Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. Combined forms of words have been separated e.g άρματου->άρμα του, Συμπαθησέμε-> Συμπαθησέ με, μαγουλάτους-> μαγουλά τους etc. Bold words have been included in &&. Accents have been added to verses beginning with capital letters that should be accented. Two footnotes have been converted to endnotes. Last footnote is mine. Letters that cannot be read are indicated as [;] Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Ενωμένες λέξεις έχουν διαχωριστεί πχ άρματου->άρμα του, Συμπαθησέμε -> Συμπάθησέ με, μαγουλάτους-> μαγουλά τους κτλ. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. Στις λέξεις που ξεκινούσαν στίχους και πρώτο τους γράμμα ήταν φωνήεν που έπρεπε να τονιστεί, προστέθηκε τόνος. Δυο υποσημειώσεις έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Η τελευταία υποσημείωση είναι δική μου. Γράμματα που δεν μπορούν να διαβαστούν υποδηλώνονται με [;] ΙΩΑΝΝΟΥ ΒΗΛΑΡΑ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ ΤΙΝΑ Εκδοθέντα Παρά ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΟΛΙΤΟΥ ΚΕΡΚΥΡA ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΔIΟIΚΗΣΕΩΣ 1 8 2 7 Π ρ ο ς τ ο ν Α ν α γ ι ν ώ σ κ ο ν τ α. Εκδίδοντες πρώτον τώρα φοράν τα ποιήματα του αειμνήστου Βηλαρά, σκοπός ημών είναι να παρηγορήσωμεν οπωσούν τας δυστυχίας της Ευγενούς οικογενείας του Ποιητού, και να καταστήσωμεν κοινόν ό,τι ανήκει εις όλον το Έθνος, διότι γέννημα ενδόξου ανδρός. Η περί γλώσσης και ορθογραφίας ιδέα του μακαρίτου Βηλαρά, διαφέρει από την κοινώς παραδεδεγμένην από τους λογίους. Οποιαδήποτε όμως και αν είναι, ημείς εσπουδάσαμεν να την φυλάξωμεν με σέβας, τυπώσαντες κατά το ιδιόγραφον πρωτότυπον του Ποιητού, και αφήσαντες εις τους Σοφούς την φροντίδα να κρίνουν, αν ορθή, ή εσφαλμένη. Ο Εκδότης. Περί του Συγγραφέως Ιωάννης ο Βηλαράς υιός Στεφάνου ιατρού Ιωαννίτου και Τάρσας Πελοπονησίας εγεννήθη εις Ιωάννινα, όπου και επέρασε τας πρώτας σπουδάς της Ελληνικής παιδείας εις το Κοινόν της πατρίδος του Γυμνάσιον. Από τον πατέρα του εδιδάχθη την Λατινικήν Ιταλικήν και Γαλλικήν γλώσαν, και τα στοιχειώδη μαθηματικά, με φανεράν επίδοσιν. Απ' τα μικρά του ακόμι έδειχνε διάθεσιν διά την Ποιητικήν, και πάντοτε κατεγίνετο να παιγνιδίζη εις διάφορα είδη ποιήσεως, μάλιστα της Κωμικής και Σατυρικής. Όταν είχε δεκαοκτώ χρόνους, εστάλθη από τον πατέρα του εις το Παταύιον της Ιταλίας, όπου εσπούδασε με μεγάλην επιμέλειαν τας ιατρικάς επιστήμας: και αφού επέστρεψεν εις την πατρίδα του, επροσκολλήθη εις την δούλευσιν, ως ιατρός, του Βελή Πασσά υιού του Αλή Πασσά, τον οποίον ηναγκάσθη ν' ακολουθήση εις όλας τας εκστρατείας και Κυβερνήσεις του, εις τον πόλεμον κατά τον Βερατιού, εις το Πασσαλίκιτου εις τον Μωρέαν, εις το Ρουστζούκι, όταν οι Τούρκοι εκίνησαν κατά των Ρώσσων, και εις την Λάρισσαν, όταν ο Βελής ήταν Βεζύρης Τρικκάλων. Αυταί αι περιστάσεις τον έδωσαν αιτίαν να περιέλθη την Πελοπόνησον, Θεσσαλίαν, Ήπειρον, Βουλγαρίαν, Μακεδονίαν, και Παριστρίδα. Ως τα ύστερα, κατεκάθησεν εις την πατρίδα του τα Ιωάννινα, επαγγελλόμενος τον ιατρόν της πόλεως και του γυναικωνίτου (χαρεμιού) του Βελή, απολαμβάνων όσην οικιακήν ευδαιμονίαν, και όσην αφιέρωσιν εις την σπουδήν ημπορούσε τότε να συγχωρήση η σιδηρά του τυραννούντος Αλή χειρ. Κατά τους 1820, τον μήνα Αύγουστον, όταν επολεμήθη ο Αλής από τα στρατεύματα της Πόρτας, ευγήκεν αυτός, με τους λοιπούς φεύγοντες τον κίνδυνον Ιωαννίτας, και διεσώθη εις το Τζεπέλοβον του Ζαγοριού. Εις εκείνην την ελεεινή καταστροφήν, η φωτιά της πολιορκίας των Ιωαννίνων του κατάλυωσεν όλην την περιουσίαν, και τον κατήντησε πάμπτωχον. Τέτοια θλιβερά περίστασις, και τόσα άλλα ψυχικά και ηθικά πάθη, ενεργούντα δυνατά εις μίαν αισθαντικήν ψυχήν, του επροξένησαν απ' ολίγον ολίγον ένα μαρασμόν, οπού κατά τους 1823, Δεκεμβρίου 28, τον έσυραν, πενήντα δύω χρόνων ακόμι, εις τον τάφον πάρωρα. Αυτός άφησε μίαν γυναίκα χήρα, και δύω υιούς να κλαίουν την ορφάνιαν ενός αγαθού πατρός. Τον πρώτον του υιόν αφού τον επρόκοψεν αρκετά εις το δρόμον της σπουδής και της αρετής, ζων ακόμι, τον έστειλεν εις Ναύπλιον να συναγωνισθή με τους άλλους ομογενείς του. Όσοι εγνώριζαν τον Βηλαρά, όλοι ήταν ομόφωνοι δια την πολυμάθειάν του. Ενώ εφαίνετο στολισμένος με βαθειάν γνωρισιν των επιστημών, ήταν εμπειρότατος εις την τέχνην του, χαιρόμενος κατά τούτο την γενικήν των συμπολιτών του εμπιστοσύνην. Εις όλας τας συνομιλίας του έδειχνε μεγάλην κατανόησιν. Ήτον εγκρατής της αρχαίας φιλολογίας, και πάντοτε είχε την ετοιμότητα να εμψυχώνη τον σωρόν των γνώσεων του με μίαν δραστήριον και λαμπράν φαντασίαν και εις όλας τας περιστάσεις η φιλολογικαίς του γνώσαις ανεφαίνωντο με ζωηρότητα αγχινοίας. Αλλά περί της μεγαλονοίας του Βηλαρά, όλος ο θαυμασμός των συμπολιτών του, και όλοι οι έπαινοι των ομογενών του θα ενομίζονταν ίσως φιλοπροσωπία, κοντά εις την αδέκαστον μαρτυρίαν οπού ο περίφημος Άγγλος ιατρός Ενρίκος Όλλανδ καταχώρισε περί αυτόν εις τας κατά την Ελλάδα περιηγήσεις του, γεναμένας τους 1812 και 1813, και τυπωμένας εις Λονδίνον. Του σοφού τούτου Άγγλου η μακρυνή διατριβή εις Ιωάννινα, του έδωσε πολλάς περιστάσεις να ιδή τον Βηλαρά εις διαφόρους ηθικάς θέσεις. «Εις αυτάς και άλλας συνομιλίας (λέγει o Κύριος Όλλανδ) ηύρα τον Βηλαρά άνθρωπον πολυμαθή και πολλά ειδήμονα των φυσικών και μεταφυσικών επιστημών. Αυτός χαίρεται την φήμην, και πιστεύω αξίως, ότι είναι ο πρώτος βοτανικός της Ελλάδος. Έδειχνε ότι πολύ εσκεύθηκε διά τα διάφορα υποκείμενα της μεταφυσικής και ηθικής, και η ομιλία του περί τούτων εφύλαττε τον ίδιον τόνον του σατυρικού σκεπτισμού, οπού έκαμνε να υποφαίνεται εις όλας γενικώς τας γνώμας του. Το ποιητικόν αυτού προτέρημα δεν ήταν κατώτερον των γνώσεών του εις την φιλολογίαν και τας επιστήμας. Είχα μίαν ευκαιρίαν να δοκιμάσω την ποιητικήν του ευκολίαν δίδωντάς του ένα ή δύω κομμάτια Αγγλικής ποιητικής, με το μέσον της Ιταλικής γλώσσης, τα οποία, ολίγα λεπτά του έφθασαν να φέρη εις γραικικούς στίχους. Κοντά εις αυτά του τα χαρίσματα της πολυμαθείας και ευαισθησίας, ένωνε εις τον χαρακτήρα του εκείνο το στοϊκόν ήθος, καθώς είπα, οπού κάποτε τον ανέβαζεν εις ένα ύψος και έπαρσιν, οποίον θα εταίριαζε καλλίτερα εις τους παλαιούς χρόνους της ελευθερίας, παρ' εις την νέαν αυτήν αθλιότητα» (1) Dr. Hollands Travels in Greece. 274. Το στοϊκόν ήθος οπού ο Αγγλος περιηγητής, αποδίδει εις τον Βηλαρά, ήταν ίσως κοινόν εις όλους τους αληθινά πεπαιδευμένους της Ελλάδος· επειδή, εις το πέλαγος των ηθικών παθημάτων οπού ευρίσκετο η πατρίς και το έθνος, τι άλλο ημπορούσε να κάμη τον ευαίσθητον σπουδαίον να ανθέξη, παρά μία καρτερία υπερβολική, οπού στα μάτια κάθε ξένου έπρεπε να νομισθή στοϊκισμός; Τα ποιητικά προτερήματα του Βηλαρά φαίνονται εις όλα του τα ποιήματα. Το είδος όμως εις το οποίον επέδιδεν εξαίρετα ήταν το σατυρικόν. Έγραφε πολλούς μύθους, πολλά ερωτικά, και πολλά κομμάτια εις το πεζόν. (2) Αυτών των συγγραμμάτων τον ένα μέρος μόνον έγινε τρόπος, όσον συγχωρούσαν αι περιστάσεις, να μαζωχθή και να τυπωθή, όχι μόνον διά να γίνη κοινόν εις το έθνος, αλλά και διά να δοθή κάποια βοήθεια εις την χήραν γυναίκα του, η οποία, διά τα φρικτά της πατρίδας δυστυχήματα, έμεινεν υστερημένη των αναγκαίων, και εις την οποίαν θα δοθούν όλα τα χρήματα οπού θα συναχθούν από την παρούσαν έκδοσιν, αφ' ου εύγουν τα αναγκαία της εκδόσεως έξοδα. Εδώ πρέπει να κηρυχθή η μεγάλη ευγνωμοσύνη οπού χρεωστείται εις την γενναιότητα των συνδρομητών, των οποίων ετυπώθησαν τα ονόματα εις το τέλος τον βιβλίου, και οι οποίοι, ευθύς οπού άκουσαν τον σκοπόν της εκδόσεως, εσύντρεξαν με την πλέον καλοπροαίρετον γενναιότητα. Η ανάγνωσις τον Βιβλιαρίου αρκεί να δώση εις τον καθ' ένα αρκετήν ιδέαν της χαριτωμένης φαντασίας του Ποιητού. Εις τους μύθους, εις τα σατυρικά, και εις την μετάφρασιν της βατραχομυομαχίας, είναι αξιοθαύμαστος, και γλυκύτερος αφ' όσους έγραψαν παρομοίως έως τώρα στην γλώσσαν μας. Και εις τα ερωτικά του δεν έχει άλλον από τον Α. Χριστόπουλον να τον ομοιάζη. Οι στίχοι του όλοι τρέχουν απαλά και γλυκά, χωρίς εκείνους τους στρεβλισμούς, παραγεμισμούς, ή ανυπόφοραις συνωνυμίαις, οπού συχνά φαίνονται εις τα συγγράμματα των ολίγων της γλώσσης μας ποιητών. Αλλ' η γλώσσα του... αυτό είναι ένα υποκείμενον περί του οποίου ή πρέπει τις να ειπή πάρα ολίγα, ή πάρα πολλά. Ως προς το ιδίωμα, αυτός εφύλαξε το τοπικόν του, δηλ. εκείνο οπού ομιλούν εις όλην την Ήπειρον έως τα μέρη της Θεσσαλλίας. Εις αυτό έκαμε, καθώς ο Θεόκριτος, και καθώς όλοι οι νέοι μας ποιηταί από την Κρήτην. Πιθανόν το ιδίωμα τούτο να φανή παράξενον εις την Θράκην, εις τα παράλια της μικράς Ασίας, εις την Πελοπόνησον, ή όπου αλλού δεν συνηθίζεται, Αλλ' ο Βηλαράς λέγει ότι έγραψε διά τους συντοπίτας τους, και μ' αυτό έχει στο μέρος του όλα τα δίκαια. Περί δε του ήφους της γλώσσης αυτός ο ίδιος εξηγεί τας ιδέας του εις τον Σοφολογιότατον και Κολυκυθούλην. Ο μοναχός σκοπός του, σύμφωνα με όλους τους φρονίμους σπουδαίους, ήταν να γίνη καταληπτός εις το έθνος. Αν το ύφος οπού ακολούθησε είναι το αρμοδιώτερον μέσον, ή όχι, αυτός δεν είναι ο αρμόδιος τόπος ν' αποδειχθή, επειδή είναι υποκείμενον οπού έδειξεν ως τώρα, ότι ολίγα λόγια δεν το τελειώνουν. Ένα μόνον πρέπει να ειπωθή, ότι του Βηλαρά το ήφος όχι μόνον καταλαμβάνεται από όλους, αλλά και καταθέλγει και καθηδύνει όλους, όσους έχουν ψυχήν και αίσθημα εξανθρωπισμένον να αισθανθούν τα πετάγματα της ζωηράς του και ανθηράς φαντασίας. Κορφοί, 1827. Π. ΠΕΤΡΙΔΗΣ. ΒΑΤΡΑΧΟΜΥΟΜΑΧΙΑ. Σ' εσάς που θέλα κάμετε τον κόπο ν' αναγνώστε, Και ή καλήν, ή αχαμνή, μια γνώμη θέλα δόστε, Το λέει αυτός που ιστορά, καθόλου δεν τον μέλλει· Ας κάμη την απόφασι καθένας, όπως θέλει. Καλό ειπή· κακό ειπή· τ' αρέση δεν τ' αρέση. 5 Ο στιχουργός δεν έχασε, μήτ' έχει να κερδαίση· Γιατί δεν αφηκράστηκε, παρά την όρεξί του. Και το κοντύλι του έπιακε για ξάχλιασι δική του. Ή τον παινέστε το λοιπόν, ή τον κατηγορήστε, Σας είπε, να ήστε ελεύθεροι· και κάμετ' ό,τι ωρίστε. 10 Μια χάρι θέλει μοναχά από την αφεντιά σας· Να μη τον αντραλέψετε με τα ζητήματά σας. Για να σας φέρη μαρτυριαίς σε πιούς καιρούς και τόπους, Τα ζώα γλώσσαις έκρεναν σαν όλους τους ανθρώπους· Και με πια χέρια ημπόρηγαν τα άρματα να πιάσουν, 15 Και σαν κι' εκείνους γνωστικά πολλαίς δουλιαίς να σιάσουν. Αυτός με το κεφάλι του δεν τα 'χει εφευρεμένα· Αλλούθε τα δανείστηκε, κι' απ' άλλον συγγραμμένα. Από 'ναν κάπιον ποιητή, τα πήρε, ξαϊκουσμένον, Στους αλλοτεσινούς καιρούς, σε τέτια προκομμένον· 20 Που σ' όσα και αν εσύνθεσε παρόμια παραμύθια, Ποτέ δεν παραστράτησε οχ τη σωστήν αλήθια. Και λέγει από 'ναν τα ήκουσε, που κείνος τα 'χε μάθη Απ' άλλον, που τα διάβασε σε ποίημα, που χάθη. Πως μια φορά εσυνέβηκε, πως κάποτ' είχε λάχη, 25 Σε Ποντικούς ανάμεσα και σε Μπακάκους, μάχη. Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια, Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια, Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν, Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30 Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα, Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα, Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος, Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος. Δεν ψάλλω εδώ της Αθηνάς τα έργα και τη δόξα, 35 Ή του πανούργου Έρωτα τα φλογισμένα τόξα. Μον τραγουδώ τον άπονο τον ταραχώδην Άρη, Που στα νεκρά κορμιά πατάει με πρόθυμο ποδάρι· Της μάχαις πάντα ορέγεται, τον κόσμο ανακατόνει, Για να πληθαίνει ο πόλεμος, για ν' αβγατάν οι φόνοι. 40 Και μ' απερίγραφτη ασπλαχνιά και μ' άγρια σκληροσύνη Των ζωντανών τα αίματα ωσάν ποτάμι χύνει. Καλοθελήτραις Μούσαις μου, σ' αυτήν την ιστορία, Αναθυμήστε μου καλά της μάχης την αιτία. Και πώς σ' αυτό το μάλωμα των Ποντικών, το πλήθος 45 Γιγάντων δείχνει αποκοτιά, Γιγάντων δείχνει στήθος. Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγη Τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το 'χε στο κυνήγι. Σε λίμνης άκρα εζύγοσε να πιη, και να δροσίση Το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβύση. 50 Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει, Και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ και εκεί τηράει. Μον σαν απόπιε, εχόρτασε, και ο φόβος λιγοστένει, Τον τόπο να κατατηράη περσσότερο θαρρεύει. Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδή ομπροστά του· 55 Της πρασινάδες χαίρεται οπώχει ολόγυρά του. Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει, Και του σιμόνει σιγανά, και τον γλυκορωτάει. Ξένε μου πούθεν έρχεσαι; ποιος είσαι; και οχ τι τόπο; Μη φοβηθής να μου το ειπής· μην έχεις κάναν κόπο. 60 Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθια μάθω, Και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο, Σου τάζω μες το σπίτι μου να σε φιλοξενήσω, Κι' ως πρέπει, με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω. Τι εγώ είμαι ο Φουσκομάγουλος εκείνος, που τιμιούμαι 65 Οχ τους Μπακάκους Βασιλιάς, και αφέντης τους λογιούμαι, Υγιός Λασπά του Βασιλιά, της Νεροθρόνας γέννα, Και κληρονόμος των γονιών, που μ' έκαμαν εμένα, Οχ της αγάπης τον καϋμό ερωτολαβομένοι, Στου Ηριδανού του ποταμού της όχταις ενομένοι. 70 Αλλά κ' εσύ μου φαίνεσαι σαν άξιος και αντριομένος, Και δείχνεις να είσαι Βασιλιάς με γνώσι προικισμένος. Πες μου λοιπόν και μην αργείς ν' ακούσω τη γενιά σου, Για να με κάμης γνώριμον και φίλον της καρδιάς σου. Ο Ποντικός με σοβαρά, σκυφτά τα βλέμματά του, 75 Περήφανα απεκρίθηκε σ' αυτό το ρώτημά του. Το γένος μου, κυρ Μπάκακα, παντού είναι φημισμένο, Και από ζώα, και πουλιά, και αθρώπους γνωρισμένο. Τριμμούδης ονομάζομαι, και μ' έκαμεν η μοίρα Να είμαι μονάκριβος υγιός και Βασιλιάδων κλήρα. 80 Του Ψωμοφάγου Βασιλιά, που τα ποντίκα ορίζει, Για διάδοχο στο θρόνο του ο νόμος με διορίζει. Και η μάννα, που με γέννησε, λογέται η Αμπαρούλα, Του Ξυγγομάση Βασιλιά βαριά Βασιλοπούλα. Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα. Εσύ έχεις μάθη στα νερά να ζης ολοκαιρής σου· Σε ταύτα μέσα περπατής να βρης την πόρεψί σου. Όμως εγώ, κυρ Μπάκακα, περνάω μ' άλλους τρόπους, 95 Και βρίσκομαι συγκάτοικος, και ζιώ με τους αθρώπους. Γιατί έτζι απεφασίστηκα, το φυσικό μου κλίνει, Να γεύομαι άκοπα και εγώ απ' όσα τρων και εκείνοι. Το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι, Η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι. 100 Το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα Δε με λαθεύουν, Μπάκακα και ακόμα κι' όσα άλλα Στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει, Απ' όλα εδοκίμασα. κανένα δε μου μνήσκει. Και μη θαρρείς, πως μοναχά η φύση μέχει δώση 105 Τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμμιά άλλη γνώσι. Γιατί και άξιον μ' έκαμε με δύναμι περίσσια, Οπού σε κάθε κίντυνο βαστώ παληκαρίσια Μηδέ του αθρώπου το κορμί, που τόσο δα φαντάζει, Μου φέρει φόβο στην καρδιά, ή να ειπής με σκιάζει. 110 Τα ίσια μες το στρώμα του, οπού κοιμάται, πάνω, Την άκρα από το δάχτυλο, τη φτέρνα του δαγκάνω. Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει, Μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει· Απ' όσα όμως βρίσκονται ς' της γης την όψι απάνω, 115 Τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω. Της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη, Και ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι. Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα, Που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα 120 Που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει, Ως να μπορέση η άνομη σ' εμέ ν' απλόση χέρι. Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθια. Δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια. Αυτά είναι όλα για τ' εσάς τραπέζια πεναιμένα, 125 Που ζιήτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ' εμένα. Σε ταύτα ο Φουσκομάγουλος τον Ποντικό θωρόντας, Με την μιαν άκρα του ματιού πικρά χαμογελόντας, Θιαμαίνομαι, κυρ Ποντικέ, του λέει, την αφεντιά σου, Παραμεγάλον έπαινο να κάνης της κοιλιάς σου. 130 Μη δα θαρρείς μας άφηκε και εμάς η πλούσια φύση Σε τόση καταφρόνεσιν απ' όλη πλιο τη χτίση; Μη παντηχαίνεις ακριβή την τύχη τη δική μας Σε όσα μας χρειάζονται διά την αναπαψί μας· Κι' εμείς πολλά καλά 'χομε, αν μας καλοξετάξης, 135 Και στα νερά και στης στεριαίς οπού να τα θιαμάξης. Διπλή ζωή, κυρ Ποντικέ, οι Μπακακάδες ζιούμε, Γιατί πηδάμε και στη γης, και στα νερά βουτούμε. Δώρο του Δία χωριστό σ' ολίγα ζώων γένη, Απ' όσα και αν εσκόρπισε ς' της γης την οικουμένη. 140 Και αν έχεις όρεξι να ιδής αυτά που σου διηγούμαι, Είν όφκολο το πάισιμο εκεί που κατοικούμε. Σε παίρω εγώ στης πλάταις μου, και ακίντυνα διαβαίνεις· Περιδιαβάζεις, ως ποθείς, και πάλε οπίσω βγαίνεις. Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίση· 145 Μον να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην γληστρίση. Ο Ποντικός, ογλήγωρος και μ' αλαφρό ποδάρι Απανωθιό του ερρίχτηκε ωσάν το παληκάρι. Και οχ το λαιμό του Μπάκακα, και οχ την πλατιά του μέση Σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέση. 150 Θωρεί πως τρέχει στου νερού την όψι, και μακραίνει Από την άκρα που κινάει, κι' όλ' ομπροστά παγαίνει. Θωρεί της όχταις στα πλευρά οπίσω να γυρίζουν. Και του νερού το πλάτομα παντούθε ν' αβγατίζουν, Αλλόκοτα του φαίνουνται αυτά στην όρασί του· 155 Και προξενάν φχαρίστησι πολλή στην αίστησί του. Πολύ 'ς του Φουσκομάγουλου της πλέγαις αποράει. Πολύ το νοστιμεύεται, και με χαρά γελάει. Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχη, Ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει· 160 Ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγόνει· Και κλέγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιόνει. Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει, Και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει· Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ· 165 Και θέλει να ήταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη. Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώση, Σε χώμα απάνω να ριχτή, και σε στεριά να σώση. Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του, Και μουσκεμένα και βαριά κρεμούνται τα μαλλιά του· 170 Τηρίεται, και απελπίζεται· βυθίζεται σε δείλια. Μοιριολογάει με φωνή και τρομασμένα αχείλια. » Ο Ταύρος δεν εβάσταξε με τόση αντριά και θάρρος, » Του Έρωτα το φόρτωμα και αγάπης του το βάρος, » Αυτά τον πρωτοδέχτηκαν της Κρήτης τότε οι τόποι, 175 » Οπού ήφερνε στη ράχη του την ώμορφην Ευρώπη· » Διαβαίνοντας το πέλαγος οπού χωρίζει πέρα » Την Κρήτη από την Αίγυπτο σε μοναχήν ημέρα, » Καθώς εμένα ο Μπάκακας στης πλάταις του ο καϋμένος » Μες τ' αφρισμένα κύματα με φέρει φορτομένος. 180 Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται. Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει· Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και χάνει· 190 Και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο, Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο. Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος, Απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος. Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. 195 Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει. Ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψι, Μον την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν' αποκόψη. Η τρίχες όσο βρέχουνται το σώμα του βαραίνει, Και ήταν κοντά να νεκροθή, που αυτά τα λόγια κρένει. 200 » Μ' αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμομα, μη ελπίσης » Τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν' απατήσης. » Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις, » Κιαπέ στα βάθη του νερού μ' οχτροπαθιά με ρίχνεις. » Δεν ήσουν άξιος να βαλθής μ' εμένα να μαλόσης, 205 » Σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιαίς να σώσης. » Μον σαν ανάξιος και άναντρος, με δόλο και με πλάνο, » Να με φονέψης, μ' έσυρες στη λίμνην αποπάνω. » Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός. το άδικο δε στρέγει· » Και ξεπλερόνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει. 210 » Δε μένεις ατιμώρητος· απαίδευτος δε μνήσκεις, » Και οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις. Έτζι είπε, και τελείοσε την άχαρη ζωή του· Και κρυό κουφάρι ακίνητο τεντόθη το κορμί του. Αυτό το μέγα το κακό ο Πινακάς θωρόντας, 215 Που τον Τριμμούδη από μακριά συντρόφευε ακλουθόντας, Φωναίς μεγάλαις έβγαλε, και βιαστικός κινάει, Τη συφορά που γίνηκε στους Ποντικούς μηνάει. Καθώς τ' ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους, Και ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους. 220 Πικροί και απαρηγόρητοι, σ' οργή περίσσια μπαίνουν· Μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν. Ολημερής διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες, Να κάμουν σύναξι λαού απ' όλαις της αράδαις. Στου Βασιλιά την κατοικιά να παν μικροί μεγάλοι 225 Ν' ακούσουν την απόφασι, και τι 'χε να προβάλη Για του υγιού το σκοτωμό, που κείτονταν στο κύμα Με καταφρόνεσι πολλή χωρίς ταφή και μνήμα. Ότι αρχινούσεν η αυγή για να γλυκοχαράζη, Της θύραις της ανατολής με ρόδα να σκεπάζη, 230 Και στην αυλή του Βασιλιά σε πλήθος συνασμένοι, Οι Ποντικοί καρτέρηγαν περίλυποι, θλιμμένοι. Ο Ψωμοφάγος κλαίοντας με στενασμούς προβαίνει, Και με το πρόσωπο σκυφτό προς το θρονί παγαίνει. Στέκεται ορθός· διο, τρεις φοραίς, τα μάτια του σφουγγίζει· 235 Και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ' αυτούς να λέη πασκίζει. » Αλήθια, φίλοι, μον εμέ προσωπικά αδικάει » Η ανομιά των Μπακακιών, κακά μου προξενάει· » Αλήθια εγώ είμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους » Υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατομένους. 240 » Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη » Εκεί που, σαν ανήξερος, στην τρύπα μπαινοβγαίνει. » Το δεύτερο τον σκότοσε η ασπλαχνιά τ' αθρώπου » Με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου. » Με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματομένη, 245 » Των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει. » Τον τρίτο το μονάκριβο, του έθνου το καμάρι, » Των γηρατιών μου παντοχή και της αυλής η χάρι· » Με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες τα νερά τον πνίγει, » Και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ' ανοίγει. 250 » Μον το κακό που μώκαμαν, και εσάς βαριά πειράζει, » Γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει. » Των Μπακακιών η απιστιά και αυθάδια τους η τόση, » Και σ' άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδόση. » Ω αντριομένοι Ποντικοί, τα άρματ' ας ντυθούμε. 255 » Να πάρωμε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε. » Ας πλύνομε το αίμα τους τέτια αδικιά μεγάλη, » Και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι. Έτζι είπε· και όλοι εδέχτηκαν του Βασιλιά τη γνώμη· Και από στρατιόταις και άρματα εγιόμοσαν οι δρόμοι. 260 Με γληγοράδα απίστευτη εδώ και εκεί κινιούνται· Αρματωσιαίς πολεμικαίς πατόκορφα στολνιούνται. Και πρώτα στα ποδάρια τους φοράν 'πιτηδεμένα Στενά προπόδια από κουκκιά, με τέχνη δουλεμένα Που μ' επιδέξια μαστοριά ευτύς τα ροκανίζουν, 265 Το φλούδι αφίνουν μοναχό, και τη θροφή αφανίζουν. Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο, Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270 Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν, Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα, Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα. Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίαις 275 Από τα καρυδότζεφλα, και δυναταίς κ' ωραίαις. Κιαπέ με τέτια αρματωσιά, με πάτημα αντριομένο, Κινάν τη μάχη πνέοντας μ' αστήθη εγκαρδιομένο· Κοντά στη λίμνη σταματάν, και εκεί στρατοπεδεύουν· Και τον οχτρόν αντίκρια τους να ιδούν ογληγορεύουν. 280 Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξι του πολέμου Ν' αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου, Το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία, Σε απορία βρέθησαν και σε απελπισία. Πηδάν με βια από τα νερά και σ' ένα μέρος τρέχουν· 285 Και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν. Και εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι, Από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει. Μηνόντας διαλαλίζοντας τη μάχη φανερόνει· Και τη φωνή για ν' ακουστή με δύναμι σηκόνει. 290 » Ω Μπακακάδες, πόλεμον, οι Ποντικοί με στέλλουν, » Να σας κηρύξω σήμερα· και αυτόν με δίκιο θέλουν. » Γιατί ο Φουσκομάγουλος με πονηριά και δόλο, » Καθώς εγίνηκε γνωστό κοινά στον κόσμον όλον, » Στη λίμνη μέσα εφόνεψε τον άκακο Τριμμούδη, 295 » Του θρόνου μας το διάδοχο, της νιότης το λουλούδι. » Και ανίσως έχετε καρδιά, και παλληκάρια αν ήστε, » Σα σας βαστάει, εδώ είμεστε, ελάτε, πολεμήστε. Αυτά ν' ακούσουν, τα 'χασαν με μιας οι Μπακακάδες, Κι' αλλαλαγμός αντήχησεν απ' όλαις της αράδαις. 300 Βοαίς μεγάλαις έβγαλαν, και δυνατά χουγιάζουν, Και προς το Φουσκομάγουλον ωνειδισμούς σωριάζουν. Αυτός πηδόντας πάραυτα στη μέση από το πλήθος Δημηγοράει με πλαστό προσποιημένο ήθος. » Άδικα, φίλοι και εδικοί, μη με κατηγοράτε· 305 » Και αυτά που λεν οι Ποντικοί, καθόλου μη γρηκάτε. » Εγώ δεν τον θανάτοσα· πιος είναι, δεν τον ξέρω. » Μηδέ τον ίδα πουθενά, μηδέ στο νου τον φέρω. » Και ανίσως είναι αληθινό, πως εδώ μέσα εχάθη, » Του χαλασμού του το κακό ατός του το 'χει πάθη. 310 » Θαρρώ να του σκαρφίστηκε την εδική μας φύση « Να μιμηθή μες τα νερά, ναρθή να κολυμπήση. » Και δίχως πράξι και άμαθος ελάθεψε και επνίγη, » Και γίνηκε της τρέλας του ανέλπιστο κυνήγι. » Κιαπέ σ' εμέ του φόνου του το βάρος απορρίχνουν. 315 » Με δίχως κρίσιν μαρτυριαίς, για φταίχτη μ' αποδείχνουν. » Βεβαιοθήτε, αδέρφια μου, αυτά δεν είναι δίκια » Οπού προβάνουν τολμηρά τα πονηρά Ποντίκια. » Με πλάνον εσοφίστηκαν παρόμοια να μηνύσουν, » Και είν' αφορμαίς και πρόφασες για να μας πολεμή- 320 » (σουν » Τι καρτεράμε τό το λοιπόν μαζί να βουλευτούμε, » Με κέρδος μας και διάφορο να τους εναντιοθούμε; » Εγώ σας λέω τη γνώμη μου σ' εκείνο που απεικάζω· » Οπού μετρώ ως ωφέλιμο, ως δίκιο λογαριάζω. » Να τραβιχτούμε απ' όλα μας, κοινό να γένη σκόλι· 325 » Και δίχως άλλα μέριμνα ν' αρματωθούμεν όλοι, » Από μεριά αποσκεπαστή να πάμε δίχως κόπο, » Ο, που είναι ορθός κατήφορος να πιάκομε τον τόπο. » Κατασειρά μες τους γκρεμούς ανάμερα βαλμένοι, » Ετοιμασμένοι, πρόθυμοι, προειδοποιημένοι, 330 » Καθώς ερθούν οι Ποντικοί και προς εμάς κινήσουν· » Ή ταχτικά, ή άταχτα απάνω μας ωρμήσουν· » Εμείς στον τόπο, ασάλευτοι, τον πλιο σιμοτινό μας » Ν' αδράξωμε, όπως δυνηθή καθένας, τον οχτρό μας, » Και σέροντάς τον βιαστικά απ' όποιο μέρος τύχη 335 » Εκεί το συντομώτερο την άκρα να πιτύχη, » Μαζί μ' αυτούς να πέσωμε μες του νερού το βάθος, » Κι' ολόβολους τους πνίγομε χωρίς κανένα λάθος. » Γιατί να φύγουν δεν μπορούν, κολύμπαις δεν ηξέρουν. » Του ανασασμού την έλλειψι αυτοί δεν υποφέρουν. 340 Τζωπαίνει ο Φουσκομάγουλος αφού γνωμοδοτάει· Και των Μπακάκων ο λαός με κρότο αχολογάει. Η συμβουλή τους άρεσε, τον πόλεμο όλοι κράζουν. Τη μάχη στρέγουν όλοι τους, και τ' άρματα συντάζουν. Από τα μολοχόφυλλα της άντζαις τους ποδαίνουν· 345 Και από πλατιά πεντάνευρα τ' αστήθια τους σκεπαίνουν· Τα καμπρολαχανόφυλλα γυροστρογγυλεμένα Για ασπίδες εχρησίμεψαν σ' εκείνων τον καθένα. Και από Μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια Δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλια. 350 Από τα βούρλα τα στεγνά, αυτά τα παλληκάρια, Βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια, Και σαν απαρματόθηκαν σιμαζωχτοί πηγαίνουν· Της όχταις πιάνουν της ψηλαίς· το μάλωμ' αναμένουν. Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμομένο μάτι· 355 Σιούν τα κοντάρια φοβεροί, και από καρδιά γιομάτοι. Ο Δίας οχ τον ουρανό τον αστροστολισμένον, Και οχ της αχτίνες του ηλιού αιώνια φωτισμένον, Τους άλλους κράζει τους θεούς να ιδούν μια τέτια μάχη Που δεύτερή της άλλοτε αδύνατο να λάχη. 360 Τα δυνατά στρατέματα τους δείχνει, που σαν άλλοι Κενταύροι παραλλόκοτοι, και Γίγαντες μεγάλοι, Ατάραγοι στον πόλεμο τελείως δε δειλιάζουν, Μον το σημάδη καρτεράν· να χτυπηθούν κυττάζουν. Και προς εκείνους στρέφοντας, με τρόπον ερωτόντας, 365 Τη γνώμη τους ερεύναγε γλυκά χαμογελόντας. Να μάθη πιοι τους Ποντικούς βουλιόντας να βοηθήσουν· Και τα Μπακάκια μοναχά πιοι ήθελαν ν' αφήσουν. Γυρίζει και στην Αθηνά, της λέγει, θυγατέρα, Σε τούτη την περίστασι και 'ς τούτην την ημέρα, 370 Για να συντρέξης καν εσύ δεν έχεις στο σκοπό σου Τους Ποντικούς, που αδιάκοπα πηδάν μες το ναό του. Και τόσο ορέγουνται πολύ την τζίκνα οχ της θυσίας, Που σου προσφέρουν στους βωμούς του κόσμου η λατρείαις; Στα λόγια τότε του Διός η Αθηνά αποκρίθη· 375 Ανοίγοντας το στόμα της παρόμια απηλογήθη. Να μη βρεθή, πατέρα μου, το βοηθό μου χέρι Ν' απλόσω εγώ στους Ποντικούς σε ό,τι τους συμφέρει· Γιατί πολλά είναι τα κακά που ολημερής μου κάνουν. Κι' απάνω κάτω του ναού το στολισμόν μου βάνουν· 380 Χαλνόντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια Για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια. Μον κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου, Είν το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου. Το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο, 385 Που το είχα με τα χέρια μου στον αργαλιό υφασμένο. Κι' ως να το σόσω υπόφερα και σκάνιασαις και λύπαις. Και αυτοί μου το παράχοσαν μπαλώματα στης τρύπαις. Μον τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια Ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια. 390 Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσια αποσταμένη, Γυρίζοντας ν' αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιομένη, Ολονυκτής δεν μ' άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω, Οχ της μεγάλαις τους φωναίς το μάτι μου να κλείσω. Κι' απέρασα όσο πώφεξε οχ τα γουρλιάσματά τους 395 Με πονοκέφαλον βαρύ για την αδιακρισιά τους, Και κάλλια να καθήσωμε εδώ σε ησυχία, Να τους τηράμε από μακριά με τέλια αδιαφορία Γιατί παράξιους τους θωρώ, κι παραπελπισμένους Πολεμιστάδες δυνατούς, στρατιόταις αντριομένους. 400 Κι' αν μας ανταίσουν, βολετό ενάντια να θυμώσουν, Με τα βαριά κοντάρια τους κακά να μας λαβώσουν. Για αυτό λοιπόν ας μείνομεν στον υψηλό ουρανό μας. Τη μάχη ν' αγναντεύωμε με δίχως κίνδυνό μας. Όλοι οι Θεοί αφηκράστηκαν της Αθηνάς τα λόγια, 405 Και κυκλικά καθούμενοι 'ς των ουρανών τ' ανώγια Με περιέργιας προσοχή, και με σκυφτό κεφάλι, Στη γη τα βλέμμα εκάρφωσαν σε σιωπή μεγάλη. Ζευγάρι τότε Κουνουπιών ηκούστη στον αέρα, Οπού βοάν με ταραχή ψηλά στην ατμοσφαίρα, 410 Με της μακριαίς τους σάλπιγκαις για να παρακινήσουν, Με το σημάδι της φωνής τη μάχη ν' αρχινήσουν. Ο Δίας προς βεβαίωσι των σαλπιστών βροντάει, Που τα ουράνια ετρόμαξε, τη γη καταφοβάει. Εδώ του Φουσκομάγουλου αντίς ν' ακολουθήσουν 415 Το εξαίρετο στρατήγημα, και να μη πολεμήσουν. Μον να δεχθούν τους Ποντικούς στα βάθη να τους ρίξουν, Και σέροντάς τους στα νερά με θρίαμβο να πνίξουν, Πρώτος ο μέγας Χουγιατάς το άρμα του ξαμόνει, Και τον αξιότερον οχτρό χτυπάει και πληγώνει· 420 Το Λαδορρούφη πώστεκε στη μπροστινήν αράδα, Στρατιότη μεγαλόκαρδον με σπάνια αντριά κι' αξιάδα, Αυτόν αγνάντια του έχοντας ματιάζει με την πρώτη, Μες το πλευρό τον πίτυχε, και του τρυπάει το σκότι. Έπεσ' ευτύς τ' ανάσκελα εκείνος λαβομένος, 425 Στον κουρνιαχτό ο ταλαίπωρος αιματοκυλημένος. Αλλά δε χάνει τη ζωή· για τότες δεν πεθνήσκει· Στους πρώτους πάλι βρίσκεται· στον τόπον απομνήσκει. Μ' αντριά μεγάλη δεύτερα, ο Τρυποφράχτης δίνει Μες του Βαλτίσιου την καρδιά του χάρου την οδύνη. 430 Τα ίσια σαν του τράβησε 'ς αστήθια τον καρφόνει· Νεκρό κουφάρι ακίνητο και κρύο τον ξαπλόνει. Βλητρούδης ο αγέλαστος σ' ένα άλλο μέρος πάλι Στο Λυχνοπήδαν ήφερε φριχτού θανάτου ζάλη· Στο ψυχικό η κονταριά ορμητικά τον παίρει, 435 Κι' ως αστραπή τον έρριξε το φονικό του χέρι· Ο Κοροφάγος τρομερός με πείσμα του κινάει, Στο Φωναράν εχύμησε στη μέση τον χτυπάει. Στη γη σωρόν τον άφηκε, και κείθε σ' άλλα μέρη Διαβαίνει, κι' αποπίσω του σφαγή και φόνο φέρει· 440 Το σκοτωμό του Φωναρά να ιδή ο Νοτιάρης φρίζει, Έτζι γοργόν παράστρατα· κι' από θυμόν αφρίζει· Ατόφια κι' ολοστρόγγυλη μια πέτρα ευτύς αρπάζει, Μ' οργή πολλή και μάνητα καλά σαν τη χουφτιάζει, Στον Τρυπαφράχτη απανωθιό, οπού τον αντικρύζει, 445 Με γληγοράδα απίστευτη τα ίσια σφεντονίζει· Τον παίρει στο αντικέφαλο, κι' αιώνιο σκοτάδι Εθάμπωσε τα μάτια του· τον προβοδάει στον άδη. Ο Λαδορρούφης αποκεί που λαβομένος στέκει, Δεν ησυχάζει ζωντανός να μένη αργός παρέκει· 450 Στη δυνατή παλάμη του ζυγιάζει το κοντάρι· Το ρίχνει θανατόνοντας στον τόπο το Νοτιάρη. Σαν το δοκήθη ο Λαχανάς λιγόστεψε η ψυχή του, Και μες τη λίμνη απήδησε να γλύση τη ζωή του. Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455 Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση· Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του, Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του. Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει, Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460 Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν, Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν. Τον Τυρογλύφη σε γκρεμόν εγκύλησε ο Λιμνιότης. Και σ' άλλον τ' όμιο θέλησε να κάμη ο Καλαμιότης· Μον στη στιμή που βάνεται, να δείξη αντριά βουλιέται, 465 Τον Ασκοτρύπα τον τρανόν απάντεχα δοκέται. Που φόνευε αλεημόνητα καθέναν που απαντούσε, Σαν να ώριζε το θάνατο, στο χέρι τον κρατούσε. Επάγωσε οχ το φόβο του, και τώπεσε η ασπίδα, Και μες τη λίμνη απόθεσε την παντοχή και ελπίδα, 470 Του Καλαμιότη οι Ποντικοί το κάμωμα θωρόντας, Στους Μπακακάδες ώρμησαν περσότερο θαρρόντας. Και τους μαζόνουν ομπροστά μ' αλλαλαγμό και κρότο, Κατόπι κυνηγόντας τους 'χτόν ύστερ ως τον πρώτο. Μον 'ς των στρατιότων τ' άγνωστο δειλό ανακατωμά τους 475 Ο Νερορρούφας έφτακε τρεχάτα από κοντά τους. Και τους φωνάζει να σταθούν μ' ασάλευτο ποδάρι· Και σκύφτει αδράζει από τη γη χοντρό βαρύ λιθάρι. Εκοντοστάθη· ετείναξε την παχουλή παλάμη, Κι' ανάγγασεν αλάθευτα την πέτρα ευθύς να δράμη 480 Με βογγυτό και σιουρισμό τα ίσια στο σημάδι, Που μάτιασε ο σκληρόκαρδος τον άξιον Παστρουμάδι, Μεγάλο αφεντόπουλο και νιο από τα χρόνια, Που των Μπακάκων έφερνε ζημιά και καταφρόνια. Στον καταπιόνα του λαιμού τον βάρεσεν η πέτρα, 485 Και της ζωής του εχάλασε σε μια στιμή τα μέτρα. Βουβός, ταμπηχτοκέφαλα, και καταματομένος, Χωρίς ανάσα και πνοή διπλώθηκε σφασμένος. Αυτός ο θάνατος με μιας τους Ποντικούς μουδιάζει, Κι' από την πρώτη τους ορμή ν' αποκοπούν τους βιάζει· 490 Κι' οι Μπακακάδες θάρρεψαν και χαμοξανασαίνουν, Και με καινούργιαις δύναμες τη μάχη πάλι σταίνουν. Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει. Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495 Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο. Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη, Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι. Οπίσω οχ τ' αντικέφαλο το άρμα διαπερνάει: Στην κατοικά του Πλούτωνα γοργά τον προβοδάει· 500 Ο Κολοκύθας πιάνοντας σφιχτά του Τζικνογλύφη Οχ το ποδάρι το δεξί διο τρεις φοραίς το στρίφει· Τον κολοσέρει, φεύγοντας όσο μπορεί, μαζί του, Μες το νερό κρατόντας τον, ως να σβυστή η πνοή του. Συντρόφους τόσους καταγής ο Κομματάς να βλέπη, 505 Καθόλου δεν αργοποράει να εκδικηθή, ως πρέπει· Τον παινεμένον Πλεμονά εχώρισε στη μέση, Και παγομένον παρευτύς τον έκαμε να πέση. Βογγούσης πάλι ο ακράτητος με τ' αγριομένο βλέμμα Τον Κομματά εφοβέρισε χουγιάζοντάς του· τρέμα. 510 Τρέμα ανάξιε, ουτιδανέ και πριν να τ' αποσώση, Απόκοτις δοκίμασε κοντά να τον τυφλώση, Με χούφτα λάσπης νερουλής που αδραχτηκά σηκόνει Του χρει τη μούρη ολάκαιρη, τα μάτια του θαμπόνει, Κακίζει τότε ο Κομματάς και στη στιμήν εκείνη 515 Χεριάζει πέτραν έβελη, και δίχως ν' αναμείνη, Προς τον οχτρό του απανωθιό πεισματικά απολνάει, Και το μηρί του το δεξί συντρίμματα σκορπάει· Μον ο Σκουζιάρης πάραυτα τον φίλο ξεδικέται· Στον Κομματά με μάνιομα ακράτιγο απολνιέται· 520 Το μυτερό κοντάρι του στον οφαλό του χόνει· Και με βρισιαίς και χλευασμούς ακόμα τον μαλόνει· Πλατιά πληγή του άνοιξε στην απαλή κοιλιά του, Και έρρεψαν αμπουριαστά στο χώμα τ' άντερά του. Βλέπει ο Προσφάης, να σέρνεται με τα κουτζά του σκέλη 525 Βογγούση τον περήφανο, που βιάζεται, και θέλει Να πάρη τον κατήφορο μ' ελπίδα να βουτήση, Και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν' απαντήση. Μον κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακόνει, Με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελιόνει· 530 Ο Ψωμοφάγος Βασιλιάς, οπού σε πάσα τάξη Μικρούς, μεγάλους έκαμε καθένας να τρομάξη, Το Φουσκομάγουλο απαντάει· ανάφτει οχ το θυμό του, Και το κοντάρι εζύγιασε ενάντια στον οχτρό του. Μον έσφαλε το ρίξιμο και δεν τον ευτυχάει· 535 Και στην πατούσα ξώδερμα τον χαμογρατζουνάει· Ξεφεύγει ο Φουσκομάγουλος του χάρου το δρεπάνι, Και προς τη λίμνη ογλήγορος τη στράτα τότε πιάνει· Ο Ψωμοφάγος άσειστος στο ό,τι μελετάει, Με βιαστικά πατήματα κατόπι του ακλουθάει· 540 Μηδέ η καρδιά του το' στρεγε να τον απαρατήση Χωρίς νεκρόν να τον ιδή· το αίμα να του χύση. Τότε ο Πρασσάτος άξαφνα οχ το πλευρό τους βγαίνει, Στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μον δεν τον πιτυχαίνει· Τι ο Βασιλιάς επρόφτακε, και τ' άρμα οπίσω αμπόχνει 545 Κρυμμένος στην ασπίδα του· και το κακό αποδιόχνει· Σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει· Στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρόνοντας πηδάει· Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550 Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι, Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι, Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του· Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του. Σε όχτη απάνω στέκοντας γυρτός κι' ακουμπημένος, 555 Στο τρομερό κοντάρι του, κι' από θυμό αναμμένος, Αυτός ατός του υπόσχονταν, αβοήθητος, μονάτος Των Μπακακάδων τη φυλή να σβύση κατακράτος. Κι' ως τόσο άγριος γένεται, κι' ως τόσο φοβερίζει, Που του οχτρού το στράτεμα ολόκληρο απελπίζει· 560 Και δίχως άλλο ημπόρηγε το λόγο να τελιόση· Τι είχε καρδιά και δύναμι να τ' αποκατορθώση· Αν ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων Του Κρόνου ο υγιός δεν πρόφταινε, δεν έκανε τον τρόπον Τους Μπακακάδες τους φτωχούς για τότε να 'λεήση· 565 Στους αποδέλοιπους Θεούς παρόμια να μιλήση· Διό τρεις φοραίς ταράζοντας το θεϊκό κεφάλι, Τα βλέμματα γυρίζοντας σε μια μεριά και σ' άλλη. Ω τι μεγάλη συφορά, προβλέπω, θελά γένη Στους Μστακακάδες σήμερα· Ω, τι κακό συμβαίνει. 570 Του Ροκανούλη η δύναμη παραπολύ με σκιάζει· Ξεπατωμό αθεράπευτο θωρώ να τους τοιμάζη. Έτζι είπε ο Δίας· και σ' αυτά τα θεϊκά του λόγια, Για τους Μπακάκους θλιβερά και μαύρα μοιριολόγια, Ο Άρης αποκρίθηκε, και λέγει προς τον Δία, 575 Δεν είν' δουλιά της Αθηνάς, μήτ' εδική μου αντρεία, Στο χαλασμό των Μπακακών να βάλωμεν εμπόδιο. Μον αν το κρίνης εύλογο, το στοχαστής αρμόδιο, Καταπώς είμαστε μαζί να τρέξωμε όλοι αντάμα, Βοήθια να τους δώκομε με λόγο και με πράμμα· 580 Ή το φριχτό και φλογερό δικό σου αστροπελέκι, Που 'ς των ποδιών σου το θρονί πάντ' αναμμένο στέκει· Οπού Γιγάντους φλόγισε, Τιτάνες έχει κάψη, Αυτό να ρίξης μια βροντή, αυτό σ' αυτούς ν' αστράψη· Σ' αυτούς να πέση ανάμεσα, να νιόσουν την οργή σου. 585 Να χωριστούν, να δοκηθούν, πως είναι προσταγή σου. Ο Δίας τότε με θυμό αστράφτει και βροντάει, Που ο Ουρανός εσείστηκε, η γη βαθιά αντηχάει· Μες τα στρατέματα η φωτιά οχ τα Ουράνια πέφτει, Αλλ' η ορμή των Ποντικών τελείως δεν ξεπέφτει. 590 Κυττάζει ο Δίας φοβερός την τόση αποκοτιά τους, Και στους Μπακάκους έστειλε βοηθούς από κοντά τους. Αιφνίδια βγαίνουν οχ τη γη ανάποδα στο σχήμα· Απ' όσα ζιούν εις τη στεριά, ή κολυμπάν στο κύμα, Πλατζιουκωτά, αστηθόστομα, με κοκκαλένια ράχη, 595 Με διο ψαλίδες ομπροστά, με μάτια οχ το στομάχι. Μ' οχτώ ποδάρια σκλεπωτά, που στο πλευρό βαδίζουν· Κι' αυτά τα τερατόμορφα Καβούρια ονοματίζουν· Η δυναταίς κοπίδες τους το μέρος που δαγκάσουν, Θενά το κόψουν άφευχτα· θελά το κομματιάσουν. 600 Νοραίς λοιπόν των Ποντικών ποδάρια τους λιανίζουν. Κι' οχ τ' αποδέλοιπο κορμί με πόνους τα χωρίζουν·. Χτυπάν μ' αγώνα οι Ποντικοί και με τα δυνατά τους· Δεν κατορθόνον τίποτες σ' εκείνους τ' άρματά τους. Ας προσπαθάν όσο ημπορούν· του κάκου τυραγνιούνται· 605 Των Καβουριών τα καύκαλα καθόλου δεν τρυπιούνται. Οχτρούς παρόμιους να ιδούν ελπίδα δεν τους μένει· Μηδέ βαστάν στον πόλεμο· και φεύγουν τρομασμένοι. Κοντά βασίλεμα ηλιού το πράμμα αυτό ακλουθάει· Και σε μιας μέρας διάστημα η μάχη αυτή σκολνάει· 610 Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Μ Π Α Κ Α Κ Ω Ν. Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις· Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά. Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά. Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους. Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου. Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει· Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά. Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί. Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις. Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια. Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό. Π η λ ο π ά τ η ς· οπού περπατάει στον πηλό. Κ ο λ ο κ ύ θ α ς· οπού έχει χρώμα κολοκυθίου. Π λ ε μ ο ν ά ς· οπού έχει γερά πλεμόνια και σκούζει. Β ο γ γ ο ύ σ η ς· οπού φωνάζει βογγόντας. Σ κ ο υ ζ ι ά ρ η ς· οπού όλο σκούζει. Π ρ α σ σ ά τ ο ς· οπού έχει χρώμα του πράσου. Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Π Ο Ν Τ I Κ Ω Ν. Τ ρ ι μ ο ύ δη ς· οπού μαζόνει τα τρίματα. Ψ ω μ ο φ ά γ ο ς· οπού του αρέγει το ψωμί. Α μ π α ρ ο ύ λ α· οπού τρυπάει και μπαίνει στα αμπάρια. Ξ υ γ γ ο μ ά σ η ς· οπού τρώγει το ξύγγι. Π ι ν α κ ά ς· οπού μπαίνει στα πινάκια. Λ α δ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το λάδι. Τ ρ υ π ο φ ρ ά χ τ η ς· οπού μπαίνει στης τρύπαις. Λ υ χ ν ο π ή δ α ς· οπού πηδάει στα λυχνάρια. Κ ο ρ ο φ ά γ ο ς· οπού τρώγει της κόραις. Τ υ ρ ο γ λ ύ φ η ς· οπού νοστιμεύεται το τυρί. Α σ κ ο τ ρ ύ π α ς· οπού τρυπάει τ' ασκιά. Π α σ τ ρ ο υ μ ά δ η ς· οπού κυνηγάει τους παστρουμάδες Τ ζ ι κ ν ο γ λ ύ φ η ς· οπού τρώγει της τζίκναις. Κ ο μ μ α τ ά ς· οπού γυρεύει κομμάτια κάθε λογής. Π ρ ο σ φ ά η ς· οπού του αρέγει κάθε προσφάγι. Ρ ο κ α ν ο ύ λ η ς· οπού ροκανάει ό,τι να βρη. Μ Υ Θ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Α Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α Τ Α ΜΕΡΙΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Δ ί α ς Ο μεγαλήτερος από τους δώδεκα θεούς και Βασιλιάς των θεών. υγιός του Κρόνου και της Ρέας. άρπαξε το θρόνο του πατέρα του. επήρε για γυναίκα του την αδερφή του Ήρα. απόχτησε πολλά τέκνα και με ταύτη, και μ' άλλαις πολλαίς. εγέννησε από το κεφάλι του την Αθηνά, εκατοίκαγε στον Όλυμπο· επολέμησε με τους Τιτάνες, και τους εκατατρόπωσε, και αποκαταστάθηκε Κύριος του Κόσμου· Α θ η ν ά Θεά της σοφίας και της φρονιμάδας, και έφορη στα πολεμικά· επιτηδιότατη σε πολλά έργα, και ξεχωριστά στη υφαντική. Θυγατέρα του Δία γεννημένη από το κεφάλι του τελεία κόρη, και αρματομένη. έμεινε πάντοταις παρθένο· Ά ρ η ς Θεός του πολέμου. υγιός του Δία και της Ήρας· εχαίρονταν στους φόνους και στο αίμα. φοβερός στον πόλεμο. Ή φ α ι στ ο ς Θεός της χαλκευτικής· υγιός του Δία και της Ήρας. άσκημος και κοντζός, ένας από τη δοδεκάρα των θεών. Π λ ο ύ τ ω ν α ς Υγιός του Κρόνου και της Ρέας. Θεός του Άδη. αδερφός του Δία. επήρε για γυναίκα του την Περσεφόνη θυγατέρα της Δήμητρας. Έ ρ ω ς Θεός της αγάπης δυνατώτατος· υγιός τον Άρη και της Αφροδίτης θεάς της ωμορφιάς. επαρασταίνονταν σα γυμνό παιδί με τα μάτια δεμένα, με φτερούδες, και αματομένο με δοξάρι και σαγίταις. Κ ρ ό ν ο ς Υγιός του Ουρανού και της Γης· άρπαξε το θρόνο του πατέρα του και τον έδιοξε κόφτοντάς του τα αιδοία με το δρεπάνι. έπαθεν ύστερα τα ίδια από τον υγιό του Δία. Είχε για γυναίκα του την αδερφή του Ρέα. Γ ί γ α ν τ ε ς Μεγαλόκορμοι, δυνατώτατοι, και αλλόκοτοι στο σχήμα, εγεννήθηκαν από τη γη και από της σταξιές των κομμένον αιδίων του Ουρανού· επολέμησαν εναντίον τον Δία έχοντες αρχηγόν τους τον τρομερώτατων Γίγαντα Τυφώνα. Μόνα ο Δίας τους εκατατρόπωσε με τους κεραυνούς του. Τ ι τ ά ν ε ς Υγοί του Ουρανού και της Γης. επολέμησαν εναντίον του Δία, οπού εθριάμβεψε και σε ταύτη τη μάχη, και τους εξώρισε στα τάρταρα. _ Μ ο ύ σ α ι ς Ήταν εννιά θυγατέραις του Δία και της Μνημοσύνης, εκατοικούσαν στον Ελικώνα όρος της Βοιωτίας, τα ονόματά τους και 'επιστασίαις τους' ήταν. η Κλειώ ηύρε την Ιστορία. η Θαλεία επιστατούσε στη φυτουργία. η Ευτέρπη τα λαλούμενα. η Μελπομένη την Ωδή. η Τερψιχόρη στο Χορό. η Ερατώ στους γάμους, η Πολύμνια στη Γεωργική. η Ουρανία στην αστρολογία. και η Καλλιόπη στην ποίησι. Κ Ε Ν Τ Α Υ Ρ Ο I Τερατόμορφοι κάτοικοι της Θεσσαλίας. μισοί άλογα και μισοί αθρώποι. επολέμησαν με τους Λαπίθους σ' ένα συμμπόσιο. Μ Υ Θ Ο I Τα παραμύθια ιστορώ, τους μύθους ξεδιαλέφω. Στολνώ το ψέμα όσο μπορώ, Και την αλήθεια λέγω. ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Βουλή μου ήρθε, κι' όρεξι στη λύρα μου ν' αρχίσω, Του Αίσωπου τους ήρωες να γλυκοτραγουδήσω. Με λόγους ζώων άλογων, άψυχων παρομοίαις, Σ' αυτό το λογικώτατο να δώκω νουθεσίαις· Ω φαντασία ζωντανή, που στα μυαλά φωλιάζεις· 5 Κι οπού με χέρι δυνατό κρατάς και τα υποτάζεις. Οπού σοφών και παλαυών εσύ το νουν ορίζεις, Τους στοχασμούς τους, κυβερνάς. τα έργα τους διορίζεις. Οπού το παν εξιστοράς σ' ενού μυαλού τον τόπο, Ήτε κοιμάται ή αγρυπνάει, χωρίς κανέναν κόπο. 10 Οπού τεχνών κι' επιστημών και συστυμάτων βρύσι, Ζωγράφος είσαι λογιαστός στη λογιαστή τη φύσι. Εσένα κράζω βοηθόν στης συγγραφής τη ύλη. Λάμψε σ' εμένα φωτεινή, κι' οδήγα το κοντύλι, Να δυνηθώ με των Μουσών τη γλώσσα και τον τρόπον 15 Να ιστορήσω, όσα ειπώ, ν' αρέσου των ανθρώπων. Σε μια εποχή αλλοτεσινή, που πονηριαίς και δόλοι, Το κύρος είχαν δυνατό στην οικουμένην όλη, Γιατί το Ψέμα τολμηρό με πλάνον είχε φτάση, Τον εαυτό του 'ς των πολλών τη γνώμη να θρονιάση, 20 Με παρρησία στο κοινό όπου ήθελε να τρέχη, Ελεύτερο, ανεμπόδηγο, και κόπον να μην έχη. Να περπατή με σοβαρό, με περιφάνιας ήθος, Και να τρομάζη των μικρών και των τρανών το πλήθος. Να βρίσκη χώρα σ' ολουνούς· παντού συντροφευμένο, 25 Σε κάθε σπίτι αγαπητό, και περιποιημένο. Η μαύρη Αλήθια από καιρούς και χρόνια εξορισμένη, Από τον κόσμο μισητή, κι' όξω απ' αυτόν κρυμμένη, Σ' ανήλιον τόπο ανάμερον, και σε πυκνό σκοτάδι, Είχε αποκάμη κατοικιά μέσ' σε βαθύ πηγάδι. 