ήναι κόλυβα ... να, να, να, ένας γιόμισε φούχταις του κι' ο στόμας του είναι γιομάτος, δγιέτονα δγιέτονα. Ανθ. Αυτά δεν τα κυττάζουνε τώρα ... σηκωθήτε γιατί θα φύγουνε οι καλεσμένοι, και πρέπει να τους χαιρετήσουμε ... (οι παράνυμφοι εύχονται ανά είς, λέγοντες « να ζήσετε να γεράσετε » η Ανθή κάμει τα σχήματα, ο δε Σινάνης αποβλέπων με αγανάκτησιν την Ανθήν, αποκρίνεται με την χείρα εις το στήθος « πολλά τα έτη ... πολλά τα έτη. » ) Ροδ. Και γιατί τους αφίνετεν και φεύγουν; έν τους καλνάτεν ν' άρτουνε στο τραπέζι; Ανθ. Κάλεσαί τους από μέρος μας, να ζης. Σιν. Ολουνούς; πολλοί είναι. Ροδ. (προς τους παρανύμφους με μεγάλην φωνήν) « Από μέρος του γαμπρού και της νύφης » Σιν. (τον αντικόπτει) Σώπα, μη. Ανθ. Αφήστε καλέ να καλέση .. μασκαραλίκια! λέγε, λέγε, μισέ Ροδάνη. Ροδ. Κ' έν ιξέρω ποιονού ν' ακούσω... (εξακολουθεί) «από μέρος του γαμπρού και της νύφης είστεν Κύ- «ριοι, και Κυρίαις, καλεσμένοι με όλαις σας της «παρέγιαις, με παιδιά σας, με σκυλλιά σας το βραδύ «βραδύ στο τραπέζι » Σιν. Καλά καλά, εκείνους εκάλεσες .. γιατί να πης να φέρουνε μαζί παιδιά τους, ισκυλλιά τους; τι το ήτελες άδαμ τόσο γκιουρουλτί, τόσο καλαμπαλίκι; Ροδ. Η κοκονίτζα μου τ'όπε, κι' έτζ' είν' και συνήθεια. Σιν. Έξοδο τα γένη πολύ. Ροδ. Και λυπούστεν; (προς την Ανθήν) Καλέ, ε γλέπετεν που λυπάτεν βιος ο τζελεμπή Σινανάκης; Ανθ. Τι ξέρ' ακόμα; και τι είδε; έχει δίκαιον ... (προς τον Σινάνην) Ορίστε πάμε μέσα ... (χαιρετούν με σχήμα, και αναχωρούν.) Σ Κ Η Ν Η Γ'. Η Ανθή και ο Ροδάνης χωρίς να φαίνωνται δείχνουν εις τον Σινάνην τα πλούτη της Ανθής Ανθ. Ορίστε τζελεμπή εις αυτόν τον ονδά ... είδετε όλα αυτά τα μόμπιλα, τους καθρέφταις, τους μπορούς και λοιπά; Σιν. Είδα ... ωχ, ωχ, ωχ, φραγκιά κοπήκανε ούλα. Ανθ. Πάμε και στους άλλους ... είδετε και αυτά όλα; Σιν. Είδα τζάνουμ' είδα. Ανθ. Πάμε τώρα και στη δισπέντζα, σ' το κελλάρι μου .. το είδετε κι' αυτό; πώς σας φαίνεται; Σιν. Καλό καλό ... ούλα τούτα σουτζούκια παστουρμάδες τι τα τα κάμετε; Ανθ. Θα τα φάμε. Σιν. Αμέ τούτα μπουκάλια τι έχουνε μέσα; Ανθ. Κρασιά, μπορδώ, μάλιγα, τζύπρε, σιαμπάνιαις, ροζόλια, ρουμ, κλλ. Σιν. Εγώ απέ τούτα ποτές μου δεν ίπια. Ανθ. (προς τον Ροδάνην) Άνοιξαι μιαν σαμπάνια μισέ Ροδάνη. Ροδ. (ανοίγει μίαν, ήτις κάμει κρότον.) Σιν. Τ' είν' αυτό άδαμ; τάπα του σαν πιστόλα βρόντηξε. Ροδ. Γλέπετεν; ορίστε, πγήτεν κι' όλας. Σιν. Τούτο ούλο αφρός είναι. (πίνει) Άμμα κρασί!! άτζαμπα πόσα έχει οκκά. Ροδ. Δυω τάλλαρα το μπουκάλι. Σιν. Ένα μπουκάλι δυω τάλλαρα; Ροδ. Ναίσκε. Σιν. Εγώ τάρεψα όλα μπουκάλια δυω τάλλαρα ... τόπο μας πουλούνε Μουσελλέζι κρασί μια οκά έναν παρά· Ροδ. Έν είν' πλια του τόπου σας αυτό το κρασί. Σιν. Κι έδωσε κοκονίτζα τόσα τάλλαρα για; Ροδ. Όσκαι, της τα φέρανε πεσκέσι. Σιν. Σαν είναι πεσκέσι, είναι καλό ... χάρισμα ιξύδι πγιο γλυκό απ' το μέλι είναι. Ανθ. Τα είδετε όλα τζελεμπή μου; Σιν. Είδα, α τζανούμ, είδα. Ανθ. Να μην πήτε αύριο μεθαύριο που με πήρετε γυμνή, και ψόφια της πείνας! Σιν. Χιτζ ποτές εγώ τέτοιο πράμα λέω; Ανθ. Μισέ Ροδάνη, να ήστε μάρτυρας. Ροδ. Μάλιστα, (προς την Ανθήν μυστικά) Καλά το συλλογιστήκετεν τούτο έν τ' όβαλ' ο νους μου. Ανθ. (μυστικά) Ακόμα πού είσαι; αγάλια αγάλια να δγης και να θαμάξης τι κουμασάκι είμ' εγώ .. (προς τον Σινάνη) Ορίστε πάμε να ησυχάσουμε τώρα, και μεθαύριο να σας δείξω τα ρούχα μου, τα διαμαντικά μου τα γρόσια μου, για να μην πήτε πως ήμουνα φτωχή· Σιν. Εγώ κι' έτζι πιστεύω. Ανθ. Όχι, όχι, εγώ θα σας κάμω και προικοσύμφωνον, για να μην έχουμε καμμιά φορά μπερδεψιαίς. Σιν. Τι τα τέλεις αυτά τώρα!! Ροδ. Μα έτζ' είναι της τάξις. (καθ' εαυτόν) Του διαβόντρου την κόρη!! πάει, τον ήσβυσεν τον Σινάνη. Σιν. Καλό, ό,τι κάμετε στρέγω, αρτίκ πάμε. (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η Δ'. Ο Σινάνης μόνος, έπειτα ο Φοντανέλλης, και τελευταίον η Ανθή. Σιν. (καθ' εαυτόν) Εμένα νους μου κοντεύει να πετάξη .. άργησα να παντρευτώ, αμμά πήρα γυναίκα που στον κόσμο ντε βρίσκεται τέρι της ... μικρή, όμορφη, τζελεμπίδισσα ... ίλλεμ η αρχοντιαίς της .. αρτίκ μάντια μου ταμπόνουνε όντας την κυττάζω .. διαμάντια απάνου της παρίλ παρίλ στράφτουνε .. α τζανούμ, ή έτζι πρέπει ν' άναι, ή να λείπη .. ίλλεμ νάζι της ... αμέ τζιλβέδες της; αρτίκ κουσούρι ντεν έχει.. ούλο γελάει, τρώει, γελάει, κοιμάται, γελάει, παίζει, γελάει, λαλεί, γελάει ... αχ .. όλα καλά είναι· αμμά που γέρασα, αυτό είναι μπελάς .. ν' αύρισκα γιατρικό να γένω νιος, βίος μου ξόδιαζα. Φον. [εισέρχεται αιφνιδίως] Ω αφέντη ντικό μου, κε παντρεύτηκε, και ακόμα πενσάρει; Σιν. Καλώς ορίσετε εξοχώτατε.. αρτίκ παντρεύτηκα τώρα πγια ...! Φιν. Ω και καρά έκαμε το αφεντιά σου, και ντεν ινβιτάρησε νιάνκα Φοντανέλλη γιατρό δικό σου; Σιν.. Εξέχασα ... να με συχωρέσης ... κι' έλεγα ποιο λείπει, ποιο λείπει, μέγιερ σινιόρ Φουντανέλλα έλειπε ... ας κουρεύεται πγια. Φον. Ε και σινιόρα δικό σας, καιρά δικό μου πού είναι, και να το χαιρετίζω κι' εκείνο; Σιν. Κοκονίτζα; ακόμα κοιμάται .. άφστο, μικρό είναι ακόμα τα κοιμητή Φον. Δούνκουε κε δικό σας κοκόνα είναι πολύ μικρό; Σιν. Ναίσκε ... καρδιά μου έτσι μικρό γύρεψε.. Φον. Ε κε ντεν είναι τζιούστο, αφεντιά σου κε είναι γέρω και σινιόρα δικό σου και είναι μικρό; Σιν. Τώρα πγια γένηκε .. εξοχότη σου δε ξέρεις κανένα γιατρικό να γένω νιος; Φον. Σέρω σέρω, μα κε τέλει πολλή φατίκα, αλμένο αλμένο σαράντα μέρα κούρα, επόι γένεται νιο, αφέντη δικό μου ... Σιν. Πώς θα γένη για; Φον. Μπιζόνια κε εγώ να το κάμω ένα ελετουάριο στιμολάντε, σαράντα δεκότα τόνικα, να πέρνη όλα αυτά, επόι να γένεται παλλικάρι .. σέρω ακόμα ένα μανιέρα, μα ντεν λέγω, γιατί κε δεν να το κάμη αφεντιά σου, και αλτραμέντε ντε γένεται καλό νιο περφεταμέντε .. Σιν. Ό,τι με πης το κάμω, μόνε νιος να γένω ... αμάν τζάνουμ εξοχώτατε, στο λαιμό σου τα κρεμαστώ πγια· αμάν σινιόρ Φουντανέλλα, πες με το. Φον. Μπιζόνια κε να βάνουμε αφεντιά σου στο κούνα φασσιάτο, κε να γένεται σα μικρό παιδί... επόι σαν κε τέλει το αφεντιά σου να τρώη, να λέγη μα μα, σαν και τέλει να πίνη, να λέγη μπουά, σαν και τέλει να κατουρήση, να λέη « τζίσ' » ... επόι