Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Words in bold characters are included in &. Square brackets [] or question mark indications (;) of the original have been kept. Some footnotes have been placed at the end of the book. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι αγκύλες [] και τα ερωτηματικά (;) είναι του πρωτοτύπου. Ορισμένες υποσημειώσεις του βιβλίου έχουν τεθεί στο τέλος του. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ Η ΧΟΛΕΡΙΑΣΜΕΝΗ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915 Σ Η Μ Ε I Ω Σ I Σ Εις τον παρόντα τόμον των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, πλην δύο δημοσιευμένων ζώντος αυτού, όλα τάλλα είναι ανέκδοτα και προσχέδια διηγημάτων κατά το μάλλον ή ήττον πλήρη, ευρεθέντα υπό της οικογενείας του μετά τον θάνατόν του. Και εμψυχώνονται μεν αι ασυμπλήρωτοι αυταί συνθέσεις από την έμπνευσιν και την γοητείαν, την χαρακτηριστικήν των ωρίμων έργων του μεγάλου διηγηματογράφου, έχουν όμως και ένα ιδιαίτερον αισθητικόν θέλγητρον, το ότι μας παρουσιάζουν τον τρόπον της εργασίας του, την αφανή επιμέλειάν του περί την σύνθεσιν και μάλιστα την φροντίδα του διά την διατύπωσιν της αφηγήσεως, όπως π. χ. εις το δεύτερον της σειράς, «Ο γάμος του Καραχμέτη», που αρχίζει κατά δύο παραλλάσσοντας τρόπους. Εκρίναμεν ότι έπρεπε να δημοσιευθούν τα ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ αυτά έργα, όπως ευρέθηκαν, έστω και αν προδήλως υπάρχει ενίοτε εις αυτά λέξις ή φράσις αλλοιώσιμοι ή πλεονάζουσαι. Και τούτο διά τον αυτόν λόγον, που μας επέβαλε την έκδοσιν όλων ανεξαιρέτως των δημιουργικών συνθέσεων του Παπαδιαμάντη και όχι κατ' εκλογήν, η οποία προκειμένου περί πρώτης μετά θάνατον εκδόσεως των έργων μεγάλου συγγραφέως θα ήτον ασέβεια και αυθαιρεσία προς αυτόν και προς το κοινόν. — Αι κατ' εκλογήν εκδόσεις, σύμφωνα με την παντού ισχύουσαν φιλολογικήν συνήθειαν και την ουχί παραδοξολόγον αλλ' εμβριθή κριτικήν, γίνονται αργότερα, όταν η γνώσις των έργων και η έκτίμησις του συνόλου της παραγωγής ενός συγγραφέως διαδοθούν και παγιωθούν εις την εθνικήν ή και μάλιστα την διεθνή φιλολογικήν συνείδησιν. I. Ζ. Η XOΛEPΙΑΣΜEΝH Την κατωτέρω διήγησιν, καθώς και μίαν άλλην, επιγραφομένην «το Θαύμα της Καισαριανής», ήκουσα εκ στόματος της παθούσης, ήτις είνε η κυρά Ρήνη Ελευθέραινα, του ποτέ Ροδίτη, σεβασμία γερόντισσα Αθηναία. «Με είχαν παρατήσει όλοι οι δικοί μου, ο άνδρας μου, όπως κι' ο αδερφός μου...Είχα πανδρευθή μικρή, μ' αυτόν τον μπάρμπα-Λευθέρη, που βλέπεις που κοντεύει τώρα τα ογδονταπέντε. Θα ήτον ως είκοσι χρόνια μεγαλείτερος από μένα. Τόσο μικρή και τόσο άκακη και άγνωστη ήμουν, κορίτσι δεκατριών χρονών. Εκείνος μ' έπαιρνε στα γόνατά του και μ' εφίλευε καραμέλες. Θα ήταν τριαντάρης τότε. Εγώ ούτε ιδέαν είχα απ' αυτά τα πράγματα. Σαν ήρθε η φοβερή χρονιά, που έφερε την κατοχή των Αγγλογάλλων και τη χολέρα, που βάσταξε τρεις μήνες κ' έπαψε την ημέρα του Αγίου Φιλίππου, ύστερα από μεγάλη λιτανεία και δέησι που έκαμε ο λαός με τους παπάδες, με τα εικονίσματα, με Σταυρούς και με ξεφτέρια, κ' οι Αγγλογάλλοι φοβέριζαν τον βασιληά μας, τον Όθωνα, κ' εκείνος ήτον κλεισμένος στο Παλάτι, — μόνο για να παρηγορή τον λαό έβγαινε — και δεν το κούνησε από την Αθήνα, μ' όλη τη χολέρα και το θανατικό. Κ' έβγαιναν τον ανήφορο οι Αγγλογάλλοι, πλήθος πολύ, καβαλλαρία, Δραγώνοι τους λέγανε, και φαντάροι, που φορούσαν κάτι πουτούρια και τους λέγανε Ζουάβους· κι' άλλοι με κατακόκκινες γιακέταις, κάτι φοβεροί, θεόρατοι, άνδρες ως 'κεί 'πάνω, με άντζες γυμνές, που φορούσαν κάτι σαν φουστανέλλες· κ' έβγαιναν κατά την πλατέα κ' εφοβέριζαν τον Όθωνα. Κι' όσο τον εφοβέριζαν οι Αγγλογάλλοι, τόσο τον αγαπούσε ο λαός. Κι' ο βασιληάς επονούσε το λαό κ' εσκορπούσε ελέη και ψυχικά πολλά απ' το Παλάτι. Σαν ήρθε η χρονιά εκείνη, εμείς ήμαστε πανδρεμμένοι τρία χρόνια μπροστήτερα. Ο μπάρμπα-Λευθέρης με της καραμέλες με είχε καταφέρει. Θα ήμουν δεκαπέντε, ας ήμουν το πολύ δεκάξη χρονών, όταν έγεινε η στεφάνωσι. Εκείνος θα ήτον παραπάνω από τριάντα. Τότε, σαν ήρθε το κακό, χολεριάσθηκα κ' εγώ. Είχα γεννήσει ολίγους μήνες μπροστά τη μοναχοκόρη, την Κατήγκω μου, αυτή που βλέπεις. Σαν μ' έπιασαν οι εμετοί και τα άλλα συμπτώματα, Θεός να φυλάη — μακρυά από σας — ο Λευθέρης, αυτός που βλέπεις, μ' απαράτησε κ' έγεινε άφαντος. Πέρασαν πολλές ώρες και δεν εφάνη. Ο αδερφός μου ο Θύμιος, κι' αυτός, ούτε θέλησε να με ζυγώση. Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολι αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστειας κ' εδίψαγα φοβερά. Εφώναζα νάρθη κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Η γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρας τους, στην εξοχή, κι' άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν. Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα. Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα. Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα. Ξέστρηψα με κόπο την κάνουλα της βρύσης. Ω! συφορά μου! το νερό είχε κοπή. Σηκώνουμαι, σέρνουμαι ακόμα παραπέρα... Δεν θυμάμαι αν είχα πάρει μαζί μου το κορίτσι μου από την κούνια...» Εδώ η αφηγουμένη διεκόπη, και προσεπάθει ν' αναπολήση. Είτα επανέλαβε· «Ναι... όχι, δεν το πήρα μαζί μου... Είχα βγη έξω για προσωρινά. Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους. Βλέπω μια μικρή καρρότσα, με τ' αλογάκια της, που έστεκε παρέκει, σε μια γωνιά του δρόμου. Η πόρτα της εκκλησιάς ήτο ανοικτή. Βλέπω μια γρηά. Ήτον η κλησιάρισσα. Σαν με είδε, φοβήθηκε κ' ηθέλησε να κλείση την πόρτα από μέσα. Θα κατάλαβε απ' την όψι μου πως ήμουν μολεμμένη. Σπρώχνω την πόρτα, φωνάζω· — Λίγο νερό! ... δεν είστε χριστιανοί; Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε· — Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου. Ύστερα η γρηά, σαν ετράβηξε τη στάμνα μέσα, έκαμε πάλι να σπρώξη την πόρτα, για να με κλείση απ' έξω. Εγώ έπιασα με τα δυο χέρια το φύλλο της πόρτας, κ' είπα· — Τι κάνουν μέσα; Άκουσα σιγανή ψαλμωδία και διάβασμα παπά. — Βαφτίζουν, μου είπεν η καλόγρηα, με τρόπον που έδειχνε πως ήτον στενοχωρημένη που δεν μπορούσε να με απομακρύνη. Επέρασα το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας. Ξαφνίστηκα. Έβαλα μια φωνή. Εκεί μέσα στην εκκλησιά, γνώρισα δικούς μου ανθρώπους. Ήτον ο Λευθέρης, ο άνδρας μου, ο Στάθης, ο γαμβρός του κ' η Στάθαινα, η ανδραδέλφη μου, που είχε πάρει ευχή, καθώς φαίνεται, πριν σαραντίση και εβάφτιζαν το μικρό τους, την πρώτη κόρη που του είχε κάμει η γυναίκα του η νιόνυφη. Ένας άλλος άνθρωπος ήτον μαζί τους. Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί. Κατάλαβα τι έτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρρότσα, κι' ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους. Πριν φύγουν, ηθέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους. — Πώς ήρθες; μου εφώναξε ο άνδρας μου σαν με είδε· πού άφησες το παιδί; — Εσύ, πώς μ' άφησες, εμένα; του λέω. Εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει η βάφτισι. Εγώ τους έγεινα κουνούπι και δεν έφευγα από κοντά τους. Ο άνδρας μου ήτον συλλογισμένος. Μ' έβλεπαν πως μου είχε πάψει ο εμετός, κ' εβαστούσα καλά στα πόδια μου. Ετοιμάζοντο για να φύγουν. — Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. — Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. — Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες. — Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου. Τώρα οι τέσσεροι θα γίνουν έξη. Δεν μας παίρν' η καρρότσα. Ο ανδράδελφός μου, τον είδα που του έγνεψε με τρόπο, σαν να ήθελε να του πη: «Ησύχασε και μη σε μέλη...θα είμαστε όσοι είμαστε...» Τότ' εγώ έβγαλα τα ένδεκα σβάντζικα, που μου είχε ρίψει ο γείτονας ο κυρ Μικέλης και δεν είχα ξεχάσει να τα δέσω καλά στο κλωνί της μανδήλας μου. Σαν άκουσε τον κουδουνισμό ο καρροτσέρης, εγύρισε κατά μένα. — Να, έχω ένδεκα σβάντζικα, είπα. Σου τα δίνω όλα να με πάρης κ' εμένα μαζί. Ο καρροτσέρης εζύγωσε προς το μέρος μου. Ξέχασε πως ήμουν χολεριασμένη. Έβγαλα τα σβάντζικα και τα μετρούσα. — Να, πάρε τα και τα δέκα, είπα και να με πάρης μαζί. Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς. Μου τα πήρε και τα ένδεκα. Ο ανδράδελφός μου γύρισε και του είπε· — Τώρα δεν έλεγες πως θα πέσουμε πολλοί; — Μα αφού μας παίρν' η βάρκα! απελογήθη ο αμαξάς· η βάρκα χωρεί, εσάς τι σας μέλει; Είχαν ιδεί πως δεν είχα πλέον άσχημα συμπτώματα, η όψι μου φαίνεται να είχε σιάξει και δεν έδειχναν μεγάλο φόβο. Η ανδραδέλφη μου μού έρριξε μια ματιά, σαν να μ' ελυπήθη. — Ας έρθη κι' αυτή, η καϋμένη, Στάθη, είπε του ανδρός της. Κοντολογής, ο άνδρας μου, ο Λευθέρης, έκαμε κουράγιο, επήγε μόνος του ως το σπίτι, ηύρε το παιδί μας που έκλαιε, το επήρε και μου το έφερε και ολίγα ρουχικά μαζί. Μπαρκάραμε όλοι αντάμα στην καρρότσα. Εμείναμε δυο-τρεις μήνες, με τον άνδρα μου, σ' ένα περιβόλι μιανής συγγένισσάς μας, κοντά στον Άι-Γιάννη του Ρέντη. Εκεί ήρχοντο συχνά Αγγλογάλλοι. Είχαν σταθμούς εκεί κοντά. Τους έπλυνα τα ρούχα και μου έδιναν ασημένια φράγκα. Έβλεπαν το κορίτσι μου, την Κατήγκω μου, που μεγάλωνε σιγά-σιγά, κ' εκόντευε να χρονίση. Την εχάδευαν κ' έλεγαν· «Πίκκολο! πίκκολο!» Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλλαρία, με της περικεφαλαίες τους, εφαίνοντο φοβεροί· χωριστά κι' ολίγοι-ολίγοι, εφαίνοντο κι' αυτοί καλοί άνθρωποι. Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σε λίγο. Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, τo ηύραμε απείραχτο, κ' εκαθίσαμε με αγάπη και ειρήνη. Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο». Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΧΜΕΤΗ Κατ' εκείνον τον καιρόν είχε καταπλεύσει ο Καπετάν Πασάς με την αρμάδα του εις τον Μέγαν Γιαλόν, κάτω από το Παλαιόν Κάστρον του Βορρηά, όπου εξέσπων τ' άγρια κύματα, φθάνοντα ως μετά μακρόν δόλιχον εις το τέρμα Αλίμενον, θεσπέσιον πέλαγος, [το κράτος του Βορρηά]. Ήτο γαλήνη και καύσων σφοδρός, τα μελτέμια είχον παύσει να φυσούν περί τα τέλη Ιουνίου, και ούτω ημπόρεσαν τα μεγάλα σκάφη να σταθούν σχεδόν επί τριάκοντα έξ ώρας εις τον άνορμον εκείνον κόλπον. Επάνω στα πλοία, το ήμισυ του πληρώματος ήσαν Τούρκοι, Μαυροθαλασσίται, Μικρασιάται και άλλοι· το άλλο ήσαν Αιγύπτιοι και Άραβες, Βαρβαρέζοι, Τουνεζηνοί [Αλγερίνοι]· και το τέταρτον περίπου ήσαν τα συνήθη αγήματα των Χριστιανών ναυτών, εκατόν πενήντα ως έγγιστα Υδραίοι και άλλοι τόσοι ομού Σπετσιώται, και ολίγοι εκ των λοιπών νήσων. Ο γραμματεύς του Καπετάν Πασά ήτο και αυτός Φαναριώτης, περιπεσών εις δυσμένειαν, εκ της οικογενείας του Μ. Ο ναύαρχος Αχμέτης ήτο εύνους προς αυτόν, τον υποχρέωσε ν' αλλάξη όνομα, και τον έλαβεν ως γραμματέα του επί της φεργάδας. Ο γραικός ήτο αφωσιωμένος εις τον αφέντην του, ως εικός. Την ημέραν εκείνην, καθώς έρριψεν αγκύρας ο στόλος παρά την ακτήν του Κουρούπη, έως τα νησιά του Καστριού και τα Λεχώνια — ανάμεσα εις τον Μέγαν Γιαλόν και τον Μικρόν Γιαλόν — ... και τα πλέον μικρά πλοία ηγκυροβόλησαν παρά τον Άγιον Σώστην εις την δυτικοβόρειον ακτήν, όπου ήτο περισσότερα σκέπη, και αν εφύσα μελτέμι δεν έπιανε και τόσον, ο πρώτος εξ όλης της νήσου, όστις επεσκέφθη εις την ναυαρχίδα τον Καπετάν Πασάν, ήτο ο εκ των πρώτων προεστών του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου........ (*) Η αρχή του διηγήματος επαναλαμβάνεται από τον συγγραφέα εις τους τρεις επομένους παραγράφους κατ' άλλον τρόπον. Ο Καπετάν πασάς με την αρμάδα κατέπλευσε και άραξε, ανάμεσα στον Μέγαν Γιαλόν κ' εις τον Μικρόν Γιαλόν. Καράβια εγέμισε ο τόπος ο υγρός, εμαύρισε όλ' η θάλασσα. Άλλα έρριψαν άγκυραν από τα Λεχώνια, και περί την ακτήν του Κουρούπη, κι' ως τα νησιά του Καστριού, τα λευκά και πετρώδη πέραν, κι' άλλα, τα μικρότερα σκάφη, ωρμίσθησαν εις τον Άι-Σώστην, ακτήν, όπου ο τόπος ήτο ημερώτερος, εις το απάγγιο, όπου ήτο περισσοτέρα σκέπη και νηνεμία· δεν εφύσα μελτέμια τας ημέρας εκείνας, τέλη Ιουνίου· ήτο γαλήνη· αλλά και αν έπερνε μελτέμι εις την δυτικοβόρειον ακτήν εκείνην, δεν θα έπιανε και πολύ. Ήτο όλος αλίμενος, ονειρώδης τόπος, θεσπέσιον πέλαγος, το κράτος του Βορρά. Τα κύματα