30 Μήτ' αποκείθε εκόταγε να βγη σε ημέρας φέξι, Με δίχως κίντυνο άφευχτο, χωρίς βαργιά να φταίξη. Κει μέσα πάντα μοναχή στον πάτο σφαλισμένη, Από το φόβον άκοπα σκληρά βασανισμένη, Αν επιτύχαινε καιρό τη νύχτα να ημπορέση 35 Σε φίλου, ή γνώριμου παλιού το σπίτι να χωρέση. Την συντροφιά του εχαίρονταν στιμαίς με τρόμου ζάλη· Και κλιόνταν γλήγορ' άφαντη μες την κρυψιόνα πάλι. Αλλά μονάξιας ερημιά παρόμια να υπομένη Βαρέθηκε ως το ύστερον πολύ περιορισμένη· 40 Κι' αποφασίζει μιαν αυγή ν' αφήκη τέτοιους τόπους, Να πάη να ζήση, ως άλλοτε, μαζή με τους ανθρώπους, Οχ το πουρνό λοιπόν αυτή σε σταυροδρόμι βγαίνει, Στον κόσμο φανερόνεται, στον κόσμο πάλι μπαίνει. Μον εβουλήθη ολόγυμνη τα κάλλη κι' ωμορφιά της, 45 Να δείξη δίχως σκέπασμα, ως ήταν μάθημά της. Θαρρούσε ακόμα σώζωνταν καθώς και πρώτα ωραία· Ωσάν και πρώτα ποθητή και ζηλεμένη νέα. Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτα μον εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. 50 Κάλοι, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μον βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση. Στέκει, η Αλήθια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, 55 Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη. Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση, Και δεν ευρέθηκε άθρωπος σε ταύτη να ζυγόση. Κι' εκεί που διαλογίζεται, στο νου της αποράει, Με καταισκύνη κι εντροπή, το τι έπαθε μετράει. 60 Της φανερόνεται ομπροστά το Ψέμα στολισμένο Από πετράδια λογιαστά, και στα χρυσά ντυμένο· Πλαστή ήταν όλη η φορεσιά, κι' από γιαλιά γιομάτη, Ωστόσο εφάνταζε πολύ, κι' εγέλαε το μάτι. Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω. Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω Να ελεήσω ηθέλησα του μάταιους ανθρώπους, Που την αμάθια κείτονται με ταλαιπώριας κόπους. Σ' αυτούς να λάμψω καθαρή, την πλάνη να σκορπίσω 75 Να ξαλειφθούν η πρόληψες, και τα κακά να σβύσω. Να φέρω πάλι μάθησες, να φέρω πάλι φώτα Να οδηγήσω τους θνητούς εις το καλό, σαν πρώτα. Τ' ομολογώ επλανέθηκα στον άγνωμο σκοπό μου· Και καταφρόνια ανέλπιστα θωρώ με θιαμασμό μου. 80 Μικροί μεγάλοι με μισάν· κανένας δε με θέλει. Αν είμαι, ή αν δε βρίσκομαι, τελείως δεν τους μέλει, Και σα να μ' είχαν όχτρητα το πρόσωπο γυρίζουν, Αλλ' ως κι' οι φίλοι μου οι παλαιοί, κι' αυτοί δε με γνωρίζουν, Κι' αν κανενός αποκοτάω διο λόγια να μιλήσω, 85 Φεύγει με πάτημα γοργό, μηδέ τηράει οπίσω. Νογώ το λάθο, πώκαμα· οι αθρώποι δε μου φταίγουν. Σ' αυτούς δεν τύχαινε να βγω οι γριαίς δεν τους αρέγουν, Δεν είν' αυτό, αδερφούλα μου, εκείνο που πειράζει. Της λέει το Ψέμα, ως το φρονείς, κι' ο νους σου λογαριάζει: 90 Δε βλάβουν τα γεράματα, μον αφορμή κι αιτία Είν' της στολής η έλλειψι· δεν είν η ηληκία. Γιατί νομίζουν οι πολλοί, πως κάθε τι δεν πρέπει, Με δίχως κάνα σκέπασμα καθένας να το βλέπει. Εγώ πολύ παλιότερο και γεροστότερόν σου, 95 Με τα στολίδια, που φορώ, φαντάζω νιότερό σου. Και ντιούμαι πάντα λογιαστά, και πάντα συχναλλάζω, Και πάσα ημέρα αλλιότικο, καινούρια νιάτα βγάζω. Τα όξω ορέγεται καλά, σ' εκείνα προσκολλιέται, Τα μέσα δεν παρατηράει ο κόσμος, κι' ας γελιέται. 100 Για τούτο εγώ έχω απέρασι, για τούτο κυριεύω, Γιατί ν' αρέσω καθενού αδιάκοπα γυρεύω. Κι' έτζι παντού προτίμησι, παντού ευρίσκω χώρα, Και κυβερνώ, ως ορέγομαι, τον κόσμον ως την ώρα· Να παρρησιάσης το κορμί λοιπόν σε γύμνια τόση, 105 Συμπαθησέμε να σου ειπώ, πως, δεν παραήταν γνώσι. Οστόσο το τι γίνηκε, πλιο δεν μπορ' α ξεγένη. Κι ας προσπαθήσομε σ' αυτό πιος διορθωμός να γένη. Έλα αδερφή να κάμομε, σου τάζω για καλό μας, Μια συμφωνία, αν αγαπάς, με διάφορο κοινό μας. 110 Σε τούτο μου το φόρεμα κι' οι διο να τυλιχτούμε, Σύντροφοι πάντα αχώριγοι μαζί να περπατούμε. Τότες οι φρόνιμοι σα ιδούν πως βρίσκομαι με εσένα, Από χατίρι σου θαρρώ δε με μισάν κι' εμένα. Κι' εσένα πάλι οι τρελλοί να σε θωρούν μαζί μου, 115 Μετά χαράς σε δέχουνται απ' αφορμή δική μου· Σε ταύτα η Αλήθια στρέγοντας, το ψέμα αγγαλιασμένη, Στης φορεσιάς του εφάνηκε με ταύτο σκεπασμένη. Κι' αφόντης ανταμόθηκαν το ψέμα κι' η Αλήθια, Της γης τη σφαίρα επλήθυναν τα τόσα παραμύθια, 120 Τα παραμύθια εξιστορώ· τους μύθους ξεδιαλέγω. Στολνώ το Ψέμα όσο μπορώ και την Αλήθια λέγω. ΜΥΘΟΣ Α. Τ ζ ί ν τ ζ ι ρ α ς κ α ι Μ υ ρ μ ή γ κ ι. Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λιαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, 125 Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά. Σαν πέρασαν η κάψαις, και πιάνουν η βροχαίς, Καιρών ενάντιων ζάλαις, ανέμων ταραχαίς, 130 Ο λαλητής ευρέθη, μην έχοντας σπειρί, Της πείνας να ψοφήση, σε κίντυνο βαρύ. Στο σοδιαστή προστρέχει, του λέει, παρακαλώ, Μην αρνηθής να κάμης σ' εμένα ένα καλό. Με ξάφνισαν τα κρύα, προμιού το φανταστώ, 135 Και να χαθώ κοντεύω, αν δεν καταφταστώ. Να μ' ελεήσης, φίλε, μ' ολίγο μερτικό Από την εισοδιά σου προς ώρας δανεικό. Κι' ερχάμενος ο θέρος, χωρίς να ζημιοθής, Σου δίνω και κεφάλι και κάματον ευθύς. 140 Πολύ καλά, αποκρίθη· μον δεν παρανογώ, Γιατί να μη φροντίσης, ως έκαμα κι' εγώ. Γιατί, κυρ Μύρμηγκά μου, δεν άδιασα στιμή Από το λάλημά μου, κι' αυτή είναι η αφορμή. Εξαίρετα, του είπε, σα στον καλόν καιρό 145 Λαλούσες, τώρ' αρχίνα, και στήσε το χορό. *** Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλλον δε μετρούν, Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. 150 Επειδής φτερά βαστάει. Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όπιος δεν τον κυνηγάει, Χάνει πάντα τον τορό. *** Σύναζε νιος όσο μπορείς, 155 Γέροντας άνεσι να βρης. Στα νιάτα σου αν οκνεύεις. Γέρος κακά πορεύεις· Μ Υ Θ Ο Σ Β. Τ ο Ψ ά ρ ι και τα Ψ α ρ ό π ο υ λ α. Μη χωρίζεστε παιδιά μου, Οχ τα ίχνη τα δικά μου. 160 Στο ποτάμι μέσα τρέξτε Όσο θέλετε, και παίξτε. Στα ριχά μη ξεγελιέστε, Και στης άκραις να πλανιέστε. Είναι οχτροί, και φυλαχτήτε, 165 Να μη τύχη και βλαφτήτε. Έτζι τα Ψαρόπουλά του, Σέρνοντάς τα από κοντά του, Εσυμβούλευε το Ψάρι, Με αγάπη και με χάρι. 170 Μον αυτά απ' ανεγνωμιά τους, Παιδιακήσια ακεφαλιά τους, Με τη μάνα τους γελούσαν, Της ορμήνιαις δεν ψηφούσαν. Ήταν ώρα που το χιόνι 175 Των βουνών, κι' ο πάγος λιόνει· Ροβολάν μ' ορμή, αβγατίζουν, Και τα κάτω πλευρίζουν. Το ποτάμι φουσκομένο, Κατεβάζει αφρισμένο. 180 Τα νερά του τόσο υψόνει, Που τους κάμπους θαλασσόνει· Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα 185 Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. 190 Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα. Το νερό αυτό διαβαίνει, 195 Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε. Οχ κι εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μας σκιάζης· 200 Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Άλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. 205 Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται. Απομνήσκουν μες την ξέρη, Πέφτουν σε διαβάτων χέρι. 210 *** Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξι, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξι· Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό πλανιέται. Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, 215 Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· *** Στην πατρίδα σου αν πορεύης, Ξένους τόπους μη γυρεύης. Κάλλια μέτρια στη γωνιά σου Μ' ευχαρίστησι καρδιάς σου, 220 Ή πολλά να αποχτήσης, Και με κίντυνα να ζήσης. Των γονέων της ορμήνιαις Μη ποτέ καταφρονάς· Είναι πάντα προς καλό σου, 225 Όσο αλλιώς εσύ αν φρονάς. *** Πραχτικού γερόντου γνώμη Ν' αφηκράζεσαι καλά· Έχει πράξι στα του κόσμου· Έπαθε, έμαθε πολλά. 230 Κάθε τι επιχειρίσου, Όσο είναι η δύναμί σου. Οχ τον κύκλο σου μη βγαίνεις, Ότι αλλιώς κακοπαθαίνεις Μ Υ Θ Ο Σ Γ. Η κ ο υ τ ζ ι ο ν ο ύ ρ α Α λ ο υ π ο ύ. Μια Αλουπού, πώς εγελάστη, 235 Κι' σε δόκανον επιάστη Τέτιο ζώο πονηρό, Στην αλήθια δεν το ξέρω, Μήτε θέλω να υποφέρω, Να ξετάξω να το βρω. 240 Ξέρω ωστόσο, και μου φτάνει· Πως επιάστη, και πως χάνει Για κακή της συφορά, Μ' αδιόρθωτη πομπή της Την καλέτερη στολή της, 245 Τη μεγάλη της νορά. Κι' ήταν χρεία, ή κρυμμένη, Ήτε δάχτυλο δειγμένη Μ' εντροπή της να περνάη. Όθεν ναύρη θεραπεία 250 Για μια τέτια δυστυχία Όλο θέλει κι' ερευνάει· Σ' ένα δάσος, που η άλλαις Αλουπαίς μικραίς μεγάλαις Είχαν σύναξι βουλής, 255 Που σε ταύτη εσυνηθούσαν, Και κοινά εθεωρούσαν Κάπιαις χρείαις της φυλής. Πάει και τούτη κι' αρχινάει, Ένα πρόβλημα κινάει, 260 Πως η μόνη και συχνή, Σ' όσα πάσχουν εναντία, Η νορά τους είναι αιτία, Η νορά τα προξενεί. Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα, 265 Κι' όσα άλλα η φιληνάδα Να εφεύρη είν' αρκετή, Τ' αριθμάει δημηγορόντας, Και θερμά κατηγορόντας Τη νορά για περιττή· 270 Κι' ακλουθόντας ως το τέλος Να κακολογάη το μέλος, Με απόφασις φωνή Να κοπή για δίκο κρίνει, Συμβουλή και γνώμη δίνει 275 Προς ωφέλειαν κοινή. Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και, να σύρη, 280 Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, 285 Ε της λέι, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική, Αν αυτή η συμβουλή σου, Που με τόσην όρεξί σου 290 Να δεχτούμε επιθυμάς, Δεν υπόσκονταν σ' εσένα Κέρδος, διάφορο κανένα, Δεν την πρόβανες σ' εμάς. Μ Υ θ Ο Σ Δ. Γ ά τ ο ς κ α ι Κ α θ ρ έ φ τ η ς Ω Φιλοσόφοι σοβαροί, 295 Οπού με γνώμη σταθερή Ξοδεύετε παντοτινά Χρόνια ζωής προσωρινά, Για να ξηγάτε τολμηροί, Όσα ο νους σας δε χωρεί· 300 Καταδεχτήτε ολίγο τι Προσεχτικό να βάλτε αυτί Σε Γάτου φέρσιμο και νου, Σοφού σωστά αληθινού. Σε καθρέφτην ένας Γάτος 305 Άλλον όμιον του θαρρούσε· Με παιγνίδια πάει τρεχάτος, Να τον φτάκη προσπαθούσε. Το γιαλί τον εμποδάει· Θιαμασμένος απομνήσκει· 310 Αποπίσω ευτύς περνάει· Μον κι' εκεί δεν τον ευρίσκει. Μεταέρχεται, κυττάζει, Και τον βλέπει ομπρός του πάλι. Σταματάει, συλλογιάζει, 315 Και ταράζει το κεφάλι· Κι' οχ το φόβο μη του φύγη Αν τα φέρη αυτός τη γύρα, Εστοχάστη στο κυνήγι Ν' αποκλείση πάσα θύρα. 320 Στην κορφή οχ τον καθρέφτη Απηδόντας ανηβαίνει· Της κοιλιάς καβάλλα πέφτει Και του λόγου του συσταίνει· Διο απέδω, διο απέκει 325 Τα ποδάρια του κρατάει· Με μεγάλην έγνια στέκει, Μουλυχτά παραφυλάει. Βέβιος τότε να τον πιάκη, Σιγανά, αλαφρά αρχινάει, 330 Στο γιαλί να ιδή, να φτάκη, Το κεφάλι να κρεμάη. Ένα αυτί πρωτοματιάζει, Κι' άλλο δεύτερο δοκέται· Και τα νύχια του συντάζει· 335 Δέξια ζέρβια του κινιέται· Εις αυτό, το ζύγι χάνει, Ξαγλιστράει παραπατόντας Το σκοπό δεν αποκάνει, Και στον πάτο πάει βαρόντας. 340 Δίχως άλλο να φροντίζη, Και να πολυπραγμονάη, Στα ποντίκια του γυρίζει, Τον καθρέφτη απαρατάει· Πια μου, λέγει, χρεία εμένα, 345 Τέτια κι' άλλα να γυρεύω; Δίχως διάφορο κανένα Το μιαλό μου να πεδεύω; Ό,τι ο νους μου να νοήση, Σα μου λείπει κάθε τρόπος, 350 Δεν μπορεί να μ' ωφελήση, Και χαμένος είναι ο κόπος. Μ Υ θ Ο Σ Ε. Α η δ ώ ν ι και Γ ε ρ ά κ ι. Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, 355 Με φωνή πολλή και χάρι. Το Γεράκι που απετάει, Και θροφή να βρη γυρεύει, Κούοντάς το ογληγορεύει, Καταπάνω του χυμάει· 360 Στα ποδάρια του τ' αρπάζει· Στον αγέρα το σηκώνει· Σ' άλλο μέρος χαμπηλόνει· Για φαγή του το τοιμάζει. Το Αηδόνι το καϋμένο, 365 Βλέποντας το θάνατό του, Προς τον άσπλαχνον οχτρό του Λέγει παραπονεμένο. Άφινέ με έτζι να ζήσης. Μια χαψιά κορμί για σένα 370 Είναι είδος στα χαμένα· Άλλο βρες να κυνηγήσης. Αν με φας, τι θ' απεικάσης; Σου χρειάζεται κάνα άλλο Απετούμενο μεγάλο, 375 Κι' όχι εγώ, για να χορτάσης. Το Γεράκι λέει σ' εκείνο, Για το αβέβιο όπιος τρέχει Μέτρα γνώσις δεν κατέχει· Και για ταύτο δε σ' αφίνω. 380 *** Κάλλια πέντε και στο χέρι, Πάρα δέκα και καρτέρει *** Μην αφίνεις το ολίγο, που στο χέρι σου κρατάς, Για να βρης παράνω ακόμα, τι δεν ξέρεις τι ζητάς. Όσο έχεις είναι βέβιο· τ' άλλο, ελπίδα καρτερείς· 385 Κι' οχ τα διο να μείνης άδιος, αν δεν έχεις νου, μπορείς. Μ Υ Θ Ο Σ ς. Φ ο ρ ά δ α και Π ο υ λ ά ρ ι τ η ς. Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση Ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά· καθάρια, 390 Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του. Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται 405 Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. 410 Ογκομένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο. Αφορμή ας μη το κεντάει, 415 Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία, Τότε πρόφασι κι' αιτία 420 Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, 425 Κάθε τι να το χορταίνη. Ως το τέλος βαρεμένο, Και πολύ περιορισμένο, Μην ηξέροντας τι έχει, Στην καλή του μάνα τρέχει· 430 Έχω από καιρό, της λέγει, Που ο τόπος δε με στρέγει· Η βοσκή μας δε σαρκόνει, Και παράνω με σκοτόνει· Τα τριφύλλι που αγαπάω, 435 Παρανόρεχτα μασσάω. Και η πρώτη νοστιμάδα Στα νερά δεν έχει αράδα. Ως κι' ο αγέρας, που ανασταίνω, Και κακό απ' αυτόν παθαίνω, 440 Στα πλεμόνια μου ανημπόρια Προξενάει με στενοχώρια. Μ' ένα λόγο· εγώ σ' ολίγο, Μάνα μου, αποδώ αν δε φύγω Σ' άλλο μέρος να περάσω, 445 Τη ζωή μπορώ να χάσω. Ναι, του λέει εκείνη, τώρα, Να μισέψομε στην ώρα. Τέτιος τόπος δεν αχρήζει, Την υγιά σου σαν εγγίζει. 450 Λόγος, κι' έργο· την παλιά τους Απαριάζουν κατοικά τους, Δίχως να χασομερήσουν Μια στιμή, ν' αναχωρήσουν. Ο μικρός ο ταξιδιότης, 455 Οχ το βράσιμο της νιότης, Με γοργά πατήματά του Απηδάει οχ τη χαρά του. Και η γριά, οπού πηγαίνει Όχι καλοκαρδισμένη, 460 Φρονιμώτερα πατάει, Και στο δρόμο τ' οδηγάει· Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας. Μοναχά μ' αυτό στο στόμα 475 Διο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, 480 Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, 485 Απατό του για να μάθη· Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει· Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· 500 Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε. Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, 505 Ας σταθούμε επιζωής μας. Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο. 510 Τότε η γριά με καλοσύνη Τέτια συμβουλή του δίνει· Τέκνο, λέγει, αφηκράσου· Και τα λόγια μου στοχάσου Αν ορέγεσαι να ζήσης 515 Δίχως να κακοπαθήσης, Εις την κάθε απόλαψί σου, Να είναι μέτρο η δύναμί σου. Η υστέρησι πειράζει· Το πολύ αναγουλιάζει· 520 Ηδονή ζητάς να εύρης; Μες τη μέση να την ξεύρης. Μ Υ θ Ο Σ Ζ. Π ε ρ ι σ τ έ ρι. Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό. 525 Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό. Ξαφνισμένο από Γεράκι Το αθώο το πουλάκι 530 Στα χαμένα περπατάει· Στα χαμένα τριγυρίζει, Και τον τόπο δε γνωρίζει, Μήτε ξέρει πού πατάει· Όσο τρέχει και απετάει, 535 Τόσο ανάφτει και διψάει, Και δροσιά επιθυμεί· Τελοσπάντων αγναντεύει Το νερό οπού χαλεύει, Και στου πόθου την ακμή, 540 Οχ τη βιά του τη μεγάλη Το σημάδι εκείνο σφάλλει, Σε ξερό δέντρο χτυπάει· Πέφτει κάτω σκοτισμένο Και σε χέρια σκλαβομένο 545 Κυνηγού αποκαταντάει· *** Των παθών μας η ορμή Είναι η πρώτη αφορμή Σ' όσα ενάντια μας τυχαίνουν· Δυστυχείς μας καταστένουν 550 Αν μετράγαμεν πολλά Θέλα κρέναμεν καλά Κάθε τέλος του σκοπού μας, Μ' ώφελος του εαυτού μας· Μον του πόθου η υπερβολή, 555 Κι' η αστόχαστη βουλή Την καρδιά μας κυριεύουν, Σ' ατυχίαις μας πεδεύουν· Εις του πόθου το βρασμό Στάκα σε συλλγισμό, 560 Μη η βιά σε καταφέρη, Κάμης ό,τι δε συμφέρει· Σε ό,τι επιχειριστής Ποτέ σου μη παραβιαστής. Γιατί σε βια μεγάλη 565 Ο νους μας πάντα σφάλλει· Μ Υ Θ Ο Σ Η. Χ ω ρ ι ά τ η ς και Π α ι δ ι ά τ ο υ. Ένας γέρος χωρικός Μετρημένος, γνωστικός, Ότι αρχίνησε να νιόση, Πως το τέλος του είχε σόση, 570 Και ποθόντας, μοναχή Τα παιδιά του παντοχή· Στη δουλιά της γης να έχουν, Και σ' εκείνη να προσέχουν, Με φιλόστοργη βουλή 575 Μιαν αυγή τα προσκαλεί 'Σ του θανάτου του την κλίνη· Τέτια διάτα τους αφίνει· Και τους λέει· Παιδιά μου, εγώ Όσο βλέπω, δεν αργώ 580 Τούτη τη ζωή να χάσω, Και στην άλλη να περάσω· Όθεν, πριν σας χωριστώ, Σαν πατέρας σας, χρωστώ Να σας πω τη θέλησί μου, 585 Κι' όλη την κατάστασί μου· Το γνωρίζετε καλά, Πως δεν έχομε πολλά· Ένα σπίτι, ολίγο πράμμα, Και μ' αυτά το αμπέλι αντάμα. 590 Το αμπέλι είν' αρκετό, Επειδής κι' εμείς μ' αυτό Επορέψαμαν ως τώρα, Οι καλήτεροι στη χώρα. Μον στην τόση του εισοδιά 595 Βολετό και σαν παιδιά Να μην ευχαριστηθήτε, Και σε χρείαις να βρεθήτε· Να το ξέρετε λοιπόν, Πως εγώ με το σκοπόν, 600 Μη καμμιά φορά ξεπέστε, Και σε φτώχια τυραγνιέστε, Όλα μου τα μετρητά, Σε διο κλήματα κοντά, Μες τ' αμπέλι τα 'χω θάψει 605 Προς τη φράχτη, που είχα κάψει.... Θέλει ο Γέροντας να ειπή· Η φωνή του είχε κοπή, Δεν μπορεί ν' ακολουθήση, Μήτε λόγο να μιλήση. 610 Οι υγοί του τον κρατάν· Του φωνάζουν· τον ρωτάν· Μον ο γέρος τελειόνει Τη ζωή του, και νεκρόνει. Του πατρός τους το χαμό 615 Με καρδιάς πολύν καϋμό Τα ορφανά παραπονιούνται, Και σε κλάυματα κινιούνται· Μον 'ς της λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή 620 Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, 625 Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. 630 Με απόφασι κοινή, Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν. Κι' η δουλιά τους η πολλή 635 Το υποστατικό ωφελεί, Που καινούργια αγγιά αγοοάζουν· Τα κρασιά τους εισοδιάζουν. Αφοντότες αρχινούν, Μ' άλλα μέτρα κι' άλλο νουν, 640 Τη δουλιά να προτιμήσουν, Κι' ευτυχή ζωή να ζήσουν. *** Όπιος οκνεύει Και δε δουλεύει, Αυτός γυρεΰει Να δυστυχάη. Ο κόπος φέρει Με πλούσιο χέρι 645 Ό,τι συμφέρει Να ευτυχάη· Δεν είναι ο τόπος, Δεν είναι ο τρόπος, Μον είν' ο κόπος, Ο θησαυρός. Φτωχός μετριέται, Ταλαιπωριέται, Καταφρονιέται, Ο οκνηρός· 650 Μ Υ Θ Ο Σ Θ. Τ ι μ ή, Φ ω τ ι ά, και Ν ε ρ ό. Συμφώνησαν παλιόν καιρό Τιμή Φωτιά, και το Νερό Μαζί να συντροφέψουν, Και τύχη να γυρέψουν· Στο δρόμο τους που περπατάν, 655 Ένας τον άλλον ερωτάν· Αν λάχη και χαθούμε, Πώς να ανταμοθούμε; Με χάσεταν, λέει η Φωτιά, Ρίξτε τριγύρω μια ματιά, 660 Κι' οπού καπνό να ιδήτε, Ελάτε να με βρήτε. Κι' εγώ αποκρίθη το Νερό Έχω τον τόπο φανερό· Οπού χλωρό λιβάδι, 665 Δικό μου είναι σημάδι. Γυρίζουν λεν και της τιμής· Σου φανερόσαμαν εμείς Του καθενού μας τόπο, Πες μας κι' εσύ τον τρόπο. 670 Λέγει η Τιμή, εγώ σ' αυτό Σας συμβουλεύω, οχ το κοντό Ποτέ μη γελαστήτε Να μου ξεχωριστήτε. Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά, 675 Και δε με πιάστε σταθερά, Όσο να με γυρέψτε, Τον κόπο θα ξοδέψτε. Μ Υ Θ Ο Σ I. Α λ ο υ π ο ύ, και Τ ρ ά γ ο ς Σ' ερημιάς μεγάλης μέρη Ένας Τράγος καλοκαίρι 680 Οχ τη δίψα αναγκασμένος, Περπατούσε απελπισμένος. Μια Αλουπού οχ την ίδια αιτία, Και σε όμια αδημονία, Βλέποντάς τον σταματάει, 685 Φιλικά τον χαιρετάει· Και στην πρώτη ανταμοσί τους. Με μια κάπια αλαφροσί τους, Σαν ομιοπαθείς κι' οι διο τους Μολογάν το βασανό τους. 690 Λέγει η Αλουπού· θυμούμαι, Αν στο νου μου δε γελιούμαι, Κάπου εδώ κοντά σημάδι Έχω ιδή από πηγάδι· Και σα θέλεις λίγον κόπο 695 Κάνομε ως αυτόν τον τόπο, Μήπως τύχη και το βρούμε, Και χωρτάτα δροσιστούμε. Συνοδιά το δρόμο παίρουν, Και αρκετή ώρα γύραις φέρουν· 700 Τελοσπάντων πιτυχαίνουν, Κι' ευχαριστημένοι μένουν. Το πηγάδι είχε πλάτο, Κι' αρκετό νερό στον πάτο· Εύκολο ήταν να κατέβουν, 705 Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν· Μον ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι' αυτό να δόση, Πρόθυμος ευτυς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. 710 Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψαμε πλιο τώρα. Και σταφνίζεται να φύγη, 715 Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίφεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει· Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζεις· απογάλι, 720 Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύ'ρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, 725 Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω. Την ορμνήνια μου αφηκράσου, Σιούκου ορθός στα μπροστινά σου, Προς τον τοίχο με τ' αστίθια· Εύγε σου μα την αλήθια. 730 Τέντοσε τα μπροστινά σου· Στήλοσε τα κερατά σου· Βάστα φίλε, μη σπαράξης, Για να ιδής και να θιαμάξης. Είπε κι' έκαμε το πράμμα. 735 Όξω ερρίχτηκε εντωάμα· Κιαπέ σκύφτει και γελάει, Και τον Τράγο περγελάει. Που φωνάζει, φιληνάδα, Ήρθεν η δική μου αράδα. 740 Μον η πόνηρη εκείνη Τέτια απόκρισι του δίνει· Στα γεννάκια σου όσαις τρίχες Τόση γνώσι, Τράγε, αν είχες, Πριν εμπής θα συλλογιόσουν, 745 Πώς απαύτου θα τραβιόσουν. *** Σε κάθ' έργο και δουλιά σου, Που θελά καταπιαστής, Μη ποτέ αρχινάς 'με βιά σου, Πριν το τέλος στοχαστής. 750 Όλοι εύκολο, θαρρούμε Κάθε είδος στην αρχή, Μόνε ύστερα απαντούμε Δυσκολίας ταραχή. Κι' αν κατόπι μετανιόσης 755 Τότε πλιο τι σ' ωφελεί; Τη ζημιά σου θέλα νιόσης Μ' αδιαφόρετη χολή. *** Σε κάθε μέρος και καιρό Υπόφτευε τον πονηρό. 760 Μ' αυτόν ποτέ μη φιλιοθής, Στο ύστερο θα ζημιοθής. Γιατί το έχει φυσικό Να κάνη πάντοτε κακό. *** Του πονηρού τη συμβουλή 765 Να τη μετράς επιβουλή. Τι σ' ό,τι σ' ορμηνεύει, Το κέρδος του γυρεύει· Μ Υ Θ Ο Σ ΙΑ. Μ π ά κ α κ α ς και Β ό ι δ ι. Γλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, 770 Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του 775 Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; 780 Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή. Άλλος Μπάκακας κοντά του 785 Γνώριμός του τον ρωτάει, Με το φούσκομα που κάνει Τι σκοπόν αυτός βαστάει· Θέλω λέγει να χοντρύνω, Σαν το Βόιδι να γενώ· 790 Κύτταξέ με, ως πόσο λείπει, Ίσια ίσια να φανώ; Τι είναι αυταίς η φαντασίαις, Που σου μπήκαν στο μιαλό; Αδερφέ μου, τράβα χέρι, 795 Δε σου βγαίνει σε καλό. Τήρα εδώ, κιαπέ άφινέ ταις, Της ορμήνιαις της πολλαίς. Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης· Για ιδές τώρα· πώς μου λες; 800 Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο, Λείπει, φίλε, περισσό· Τελοσπάντων για να σόση Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό, Όσο γένεται με κόπο 805 Και μ' αγώνα του ο καλός Ακατάπαυτα φουσκόνει, Ωσπού σκάζει σαν τρελλός. *** Έτζι όλοι αποχαλνιούνται, Όσοι δεν ευχαριστιούνται, 810 Να πορεύουν τη ζωή τους Κατά την κατάστασί τους. Τα μεγάλα επιθυμόντας, Περηφάνιαις κυνηγόντας, Καταντάν σε φαντασία, 815 Που τους φέρει εις δυστυχία, Και ο κόσμος, που τους βλέπει, Τους γελάει, γιατί τους πρέπει· Η φαντασία, Για μεγαλεία Στον κόσμον όλο, Κοινή μωρία. 820 Μ' αυτή τη ζάλη Εις το κεφάλι, Ανησυχάζουν Μικροί, μεγάλοι· Ανώτερό του Καλήτερό του Πασάνας θέλει Για ισότιμό του. Έχει, δεν έχει, Το δρόμο τρέχει 825 Που τα μεγάλα Αυτός παντέχει· Σε όπια λάχη Αράδα να 'χη, Ποσώς δε στρέγει, Στρίβει τη ράχη. Σ' αυτή δε μένει, Παρέκει βγαίνει, Κι' ένα σκαλίδι Πάντ' αντιβαίνει· 830 Αυτό κυττάζει, Για αυτό κοπιάζει Ο κόσμος όλος, Για να φαντάζη. Κι' όλοι γελιούνται, Τυφλά κινιούνται, Κι' επιζωτίς τους Ταλαιπωριούνται. *** Μέτραγε τα έξοδά σου, κατά το εισόδημα σου. 835 Κι' έτζι ζιής ευτυχισμένος, κι' οχ τον κόσμο παινεμένος. Μ Υ θ Ο Σ ΙΒ. Ο ι Λ α γ ο ί. Σ' εποχή καιρών και χρόνων. Των παμπάλαιων αιώνων Οι Λαγοί αποσταμένοι Μια ζωή βασανισμένη. 