μπιζόνια κε να τρώη γάλα, ρίζο, σαράντα μέρα, ε κε να κουνούνε εσένα αφέντη δικό μου κε μέρα κε νύχτα· ε κε σαν περάση σαράντα μέρα, γένεται παλλικάρι.. κάμει αφέντη δικό μου τούτο κε είπα εγώ; Σιν. Κάμω εξοχώτατέ μου, κάμω ... να πούμε και κοκονίτζα τούτα ούλα. Ανθ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Όσα είπετε, όλα τ' άκουσα. Σιν. (προς τον Φοντανέλλην) Κοκονίτζα είναι. Φον. Ω σιννιόρα δικό μου! έκω, έκω, έκω το τιμή (κάμει διάφορα σχήματα). Έκω το τιμή να το γκνωρίσω, και να το καιρετήσω το αφεντιά σου. Ανθ. Σας ευχαριστώ ... είστε ο κύριος Φοντανέλλης δεν αμφιβάλλω!!! Φον. Όλο όλο για να δουλέψω το αφεντιά σου, καιρά δικό μου· Ανθ. Και τι ελέγετε με τον τζελεμπή; να τον κάμετε νέον; Φον. Ναίσκε, και είπα με να το κάμω εγώ κε ό,τι κρειάζεται ... Ανθ. (υπομειδιώσα) Τ' άκουσα .. εύκολο είναι να γένη ... λοιπόν να φκιάσουμε την κούνια, η εξοχότη σας τα γιατρικά, και τα επίλοιπα τα τελειόνω εγώ. Σιν. Έι!! δουλειά μας μπίτησε. Ανθ. (φιλοδωρεί τον ιατρόν) Φον. Ω καιρά δικό μου, είμαι οπλιγάτος στο τζεντιλέτζα σας. Ανθ. Είστε πολλά ευγενής .. (αναχωρούν) [98] Σ Κ Η Ν Η Ε'. Ελένη, Αικατερίνα, Μάρω, Χρυσή, Αργύρω, Σταμάτα, και η Τζάτζα Κασσού. Ελ. Θε μου!!! δεν μπορώ να βαστάξω τα γέλοια ... όλο γελώ .. Αικ. Με το καινούριο ανδρόγυνο; Μαρ. Και δεν είναι για γέλοια; Χρ. Ακόμη τέτοια μασκαράτα δεν είχα δγη ποτές μου. Αργ. Σα διάβολος ξυδάτος με φαινότανε ο γαμπρός... εκατό χρόνια να καθούμουνα ανύπανδρη, τέτοιο σαλιάρη δεν τον έπερνα. Σταμ. Και τα καλά τι καλά που είναι!!! είδες αρχοντιαίς και καλά; Κασ. Καλά λέει ... εγώ πήγα κ' είδα τα καλά και της χάραις ... κείν' τα λουκάνικα! κείν' τα τυργιά!! κείν' τα κρασιά! σάστισα η καϋμένη ... κείν' οι καθρέφταις! κείν' τα μπόμπολα! κείν τα ρούχα! κείν' τα διαμάντια!!! Ελ. Φωτιά να τα κάψη όλα όντας ο άνδρας δεν είναι νιος, και δεν έχει χάραις ... εκείνα όλα χάνουνται, κ' η ρετσινιά τ' απομένει τ' ανθρώπου για πάντα. Αικ. Με τη γνώμη σου είμαι κι' εγώ, μα κάτι ν' άχη κι' ο άνδρας. Μαρ. Εγώ, όμορφος ας ην ο άνδρας μου και ευγενής, κι' ας τρώγω λάχανα ανάλατα. Ελ. Αμ' εσύ χρυσή, τι λες; Χρυσ. Άνδρας ας ήναι, κι' ας ήναι κι' από ξύλο, δε με νοιάζει ... η Αργύρω θέλει νιο. Αργ. Όχι αδελφή!!! ας με κουβαλά να τρώγω να πίνω, και να ξαπλώνουμαι, κι' ας ήναι μακάρι και γύφτος. Κασ. Σωπάτε σεις, και δε ξέρετε τον κόσμο ... εγώ πήρα τρεις ... ο ένας ήτανε νιος, ο άλλος μισόκοπος, και ο άλλος γέρως ... μα σαν του νιου της χάραις, ας μη ν' άχουνε οι άλλοι. Αργ. Λόγια είν' αυτά· τα υστερνά του καθ' ενού ν'αν καλά. Μαρ. Να δγιούμε δα και τα υστερνά της φιλινάδας μας.!! Κασ. Αμ' εκείνη για τα καλά τον πήρε. Μαρ. Να χαθή κι' εκείνος και τα καλά του, που τον ήθελα εγώ τέτοιον τενεκέ. Κασ. Πότε να πάμε να τήνε χαιρετήσουμε, και να την αρμέξουμαι και τίποτις; Όλαι. Μεθαύριο. Κασ. Να μαζωχτήτε όλαις στο σπήτι μου, και να πάμε να την πατήσουμε άξαιφνα. (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η ς'. Η Ανθή, η Χάιδω, έπειτα ο Ροδάνης. Ανθ. (μόνη) Κι ο γιατρός γλέπω με τα μυαλά μας περπατεί .. (γελά) χά χα χα χά ... αυτό είναι που λένε « ξαναμώραμα » ... Τι κουργιόζο που θα φαίνεται, κωτζά μου άνθρωπος ογδόντα πέντε χρονών, να τον φασκιώνουνε, και να τον βάνουνε στην κούνια!!! ω θε μου!!! τι γέλοια που θα κάμ' ο κόσμος όντας θα τ' ακούσει; το νόστιμο είναι που το θέλει ο ίδιος. εγώ πρέπει σε όλα ν' ακολουθήσω τη γνώμη του, κ' ένοια μου ... να στείλω να φέρω ένα μάστορη να φκιάση την κούνια ... (γελώσα) Χάιδω, ε Χάιδω. Χάι. Ορίστε κοκόνα. Ανθ. Πήγαινε να φέρης ένα μάστορη να μας φκιάση μια κούνια. Χάι. Και κάμτε δα πρώτα το πδι, κι' απέ κ' υστερνάς φκιάντε και την κούνια. Ανθ. Το παιδί, χα, χα, χα, χα, είναι έτοιμο, ω Θε μου! θα σκάσ' απ' τα γέλοια. Χάι. Και πούντο για; Ανθ. Τι σε κόφτει; σα θα το κουνάς αύριο μεθαύριο το γλέπεις. Χάι. Γώ δεν κνω πδι ... πάρ' μια τάγια. Ανθ. Πήγαινε τώρα για την κούνια, κι' ύστερα γλέπουμε. Χάι. Πάγ' για .. (καθ' εαυτήν) τούτ' με στέλνει για κούνια, και πδι δε γλέπω .... τι διάτανος ν' άν' τούτος πάλ ... Ροδ. (απαντά την Χάιδω) Πού πας Χάιδω; Χάι. Πάγ' για κούνια ... η κοκόνα μ' έκαμ' πδι, και θα το κνάμε για. Ροδ. Κ' ήκαμέν το αληθινά; Χάι. Γώ δεν το γείδα, κείν' μ' τ' όπε .. (αναχωρεί) Ροδ. (προς την Ανθήν) Καλέ να σας ευκηθώ καλορίζικο, ή ακόμη; Ανθ. Γιατί; Ροδ. Απάντησα τώρη τη δούλα σας, κ' ήτρεχε για κούννια κ' είπε μου που κάμετεν παιδί. Ανθ. (γελά) Χα, χα, χα, χα χα χα χα. Ροδ. Ίντα γελάτεν; πήτε μου μαθές κι' εμένα να γελάσω. Ανθ. Τι να σε πω; ο τζελεμπής μου έβανε στο νου του να γένη νέος, κι' ο ιατρός τον είπε να τον βάνουμε στην κούνια, να τον φασκιώνουμε, και να κάμη σαράντα μέραις σαν μωρό παιδί, για να γένη νέος, και τώρα το θέλει χωρίς άλλο. Ροδ. Κάμετεν τούτο κι' εσείς πάλι, ίντα θα χάσετεν .. κι' έν το χαιρούστεν; καλήτερα να τον ζεμυαλίστε μίαν ώρα προτήτερα. Ανθ. Εγώ απ' το Θεό το θέλω, για να κάμω τον σκοπό μου .... έννοια σου μισέ Ροδάνη, ό,τι γλέπεις καμώσου. Ροδ. Έννοια μου ... μοννιούς να γλέπουμε, κ' ίντα θέμεντα τα σύρτα και τα φέρτα, κάμτεν ό,τι σας βολέσει. Σιν. (εισέρχεται αιφνιδίως) Βάι! μισέ Ροδάνη, εδώ είσαι; Ροδ. Η κοκονίτζα με φώναξε να πα να της μαζέψω τα διαφόρετα. Σιν.. Κι' έχει πολλά στο διάφορο; Ροδ. Κι έχουν μετρημούς; ίντα θαρήτεν καλέ; ονειρεύγεστε; ... (προς την Ανθήν) Καλά του τα κόβγω; Ανθ. Αξιόλογα ... δε θέλει λόγον .. έτζι πρέπει βέβαια, ο ένας να τα κόφτη, κι' ο άλλος να τα ράφτη. Σ Κ Η Ν Η Ζ'. Ο Τέκτων εισέρχεται αιφνιδίως και ζητεί να λάβη μέτρον δια την κούνιαν. Τέκ. Σκιαβ' αφένταις. Όλοι. Καλώς ώρισες. Τέκ. Γιαμά, και πούθε θα πάρουμε τον άξαμο, για να φκιάσουμε την κούνια; πόσω χρονώ ναι το παιδί σας γιαμά; Ανθ. Τι θέλετε; Τέκ. Να πάρω τον άξαμο τζη κούνιας που μ' αβιζάρισε η φαντέσκα σας ... και που 'ναι το παιδί σας; Ανθ. (δεικνύουσα τον Σινάνη και γελώσα) Της ευγενίας του είναι η κούνια, και πάρ' το μέτρος .. (στρέφει το πρόσωπόν της, και γελά) Τέκ. Και δε με λέτε γιαμά που με μπαρτζολετάρετε; και δε με λέτε να του φκιάξω τη λατέρα του, μοναχά με λέτε