εδολιχοδρομούσαν, όλην την ημέραν, από όρθρου βαθέος μέχρι δειλινού — εις όλην την βόρειον Άσπρην θάλασαν, ανάμεσα στα Μπογάζια και τον Όλυμπον, τον Άθωνα και το Γρυπονήσι, και κοντά το βράδυ μόλις έφθαναν εις το τέρμα διά να ξεσπάσουν και αναπαυθούν στο Κάστρο του Βορρηά. Κόσμος και κόσμος, δηλ. οι χίλιοι τόσοι κάτοικοι του Καστριού, γυναίκες, γέροντες και παιδιά εμαζώχθησαν κατά το βράδυ στης Ανεμιάς το κανόνι, στο υψηλύτερον βόρειον μέρος του Καστριού, κ' εγνάντευαν, εγνάντευαν απλήστως, το τέρας οπού είχεν έλθη — τόσα πελώρια σκάφη, τρικάταρτα, με δύο και τρεις κουβέρτες, κ' είχεν αράξει, κατ' ευδοκίαν του απίστου σκυλιού-Σουλτάνου, του αυθέντου μας, εις τα πετρώδη (πετροκάβουρα) νησιά του Κουρούπη, όπου εκατοικούσαν τόσα δαιμόνια και φαντάσματα. Δύο τρεις βαρκούλες, επειδή ήσαν δύο τρία πτωχά μαγαζειά κάτω στην υγράν άμμον, όπου ήτο μεταξύ εις τους βράχους τους χερσαίους και τους θαλασσίους, οπού κατέβαιναν καλλικαντζούνες κ' εφάνταζαν ως χήραι γυναίκες μυρολογίστρες επάνω στα γκρίφια — και τα λαλαρίδια του γιαλού, κόκκινα, βυσσινιά, ρόδινα, γαλάζια, [βιολετένια] εκυλίοντο λι λι λι, λα λα, δώρα της θαλασσίας νεράιδας, ατίμητα, γλυκά αθύρματα των παιδιών, στην άκραν του γιαλού και της άμμου. — Εκείθεν απετόλμησαν δύο-τρεις βαρκούλες κ' έπλευσαν με τα κουπιά επάνω έως τας πλευράς του θαλασσίου κήτους, και περιέπλεον μακρόθεν το θείον κύμα. Κ' οι ναύται από την κουβέρτα τους έκραζαν ελληνιστί, — Ελάτε, ελάτε! — αλλά τα παιδιά, οι κωπηλάται δεν ετολμούσαν (επειδή εκεί εμπρός εις τα νησιά, κι' αντίκρυ στο κάστρο, είχεν αράξει η ναυαρχίς)· διότι το έν πέμπτον περίπου εκ του πληρώματος, ύστερ' από Τούρκους, Αιγυπτίους, Αραβας, Βαρβαρέζους, Τουνεζηνούς και Αλγερινούς, ήσαν τα συνήθη αγήματα των Χριστιανών — Υδραίοι περί τους 150, και άλλοι τόσοι ομού Σπετσιώται, Ψαριανοί, Κασιώται, άλλοι Σποραδίται, κι' ολίγιστοι απ' άλλας νήσους. Και ο πρώτος που επεσκέφθη επισήμως τον Καπετάν Πασάν επί της ναυαρχίδος ήτον ο πρώτος προεστώς του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου, παλαιός γνώριμός του. Είχεν ο ναύαρχος Αχμέτης επί του πλοίου γραμματικόν Φαναριώτην, εις δυσμένειαν περιπεσόντα, εκ της οικογενείας του Μ. Ο στόλαρχός τον είχεν υποχρεώσει ν' αλλάξη τ' όνομά του, και τον προσέλαβε κρύβδην ως γραμματέα. Ο έξυπνος Γραικός ήτο, ως εικός, πολύ αφωσιωμένος εις τον αφέντην του, όσον πας τις εις την θέσιν του οφείλει να είνε. Ο Κουμπής Νικολάου, μαύρος, ρωμαλέος, επιβλητικός με το τσιμπούκι, με τας κινητάς μακράς χειρίδας, και με τα τσόχινα ανωβράκια του, προήδρευε συνήθως εις το Κιόσι, δίπλα στην Μεγάλην Στέρναν, κι' αντίκρυ στο τζαμί· εκεί ήτο είς Τούρκος τσαούσης, στο διπλανόν κονάκι, διά τον τύπον — όπου συνηθροίζοντο συνήθως οι προεστοί. Διελέγοντο, εσυμβουλεύοντο, κ' υπερίσχυε συνήθως η γνώμη του ζωηροτέρου, όστις είχεν εκάστοτε αρκετόν σθένος, ώστε να πειθαναγκάζη τους άλλους. Το χάρισμα αυτό το είχεν εις μέγαν βαθμόν ο Κουμπής. Μελαψός, στιβαρός, απότομος, ενόει να γίνεται όπως αυτός ήθελε. Και εγίνετο σχεδόν πάντοτε. Διότι, αν και δεν εδέχετο ο χαρακτήρ του την κολακείαν, αλλ' ήτο απλούς και ευθύτατος, [και] τα είχε καλά με τους Αγάδες. Εν τούτοις, &κατ' οίκον είχε διαφόρους πειρασμούς& ο Κουμπής. Την χρονιάν εκείνην είχε κολλήσει &στον νουν του Κουμπή&, ότι έπρεπε να χωρίση την γυναίκα του, επειδή ύστερ' από 15 χρόνων συζυγίαν δεν του είχε κάμει παιδί. Ο Κουμπής δεν ενόει να έχη παλλακίδα — «πόρνους και μοιχούς κρινεί ο Θεός». Αυτό το ρητόν σχεδόν μόνον απ' όλην την Γραφήν ήξευρεν. Αλλά πώς να υιοθέτηση ξένον γέννημα (&ξένο κρειάς να μη θρέψης,& έλεγε χυδαία τις παροιμία); διά να τον βλασφημούν τανήψια μετά τον θάνατόν του, επειδή θα τους απεκλήρωνεν; ή πώς ν' αφήση το βιο του σ' όλους αυτούς, οπού θα εμάλωναν μετά την τελευτήν του, ποίος να πάρη τα πλειότερα, και ίσως θα αστοχούσαν να του κάμουν τα ψυχικά — και πάλιν αυτό θα ήτο κατάρα και βάρος εις την ψυχήν του; Καλά είπεν ο Κύριος: «Πώλησον τα υπάρχοντά σου, και διάδος πτωχοίς». Αλλά