840 Να διαβαίνουν εξαιτίας Της μεγάλης τους δειλίας, Στην απελπισία φτάνουν Να προκρίνουν να πεθάνουν· Κι' ένα τέλος πλιο να φέρουν 845 Στα δεινά οπού υποφέρουν. Λεν, 'ς της γης αυτήν τη σφαίρα. Τα κακά, που πάσα ημέρα Κακορρίζικοι τραβούμε Σ' άλλα ζώα δε θωρούμε, 850 Μ' ακατάπαυταις τρομάραις Συγκρατούμεναις λαχτάραις, Μοναχοί είμαστε απ' όλα Δυστυχώτεροι καθόλα. Οι Αϊτοί θροφή μας έχουν· 855 Τα θεριά μας κατατρέχουν· Και του αθρώπου η κακία Υστερνή μας δυστυχία. Με φωτιαίς αρματομένος, Με σκυλλιά συνοδεμένος, 860 Αφορμής να ξεφαντόση, Έρχεται να μας σκοτόση. Κι' είναι δίχως καταφύγι Της φυλής μας το κυνήγι. Τοσοπού παντού διογμένοι 865 Λογιαστά πολεμημένοι, Η καρδιά μας πάντα δαίρει Και κρυμμένοι μες τη φτέρι, Διο αντάμα δεν κοτούμε Πουθενά να ευρεθούμε. 870 Κάθε χτύπος μας τρομάζει· Ως κι' ο ίσκιος μας πειράζει· Και τα μάτια, αν κοιμηθούμε Οχ το φόβο δε σφαλνούμε. Έναν θάνατο χρωστούμε· 875 Μια φορά καν ας χαθούμε. Και με τα παράπονά τους Σε μια λίμνη εκεί κοντά τους Παν με τέλια απόφασί τους Να σκολάσουν τη ζωή τους, 880 Προς της άκραις ότι σόνουν, Κοντοστέκοντας ζυγόνουν· Κι' ένα πλήθος Μπακακάδες Που εμούλοναν σ' αράδες, Την πεδοβολή αγρηκόντας 885 Στα νερά βουτάν πηδόντας. Κι' οι Λαγοί να ιδούν, πως κι' άλλοι Ζιούσαν σ' όμια φόβου ζάλη, Το σκοπό ξαποφασίζουν, Και στα πλάγιά τους γυρίζουν, 890 *** Όσο και να δυστυχάη, Όποτε άθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη 895 Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση, Τα δεινά του να ξεχάση. 900 *** Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκλάβος σέρει το ζυγό του 905 Με τους φόβους του μαζί. ΜΥΘΟΣ ΙΓ. Ο Γ ά ι δ α ρ ο ς ν τ υ μ έ ν ο ς Λ ι ο ν τ ο τ ό μ α ρ ο. Ο Γάιδαρος μια ημέρα Ντυμένος πέρα πέρα Με Λιονταριού τομάρι, Σα δυνατό Λιοντάρι, 910 Της γειτονιάς τα ζώα, Και άγρια και αθώα, Με τόλμη κυνηγάει, Παντούθε τα προντάει· Εκείνα τρομασμένα 915 Αναμεράν κρυμένα, Και δίχως ν αναμείνουν Τον τόπον άδιο αφίνουν. Και τότε η αφεντιά του Με πάσα ελευτεριά του 920 Χωρίς δουλιάς αντράλα Εμπήκε στα μεγάλα. Τους κάμπους τριγυρίζει, Τη χλόη ροκανίζει Ως θέλει η όρεξί του 925 Χωρίς αντηρησί του. Ξαπλόνεται, γκυλιέται, Κι' αφέντης πλιο λογέται. Μον η Αλπού, που όλο Υπόφτευε το δόλο, 930 Σαν πονηρή ερευνόντας, Καλά παρατηρόντας Από το ένα αυτί του Την ψεύτικη στολή του, Κι' από το γκάρισμά του 935 Την τέλια γαϊδουριά του· Σωστά βεβαιομένη, Την είδησι προφταίνει Ευτύς του νοικοκύρι, Οπού είχε παραδείρει, 940 Πολλά περιπατόντας, Το γάιδαρο ζητόντας Κι' οπού σαν το μαθαίνει, Τον πιάνει, και τον γδαίνει, Του βάνει το σαμάρι, 945 Και πάλε σα γομάρι Στο σπίτι του τον φέρει, Και, ως έπρεπε, τον δαίρει· *** Με πλούσια και λαμπρή στολή Στον κόσμο, βλέπομε, πολλοί 950 Απ' όλους να τιμιοΰνται, Μεγάλοι να μετριούνται. Γιατί των πρόστυχων ο νους Στοχάζεται, πως σ' αυτουνούς Η τύχη έχει δόση 955 Με τα καλά, και γνώσι. Μον αν με μέτρα προσοχής, Ή καταντήσουν δυστυχείς, Ο φρόνινος θελήση Να τους παρατηρήση, 960 Θελά τους βρη ουτιδανούς, Από προτέρημα γυμνούς, Με μόνη φαντασία, Και γνώμης απορία. *** Το αξίωμα όσα δίνει 965 Στην υπόληψιν ενού, Μόνε λείψη τον αφίνει Μες το πλήθος του κοινού. Το προτέρημα χαρίζει Αναφαίρετη τιμή, 970 Και τον κάνει να αχρήζη, Και παντού να ευδοκιμή. ΜΥΘΟΣ ΙΔ. Κ ό ρ α κ α ς, και Α λ ο υ π ο ύ. Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας Εκάθησε απετόντας, Στη μύτη του βαστόντας 975 Μια γρούδα από τυρί. Η Αλουπού διαβαίνοντας Καταλαχού απέκει, Τον βλέπει· κοντοστέκει Η παραπονηρή. 980 Καν με τι νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση. Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε 985 Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναξε, Πετούμενο αντριομένο, 990 Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ, Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου 995 Σε χρώμα έτζι σεμνό. Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. 1000 Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος, που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμιον έπαινο 1005 Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Τις γκάβραις αρχινάει, 1010 Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή. Η Αλουπού αρπάζοντας Τη γρούδα τον τηράει, Τον αποχαιρετάει, 1015 Του λέγει· όλα καλά Τα έχεις, φίλε, εξαίρετα, Μον ένα να πασκήσης Ακόμα ν' αποχτήσης Κυρ Κόρακα, μ ι α λ ά. 1020 *** Γιατί η κολακεία Μες τη φιλοτιμία Με τρόπο μας εγγίζει, Γλυκά μας γαργαλίζει, Για ταύτο μας αρέγει 1025 Σε όσα αυτή μας λέγει· Μον όπιος να βαθύνη Είν' εύκολο να κρίνη. Ο κόλακας τη γλώσσα, Που σ' επαινάει σε τόσα, 1030 Κινάει από σκοπό του. Για μόνο διάφορό του. *** Του κόλακα τ' αχείλια Εκεί που σ' επαινούν, Εκεί σε περιπαίζουν, 1035 Και σε καταφρονούν· Και σε επαινάει πάντα Με τέλος και σκοπό, Για ν' απολάψη μόνον Ωφέλεια και καρπό. 1040 Μ Υ Θ Ο Σ ΙΕ. Α λ ο υ π ο ύ, και Λ ι ο ν τ ά ρ ι. Η Αλπού σε κάπια μέρη, Που μια ημέρα γύραις φέρει, Και θροφή ζητάει να βρη, Κει που τήραε λόγυρά της Το Λιοντάρι απ' ομπροστά της 1045 Να διαβή άξαφνα θωρεί· Κι' αφορμής καμμιά φορά άλλη Δεν το ίδε, τόση ζάλη, Και τρομάρα δυνατή Την καρδιά της κυριεύει, 1050 Που νεκρή με μιας κοντεύει Καταγής να σωριαστή. Δεύτερη φορά συμβαίνει, Σ' άλλο μέρος το ανταίνει, Και με φόβο σταματάει· 1055 Μον σαν πρώτα δεν τη σκιάζει· Και να το χαμοκυττάζη Όλο σαν αποκοτάει. Να το ιδή κι' αλλού τριτόνει, Παρευτύς σ' αυτό ζυγόνει, 1060 Και με όψι θαρρευτή Το θηρίο ακλουθόντας, Και μ' αυτό συνομιλόντας, Συνοδιά του περπατεί. *** Όσο κι' αν είναι φοβερό 1065 Το καθετί, με τον καιρό Πασάνας συνηθάει Να το καταφρονάη. Κι' αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, 1070 Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. Μ Υ θ Ο Σ Ις. Κ ρ ι ά ρ ι, Α ρ ν ά δ α, Γ ο υ ρ ο ύ ν ι και Γ ά ι δ α ρ ο ς. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώμα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι 1075 Ένα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια. Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχε αποθέσει 1080 Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο. Εξοπίσω πάει ατός του Και το Γάιδαρον ομπρός του Για να μην αργοπατάη, 1085 Με το ξύλο τον χτυπάει· Και το δόλιο το Γομάρι Γληγορεύει το ποδάρι, Κι' αγωνίζεται με γνώση Της ξυλιαίς για να γλυτρώση. 1090 Τα διο πρόβατα, σα ζώα Απονήρευτα κι' αθώα Δεν τηράν παρά να σόσουν Κι' οχ τον κόπο ν' αλαφρόσουν. Το Γουρούνι απ' όλα τ' άλλα 1095 Με σκουξίματα μεγάλα Να χτυπιέται δε σιγάει, Και τον κόσμο τρικυμάει· Οχ το βάρος κουρασμένο, Και καταγαναχτησμένο, 1100 Το Ζοντόβολο γυρίζει, Και παρόμια τ' ονειδίζει· Άτζαλο Γουρούνι, αλήθια, Τι είν' αυτή η κακή συνήθια Μια στιμή να μη τζωπαίνης, 1105 Και τ' αυτιά μας ξεκουφαίνεις. Πια ανάγκη, και πια χρεία, Έτζι αδιάντροπα κι' αχρεία Σε στενεύει να χουγιάζης, Κι' όλους μας να μας πειράζης; 1110 Δεν τηράς πως φορτομένος Μετ' εσάς εγώ ο καϋμένος, Τι τραβώ και δοκιμάζω, Και παράπονο δε βγάζω; Πάρε καν παραδειμμά σου 1115 Οχ την ίδια συντροφιά σου, Που παράνω τυραγνιούνται, Και καθόλου δε γρηκιούνται. Δεν τους φτάνει, που σφιμένα Στης τριχαίς σαν κρεμασμένα 1120 Σ' έχουν αποπανωθιό τους, Βάσανο ξεχωριστό τους· Μόνε δίχως καμμιά αιτία, Κι' από μόνη αδιακρισία, Τους σκοτίζεις το κεφάλι 1125 Με της γκάβρας σου τη ζάλη. Το Γουρούνι λόγια τόσα Οχ του Γάιδαρου τη γλώσσα Να ακούη, καιρό δε χάνει, Τέτια απόκρισι του κάνει· 1130 Να σου ειπώ, του λέει, δεν ξέρω Τι υποφέρεις, τι υποφέρω. Μόνε ξέρω κι' απεικάζω, Πως με δίκιο ανησυχάζω. Γιατί οι αθρώποι εσάς σας έχουν, 1135 Στης δουλιαίς τους να προσέχουν, Και στη ράχη σας να φέρουν Όσα βάρη μεταφέρουν. Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, 1140 Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία 1145 Δίχως άλλη σου υποψία. Αν τα πρόβατα παντέχουν Κάννα κίντυνο δεν τρέχουν, Μη θαρρείς απ' αγνωμιά τους Δε νογάν τη συφορά τους 1150 Μόνε οι αθρώποι τα κουρεύουν, Τα αρμέγ, τα σημαδεύουν. Κι' αφορμής σηχνά το κάνουν, Και αυτά κακό δε βάνουν. Αμ εγώ, κυρ Γάιδαρε μου 1155 Που δεν έμαθα ποτέ μου Από όλ' αυτά κανένα, Τι καλό θωρώ για μένα; Και τι άλλο οχ το μαχαίρι Του αφέντη μου το χέρι 1160 Καρτερώ για να μου δόση, Οπού να με ξεφορτόση; Αν φωνάξω δε σου φταίγω, Άφινέ με καν να κλαίγω, Κι' ως μπορώ να ξεθυμάνω, 1165 Επειδή και θα πεθάνω. *** Ο φρόνιμος, και ο γνωστικός, Παντού υπομονετικός, Της τύχης την καταδρομή Ποτέ δεν παίρει με ορμή· 1170 Αλλ' υποφέρει τα δεινά Με μέτρα γνώμης ταπεινά. Και με αυτό στη συφορά Λαβαίνει κάπια διαφορά. Γιατί κυττάζει το κακό 1175 Λιγώτερο ενοχλητικό. Εξεναντίας ο τρελλός Δεν ησυχάζει παντελώς· Τον κόσμον όλον ενωχλάει, Χωρίς αυτόν να ωφελάη. 1180 Και στο γραφτό του προχωρεί Με πέδεψί του τρομερή. Μ Υ Θ Ο Σ ΙΖ. Κ ι κ ί δ ι, και Ν υ κ τ ε ρ ί δ α. Κικίδι σφαλησμένο μικρό κλουβί πλεμμένο Όξω από το παραθύρι 1185 Του σπιτιού ενού νικοκύρη, Ελαλούσε πάσα βράδυ Ότι αρχίναε το σκοτάδι· Και μια κάπια Νυκτερίδα Με περιέργειας φροντίδα, 1190 Τούτο αφού παρατηράει Το ζυγόνει, το ρωτάει, Για να βγη οχ την απορία, Από πια αφορμή κι' αιτία, Την ημέρα να σιγάη. 1195 Και τη νύχτα να λαλάη. Να σου ειπώ, αδερφή, της λέγει· Μια φορά πασάνας φταίγη, Μον ο φρόνιμος σαν πάθη, Υστερώτερα θα μάθη 1200 Να νογάη, και να προβλέπη Να φυλάγεται όπως πρέπει· Έτζι εγώ μες το τριφύλλι Δε μ' απόσταινε τ' αχείλι, Άνοιξε και καλοκαίρι, 1205 Να λαλώ το μεσημέρι· Μον αφόντης μ' έχουν πιάση, Η ανάγκη μ' έχει βιάση Το συνήθιο μου ν' αφήσω, Κι' άλλα μέτρα ν' αποχτήσω. 1210 Ηταν χρεία πριν αντέσης Να το κάμης, να κερδέσης· Να αλλάζης όμως τώρα Γνώμη, φίλε, δεν είν' ώρα, Τ' αποκρίθηκεν εκείνη, 1215 Τι ωφέλια δε σου δίνει· Μ Υ Θ Ο Σ ΙΗ. Α ρ κ ο ύ δ α, κ α ι Λ ι ο ν τ ά ρ ι. Αρκούδα από 'ναν λόγγο Μεγάλη, δυνατή, Να κυνηγήση βγαίνει, Στον κάμπο περπατεί. 1220 Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240 Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν· Αποσταμένα πέφτουν 1245 Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό 1250 Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό. Η Αλουπού σε ταύτο Περνόντας αποκεί, Καθώς τα πάντα ίδε 1255 Καλά προσεχτική, Τρεχάτη ανάμεσά τους Αδράζει το Λαγό, Και φεύγει προς το δάσος. Με πάτημα γοργό. 1260 Τα διο θηρία τότε Με πόνου στενασμό, Ω τρέλα! λεν' ω γνώμη Χωρίς συλλογισμό! Μαλόσαμαν οι άθλιοι 1265 Σχεδόν ως τη σφαγή, Τοιμάζοντας και μόνον Της Αλουπούς φαγί. Μ Υ Θ Ο Σ ΙΘ. Γ έ ρ ο ς και Θ ά ν α τ ο ς. Ένας Γέρος σε φτώχιας ανάγγη, Άλλον τρόπο να ζήση δεν είχε, 1270 Χώρια ξύλα να κόφτη στον λόγγο, Μεταβιάς το ψωμί του να βγάζη. Μιαν ημέρα βαριά φορτομένος, Περπατόντας σ' ορθό μονοπάτι, Οχ τον κόπο, και κάμμα του ήλιου 1275 Την ανάσσα να πάρη δε φτάνει. Σ' ένα, όχτο τ' ανάσκελα πέφτει· Και στο μέγα πολύ κούρασμά του Τη ζωή του μισόντας βαριέται, Και το χάρο με πόθο του κράζει. 1280 Να ο χάρος ομπρός του πετιέται, Το δρεπάνι κρατόντας στο χέρι, Μ' άγριαν όψι, και σχήμα τρομάρας, Για είμαι, Γέρο, του λέγει· τι θέλεις; Αχ! ο γέρος ευτύς αποκρίθη 1285 Το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα Να σηκόσω· σε φώναξα ο δόλιος Να μου δόκης ολίγη βοήθεια. ΜΥΘΟΣ Κ. Λ ι ο ν τ ά ρ ι, Λ ύ κ ο ς και Α λ ο π ο ύ. Λιοντάρι, Λύκος, κι' Αλπού αντάμα Τα τρία βγήκαν να κυνηγήσουν 1290 Με συμφωνία, πως ό,τι πιάκουν, Να το μοιράσουν ανάμεσά τους. Πολύ και πλούσιο κυνήγι κάνουν, Κι' αφού σε μέρος τα αραδιάζουν, Του Λύκου λέγει το Λεοντάρι 1295 Σε τρία μέρη να τα χωρίση. Εκείνος τότε, κι' αν λαιμαργάει, Σα φυσικό του, βαστιέται ωστόσο· Κι' από το φόβο του ανώτερού του Με δικιοσύνη τα διαμοιράζει. Ο βασιλέας των τετραπόδων Με άγριο βλέμμα καταφρονόντας Ισοτιμία, που δεν του πρέπει, Μ' οργή το Λύκο ευτύς ξεσκίζει· Και της Πανούργης το βάρος δίνει Να κάμη εκείνη, καθώς ηξέρει. Σωρόν ομπρός του τ' απανωτιάζει, Κι' αυτή κρατάει πολλά ολίγο. Πιος σ' έχει μάθη, της λέει, Κουμπάρα, Με τόσο δίκιο να διαμοιράζης; Σκυφτά εκείνη του απηλογήθη. Του Λύκου, αφέντη, η δυστυχία. (α ) (α ) Οι εφεξής δύω μύθοι έχουν το ίδιον νόημα με τον Α' και δεύτερον οπού φαίνονται εις την αρχήν, είναι όμως γραμμένοι με στίχους ανομοιοκαταλήκτους. Ίσως ο Συγγραφεύς είχε σκοπόν να κάμη όλους τους προηγουμένους μύθους κατά τον ίδιον αυτόν τρόπον. Μ Υ Θ Ο Σ Α. Ζ ί ν ζ ι ρ α ς και Μ υ ρ μ ή γ κ ι. Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο, Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος· Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας. Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι, Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο, Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη. Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει, Και μαζί του ημερών η γαλήνη· Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι, Το χειμώνα κοντά προμηνόντας, Στη περίστασι εκείνης της ώρας Ο τρανός λαλητής μαζομένος, Νηστικός σε μιαν άκρα μουλλόνει. Κι' οχ την πείνα βαριά κιντυνεύει. Στη μεγάλη του αυτή στενοχώρια Στο Μυρμήγκι βιασμένος προστρέχει· Δείξου, φίλε, του λέγει, ευεργέτης Προς εμένα με μια καλοσύνη. Ανεπάντεχα κρύα μ' επήραν· Δεν ποτάζω, σπειρί να πορέψω. Πρόφτασέ με μ' ολίγο μειράδι Δανεικό οχ την πλούσια εισοδιά σου. Μη φοβάσαι καθόλου να χάσης, Τι σαν έρθη ο θέρος, σου τάζω Να σου δώκω οπίσω με πρώτο, Και κεφάλι και διάφορο αντάμα. Μον ο φίλος σε ταύτα αποκρίθη· Αποτί, δε μου λες Ζίνζιρά μου, Ν' αμελήσης παρόμια σου χρεία Ως τα τώρα, οπού κάθοσουν άδιος; Αμ δεν άδιαζα εγώ να φροντίσω Σαν κι' εσένα, αφορμής ελαλούσα, Μήτε ήλπιζα ογλήγορα τόσο Να διαβούν η καλαίς η ημέραις. Στον καλόν τον καιρό σα λαλούσες Στον κακόν ημπορείς να χορεύεις. Και της πλάταις γυρίζοντας μπαίνει Μες την τρύπα του ευτύς το Μυρμήγκι. Όσοι τον καιρό ξοδεύουν, Και το μέλον δε μετρούν. Στα χαμένα τον γυρεύουν, Σαν και πρώτα να τον βρουν. Ο καιρός φτερά βαστάει, Φεύγει, τρέχει σα νερό, Κι' όποιος δεν τον κυνηγάει, Δεν του βρίσκει πλιο τορό. Σύναξε νιος όσο ημπορείς, Γέροντας άνεσι να βρης. Στα νιάτα σου αν οκνεύεις, Κακά υστερνά πορεύεις. Μ Υ Θ Ο Σ Β. Ψ ά ρ ι μ ε τα Ψ α ρ ό π ο υ λ ά τ ο υ. Μη, παιδιά, ξεμακραίνετε τόσο Οχ το δρόμο, 'που εγώ σημαδεύω. Ποταμιου προς το βάθο με θάρρο Τρέξτε παίζοντας όσο ποθάτε. Σε ριχά μη γελιέστε και σ' άκραις Να ζυνόνετε ολότελα εκείθε· Είν' οχτροί λογιαστοί να σας βλάψουν· Φύλαχτήτε μη άδικα αντέστε. Με παρόμια αγάπης φροντίδα Τα μικρά του Ψαράκια μια ημέρα, Σέροντάς τα κοντά του το ψάρι Σα φιλόστοργη μάνα ορμηνεύει. Μον αυτά απ' ανήλικη γνώμη, Και παιδιά χωρίς πράξη καθόλου, Φρονιμάδας και γνώσης τα δίκεα Δεν ψηφάν· και σε γέλιο τα παίρουν. Ήταν τότε, που χιόνια και πάγοι Στα βουνά αναλάν και στης ράχαις. Πυκνωτά ροβολάν οχ τα ύψη, Και τα κάτω παντού πλημμυρίζουν. Το ποτάμι μ' ορμή κατεβάζει, Αφρισμένο τα όρια πηδάει· Τα νερά του αμπομένα σε πλήθος Θαλασσόνουν των κάμπων την όψη. Ω, τι θιάμα! απορόντας φωνάζουν τα Ψαράκια τι θιάμα μεγάλο! Σιάδια κι' όχτοι και σπίτια και δέντρα Σ' ένα πέλαγο κείτουνται όλα. Ήρθε, ήρθε ο καιρός ο δικός μας· Κατοικιά μας εγίνηκε ο κόσμος. Τι λες, Μάνα, ο φόβος να λείψη, Ή θελά βρης σαν πρώτα υποψίαις. Τώρα μάλιστα πρέπει, παιδιά μου, Να προσέχετε ακόμα παράνω. Γιατί τάχα; της είπαν, γελόντας· Αλλ' αυτή σοβαρή τ' αποπαίρει· Το πολύ το νερό θα περάσει· Η στεριά θελα μείνη στον τόπο· Στα συνόρατα μέσα σταθήτε, Μη αργά μετανιόστε κατόπι. Ε κι' εσύ! νομουκόπου μας σκιάζεις· Κι' οχ τη γκρίνια δεν παύεις ποτέ σου. Άιντε, αδέρφια, λεν ένα το άλλο, Ξένα μέρη να πάμε να ιδούμε! Κι' εν τω άμα κινάν στο ταξίδι Βιαστικά με χαρά τους μεγάλη. Σταματάτε ανόητα τέκνα· Θα χαθήτε, φωνάζει η μάνα. Έχε υγιά, αποκρένουνται εκείνα, Άλλα λόγια εμείς δεν ακούμε. Και μ' αυτό προς τους κάμπους τρεχάτα Όσο δύνουνταν, έκοφταν δρόμο. Τα μωρά! δεν το βάνουν με νου τους· Τα νερά αρχινάν να τραβιούνται. Απομνήσκουν απάνω σε ξέρη, Καταντάν των διαβάτων κυνήγι· *** Ο νιος και δίχως του κόσμου πράξη, Στης όρεξαίς του δεν έχει τάξη Ορθά δεν ξέρει να συλλογιέται, Και στους σκοπούς του γι' αυτό γελιέται· Τυφλά κινιέται και κιντυνεύει, Και τη ζωή του συχνά ξοδεύει· Ε Ρ Ω Τ I Κ Α. Σ' εμένα ο Έρως είναι Το αίμα κι' η ψυχή, Γιατί 'ναι της καρδιάς μου Το τέλος κι' η αρχή. *** Ω τρυφερώτατ' Έρωτα, Γλυκύ ψυχής μου πάθος, Θνητός δεν έχει λάθος Εσέ να προσκυνάει. Εσύ στιγμή να λείψης Μαραίνεται όλη η φύση. Νεκρόνει πάσα χτίση Το παν διαλίεται, σβίει. Το δυνατό σου χέρι Νομοθετάει, μορφόνει, Τον κόσμον εμψυχόνει, Κινεί και κυβερνάει. Εσύ 'σαι που λαμπρύνεις Των Ουρανών τους θόλους Με τους αχτινοβόλους Αστέρες φωτεινούς. Της θάλασσας τα βάθη Μακριά οχ τ εσέ δε μνίσκουν, Και η στερριαίς ευρίσκουν Ζωής αναπνοή. Χ' τ εσέν' της γης η όψη Παντού κατοικημένη, Βλαστίζει στολισμένη Με λογιαστή θωριά. Τα πάντα ζιούν και είναι Στη δύναμί σου μόνη, Και ο κόσμος ξανανιόνει Με κύκλο σταθερό. Στην προσταγή σου νιόθει Μαλακομένο στήθος, Το ανήμερό της ήθος Η τίγρι απαρατάει. Τ' αρπαχτικό Γεράκι, Το αθώο Περιστέρι, Με το γλυκό τους ταίρι Συζιούν μες τη φωλιά. Του Έρωτα η φλόγα Είναι παντού χυμένη, Κι η φύση ερωτεμένη Τον έρωτα αντηχάει, Ω τρυφερώτατ’ Έρωτα Της φύσης όλης πάθος, Θνητός δεν έχει λάθος Εσέ να προσκυνή. Φιλόπονο Μελίσσι, Που σ' έκαμεν η φύση Το μέλι να τρυγάς, Το μέλι, που γυρεύεις, Μη κόπους εξοδεύεις Να πας ν' ανθολογάς. Στα πορφυρένια χείλη Το έχει πλούσιο η Φύλλη, Κι' ασύγκριτα γλυκύ· Μον τολμηρό αν ορμήσης, Το μέλι να ρουφήσης Σα στ' άνθια, κι' αποκεί. Μάθε κι' η λιγερένια, Χείλη τα κοραλλένια Παράχει τρυφερά· Και προσέχε, μαζί σου Μη πάρης το κεντρί σου, Και βλάψης τρομερά. *** Η γλυκυτάτη Άνοιξι Με τ' άνθια στολισμένη, Ροδοστεφανομένη Τη γη γλυκοτηράει. Κι' η γη τη χλόη εντύνεται, Τα δάση της ισκιόνουν, Τα κρύα χιόνια λιόνουν, Ο ουρανός γελάει. Τα λουλουδάκια βάφουνται, Τα πλάγια χρωματίζουν, Κι' ηδονικαίς φωτίζουν Η δροσεραίς αυγαίς. Στο αγκαθερό τραντάφυλλο Γλυκολαλάει τ' Αηδώνι. Το ξένο Χελιδώνι Ταιριάζει τη φωλιά. Στους κάμπους πλούσια κι' άκοπα, Σε πράσινα λιβάδια, Τα ζωντανά κοπάδια Βελάζουν και πηδάν. Κι' ο νιος βοσκός χαρούμενος Φυσσόντας τη φλογέρα, Γιομόζει τον αγέρα, Με τραγουδιών φωναίς. Κάθε ψυχή ευφραίνεται, Την άνοιξι γιορτάζει· Ο Θύρσης σκυθρωπάζει Στη γενική χαρά. Ωραία Δάφνη πρόβαλε Να την αποστολίσης, Και τότες είναι ο Θύρσης, Ο πλέον ευτυχής. Έρωτά μου παιγνιδιάρη, Να μου κάμης κάπια χάρι Σου ζητώ ξεχωριστή· Την αγάπη που λατρεύω Οχ τ εσένα τη γυρεύω Σ' ένα, απ' όλαις χωριστή. Νοστιμάδαις, χάρες, κάλλη, Ας τα έχει η μια κι' η άλλη, Ας τα χαίρουνται πολλαίς. Αφροδίταις σ' ωραιώτη Οχ την ύστερη ως την πρώτη Ας φαντάζουν η καλαίς. Η αγάπη μου μ' αρέγει, Κι' η καρδιά μου σαν τη στρέγει, Θέλα ήμουν ευτυχής· Μόνε ξέρεις, Έρωτά μου, Και νογάς τα βάσανά μου Που με θλίβουν απαρχής. Κι' εδικής σου εξαιτίας, Της πολλής μου ευτυχίας Δεν ορίζω τα κλειδιά. Τι εσύ αφορμή μου δίνεις. Το φαρμάκι εσύ μου χύνεις Για τ εκείνης την καρδιά. Τώρα αυτό 'ν στο θέλημά σου, Επειδής και τ' άρματά σου, Όπως θέλεις κυβερνάς· Τέλιοσέ μου το χατήρι, Μάκρυνέ μου το ποτήρι, Το πικρό που με κερνάς. Στης καρδιαίς οπού ξετρέχεις, Διο λογιών σαΐταις έχεις, Διο πληγαίς να προξενάς· Με τη μια, δεσμό συμπάθιας, Με την άλλην αντιπάθιας Την ψυχρότητα κινάς. Την αγάπη μου για μένα, Από τόξα φλογισμένα, Με την πρώτη σαϊτιά Πλήγοσέ τη πέρα πέρα, Να τη νιόθει νύχτα ημέρα Αναμμένη σα φωτιά. Με τη δεύτερη να σώσης Στην καρδιά της ν' αποδώσης Σαϊτιάς την αρετή, Που χωρίς αμφιβολία Να 'χη τέλια αδιαφορία, Για το παν ν' αναισθητή. Πες μου, Έρωτα, να ζήσης, Άδιον τάχα θα μ' αφήσης; Ένας δούλος σου κι' εγώ· Έρωτά μου, αυτό το γέλιο Είναι, πες μου, περιγέλιο; Αχ! το βλέπω, το νογώ. *** Το πόσο σε λατρεύω, το πόσο σ' αγαπώ, Των αδυνάτων είναι ποτέ να σου το ειπώ. Τι σ' αγαπώ με τρόπο καθόλου χωριστό, Που μέσα στην καρδιά μου ακέρια σε βαστώ. Κι' η δύναμί σου είναι, που τη ζωογονάει, Την κάνει να χτυπάη, την κάνει και κινάει. Καθώς εσύ να λείψης, δεν έχω πλιο καρδιά· Κι' αν η καρδιά μου μένη, δεν έχω τα κλειδιά. Εσύ είσαι της ζωής μου το τέλος κι' η αρχή. Γιατί είσαι της καρδιάς μου το αίμα κι' η ψυχή. Και ζιώ στον κόσμο μόνον εσένα ν' αγαπώ, Μον' πόσο! δεν είν' τρόπος ποτέ να το ειπώ. Θωρώ σου, Χλόη, κι' άδικα Θελ' απομαραθούν Οι κρίνοι, τα τραντάφυλλα Στην όψη σου, που ανθούν, Διαβατικά τ' αθρώπινα, Σαν ποταμιού νερό, Τα νιάτα χάρου, Κόρη μου, Μη χάνεις τον καιρό. Πλακόνουν τα γεράματα Προμιού τα φανταχτής, Κι' αν μετανιόσης ύστερα, Διπλά θα παιδευτής. Της σαγιτιαίς του έρωτα Μη της καταφρονάς, Και μη τα δασκαλέματα Ακούς της Αθηνάς. Τα ήθη, Χλόη, ημέροσε, Μη θες να τυραγνάς. Η φύση δε σου χάρισε Καρδιά να μη πονάς. Τηράς την ψεύτραν Άρτεμι; Δεν ξέρεις, σε γελάει, Και με τον Ενδυμίονα Κρυφά συχνομιλάει. Τη νιότη χάρου, Κόρη μου, Ογλήγορα απανθεί, Και αφού τινάς την έχασε, Χαμένα την ποθεί· *** Ή ζήσω τη ζωή μου μεγάλος και λαμπρός, Ή πάλι την περάσω σε φτώχια και μικρός, Μη θέλα βρω στο τέλος σ' εκείνα διαφορά; Και το 'να και το άλλο θα πάψουν μια φορά. Γυμνός στον κόσμο μπήκα και θέλα βγω γυμνός, Ο κόσμος είναι ξένος, δεν έμεινε τινός. Μακριά λοιπόν φροντίδες ματαίων στοχασμών, Που κατατυραγνάτε με ηδονών χαμόν. Μου φτάνουν να 'χω μόνον υγιά, καλή καρδιά, Ζωής ευτυχισμένης τα μοναχά κλειδιά. *** Λεν ο κόσμος, η αγάπη Έχει βάσανα πολλά. Εγώ λέγω, πως σε ταύτο Δε στοχάζουνται καλά. Νύχτα ημέρα να παθαίνω, Μια στιγμη τ' αλησμονώ, Ότι να καλαντικρύσω Τα ματάκια που πονώ. Πάρτε, όσα, κι' αν θελήστε, Δάκρια, πάθια, στενασμούς, Ούτε έναν μην αφήστε Οχ τους δάρτες και καϋμούς. Λογαριάστε, και θα βρήτε Νούλλα όλα τα πικρά Αν τα βάλετε στο ζύγι, Και φιλήσω μια φορά. *** Μες τα γλυκά σου μάτια Ο έρως κατοικάει, Και τα κινήματά τους Ως θέλει διοικάει. Τα διάλεξε σαγίταις, Δοξάρια τρομερά, Μ' αυτά καρδιαίς πληγόνει Σκληρά, φαρμακερά. Αλοίμονον σ' εκείνον Οπού να καυχηθή, Σε ταύτα ν' αντικρύση Χωρίς να πληγοθή. Ευτύς ο έρως τότες Μ' ακράτητην οργή, Θανατερή του ανοίγει Στα αστήθια την πληγή. Φλόγαις, φωτιαίς, και λαύραις, Με αναστενασμούς, Μες την καρδιά του ανάφτει Δεινούς παραδαρμούς, Δάκρυα, κλαϋμούς, και πάθια, Βαριά του προξενάει, Και με μυρίους τρόπους Τον κατατυραννάει. Τον βλέπει στα δεσμά του, Τους πόνους τον θωρεί, Και να τους αβγατήση Το πως ζητάει ναυρή. Μ' αυτά τα άρματά του Και με πολλήν ορμή, Σημάδεψε κι' εμένα Να κάμη δοκιμή. Αλλα μ' ελεημονήθη Η Χλόη η καλή, Κι' ο έρως αφοντότες Γελόντας μου μιλεί. *** Πιος λέει σκληρόν τον Έρωτα, Και τον κακολογάει· Τον γλωσσοτρώγετ' άδικα, Χωρίς να τον νογάη, Παιδί μικρό, κι' ανήλικο 'Σ της νιότης την ακμή, Με δίχως άλλη μάθησι, Με δίχως δοκιμή. Γιατί ξοδεύει, παίζοντας Περίσσια, τον καιρό, Για τούτο δα τον έρωτα, Τον κράζομε σκληρό. Ω φρόνιμοι κατήγοροι, Κριτάδες του κοινού, Για κάμετε την κρίσι σας, Με προσοχή και νου. Σκληρός αυτός δεν είναι τος, Μον είμεστε σκληροί Εμείς, οπού τον θέλομε Με γνώμη σοβαρή. Παιγνίδια, φίλοι, ορέγεται, Και γέλια σαν παιδί. Φτερά βαστάει, κι' απέταξε, Ενάντια σαν ιδή. Μαζί του παίξε, γέλασε, Αν θες να σ' αγαπάη. Μην αποστάσης τρέχοντας Να πας εκεί που πάει. Ο έρως είναι ελεύτερος, Ποτέ σου δεν μπορείς Να τον κρατήσης σκλάβο σου, Του κάκου το θαρρείς. Μη τον παντέχεις λαίμαργο 'Σ του Κροίσου τα καλά. Ή 'πής του μέγα Αλέξανδρου Ο θρόνος τον γελά. Τον διόχνει η σκυθρωπότητα, Το άγριο τον φοβάει· Ευγένια, και αξίωμα Αυτόν δεν τον τραβάει. Αν έχεις γνώμην άκακη (;) Χαρούμενη καρδιά, Βαστάς στο χέρισου άσ(;;;;) Του έρωτα κλειδιά Κι' ανίσως νιάτα χ(;;;;;;) Μ' αυτόν καλά περνάς, Ειδέ μη, βασανίζεσαι. Κι' αυτόν τον τυραγνάς· Και κράζεις υστερώτερα Τον έρωτα σκληρό, Αντίς να κράξης άτυχον Αυτό σου τον καιρό. *** Αχ έλα, θάνατε πικρέ, και πάρε τι ζωή μου. Αφού και πλιο στερεύομαι τη μόνη παντοχή μου. Τη Χλόη μου να μη θωρώ, και ζωντανός να μείνω; Αχ τι ποτήρι μώδωκε το ριζικό, και πίνω! Μη πάυετε ματάκια μου να κλαίτε, να θρηνάτε, Το φως σας εβασίλεψε, τι άλλο καρτεράτε; Καρδιά γιατί με τυραγνάς, και βαριοπαραδαίρεις, Τον τόπο σου τον έχασες, σε τι βυθό με σέρεις! Ψυχή, ψυχή ανυπόφερτη σ' του πάθου μου τη βράσι, Άφσ' το κορμάκι μου νεκρό να πάγη ν' αγαλλιάση. Αχ, έλα θάνατε γλυκέ τους πόνους μου να γιάνης, Τρέξε σ' εμένα γλήγορα, καμιά άργητα μη βάνεις. Ω θάνατε απάνθρωπε, γιατί δε με πληγώνεις, Κι' από παρόμια βάσανα γιατί δε με γλυτρόνεις; Βάρει με το κοντάρι σου, παρακαλώ σε Χάρε, Κι' αυτήν την άθλια μου ζωή, σπλαχνίσου με, και πάρε. Πουλάκι ξένο, Ξενιτεμένο. Κυνηγημένο, Πού να σταθώ, Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω, Να μη χαθώ; Βραδιάζει η μέρα, Σκοτάδι παίρει, Και δίχως ταίρι, Πώς να βρεθώ; Πώς να φωλιάσω, Σε ξένο δάσο. Ν' αποσυρθώ; Η ημέρα φεύγει, Η νύχτα βιάζει. Να, ησυχάζει Κάθε πουλί. Κι' εγώ στενάζω, Το ταίρι κράζω, Ξένο πουλί. Κυττάζω τ' άλλα Πουλιά ζευγάρι· Αυτήν τη χάρι Δεν έχω πλια. Έρημο τρέχω Τόπο δεν έχω, Μηδέ φωλιά. Να βρω γυρίζω Πού να καθήσω, Να ξενυχτήσω Καν μοναχό. Κάθε κλαράκι Βαστάει πουλάκι Ζευγαρωτό. Δε με γνωρίζουν, Κι' εδώ με διόχνουν Κι' εκεί μ' αμπόχνουν, Πού να σταθώ; Αχ πώς να γένω, Πού να πηγαίνω, Να μη χαθώ! Λιγάν οι κλάδοι, Τα φύλλα σιούνται Γλυκοτζιμπιούνται Τ' άλλα πουλιά. Εγώ το ξένο, Το πικραμένο, Χωρίς φωλιά. Από 'να σ' άλλο Πετώ δεντράκι, Να βρω κλαράκι Για να σταθώ. Για ν' ακουμπήσω. Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό. Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Πουλί δικό μου, Να σ' αποχτήσω, Και να σου στήσω Χρυσή φωλιά· Σ' αυτή να ζήσης, Ν' αλησμονήσης Την ξενητιά. Μη σε πειράζει Κλεισμένο να σαι· Και μη φοβάσαι Να σκλαβοθής. Έλα σ' εμένα· Τι είσαι σε ξένα, Και μη χαθής. Σου τάζω μ' όρκο Τη λευτεριά σου Χωρίς καμμιά σου Αμφιβολιά. Όταν θελήσης, Κλουβί ν' αφίσης, Και τη φωλιά. Έλα, μου λέγει, Μικρό πουλάκι, Μες το κλουβάκι Για να σταθής. Για ν' ακουμπήσης, Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Στης τόσαις χάρες, Στα σπλαχνικά της Λόγια γλυκά της Πλιο δεν αργώ. Φτερά μου απλόνω, Σ' αυτή ζυγόνω Πολύ γοργό. Και στο χρυσό της Πετώ χεράκι Και στο κλουβάκι, Προμιού να μπω, Τα ζαχαρένια, Τα κουραλλένια Χείλια τζιμπώ. *** Αγάπη μου πολύτιμη τα λόγια σου έχω νόμο. Το λόγο, που μ' επρόσταξες τον έβαλα σε δρόμο. Για τρεις ημέραις ώρισες μακριά οχ την κατοικιά σου, Να στερευτώ τα μάτια σου, και τη γλυκή θωριά σου. Κυρά είσαι· καμμιά ξέταξι δεν κάνω στο σκοπό σου· Εγώ σα δούλος, πρέπει μου ν' ακούω τον ορισμό σου. Και όχι τόσο διάστημα καιρού κοντό κι' ολίγο Μακριά οχ τ εσένα στρέγομαι, σα θέλησες, να φύγω· Μονέ για πάντα είμ' έτοιμος μακριά οχ τ εσέ να ζήσω, Της αρεσιάς σου να φερθώ, και να σ' ευχαριστήσω. Και μη θαρρείς σου υπόσχομαι, χωρίς να το τελιώσω· Τι δοκιμής απόδειξι μπορώ για να σου δώσω. Αν ζιω στον κόσμο μην θαρείς για ζωντανόν εμένα, Εγώ δε ζιω δια λόγου μου, ζιω μοναχά για σένα. Τη δανεική ζωή που ζιώ, κρατάς στη θέλησί σου, Να πάρης πίσω, ως βούλεσαι, κι' ως είν' της όρεξίς σου. Σε όλα τ' άλλα αναισθητώ, και τότε ζωντανεύω, Τα κάλλη σου να χαίρομαι, κι' εσένα να λατρεύω. Μον πάλι αν είν' αβόλευτο, και το 'χε το γραφτό μου, Να χωριστώ στα ζώντα μου το φίλον το δικό μου. Μηδέ μπορεί να γένη αλλιώς, παρά να το φτουρήσω. Από τ' εσέν' που λαχταρώ, πλιο χέρι να τραβήσω. Λιθάρι βάνω στην καρδιά, στα σωθικά μου πέτρα, Και παίρω την απόφασι, και μπαίνω σ' άλλα μέτρα. Αντίς να βασανίζομαι, να κολυμπώ στο δάκρυ, Τον κόσμο αρνιούμ' ολότελα, και τη ζωή στην άκρη. Κι' αντίς να σε στερεύομαι, και ν' απερνώ τους χρόνους Σα σε ζυντάνι σκοτεινό με πάθια και με πόνους. Την άχαρη μου αναπνοή δε μ' εμποδάει να σβύσω, Και οχ τα μελλούμενα πικρά και θλίψες μου να γλύσω. Τι θέλα ειπή ένας θάνατος κοντά σε χίλιους άλλους. Στου χωρισμού σου της στιμαίς θανάτους πλιο μεγάλους. Γιατί κι' ατή σου το νογάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις, Ανισως ας με χωριστής, το χάρο μου τοιμάζεις. *** Αχ, είναι η πρώτη μου φωνή Καθώς ημέρα να γενή· Βραδιάζει, κι' αχ φωνάζω, Μ' αυτό το αχ πλαγιάζω. Γιόμα μου είναι οι στενασμοί· Και οι πικροί συλλογισμοί· Δειπνώ μελαχολία, Σκληρήν απελπισία. Έχω τα δάκρυά μου πιοτό, Τα βασανά μου φαγητό. Ζιώ για να τυραγνιούμαι, Αφόν της σ' υστερούμαι. Ημέρα νύχτα δεν μπορώ, Ποτέ ανάπαψι να βρω· Θρηνώ παντοτεινά μου Τα θλιβερά γραφτά μου. Ίσκιος στον κόσμο περπατώ, Και μήτε ξέρω που πατώ. Καθένας που με βλέπει Να με λυπιέται, πρέπει. Λύπης εγίνηκα πηγή· Και η βαθιά μου συλλογή, Μαζί μου πάντα μένει, Ποτέ δεν ξεμακραίνει. Νου δεν ποτάζω παντελώς· Παραλαλώ σαν ο τρελός. Ξεχωριστά παθαίνω, Και πάλι δεν πεθαίνω. Όπιος καλά με στοχαστή, Παραπολύ θα θιαμαχτή, Πως ζιώ με τόσα πάθη, Σε τέτιας θλίψις βάθη. Ρίχνω τα μάτια εκεί κι' εδώ, Μη τύχη, φως μου, και σε ιδώ. Συχνά συχνά σε κράζω, Του κάκου σε φωνάζω. Το τέλος πιο; δεν το θωρώ. Πώς θέλα γένω, απορώ. Υπομονή σ' εμένα Γυρεύω στα χαμένα. Φθορά λοιπόν κι' αφανισμός, Ο εδικός σου χωρισμός· Χωρίς εσέ να ζήσω, Ποτέ να μην ελπίσω! Ψυχή τι άλλο καρτερείς; Σε τι παντέχεις, και θαρρείς; Ως πότε με παιδεύεις. Έβγα, τι πλιο γυρεύεις! *** Από τα διο σου αχείλια, τ' αθάνατο νερό Πολύ και πλούσιο τρέχει, γλυκό και καθαρό. Κι' εκείνος που δροσίση το στόμα μια φορά, Του χάρου ας μη φοβάται τα βέλη τα σκληρά. Αν το κορμί απεθάνει, αισθάνεται η ψυχή. Εκείνη τη γλυκάδα, που γεύτη στην αρχή. *** Ανίσως, φως μου, και η καρδιά μου Αλλησμονήση τα πρώτα δεσμά μου, Και μέλλει τάχα να σ' αρνηθή, Καθώς το ψάρι μπορεί να ζήση Όξω στη γη, να λαχταρήση Έτζι η καρδιά μου και να χαθή. *** Έρωτα, να ημπόρεσες ποτέ σου κι' άλλον ένα Να βρης απ' όσους πλήγωσες πιστόν ωσάν κι' εμένα. Υπομονή, στα βάσανα οπού τραβάει η καρδιά μου, Ίδες να έχη κι' άλλη μια, να ζήσης, Έρωτά μου; Φθοροποιόν και άσπλαχνον ο κόσμος σ' ονομάζουν, Ως και οι ίδιοι σκλάβοι σου σκληρότατο σε κράζουν. Ρώτα και την καρδούλα μου την παραφλογισμένη, Πώς στην πληγή της χαίρεται πολύ ευχαριστημένη. Όσο τα βάσανα σ' αυτή, τους πόνους αβγατίζεις, Τόσο και πλιότερη ηδονή στα φύλλα της χαρίζεις. Στιγμή μικρής ανακωχής μη θέλεις να της δώσης, Μη αργείς, αν περισσότερο μπορείς να την πληγώσης. Υπήκοος ασάλευτος θα βρίσκομαι κοντά σου, Και θα φιλώ μ' υποτανή τ' ανίκητα δεσμά σου. Να καυχηθής, δε γένεται, πως τάχα ο άλυσός σου, Ωσάν κι' εμένα να κρατάη τινάν στον ορισμό σου. Η εδική μου η καρδιά ζιη μοναχά, κινιέται, Καθόσο οχ της σαγίταις σου βαθύτερα κεντιέται. *** 'Σ αφίνω, και μισεύω, ολόχρυσο πουλί· Βαριά που με πλακόνει παράπονο πολύ. Τρέμει η καρδιά μου, δαίρει, ανήσυχη βαρεί· Ο τόπος που 'χε πρώτα, μου λέει, δεν τη χωρεί. Ο νους μου στο κεφάλι δε θέλει να σταθή, Κοντά σου γύραις φέρει, κι' εσέν' ακολουθεί. Χαμένος οχ τη γνώσι το δρόμο περπατώ, Εδώ κι' εκεί κυττάζω, να σε ιδώ ζητώ. Κινιούμαι, κοντοστέκω με ζάλης ταραχή. Και κάθε τόσο μνήσκο και βάνω προσοχή· Μου φαίνεται ν' ακούω, κυρά, να μου μιλής, Οπίσω να με κράζης, ναρθώ με προσκαλείς. Της φαντασίας είναι παιγνίδια όλα αυτά, Κι' ορέγεται ο Έρως μ' αυτή να μ' απατά. Αυτή μου η απάτη ωστόσο καταντάει Σε πράμμα που με θλίβει, φαρμακερά κεντάει· Ευτύς οπού γνωρίσω το λάθο μου, αρχινούν Τα διο μου μάτια βρύσες τα δάκρια ν' απολνούν, Με πλήθος θρήνους τότε και μ' αναστενασμούς, Με της ψυχής αγώνες, σκληρούς περιορισμούς, Τα άνθια παραγγέλω, πουλάκια και φυτά, Και όσα ν' απαντήσω, παρακαλώ κι αυτά· Μυρουδικά λουλούδια, λιβάδια δροσερά, Τη Χλόη μου αν ιδήτε εδώ καμμιά φορά, Τον πόνο μου να ειπήτε σ' αυτή και τους κλαϋμούς.. Αχ! όχι μη της πήτε, παρά χαιρετισμούς. Ω δροσερέ μου αέρα φυσόντας σιγανά, Πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά, Που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς... Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς. Γοργό Χηλιδωνάκι, πουλί ξενοτικό, Κι' εμέ του ξένου κάμε μια χάρι σπλαχνικό, Πέτα στο περιβόλι της Χλόης, και σαν μπης, Κοντά της να καθίσης, πολλά να της ειπής· Να της ειπής λαλόντας παραπονετικά Πως έβαλαν τα μαύρα, τα μαύρα μ' σωθικά. Ειπές της πως δεν παύω από τους στενασμούς. Αχ! μη, Χελιδωνάκι· πες της χαιρετισμούς. *** Εξεστράτεψεν ο Έρως 'σ της καρδούλας μου το μέρος Και διο μάτια καστανά Λαμπροφόρεσε γι' αρμάτα, και με ταύτα στα γιομάτα Μου σωριάζει τα δεινά. Έρωτά μου τι γυρεύεις, και τι θέλεις να παιδεύης Τη δική μου την καρδιά! Νικητής πως είσαι ξέρεις· και στον κόρφο σου εσύ σέρεις, της καρδιάς μου τα κλειδιά. Όπως θέλεις την ανοίγεις· και ήτε μείνης, ήτε φύγης, πώς να σου εναντιοθώ; Παρηγόρα με καν σ' ένα, τον πιστό σου δούλο εμένα, που θερμότατα ποθώ. Όρκον Έρωτα σου κάνω, στης σαγίταις σου απάνω, όρκο μέγαν και φριχτό, Υποφέρω κάθε άλλη τυραννία σου μεγάλη, και ποτέ να μη κλαυτώ. Λόγο μόνον να μου δώσης, πως κι' εσύ θα μου τελιόσεις τούτο που θελά σου ειπώ· Αχ! τα μάτια αυτά όσο ζήσω, εδικά μου ν' αποχτήσω, κι' όσο ζιώ να τ' αγαπώ. *** Αχ! έφτακε η φαρμακερή, κι' η ώρα ήρθ' εκείνη, Που θέλα σε ξεχωριστώ χρυσό μου καναρίνι· Η διορία σώθηκε, καιρός δεν απομένει. Στη μαυρισμένη μου καρδιά τι χαλασμός 8ά γένη. Θελά μισέψω, και θα πάω πολύ μακριά στα ξένα, Μακριά οχ τ' εσένα που αγαπώ· αλοίμονο σ' εμένα! Ήμουν κοντά σου κι έζηγα, και τώρα να σ' αφήσω, Να ξεμακρύνω, πώς μπορώ, χωρίς να ξεψυχήσω. Στοχάζομαι το χωρισμό, και ξαπορώ, και φρίζω, Κι' άντα τον εινορεύομαι ξυπνώ, και λαχταρίζω. Το χωρισμό σου, αγάπη μου, σήντα τον συλλογιούμαι, Σα φύλλο από τον άνεμο ταράζομαι και σιούμαι. Του χωρισμού σου την πληγή πώς να τη βγάλω πέρα, Που να με καίγη αρχίνησε σα φλόγα νύχτα ημέρα; Του χωρισμού σου του πικρού το θλιβερό τον πόνο Μέραις θαρρώ πως τον βαστώ, μον δε βαστώ το χρόνο. Του χωρισμού το μέριμνο στο τέλος θα με σώσει, Και τη ζωή για γλήγορα θελά μ' αποσηκόσει. Κι' ο άλυσος κι' η φυλακή μ' εσένα είναι παιγνίδι. Στο χωρισμό σου μ' έφαγε πικρό και μαύρο φίδι. Οχ τι φωτιά ανυπόφερτη τα σωθικά μου παίρει, Τώρα που σε χωρίζομαι τι λαύρα που με δαίρει! Ζώντας εγώ να στερευτώ τα μάτια τα δικά της; Έβγα ψυχή μου κι' άφσε με νεκρό κορμί σιμά της! Σ' αφίνω υγιά χρυσό πουλί, για μένα μη δρακρύσης. Αν μ' αγαπάς και σου πονεί τον πόνο να φτουρήσης. Αν κλαίγω, εγώ μη κλαις εσύ, γιατί αν σ' ιδώ να κλάψης, Βάλε κυρά μου γλήγορα τον τάφο να μου σκάψης. Σ' αφίνω υγιά πουλάκι μου, σ' αφίνω υγιά πουλί μου. Σ' αφίνω υγιά καρδούλα μου, και της ψυχής ψυχή μου. *** Εγνώρισες, Κυρά μου, το πόσο σ' αγαπώ; Ή θέλεις να τ' ακούσης να σου το μεταειπώ. Εγώ δεν αποσταίνω, αυτό το σ' αγαπώ, Χίλιαις φοραίς την ώρα εσένα να το ειπώ, Ωστόσο να ηξέρης το πόσο σ' αγαπώ Των αδυνάτων είναι σωστά να σου ειπώ. Καθώς εγώ μ' αλήθια, Κυρά μου, σ' αγαπώ Καμμιά στον κόσμον άλλος, δε σφάλλω να το ειπώ, Μον τάχα νάρθη η ώρα, που αυτό το σ' αγαπώ, Οχ το χρυσό σου στόμα, πως ήκουσα, να ειπώ. *** Ιδα απόψε στο είνορό μου, Φύλλι, σ' είχα στο πλευρό μου· Και στη μέση ένα παιδάκι, Που το τρυφερό χεράκι, Μ' ιλαρή θωριά τηρόντας, Και γλυκά χαμογελόντας, Πότε άπλονε σ' εμένα, Πότ' εχάιδευεν εσένα. Σου είπα· πιο είναι τούτο, Φύλλι; Συ, δαγκάνοντας τ' αχείλι, Μου είπες· Δάφνι, από πιο μέρος Ξένος έρχεσαι; είν' ο Έρως. Τον αρπάζω από κονντά μου Παρευτύς την αγκαλιά μου, Και μ' εμάς, ως που να φέξη, Τον αφήκαμαν να παίξη. Νιόθεις, Φύλλι, την αιτία Στα μου πλάθει η φαντασία; Έχω ημέραις που δε σ' ίδα· Και αν καμμιά δεν είν' ελπίδα, Γλήγορα ν' ανταμοθούμε, Κάλλια ως τότε να κοιμούμαι. *** Σαν πεταλούδα στη φωτιά, σ' εσένα γύραις φέρω· Και οχ τη φωτιά, που καίγομαι να φύγω δεν ηξέρω. Και μολοπού φλογίζομαι, πετώ ολόγυρά σου, Να ξεμακρύνω δεν μπορώ στιμήν από σιμά σου. Τα μάγια δεν τα πίστευα, και μάγια είσαι ατή σου· Τα μάγια είν' τα θέλγητρα, οπόχει το κορμί σου, Γιατί με χέρι αλάθευτο ηθέλησεν η φύση Της νιότης τ' άνθια ολόβολα προικιό να σου χαρίση. Και πιος είν' ο αναίστητος που να σ' αλησμονήση, Αφού σε ιδή για μια φορά, μαζί σου να μιλήση. Τ' αηδώνι σώδωκε λιαλιά, φωνή το καναρίνι, Τη χλορασιά σου δάνεισαν των περβολιών οι κρίνοι. Η χάρες αναπαύουνται απάνω στη θωριά σου, Της άνοιξις τριντάφυλλα ανθούν στα μάγουλά σου. Λεν το κοράλλι κόκκινο, μον δίχως νοστιμάδα· Δεν έχει σαν τ' αχείλι σου βαφή και κοκκινάδα. Δοξάρια είναι τα φρύδια σου, και με πιτηδιοσύνη Βαρούν, πληγόνουν της καρδιαίς χωρίς ελεημοσύνη. Στα διο σου μάτια τα γλυκά ο έρωτας φωλιάζει, Κι' οχ ταύτα της σαγίταις του στους νιους απάνω αδιάζει, Το κύττασμά σου το γλυκό είν' των καρδιών ο κλέφτης· Αν δεν πιστεύεις, ρώτησε, να σου το ειπή ο καθρέφτης, Ατίμητο το στόμα σου άντ' αρχινάει να κρένη, Με μέλι και με ζάχαρι ποτάμι ακέριο βγαίνει. Του παγωνιού το λόγιασμα επήρες και στολνιέσαι· Το κυπαρίσσι σ' έμαθε τόσο ίσιγα να σιέσαι. Σαν το γεράκι ελεύτερη πετάς στο σήκομά σου. Σαν περδικούλας του βουνού είν' το περπάτημά σου. Πού να σταθής, πού να βρεθής, χαροκοπάν οι τόποι, Και ξωτική βασίλισσα εσέ τηράν οι αθρώποι. Καμμιά άλλη δεν απόχτησε ποτέ τα μούτζουνά σου· Τάχα οι αγγέλοι του ουρανού ομιάζουν τσ' αφεντιά σου; Μόνε αν έχεις ωμορφιά με κάλλη και με χάρι. Να μη τραβάς περήφανη παραπολύ καμάρι. Έχεμε στην αγάπη σου σα δούλον εδικό σου· Νου και καρδιά και γνώσι μου βαστάς στον ορισμό σου. Εσύ να δείχνης απονιά καθόλου δε σου πρέπει, Γιατί δε στέργει ο Έρωτας σκληρόκαρδαις να βλέπη. Ξεχωριστά στον άθρωπον, οπώχει αποφασίσει, Στον άλυσσό σου να δεθή και 'ς ταύτον ν' αποζήση. Γιατί φριχτά ωρκίστηκα στο όνομά σου απάνω, Σκλαβος σου αλευτέρωτος κοντά σου να πεθάνω. Πρώτα θα ιδής τη θάλασσα ωσάν τη γη ν' ανθίση, Κιαπέ ο πιστός ο δούλος σου θελά σ' απαρατήσει. Άντα να βγη ο αυγερινός κι' ο ήλιος οχ τη δύσι, Τότε η καρδιά μου, ξέρετο, θελά σ' αλησμονήση. Ίδες γεράκι στη φωλιά μαζί με περιστέρι· Η ώρα τότες έφτακε για να τραβήσω χέρι. Αχ! τι τα θέλω και τα λέω· τι θέλω να τα μάθη Εκείνη που μ' εβύθισε σε βάσανα και πάθη. Είναι κλαρί παραψηλό και χέρι δεν το φτάνει· Κι' ο άθρωπος που αγωνιστή, και λόγια κι' έργα χάνει. Μον τι να κάμω της καρδιάς οπού περιορισμένη Κι από πληγή ανυπόφερτη βαριά μαχαιρομένη, Επρόσταξε το χέρι μου να πιάκη το κοντύλι, Για να σου ειπή τον πόνο της με μαραμένο αχείλι. Αυτή με κάνει στανικώς στη λαύρα της και ζάλη Να χάσω μέτρα λογισμού και γνώσι οχ το κεφάλι. Κι' εγώ, Κυρά, δεν ήθελα να μπω στον έρωτά σου· Δικό μου δεν είν' φταίξιμο, μον φταίγ' η ωμορφιά σου. Τα κάλλη σου κι' η χάρες σου ποιο δεν υποδουλώνουν; Καθένα αρπάζουν άξαφνα, βαριά τον αλυσόνουν. Αν σ' ίδα και σ' αγάπησα σε τι έσφαλλα ο καϋμένος; Ο Έρως βρόχι μώστησε, και βρέθηκα πιασμένος. Και τώστησε ο παμπόνηρος στης κόραις των ματιών σου, Χωρίς φτερά μ' απόθισε παιγνίδι των χεριών σου. Τα διο σου μάτια εδιάλεξε καθήστρα για κυνήγι, Κι' από τ' εκείνα την πληγή οπού βαστώ μ' ανοίγει· Τα διο σου μάτια, κόρη μου, που άντα στρυφογυρίζουν, Θάνατο δίνουν ζωντανού, νεκρού ζωή χαρίζουν. Πιος είναι στην αγάπη σου, γλυκή ματιά σου φτάνει Να βρη οχ το χάρο γλυτρωμό, και να μην απεθάνη. Πιος στην οργή σου βρίσκεται, και θέλεις να το νιόση, Μια κακιομένη σου ματιά μπορεί να τον σκοτόση. Πες των ματιών σου αν αγαπάς σ' εμέ να μη κακιόσουν. Γιατί να ξέρης άφευχτα του χάρου θα με δώσουν. Κι' αν θέλεις παρηγόραμε με το χρυσό σου στόμα, Να με προφτάκης μη με φάη της γης το μαύρο χώμα. Το χώμα δεν το σκιάζομαι, την πλάκα δε φοβούμαι, Μον πως να μη σε μεταϊδώ βαριά το συλλογιούμαι. Αν θέλεις πάλι, κι' αγαπάς, να χάσω τη ζωή μου, Αφόντης και σ' αγάπησα δεν τη μετρώ δική μου. Δική σου χάρι έχω ζωή, κι' εσύ κρατάς το νήμα· Στο χέρι σου είναι να κοπή, κι' εγώ να μπω στο μνήμα. Μον δε θαρρώ τόση ασπλαχνιά, και τόση κακοσύνη, Σε τέτια κάλλη αμίμητα η φύση ν' αποδίνη. Της Αφροδίτης όμιασμα η χάρες σε στολίζουν· Πώς την καρδιά σου οι έρωτες καθόλου να μη γγίζουν; Τον έρωτα μη μάχεσαι· φυλάου να τον πεισμόσης· Μη σου κακιόση, κι' ύστερα του κάκου μετανιόσης. Τι όσο μου κάνεις ημπορείς απ' άλλον να το πάθης, Κι' η σαγιτιαίς του πόσο καιν με βλάβη σου να μάθης· Αχ! να 'ξερες, και να' λεγες τι θελά ειπή ο Έρως· Τ' ανίκητο δοξάρι του· και πιο πληγόνει μέρος! Αφού για σε μ' ελάβοσε ανάπαψι δεν έχω, Και με κατάντησε ζουρλόν να περπατώ να τρέχω. Μερόνυχτα οχ τα μάτια μου δε σταματάει το δάκρυ, Και κολυμπώ σε πέλαγο με δίχως πάτο κι' άκρη. Ανάλυσα, κι' εχάθηκα, ζωή πλιο δε γνωρίζω. Η όρεξί μου εσβύστηκε, και ύπνο δεν ορίζω. Δεν είν' στιγμή να μη μουρθής στο νου, στο λογισμό μου· Ως και στον ύπνο αδιάκοπα σε βλέπω στο είνορό μου. Εσένα διαλογίζομαι, εσένα συλλογιούμαι· Εσέ στα ξύπνια μου θωρώ· εσέν' άντα κοιμούμαι. Σαν το κερί μες τη φοτιά, και στη νοτιά το χιόνι, Ο έρωτας το σώμα μου το τρώγει και το λιόνει. Πολλά, πολλά θα σου ήλεγα, κι' ακόμα να σου γράψω, Φοβούμαι μη σε βάρυνα, και πρέπει πλιο να πάψω. Απόστασε κι' η γνώσι μου, κι' ο νους μου εσκοτίστη· Από το αχ, κι' από το βαχ πάει η καρδιά μου· εσκίστη Αν με πονέσης σπλαχνική, και μου ιδής τη νήλα, Μου στάζεις μπάλσαμο ζωής μες της καρδιάς τα φύλλα. Κι' ανίσως αποφάσισες να ζιώ χωρίς ελπίδα, Εγνώρισα την τύχη μου, τη μοίρα μου την ίδα. Ο ουρανός το θέλησε κι' έτζ' ήταν το γραφτό μου, Γιατί πολύ σ' αγάπησα, να βρω το θάνατό μου. *** Ζωής και του θανάτου εσύ έχεις τα κλειδιά Ωραίο πλάσμα φύσις· καρδιάς μου η καρδιά, Η φύσι σώχει δώκει καρδιά να μη πονάη, Τον άθρωπο που σκλάβος, θεά, σε προσκυνάει. Ζωή να μου χαρίσης, ή θάνατον πικρό, Από τα διο σου αχείλια ν' ακούσω λαχταρώ. *** Στον καθρέφτη άντα τηριέσαι, Φύλλι, μη μου ξεπλανιέσαι, Τόσο να παραπροσέχης, Για να βρης τι τάχα έχεις Που μαγεύεις τον καθένα, Όποτε αντικρύση εσένα. Γιατί αυτό που σε στολίζει, Κι' οχ της άλλαις σε χωρίζει, Αν εσύ καλά γνωρίσης, Αλλον πλιο δε θ' αγαπήσης· Και θα πάθης στην καρδιά σου, Ό,τι οι άλλοι οχ τη θωριά σου. Και αλοίμονο σε εμένα, Που θα ελπίζω στα χαμένα. *** Από την άγριαν ερημιά της ξενιτιάς που μ' έχει, Και με φαρμάκι σταλαχτό τα σωθικά μου βρέχει· Οχ την πικρή μου μοναξιά το γράμμμα μου σου στέλλω· Ογλήγορα ν' αποκριθής σου πρωτοπαραγγέλλω. Διο λόγια γράψε μου γοργά, για την υγιά μου ρώτα Τι αφόντης σε χωρίστηκα δεν είμαι σαν και πρώτα. Και πάρε, Φύλλι μου, χαρτί, και πιάσε το κοντύλι, Σημάδεψέ μου τα σωστά με την καρδιά στ' αχείλι. Μη γελαστής και μου κρυφτής για να μη με πικράνης· Το νιόθω, κι' υστερώτερα χειρότερα με κάνεις. Φανέροσέ μου πώς περνάς, πως ζιής στο χωρισμό μου· Κι' αν η καρδιά σου βάσανο φτουράει σαν το δικό μου. Αν πης, βαστάς μ' υπομονή, αν πης, πως δε χολιάζεις, Πως άλλο γι' άλλο μου μηνάς, κι' ατή σου τ' απεικάζεις. Γιατί γνωρίζω καθαρά σαν πόσην έχεις θλίψι, Οχ τον καιρό, κι' οχ τη στιμη, που ο φίλο σου έχει λήψει. Και το μετρώ οχ του λόγου μου, με της καρδιάς μου κρίσι, Οπού δεν ίδα πλιο καλό αφόντης σ' έχω αφήση. Δε νιόθω της ημέραις μου, και τι καιρός διαβαίνει, Χώρια 'ς της πίκρας τον ποσό, οπού όσο πάει, πληθαίνει. Ημέρα μήνας μώρχεται, κι' η εβδομάδα χρόνος· Κι' όσο απερνάει ο καιρός, τόσο αβγατάει ο πόνος, Επάντεχα την ξενιτιά προς ώρας πανηγείρι, Κι' αυτή ακράτο με κερνάει φαρμάκι στο ποτήρι. Κυττάζω εδώ, κυττάζω εκεί δε βλέπω να γνωρίσω, Το φίλον που παραποθώ να του γλυκομιλήσω. Κι' είμαι σαν έρημο πουλί, σαν έρημο τρυγόνι, Οπού κοιμάται στο κλαρί, και τη φωλιά δε στρόνει. Τα περασμένα ποθιτά συχνά στο νου μου φέρω, Και στερεμένος, απορώ, κι' εγώ πώς υποφέρω. Θαρρώ κι' η μόνη παντοχή να τ' απολάψω πάλι, Ως τώρα μου διαφύλαξαν τη γνώσι στο κεφάλι. Τι ανίσως και δεν ήλπιζα τα πρώτα ν' αποχτήσω, Το νου μου ως τώρα, αδύνατο, εγώ να τον ορίσω. Αηδώνια, βρύσες, κρύα νερά, της γης η πρασινάδα, Μακριά από σένα, Φύλλι μου, δεν έχουν νοστιμάδα. Μισώ των φίλων συνοδιαίς, στη μοναξιά ησυχάζω· Με σένα κρένω και γελώ εκεί που συλλογιάζω. Αυτή 'ναι η περιδιάβασι, αυτή ναι η χαρά μου, Κι' αυτό είναι που ορέγεται με πάθος η καρδιά μου. Εσένα να φαντάζομαι ποτέ δεν αποσταίνω· Το μοναχό υποκείμενο οπού δεν το χορταίνω. Να ήταν τρόπος άκοπα να σ' ήβλεπα μπροστά μου, Και το 'να χίλια να βλεπαν τα μάτια τα δικά μου. Στα άλλα όλα αναισθητώ, σ' εσένα βυθισμένος, Στον κόσμο μέσα βρίσκομαι, κι' από τον κόσμο ξένος. Στην ξενιτιά παντάξενος, στην ερημιά μου μόνος, Παντοτινή μου συντροφιά του χωρισμού σου ο πόνος. Πολλαίς φοραίς ηθέλησα ορμή του πόθου τόση, Να τη ζυγιάση σταθερή και μετρημένη γνώσι. Μη το πολύ της πιθυμιάς αξαίνοντας κορφόση, Και στην υγιά και στη ζωή περίσια με ζημιόση. Μόνε πού μέτρο, Φύλλι μου, στο νου μου έχη απομείνη, Να λογαριάση το κακό, και το καλό να κρίνη; Οι στοχασμοί μου κείτουνται σ' αγάπης σου το βάθος, Να τους τραβήσω δεν μπορώ, να μη βρεθώ σε λάθος. Γιατί όποτε διαλογιστώ, αρχή και τέλος κάνω, Εσένα πρώτη υπόθεσι 'σ εκείνο ν' αναβάνω. Για τούτο κι' είναι αδύνατο απόφασι να κάμω Όξω οχ τη σφαίρα που είσαι εσύ, στιμή να παραδράμω. Σ' εσένα αιστάνομαι και ζιώ, και ζωντανός κινιούμαι. Σ' εσένα ύπαρξι ζωής, και αίστησι δοκιούμαι. Μακριά από σένα όσα θωρώ, τα βλέπω πάντα ξένα. Δεν τα ξετάζω παντελώς· δεν είναι για τεμένα, Και τα τηράω ξώκάρδα χωρίς να τα λογιάσω. Γιατί σε ταύτα αδιάφορος δεν έχω τι να χάσω. Κι' αυτά που λέγω, Φύλλι μου, σωστά θελά το νιόσεις, Ευτύς οπού το γράμμα μου με προσοχή αναγνώσης. Γιατί πολλά θα σου ήλεγα, και να σου φανερόσω, Πως γληγορεύω τον καιρό ναρθώ να σ' ανταμόσω, Πως προσπαθώ νυχτοήμερα μ' αγώνα και με κόπο, Του μισεμού μου κι' ερχομού να κάμω κάθε τρόπο, Και με αυτήν την αφορμή περίσια να σου γράψω, Του νου μου τον περιορισμό να χαμοκαταπάψω, Μον όσο κι' αν δυναστευτώ το νου μου αλλού να στείλω, Εκείνος τρέχει κλέφτικα στο μαθημένον φίλο. Αχ! Φύλλι παραποθητή, και Φύλλι ζηλεμένη, Αγάπη δυσκολόβρετη, με πάθια αποχτημένη. Φέρε καλά στη γνώμη σου, και τα παλιά θυμήσου. Πως με πεδεύει βάσανο, θελά το βρης ατήσου. Οχ την αρχή που ηθέλησε ο έρωτας να πάρη Να σημαδέψη απάνω μου το φλογερό δοξάρι, Και με σαγήτα κοφτερή, και καυτερή για σένα Τα φυλλοκάρδια μ' άνοιξε στ' αστήθι πληγομένα. Και μ' έκαμε υστερώτερα, τα ξέρεις, να φτουρήσω, Ως να μπορέσω θεραπιά και γιατρικό να ελπίσω. Κι' οπού ν' αφίκης απονιά και σπλαχνική να στρέξης, Το θύμα της αγάπης σου μ' αγάπη να συντρέξης. Αλήθια ήταν λογιαστά πολλά αυτά τα πάθια, Και σε καρδιάν αισταντική παρακινάν συμπάθιας. Αλήθια δυσκολεύεται ο νους να τα μετρήση, Και κάθε γλώσσα δένεται για να τα παραστήση. Μον είχαν κάπια διαφορά, και κάπιο άλλο θάρρος,. Δεν είχαν τ' ανυπόυφερτο της ξενιτιάς το βάρος. 