κούνια; (προς τον Σινάνη) Ας σημώσω κοντά να σας πάρω τον άξαμο ... μα αφέντη, ολόρτος δεν πρέπει να στέκεστε, γιατί δεν μπορώ να σας μιζουράρω καλά ... πρέπει να ξαπλωθήτε γιαμά στο πιάνο, και να μαζώχτε τα χέργια σας, για να μην κάμουμε κανένα ζμπάλιο. Σιν. Ολόρτος δε γένεται; Τέκ. Όσκαι αφέντη, όσκαι. Σιν. (εξαπλώνεται) Έλα τώρα, πάρε μέτρος καλά. Τέκ. (καθ' εαυτόν) Ακόμα δεν τ' όδα τούτο μα τζ' άγιους Πάντες ... και γιαμά πώς θα τόνε φασσάρουνε; μουρέ στην πίστι μου γέλοια μ' όρχουνται! κ' είναι πλιο ρεδίκολο απέ τούτο; μα γιαμά θα ρωτήξω γιατί θα τον κουνάνε; μοιάζ' αφ τα γέρατα δεν μπορεί να κοιμηθή ... (προς τον Σινάνην εν ώ πέρνει το μέτρον) Πάμ' αφέντη, δε με λες, γιατί θα σε κουνάνε; μπα και δεν μπορείς να κοιμηθής; και δεν πέρνεις γιαμά κομμάτι όπιο, γη κομμάτι λαούδανο; Σιν. Εσύ δουλειά σου κάμε, και μη σε κόφτει, κούνια σε φωνάξανε να φκιάσης, φκιάσαι κούνια, πάρε παράδες, και μη ρωτάς τι κάμνει κάτα ένας. Τέκ. Μα αφέντη, πολύ ρεδίκολο με φαίνεται, και γιαμά θαρώ που σας πέρνω τον άξαμο, για να σας φκιάξω τη λατέρα σας. Σιν. Κάμε δουλειά σου, άδαμ ... μη σε κόφτει λέω ... έι, πήρες μέτρος; σακίν στενό να μη φκιάσης, άκουσες; μπόλικο να γένη. Τέκ. Σ' τζη ορισμούς σου αφέντη. Ροδ. Κι αφήτεν κομμάτι τόπο απά ν' αφ' το κεφάλι, και κάτ' αφ' τα ποδάρια. Τέκ. Απά σ' τζη κολόναις τη θέλετε ν' άναι; Ανθ. Όχι, όχι, κάτου. Τέκ. Κατάλαβα γιαμά, σα λατέρα. Ανθ. Ναίσκε. Τέκ. Την θέλετε ν' άχη και φόντο; βάθος, για στρωμάτζο; Ανθ. Μάλιστα .. αύριο την προσμένω. Τέκ. Κυρά μου, σας παρακαλώ, γιατί θα τόνε βάλετε τον πατέρα σας στην κούνια; Ανθ. Δεν είναι πατέρας μου. Τέκ. Κι αμέ; Ανθ. Είναι άνδρας μου. Τέκ. Ω συφορά μου!! ας ήναι δα .. και γιατί στην κούνια; να πάρω δόνκα τον άξαμο για τζη δυω σας. Ανθ. Όχι, όχι, εγώ δεν έχω ανάγκη να γίνω νέα. Τέκ. Ω, να με πάρουν οι διαόλλοι! τώρα το κατάλλαβα. δόνκα για να γένη νιος θα τόνε βάλετε στην κούνια; Ανθ. Ναι. Τέκ. Και δεν τόνε βάνετε γιαμά στο λαμπίκο να τόνε λαμπικάρετε ν' αύγη μια μούμια; (καθ' εαυτόν) Να μουρέ παλιόγερε, ξαφνικό να σ' ούρτη ... κι' άμ' αν ήναι να του δώκη κανείς μια στελετία να πάη κατά διαόλλου, και να του πάρη γιαμά ετούτην τη Θεά ... ναι στην πίστι μου .. (προς την Ανθήν).Τι κολόρο να τζη δώκουμε τζη κούνιας; Ανθ. Πράσινο, και ρίγαις κόκιναις. Τέκ. Κι αμά δεν είναι καλήτερα να τζη δώκουμε μαύρο, και ρίγαις άσπραις; Ανθ. (γελώσα) Ύστερα από ολίγον καιρόν και κείνο μπορεί να γένη.. τελειώσετέ την γλίγωρα, σας παρακαλώ. Τέκ. Ντελόγκο· πάγω να την καταχειρίσω . . (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η Η'. Η Ανθή και ο Ροδάνης Ροδ. Κι έν είναι να σπαρταρά κανείς αφ' τα γέλλοια; Ανθ. Εμένα με πονέσανε τα φυλλοκάρδια μου. ας κουρεύουνται τώρα αυτά ... ξέρεις τι συλλογίστηκα; Ροδ. Για πήτεν το να τ' ακούσω· Ανθ. Δε ξέρεις πώς τα φέρν' ο διάβολος .. τώρα π' όχω τον καιρόν να φκαιρώσω της κασέλαις όλαις, και να της γιομίσω τζακμακόπετραις και στρυδότζεφλα .. τα φλουργιά και τα τάλλαρα· να τα βάλω στα φορτζέργια, και να του τα δείξω πως είναι δικά μου ... να τον κάμω κι' ένα προικοσύμφωνο να το υπογράψη, κ' ύστερα τον χορεύω όπως θέλω .. τι λες; Ροδ. Καλά τ' όβρετεν και τούτο. Ανθ. Και τώρα που θα τον βάνουμε στην κούνια, τότες έχω καιρό .. καμπόσαις τζακμακόπετραις μόνε, και στρυδότζεφλα να με προβλέψης...και ένα δυω παλιά φορτζέρια. Ροδ. Όφκολα ναι τούτα ... μοναχά να με πλερώστεν το λογαριασμό π' ούν' ως τα τώρη, γιατί τα πήρα βερεσιέ. Ανθ. Το πουρνό σε τα πλερώνω. Ροδ. (καθ' εαυτόν) Κ' ίντα έν ηξέρουν να κάμουν του διαβόντρου η γυναίκες όντας θένε ... αλοί του που πέση σε τετοιωνών χέργια .. (προς την Ανθήν) Πάγω άματις να σας οτοιμάσω της τζακμακόπετραις, και τα παλιά φορτζέρια ... μα ε θέτεν πολλά, γιατί τα γρόσια θα σωθούνε αφού και με πλερώστεν το λογαριασμό. Ανθ. Όσα πάνε, κι' όσα μείνουνε ... ξέρεις δα, μηγάρι; με τ' άδωκε με το μέτρος; έννοια σου .. (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η Θ'. Μαχίδης, Αντισχίδης, Λαμπρίδης, Χαιρειάδης, Πατζίδης, Χάιδω, και η Ανθή. Χάι. Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα!! Ανθ. (έσωθεν αφανής) Τι θέλεις; Χάι. Κείν' οι γιαλελίδες ερχένται για!!! Ανθ. Κάμ' τους αντικάμαρα. Χάι. Δε ξέρω πώς την κάμνε. Ανθ. Βάλ τους να καθήσουνε στην άλλη κάμαρα, βγάλ τους γλυκό και καφφέ, και πες τους να με συγχωρέσουνε γιατί δεν μπορώ κομμάτι. Όλοι. (απαντώντες την Χάιδω) Π' ούν η καιρά σου Χάιδω; Χάι. Να τη σχωρέστε, γιατ' έναι ψύχα ζαμπούνσα. Όλοι.. Πάμε να τήνε δγιούμε. Χάι. Όχι! μπάτ' δω για, σ' τούτον το νοντά. Όλοι. Εμείς θ' άμπουμε εκεί που είναι. Χάι. Όχι όχι ... γιατί κείν' μ' γείπε να σας κάμ' ντικάμρα, και να βγαν καφφέ και γλκό, και να κάτζ δω για. Όλοι. Τι σε είπε; αντικάμαρα να μας κάμης; Χάι. Έτζ' μ' γείπ', ναι. Όλοι. Πήγαινε να της πης, να το βάνη σκουλαρίκι στ' αυτί της. « έκαμε κι' ο κασιδιάρης σκούφια » να της πης ακόμα, να πη κι' αλεύρι. Χάι. (προς την Ανθήν) Κυρά, τούτ' οι γιαλιλίδες με γείπαν να σ' πω, να βάνς' τα σκλαρίκια στ' αυτιά σ' και τη σκούφγια τ' κασδιάρη, και να πης κι' αλεύρ'. Ανθ. (έσωθεν) Πες τους και συ, να μ' αδειάσουν τη γωνιά· Χάι. Μ' γείπε να διάστε τη γνια. Όλοι. Την επάθαμε. Μαχ. Εγώ το επρόβλεπα. Αντ. Εγώ δεν το ήλπιζα. Λαμ. Αυτό ήτον επόμενον, διότι αι τοιαύται κυρίαι το έχουν ιδίωμα, όταν ήναι εις δεινάς περιστάσεις κολακεύουν και τους πλέον μηδαμινούς, έπειτα όταν η τύχη των λάβη μεταβολήν (καθώς της πατζαβούρας αυτής), τότε λησμονούν και φιλίας, και χάριτας, και, και, και, και. Χαιρ. Καλά να τα πάθωμεν ... έτζι μας πρέπει, διότι δεν βαστώμεν βαρύτητα εις τον εαυτόν μας, αλλά ανακατωνόμεθα με τοιαύτα σκύβαλα ... τας τοιαύτας όχι μόνον δεν πρέπει να τας συναναστρέφεται τινάς, αλλά πρέπει και να τας καταφρονή ακόμη. Πατζ. Τω όντι ... έπρεπε να το κάμωμεν απ' αρχής, αλλά τι να ειπώ; οι Κ. Κ. Μαχίδης και Αντιοχίδης μας παρεκίνησαν. Μαχ. ) Ναίσκε κύριε, η δική σας η καρδίτζα τάχα δεν εκτυπούσε για να την δγήτε; τώρα ημείς πταίομεν. Αντ. ) Χαιρ. Δεν τη μουντζώνετε τη βρώμα, την άσωτη, την παραλυμένην, την