κ' οι καλόγεροι, δι' ους φαίνεται να το είπε, κι' αυτοί περιμένουν πότε να πωλήση άλλος τα υπάρχοντά του, ή και να τους τα χαρίση διά να έχουν να τρώνε, αλλά και διεκδικούν λυσσωδώς «τα κτήματα της Μονής», διά να τρώη ορφούς και γουρουνόπουλα ο Δεσπότης, ο Πίτροπος, ο Βοΐβοντας, ο γραμματικός και τόσοι άλλοι. Ανάγκη πάσα να τραβήξη τις το σκοινί του — να βαστήση τον ζυγόν του, να μεταφέρη το φορτίον του. Ο Κυρ Κουμπής, ενώ κατά τα άλλα ήτο τόσον αυστηρός άνθρωπος, είχε κι' αυτός μίαν αδυναμίαν· επόθει να έχη μικρόν νινί, χαριτωμένον, αγγελικόν πλάσμα, διά να το χορεύη στα γόνατά του. Η Σεραϊνώ ήτο σαράντα χρόνων, και μετά τόσα χρόνια, 15 περίπου, δεν εγέννησε τίποτε. «Ούτε παιδί, ούτε κουτάβι, ούτε 'κλούθο». Αυτός ήτο πεντηκοντούντης ως έγγιστα. Η Λελούδα η αντικρυνή του ήτο μόλις τριάντα χρόνων ίσως — ωραία, ροδόπλαστος, σεμνή, ταπεινή, πτωχή και άμεμπτος, απροστάτευτη και πεντάρφανη. Ένα μόνον θείον είχε, κ' εκείνος δεν ήτο ικανός να την προστατεύση. Εσκέφθη να την απαγάγη, και να δωροφορήση έναν παπάν, ή και να τον βιάση με φοβέραν — επειδή ήτο γνωστόν ότι τα είχε καλά με τους Τούρκους — να τους στεφανώση. Και το πρώτον στεφάνι τι θα εγίνετο; Αυτός δεν είχεν ατιμάσει το στεφάνι, ούτε η συμβία του. «Πόρνους και μοιχούς...» Θα το έκαμνε μόνον διά ν' αποκτήση, αν θέλη ο Θεός, κληρονόμον. Όταν, τας ημέρας εκείνας, συνέβη να καταπλεύση ο Πασάς με την αρμάδα, ο Κουμπής το απεφάσισε. Κατά την επίσκεψιν εις την ναυαρχίδα συνωμίλησε μίαν ώραν μετά του Αχμέτη Πασά. Τι του είπε; Φαίνεται ο Κουμπής του εζήτησεν εκδούλευσιν, και ο Τούρκος ναύαρχος του υπεσχέθη. Το βράδυ, όταν ενύχτωσε, ο Κουμπής είχεν αρματώσει μίαν σκαμπαβίαν με έξ κωπία. Τους δύο εκ των κωπηλατών, ψαράδες του γιαλού, όπου ήσαν άνθρωποί του και λίαν αφωσιωμένοι εις αυτόν, τους έπεισε ν' ανέλθωσι τον ανήφορον — υψηλόν, απότομον, πετρώδη, όπου έφερεν από τον Γιαλόν εις το Κάστρον, υποκάτω στην γέφυραν του Κάστρου, από άσχιστον αγριόξυλον, παρά το χάσμα, όπου έχαινεν άβυσσος και κρημνός, όπου έπιανε πάντα άνθρωπον ίλιγγος και σκοτοδίνη. Την γυναίκα του την Σεραϊνώ, την είχε κράξει το πρωί, καθώς κατέβαινεν από τον κρεμαστόν σοφάν, όπου είχε κοιμηθή, κ' εφόρεσε τα πανοβράκια, με τας κεντητάς βρακοζώνας και τα πλατέα μανίκια, κ' έπινε το πρωινόν σερμπέτι του. Διότι μόλις είχεν εισαχθή τότε εις τον τόπον ο καφές. Τον είχε φέρει πρώτος ο κυρ Αλεξανδράκης ο Λογοθέτης, άλλος προεστώς κι' αυτός, εμπορευόμενος από την Μολδοβλαχίαν, κι' ο κυρ Κουμπής, επειδή δεν ήτο εύκολος νεωτεριστής εις όλα τ' άλλα — μόνον εις τον γάμον ήθελεν, όχι να νεωτερίση, αλλά να πραξικοπήση και δώση κακόν παράδειγμα — δεν τον είχε συνηθίσει ακόμη. Έκραξε την γυναίκα και της είπε. — Τ' ακούς, Κουμπίνα; Το βράδυ, σαν σουρουπώση, να πας ν' ανάψης τα καντήλια τ' Άι-Προκοπίου, κάτω στο ρέμμα. Το έχω τάξιμο από καιρό. Μεθαύριο είνε η μνήμη του, κι' αύριο δεν θα πάρης εύκολα αράδα, θα κουβαλήσουν χίλια λαδικά. Πάρε μαζί σου και την φτωχή γειτόνισά μας την Λελούδα, επειδή και είνε κι' αυτή ανέβγαλτη, και δεν έχει άλλη παρηγοριά από σένα, που θα είνε μοναξιά, να πάτε ν' ανάψετε τα καντήλια, να σεργιανήσετε κι' όλας. — Άκουσε να σου πω, νάχω και το συμπάθειο, Κουμπή, απήντησε το Σεραϊνώ. Η Λελούδα είνε, όπως είπες, ανέβγαλτη, και τώρα είν' εδώ η αρμάδα. Ποιος ξέρει αν δεν θα βγουν οι Τουρκαλάδες όξω στη στεριά, να πάρουν αράδα της αβραγιές και τα χωράφια. Η Λελούδα θα φοβάται να 'ρθή μαζί μου. — Ακούς τι σ' λέω, Κουμπίνα; Εσύ να την καταφέρης να 'ρθή μαζί σου. Και ποιος μπορεί να σας πειράξη, χριστιανός ή τούρκος ή άλλος, ας είνε και διάβολος με τα κέρατα; Δεν ξέρεις ότι τάχω καλά με τσ' αγάδες; Έχουν άλλοι από μένα εδώ στο χωριό κονσόλα κι' αποκούμπι; Εγώ είμ' εδώ. Ποιος θ' αποκοτήση να σας πειράξη; Η Κουμπίνα, αν και δεν ημπόρεσε να καταδαμάση την αλλόκοτον υποψίαν που της ήλθε στον λογισμόν, συνεμορφώθη με την παραγγελίαν του συζύγου της. Ήτο απλή και δεν επονηρεύετο. «Η δε γυνή ένα φοβείται, τον άνδρα». Της γίδας τα κέρατα είνε κυρτά, εις