'Σ των ημερών τα θλιβερά, παρηγοριόμουν ώρα, Δεν ήταν συγκρατούμενο το βάσανο σαν τώρα. Αμ είν' βαρύς ο χωρισμός, παραβαριά τα ξένα, Παράχουν πάθια αμέτρηγα, παραδυσκολεμένα. Ο ξένος, πώς να μη χολιάη, που είναι μακριά από κείνη, Που στην καρδιά του κίνησι και ζωντανάδα δίνει· Ο ξένος δε στολίζεται, μηδέ λαμπροφοράει, Τι είναι σε λύπη χωρισμού· τ' αχείλι δε γελάει· Ο ξένος έρημο πουλί χωρίς φωλιά και ταίρι, Από το δέντρο στο κλαρί της νύχταις παραδαίρει· Ο ξένος Γκιόνης γένεται και σ' ερημιαίς φωλιάζει· Το οχ, το αχ λυπητερά νυχτοήμερα φωνάζει. Ο ξένος ξένα περπατάει, τηράει και βλέπει ξένα, Το φίλο που γνωρίζεται γυρεύει στα χαμένα. Παρακαλώ σε, Φύλλι μου, το γράμμα μου σα λάβης, Τον πεδεμό του ξένου σου καλά να καταλάβης. Κι' ένα προς ένα, ως βρίσκουνται αραδικά με τάξι, Να βάλης την καρδούλα σου βαθιά να τα ξετάξη. Για να αιστανθή τον πόνο μου, και να με συμονέση, Να δώκη την απόκρισι χωρίς ν' αργοπορέση. Αγάπης λόγια σπλαχνικά γοργά να σημαδέψη, Και με πουλάκι φτερωτό του φίλου να τα πέψη. Του φίλου του μοναχικού, και φίλου εμπιστεμένου, Ξενιτεμένου και πικρού, και παραπονεμένου. *** Ο ήλιος βασιλεύει το σκότος αρχηνάει και το λαμπρό της θώρι η μέρα αποσκολνάει· Τα μαύρα φορεμένη, στην όψι μελανή σιωπηλή διαβαίνει η νύχτα σιγανή Και το χλορό φεγγάρι με φως σκοταδερό, στο αργυρό του αμάξι κινιέται οκνηρό. Αναμεράν τα ζώα, κουρνιάζουν τα πουλιά, πας άνθωπος τραβιέται και παύει από δουλιά. Νυστάζει αποσταμένη η φύση η ζωντανή, τα μέλη της συνάζει σ' ανάπαψι κοινή. Ο ύπνος τ' αλαφρά του φτερά κρυφοχτυπάει, μ' αφανισμένα χέρια τα βλέφαρα ζιουπάει. Στη μέση από το δρόμο η νύχτα περπατάει, σε βάθος ησυχίας, και σιωπή πατάει. Καθόλου δε γροικιέται φωνή ουδέ καμμιά, τα πάντα ησυχάζουν, μεγάλη ερημιά. Κρυφά κι' αργός διαβαίνει αδιάκοπ' ο καιρός και μου τον συνοδεύει ονείρων ο χορός. Στο μέγα τούτο βάθος ο έρως αντηχάει· ο έρωτάς μου μόνον καθόλου δε σιγάει Και εγώ μαζί με τούτον ακοίμητος πονώ· βογγώ μαζή του κλαίω, ανήσυχος θρηνώ, Αχ! έρωτα δε φτάνουν της μέρας οι καϋμοί τα βάσανα κι' οι πόνοι, και οι αναστεναγμοί· Την νύχτα δε μ' αφήνεις καν δίχως ταραχή· την νύχτα χάρισέ μου μικρή ανακοχή. Ω Αφροδίτης γέννα παντού υπερβολή, κι' σ' εύνοια κ' οργή σου ορμή παραπολλή. Σ Α Τ Υ Ρ Ι Κ Α. Σάτυρος είμαι· σ' όλα γελάω. Τον ίδιο Μώμο δεν τον ψηφάω. Μακρόθεν στάκα· μη με πειράξης. Τι σε δαγκάνω, και θα φωνάξης. Ένας κάπιος μια φορά, Μου είπε· φίλε Σάτυρε· Τη γλώσσα σου καμπόσο Να κόντευες, ως τόσο. Και με μούτρα σοβαρά Τέντωσε το δάχτυλο, Ως μέτρο να διορίση Στη φρόνιμη του κρίσι. Αμ γιατί; παρακαλώ, Ρώτησα, και γέλασα, Κουτζόγλωσον με θέλεις, Και μου το παραγγέλεις; Ή γιατί περιγελώ, Τα πολύ παράξενα, Τα λέγω παρρησία Μ' ελευτεροστομία. Φανερά κατηγορώ Όπιον με αδίκησε, Και τα παράπονά μου Δεν κρύβω στην καρδιά μου. Μην επάντεχες θαρρώ, Πως γιατί φλυάρησες Και οπίσω μου κι' ομπρός μου Εγίνηκες οχτρός μου, Και θα σε ξεδικηθώ; Μη, μη το φαντάζεσαι. Το νού σου μη σκοτίζεις, Παρόμια να φροντίζης. Μ' όπιον άλλον συγηστώ Να πεισμόσω ενδέχεται. Μπορώ ν' αποφασίσω Τη γλώσσα να τροχήσω. Τ' αλαφρά σου τα μυαλά Δεν ξεσυνερίζομαι. Τα λόγια σου δεν πιάνω, Τον κόπο μου δε χάνω. Πού μετριούνται τα πολλά, Άμμος είναι θάλασσας! Τα μασκαράτικά σου Και λόγια κι' έργατά σου. Κι' όχι τάχα να κοπή, Μον' θα την ξερρίζονα Τη γλώσσα μου ακέρια Με τα δικά μου χέρια, Να αναβάλη, ή να ειπή, Αν εκαταδέχονταν, Την αχρειότητά σου, Το άτιμο όνομά σου. Φ ι λ ά ρ γ υ ρ ο ς Ο καϋμένος Χρυσολάτρης Ξάπλα κείτεται, βογγάει, Με το χάρο πολεμάει· Ελαιμάργησεν ο δόλιος Τι γιομάτισε σε σπίτι Κάπιου πλούσιου συμπολίτη. Του επρόβαλαν καμπόσοι Με καρδιάς κι' αγάπης ζέση Το γιατρό να προσκλέση. Τώρα αυτός και την αρρώστια, Και τον κίντυνο λογιάζει, Μον τα έξοδα τρομάζει. Ένας φίλος του αστείος, Με σκοπό να χορατέψη, Του είπε· μήπως εξοδέψη Πλιο παράνω στη θανή του, Αν απόμνησκεν ακόμα Έτζι ανήμπορος στο στρώμα. Τότε πλιο εκαταζαλίστη· Παντοχή και θάρρος χάνει, Και φωνάζει· θα πεθάνη. Και οι πόνοι του αβγαταίνουν, Και γιατρού ζητάει τη χάρη, Μη ο θάνατος τον πάρη. Εξανάλαβε ωστόσο Με ολίγα την υγιά του. Μον γι' αυτή τη συμφορά του Έκαμε όρκον, όσο ζήση, Να δειπνάη μον' το βράδυ Με νερό και παξιμάδι. Ψ ε μ μ α τ ά ρ η ς Τόσο ο Μυθούλης να ψεμματάη Από μικρούθε το συνηθάει, Οπού η γλώσσα να του λαθέψη Δεν είναι τρόπος, και ν' αληθέψη. Και αν κανένα, απ' όσα λέγει, Το δέχετ' άλλος και του το στρέγει, Τα ψέμματά του διπλά αρμαθιάζει, Με γληγοράδα τ' απανωτιάζει· Σα να φοβούταν μην υποφτέψουν Αλήθιαν είπε, και τον πιστέψουν. Μεγάλη ανάγκη τον καταφέρει Μια κάπια αλήθια να αναφέρη. Μον δεν προφταίνει να την προβάλη, Κανείς δε μνήσκει αυτί να βάλη· Και τον αφίνουν προμού ακόμα Καλαρχινήση ν' ανοίξη στόμα. Λοιπόν ωρκίστη απ' ό,τι ξέρει Να μη τραβήση ποτέ του χέρι. Κι' ως να πεθάνη, να μη θελήση Ποτέ του αλήθια να ξεφωνήση. Πολλοί παντέχουν, πως μας γελάει· Του ψεύτη ο λόγος λεν, δε φελάει. Εγώ σας τάζω, πως τον κρατάει· Αυτόν τον όρκο δεν τον πατάει· Μ ω ρ ο π ε ρ ή φ α ν ο ς Φίλος μου ήλεγε, προς γνώριμό του, από θυμό του, Αμ τι ογκόνεσαι, παραφουσκόνεις, και καμαρόνεις; Σε πια φαντάζεσαι χαρίσματά σου ξεχωριστά σου; Η φύση σ' έπλασε ακριβοχέρα με ύλης λαίρα. Η τύχη σ' άφηκε καθόλου ξένον, κι' απορριμμένον, Κι' η ποταπότατη αναθροφή σου, πρώτη πομπή σου Μην έχεις μάθησι, ή επιστήμη, ή τέχνης φήμη! Εσύ σαι ολόγυμνος, μονάτο σκήμα, αμάθιας φτύμα, Τι τόσο υψόνεσαι, παρακαλώ σε, και ερωτώ σε; Για την περίστασι, που πανταράδα απλή μονάδα Σ' αθρώπους τάχατες κι' εσύ μετριέσαι, μη δα καυκέσαι; Αυτό για αμέτρηγα, μηδέ τα χτήνη κανείς αφίνει· Μη φίλε, εφώναξα· του κάκου κρένεις, και αποσταίνεις· Γιατί του γένεσαι διπλή αιτία στην φαντασία. Ας παραπέρνεται στον εαυτό του σα φυσικό του. Μον ας μη βιάζεται, και να λογιάζη, πως κάτι αξιάζει· Λ ο γ ι ό τ α τ ο ς Ο λογιότατος Μιαλούδης Τέλιος δα γραμματικός, Είναι πάντα σ' απορίαις, Κι' όλο μνήσκει εκστατικός, Αμαθείς παρατηρόντας Κι' αναλφάβητα μιαλά, Πλιο ορθά να συλλογιούνται, Να βαθαίνουν πλιο καλά Απ' αυτόν, κι' απ' όσους άλλους Προκομμένους σαν κι' αυτόν Λογικής σπουδάζουν μέτρα Με αγώνα αρκετόν. Πώς! φωνάζει· κι' έχει δίκιο Να φωνάξη και να ειπή. Σαν κι' εγώ με τόσα φώτα, Κι' επιστήμης προκοπή, Το σκοπό που μελετήσω Μ' έγνιαν άκρας προσοχής, Πάντα ανάποδα να βγαίνη Πάντα να είμαι ατυχής! Η καθημερνή μου πράξι, εις και στα παραμικρά, Μου αποδείχνει, ότι παίρω Σ' όλα μέτρα σφαλερά. Και να βλέπω το χωριάτη, Το ανήλικο παιδί, Να εργάζουνται με λόγο; Κι' εγώ άκαρπο ραβδί. Θυμομένος ως το άκρο, Κι' αναμμένος απ' οργή, Και σχεδόν απελπισμένος Για μια κάπιαν αλλαγή, Που γελάστηκε κι' επήρε Παλιοφόρεμα κοντό, Κι' έδωκε το εδικό του Πλιο καινούργιο και σωστό. Αποφάσισε με γνώμη Τέλια ξεδικιτική, Και συγγράφει ολονένα Κι' αναιρεί τη Λογική. Γ ι α τ ρ ι κ ή Π α ρ η γ ο ρ ι ά Βογγομαχούσεν Αστενής Κατάκειτος στην κλήνη, Του χάρου παίρει, δίνει· Και λυπημένη, και πικρή Η μαύρη σύζυγός του Θρηνούσε στο πλευρό του. Σε τούτο μπαίνει κι' ο γιατρός Και το σφυγμό του πιάνει, Τον ερωτάει· τι κάνει. Οχ! τι να κάμω, δεν μπορώ, Χειρότερα όσο πάνω· Φοβούμαι θα πεθάνω. Μη δα το θάνατον εφτύς Στοχάζεσαι, δειλιάζεις, Και του πατρός σου ομιάζεις. Ο μακαρίτης, σαν κι' εσύ Μου ήλεγε, θυμούμαι, Γιατρέ δεν τον πατούμε Το χάρο τούτην τη φορά. Μον κείνος ήταν γέρος, Και του θανάτου μέρος. Δεν έχω δύναμι γιατρέ, Μηδέ για να μιλήσω, Και δε θαρρώ να γλύσω. Τον ίδιον είχε, και ρωτά, Ο μακαρίτης θιος σου, Το φόβον το δικό σου. Μον εσύ, φίλε μου, αγκαλά Αποπολλής στο στρώμα Χαμοβαστιέσαι ακόμα. Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ, Δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι· Πώς λες να μη φοβούμαι; Σούρθαν στο νου καθώς θωρώ, Τα λόγια του αδερφού σου Του μεγαλήτερού σου. Ο μακρίτης φαγητό, Και ύπνον εποθούσε, Και με συχνορωτούσε. Μον εσύ, φίλε μου, επροχτές Ζουμί θαρρώ, καμπόσο Να ρούφησες ωστόσο. Αυτά ν' ακούη η ορφανή Γυναίκα του αρχινάει Να κλαίγη να θρηνάη. Οχ! λέγει ο άντρας, αμ γιατί Του κάκου να λυπιέσαι, Και δεν παρηγοριέσαι; Καν το γιατρό δεν αγρηκάς, Που λέει να παντέχω, Και κίντυνο δεν έχω; Αμ μα τι θάρρος, και καρδιά; Η άτυχη φωνάζει, Βαριά αναστενάζει, Αφού ακέρια φαμηλιά Την έχει μακαρίσει, Σ' εσένα θα ευτυχίσει! Φ θ ο ν ε ρ ό ς Μα τι έχει μετ' εσένα Ο Γλωσσάς ο αχρειάνης, Και σε κράζει φτονερό; Έχει διάφορο κανένα Να ξετάζη εσύ τι κάνεις, Και να χάνη τον καιρό; Μον ας είναι, δεν το θέλει. Τάχα να κατηγοράη, Μόνε το 'χει φυσικό· Για τα ξένα να τον μέλει, Τα δικά του ν' αμελάη, Και να λέγη το κακό. Έχει δίκιο άντα εύρη Εις τον άλλον μιαν αιτία· Κάπως ευλογοφανή, Να χορταίνη, όπως ξεύρει Της καρδιάς του τη μανία, Να σηκόνη τη φωνή. Εις εσένα, φίλε, όμως, Φτόνου πιο μικρό σημάδι Να ξανοίξη ημπορεί; Και σ' εσένα! που ο Μώμος Αλαφρότατο ψηγάδι Να κολήση απορεί. Φθονερούς εκείνους κράζουν Που της ξέναις ευτυχίαις, Και της ξέναις αρεταίς, Εδικαίς τους λογαριάζουν Συφοραίς και δυστυχίαις Τρομεραίς και δυναταίς. Ειδέ μη, σ' εσένα λάθος!.. Ω χοντρή συκοφαντία, Ω κακόβουλε Γλωσσά! Φίλε μου, άφστον, έχει πάθος Προς εσένα και κακία, Άφινέ τον να λυσσά. Τέτιαν έκανα ομιλία Σ' ένα κάπιον γνώριμό μου Μ' αθωότητα πολλή. Δίχως τάχατε υποψία Εως τότε στο σκοπό μου Να 'χη φτόνου υπερβολή. Άντα ίδα αυτόν το φίλο, Απ' οργή πολλή και ζάλη, Εις την όψι να χαλνάη· Βλέπεις, μου είπε, αυτόν το σκύλλο Με τη μύτη τη μεγάλη, Που διαβαίνει, και γελάει; Είναι γείτονας δικός μου Τόσους χρόνους δεν τον ίδα Μιαν ημέρα, μια βραδιά, Σαν κάθ' άθρωπον του κόσμο Με παραμικρή φροντίδα, Με κακή ποτέ καρδιά. Μ' όλους χαίρεται φιλία Ο καθείς τον αγαπάει, Τον ζητάει μεταχαράς. Και γιατί τόση ευτυχία; Αφορμής γελοκαπάει, Κι' επειδή είναι μυταράς! Γ α σ τ ρ ί μ α ρ γ ο ς Σ' άλλα πράμματα θαρρώ. Οσους θέλω να ευρώ, Έναν μ' άλλον να συγκρίνω, Και σε λάθος να μη μείνω. Στη δική σου προκοπή Κάννας άλλος μην ειπή Εις της σφαίρας μας την πλάσι, Πως νά έφτασε, ή θα φτάσει. Κοιλιόδαυλοι πολλοί Ιστορούνται και δεινοί. Όμως η γαστριμαργία, Η δική σου είναι μία. Φαγητά, πιοτά καλά, Σαν κι' εσένα, ή πολλά, Μήτε γεύτηκεν ακόμα, Η θελά γευτή πλιο στόμα. Κι' έχεις δόντι αισθαντικό Ως το άκρο τεχνικό Το καλό να ξεχωρίζη, Τ' αχαμνό να μην εγγίζη. Τραπεζιού περιγραφή, Τόσο έμπειρα σοφή, Άθρωπος να παραστήση, Βολετό ας μην ελπίση, Πόσα είδη φαγητά, Ή βρασμένα, ή ψητά, Ή αλλιώς μαγειρεμένα, Δεν αλησμονάς κανένα. Κρέας, ψάρι πλαστικό, Ζαχαράτο πορικό Λάχανο, γλυκό, σαλάτα, Πολυσύνθετα, μονάτα, Σ' όλα τέλιον αριθμό Με ψηλό λογαριασμό, Και με νου μεγάλο βάθος Καταστρόνεις δίχως λάθος. Με τι τάξι να βαλθούν, Και με πια να φαγοθούν Μόνος είσαι, που γνωρίζεις Μόνος άξιος να φροντίζης. Κι' έτζι η γλώσσα σου ιστορεί Γιόμα, δείπνο, που μπορεί Σ' όλους όρεξι να φέρη Εις αυτά ν' απλόσουν χέρι. Είναι χάρι φυσική, Μον ενόθη η πραχτική, Όθεν σύντρεξαν να γένης Πρώτος τόπος οικουμένης. Αλλης δα καμμιάς δουλιάς, Χωριστά από της κοιλιάς, Λόγο, ξέρω, δε σ' αρέγει, Το αχείλι σου να λέγη Σ' ήκουσα πολαίς φοραίς Σε συμπόσιου χαραίς, Της ζωής σου έγνια πρώτη, Καθαυτό το φαγοπότι. Ζήσε, ζήσε για να τρως, Για να γένεσαι χοντρός. Ότι, ως φαίνεται, η φύση Πιταυτου σε έχει χτίση, Να χωνεύης θαμαστά Να μιλής γι' αυτό σωστά. Να δειπνάς, να γιοματίζης. Κι' άλλο τι να μην αχρήζης. Σ τ ο λ ι δ ά ρ η ς Σε γάμον άρχοντος, προσκαλεσμένος, Ο Νούλας βρίσκονταν, απελπισμένος, Τι δεν εγένονταν, να καταφτάσουν, Σκουτιά ολοκαίνουργα να του τοιμάσουν. Να πάη δεν έστρεγε, καθώς φορούσε. Κι' απαρηγόρητος εβλαστημούσε. Του λέγει φίλος του· και τις η χρεία Να καταθλίβεσαι χωρίς αιτία. Μη γάρ είν' άφευχτο ν' αντραλοθούμε, Εκεί γιορτιάτικοι για να φανούμε; Παρόμιαις πρόληψες για τα στολίδια Μικρών κι' ανήλικων αθρώπων ίδια. Κι' εγώ εκίνησα με τα παλιά μου, Μηδέ καν διάλεξα τα πλιο καλά μου. Ο φίλος πάσκαγε με λόγου κρίσι Τον ισκυρόγνωμο να καταπείση. Χαμένα απόσταινε το λιάραγκά του. Εκείνος ήθελε τη φορεσιά του. Κριτή μ' εζήτησαν ν' αποφασίσω. Τη γνώμη μου έδωκα, χωρίς ν' αργήσω. Και προς το σύμβουλον ευτύς τηρόντας Παρόμια εμίλησα χαμογελόντας. Φρονείς εξαίρετα η αφεντιά σου, Μόν' ένα δίκιο του καλοστοχάσου. Αν πάνει αστόλιγος, και δε φαντάξει, Πιος τον στοχάζεται να τον κυττάξη. Α μ ύ σ τ ι κ ο ς Δεν τον ξετάζω παντελώς Με γνώσι αν είναι, ή τρελός. Μον έχει ιδίωμα κακό Να μη φυλάγη μυστικό, Και όσο θέλεις, ημπορείς, Πικρά να τον κατηγορής Και καταμόνας και κοινά Με δίκιο του παντοτινά. Μόν' αν ολίγο δε βιαστής, Θελήσεις να συλλογιστής, Πληροφοριέσαι καθαρά, Πως παίρει μέτρα σφαλερά. Μηδέ το κάνει απ' αφορμή Να βλάψη άλλου την τιμή. Δε βλέπεις πόσο αδυνατεί Μες την καρδιά του να κρατή Τα εδικά του μερικά Απόκρυφα συμβεβηκά, Στα ξένα πλιο τι καρτερείς; Για πονηρόν μη τον θαρρείς. Πορεύεται άκακα κι' απλά Και με ανήλικα μιαλά, Αν θέλεις, γέλα, να σου ειπώ Τον παιδιάσισιο του σκοπό. Για μυστικό αυτός νογάει Κρυφά να το κοινολογάη. Π ο λ ύ λ α λ ο ς Όχι. δε σε κολακεύω. Μη παντέχεις χορατεύω. Σ' είδος που δεν απεικάζω, Έχω δίκιο να θαυμάζω. Η ασίγητή σου γλώσσα, Πώς μπορεί να κόφτη τόσα, Και με τέτια γληγοράδα, Που ποτέ σχεδόν αράδα Σε κανέναν δεν αφίνει, Άντα βάνεται να κρίνη. Κι' όσο ομπρός αυτή πηγαίνει, Οχι μόνον αποσταίνει, Μόνε σα να σου τροχέται, Όσο πλιότερο κινιέται, Έχει πάντα νιόν αθέρα Να μη παύη ολημέρα, Προξενάει σωστήν αιτία Να μπουν όλοι σ' απορία. Κι' αν σου λέγει ο νους σου, σφάλλει, Όμια γλώσσα νάχουν κι' άλλοι, Συ ευτύς οπού ξυπνήσης Και τα λόγια σου αχινήσης, Σύνορω σ' αυτά δε βάνεις, Μήτε θέλεις ν' ανασσάνης, Κι' όσο να αποπλαγιόσης Μεταβιάς θελά τελιόσεις. Άντα είσαι σ' ομιλία Δε θυμάσαι άλλη χρεία. Κι' αν μ' αέραν ημπορούσες, Σαν ο τζίντζιρας να ζούσες, Η δουλιά η εδική σου Να λαλής επιζωής σου. Πόσο ελάθεψεν η φύση Αργοπόδη να σ' αφήση! Τι ανίσως της πατούσαις Σαν τη γλώσσα σου κινούσες, Δε θα ήταν βεβαιό σου, Πεζοδρόμος δεύτερός σου. Α σ έ β ε ι α σ τ ο υ ς Γ ο ν ε ί ς Περίσιο είναι να μου λες Τα ίδια άπειραις βολαίς. Να μου παραπονιέσαι, Και να δικιολογιέσαι, Πώς 'ς του θυμού σου την ορμή, Σου δίνουν πάντοτε αφορμή, Οι άτυχοι γονείς σου, Και πέφτουν στην οργή σου. Πως σε μισάν από κακή Καρδιά που έχουν φυσική, Ξαργού σε παροργίζουν Διά να σε συγχύζουν. Πώς να σε ιδούν δεν ημπορούν, Σε όλα σε κατηγορούν. Σε όλα σου αντιλέγουν Και πάντα εκείνοι φταίγουν. Και για να λείπουν η συχναίς Λογοτριβαίς σ' εσάς κοιναίς, Λοιπόν αποφασίζεις, Και τους συχνοξυλίζεις. Σου αποκρίνομαι κι' εγώ Ως με τη γνώσι μου νογώ. Πως χώρια απ' όλα τ' άλλα Τα δίκια τα μεγάλα, Φτάνει αιτία μοναχή, Οπού η αχρεία σου ψυχή Στον κόσμον εγεννήθη, Μ' αθρώπους εμετρήθη, Για να πεδεύουνται σκληρά Αυτοί, που πρέπει τρομερά Να σε καταμισήσουν. Γιατί να σ' αναστήσουν. Υ π ο θ ε σ ι ά ρ η ς Τον Πανταγιάτον να μη γνωρίζης. Τι μου ορίζεις! Να μη τον ίδες πολύ λαθεύεις, αν τον πιστεύεις. Δεν είναι μέρος, που να μην έχη δουλιά να τρέχη Οχ τίνος γάμο, θανάτου λύπη, ποτέ του λείπει; Είν' άλλος πρώτος σε πανηγείρια, και σε κριτήρια; Πού νιος, ή κόρη να προξενιέται, και δε ρωτιέται; Πιοι διο μαλόνουν, να μην ωρμήση να τους χωρίση; Της χώρας όλης αυτός αργάτης, και επιστάτης. Σε κάθε σπίτι αρχιτεχνίτης, κοινός μεσίτης. Γνωρίζει ξένον και τον εντόπιον, διαβάτην όπιον. Σκοπούς γιομάτος για έναν κι' άλλον, μικρόν μεγάλον, Σε κάθε μέρος, σε πάσα πράξι, θα βάλη τάξι· Με ένα λόγο παντού τρεχάτος, και πάντ γιάτος. Αυτά τ' ακούω, μον δεν ηξεύρω, πού να τον εύρω. Στην κατοικιά του να μη ζητήσης, αν τον θελήσης. Κι' αλλού να γύρης όπου ημπορέσης, θα τον αντέσης. Χ α χ λ α ν ά ς Χαρχαρούδα μη θυμόνεις, Και τα μάτια μου γκριλλόνεις, Να σκιαχτώ, να σε εντραπώ. Μην ελπίζεις, θα σ' το ειπώ. Πριν ακόμα αρχινήσης Ένα τι να ιστορήσης, Θα σ' ακούσουν πανταχού. Χα χα χα, και χα χα χου. Ομιλόντας θα γελάσεις, Τοσοπού, πως θέλα σκάσεις Σαν τη φούσκα, σε θαρρούν, Όσοι στέκουν και τηρούν. Και αν ως τέλος καταντήσης, Λόγο ν' αποξεστομήσης, Τότε πέφτεις καταγής Οχ τα γέλια να πνιγής. Και καθώς σε γαργαλίζουν, Ξένα δάχτυλα αν σ' εγγίζουν, Έτζι απ' όσα κακολές, Ξεκαρδίζεσαι που κλαις. Μήπως έχεις φαντασία, Να διηγέσαι τάχα αστεία, Όθεν παίρεις αφορμή Να γελάς με τόση ορμή; Και αν γελάν οι άλλοι, ξεύρεις, Απατός σου να το εύρης; Μη σε κόφτει, εδώ είμαι εγώ. Σε διο λόγια σ' το ξηγώ. Όσοι, φίλε, σε κυττάζουν, Και να παρασκυθρωπάζουν, Δεν μπορούν να κρατηθούν, Να γελάσουν θα βαλθούν· Γιατί είσαι άξιος γέλιου, Κάδε ίδος περιγέλιου, Ή μιλείς ή σιωπάς, Ή χοντρογελοκοπάς. Μ ω ρ ό σ φ ο ς Πως ο Πάνσοφος εξέχει Με το πνέμα αυτό που έχει, Φανερά τ' ομολογώ· Και πως δείχνει νου και φρένας Σπάνια να 'χη κι' άλλος ένας, Συμφωνώ μ' εσάς κι' εγώ. Ναίσκε, είναι από τη φύση Πολυμάθιας πλούσια βρύση, Σε ανώτατο βαθμόν. Και υποτάζει μ' άκρα χάρι Πάσα ρίζα και κλωνάρι, Και τεχνών, κι' επιστημών. Βλέπω μ' όσην ευκολία Όποια δήποτε απορία Εξηγάει, και διαλιεί. Και σε όλα με τι κρίσι Ημπορεί ν' αποφσίση Χωρίς τάχα αναβολή. Πάντα όμιος δίχως λάθος, Και σε ύψος, και σε βάθος, Σε μεγάλα σε μικρά, Τ' άλλα στόματα ομπροστά του, Ως προς τα χαρίσματά του, Μνήσκουν άλαλα, νεκρά. Είναι, είνα, αλήθια τέρας Της τωρεσινής ημέρας, Του αιώνα η στολή· Μόνε σ' ένα πράμμα σφάλλει Το αμίμητο κεφάλι, Που χοντρά παραλαλεί. Α ν ο σ τ α ν ά λ α δ ο ς Ακόμα δεν αγρήκησα τινάν να ειπή, Μια χάρι να 'χης τάχατε, σαν οι λοιποί. Κι' άντα τζωπαίνεις, άτυχος, κι άντα μιλάς Κι' άντα δακρύζεις, άχαρος, κι' άντα γελάς. Στο κάτζημό σου ανάποδος, και στο φαγή. Στα μέτωρά σου άτζαλος, και στην οργή. Και η φρονιμάδα σου άτοπη, χωρίς καιρό. Κι' η τρελαμάδα σου άπρεπη, με το σωρό. Δε μνήσκεις αψηγάδιαστος καμμιάς λογής. Σε όλα σου ανάλατος, κοντολογής. Πώς είσαι αφύσκος, φίλε μου, Δεν τ' αναιρώ, Ως πράμμα αναντιλόγητο, και φανερό. Μόνε μου φαίνεται άδικα, να το θαρρούν. Όσοι καθόλου, για άθρωπο δε σε μετρούν. Γιατί όσο κι' αν είσαι άνοστος μ' υπερβολή, Χωρίς κάνα προτέρημα λίγο πολύ, Με κάθε δίκιο πρέπει σου βαθμός πρωτιάς Σαν καθαυτό πρωτότυπου της ανοστιάς. Π α ρ ά π ο ν ο. Έτζι είναι· ναίσκε, τον καιρό, Που χαιρόσουν βαθμό λαμπρό γιατί πλουτούσες, Σε όλα ήσουν θαμαστός, Παντού και πάντοτε γνωστός, και φημισμένος. Και αφού η τύχη σου η σκληρή Τη σήμερο σε υστερεί τα πρώτα δώρα, Μικροί, μεγάλοι αρχινάν Τελείως να σ' αλησμονάν, να μη σε ξέρουν. Σε ταύτο ως πράμμα φανερό, Να ειπώ το όχι, δεν μπορώ. μόνε σου λέγω, Πώς έχεις άδικο πολύ Να δείχνεις κάκητας χολή κατά του κόσμου. Καλοστοχάσου το, κι' ευθύς Σωστά θα πληροφορηθής, πως οχ την τύχη, Να παραπονεθής μπορείς, Οπού σε άφηκε χωρίς χρυσό σαμάρι. Α π ο φ υ γ ή Μου είπε γνώριμος, απαριθμόντας Για τον Κοκρόγλωσσο, κακά πολλά. Του αποκρίθηκα χαμογελόντας, Λες δικαιότατα, μιλείς καλά. Μον τι πειράζεσαι στο φέρσιμό του Μη δεν τον γνώρισες καμμιά φορά; Αν του εδόθηκε για φυσικό του Να κρίνη άτζαλα, και βρομερά. Μ' οχτρούς και φίλους του να ωμιλήση, Ή μ' όπιον έλαχε να πρωτοϊδή, Κακά ενάντια τους θα τζαμπουνίσει, Σα να τον ξύλιζαν με το ραβδί. Το στόμα του άκοπα ποτάμι τρέχει Από απερίγραφταις χοντροβρισιαίς, Οξέδρα ακάθαρτη ποτέ δεν έχει Δυσωδικώτεραις μαγαρισιαίς, Ως και για λόγου του, άντα ξηγέται, Τόσα ασκημόλογα θελά ειπή, Οπού κι' αναίσχυντος να τα διηγέται Με βεβαιότητα θελά εντραπή. Μη παίρεις, φώναξα, αυτά προς βάρον Του λόγου σου άδικα μη τον λυπάς· Σα δεν ορέγεσαι πορδ-ς γαϊδάρων, Ποτέ αποπίσω τους κοντά μην πας. Σ ύ γ κ ρ ι σ ι ς Πες μου, Μώκο, στη ζωή σου, Πώς το νιόθεις το κορμί σου, Ζωντανό κανένα πράμμα, Ή της τέχνης είσαι θιάμα; Αγαπούσα να το ξεύρω, Μόνε πώς να σου το εύρω! Δε μου λεις την απορία; -Φίλος είμαι, τι έχεις χρεία. Πέτρα είσαι; Δες κινιέσαι. Μη είσαι δέντρο; Μόνε ξιέσαι. Όρνιο τάχα; θα πετούσες. Μαϊμού; δε θα μιλούσες. Ερπετό; δεν περπατούσες. Κήτος; θέλα κολυμπούσες. Κτήνος; μον ορθοποδίζεις. Μέταλλο; αμ δεν αχρήζεις. Με κανένα δεν ταιριάζεις, Και απ' όλα προσουμιάζεις. Πόθον είχα και μεγάλο Σε μια τάξι να σε βάλω. Πές μου, Μώκο, στα σωστά σου, Μη είσαι τάχα;... Στάσου, στάσου. Τρως, μουγκράς, κοιμάσαι, πίνεις. Υποψία δεν αφίνεις. Ζώο είσαι δίχως άλλο. Σου το πίτυχα. δε σφάλλω. Αμ τι ζώου είδος είσαι, Δε μας λες; το προσποιείσαι Ό,τι είπα να είσαι σόνει. Κι' από πια, δε μας ζημιόνει. Β ρ ό μ α Διαβαίνοντας στο δρόμο Πουρνό πουρνό μια ημέρα, Συναπαντάω το Μώμο. Μου λέγει, καλημέρα. Τι κάνεις ποθητέ μου, Παλιέ συνάδερφέ μου. Ω πόσο επιθυμούσα Στιμή να σ' ανταμόσω. Κι' αποπολλής ποθούσα Το βάρος να σου δόσω Για κάπιον γνώριμό μας, Και φίλον εδικό μας. Και πριν καιρό μου αφίση, Για πιον να τον ρωτήσω, Το στόμα του σα βρύση Επήγαινε ξοπίσω Να λέη για κείνον τόσα, Που του αποσταίνει η γλώσσα, Και αφού αποξεθυμαίνει Να τον κατηγοράη, Ανήσυχος προσμένει· Στα μάτια με τηράει, Να ιδή τι γνώμην έχω, Κι' αν στα νερά του τρέχω. Κυρ Μώμε, το σκοπό σου, Του λέω, καλά απεικάζω. Μηδέ το φέρσιμό σου Εγώ καταδικάζω. Μον δεν μπρω ν' ακούσω Για να σε υπακούσω. Ο Κόπρος, που ονομάζεις, Και ωραία ζωγραφίζεις, Με χάρι ψηγαδιάζεις, Κι' οπού καλά γνωρίζεις, Είν' άθρωπος με φρένας, Στον κόσμον ίσως ένας. Κ' εγώ, κι' εγώ βουλιόμουν Τη γλώσσα να ταράξω, Προχτέ φιλοτιμόμουν Να τον χαμοπειράξω. Μον μ' έκαμε να μείνω, Και λόγο να μη κρίνω. Και μου είπε· Σάτυρέ μου, Με γνώσι σε θαρρούσα, Μηδέ ήλπιζα ποτέ μου, Μηδέ το καρτερούσα, Χωρίς να συλλογέσαι, Μ' εμένα να μετριέσαι.· Θαρρείς σαν ονειδίζεις Των αμαθών το πλήθος, Μπορείς εσύ να γγίζης Και φιλοσόφων ήθος, Με όλα τα σωστά σου! Σιώπα, κι' αφηκρά σου. Και μάθε, πως η φύση Αδιάφορη μητέρα Χωρίς ν' αναμερήση Στη γη και στον αγέρα Κανένα απ' όσα φέρει, Στον κόρφο της τα σέρει. Και ο σοφός που θέλει, Αφύσκος να μη γένη, Για πάστραις δεν τον μέλει, Στης βρόμαις μπαινοβγαίνει. Γυμνή τη φύση βλέπει· Να τη μιμιέται πρέπει. Και επειδή στη βρόμα Ο άθρωπος γεννιέται, Την έχει πρώτο στρώμα, Σε ταύτη να γκυλιέται Ανάγγη είν' όσο ζήση. Σ' αυτή να ξεψυχήση. Ο Κ ρ α σ ο π α τ έ ρ α ς Μεταβιάς γλυκοχαράζει, Στα βουνά η αυγή χαράζει, Κι' αρχινάει — Το σκοτάδι να σκορπάη. Στρόθηκε ο Κρασοπατέρας. Πρώτη έγνια της ημέρας, Μον ξυπνήση — Το ποτήρι να σφουγγίση. Και προμιού τα μάτια τρίψη, Την κοιλιά του για να νίψη Μια κανάτα — Οχ τον πήρο νηστικάτα. Κιαπέ ύστερα ως το βράδυ, Που να πιάκη το σκοτάδι, Το λαγήνι — Οχ το χέρι δεν τ' αφίνει. Μον ρουφάει, και μόνε ζάφτει· Κι' όσο πίνει, τόσο ανάφτει. Όλο πίνει — Κι' όλο γένεται καμίνι. Οχ τον πήρο δε σπαρνάει. Το βαγένι μον τηράει. Και η σβάνα — Είν' της δίψας του η καμπάνα Μυριοστέφανο βαγένι, Πες μου, τι θελ' απογένη Στα σωστά σου — Ως το τέλος η κοιλιά σου, Της κανάταις οπού αδιάζεις, Και σε ταύτη της σοδιάζεις, Πώς χωνεύεις — Και να πίνης μον χαλεύεις; Το κρασί που σβαναρίζεις, Τα λαγήνια που στραγγίζεις, Μέγα πράμμα — Πώς δε σκάζεις είναι θιάμα! Ω κοιλιά με δίχως πάτο. Κρασοσφούγγαρο μονάτο! Ω πηγάδι — Δίχως βάθου καν σημάδι. Ω καδδί που δε χορταίνεις, Και ποτέ δεν αποσταίνεις Σ' όσο βρίσκεις — Κι' άδιο πάντα σου απομνήσκεις! Ω καρούτα αναιώνια Που να ρίχνουν χίλια χρόνια, Στα χαμένα — Θα παιδεύουνται μ' εσένα! Ω κρασιού αλήθια τάφε, Τ' άντερα σου βάφε, βάφε!... Ε κοντύλι — Μούρθε πλιο η ψυχή στ' αχείλι! Πες κάνα άλλο κι' άφς τη βρόμα. Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνω — Κι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα! Οχι. γιατί μ' οργή η ίδια φύση, Το καλούπι σου ευτύς το έχει τζακίσει. Π ο ι η τ ή ς Αυτός και όχι άλλος, Ο φαντασμένος, Για προκομμένος, Ελληνιστής μεγάλος· Σιμά στον ελικώνα Σαν κατοικούσε, Χαμοθαρρούσε Ανίδρωτον αγώνα Στην πολυμάθειά του Τη στιχουργία. Μ' αδιαντροπία Αρχίζει στα σωστά του Τους άλλους να μιμιέται. Τη λύρα αδράζει, Βαρεί, φωνάζει, Και ποιητής λογέται. Της άνοιξις η χάρι Σε λουλουδάκια, Σε χορταράκια, Και με λαμπρό φεγγάρι, Εκεί που είχε πλαγιάση Να ξαποστάση, Να ησυχάση, Του είχε ενθουσιάση Το γνωστικό κεφάλι, Να τραγουδήση Την πλούσια φύσι Τα αμίμητά της κάλλη. Η Μουσαις ξυπνημέναις Στην ταραχή του, Πολλή κραυγή του, Πετιούνται ξαφνισμέναις, Και απανωταίς προβαίνουν, Μον σαν τον ίδαν Ακέριον Μίδαν, Γελάν, και μεταμπαίνουν. Ο Μ α τ ζ ο ύ κ α ς ή ο Αυτοδίδαχτος Γιατρός Σ' ένα μέρος σ' έναν τόπο Με πολύ θαμάσιον τρόπο, Με ξαπόρεσι κοινή, Και σε διάστημα ημέρας, Εγεννήθηκε ένα τέρας Σπάνιο άλλο να φανή. Δίχως να 'χη υποψία, Αν ευρίσκονταν βιβλία, Επιστήμαις και σπουδή, Ο Ματζούκας οχ τα γίδια, Εξημέροσε στα ίδια Του Ασκληπιού παιδί. Όσοι ακούν αυτό, θιαμάζουν Και έχουν δίκιο να φωνάζουν, Πως διηγούμαι υπερβολή. Λέω μονάτη την αλήθια· Δεν προβάνω παραμύθια Μαρτυράν σ' αυτό πολλοί. Οχ τη φύσι διδαγμένος, Και γιατρός τελειομένος Στης μητρός του την κοιλιά, Κι' ο Ματζούκας αποράει. Το χωριό του τον τηράει Για σοφίας τη φωλιά. Κι' όχι τέχναις φαρμακίας, Και μυστήρια της χημείας, Σε πολλούς κοινά κι' απλά. Μόνε ξέρει, το ρεπάνι, Μες το σώμα, ως πόσα κάνει Κακοσύναις, και καλά. Σκόρδο, πράσο, και κρομμύδι, Θεραπευτικά τα δίδει, Όπου η χρεία τα καλεί. Και με μέθοδο δική του Πασα έναν αστενή του Προχειρότατα ωφελεί· Μήτε θέλει να ηξεύρη Ν' αγωνίζεται να εύρη Αρεταίς στα ξενικά· Του χωριού οι κήποι όλοι Πατρικό του περιβόλι, Που φυτρόνουν γιατρικά. Τα σταφύλια, τ' αγγουράκια, Σύκα, μήλα πεπονάκια Που δροσίζουν το λαιμό, Δίχως άνοσταις πικράδαις, Γιατρικίσιαις φαρμακάδαις, Περετούν στο διορισμό. Όλα αυτά με πλούσιο χέρι Τα μοιράζει καλοκαίρι, Σαν πολύ δροσιστικά, Το χειμώνα έχει πάλι Στο σοφό του το κεφάλι Ολα τα πυροτικά. Όθεν όλους τους γιατρεύει. Πάσα νόσο θεραπεύει, Με μια χάρι χωριστή. Κι' όποιον τούτος να σηκόση, Πλιό ο χάρος να σκοτόση, Νους να μη το φανταστή Μον η άκρα του σοφία, Κάθαρσι, φλεβοτομία· Έχει για άμαρτα κοινά. Και μ' αυτά πρωταρχινάει, Κάθε πάθος κυνηγάει Σταθερός παντοτινά. Του Ματζούκα μας την πράξι Πιος ειν' άξιος να ξετάξη, Ή την άλλη προκοπή! Ως σε πιόν βαθμό και στάσι, Της σοφίας έχει φτάσει, Σφάλλει όποιος να το ειπή, Τα ρωτήματα δε θέλει· Για σφυγμό μηδέ τον μέλει· Τέτια ο φίλος τα γελά. Σ' άλλο ύψος μέγα πάνει· Τη διάγνωσί του κάνει Με αλλιότικα μιαλά. Με τη μυρουδιά και μόνον, Στου αρρώστου του τον πόνον Της κοιλιάς το περιττό, Ή το ούρος, με τη γέψη Λιγοντί να σημαδέψη, Του είναι πάρα αρκετό. Με παρόμιας γνώσις φώτα, Υστερνά για αυτόν και πρώτα, Άκοπα θαματουργεί. Τόσα κατορθώματά του, Οχ τα πλιο καθημερνά του. Δε χωράει ακέρια γη. Τα παχιά κορμιά αχαμναίνει, Τ' αχαμνά σού τα παχαίνει, Δίνει μάτια των στραβών· Τους ψηλούς, ευτύς χαμηλόνει, Τους κοντούς κι' αυτούς ψηλόνει, Βάνει γλώσσα των βουβών Στα μικρά τα πάθια όμως, Το νοητό του είναι τρόμος· Κάθε νους τον απορεί. Ένα σύμπτωμα ν' ακούση, Μη φοβάσαι να προσκρούση· Μες τη ρίζα πάει βαρεί. Πες του, βήχω· πήρες κρύο· Ένα κι' ένα κάνουν δύο· Αίμα, αίμα παρευτύς· Και την κάθαρσιν αντάμα, Να ιδής της τέχνης θιάμα, Θιάμα τέχνης σαν κι' αυτής! Ανεμοβροντώ αποκάτω· Είναι κρύο, και μονάτο, Αίμα και καθαρτικό, Της χολαίς να ελαττώσουν, Τ' άντερά σου ν' αλαφρόσουν, Απ' αυτό τ' ανεμικό. Νιόθω κάψι στο κορμί μου· Πήρες κρύο, στη ζωή μου, Και το πήρες την αυγή· Κάμε αρχή φλεβοτομή σου, Και κατόπι καθαρή σου· Σου περνάει, δεν αργεί. Αμ τα τεχνικά του χέρια, Για βεντούζαις, για μαχαίρια, Πού είμ' άξιος να ειπώ! Τα αφίνω. τι απεικάζω, Σε κεφάλι δεν τα βγάζω. Όμως δυο δεν τα σιωπώ. Το πιστό του το νιστέρι, Που χυμάει σαν το ξεφτέρι, Και βουτάει ως το λαιμό· Και το μέγα του αγκλυστήρι, Οπού δεν κρατάει χατίρι, Και αναβράει κατακλυσμό, Είναι αμίμητα εργαλεία, Και σαν ταύτα η χειρουργία Σε κανένα της καιρό, Σ' όσους έλαβε οπαδούς της, Και μεγάλους και μικρούς της, Να τα ίδε, δε θαρρώ. Μόνε τέτιον προκομμένον Οχ τη φύσι προικισμένον, Να τον λέγουν μερικοί, Πως είναι άδιος, κούφιος όλος, Και ψευτιάς μονάτης δόλος... Πώς οι αθρώποι είναι κακοί! Λεν αυτοί, ένας να προφτάση Στους πενήντα, να μη σκάση, Απ' εκείνους που τηράει, Είναι απόρεμα μεγάλο. Μον αυτό, εγώ αν δεν σφάλλω, Μες το νου μου δε χωράει. Ο Ματζούκας τάχα φταίγει, Του αρρώστου του άντα λέγει Να ρουφήση αυγό ψητό, Και ο άρρωστος πεθαίνει, Αφορμής παραχορταίνει Απ' αυγό σφιχτά βραστό; Αν τον αστενή διορίση Το καθάρσιο να στραγγίση, Κι' ο εμπαθής, να καταπιή Μη μπορόντας, το αφίνει, Και λαβαίνει κακοσύνη, Πιος του είπε να μη πιή! Αν ο τρίτος του παγαίνει, Επειδή και δεν προσμένει Να του κάμη ο γιατρός, Όσα η τέχνη υπαγορεύει, Ο Ματζούκας μας λαθεύει, Ή του φταίγει ο καιρός; Μον αυτά των σύντεχνών του Λόγια ενάντια στο σκοπόν του Δεν τα βάνει παντελώς. Και είναι άθρωπος με γνώσι Να δανείση και καμπόση, Και όχι ως λεν αυτοί, ζουρλός Σας παρακινάω φίλοι, Με αληθοσύνης χείλι, Κατηγόρια ν' αφεθή· Κι' όπου τύχη να τον βρήτε, Πρόθυμα όλοι να τον φτιύτε, Για να μην αβασκαθή. Σ υ μ β ο ύ λ ι ο ν Γ ι α τ ρ ώ ν Γιός ολομονάκριβος, γονέων ευγενών, Μ' αρρώστιας πέφτει βάσανο παραδαρμό δεινόν. Ευθύς Γιατρούς δεν άργησαν τους πλιο ονομαστούς, Να προσκαλέσουν τέσσαρους, της χώρας θαυμαστούς. Πλακώνουν οι Εξοχότατοι με άκρα σιωπή, Εμβαίνουν όλοι κάθονται, βαρείς και σκυθρωποί. Κατά σειρά υστερώτερα, κυττάζουν το σφυγμό· Του ψηλαφούν τη γλώσσα του, με μέγα στοχασμό. Ρωτάν διά συμπτώματα μικρά και δυνατά· Ξετάζουν της ασθένειας και ώραις, και λεπτά. Κιαπέ αρχηνάν σοφώτατα, τα πάντα να ξηγούν, Αιτιατά και αίτια, να φυσιολογούν. Σαν αποσυνομίλησαν για ώρα αρκετή. Καθένας στην αράδα του λοιπόν, γνωμοδοτεί, Και πρώτος, λέει ο νιότερος, του στήθους πλησμονή· Από πληθώραν αίματος, θεωρώ τον ασθενή. Και όλα τα συμπτώματα, κι' οι χτύποι του σφυγμού Μας δείνουν τέλια φλόγωσι ανώτατου βαθμού. Φλεβοτομία άφθονη, εδώ μας ωφελεί Να γένη, Εξοχώτατοι, χωρίς αναβολή. Είπε· και εξεθηκάρωσε νιστέρι κοφτερό, Και αναμένει έτοιμος της άδειας τον καιρό. Συμπάθιο, είπε ο δεύτερος· δεν είν' φλογιστικό Το πάθος, Εξοχώτατοι, αλλά χολερικό. Τα συχναναγουλιάσματα, η δίψα η πολλή, Μας αποδείχνουν άσφαλτα, χωλής υπερβολή. Διορίζω, Εξοχώτατοι, λοιπόν εμετικό, Στα πάθη τα παρόμοια το μόνο ιατρικό. Ποτήρι φέρτε, φώναξε, Και κάμποσο νερό. Ανάγκη να μη χάσωμε Σε λόγια τον καιρό. Και ευθύς από τον κόρφο του Κι' από μικρό κουτί, Μια σκόνη ανακάτευε Σε δόσι αρκετή. Ο τρίτος, την συγχώρεσι, τους λέγει, σας ζητώ, Αν και στους δύω ενάντια τολμώ, γνωμοδοτώ. Το πάθος του αρρώστου μας Δεν είν' φλογιστικό, Δεν είναι, Εξοχώτατοι, μηδέ χολερικό. Η γλώσσα τόσο άπαστρη, φωνάζει, καθαρά Πως μόνον εις τα άντερα φωλιάζει φανερά. Η ύλαις εσωρεύθηκαν, καθόλου στην κοιλιά. Αυταίς να καθαρίσωμε, να κάμωμαι δουλιά. Καθαρτικό χρειάζεται, κι' ολίγο δυνατό· Εγώ τα καταπότια στη χούφτα τα κρατώ. Καλά, καλά και τίμια αυτά τα ιατρικά, Αλλ' όχι, Εξοχώτατοι, και θαραποτικά, Τους λέγει ο πλιο γέροντας, Με σχήμα σοβαρό· Και πρέπει να ξετάξωμε του χρόνου τον καιρό. Οπόσους φλεβοτόμησα τη φετινή χρονιά, Τους ίδα, Εξοχώτατοι, να σβύσουν κοπανιά. Κανείς δεν ωφελήθηκε από ξερατικό· Και πάντοτε μετάνιοσα διά το καθαρτικό. Λοιπόν το πάθος, βλέπετε, μας μένει σκοτινό. Κι' απόσα επροβάλθηκαν, δεν είναι πιθανό Να λάβη κάνα ώφελος ο νέος ασθενής. Και ίσως εσυμπέραινε, μου φαίνεται, κανείς, Με πλέον βεβαιώτητα και λόγον καθαρόν, Ανίσως το απόδιδε των μοναχών νευρών. Δι αυτό νομίζω άφευκτα, τα ερεθιστικά· Και να που έχω πρόχειρα τα επιθετικά. Σ' αυτά σηκώθη άπειρη λογοτριβή σφοδρή, Καθένας δικαιώνεται, τον άλλον αναιρεί. Καθείς διίσχυρίζεται Και ισχυρογνωμάει, ..................... ..................... Ο άρρωστος κοιτάζοντας. Νιστέρια, γιατρικά, Και ακούωντας τα λόγια τους πολύ προσεκτικά· Ελπίζοντας, φοβούμενος, σε ταραχή πολλή, Κι' αγώνα μβήκεν άσωστο, οπού τον ωφελεί. Διατί η αγανάκτησι του προξενάει μ' ορμή, Πολύν και πλούσιον ίδρωτα απ' όλο το κορμί. Ν' αλλάξη ο νιος εγύρεψε, και να λευφτερωθή, Οχ των Γιατρών την σύγχυσι, για να αποκοιμηθή. Και έτζι οι Εξοχώτατοι πλιο δεν χασομεράν, Φιλονικώντας άκοπα εκείθε αναχωράν. Α Ν Α Μ Ι Κ Τ Α Τ η γ α ν ί τ α ι ς τ ο υ Τ α λ ι α π ι έ ρ α. Αναχωράτε φιλοσοφία, Και λογομέτρα πολιτική! Μακριά φευγάτε ηγεμονία, Και πάσα τάξι ευγενική! Ελάτε αγάπη, σωστή φιλία, Απλή και ίσια, καλή καρδιά, Χαρά και γέλια κι' ισοτιμία, Στη συντροφιά μας τούτ' τη βραδιά, Φιλοδοξία και φιλαυτία Δεν έχουν τόπο, πού να σταθούν· Υπερηφάνια και φαντασία, Εδώ απόψε να μη βρεθούν. Γερά τα δόντια, καλό στομάχι, Και καταπιόνα μακρύν πλατύ, Από τους φίλους καθένας νάχη, Κι' όρεξιν όλοι και δυνατή, Εδώ δεν είναι λογομαχίαις Για Νόμους τάχα, και διαταγαίς· Τιμαίς δεν είναι για προεδρίαις, Μεγαλοσύναις και προσταγαίς. Γιομάτο στόμα, δοντιών φροντίδα, Συχνό κατάπιμα ηδονικό. Ουσία, γέψις, κοιλιάς ελπίδα, Και συχνορούφημα, πιοτό γλυκό. Ελάτε φίλοι, συμαζωχθήτε, Στο τοιμασμένο τούτο σκαμνί, Απλόστε χέρι και μην αργήτε, Στων τηγανίτων την ηδονή. Ω! τηγανίταις καλοφκιασμέναις, Ω τηγανίταις με το σωρό. Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις, Και με σουσάμι τ' ασπροδερό. Ω! τηγανίταις, ω! νοστιμάδα. Ω! νοικοκύρης. ω!συνοδιά! Ω! ευχαρίστησι. ω! τι γλυκάδα. Ω! χαροκόπα, καλή βραδιά. Να ζήσης φίλε, κυρ Ταλιαπιέρα· Ευτυχισμένος καιρόν πολύ· Και πάσα νύχτα, και πάσα ημέρα Οχ τη ζωή σου να είναι καλή, Αφήτε, φίλοι, τη χασομέρια, Ανοίξτε στόμα, κι' απλώστε χέρια· Απλώστε πάρτε, κιαπέ βουτάτε Στο μέλι μέσα προμού να φάτε. Παιδί μου, κέρνα το ποτηράκι, Μη το γιομίζης, από λιγάκι. Δεν είν' του κράσου αυτό το αίμα, Πολύ να πιούμε· μον' είν' το πνέμα. Κέρν' από λίγο, για όρεξί μας, Και να βοηθήση την χώνεψί μας. Μασάτ' ως τόσο, και καταπιέτε, Το ποτηράκι αδειάστε, πιέτε. Κιαπέ κατόπι σαν αποφάτε, Όσο θελήστε φυσιολογάτε. Ο Ιπποκράτης, δεν έχει τώρα Σταις τηγανίταις, καθόλου χώρα. Για τηγανίταις αυτός δεν λέγει. Κι' ανίσως είπε, πιος του το στρέγει; Αν είπε, βλάβουν, με συμπαθάει· Γιατί από τούταις δεν έχει φάει. Για φάτε φίλοι, και μην τραβιέστε, Πώς θα χωνέψτε, μην συλλογέστε. Αλέθει ο μήλος; ρίξτου να αλέση Κριθάρι, στάρι, ό,τι μπορέση. Μον άντα τρώτε, να φυλαχτήτε, Να μη γελάτε, να μη πνιγήτε·, Κι' αγαλιγάλι, μη λαιμαργάτε, Εσείς που είστε θελά ταις φάτε. Μη έτζι αφύσικα, και όλοι αντάμα, Σαν τ' άγρια όρνια στο ψόφιο πράμμα. Με τάξι πάρτε, με την αράδα, Για να πεικάστε και νοστιμάδα. Δεν είναι έτζι, κυρ Ταλιαπιέρα, Ή λέγω τάχα τη νύχτα ημέρα; Ανίσως, φίλε, θαρρής πως σφάλλω, Εγώ τζοπαίνω, δεν κρένω άλλο. Κι' ο Παπαγιάνης αυτήν την κρίσι, Σαν Ιερέας ας μας χωρίση. Πώς λες Ζαγόρι, οπού γνωρίζεις, Καλά σε ταύτα, να 'ποφασίζης; Για το τραπέζι, για το ποτήρι, Ποτέ δεν κάνεις τινός χατήρι. Κι' αυτό σα θέλεις να το διαλέξη Αφίνω πάλε τον κυρ Αλέξη. Που αλήθεια τρώγει και κοκκινίζει, Μόνε σε τέτοια τη γλώσσα ορίζει. Κι' έχω μαρτύρους να το βεβιόσουν, Και την αλήθεια να μη προδώσουν. Έχω κυρ Σπίρο τον Αλαμάνο, Οπού μετάνοια βαθιά του κάνω. Τον Μπικιαρούλη, που συχνοπίνει, Τον Νικολάκη που καταπίνει. Κι' ο Μπρούτζος σ' τούτους, κι' ο Οικονομάτης Γραμματισμένος ανοιχτομάτης, Αφ' ού και δώκουν τη μαρτυρία, Δεν είναι άλλη αντιλογία. Στην υγιά του νοικοκύρη, Φίλοι, αδειάστε το ποτήρι. Κι' ευχηθήτε τον να ζη, Με τους φίλους του μαζή. Ξ υ λ ό-Γ α τα. Άκουσε και να 'πορήσης, Κι' αν είσ' άξιος να με λύσης. Ήξευρέ με τέτιας φύσης, Που κ' εις δυω να με χωρίσης, Δεν 'μπορείς να μ' αφανίσης, Και το πρώτο μου θ' αρχίσεις Ως φυτό να το μετρήσης, Και στο δέφτερό μ' επίσης, Τη ζωή θα συμφωνήσεις. Αλλ' ανίσως και θελήσης, Όλο τάχα να μ' αφήσης, Άψυχο θα θεωρήσεις, Οπού μέσα θα 'παντήσεις Ζώα έμψυχα εκ φύσης. Χ α ρ α - μ α τ ι ά. Το πρώτο μ' όποιος έχει, Τη λύπη δεν κατέχει, Γιατί την κυνηγάι. Κι' από το δεύτερό μου, Πάντοτε το σκοπό μου Ο έξυπνος νογάι. Ακέριαν αν θελήσης, Διά να με γνωρίσης, Μ' ευρίσκεις και συχνά, Ακίνητη ησυχάζω, Κι' ωσάν να σε κυττάζω, Χάσκω παντοτινά. Π ρ ά σ ο. Άκληρος πάντα με φορεί, Όταν ακέφαλο μ' ευρή. Αλλ' αν ακέριο με θωρή, Μόνον θροφή θα με χαρή. Κ ό ρ η-ό ρ η Οπόταν είμαι μοναχή, Έχω και λόγο και ψυχή. Κι' αν στερηθώ την κεφαλή, Γένομαι τότε πολλαπλή. Πολλαίς κορφαίς υψόνω, Αμέτρως μεγαλόνω. Όλη τη γη καταπατώ, Οπού κι' αυτή και 'γώ βαστώ Μια είναι η ζωή μας, Καθώς και η αρχή μας. Ο Λ Ο Γ Ι Ο Τ Α Τ Ο Σ Τ Α Ξ Ι Δ Ι Ο Τ Η Σ Ω Πρόληψαις του κόσμου τυράννοι της ψυχής, Ο κόσμος σας λατρεύει Για 'να 'ναι δυστυχής. Ύστερ' από βαθύ σκοτάδι, οπού σκέπαζε για τόσους αιώνας το πρόσωπο της αληθινής μάθησης στην Γρακίαν, ξημέρωσε τέλοσπάντων κ' η λαμπρή εποχή, οπού το γένος (;;)αγε τόσο πολλά. Εβάλθηκαν με τα σωστά τους ν' αναστήσουν την παλαιάν Γλώσσαν του τόπου, μοναχό μέσο προς φωτισμόν του γένου, και να την καταστήσουν τόσο κοινήν, οπού να την ομιλούν μικροί μεγάλοι με την ίδιαν ευκολίαν, οπού την έκρεναν τότες οι Αθηναίοι να ειπούμε.! Πραγματευτάδες, Αρχιερείς, Γιατροί, οι λεγάμενοι Άρχοντες κ' Ευγενείς, και ξεχωριστά το μέγα πλήθος των μαθητάδων στα σκολιά ενθουσιάστηκαν για την γλώσσαν των προπατόρων τους, και ήταν δίκαιον να την κληρονομήσουν. Η ανταπόκριση των πραγμάτων αρχηνούσ' ανάμεσά τους σ' άκραν φιλοτιμίαν, και σ' ολίγον καιρόν θελά μεταφαίνονταν μια Γλώσσα προικισμένη απ' όλαις της χάραις, και νοστιμάδαις οπού στολίζουν τα αθάνατα συγράμματα του Πλάτωνα, του Θουκυδίδη, του Ξενοφώντα, ανίσως και σε τέτοιαν υπόθεσιν δεν έφεραν εμπόδιον κάτι μικραίς διαφοραίς, οπού εφύτρωναν στη μέση, και οπού ήταν απαραίτητο να ταις κυττάξουν πρώτα με δίχως πάθος, και να της ταιριάσουν, αν ήταν δυνατό, με της γνώμαις όλων των προκομμένων. Αυτοί οι καλοθελητάδες του γένους ωστόσο, με την άμετρον την προθυμίαν και τον άυπνον κόπον, οπού έβαλαν στο επιχείρημά τους, δεν άργησαν να καταφέρουν στο μικρό διάστημα από είκοσι πέντε, ως τριάντα χρόνια. οπού είχαν βάλη χέρι να συγράφουν όλαις της διαφοραίς τους σε (;;)ναχαίς πέντε χιλιάδες. Να δώσουν γλήγωρο τέλος σε ταύτην τους την ασυμφωνίαν, ήταν τίποτες ως προς την καλήν τους προαίρεσιν, αλλά για να απομείνουν όλοι τους ευχαριστημένοι, χωρίς υποψίαν και του παραμικροτέρου σκαντάλου υστερώτερα, και για να γίνουν όλα με κάποιαν τάξην, ηύραν εύλονο να διαλέξουν, απ' όλον τον κλήρον των λογιοτάτων, οχτώ, όσα είναι και τα μέρη του λόγου, και να τους στείλουν σ' όλη την Γραικίαν, για να κάμουν της χρειαζούμεναις παρατήρησαις στην τωρηνή μας γλώσσαν, όθεν να λάβουν ένα φως στον αμέτρητα επαινετόν τους σκοπόν. Σαν αποδιορίσθηκαν τα υποκείμενα, οπού θελά ταξίδευαν, εκρίθηκε εύλογον κ' εδώ, για να μη προξενηθή αιτία παράπονου σε κανένα, πως του εδώθηκε δουλιά μεγαλύτερη από την δύναμή του, να ρίψουν λαχνόν, και έτζι επήρε ο καθε Λογιότατος το μέρος, οπού του επρόσφερε η τύχη. Εμοίρασαν υστερώτερα στον καθέναν της διαφοραίς, οπού έπεφταν στο μερτικό του. τους ενθύμησαν της αναγγαίαις παραγγελίαις, οπού ήταν να συμαδεύουν, όσο το βολετό πλατύτερα, της παρατήρησαίς τους, και σε ύφος όχι απλό, για να της απηκάζουν όλοι οι σπουδαίοι με ευκολίαν, κι απέ τους εγχείρισαν και συστατικά για κάθε χωριό και χώρα, οπού να τους ήφερνε ο δρόμος τους, για ν' άχουν την άδεια να βγάζουν της Κυριακαίς και της Γιορταίς από κάναν δίσκο στης εκκλησίαις, και να μην στενοχωριούνται από τα χρειαζούμενα έξοδά τους. Όλα αυτά συνέβηκαν στην Φαντασιούπολιν, καθέδραν της μεγάλης Αυτοκρατορίας Πρόληψης, ομπροστά στην σεβασμία σύναξη των σοφών διορθοτάδων της γλώσσας μας, και στην εποχή του αιώνα μας. Ένας από τους οκτώ Λογιότατος Ταξιδιότης, οπού του είχε πέσει στο μαιράδι του το ρ ή μ α, και για προσθήκην η απόλυτη γ ε ν ι κ ή, ήταν αναγκασμένος να φορτωθή και της 999 διαφοραίς οπού είχαν όλοι οι σοφοί του γένου σε ταύτ' απάνω, ήγουν 40 διαφοραίς για το υποταχτικό Να, 85 (;), για το προσταχτικό, Ας, 36, για το Είναι, 189 (489;) για όλους τους χρόνους, 20, για το Απαρέμφατο, και 448, για την Απόλυτη γενική. (3) Κάθε άλλος, μα την αλήθεια, δεν θελά κατώρθωνε τίποτες σε τόσο κακοπίχειρην υπόθεση, παρατηρώντας ξεχωριστά για καμπόσα, οπού η τωρινή γλώσσα δεν τα γνωρίζει καθόλου. Αυτός μ' όλον τούτο έκαμε νόμον τρόπον, και στο τέλος ευρέθηκε πλουσιότερος ίσως από τους άλλους συντρόφους. Τα σημειώματά του όλα ψυχαγωγία, και δίχως περιθώρι, κόντευαν πέντε φορτώματα προς 120 οκάδες με το ζύγι. Ήταν επάνω στο κίνημα του γυρισμού του, όταν του ήρθε ένας διαλογισμός, οπού τον έρριψε όχι σε ολίγην ανησυχίαν. Ελογάριαζε με κάποιο δικαιολόγημα, πως ανίσως και σε 999 διαφοραίς του μερτικού του, αβγάτιζε από άλλαις τόσαις απορίαις, οπού είχε στα σημειώματου για πάσα μια διαφορά, και πως ανίσως οι συντρόφοι του, κατά πως έπρεπε να το υποθέτη, είχαν δουλέψει το γένος με την ίδιαν επιμέλειαν, αυτή η δουλιά, με ψιλόν λογαριασμόν, δεν είχε ξετελειωμούς στον αιώνα. Πιο κέρδος λοιπόν από τόσους κόπους; ήλεγε καταπικραμένος ο Λογιότατος Ταξιδιώτης. Πιο φως στην γλώσσα; Πια προκοπή στο Γένος; Εκυμάτιζε απελπισμένος μέσα σε ταύτους τους θλιβερούς συλλογισμούς, μην ηξεύρωντας τι δρόμον να πάρη, αλλά ένα συμβεβηκό της ίδιας ημέρας τον ανάγκασε να γληγορεύη το γύρισμά του. Είχε βγη τ' απομεσήμερο να περιδιαβάση κατά την συνήθεια του, και βυθισμένος στους στοχασμούς του ξεμάκρινε τόσο από την πολιτείαν, οπού όταν το εδοκήθηκε, ήταν πολύ κοντά να νυχτώση, και αδύνατο να γυρίση οπίσω. Κατατηρώντας ολογυρά του τον τόπον, εξάνοιξε ανάμεσα σε διάφορα δένδρα καρπερά, οπού περικύκλωναν πολλά χωράφια και αμπέλια, ένα χωριάτικο σπήτι, κ' αποφάσισε να πηγένη τα ίσια εις εκείνο. Φθάνοντας και εμπαίνοντας μέσα, ηύρε ένα Γέροντα, οπού εδείπναγε με την πολυάριθμην φαμηλιά του, και οπού ό,τι τον ίδε, καλώς ώρισες ξένε, του είπε. δεν ήρθες σε μέρος, οπού να μη γνωρίζουν φιλοξενίαν και λέγοντας, τον έκαμε τόπον να καθήση συμμά του. Η απλότητα, η ευταξία, και στον ίδιον καιρόν η αφθονία σε όσα είναι χρειαζούμενα για την αναπαυτική ζωή του ανθρώπου, δίχως την περίσιαν πολυτέλεια της περιφάνειας· το καλό δέξιμο όλης εκείνης της φαμηλιάς, οπού ξεσυνερίζονταν ποιος να του κάμη την μεγαλήτερη περιποίηση, και ξεχωριστά η ομιλία του γέροντα οπού έδειχνε σ' όλαις του ταις απόκρισαις, πως ο νους του ωδηγούνταν από τον ορθόν λόγον, θελά προξέναγαν στον Λογιότατον αδοκίμαστη ευχαρίστηση της ψυχής του, ανίσως και η άκοπη βαθιά συλλογή του τον άφηνε να τα νιόση. Σ' όλην όμως την ταραχήν, οπού βρίσκονταν, ήλεγε μέσα του πάλε, ιδές τι ευτυχισμένην ζωή χαίρονται τούτοι οι χωριάταις, απολαβαίνονν τ' αγαθά, οπού ο θεός εχάρισε του ανθρώπου, χωρίς να τους μέλη να ταξιδεύουν για να μάθουν πώς να κρίνουν την γλώσσαν, οπού ηξεύρουν. Σαν αποδείπνισαν, και εσηκώθηκε το τραπέζι, ο Γέροντας άναψε τη βέργα του τη συνηθισμένη, διορίζοντας να φέρουν και του ξένου. Ο Λογιότατος, συντροφευμένος με τους συλλογισμούς του, ετράβαγε καπνό χωρίς να βγάλη λόγο, και με το κεφάλι σκυφτό για κάμποσην ώραν. Μόνε συκώνοντας τέλος πάτων τα μάτια προς τον Γέροντα, πρέπει να ζης πολύ ευτυχισμένος, του λέγει. παρατηρώ σε όλα σου μίαν ησυχίαν ψυχής, οπού αποδείχνει να μη σ' ενοχλάη κανένα ενάντιο· εγώ σε ζηλεύω. Αληθινά, αποκρίθηκε ο Γέροντας, δεν έχω αιτίαν να παραπονεθώ της Τύχης μου, μολοντούτο δεν είναι η μοναχή απόληψη των καλών, οπού κατασταίνει την ευτυχίαν του ανθρώπου, αλλά χρειάζεται και να ευχαριστιούμεστε στην κατάσταση οπού βρεθούμε, αποδιώχνοντας όσα ημπορούν να μας ενοχλήσουν. Έτζι είναι, είπ' ο Λογιότατος. πολλαίς φοραίς ωστόσο μας ενοχλούν και πράγματα, οπού δεν δυνόμεστε να τ' αποδιόξωμεν, επειδή κι' η απόλαψη τους θελά σχημάτιζε το κυριώτερο μέρος της ευτυχίας μας, και της ευτυχίας των άλλων. Και σαν τι πράμματα είναι αυτά, οπού μας ενοχλούν, και μας προξενούν στον ίδιον καιρόν ευτυχίαν; ερώτησε ο Γέροντας. Η καλή προαίρεση, και η δυσκολία του τρόπου, αποκρίθηκε ο Λογιότατος. Παράστησέ μου καθαρώτερα την ιδέα σου, είπε ο Γέροντας, με παράδειγμα. Ένας υπόθεσε, αποκρίθηκε ο Λογιότατος, οπού επιθυμάει το καλό του Γένου του, και είναι άξιος να το ευεργετήση, λείποντάς του ο τρόπος, ενοχλείται άκοπα από την συλλογή του. Όποιος επιθυμάει το καλό του Γένου του, αποκρίθηκε ο Γέροντας, κάνει το χρέος τον, μόνε σαν είν' άξιος να το ευεργετήση· εγώ δε βλέπω σ' αυτήν την περίστασιν καμμιά δυσκολία. Και μολοντούτο, είπε ο Λογιότατος, είναι η μεγαλήτερη σ' εμάς. Οι σοφοί του γένους έχουν όλην την προθυμίαν για να το φωτίσουν, και είναι άξιοι να το κατορθώσοιν, μόνε λείπει ο τρόπος: αφορμής, οπού λείπει η γλώσσα για να συγγράψουν. Πώς! αποκρίθηκε ο Γέροντας, και δεν είναι η κοινή γλώσσα όλου του γένους! ο Λογιότατος, ύστερ από την συνηθισμένην του συλλογή, αυτή η Γλώσσα, είπε, θέλει διόρθωμα πρώτα. Και σαν τι διόρθωμα θέλει, παρακαλώ; ερώτησε ο Γέροντας. Η απλή γλώσσα, αποκρίθηκε ο Λογιότατος, ώντας φτωχή και γεμάτη βαρβαρισμούς, δεν είναι καλή για να συγγράψουν σε ταύτην, καθώς τυχαίνει. Πρέπει λοιπόν να διορθωθή πρώτα, καθαρίζοντας την από τα ξένα αγκάθια, και ζυγόνοντας την όσο το δυνατόν στην ελληνική, να της δοθή η πρώτη μορφή της. Δεν θελά ήταν ωφελιμώτερος σκοπός από ταύτον, εφώναξε ο Γέροντας, αν ημπόρηγε να κατορθωθή. Οι μεταγενέστεροι, είμαι βέβαιος, θελά το εμέτραγαν για ξεχωρισστήν τους μοίραν να είν' απόγονοι τέτοιων μεγάλων ανθρώπων. άκουσα από πολλούς, Λογιότατέ μου, αυτήν την γνώμην, συμπαθησέ με ωστόσο να σου ειπώ με θάρρος, πως ακούω κάτι πράμματα, οπού δεν θελά μου φαίνονταν αλλιότικα, αν ήκουγα να μου ειπούν, πως η προβατίναις μου εγέννησαν μουσκάρια, και τ' αμπέλια μου εκάρπισαν στάρι. Ο φωτισμός του Γένους είναι ιερό κι' απαραίτητο χρέος όλων των προκομμένων· μόνε το διόρθωμα της φυσικά διορθομένης μας γλώσσας, να σου ειπώ την αλήθειαν, δεν το απεικάζω τελείως. Και εγώ, μα την αλήθειαν, είπε ο Λογιότατος, κι' ας έκαμα και τόσους κόπους σ' αυτήν την υπόθεση, έχω κάποιαν υποψίαν ότι δεν παρά είναι σωστή η γνώμη των σοφών μας. αλλά στοχάζομαι πάλε, πώς να τους πλανάη όλους ο νους τους, και βρίσκονται τόσοι προκομμένοι στον ίδιον λάθον. Ο άνθρωπος, φίλε μου, αποκρίθηκε ο Γέροντας, όσο κυριεύεται από της πρόληψαις, οπού δεν απολείπουν να κολακεύουν και τον νουν των πλια φωτισμένων, είναι αδύνατο να επιτύχη τον δρόμον, οπού φέρει στην μάθηση της αλήθιας. όλοι τον οι λογαριασμοί είναι υπόθεσαις και γνώμαις, οπού χαλνιούνται από άλλαις κενούργιαις, κι' οπού τον βιάζουν να φέρη γύραν πάντα στον ίδιον τόπον, σκοντάβοντας άκοπα, και δίχως φως παντοχής, να φθάση καμμιά φορά στο τέλος οπού γυρεύει, τρέχωντας στα χαμένα, και σταθερός στην ισχυρογνωμία του δεν στρέγει ν' αφηκρασθή τον ορθόν λόγον, οπού δυνατά του φωνάζει να μην αποβλέπη σ' άλλο από το όφελος, οπού ημπορεί ν' απολάψη σε κάθε σπουδή του, και γένεται ατός του η πρώτη θυσία της γνώμης του, αφορμής, οπού διδάχνοντας άλλους όλο σφάλματα, ποτίζεται τόσο από ταύτα, οπού χάνει ως το ύστερο την αίσθηση της αλήθιας, και σέρει κατόπι του τον άλυσον της πλάνης μαζή με τους άλους. Ευθύς όμως οπού μπορέση να ξετεινάξη αυταίς της πρόληψαις από πανωθιό του για μια στιγμή, εκείνην την ίδια στιγμή λαγαρίζον τα μάτια του νου του, και σκορπίζει το πυκνό σύγνεφο, οπού τα εθάμπωνε ως τότες. Από εκείνην την στιγμήν μοναχά μπορεί να στοχάζεται και να λογαριάζη ορθά· επειδή και θεμελιασμένος επάνω σε καθαραίς και στερεαίς αρχαίς, παρμέναις από την φύσιν των πραγμάτων, εύκολα του βολεί να ξεχωρίση το λάθος από την αλήθειαν· τότες μοναχά ημπορεί να γνωρίση πόσο