ξιππασμένην; Πατζ. Καλά λέγει, τι στεκόμεθα ακόμη; για να μας κάμη κι' άλλο φρόντε; Όλοι. Ας φύγωμεν λοιπόν. (αναχωρούν) Χάι. Κυρά, αυτοί μουρμούρσαν, μουρμούρσαν, κι' έφγαν· Ανθ. Ώρα τους καλή ... έλα εσύ μέσα, γιατί έχουμε δουλειά. Σ Κ Η Ν Η Ι'. Ο Ροδάνης,ο Μουζάνας, η Ανθή, η Χάιδω, ο Σινάνης, και έπειτα ο Φοντανέλλης. Ο Ροδάνης και ο Μουζάνας φέρουν τον Σινάνη εις κούνιαν φασκιομένον και τον αφίνουν έμπροσθεν της Ανθής. Μουζ. Απ' το κεφάλι βάστα καλά. Ροδ. Βαστάτεν εσείς καλά αφ' τα ποδάρια να μη σας γλυστρήση. Μουζ. Τέσσερις χαμάλιδες θέλει, και πάλαι να δγιούμε . . (προς τον Σινάνη) Αφέντη, τ' είν αυτά τα χάλια; Σιν. (μυστικά) Σώπα τώρα .. δεν μπορώ να λαλήσω, γιατί χαλνούνε γιατρικά μου. Ροδ. Εμείς θα τον πάμεν πλια ... βαστάτεν καλά... (προς την Ανθήν) Πάρτε τον το γυιό σας τώρη. Ανθ. Σας ευχαριστώ. Σιν. (κλαίει) Ουά, ουά, ουά!! Ανθ. Σκασμός παστάρδικο!! (γελά) χα, χα, χα, χα. Σιν. Ουά, ουά, ουά. Ανθ. Τι θέλεις; Σιν. Μαμά, νιανιά. Ανθ. Χάιδω!! έλα ταγίσης το παιδί. Χάι. (εισέρχεται, και βλέπουσα αιφνιδίως τον Σινάνη εις την κούνιαν, θαυμάζει) Μπα ... τρανό κακό γυιέ μ!!! τούτο ν' το πδί; μπα, μπα, μπα .. τούτος είν' αφέντης μας, και γένκε χαζό. Σιν. Νιανιά. Χάι. Τι να τ' δώκω να φάη; Ανθ. Γάλα, ριζόγαλο. Χάι. Πάγ' να φέρω .. (αναχωρεί). Σιν. Νιανιά, μπουά. Χάι. (επιστρέφει με έν πιάτον να ταγίση τον Σινάνη) Έλ' να σ' δώκω νιανιά·... τρανό κακό γυιέ μ', και τούτ' δεν το γείδα στη ζήση μ' ... (ταγίζει τον Σινάνη) Σιν. Μπουά. Χάι. Σύκω το κεφάλ' σ' πάνου να σ' δώκω να πγης .. (τον ποτίζει) Σιν. Τζις. Χάι. Αυτό για δεν τ' ακούγ' ... ας σε βάν' η κοκόνα να τα κάμς'. Σιν. Τζις. Ανθ. Βάλτο καλέ το παιδί, να κάμη τα τζίσγια του. Χάι. (με θυμόν) Τι πδί;. τι πδί; γδόντα χρονώ άθρωπο τον κάμτε χαζό; βάλτον γ' η αφεντιά σ' να κάμ'.. (φεύγει με αγανάκτησιν) Ανθ. Έλα να τον κουνήσης. Χάι. (φεύγουσα) Μηδέ τον κνάγω, μήδ' τον ταγίζω, μήδ' να δγιω θέλ' χαζό ποτές μ' ... για, πιάσ' μια βάγια ... (αναχωρεί) Σιν. Νιανιά, μπουά, τζις. Φον. (εισέρχεται φέρων ιατρικά εις τας χείρας του) Κοσπέτο δι μπάκκο!!! όλο ένα βόλτα μαμά, τζις, μπουά; ε κε αφέντη δικό μου, τώρα κε να γένεται νιο σέντζα δούπιο ... μα μπιζόνια και να πέρνη πόκο ελετουάριο, και να πίνη κε δεκότο (τω δίδει ολίγον) ε σαράντα μέρα, επόι γένεται νιο. (προς την Ανθήν) Δούνκουε καιρά δικό μου, το κούρα και το γιατρικό; πιο και να πλερώνη; Ανθ. Μάλιστα εξοχώτατε, εγώ. (τω δίδει έν χαρτίον με νομίσματα) Φον. Σπολάτη, καιρά δικό μου, σπολάτη .... (κάμει διάφορα σχήματα, και αναχωρεί) Ανθ. (κτυπώσα τας χείρας) Χάιδω, Μουζάνα!! Μουζ.( Ορίστε. Χάι. ( Ανθ. Πιάστε να πάτε το παιδί στην άλλη σάλα, γιατί κρυόνει εδώ. Χάι. Δεν μπορούμ' οι δυω. Ανθ. Φώναξε και το μισέ Ροδάνη. Ροδ. [παρουσιάζεται αίφνης] Ήξερά το κι' έν ήφυγα. Όλοι, [μεταφέρουν τον Σινάνη φωνάζοντα] Ουά, μπουά, νιανιά, τζις. Σ Κ Η Ν Η ΙΑ'. Ο Ροδάνης και η Ανθή. Ροδ. Ήφερά σας τα παλλιά φορτζέρια, της τζακμακόπετραις, και τα στρυδότζεφλα, πάμεν τώρη να με πληρώστεν. Ανθ. Έκαμα και το προικοσύμφωνο ... για δγιέτο, σ' αρέσει; [τω δίδει] Ροδ. [αναγινώσκων το προικοσύμφωνον] Καλέ σεις τον ησβύσετεν αφ' τον κόσμο τον κακόσορτο ... ίντ' αν' τούτα; και λέτεν να τ' απογράψη; Ανθ. Τον καταφέρνω εγώ, έννοια σου .. πάμε τώρα. Ροδ. Πάμε ... [αναχωρούν] Σ Κ Η Ν Η ΙΒ'. Η Ανθή, η Χάιδω, έπειτα ο Ροδάνης. Ανθ. Χάιδω, πήγαινε γλίγωρα να με φωνάξης τον μισέ Ροδάνη. Χάι. Εκείνος έρχεται, γιάτος για. Ανθ. [προς τον Ροδάνην] Ότι κ' έστελνα τη Χάιδω να σε φωνάξη. Ροδ. Τρέχει τίποτις; Ανθ. Τι θα τρέξη; αυτός ο ξαναμωραμένος απόψε όλη νύχτα ελογάριαζε άμα σηκωθή να κυττάξη της κασέλαις του, για τούτο σ' εφώναξα να προλάβουμε να του δείξω όλα τα καλά μου, να τον βάνουμε να υπογράψη το προικοσύμφωνον, κι' ύστερα να τον χορέψω καλά ... πάμε λοιπόν μέσα να σε δώσω κι' άλλα γρόσια, και έναν κατάλογο να με πάρης ακόμι πράγματα, γιατί δε ξέρεις πώς τα φέρν' ο διάβολος... εντοσούτω τι θα φάμε σήμερα; Ροδ. Είναι σαρακοστή. Ανθ. Δεν κάμεις τη δουλειά σου.. σκουργιασμέναις ιδέαις. Ροδ. Και τρώτεν σήμερις πασκαλινό; Ανθ. Αμέ τι; θα νηστεύω; κάθησαι να φάμε εδώ! Ροδ. Έν τρώγω πασχαλινό. Ανθ. Εγώ σας πέρνω θαλασσινά. Ροδ. Η Σουπιαίς έχουνε 20 γρόσα η οκά σήμερις. Ανθ. Ας έχουν κι' εκατό .. ωχ, κύτταξε τι λογαριάζεις!! πάμε πάμε να σε δώσω τα γρόσια ... [αναχωρούν] Σ Κ Η Ν Η ΙΓ'. Ο Σινάνης, η Ανθή, και ο Ροδάνης [έσωθεν αφανής] Σιν. [καθ' εαυτόν] Σήμερα σωτήκανε σαράντα μέραις ... ξανάνιοσα κομμάτι ... γιατρικά και κούνια καλό με κάμανε, κόκκαλά μου σφίξανε .... ράχη μου πόνεσε κομμάτι κείττωντας, αμμά δε βλάφτει . περνάει .... κοκονίτζα δεν ήρτε σήμερα να δγη, ας ντυθώ ν' αύγω όξου, να δγιω τι γένεται κόσμος, [εξέρχεται, και βλέπει τον Ροδάνην και την Ανθήν καθημένους] Τι λέτε οι δυω σας; Ανθ. Τίποτα, ότι καθήσαμε. Σιν. Αμέ μισέ Ροδάνη, εδώ πέρα ήσουνα; γιατί ντεν ήρτες μέσα για; Ροδ. Κοιμούσασταν. Σιν. Όχι! κειτούμουνα. Ροδ. Γενήκετεν πλια τώρη νηός; Σιν. Εχ!! κομμάτι ξανάνιωσα· κούνια ίλλεμ πολύ καλά μ' έκαμε ... Ροδ. Μπα και γουστάρετεν.. ακόμι να κάμετε άλλαις σαράντα μέραις στα σπάργανα; Σιν. Όχι .. αρτίκ τα συκωτώ, γιατί έχω δουλειαίς Ανθ. [προς τον Ροδάνην μυστικά] Επρόλαβα και την έφκιασα τη γαλλιάρδα μου. Ροδ. (μυστικά) Κ' ίντα καλόβολλα π' ούρτεν!! μοναχά που σώσετεν τα γρότα, γιατί πήρετεν πολύ πράμα. Ανθ. Τα πουλώ ... πάντα τη μισή τιμή θα πιάσω.... έχω κι' ένα φόρτζέρι με γρόσια. Ροδ. Κατά πώς τα πάτεν εσείς, γλίγωρις θα το ξεπατώσετεν κ' εκείνο. Ανθ. Κάμε χάζι τώρα τι θα κάμω ... (προς τον Σινάνη) Αλήθεια τζελεμπή .... δεν είδετε την προίκα μου και το βίος μου ακόμα. Σιν. Τι τέλω να δγιω. Ανθ. Όχι όχι, πρέπει να τα δγήτε, και να υπογράψετε και το προικοσύμφωνο ... ορίστε λοιπόν, πάμε να τα δγήτε. μισέ Ροδάνη, έλα μαζή μας. (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η ΙΔ'. Ο Σινάνης, η Ανθή, και ο Ροδάνης, χωρίς να φαίνωνται κατά πρώτον, είτα εξέρχονται, έπειτα ο Καλαμπάκος. Ανθ. Εδώ κύτταξε τζελεμπή!! όλα αυτά είναι φουστάνια! δγιες και τα λαχούρια, γλέπεις κι' αυτά τα κουτιά; Σιν Γλέπω· τι έχουνε μέσα