σημείον υποταγής, φαίνεται, εις τον υψικέρατον τράγον. Της κόττας η λοφιά είνε αμαυρά και ταπεινή, και του πετεινού είνε κόκκινη, υψηλή και εξηρμένη, και όλον το σώμα του με υψηλά σκέλη ανωρθωμένον. Παντού η υποταγή της θηλείας εις τον άρρενα. Η φτωχή Λελούδα, άμα είδε την πρώτην αρχόντισσαν του χωριού και την παρεκάλεσε να υπάγη μαζί της εις βραχείαν εκδρομήν έξω του Κάστρου, επειδή ησθάνετο κι' αυτή υπολανθάνουσάν τινα ανάγκην ν' αλλάξη τον αέρα, ύστερ' από πολλούς μήνας οπού δεν είχεν εξέλθει από το ταπεινόν καλύβι της, επείσθη. Η Κουμπίνα της είπεν, ότι δεν είχον να φοβηθούν τους Τούρκους, καθότι μέσα στα καράβια ήσαν και πολλοί ναύται χριστιανοί. Υδραίοι και άλλοι, κι' αν θα έβγαιναν και Τούρκοι, οπού δεν ήτο πιθανόν να έβγουν, διότι άμα θα εφυσούσε καιρός, στο αμπαγιέρι, ευθύς η αρμάδα θα έφευγε. Αλλά κι' αν εξακολουθούσε ακόμη μπονάτσα, κι' αν έβγαιναν Τούρκοι, ο Κουμπής έκοβε το σπαθί του, και τα είχε καλά με τους αγάδες, «για το καλό της χριστιανωσύνης», και δεν ετολμούσαν να πειράξουν άνθρωπον. Η Λελούδα εφόρεσε ένα πουκάμισο........κόκκινο κεντητόν με μετάξι, ένα ωραίο φουστάνι «μόρικο», που έκανε νερά-νερά — (δεν ετόλμα ποτέ της να ελπίση ότι θα εγίνετο νύφη, αν και είχε χρυσοΰφαντα ποδογύρια και αργυρά τσαπράκια χρυσοποίκιλτα στην κασέλλα της), επήρε το καλαθάκι της, έβαλε το λαδικό μέσα, και τρία κηριά, κι' ολίγο λιβάνι στο χαρτί — ακόμη και μικρό προσφάγι, ψωμί κ' εληές, επειδή ήτο Παρασκευή, και ακολούθησε την Κουμπίναν. O Κουμπής εν τω μεταξύ είχεν υπάγει προς συνάντησιν του παπά-Σταμέλου ενορίτου του, εφημερεύοντος εις τον ναόν του Χριστού και του είπε: — Το βράδυ-βράδυ, να πάρης το πετραχείλι σου, και το αγιασματάρι· θα πάμε μαζί, για να ψάλης αγιασμό στη φεργάδα. Ο παπάς τον εκύτταξε με απορίαν. — Μη σου φαίνεται παράξενο. Είνε τόσοι χριστιανοί μέσ' τα καράβια. Ο γραμματικός του Καπετάν Πασά είνε Χριστιανός, ομοεθνής μας, ο λοστρόμος Χριστιανός, σ' όλα τα καράβια είνε ασκέρι Χριστιανοί. Στη φεργάδα είνε το ένα τρίτο. Ο ίδιος ο Πασάς σέβεται τα θεία, κ' επικαλείται τον Άι-Γεώργη, τον Άι-Δημήτρη, και την Μεριέμ-Ανά (την Παναγίαν). — Πάρε κ' ένα τετραβάγγελο μαζί σου, γιατί θα χρειασθή, θαρρώ, να διαβάσης ολίγα κεφάλαια στο λοστρόμο, που είνε άρρωστος από μελαγχολία, και δεν ξέρει τι έχει. Ο ιερεύς τον ήκουε σύννους. Ο Κουμπής εξηκολούθησεν: — Αν θέλης, παπά μου. Σ' επροτίμησα ως ενορίτη μου. Αν δεν θέλης, θα προσκαλέσω τον παπά-Φραγκούλη, τον σύντροφόν σου στον Χριστό, ή τον παπά-Δανιέλο απ' τον Άι-Νικόλα. Μη φοβάσαι τίποτε, παπά μου· έχω ορισμόν απ' τον Αχμέτ Πασά. Θα πάρης για τον κόπον σου ένα σελήμι (τάλληρον), και παραπάνω. Αλλοιώς, θα θυμώση ο Πασάς μ' εμένα, και με σας τους παπάδες, πως δεν του έκαμα τον λόγον του. Την ώραν που έβγαιναν η Κουμπίνα κ' η Λελούδα από τον Άγιον Προκόπιον, όπου είχον ανάψει τα κανδήλια, είχε σουρουπώσει πλέον, και σκότος ήρχισε ν' απλώνεται εις όλην την κρημνάδα αυτήν. Μακράν, προς δυσμάς, εφαίνοντο φώτα εις τον ναΐσκον της Αγίας Κυριακής, όπου θα είχεν αρχίσει ως έγγιστα η αγρυπνία. Αι δύο γυναίκες είχον επισκεφθή προ της δύσεως του ηλίου το παρεκκλήσι [εκείνο], και κατόπιν είχον μεταβή εις τον Αγιον Προκόπιον. Το μονοπάτι εκατηφόριζε αποτόμως προς το μέρος εκείνο, καθώς εξήλθον από τον ναΐσκον του Αγίου, κ' έβαινον εγγύτατα εις τον αιγιαλόν. Είτα ανήρχετο πάλιν, κ' ανηφόριζε πλαγινά βαθμηδόν βαίνον προς την είσοδον του Καστριού, εις την γέφυραν. Εκεί που επατούσαν αι δύο γυναίκες, εις το παρδαλόν σκότος, ήτο άκρα μοναξιά, δεν εφαίνετο ψυχή ζώσα. Ω, καλύτερον να μην ήτο ψυχή ζώσα την ώραν εκείνην, διά την Κουμπίναν, και διά την Λελούδαν — την τρομάρα που πήραν αι δύο γυναίκες! — εις το μέρος αυτό. Δύο άνθρωποι, κρυμμένοι όπισθεν βράχου, εις τον όχθον του δρόμου, ωμίλησαν ελληνιστί. — Σταθήτε! μη φοβάσθε... — Ωχ! τι είνε; Αχ! Θε μου, Άι-Προκόπη μου. — Αχ! Παναγία μου! Πριν αρθρώσωσι δευτέραν λέξιν, τρίτος εξόπισθεν του βράχου προέκυψεν, ο Κουμπής. — Μη φοβάσαι, αθώα Λελούδα! Κουμπίνα, να πας στο σπίτι σου. Έλα