είναι άτοπο να φαντάζεται, πως ένα γένος ξεπέφτει από τον πρώτον βαθμόν του, πως του λείπουν η τέχναις κι η επιστήμαις, πως δεν γένεται να φιλοσοφίση, αφορμής δεν κρένει την απαρχής του γλώσσα. Τα δυνατά και πλούσια βασίλεια, οι ευτυχισμένοι λαοί, οι ανδριομένοι Στρατηγοί, οι μεγάλοι φιλοσόφοι και νομοθέταις, οι προκομμένοι τεχνίταις, οπού άνθησαν κατά καιρούς επάνω στην οικουμένην, μας αποδείχνουν όλο το ενάντιο· επειδή μήτε την ίδια γλώσσαν είχαν όλοι, μήτ' εκείνοι πάντα την ίδια. Ο φωτισμός, Λογιότατε, δεν κρέμεται από τούτην ή εκείνην την γλώσσα, χρειάζεται από μια σε κάθε γένος για να γρηκέται, κ' αυτό το μέσο το εχάρισε η προνοητική σοφία του Πλάστη, σ' όλαις της φυλαίς των ανθρώπων, για να βοηθιούνται στης λογιασταίς των και πολυάριθμαις χρείαις. Ο Λογιότατος, σαν αποσυλλογίσθηκε στα λόγια του Γέροντα, η ομιλία σου, του είπε, με καταπείθει· αλλ' αυτό το μέσο, οπού έχομε για να γρηκιούμαστε, δεν είναι αρκετό να παραστήση όλαις ταις ιδέαις, οπού θέλουν να φανερώσουν οι προκομμένοι. Ο λόγος σου έχει τον τόπον του, αποκρίθηκε ο Γέροντας. εκείνος οπού έχει ολίγαις χρείαις έχει και ολίγαις ιδέαις, και ακολούθως Γλώσσαν ανάλογην με τον μικρόν αριθμό τους. η ιδέαις του, οπού αυγατίζουν όσο πληθαίνουν κι' η χρείαις του, γυρεύουν και γλώσσαν ανάλογη με τον μεγάλον τους αριθμόν. τέτοια είναι η φύση κάθε γλώσσας στον κόσμον, φτωχότερη, ή πλουσιώτερη, κατά της ιδέαις οπού έχουν όσοι την κραίνουν. Ο άνθρωπος λοιπόν, οπού πηγαίνει αποχτώντας καινούργιαις ιδέαις, αναγγάζεται να εφεύρη και καινούργιαις λέξαις, και καινούργιους τρόπους για να της παραστήση. μόνε μεταχειρίζεται, μου φαίνεται, εκείναις της λέξαις κι' εκείνους τους τρόπους, οπού μπορούν να γρηκούν όλοι, αφορμής οπού ο σκοπός του είναι να τον απεικάζουν όλοι, κι όχι ν' απεικάζεται ατός του. Αν παρατηρήσωμεν, πώς εκείνοι, οπού πρωτομίλησαν φτωχήν γλώσσαν, εξαιτίας οπού ήταν φτωχοί από ιδέαις, κι' όσο αυγάτιζαν η ιδέαις τους, τόσο επλούτιζαν την γλώσσαν τους με λέξαις, ή παρμέναις από την ίδιαν, ή δανεικαίς από άλλαις, σχηματισμέναις όμως κατά τον τρόπον οπού είχαν συνειθίση να απεικάζωνται εξ αρχής συνατοί τους, εύκολα είναι να καταλάβωμε πως, αν ακολουθήσουν την ιδίαν μέθοδον στην παράστασιν των καινούγιων τους ιδεών, μπορούν να πλουτίσουν την γλώσσαν τους όσο που να μην έχουν χρείαν να παραπονεθούν για την φτώχια της. Η ανάγγη για αλλιότικη γλώσσα από την κοινή και συνηθισμένη όλου του γένους, για να πεικάζωνται όσα απεικάζονταν ομπρήτερα, ή όσα θελά απεικάζονταν υστερώτερα με το μέσο της ίδιας, είναι με την ολότη παράλογο κι' ανωφέλευτο πρόβλημα. Καλά, είπ' ο Λογιότατος, αλλ' η απλή γλώσσα, χώρια οπού είναι φτωχή, είναι και γεμάτη βαρβαρισμούς, χοντρή, και δίχως χάριν. Να ειπούμε την αλήθειαν, αποκρίθηκε ο Γέροντας, αυτοί οι τίτλοι δεν της παραπρέπουν· όμως ας είναι. Πώς η γλώσσαις, Λογιότατέ μου, καλητερεύουν με την μάθησιν, δεν έχει λόγον ενάντιον. Όσο ένα γένος φωτίζεται, άλλο τόσο η αίσθησή του ψιλαίνει σε κάθε είδος, και η γλώσσα του αποχτήνει την γλυκάδα και ημεροσύνη, οπού αποχτούν και τα ήθη του. μον αυτό δεν τ' απολαμβάνει με μια. χρειάζεται να περάση καιρός· και αν δοκιμάση να ριχτή από το πατινό στο κορφινό σκαλίδι, στο πέσιμό του φέρει μαζή και τον κίνδυνο να μη μπορέση να μεταορθωθή ποτέ του. Καμμιά γλώσσα, φίλε μου, δεν έκαμε τέτιον δρόμον, όλαις ανέβηκαν από σκαλίδι σε σκαλίδι, ως τον ποσόν της τελειότητος, οπού εγένονταν να φτάσουν από την φύσιν τους. Επειδή η χάραις κι' η νοστιμάδαις μιας γλώσσας δεν είναι η ίδιαις με άλλης, κάθε μια έχει την ξεχωριστή της ωμορφιάν, και τα ξεχωριστά της κάλλη. Όποιος αμελάει το στολισμό της γλώσσας του από τα μέσα που έχει η ίδια για να δείξη της χάραις της, και δανείζεται ξένα και ασυνήθιστα στολίδια, οπού δεν της τεριάζουν, αντίς να την ωμορφήνη, την ασκημαίνει σε τρόπον, οπού την κατασταίνει συχαμερό τέρας, κι οπού με όσα φτιασίδια κι αν την αλείφει, κανενός δεν αρέγει. Η απλή μας γλώσσα, λογιότατε, έχει αστέρευτους θησαυρούς από χάραις και νοστιμάδαις, μόνε η πρόληψη, οπού κυριεύει τον νουν εκείνων, οπού έπρεπε να ξεθάφτουν αυτά τα πλούτη, τους έκαμε να την αμελήσουν, και να την καταφρονήσουν, δίχως κανένα δίκαιο στον κόσμον. Ας την περιποιηθούν, ας της γλυκομιλήσουν σαν εδικήν τους, και τότες ακούν πόσο χαριτωμένα αποκρίνεται στης φωναίς τους. Ωστόσο, είπ' ο Λογιότατος πάντα συλλογισμένος, δεν μπορείς να μου αρνηθής, πως είναι ακανόνιστη και γεμάτη βαρβαρισμούς. Κάθε γλώσσα, αποκρίθηκε ο Γέροντας, μιλιέται κατά τον τρόπον, οπού συνηθιέται από όλο το Γένος. οπού θελά ειπή, κάθε γλώσσα έχει τους φυσικούς της κανόνες. Ακανόνιστος τρόπος, ή βαρβαρισμός είναι ο ξένος κι' αλλιότικος από τον συνηθισμένον. Και όποιος ομιλεί την γλώσσα του, ή συγγράφει σε ταύτην κατά πώς συνηθάν όλοι κοινά, κραίνει, και συνγράφει κανονικώτατα και δίχως κανέναν βαρβαρισμόν. Θελά ονομάζονταν με δίκιο βάρβαρη κι' ακανόνιστη εκείνη η γλώσσα, οπού όσοι θέλοντας να την διορθώσουν κατά την γνώμη τους, έμπαζαν σε ταύτην λέξαις και τρόπους εναντίους στην κοινήν συνήθειαν, και ακολούθως να μην απεικάζωνται από όλους. και τότες, αντίς να διορθωθή, θελά χάλναγε τελείως, και θελά κατάνταγε ένα δίλογο, οπού να μη χωρίζη τ' αληθινό του χρώμα ποίο είναι. Τα ξένα αγκάθια οπού είπες, Λογιότατε, η χρεία και η συνήθεια τα μεταμορφόνουν σε άνθια. μήτε ημπορούμε να υποθέσωμε γλώσσαν στον κόσμον, οπού να μην έλαβε τα αγκάθια χώρια ενού γένους, οπού σε καμμίαν εποχήν του να μην ανακατώθηκε με άλλο, και να μην απόχτησε από ταις ιδέαις του, και να μην εδανείστηκε λέξαις του για να της παραστήση, πράμμα αδύνατο να το ξέρωμε από ιστορίαν. Εκείνος πάλι, Λογιότατε, οπού γυρεύει να μεταδώκη την μορφήν μιας γλώσσας, είναι το ίδιο σαν να εγύρευε να οπισωδρομήσουν οι αιώναις, και να μεταζωντανέψουν εκείνοι, οπού την έκρεναν τότες. Η γλώσσαις μετασχηματίζονται με τον καιρόν, καθώς μεταμορφόνεται και κάθε άλλο είδος στον κόσμον. Η όψη των πραμμάτων, φίλε μου, δεν μνήσκει ποτέ σε μίαν στάση. αλλάζει άκοπα από ημέραν σ' ημέραν, και όποιος γυρεύει την χθεσινήν. γυρεύει εκείνο, οπού όσοι τον ακούσουν θελά γελάσουν. Η μανία ωστόσο να θέλουν οι προκομμένοι αλλιότικην γλώσσαν από την κοινήν, για να ξηγούνται, εμόλεψε όλα τα Γένη στους καιρούς οπού εκείτουνταν βαρυά άρρωστα από την ανάγκην της αμάθειας! αφορμής οπού τους έκανε να φαντάζωνται, πως η προκοπή προέρχεται από λόγια, οπού δεν απεικάζονται από όλους, και όχι από ιδέαις, και πως, η διαφορά από σπουδαίον ως αμαθή, είναι ο διαφορετικός τρόπος της ομιλίας, και όχι η πλούσια και ταχτική, ή η φτωχή και άταχτη παράσταση των ιδεών τους. Και τούτο είναι το πρώτο εμπόδιο, οπού αργοποράει το γένος να προχωρίση στον δρόμον του καλητερεσμού του, πλανώντας τους σοφούς του να χαίρωνται στη μάταιη και άκαρπη μάθησή τους. Δεν εσυλλογίστηκε πλιότερο από τούτην την φοράν, ο Λογιότατος Ταξιδιότης, μόνε ξυπνώντας ως το ύστερο από τους βαθιούς στοχασμούς του, θελά σε παρακαλέσω, είπε του Γέροντα, να μου φανερώσης την γνώμη σου και σε τούτο, τι λογής να ορθογράφωμε. Το γράψιμο, αποκρίθηκε ο Γέροντας είναι ζωγράφισμα. ένας οπού γράφει, ζωγραφίζει με τα ψηφιά· ταις λέξαις, οπού παρασταίνουν ταις ιδέαις, καθώς ο ζωγράφος ιστορίζει την εικόνα ενού είδους με ταις βαφαίς· τώρα, καθώς ο ζωγράφος στο ιστόρισμα της εικόνας μεταχειρίζεται της βαφαίς, οπού χρειάζονται για να γνωρίση πασένας οπού την βλέπει, πως αυτό παρασταίνη σωστά το είδος, οπού ο ζωγράφος εβουλιόνταν να δείξη, έτζι και εκείνος οπού γράφει, πρέπει να μεταχειρίζεται τα ανάλογα ψηφία, οπού παρασταίνουν της φωναίς εις την λέξη οπού σημαδεύει, αν ο σκοπός του είναι ν' απεικάζη καθένας το γραμμένο, και να το διαβάζη με ευκολίαν. Το αλφάβητον κάθε γλώσσας πρέπει να έχη τόσα ψηφία, όσαις είναι κι η στοιχιακαίς του φωναίς. τα περισσότερα, ή ολιγώτερα δεν φέρουν άλλον καρπό στο γράψιμο από σύγχισιν και σκοτούραν. ορθογραμμένη λέξη είναι εκείνη, οπού η προφορά, από το αράδιασμα των ψηφιών της, δεν παραλλάζει από εκείνην, οπού συνηθιέται στην ομιλίαν. κι' όποιος γράφει αλλοιώς από ότι προφέρει, δεν ορθογραφεί, κι όποιος γράφει αλλοιώς απ' ότι κραίνει, και προφέρει τα γραμμένα σαν πως δεν κραίνει, κάνει διπλόν κι' ανωφέλευτον κόπον. ζωγραφίζει γαλάζιο τριαντάφυλλο, οπού δεν είναι στον κόσμο, για να έχη χρείαν από κόκκινα μυτογιάλια για να το ιδή. καθώς θελά το ήβλεπε με γυμνά τα μάτια στο φυσικό του χρώμα. Ύστερα από ταύτην την ομιλίαν επλάγιασαν να κοιμηθούν, μον' ο Λογιότατος επεδεύτηκε πολλήν ώραν με τους συλλογισμούς του, και μελετόντας τα λόγια του Γέροντα, έως οπού να ημπορέση ν' αποκοιμηθή τέλος πάντων. Το πορνό, ότι εξύπνησε, δίχως να χασομερήση στιγμήν, ευχαρίστησε τον Γέροντα και την φαμηλιάν του για το καλό δέξιμο, οπού του είχαν κάμει, κι αποχαιρετώντας τους από καρδιάς εγύρισε τα ίσια στην πολιτείαν. εφόρτωσε την ίδιαν ώραν τα σημειώματά του, και δίχως να σταματήση πουθενά έκοφτε, όσο δύνονταν, δρόμον. Φτάνωντας στην κοινότητα των σοφών Διορθωτάδων της γλώσσας μας, τους ηύρε όλους σ' αγώνας να φυλλολογούν τα σημειώματα των άλλων συντρόφων του, και να κάνουν σχόλια, εξήγησαις, παράφρασαις, και δεύτερα σημειώματα επάνω στα πρώτα. εξεφόρτωσε κι' αυτός τα εδικά του, και δίχως να τους ειπή τον παραμικρότερον λόγον, φεύγει το γλιγωρώτερο, και πηγαίνει σε μακρυνήν πολιτείαν, οπού ετύποσε σε εφημερίδαν τα ακόλουθα, Ο Λ ο γ ι ό τ α τ ο ς Τ α ξ ι δ ι ό τ η ς Προς τους Καλοθελητάδες Προσκυνήματα Αφέντες μου Χρειάζεται μια γλώσσα σε κάθε Γένος για να γρικιέται. Η αληθινή γλώσσα ενού Γένου είναι η κοινή και συνηθισμένη σε όλους. Η γλώσσα πρέπει να ορθογράφεται και μιλιέται, τέλος όσο δε λείψουν, η πρόληψαις των λογιοτάτων, το Γένος δεν βλέπει ποτέ του ημέραν. ο Λ Ο Γ Ι Ο Τ Α Τ Ο Σ ή ο Κ Ο Λ Ο Κ Υ Θ Ο Υ Λ Η Σ Μην αφίνης το παιδί σου να μάθη πολλά γράμματα, έλεγε η κυρά Ριγανούλα της γειτόνισσάς της κυράς Παπαρούνας, γιατί ως το ύστερο θελά το χάσεις, ο θεός να του φυλάξη και την γνώση του! αμ δεν είδες τον Κολοκυθούλην της κυράς Παρδάλος, οπού δεν είναι στα μέτρα του; διάβασε, διάβασε αλλαλόγησε το παιδί! ξέρεις, οπού μου τόχ' ειπεί και ο Αϊγούμενος από το Πουρνάρι, νάχωμε την ευκή του, πως τα πολλά τα γράμματα δεν είναι καλά για τα παιδιά; Από τι τάλεγε αυτά η κυρά Ριγανούλα; Για τι ήκουγε τον λογιότατο κυρ Κολοκυθούλην να κρένη αλλιότικα από όσους δεν είχαν την χρυσή μοίρα να σπουδάξουν, σαν κι' αυτόν, στα σκολιά μας. Ο λόγος του Αϊγούμενου ξεχωριστά την είχε πληροφορήση, πως η πολλή σπουδά χαλνάει την γνώση. Δεν είχε τάχα δίκαιο η κυρά Ριγανούλα να του πιστέψη; Αυτή δεν είχε ακούσει καμμιά φορά του Αϊγούμενο να της μιλήση με τη γλώσσα του κυρ Κολοκυθούλη, και ξεχωριστά όποτ' εχρειάζονταν να τη θυμίση για ταις προσφοραίς, ή για της λαμπάδαις, ή για τα μνημόσινα, οπού η καλή γυναίκα, έδινε άκοπα στο Μοναστήρι από ευλάβειά της. Μη θελά ήξερε και πλιότερα ο Λογιότατος από την αγιοσύνη του; Αϊγούμενος αυτός, και τον έφτανε άλλος στην προκοπή! δεν είχε άδικο λοιπόν η κυρά Ρηγανούλα να στοχάζεται, πως ο Κολοκυθούλης είχε χάσει την γνώση του, αφορμής όπου είχε γένει Λογιότατος; Αυτή η κυρά Ριγανούλα είναι σαν κομάτι σκανταλιάρα· κι' ήταν καλό να μη παρακραίνουν οι λογιότατοι, καταπώς συνηθάν, επειδή μπορεί να τα ακούση, κι' απέ δεν αργάει να τους ονομάση Κολοκυθούλιδες. Μιαν ημέραν ήλεγε της ίδιας γειτόνισάς της· Ξέρεις, κυρά Παπαρούνα μου, τι έλεγε του Κολοκυθούλη ο πατέρας του; άφησε αυτά τα κορακιστικά, παιδί μου, γιατί σε περιγελάν ο κόσμος. Αν ορέγεσαι ν' αποχτήσης υπόληψιν, και να φανής άξιος στο Γένος, αγωνίσου να φωτίσης το γένος με συμβουλαίς και συγράμματα σε γλώσσαν, οπού να την απεικάζουν όλοι. Μη φαντάζεσαι να σε πάρουν για σοφόν, επειδή και καμώνεσαι να κρένης την γλώσσαν των προπατόρων σου σε τρόπον, οπού δεν θελά την απείκαζαν μήτ' εκείνοι, αν την ήκουγαν από το στόμα σου. Αμ δεν μου λες, παιδί μου· όταν λες το ψωμί, ψωμίον, οπού από τους Έλληνας ονομάζονταν, άρτος, μη πανταχαίνης να το λες Ελληνικά; το αγοράζεις φτηνότερο, ή το τρως με περισσότερη νοστιμάδα; Φοβάσαι τάχα να ειπής το νερό νερό, οπού το λες νηρόν, ή οπού οι Έλληνες τόλεγαν ύδωρ, για να μη γένη λάδι; Μακάρι να είχαν τα λόγια την δύναμη να μεταμορφώνουν τα πράγματα! Κανένας δεν θελα απόμνησκε, οπού να μην γένη Λογιότατος, ανίσως και το λογιότατος έκανε τον άνθρωπον. Η προκοπή ενός αληθινού Λογιότατου, παιδί μου, είναι να παρισταίνη με τάξη ταις ιδέαις του στη φυσική του γλώσσα. Η διαφορά από τον σπουδαίον εις τον αμαθή δεν είναι άλλο από την ταχτική, ή άταχτη παράσταση των ιδεών τους. Τα ωμορφήτερα λόγια του κόσμου, σαν δεν φανερώνουν σωστή ιδέα, και δεν τ' απεικάζουν όλοι, δεν αποκόβουν την κυρά Ριγανούλαν να λέη, πως ο λογιότατος Κολοκυθούλης άλλα λογάει. Δεν ηξεύρω, αδελφούλα, πού μ' ήκουσε, οπού είπα τούτον τον λόγο! ωστόσο τον ορμήνευσε σαν πατέρας, οπού όχι καλήτερα· μόνε τι το όφελος! ξέρεις τι έκανε ο Κολοκυθούλης, όσην ώραν τον ωρμήνευεν ο πατέρας του; εχαμογέλαε, κι έπιανε μυίγας. Ο Αϊγούμενος, κυρά μου, ξέρει τι κραίνει. ΤΕΛΟΣ Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Σ Υ Ν Δ Ρ Ο Μ Η Τ Ω Ν ΚΟΡΦΟΙ Μιλάδη Αδάμ - 5 Νικ. Γιαλευσάκης Ιωάν. Αποστολόπουλος Κωνστ. Γραμμενιάτης - Και Παν. Ασπρογέρακας δια τον Βασιλ. Δημ. Β. - 2 Ιωάν. Αναστασίου Βασ. Παπά Γεωργίου Αντ. Αλαμάνος Κωνστ. Γεριστάθης Κ. Ασώπιος Π. Γεροστασινός Δ. Αριστείδης Στέρ. Γκότιβας Γερών. Ασονίτης Ηλίας Γυιαλιώς Σύμ. Άγγελος Θεόδ. Γαζής Νικ. Αδρακτάς Χριστοδ. Γούτζας - 2 Γεράσ. Αναγνώστης Άνινος Γεράσ. Γουλημής Ανδρέου - 2 Γ. Γρασέτης - 2 Αθ. Βίλας Κόμης Γύλφορδ - 19 Θεοδ. Β. Ρόμπης Δράσμανης Ανδρ. Βλατάς Αλεξ. Δρόσος Σπυρ. Βερονίκης Ιωάν. Δηλότης Βικ. Βερβιτζιώτης Δ. Δαμύρης Μιχ. Βρακλιώτης Δρακάτος Παπανικόλας Βαλαουρίτης - 2 Μουσ. Γ. Δαφαράνης Σπυρ. Βούλγαρης του Παναγ. ο Κοντιγούσης Γεωρ. Βαρβίας Γεωρ. Δαμιανής Σπυρ. Βούλγαρης - 2 Κωνστ. Δ. Δουρούσης Νικ. Δεμπιάζης Παναγ. Κουτζουβέλης Ανδρ. Δακορόν Νικ. Καλογεράς Μάρκ. Δήμος Νικ. Κονοφάος Πέτ. Δώριας Προσαλ. Χριστ. Κεφαλάς Μάρκ. Δραζίνος - 2 Δημ. Κουρής Χριστ. Ευθυμίου - 2 Σταμ. Κουρής Άγγελ. Ζήζος Άγγελ. Καίσαρης Νικ. Ζαβιτζάνος Σπυρ. Καραβίας Νικ. Ζαβίστος Ανδ. Κάλβος Δημ. Ζερβός Παναγ. Κοκκίνης Βασ. Ζαβιτζάνος Φώτ. Κάντας Κωνστ. Θρόνος Παναγ. Κορωναίος Νικ. Θεοχαρίδης Δρ. Πασχ. Καρούσσος Γεωρ. Θεοχάρης Αναστ. Καμβύσας. Αναστασίου Γ. Θεριανός - 4 Σπυριδωνίδ. Κέντρος Ν. I. Γκούστης Α. Κ. Καποδίστριας- 2 Π. Ιδρωμένος Β. Κ. Καποδίστριας- 2 Πετριτζ. ο Ιωάννης Καρτόν Νικ. Σταθάτος Αναγνώστης Φραν. Λάντος Ιθακήσιος - 3 Κ. Λέκας Αντ. Σταθάτος Αναγνώστης Νικ. Λέλης Ιθακήσιος - 2 Στέφ. Λάζαρος Γεώρ. Ιωαννίδης — 2 Ιωάν. Λέκας Κων. Καντόνης Μ. Μελέτιος Κ. Κουαρτάνος Νικ. Χαλικιόπουλος Μάτζαρος Κωνστ. Καριτζινός Αρτινός Κωνστ. Μόστρας Ιωάν. Κόννιαρης Μαρ. Μαρίτζας Βασ. Κοτζιφός Ιωαννίτης Δημ. Μαριέτης Αποστ. Καρόκιας Κωνστ. Μάντζας Νικ. Κ. Λάμπρου Αυγ. Μάνεσης Ιωάν. Κουλούρης Σπυρ. Μοναστηριώτης Ιω. Φερεντίνος Δημ. Τυπάλδος Καριτάτος Ιωάν. Φωκάς Αντ. Κατζαίτης Γεώργ. Φορέστης - 2 Νικ. Π. Κουντούρης Κομ. Δημήτριος Φοσκάρδης - 4 Ιωάν. Π. Καμπέτζης Κατζαίτης Δημ. Καρούσος Σπύρος ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ Βιτζ. Κιμάρα Κ. Πέτρος Γεώρ. Κρασσάς Σπυρ. Άννινος Καβαλικάτος Τουά. Δούση Κ. Σπύρος Ιωάν. Άννινος Παναγή Πιέ. Λάσης Γεώρ. Άννινος Χριστ. Λουκήσας Ανδ. Αντίπας Ηλ. Β. Λεκκάτος Παν. Ασσάνης Χριστοδούλου Νικ. Λιβατινόπουλος Νίκ. Αγωλαμής Ζωσ. Ιερεύς ο Μανιάτης Νικ. Τ. Αϊτράν Μιχ. Μελισσινός Δημ. Βενέτος Σπυρ. Μεταξάς Αθ. Βασιάν Νικ. Μάνεσσης Νικ. Γερουλανός Γεώρ. Μαρκοράν Καρ. Κ. Γεράσιμος Σπυρ. Μπούας - 5 Αντ. Δαλαπόρτας Θεωδ. Μεταξάς Χρισ. Δαλαπόρτας Νικ. Μεταξάς Ζανάτις Παν. Λιβέρης Λάσκαρης - 2 Αναστ. Μεταξάς Μιχ. Δαλλονάς Αν. Μεταξάς Πέτρου Ι. Δαλλιαδέτζιμας Γιάσ. Ξυδιάς Δ. Δ. Δαλλαπόρτας Βεν. Ιερομόναχος Οπετρίτζης Ιπ. Ζαμπέλιος - 2 Χαρ. Ιερεύς Ποβερέτος Τζη. Κωνσταντίνος Ανδ. Πιλαρινός Δ. Φιοράβαντες Κρασάς Κ. Μ. Πολυκαλάς Αληβίζης Μαρ. Καητάν Απ. Πεταλάς Τζόρ. Καριτάτος Σπυρ. Πολυλάς Ιζόρ. Καριτάτος Ιωάν. Πενατόρος Αυγ. Μακέδος Λεον. Παπαδόπουλος Σπυρ. Μπογδάνος Σταμάτ. Πραπύης Βιν. Μαρίτζας Κωνστ. Παπαγείας. Μαρ. Μακρής Κωνστ. Παλατιανός Α. Μαζαράκης Σπυρ. Πλεξίδης- 2 Νικ. Μανδρικάρδης Γεώρ. Πρινάρης Κωνστ. Μάνθου Παν. Ραφτάνης Κωνστ. Μπεκιέλλης Βυζάντιος Θεώδ. Ράλης Αντ. Μαρινίδης Γεράσ. Π. Ρηνόπουλος Ανδ. Μεταξάς Θεόδ. Ραρής Γεώρ. Μαρκωράς Αναστ. Ρομέου Σ. Μαράτος - 2 Αντ. Ραψομανίκης Δημ. Ν. Μπαϊκούσης Γ. Αναστασίου Ρίζος εξ Άρτης Αλέξ. Μίσσος - 2 Νικ. Π. Σκουμπουρδής εκ Κονίτζης Κωνστ. Μπαλτάς - 2 Δημ. Π. Σταύρου Γρηγ. Διάκονος Καμινάρης Αναστ. Σκέντης Μελιδόνης Στέφ. Στρούμπος Δημ. Αποστόλου Μωραΐτης Σωτ. Σταύρος Δημ. Νίτζος - 2 Δ. Σεβαστόπουλος, Χρίστ. Νίκας Ιωάν. Σίμας Αθ. Παπά Νικόλας Ιωάν. Σκουταρίδης Βιτζέν. Νανούτζης Δρ. Διάκονος Κ. Τυπάλδος Κωνστ. Ντζέντζος Σπυρ. Κο. Γεωργ. Τζανκαρόλ. Πέτ. Οικονόμος – 2 - Χαρ. Τυπάλδος Νικ. Προκίνης. Γεώρ. Τοσάλης Γεώρ Σιδέρη Πρατζίκας. Δημ. Ταλιαβάκας Αμβρόσ. Παγιάτης Βηλέτ. Χαλικιόπουλος Αντ. Σπυρίδωνος Πολυλάς Δρ. Χρισ. Φιλητάς - 2 Γ. και Αδελ. Πασχάλη Νικ. Χαντήρης - 2 Νικ. Παπαδόπουλος Κωνστ. Χρόνης - 2 Ιωάν. Πασχάλης Αλέξ. Χαλικιόπουλος Χριστ. Πήλικας Γεράσ. Πανά. Π. Δ. Κων Ζ Α Κ Υ Ν Θ Ο Σ [σταντίνου Παύ. Ανδρέου Αναστ. Πετηνάτος Δ. Διονύσιος Αβίτης Αναστ. Πήλικας Ηλ. Αγιαποστολίτης Μηχ. Σικελιανός - 2 Μαν. Αβραμιώτης - 2 Φραν. Σαλαμών Πέτ. Δ. Αυγερινού Γερ. Σπυνέλης Ανδ. Βλάσσης Νικ. Σπυνέλης Σπυρ. Βλατιμέσιος Μπερ. Τυπάλδος Ιωάν. Βάρδας Νικ. Τυπάλδος Αλοϊζίου Δ. Γ. Βαρβιάνης Σ. Τζιμάρα Πέτρος Αντ. Βαρβιάνης Αναστ. Τυπάλδος Ξιδιάς Πέτ. Γαρτζόνης Κ. Αντινόρου Σπυρ. Τυπάλδος Παουλήν Νικ. Δ. Αντώνιος Γουργουράκης Δατ. Τυπάλδος Παύ. Γαέτας Χαρ. Τζανκαρόλος Πιότ. Γαλέρας Δ. Διονύσιος Δημ. Τυπάλδος Μαράτος Δομ. Γιανετάτζιος Βαγ. Τυπάλδος Βασιάνος Ιωάν. Α. Γκίκας Μαρ. Τρέκκα Σπυρίδωνος Κωνστ. Δραγώνας - 2 Βαν. Τυπάλδος Πρόντζας Ν. Σικούρος Δεσύλας Γερ. Τυπάλδος Λασκαράτος Χαρ. Φορέστης Αρήσ. Δισάρης - - 2 Κωνστ. Φώκας Θεοφίλης Νικ. Φώκα Αναστασίου Σπυρ. Κοριατόπουλος Αναγν. Κρασ. Χαραλάμπης Π. Δ. Αλη Αλβ. Κούρτζουλας [βίζης Πετ. Χοϊδάς Εμαν. Κατζαήτης Παν. Χωραφάς Αναστ. Καραβίας Γεώρ. Ψιμαρας Ευστ. Κασσημάτης Παντ. Δ. Κυβέος Κόρκος Δ. Α. Κούρτζολας I. Καλλύβας Σ. Κομιώτης Α. Μ. Σιγούρος Μ. Καρβελάς Α. Συσίνης Κεφαλληνός Α. Διονύσιος Σακαλής Νικ. Καλόγερος Ροβ. Σακαλής Χριστ. Κωστογιανόπουλος Φραν. Σουμάκης Αντ. Καντακίτης Στε. Γενιμάτας Νικ. Κ. Λογοθέτης Δημ. Στράτης Π. Ιωάννου Ιωάν. Λεκατζάς Διο. Σολομών Μ. Μάργαρης Δημ. Σολομών Αλέξ. Μωραΐτης Ταλιαπέτρας - 2 Αντ. Μομάκης Γεώρ. Ιεροδιάκονος Τζανκαρούσης Σπυρ. Μινότος Νικολάου Μάρ. Φλαμπουριάρης Δίον. Ιερεύς Μανδρικάρης Αθαν. Ψημάρης Α. Μάτεσις Γεώρ. και Παναγιώτης Αδελφοί Αναστ. Δ. Νέγρης Ιωάννου Χαλικιόπουλου Παύ. Νομικός Ρίζος Χαλικιόπουλος Κεφ. Κ. Νικολός Παν. Χαλικιόπουλος Κ. Ναράντζης Δημ. Ψημάρης Ιωάν. Ιερεύς Τζιώτης Λ. Οικονομόπουλου Λ Ε Υ Κ Α Σ Πέλεκας Γρηγ. Ιερομόν. Ασπροϊέρακας 2 Ταυ. Παναγιώτης Χρυσ. Ιερομόναχος Αργέντος Σπυρ. Πήλικας Παν. Ιερεύς Αϊτιανός - 2 Αντ. Πασχάλης Γρηγ. Ιεροδιάκων Αραβανής Αν. Π. Παπαδιαμαντόπουλος Σπυρ. Παπαδιαμαντόπουλος Μήτ. Αντίπας Παν. Ρούσσος Συμ. Ιερομόναχος Βλάχος Ν. Ρονός - 2 Κ. Βαλσαμάκης - 6 Κων. Ρώμας Γεώρ. Βερίκιος Διον. Ρώμας - 2 Ιακ. Βεμβενούτιος Παν. Θ. Στεφάνου Βασ. Βλάχος Γεώρ. Βαφέας Σπυρ. Κονιδάρης Βασ. Βερίκιος Κωνστ. Κονιδάρης Αστέρ. Βερίκιος Ανδ. Κονεμένος Δημ. Βαφέας Μάρκ. Κονιδάρης Αλέξ. Βασίλης Θεόδ. Κελαηδόπουλος - 2 Σπυρ. Βεντούρας Νικόλ. Ιερεύς Κράλης - 2 Χρύσ. Ιερομόναχος Γνόμιος Βησ. Ιερεύς Κονιδάρης - 4 Αντ. Γράψας Δημ. Κοντογιώργης Δημ. Γκήνη Γεώρ. Καστανάς Ιωάν. Δετζόρτζης Ιωάν. Καστανάς Παύ. Δημουλίτζας Σπύρ. Κονιδάρης Αν. Μάσ. Δεσίλας Σπυρ. Κονεμένος - 2 Μηχ. Δετζόρτζης Ιωάν. Π. Καλιάνης - 3 Δημ. Δίπλας Ιωάν. Λάης Νικ. Δεσίλας Απ. Λάζαρης Δημ. Δημουλίτζας Σπυρ. Λάντος Αθαν. Ζιλίνος Μαρ. Λάζαρης Αρχιεπ. Λευκ. Ζαχαρίας 10 Αρ. Μπαρλόπουλος Νικ. Ζαμπέλιος Ιωάν. Μονφεράς Γεώρ. Ζαμπέλιος Νικ. Μανιάτης Βασ. Ζαβιτζάνος Μήτ. Γεωργίου Μαχεράς Ιωάν. Καβαδιάς Νικ. Μαρίνος Γ. Καβάτζας Αθαν. Μελεντζούρας Σπυρ. Κονιδάρης Φιλ. Μεσολογγίτης - 2 Αθ. Τριαντάφυλος Κατζαρήδας Ιωάν. Μεγαγένης Ιωάν. Κονιδάρης Πάν. Μαρίνος Π. Παπά Σπύρου Αντ. Κονιδάρης - 2 Κωνσταν. Νιζέτζος Σταμ. Κονιδάρης Ιωάν. Πήλικας Σαρ. Καβαδιάς Σπυρ. Πολίτης Π. Αλεξανδρή Αντών. Κονιδάρης Ζ. Λουκάς Πολίτης Ανδ. Κάλβος Θεόκ. Ιερομόναχος Πατρίκιος - 2 Παγ. Ιερομόναχος Πήλικας Καλ. Τάνταρος Πετ. Πετριτζόπ - 6 Αλέξ. Τζαρλαμπάς Νεκτ. Ιερομόναχ. Παππανολόπ.2 Νικ. Τζαπαλώτος Αθαν. Πολίτης - 4 Φραν. Τέφας Νικ. Παπαδάτος Παν. Τρεβεζάς - 2 Μην. Παπαδάτος Ανδ. Φέτζης Π. Προσαλέντης Λαμ. Φώτης Ιωάν. Πετανίτης Γεώρ. Φίλης Συμ. Ιερεύς Ρεμαντάς - 2 Δημ. Χρυσάφης Ιωάν. Ρούσσος Χρ. Χαλκιάς Πάσ. Ρουσσός Παν. Χαλικιόπουλος Βλάσ Στεφανίτζης Τζαμ. Χαμοσφακίδης Νικ. Σταύρος Αγγ. Χαλικιόπουλος Αντ. Σαμουήλ Ευστ. Ψιλιανός Μάρ. Σούρμπης Ιωάν. Ψωμάς Αγγ. Σούνδιας Σωφ. Ιερομόναχος Ψωμάς - 3 Ανδ. Σουμίλας Αποσ. Ψωμάς Ανδ. Σταύρος Νικ. Σιδέρης Ι Θ Α Κ Η Ιωάν. Σουμίλας Άντ. Σικελιάνός Γρηγ. Ηλία Αδηλίνης Γεώρ. Σκλαμπάνης Παν. Δ. Ανάγνος Σπυρ. Σκιαδαρέσης Σπυρ. Ανδρέου Αϊτίνης Αν. Σιδέρης - 2 Ιωάν. Μάρκου Βλασσόπουλος Ιωάν. Σούνδιας. Σπυρ. Ιωάν. Βλασσόπουλος Ιωάν. Σταύρος Παν. Σπυρίδωνος Γαλάτης Νικ. Σταματέλος Αναστάσιος Γεωρ Γιαννιώτης Δημ. Σταύρος Σπυρ. Ανδρέα Γιαννιώτης Νικ. Στρατούλης Ιωάν. Καραβίας Γιαννούτζος Δημ. Στρατούλης Θεώδ. Γυρμής Τ. Τουβήτζας Ανδ. Ιωάννου Δρακούλης Γεράσ. Ανδρέου Δρακούλης - 2 Ανδ. Μουστοξύδης - 2 Ο Ιθάκης Επίσκοπ. Διονύσιος 4 Ιωάν. Β. Μιτζιάλης Λεόν. Δρακούλης Δημ. Μαράτος Δρ. Ευστάθιος Δρακούλης Ανάστ. Μιχαλόπουλος Αλέξ. Βασιλείου Πεταλάς Αναστ Πεταλάς Μαράτος Δασκαλάκης Ζαφ. Ιωάννου Μαράτος Ιωάν. Αντωνίου Δρακούλης Ιωάν. Παπά Δημητρίου Μανολάτος Σπυρ. Δεδομένεγος Τηλ. Αντωνίου Μαράτος Σπυρ. Ιωάννου Ζαβός - 2 Ανδ. Ευσταθείου Βρετός Νουτζάτος Γεώρ. Ευσταθείου Ζαβός Διον. Ναθάτος Λάμ. Ζαβός Ιωάν. Κωνσταντίνου Πεταλάς Βιτ. Κωνσταντίνου Ζαβός Γρηγ. Ιωάννου Πεταλάς Φ. Ζαβός Σπυρ. Δρ. Πήλλικας Κωνστ. Γεωργίου Ζαμπέλης Φωκάς Παΐζης Μελ. Ευσταθείου Θεοφιλάτος Φαν. Ιερομόναχος Πεταλάς Δημ. Αντωνίου Κυπαρίσσης Παν. Γεωργίου Πεταλάς Ανδρ. Ιωάννου Καραβίας Ιάκ. Ροδοθέατος Νικ. Ιωάννου Καραβίας Σπυρ. Ιωάννου Ραφτόπουλος Γεώρ. Λάρδικας Μάρκος Ιωάννης Σολομός Γεράσ. Παναγ. Λιβεράτος Δρ. Θεοδόσιος Τζιλιάνης - 2 1) Ο σοφός περιηγητής, καθώς και πολλοί άλλοι σύγχρονοί του δεν ημπόρεσαν να γνωρίσουν ότι κάτω από ταις στάχταις ευρίσκοντο ακόμι πολλά κάρβουνα αναμμένα. 2) Εις τους 1814 ο Βηλαράς ετύπωσεν εις την τυπογραφίαν των Κορφών ένα βιβλιάριον οπού ονομάζει η ρ ο μ ε η κ η γ λ ο σ α, περιέχον ολίγους στίχους και ολίγα κομμάτια μεταφράσεων από τους δεινοτέρους παλαιούς συγγραφείς. Αυτό εξεδόθη χωρίς τον τρόπον του γράφειν οπού ονομάζομεν ορθογραφίαν, μεταχειριζόμενος μόνον τόσα γράμματα, όσα είναι αναγκαία διά την εκφώνησιν της γλώσσης. Αλλά φαίνεται ν' άλλαξε σκοπόν από τότε έως τώρα, επειδή τα ιδιόχειρά του αντίγραφα, από τα οποία ετυπώθη το παρόν, είναι γραμμένα απαράλλακτα καθώς φαίνονται εδώ τυπωμένα, εις τα οποία μολοντούτο δείχνει ότι είνε κάποιας ιδιοτροποίας περί του τρόπου του ορθογράφειν. 3) [οι αριθμοί δεν είναι ευανάγνωστοι και το σύνολο δεν είναι 999] --- Provided by LoyalBooks.com ---