για; Ανθ. Καπελλίνα . .. αυτή η κασέλα έχει γκάντια, κάλτζαις, και κορδέλαις. αυτή έχει μανδύλια, σπαλέτα, σάλπαις, τούλια, κτλ. αυτή έχει όλο παπούτζια. Σιν. Και τι τα τα κάμεις τόσα παπούτζια; Ανθ. Θα τα φορέσω, τι, πολλά είναι; ένα την εβδομάδα, και κάθε μπάλο δυω τρία ζευγάρια. Σιν. Μπρε μπρε μπρε!! ούλα αγραστήρια άδειασες, και κουβάνησες εδώ πέρα. Στα παπουτζίδικα παπούτζι δεν απέμεινε πγια. Ανθ. Και πού είσ' ακόμα; Σιν. Τα πάρης κι' άλλα; Ανθ. Η ευγενία σου θα μ' αγοράσεις. Σιν. Χάλασε πρώτα αυτά, κ' ύστερα γλέπουμε· [καθ' εαυτόν] Πενήντα χρόνια αυτά δε χαλνούνε. Ανθ. Δγιές τώρα και τα διαμαντικά μου. Σιν. Ούλα δικά σου είναι; Ανθ. Μάλιστα. Σιν. Τζεβαερικό ντεν άφηκες στο πεζεστένι ... ούλα εδώ έφερες. Ανθ. Δγιές και τα γρόσια μου. Σιν. Λίγα είναι. Ροδ. Τ' άλλα τ' άχει στο διάφορο. Σιν. Κ' είναι πολλά; Ροδ. Έν πένουνε στο κονδήλι. Ανθ. Τα είδετε όλα αυτά, το κελλάρι μου, τ' ασημικά μου, και τα λοιπά; Σιν. Ναίσκε, ούλα είδα. Ανθ. Πλέον λόγος δεν μένει (εξέρχονται) Ημπορείτε να πήτε ότι με πήρετε πτωχή; ότι εψοφούσα της πείνας, ότι δεν είχα κανέναν παρά να ξύσω το δόντι μου; Σιν. Όχι. στραβός είμαι; ντε γλέπω; Ανθ. Δε ξέρω!!! γιατί καμμιά φορά τα πράγματα γενούνται ανάποδα. Σιν. Όχι, όχι, ένα πράμα μοναχά, του κόσμου πράματα ούλα εδώ εκουβάνισες Ανθ. Τι σας κόφτει; υπογράψετε λοιπόν το προικοσύμφωνον. (το παρουσιάζει) Σιν. Γιατί; Ανθ. Έζ' είναι νόμος, ζωή και θάνατος είναι· μήτε οι συγγενείς σου να με τραβούνε, μήτε οι συγγενείς μου να σε τραβούνε. Σιν. Εγώ γεννιαίς ντεν έχω. Ανθ. Τι κάμει; έχω εγώ ... υπογράψετε. Ροδ. Καλά σας λε, κι' έχει δίκιο, κι' έτζι είν' της τάξις. Σιν. (υπογράφει το προικοσύμφωνον) Ανθ. (προς τον Ροδάνην) Υπογραφτήτε μάρτυρας. Ροδ. (υπογράφει) Θέμεν κι' άλλον ένα. Ανθ. Φωνάζουμε αυτόν που περνάει ...Κύριε, Κύριε. Σιν. Τι τέλεις εκείνονα; είναι Καλπάκος. Ανθ. Τι με κόφτει; ας ήναι μακάρι και Καλπάκος. Καλ. Τι προστάζετε κυρά μ'; Ανθ. Να υπογραφτήτε μάρτυρας εις αυτό το προικοσύμφωνο Καλ. Υπογραφτήκαταν οι άλλ'; Σιν. Μάλιστα. Καλ. (υπογράφει, και αναχωρεί) Ανθ. (κρατούσα το προικοσύμφωνον εις χείρας.) Εγώ χαλεπή μου το ήθελα αυτό, για να μην έχουμε ζάλαις. Σιν. Κέφι σου γένηκε τώρα; πάγω κι' εγώ να κυττάξω δουλειά μου, γιατί πολύ χασομέρησα .. (αναχωρεί) Ροδ. Καλά του την εφτιάξετεν ..ε θε πλια τίποτις άλλο ... πα φύγω τώρη. Ανθ. Ανασκουμπώσου, γιατί θ' άχουμε φωναίς τώρα τώρα. Ροδ. Μηνύσετέ με, κ' ήφταξα .. (αναχωρεί) Ανθ. Πάγω κι' εγώ να δγιω τι θα κάμει τώρα. Σ Κ Η Ν Η ΙΕ'. η Χάιδω, η Ανθή, έπειτα ο Μουζάνας. Χάι. (εισέρχεται τρέχουσα να φθάση την κυρίαν της) Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα. Ανθ. Τι θέλεις; Χάι. Αυτόνα το φτωχούλ' δεν τ' δίνεις τίπτα, για να σχωρνάει τοις γνειούς σου; Ανθ. Ποιον; Χάι. Το Μζαν. Ανθ. Ναι τον καϊμένο .. να τον κυβερνήσω (στρέφει προς τον Μουζάνα) Έλα κοντά, έλα ... να, πάρ' αυτήν τη σακκουλίτζα με 200 βενέτικα, και οικονομήσου ... θέλω όμως να ήσαι δικός μου, κι' ό,τι μ' εύρει να ήσαι με το μέρος μου. Μουζ. (λαμβάνων την σακκουλίτζαν) Κοκονίτζα μου, ο Θεός να σας το πλερώση ό,τι εκάματε σ' μένα τον πτωχό· είμαι έτοιμος και στη θάλασσα να πέσω, και το αίμα μου να χύσω διά την ευγενίαν σας, και εις πυρ και εις θάνατον τέλος πάντων. Ανθ. Εύγε σου .. έτζι σε θέλω ... πηγαίνετε τώρα στη δουλειά σας .. (αναχωρεί) Χάι. (προς τον Μουζάναν) Γείδες; γιά, άρπαξες τη σακκλίτζα με τα βενιέτικα. Μουζ. Ευχαριστώ ... πάμε τώρα. Χάι. Πάμ', πάμ' ... (αναχωρούν) Σ Κ Η Ν Η Ις'. Ο Σινάνις εισέρχεται εις το θησαυροφυλάκιόν του, ανοίγει τα κιβώτια, και ευρών αυτά γεμάτα από τζακματόπετραις και στρυδόφλοιδαις, εξέρχεται τρέμων και φωνάζων. Ο Σινάνης, η Ανθή, η Χάιδω και ο Ροδάνης. Σιν. Τρεχάτε γειτόνοι!! τρεχάτε!! κλέφταις με ξεγυμνώσανε!!! ωχ ... τι τα γένω τώρα, κακοροίζικο; ούλο βιος μου πήρανε, σεντούκια γιομίσανε τζακμακόπετρα, και στρυδότζεφλα ... ωφ .. αμάν .. τι να γένω; (τρέμων πίπτει, και λειποθυμεί) Χάι. (εξέρχεται, και βλέπουσα τον Σινάνη, κράζει την κυρίαν της) Κυρά κοκόνα, κυρά κοκόνα, αφέντης για, μπαγίλδισ' όξου, δεν έρχεσαι να τον σκώσουμε; Ανθ. (εξέρχεται, και πλησιάζει με απορίαν εις τον Σινάνη) Τι έπαθες τζελεμπή;) (τον κινεί) Δεν ακούς τζελεπή; τι έπαθες; Χάιδω! φέρε κομμάτι θειάφι να τον ξελειγοθυμίσουμε. Χάι. (τη προσφέρει ολίγον θειάφι) Να κυρά. Ανθ. Έλα και συ κοντά. Σιν. (ανανήφων ολίγον) Κλέφταις ... κλέφταις ... με ξεγυμνώσανε. Ανθ. Καλέ τι κλέφταις λες; π' ούν οι κλέφταις; Σιν. (βλέπων την Ανθήν) Εσύ κλέφτρα έκλεψες βιος μου, ... άδειασες σεντούκια, κι' έβανες τζακμαχόπετρα, και στρυδότζεφλα ... σύκ' απέ κοντά μου.. κλέφτρα. Ανθ. Τούτος τρελλάθηκε ... καλέ με τα σωστά σου με βρίζεις, και με λες κλέφτρα; Σιν. Ναι· εσύ έκλεψες βιος μου ... αμάν .... νους μου τα πετάξει τώρα ... φεύγα λέω. Ανθ. Τον γλέπεις εκεί το βάρβαρο, τον ασυνείδητο, να με λέγη κλέφτρα, κι' ότι έκλεψα το βιος του; (με θυμόν) Σύκ' απάνου κύριε! την υπόληψίν μου θέλω, κι' αυταίς είναι μόμολαις ... εγώ δεν πέρνω από τέτοια ... (με θυμόν) σύκω δε, στα ποδάργγια σου .. ολόρτος, ολόρτος ... α ... πιάστον μωρή Χάιδω να συκωθή. (απομακρύνεται η ίδια ολίγον) Σιν. Βιος μου ούλο έκλεψες μπρε καλοπλυμένη, μπρε σεξέν τοκούζ. Ανθ. Να τ' αποδείξης παλιόγερε, σαπημένε, φαφούτη, τενεκέ. Σιν. Τώρα ζαέρ παλιόγερω γένηκα, φαφούτη γένηκα, τενεκέ γένηκα, δουλειά σου έκαμες γιά; ό,τι τέλεις πες το. Ανθ. Τίποτα, την τιμή μου θέλω ... και πού το ηύρες το βιος και πιος σε τ' όκλεψε; Σιν. Ογδόντα δυω σεντούκια έφερα γιομάτα βενέτικα, ντομπλόνια, τάλλαρα και λοής κοπής μονέδα. Ανθ. Έφερες σεντούκια βουλωμένα ... ποιος τα είδε τι είχανε μέσα; εσύ τα γιόμισες τζακμακόπετραις, και και στρυδότζεφλα, τα βούλωσες, και λες τώρα που ήτανε βενέτικα, και δούπιαις ... ποιος τα είδε; ένα παλιοσέπετο είδα μόνε, π' όχεις μέσα κάτι τζάντζαλα, και τίποτις άλλο δεν είδα να φέρης .. τώρα λες φλουργιά, αύριο θα πης διαμάντια ... μάλιστα την ημέρα που έφερες τα σεντούκια που ήτανε βουλωμένα, τα είδε και ο μισέ Ροδάνης, κι' είναι καλός μάρτυρας. Σιν. Ταμάμ! κάπηλα είπανε μια φορά, φέρε