μαζί μας, Λελούδα. — Να 'ρθή; πού να 'ρθή; Σε καλό σου, Κουμπή, ετόλμησε να ψελλίση η Κουμπίνα. — Σύρε στο σπίτι σου, Κουμπίνα, επανέλαβεν ο σύζυγός της. — Λελούδα, έλα θα πάμε στην φεργάδα. — Στη φεργάδα, επανέλαβεν ως ηχώ η Κουμπίνα. Ο Κουμπής, διά να μη τρομάξουν παρά πολύ αι δύο γυναίκες, είχε σκεφθή ότι προκριτώτερον θα ήτο να λάβη αυτός μέρος εις την σκηνήν της απαγωγής. Η Σεραϊνώ, μαντεύσασα παραχρήμα τι έμελλε να συμβή, ταπεινή και εγκαρτερούσα, επέστρεψεν εις την οικίαν, έπεσε γονυπετής προ των εικόνων και προσηυχήθη. Εις μίαν γειτόνισσαν αδιάκριτον, ήτις είχεν αναβή και την ηρώτα εν απορία τι έγεινεν η Λελούδα και διατί δεν επέστρεψε μαζύ της απ' το ξωκκλήσι, απελογήθη [απηλογήθη]. — Έμεινε στην Αγία-Κυριακή. Έχει αγρυπνία ο παπά-Φραγκούλης, κ' είνε κόσμος εκεί. Αν μπορούσα κ' εγώ θα έμενα. Μα δεν είχα την άδεια απ' τον Κουμπή. Μεγάλη βάρκα, με έξ κουπιά, επερίμενεν εις την ρίζαν του θαλασσοκτισμένου Κάστρου, δίπλα εις ένα χαμηλόν και τριμμένον πατημένον βράχον, σχηματίζοντα φυσικήν αποβάθραν. Ο παπά-Σταμέλος, τυλιγμένος ως τον λαιμόν εις το ράσον του, με το κωνοειδές καλυμμαύχι του, κατεβασμένον ως τα φρύδια και τα πτερύγια των ώτων, εκστατικός, φοβισμένος, επερίμενε καθήμενος παρά την πρύμναν. Οι έξ κωπηλάται, όλοι Γραικοί εκ των αγημάτων, ύψωσαν τας κώπας. Η Λελούδα, ωχρά, τρέμουσα, λιπόθυμος και σχεδόν νεκρά, και ζώσα ως εν ονείρω, επεβιβάσθη, υποβασταζόμενη από τον Κουμπήν. Οι δυο καμάται, οίτινες ήσαν συνεργοί της αρπαγής, ηκολούθησαν μετ' αυτούς. Ο είς εκάθισεν επί της πρώρας, και ο έτερος ηθέλησε να υπάγη προς την πρύμναν, εις το πηδάλιον. — Άφσε, κυβερνώ εγώ, είπεν ο Κουμπής. Ο άνθρωπος επέστρεψεν εις την πρώραν. Ο νησιώτης προεστώς έλαβε τους οίακας, αι κώπαι έπληξαν τα κύματα, και μετά είκοσι λεπτά η βάρκα έφθασε παρά το πλευρόν της ναυαρχίδος. Ο ναύαρχος Αχμέτ Πασάς δεν εφάνη ούτε επί του σκάφους, ούτε εις τον θάλαμον αυτού, όπου κατήλθον οι επισκέπται. Ο Κουμπής έλειψεν επί τρία λεπτά, πριν κατέλθωσι κάτω, ο δε παπάς και η Λελούδα εκύτταζον αλλήλους, εκύτταζον τους ναύτας με τα τουρκόφεσα, εκύτταζον τα υψηλά κατάρτια και τα πολυσύνθετα άρμενα, υπό το φως δύο μεγάλων φαναρίων κρεμαμένων προς τα κάτω επί του πρυμναίου ιστού. Ο Κουμπής εφάνη μετ' ου πολύ. Φαίνεται ότι είχεν υπάγει να κάμη τον συνήθη τεμενάν εις τον τούρκον ναύαρχον, και να του δώση λόγον περί του βαθμού όπου είχε φθάσει η υπόθεσις, δι' ην είχε ζητήσει την εύνοιαν και την προστασίαν του. Ο Καπετάν Πασάς επένευσε και παρήγγειλεν εις τον Έλληνα γραμματέα του να τον αντιπροσωπεύση. Ο Φαναριώτης εφάνη και ωδήγησε τους επισκέπτας κάτω εις τον ίδιόν του θάλαμον. Εκεί το πρώτον όπου είδεν η Λελούδα, άμα ήρχισε να συνέρχεται βαθμηδόν εις τας αισθήσεις της, ήτο μία εικών φέρουσα την Παναγίαν με τον Χριστόν βρέφος, και υποκάτω τον Αγιον Νικόλαον, ιεράρχην με πολιά στρογγύλα γένεια, κρατούντα Ευαγγέλιον κ' ευλογούντα. Μετά το λουκούμι και την μαστίχαν τα προσενεχθέντα εις τους επισκέπτας, εξ ων η Λελούδα δεν ημπόρεσε να γευθή τι, ο Φαναριώτης έβηξε, κ' έλαβε τον λόγον. — Λοιπόν, παπά μου, αν αγαπάς τώρα, φόρεσε το πετραχήλι, κι' άνοιξε το βιβλίο σου. Ο ιερεύς υπήκουσε μηχανικώς. Την στιγμήν εκείνην κατήλθε την σκάλαν της καμπίνας είς ναύτης, όστις ήτο εκ των κωπηλατών της βάρκας. Ενεχείρισεν εις τον Κουμπήν έν μικρόν δέμα, εντός μεταξωτού προσοψίου, επίπεδον, κυκλοτερές. — Αυτό το ηύρα μέσ' τη βάρκα, είπεν. — Α! κ' εγώ τα ξέχασα, είπεν ο Κουμπής. Ήσαν στέφανα του γάμου, τα oποία ο Κουμπής είχε κατασκευάσει, φαίνεται λάθρα, και ιδιοχείρως την ώραν που η Κουμπίνα είχε κινήσει να υπάγη στον Άι-Προκόπην μαζί με την Λελούδαν. Είχε λάβει δύο κληματίδας λεπτάς απ' την πλουσίαν αναδενδράδα της αυλής του, τα είχε τυλίξει με βαμβάκι, κ' εκόλλησεν επάνω ολίγον χρυσόχαρτον, το οποίον εύρε εις τα συρτάρια των εργοχείρων της γυναικός του, περίσσευμα από στέφανα άλλων γάμων, επειδή η Χατζίνα ηγάπα τα τοιαύτα κοινωνικά χρέη, και συχνά εγίνετο συντέκνισσα εις ανδρόγυνα, και νονά εις βρέφη — ακούουσα