μάρτυρα, επήγε κι' έφερε μποζατζή ... τώρα κι' εσύ φέρνεις μισέ Ροδάνη μάρτυρα ... (με θυμόν) Κι εσύ κι' εκείνος τα κλέψετε. Ανθ. Τι είχες; και τι σε κλέψανε; Σιν. Ένα μιλλιούνι βενέτικα. Ανθ. Μπορείς να πης και δέκα ... ποιος σε πιστεύει; φέρε μάρτυρες. Σιν. Ούλος κόσμος ξέρει. Ανθ. Ένανε φέρε, και φτάνει ... σε ποιόνα μπροστά με παράδωσες βενέτικα και δούπιαις, και τώρα λες που τα κλέψαμε; Σιν. Μη τυμώνεις και φωνάζεις .. ταμάμ! βγάζει κλέφτη φωνή του, να φοβητή νοικοκύρης ... ξένο ικλέφτη ανοίγει σεντούκι, πέρνει γρόσια, φεύγει ... τζακμακόπετρα δε βάζει ... τούτο ικλέφτη σπητικό ήτανε. Ανθ. Σπητικό, παζαρίσιο δε ξέρω .. αυτά είναι μόμολαις ... δε λες πως ήσουνα ψόφια ψείρα, κι' έκαψες το κεφάλι μου, που σε πήρα γέρω, σαλιάρη, μυξή, ξαναμωραμένο, βάρβαρο, χοντροειδέστατο; και δεν τρέπεσαι ακόμα να με λες και κλέφτρα; ω χαράς την ανθρωπιά σου!! δεν το υποφέρω ... (με φωνάς) Την υπόληψί μου θέλω .. κύριε .. κόπιασε στο κριτήριο. Σιν. Εσύ τα τραβίξης εμένα κριτήριο, γιόξαμ εγώ; μπρε γκιδί κλέφτρα. Ανθ. Κλέφτης, ψεύτης, και κατεργάρης είσαι συ, πού γέμισες τα σεντούκια σου τζακμακόπετραις, κι έκαψες το κεφάλι μου .. απ' το Θεό να τ' όβρης. (προς την Χάιδω μυστικά.) Πήγαινε να φωνάξης το Ροδάνη γλήγωρα. Χάι. Πάγ' για. Ανθ. Ναίσκε ναίσκε κύριε .. ο πλούσιος φαίνεται από τα καλά του . . αμ' εσύ τι είχες; ένα παλιοσέπετο με τζάντζαλα και με πατζαβούρες. Σιν. Βενετικά, ντοπλόνια έφερα μωρή! Ανθ. Μωρή; χαρά ς' το μωρή! την κοπέλα του πατέρα σου λες μωρή; τον γλέπετεν το βάρβαρο; άκουσε κύριε .. τα έξοδα του γάμου, τα νυφιάτικα και την προγαμιαία δωρεά θα με πληρώσης, και φώναζε όσο θέλεις και τζιλεπούρδα μακάρι σαν κατζίκι. . μ' άκουσες; δυω και δυω κάμουν τέσσαρα ... το κριτήριο θα μας ξεχωρήση και πάρ' τα μέτρα σου. Σιν. Ούλα Ροδάνη τ' άκαμε αχ κιοπόγλου Ροδάνη.. αχ ή τ' ογλού Ροδάνη, εσύ έφερες μπελά στο κεφάλι μου. Ροδ. (εισέρχεται αιφνηδίως. ) Καλέ ίντα σας ήκαμεν ο Ροδάνης πάλι; Σιν. Όξου κιοπόγλου . . ούλα εσύ τ' άκαμες, κλέφτη! Ροδ. Κι αφ' το σπήτι του πάη σας με διώχνετεν μαθές; Ανθ. Σε λέγω δα! τώρα γλέπει ο ξεδοντιάρης, ο σαπημένος, ο μιαρός, που θα τον διώξω εγώ. Ροδ. Κ' ίντα σας ήκαμα; ε μιλάτεν ξάστερα; Σιν. Βιος μου έκλεψες . . ακόμα τι τα κάμης; Ροδ. Και κλέφτης είμ' εγώ; την τιμήν μου θέλω. Ανθ. Κι εγώ την τιμήν μου και την υπόληψί μου, (προς τον Σινάνην). Έξω απ' το σπήτι μου... τώρα να φύγης... βγάλτον έξω μισέ Ροδάνη. Ροδ. Όξου παλλιάνθρωπε (τον σπρώχνει ). Ανθ. (αρπάζει έν ρόπαλον εις χείρας της ). Έξω, Έξω... α. . ακόμα στέκεσαι; θα σπάσω το κεφάλι σου. Ροδ. (τον κρατεί από το φόρεμα.) Την τιμή μου θέλω... πού θα μου πας διαβόντρου γυιέ. . . στο κριτήριο θα πάμεν. Ανθ. (σηκώνει το ρόπαλον). Ακόμα στέκεσε; Σιν. Έι, φεύγω, φεύγω, . . βιος μου ούλο εδώ μέσα αφίνω ... να δγήτε τώρα τι σας κάμω, μπρε κλέφταις. Ανθ. και Ροδ. Τον σπρώχνουν, τον ευγάζουν έξω κλείουν την θύραν. Ανθ. Έι πώς σε φαίνεται; καλά το κατόρθωσα; Ροδ. Του την φτιάξετε δα αλά μπουρνέζικι . . κι αν' πα στο κριτήριο; Ανθ. Τί θα κάμη· μάρτυρες αφ'ου δεν είναι ας φωνάζη όσο θέλει . . μη σε ξισπάζουνε αυτά. Ροδ. Πάγω άμματις να 'δώ ίντα θα κάμη τώρη. (αναχωρεί) Ανθ. (πηδώσα). Το κατόρθωσα, το κατόρθωσα! ας πάη τώρα όποια πέτρα εύρει μεγάλη να χτυπά το κεφάλι του, οι τέτοιοι τέτοια πρέπει να παθαίνουν κι άλλα χειρότερα ... (αναχωρεί.) Η ΒΙΤΩΡΙΑ μόνη έπειτα ο ΝΑΡΚΙΣΙΔΗΣ. Bιτ. Τι αναισχυντία! τι αφιλοτιμία! τι ασυνειδησία! εις ποίον βαθμόν φαυλότητας έφθασε να υποπέση η αθλία αυτή αδελφή μου τελευταίον εξαιτίας της ασωτίας της! αφού κατεδαπάνησε τόσην περιουσίαν,αφού κατεδέχθη και τα πλέον αίσχιστα, δεν εξηρκέσθη εις αυτά, αλλά προεχώρησε να πράξη τα μεγαλήτερα μετά την υπανδρείαν της. Δεν εμέτρησε ποσώς τον εαυτόν της!!! δεν ενθυμήθη τας παρελθούσας δυστυχίας της, δεν εφαντάσθη, ούτε ποσώς εσυλλογίσθη ότι η τύχη την κατεπλούτησε διά να ζήση λαμπρώς τόσον αυτή καθώς και οι απόγονοί της, αλλ' αφού εντός ολίγου κατεχράσθη τόσην υπέρογκον χρηματικήν ποσότητα, θυσιάσασα αυτήν εις την άπληστον πολυτέλειάν της, εις χορούς, συναναστροφάς και συμπόσια, και εις τας κολακείας του μεν και του δε, και αφαιρέσασα με τον κακουργικώτερον τρόπον όλον τον πλούτον του συζύγου της, τελευταίον χωρίς να σεβασθή τους όρους της συζυγίας, τους όρους της τιμιότητος, της γυναικείας σεμνότητος, της πολιτικής κοινωνίας, χωρίς καμμίαν συστολήν απέβαλε κακήν κακώς τον άθλιον γέροντα σύζυγόν της, με τας πλέον αναιδείς ύβρεις εξυβρίζουσα αυτόν, και με απειλάς ξυλισμού, προσκαλούσα αυτόν ακόμη και ενώπιον των δικανικών νόμων. Ποία ψυχή ευαίσθητος να μη λυπηθή τον τρισάθλιον ούτον γέροντα, όστις ως παράφρων περιφέρεται ήδη, μη έχων πού την κεφαλήν κλίναι; ω δυστυχία της ανθρωπότητος!! εις πόσων ειδών δεινά υπόκειται!! αγκαλά και οι τοιούτοι μοχθηροί φιλάργυροι δεν είναι αξιοσυμπάθητοι δι' όσα και αν πάθουν, μ' όλα ταύτα ο τρόπος της αδελφής μου είναι αξιοκατάκριτος, και κινεί εις οίκτον τον θεατήν του γέρω Σινάνη, καίτοι μοχθηρού και βδελυρού φιλαργύρου ... και εάν απλώς δεν ήτο ίδιον εντίμου και φιλοτίμου γυναικός το να μεταχειρισθή με τοιούτον απάνθρωπον τρόπον ένα ξένον άνθρωπον εμπιστευθέντα την περιουσίαν του εις την οικίαν της, πολλώ μάλλον δεν έπρεπε να μεταχειρισθεί τοιουτωτρόπως ένα σύζυγον με τον οποίον ό,τε πολιτικός και θρησκευτικός νόμος, και η ανθρωπίνη κοινωνία την συνέζευξαν; αχ!! πόσον λυπούμαι, και κατακρίνω την αδελφήν μου, η οποία προσέβαλε δυνατά την αξιοπρέπειαν όλης της οικογενείας μας ! ευχαριστώ την τύχην ήτις με απήλλαξε προ πολλού απ' αυτήν, και ζω εντίμως με την μετριότητά μου. Ναρ. (εισέρχεται αίφνης) Κυρά μου σας προσκυνώ. Βιτ. Και εγώ σας αντιπροσκυνώ. Ναρ. Πολλά τεταραγμένην σας βλέπω. Βιτ. Δεν εμάθετε τα άθλα της αδελφής μου; Ναρ. Αυτά τα νέα τουλάχιστον λέγονται εις όλην την πόλιν. Βιτ. Πιστεύω ότι εις όλας τας συναναστροφάς με αυτά διασκεδάζουν. Ναρ. Και εις τα καφφενεία, και εις τα χαμαιτυπεία ακόμη. Βιτ. Ω δυστυχία μου .. πόσον δυσφημούμαι και εγώ!! Ναρ. Τίποτε κυρία μου, η ευγενία σας μάλιστα χαίρετε την μεγαλητέραν υπόληψιν διά την μετριότητά σας. Βιτ. Να το πιστεύσω; Ναρ. Εις την τιμήν μου. και είθε να με ηξίωνεν η τύχη να σας απολαύσω νόμιμον σύζυγόν μου, ήθελα κατά τούτο είσθαι ο μόνος ευτυχής. Βιτ. Και εγώ ήθελα ζήσει ευτυχώς, αν με ηξίωνεν η τύχη να συζήσω με την ευγενίαν σας. Ναρ. Τι περιμένομεν λοιπόν; να γεράσωμεν ωσάν νάνη; [γελών] Βιτ. .. Όχι δα ... (γελώσα) Ναρ. Ας δώσωμεν τας χείρας .. [δίδουν τας χείρας] Στέκεσθε εις τον λόγον σας; Βιτ. Μάλιστα, εάν και η ευγενία σας σταθήτε. Ναρ. Εγώ είμαι σταθερός. Βιτ. Και εγώ σταθερά. Ναρ. Σας προσκυνώ .. (αναχωρεί) Βιτ. Και εγώ ομοίως. (αναχωρεί) Σ Κ Η Ν Η ΗΙ'. Ο Σινάνης μόνος ολοφυρόμενος, είτα ο Ροδάνης. Σιν. Απ' ό,τι φοβούμουνα ως τα υστερνά δε γλύτωσα κακορίζικο ... τι να γένω τώρα; έναν παρά τσακισμένο δεν έχω να πάρω ψωμί ...όσα καζάντησα σε μια ώρα έχασα ... χαράμι δεν εκύτταξα, χαλάλι δεν εκύτταξα, σαράντα οχτώ τα εκατό στο διάφορο έδινα, εκατό τα εκατό, ως και χίλια τα εκατό, διάφορο του διαφόρου έπερνα, έμεν μάζωνα, ούλο φλουργιά έκαμνα ... όποιος έπεφτε χέργια μου, σικότι του ξερίζονα, ινσάφι ντεν έκαμα ποτές μου ... ένα άσπρο κανενού δεν έδινα, δεν έτρωγα, δεν έπινα, δεν εφορούσα ...τώρα ούλα μια καπανιά πετάξανε απ' τα χέργια μου. Αχ τζανούμ ντοπλόνια, σα φεγγάρια ήτανε πάσα ένα ... αχ γκιοζούμ βενέτικα!! σαν κλέφτη μάτια γυαλίζανε ... ίλλεμ εκείνα τάλλαρα, σαν πέταλα παρίλ παρίλ στράφτανε ... τώρα πγια τι να δγιω; σεντούκια μου τζακμακόπετραις και στρυδότζεφλα είναι γιομάτα ... παντριά γύρεψα, μπελά μου ηύρα με δύω χέργια μου ... κιέσκε να μην παντρευούμουνα... νοικαιρά τάρεψα είναι, μέγερ εκείνη ήτανε καλοπλυμένη, σεξέν τοκούζ, ούλα κακά έχει απάνου της... αχ! μ' εγέλασε ... ως τα χτες έλεγε τζελεμπή, τώρα λέει βάρβαρο, τενεκέ, γέρω, ιψόφια ιψείρα, ... προίκα γυρεύει, ρούχα γυρεύει, με δείχνει και κριτήριο ... ούλα Ροδάνης έκαμε, ούλα .. . (ο Ροδάνης εν τω μεταξύ κύπτων την κεφαλήν του από την θύραν, εμφανίζεται εις τον Σινάνην, και πάλιν σύρεται οπίσω) Ροδάνης, απ' το Τεό να τ' όβρη ... αχ .. (κλαίει) Σάστισα .. τι να κάμω; κριτήριο να πάγω, μάρτυρα γυρεύει, πού ν' αύρω μάρτυρα; αχ σαν κούκο απόμεινα ολομόναχο ... ποιανού να πω δέρτι μου; αχ Ροδάνη, (κύτταξε, κύτταξε, κρυφά βγάνει κεφάλι του, κυττάζει σαν κλέφτη, και τραβγιέται μέσα) Αχ κιοπόγλου Ροδάνη!!! εσύ έσβυσες οντζάκι μου. Ροδ. (εισέρχεται αιφνιδίως) Καλέ σεις, ίντ' άχετεν πάλι μ' εμένα; ίντα σας ήκαμα; έν τρεπούστεν μαθές; καλέ διαβόντρου γυιέ, ίντα κακό ήκαμά σας και με βλασφημάτεν; ε μιλλάτεν; Σιν. Ακόμα τι τα κάμεις; οντζάκι μου έσβυσες. πάει λέωντας. Ροδ. Κι' είχετεν εσείς ποτέ σας οντζάκι αναμμένο και σας το ήσβυσα; εσείς ετρώγετεν αφ' τον πατζατζή κι' αφ' το μάγερη. Σιν. Εκείνο λέω οντζάκι, γιόξαμ βιος μου ούλο που έκλεψες εσύ κι' η γυναίκα που μ' έδωκες; Ροδ. Κ' εγώ σας την ήδωκα;, καλέ διαβόντρου κουλλούκι, κι' έν ετρέμετεν σαν την ίδετεν; κι' έν τα μιλήσετεν εσείς; κι' έν ηβάνετεν σουλουμά και κοκκινάδι στη μουσούδα σας; κ' έν εξαναμωραθήκετεν; κ' έ σας ήβανε στην κούνια; και πού να σας τα θυμούμε; έν τα κάμετεν όλα για χατήρι της; ίντα σας φταίγω γώ τώρη, και λέτεν που σας ήκλεψα το βιος σας; και πού τ' όδα; κι' είχετεν εσείς βιος; εσείς ακόμη μου χρουστήτεν και τη σιμσαρία που σας ήκαμα τα προξενιά, και πήρετεν τέτοια γυναίκα. Σιν. Ω ... σικιάρι πράμα. Ροδ. Κι α θε τη μυριζόσαστε. Σιν. Και τι; πεπόνι ήτανε να τη μυρίσω; πεπόνια μυρίζουνε όντας τα πάρουνε, γυναίκες ντε μυρίζουνε ... κιέσκε να μην έπερνα. Ροδ. Κι όντας με περικαλούσετεν, κ' ημέρα σας φαινούντανε χρόνος, κ' ηλέγετεν αμάν αμάν, ωχ ωχ ωχ, κ' ητρώγετεν, και πίνετεν της σαμπάνιαις, κι' ηλέγετεν σαν πιστόλι βρόντιξεν, καλάτανε, και τώρη που σας βγήκεν στραβό τ' αγγούρι εγώ φταίγω σας, και με λέτεν και κλέφτη; την υπόληψί μου θέλω... και σας καλνώ στα κριτήριο. Σιν. Και συ κριτήριο; εγώ τα τραβίξω εσένα. Ροδ. Γιατί; Σιν. Δεν είπες εσύ να βγάνω παπουτζάκια μου και ν' άμπω μέσα; Ροδ. Κι έν τα βγάλετεν κ' ήμπετεν; Σιν. Τ' άβγανα και μπήκα μέσα, αμμά τ' άβανα και βγήκα όξου τζίτζιδος. Ροδ. Ίντα σας φταίγω; εγώ ήβγαλά σας όξου; την τιμή μου θέλω, και τη σιμσαρία μου, κι' ό,τι θέτεν κάμτεν, τα θέλω με ντάνα, σπέζα, ιντερέσσα. Σιν. Μήτε σιμσαρία δίνω, μήτε ντάναις μάναις ξέρω .. έκαψες κεφάλι μου, έσβυσες οντζάκι μου, εκείνο ιξέρω, βέσσελαμ. Ροδ. Τη σιμσαρία μου, κ' είναι ντροπής σας. Σιν. Και μ' αφήσετε παρά τζακισμένο; Ροδ. Κι έν ηξέρετεν που λένε μαθές, « τ' ακριβού το τίποτες σε χαροκόπου χέργια; » ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΟΙ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΥΡΙΟΙ Σωμ. Σωμ. Γρηγόριος Πάικος 2 Γ.Α. Αγγελόπουλος 1 Ευστάθιος Σουγδουρής 2 Ιωάν. Ν. Σκορδίλης 1 Αργυρός Ταρμποχτζής 5 Δ. Σπορίδης ενωμοτ. 1 Σ. Αντωνιάδης 2 Κ. Πολυάδης 1 Χ. Ιωάννης Κουρουφόντογλους 10 Σπυρ. Ν. Σαγιάννης 1 Γεώργιος Σκούφος 2 Κατήγκω Ν. Σαγιάννη 1 Κ. Θ. Κολοκοτρώνης 2 Δ. Ιωάν. Φιλίππου 1 Π. Δ. Ταγκόπουλος 2 Θ. I. Ορινός 1 Ιωάν. Ν. Σαγιάννης 2 Ν. Χ. Σταγειρίτης Σκιάθ. 1 Ιωάν. Βελέντζας 1 Σ. Π. Σιμωνέτης 1 Τριαντάφυλλος Γ. Ζαχαρόπ. 1 Α. Φάρμας 1 Δ. Α. Στρατηγόπουλος 1 Κ. Αντωνιάδης 1 Ν. Γ. Σταυρόπουλος 1 Γεώργιος Χρήστου Μαδεμόχωρ 1 Πελοπίδας Νέστορας 1 Γιαννακός Χ. Μιτάκη 1 Νικόλ. Στεφανίδης 1 Ιωάν. Παχύγιαννης 1 Γρηγόρ. Νικητάδης. 1 Κωνστ. Μπέλος 1 I. Α. Φιλαλήθης 1 Αθανάσ. Λαδόπουλος 1 Γεώρ. Πλέσας 1 Γεώργιος Κοτοπούλης 1 Δημ. Φραγκίστας 1 Ν. Σταύρου Νικολάου 1 Γεώρ. Κωνσταντίδης 1 Ζ. Ταγκόπουλος 1 Π. Θεοδώρου 1 Χ. Χρηστόπουλος 1 Κωνστ. Καστόρχης 1 Θ. Ορφανίδης 1 Σ. Νάκος 1 Κ. Βράσκος 1 Γ. Κ. Τοπαλόπουλος 1 Β. Γ. Βασιλόπουλος 1 Ανδ. Ιωάν. Λύσιππος 1 Α. Μαυρογένης 1 Δ. Σαμπαζιώτης 1 Μ. Γεωργιάδης 1 Ιωάν. Γεωργαντάς 1 Γ. Αρβάλης 1 Ιωάν. Σοφιανόπουλος Σμυρναίος 1 Ηλίας Δωίλας 1 Γ. Βλαχόπουλος 1 Βασίλ. Γουτόπουλος 1 Αγγελής Τζανής 1 Χ. Σ. Βυζάντιος Ανθυπ. της σχολ 1 Θρασύβουλος Γ. Βλαχόπουλος 1 Κωνστ. Βαρβάτης 1 Ν. Παπαδόπουλος 1 Α. I. Μαυρουδής 1 Δ. Σοφιανός 1 Γ. Λαμπρυνίδης 1 Δ. Γ. Ιωαννίτης 1 Σ. Σέργιος 1 Ηλίας Τριανταφύλλου 1 Α. Κυπριάδης 1 Γ. Γρυπάρης 1 Γ. Δούκας 1 Χ. Παπαδάκης 1 ***** Σωμ. Σωμ. Σ. Νικολαΐδης 1 Ν. Χαριτίδης 1 Θεόδ. Κ. Μιχαλόπουλος 1 Βασ. Γ. Λάσκαρης 1 Γ. Α. Βασιλείου 1 Σ. Ευκλείδης 1 Σ. Α. Σίμος 1 Ι. Πιτάρης 1 Ιωάν. Τουρνάκης 1 Ν. Λαμπίκης 1 Ν. Oλλανδός 1 Ι. Μ. Μπαρμπαρέσος 1 Ν. Ι. Κακουλίδης 1 Γ. Κανέλου Αναστασίου 1 Θεόδ. Β. Γκίνης 1 Θ. Ζεύκαρης 1 Μιχαήλ Ελευθεριάδης 1 Ζαφείριος Ζ. Μουσικός 1 Λάζαρος Ν. Οικονόμου 1 Ζηνόβιος Χαρμόλαος 1 Κωνστ. Βουρβουνίδης 1 ΟΙ ΕΝ ΝΑΥΠΛΙΩ ΚΥΡΙΟΙ. Ι.Π. Πασχάλη 1 Βασίλειος Χριστόπουλος 1 Α. Σαμουρκάσης 1 Κυρίτζης Μαργαρίτου 1 Ε. Ν. Λουριώτης 1 Γεώργιος Λιώντας 1 Κοσμάς Ν. Σιατήρης 1 Μ. Κ. Μηχαλόπουλος 1 Κωνστ. Ιατρίδης 1 Π. Κολποδίνος 1 Ι. Ζαχαροποιός 1 Αναστάσιος Γ. Μαυρομμάτης 1 Μ. Λιανοσταφίδας 1 Ι. Δ. Σταματάκης 1 Μ. Θ. Γεωργιάδης 1 Νικόλαος Ευσταθίου 1 Η. Καλαμογδάρτης 1 Αθανάσιος Γενοβέλης Λοχίας 1 Λ. Α. Κονδάκης 1 Κων. Πεταλάς Λοχίας 1 Σ. Σπηλιωτάκης 1 Ευθύμιος Ιωαννίδης Λοχίας 1 Κ. Ι. Ρίζος 1 ?. Γ. Σκαπέθου 1 Θ. Σπανόπουλος 1 Κ. Παπά Φωτόπουλος 1 Προκόπιος Παπ. Δημητρακ. 1 Γεώργιος Μπούκουρης 1 Α. Α. Μαυρομάτης Υπολοχ. 1 Αναστάσιος Α. Σκουλής 1 Γεώργιος Χρυσοβέργης 1 Ηλιόδωρος Πολύδωρος 1 Σταύρος Βλαχόπουλος 1 Επαμεινώνδας Διογενίδης 1 Χ. Ζαχαρίτζας 1 Κ. Σπηλιάδης 1 Π. Θεοδώρου 1 Μιχαήλ Ρουκουνάκης 1 Διονύσιος Ι. Σεμπρικός 2 Νικόλαος Λασπάς 1 Δ. Κοσκινάς 1 Ανώνυμος Γεώργιος Βόμβας 1 Ι. Κασιέρης 1 Ι. Βλαστός 1 Κ. Ν. Τζακανίκας 1 Γ. Ι. Στεφόπουλος 1 Αλέξ Γ. Κουμουνδουράκης 1 Μ. Σκαλιστήρης 1 Νικόλαος Κρήμιτζας 1 Βασ. Γεωργιάδης 1 Βάιος Γεωργίου 1 Χ. Ζομβρακάκης 1 Γ. Α. Ναύτης 1 Μ. Ι. Λύσιππος 1 Γ. Βοϊνέσκος 1 Σάββας Γ. Μαργέλης 1 Θεόδωρος Λάσιμος 1 ***** Σωμ. Σωμ. Κωνστ. Βουσάκης 1 Ν. Νικεκλής Αναστασιάδης 1 Γεράσιμος Μεταξάς 1 Ν. Βικιάδης 1 Ν. Δωίλας 1 Εμανουήλ Πίλλας 1 Ν. Πετρόπουλος 1 Ευστάθιος Νικολαΐδης 1 Ι. Ταβακόπουλος 1 Ν. Κωνσταντίνου 1 Ι. Βόιλας 1 Μιχαήλ Σταμόπουλος 1 Αναστάσιος Μαυροκέφαλος 1 Αναγ. Πα. Αθανασίου 1 Πέτρος Βάλβης 1 Ανδριανός Δημητρόπουλος 1 Μηχαήλ Παπαδόπουλος 1 Ν. Αναγ. Ιατρού 1 Γριγόριος Καστρινός 1 Απόστoλος Χ. Ιωάννου 1 Φί?ιππος Γ Κανελόπουλος 1 Νικόλαος Τζίντζος 1 Α. Παπ. Αθανασόπουλος 1 Αναγν. Μακρυπουκάμισος 1 Εμμ. Ρούπας 1 Γεώργιος Ιερεύς Ταρουνάς 1 Γεωρ. Χρονιάδης 2 Ν. Καλαμαράς 1 Δημ. Γ. Αρσενικός 1 Α. Περρούκας 1 Δημ. Σπηλιοτόπουλος 1 Γεώργιος Τζόκρης 1 Παναγ. Μ. Ιατρός 1 Δ. Φιλίππου 1 Π. Κωνσταντίνου 1 Στ. Τριανταφύλλου 1 Κυριάκος Καλιγάκης 1 Δ. Ιω. Βαρβερόπουλος 1 Ι. Γ. Μπλούκος 1 Ν. Λιμπεράκης 1 Ανδρέας Βλάσης 1 Αναγνώστης πνευματικού 1 Δημ. Κρήτης 1 Π. Π. Αντωνίου 1 Ι. Μαλοκίνης 1 Μ. Π. Πασχαλινόπουλος 1 Μ. Καπαγιαννάκης 1 Σπυρ. Πα. Σπυρόπουλος 1 Ν. Σκούφος Ανθυπ. 1 Γεώργιος Ανδριανού Τζόρτζης 1 Ν. Παντελέων 1 Π. Α. Πα. Δούκας 1 Ν. Ιωαννίδης 1 Ν. Γ. Λαμπρυνίδης 1 Α. Κυριακίδης 1 Θ. Στ. Παππαδόπουλος 1 Σ. Πα. Αλεξόπουλος 3 Χαραλάμπης Τζουλουφιάδης 1 Β. Γλαράκης 1 Παναγής Λαγοδημόπουλος 1 Ηλίας Βάβουλας 1 Α. Σ. Δανόπουλος 1 Σ. Σιλαϊδόπουλος 1 Αναγν. Α. Καλέτζος 1 Χρ. Ματακίδης 1 Γεώργιος Ζωιόπουλος 1 Ιω. Σακελλαρίου 1 Ι. Γεωργιάδης 2 Μιχαήλ Λυώσης 1 Παναγής Κ. Κουβιέζος Κ. Μπαδουβάνος 2 ΟΙ ΕΝ ΑΡΓΕΙ ΚΥΡΙΟΙ Ι. Τζουλουφιάδης 2 Χρήστος Βλάσης 2 Αντώνιος Χ. Ιωαννίδης 2 Μιχαήλ Παπ. Μιχαλόπουλος 3 Μιλτιάδης Ι. Ζωϊόπουλος 2 Ν. Φανδρίδης 1 Δημήτριος Νικολαΐδης 1 ***** Σωμ. Σωμ. Πέτρος Διβάνης 1 Χρήστος Α. Στραβοσκιάδης 1 Γ. Νικολόπουλος 1 Δ. Α. Πλατανόπουλος 1 Α. Βλάση. Ανθυπ. 1 Ηλίας Λυκουρέζος 1 Ι. Πασχάλης 1 Π. Χ. Ρεμπού 1 Ν. Ι. Κορδίας 1 Λιμπέρης Μπενάκης 1 Στ. Μιχαλόπουλος 1 Α. Μπάστας 1 Μηχαήλ Καζάκος 1 Π. Ρούσσος 1 Ν. Καλμούκος 1 Διονύσιος Τζάνες 1 Σ. Γ. Γλυκοφρίδης 1 Π. Πικουλάκης 1 Γιώρ. Αναγ. Τζορτζόπουλος 1 Ιω. Ζάρκος 1 Γρηγόριος Καπρούλης 1 Καμαρινός Δουκάκης 1 Κωνστ. Δ. Μπαρδουνιώτης 1 Σωτήριος Δουκάκης 1 ΟΙ ΕΝ ΤΡΙΠΟΛΕΙ ΚΥΡΙΟΙ Δημ. Μ. Κουτζογιάννης 1 Κωνστ. Πεταλάς 1 Παναγ. Ιω. Κυριακός 1 Δ. Καψάλης 1 Δημ. Στραβοσκιάδης 1 Ιω. Βαδραμής 1 Δημ. Σταθόπουλος 1 Δ. Κ. Ζαχαρίας 1 Χαραλ. Πα. Αντωνόπουλος 1 Ιω. Τουρναβίτης 1 Γεώργ. Πα. Αλεξόπουλος 1 Δημ. Κουμπαρούτζης 1 Ν. Νικολόπουλος 1 Κωνστ. Δημητριάδης 1 Εμμανουήλ Παππαδόπουλος 1 Αλέξιος Νικόπουλος 1 Καμαρινός Π. Ψάλτης 1 Μιχαήλ Μ. Καραμάνος 1 Κωνστ. Ζαφειρόπουλος 1 Εμμανουήλ Καρπάθιος 1 Μιχαήλ Χρήστος Κούμας 1 Ν. Μπακόπουλος 1 ΟΙ ΕΝ ΠΑΤΡΑΙΣ ΚΥΡΙΟΙ Ν. Κανελλόπουλος 1 Περικλής Καλαμογδάρτης 1 Ιω. Αντωνιάδης δικηγ. 1 Π. Καληγάς 1 Παναγής Σπορίδης ανθυπολ. 1 Σ. Βλαχοπαππαδόπουλος 1 Κωνστ. Δημητρακόπουλος 1 Γ. Ι. Χρυσανθακίδης 1 Αναγ. Λελάκες 1 Ν. Χαραλάμπης 1 ΟΙ ΕΝ ΚΑΛΑΜΑΙΣ ΚΥΡΙΟΙ. Γ. Κ. Χαραλάμπης 1 Παναγ. Πούλος 5 Γ. Κ. Κανέλλος 1 Κωνστ. Α. Κυριακός 2 Χ. Βασιλειάδης 1 Α. Δ. Δημητρακόπουλος 2 Παρασκευή Σ. Βαλτινού 1 Διονύσιος Ψάλτης 2 Αντώνιος Γ. Αντωνόπουλος 1 Γρηγ. Ν. Κορφιωτάκης 1 Αντώνιος Χαραλάμπης 1 Ηλίας Π. Λογοθέτου 1 ΟΙ ΕΝ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΩ ΚΥΡΙΟΙ Θεοδόσιος Κωνσταντινίδης 1 Αθαν. Μεταξάς Φαρμακοποιός 1 Πανάρετος Αγγελόπουλος 1 Ιω. Μάνεσης 1 Π. Σαραντόπουλος 1 ***** Σωμ. Σωμ. Σ. Δ. Βουλπιώτης 1 Φ. Ν. Σέρρος Τροφοδ. 1 Κωνστ. Αθανασίου 1 Κ. Ι. Οικονίδης 1 Π Κορφιάτης 1 Μ. Δ. Καρακάσης 1 Ι. Πολύδωρος 1 Κ. Ν. Τσεπρούδης 1 Π. Δ. Παλαμάς 1 Ι. Μ. Μαυρομάτης 1 Συνίσιος Δ Χαντζόπουλος 1 Ν. Δ. Κώπας 1 Π. Σιδέρης 1 Α. Βαρατάκης 1 Ιωσήφ Σιαδάνης 1 Α. Αντύπας 1 Γ. Α. Σωμακής 1 Κ. Μ. Κελλάνας 1 Β. Χρυσοβέργης 1 Γ. Πιτζαξής 1 ΟΙ ΕΝ ΧΑΛΚΙΔΙ ΚΥΡΙΟΙ Ν. Α. Επισκόπου 1 Π. Ευγένιος Φαιδρός 2 Ε. Ραΐσης 1 Β. Δ. Καλαβρός 1 Χ. Μυρίανθος 1 Α. Ν. Κοντζιάς 1 Ι. Βουρτάκης 1 Γ. Παπαμανόλης 1 Χρ. Γ. Μπλαχάνης 1 Ε Ι Δ Ο Π Ο I Η Σ I Σ Οι Κύριοι συνδρομηταί, όσων τα ονόματα δεν κατεχωρήθησαν ενταύθα, παρακαλούνται να μας χορηγήσουν συγγνώμην, καθότι η έλλειψις προήλθεν από μέρους τών μη αποστειλάντων εγκαίρως τους καταλόγους Ε I Δ Ο Π Ο I Η Σ Ι Σ Επειδή το παρόν βιβλίον ιδιόν μου πόνημα ον, λογίζεται ιδιοκτησία μου, πάσα μετατύπωσις αυτού πάρ' άλλου τινός ή παραποίησις ζώντος μου, και παν αντίτυπον μη φέρων την υπογραφήν μου, είναι παρανόμημα, το οποίον θέλει καταδιωχθή αυστηρώς. Εν Αθήναις την 29 Ιουλίου 1838 Ο Συγγραφεύς Δ. Κ. ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ. --- Provided by LoyalBooks.com ---