εκάστοτε την συνήθη εγκάρδιον ευχήν : «Όπως έτρεξες με το λάδι, να τρέξης και με το κλήμα, συντέκνισσα» — δηλ. να ζήση να στεφανώση τα νεοφώτιστα, όσα είχεν αναδεχθή. Ο Κουμπής απώθησε τα στέφανα επί της τραπέζης, κάτω της Αγίας εικόνος, έκαμεν ένα σταυρόν, κ' έδωκε την χείρα εις την Λελούδαν. — Έλα, αγάπη μου. Η κόρη εσηκώθη μηχανικώς. Ούτε ήθελεν, ούτε ηδύνατο ν' αντισταθή. Εστάθη εκείνος δεξιά, και αύτη αριστερά, αντικρύ της εικόνος. — Τώρα θα μας κάμης πατριαρχικόν γάμον, δέσποτα, όπως συνηθίζουμ' εμείς στο Φανάρι. Ερώτα τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν αμοιβαίως. Ο Παπάς έντρομος, έμεινεν αδρανής. — Άκουσες, Παπά; επανέλαβεν ο γραμματεύς του ναυάρχου. — Εγώ δι' αγιασμόν ήρθα, εψέλλισεν ο ιερεύς. Δεν ήξερα πως ήτον γάμος, να πάρω το Βαγγέλιο και το θυμιατό, να πάρω και το φελόνι μου. — Θυμιατό έχουμ' εδώ, είπεν ο Φαναριώτης. Κ' ένα τετραβάγγελο μού βρίσκεται. — Δεν επήρες τo τετραβάγγελο, Παπά, που σου είπα; ηρώτησεν ο Κουμπής. Ο Πάπας έμεινεν άφωνος. Ο γραμματεύς επανέλαβε. — Δεν πειράζει. Έχω τετραβάγγελο. Ήναψαν κηρία, ευρισκόμενα εκεί υπό το εικονοστάσιον. Ο Φαναριώτης εστάθη όπισθεν του ζεύγους. Ο Παπάς ήνοιξε μηχανικώς το μικρόν ευχολόγιον, ή αγιασματάριον, που εκράτει, και ήρχισε να διαβάζη με ψίθυρον φωνήν τας ευχάς της ανομβρίας. Πριν συμπληρώση την πρώτην ευχήν, ο Φαναριώτης ενόησε καλά, κ' επεμβήκε. — Δεν είχομεν ανομβρίαν, δόξα τω Θεώ, φέτος, Παπά μου, έκαμε τόσες βροχές. Λάθος έκαμες. Ευρέ την ακολουθίαν του γάμου. Ο ιερεύς έστρεψεν ολίγα φύλλα του βιβλίου, εδίστασεν. έβηξε και πάλιν ήρχισε να μορμουρίζη με ταπεινοτέραν ακόμη φωνήν. Ανεγίνωσκεν αυτήν την φοράν την Ακολουθίαν εις ψυχορραγούντας. — Σου είπα, δέσποτα, είπεν ο Φαναριώτης. Ξέχασες να ερωτήσης τους μελλονύμφους, αν θέλουν να παρθούν. Ο Παπάς εστράφη προς το ζεύγος και ηρώτησε μηχανικώς: — Θέλεις, Κουμπή, διά γυναίκα σου την Λελούδαν; — Την θέλω. — Θέλεις, Λελούδα, τον Κουμπήν;... Η Λελούδα δεν έσεισε την κεφαλήν. Έμεινε ακίνητος, κάτω νεύουσα, με απλήν και περισσήν σεμνότητα. Ο σύντεκνος όπισθεν του ζεύγους ώθησε την κεφαλήν της νύφης. Είχε το «καμάρι» της νύφης και συνάμα και περισσότερον είχε την αφωνίαν του θύματος, του αγομένου εις σφαγήν. — Διάβασε, Παπά, την ακολουθίαν του αρραβώνος και κατόπιν του στεφανώματος. Ο Ιερεύς είπεν: — Ας είνε, θα διαβάσω τον Δίγαμον. Ο Φαναριώτης έμεινε σύννους, είτα είπε: — Πώς τον Δίγαμον;.. Η νύφη είνε παρθένος, κ' έρχεται εις πρώτον γάμον. Τον αρραβώνα θα διαβάσης και το στεφάνωμα. — Δεν ξέρω τι γίνεται στο Φανάρι. Τον Δίγαμον θα διαβάσω, επέμενεν ο ιερεύς. Ο γραμματεύς του Παπά υπεχώρησεν. (Η παράδοσις λέγει, ότι ηπείλησε να κρεμάση τον Παπάν εις την κεραίαν του ιστού· όλα αυτά είνε υπόθεσις. Το βέβαιον είνε ότι ο Φαναριώτης υπεχώρησεν εν καιρώ.) — Ας είνε. — Διάβασε τον Δίγαμον. Ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και ήρχισεν. Αντήλλαξε τα δακτυλίδια. Ο Κουμπής είχε τέσσερα ή πέντε, χρυσά και αργυρά, εις τους δακτύλους του. Εχρειάσθησαν εξ αυτών δύο, έν εκ των δύο που είχεν εις τον παράμεσον και έν εις τον μικρόν δάκτυλον. Μετέβη εις την ακολουθίαν του στεφάνου, χωρίς να είπη: &Ευλογημένη η βασιλεία&. Άρχισε να διαβάζη την πρώτην ευχήν κατανυκτικά, όσον γίνεται λόγος περί αφέσεως αμαρτιών και περί ανθρωπίνης αδυναμίας. Είτα ευλόγησε τα στέφανα και υπέδειξεν εις τον σύντεκνον πώς θα τ' ανταλλάξη τα στέφανα. Είτα εκέρασε τους νεονύμφους το κοινόν ποτήριον, τέλος εχόρευσε μαζί τους τον χορόν του Ησαΐα, κ' έκαμεν απόλυσιν. Την στιγμήν που ο Φαναριώτης ήλλαζε τα στέφανα επάνω στα κεφάλια των νεονύμφων, τρεις μεγάλες κανονιές εβρόντησαν επάνω στο κατάστρωμα, εκ των πλευρών του πλοίου. Όλον το πέλαγος εσείσθη και το Κάστρον αντικρύ επήγε και ήλθεν από τον κρότον και τον κλόνον. Ο νυκτοφύλαξ που εκάθητο επάνω στης Αναγκιάς το κανόνι, εις την βορειοτέραν εσχατιάν του Κάστρου, είδε την λάμψιν, είδε τον καπνόν υπό την πυκνήν αστροφεγγιάν, καθ' ην στιγμήν μόλις είχε δύσει η σελήνη (ήτο ως επτά ημερών και εκόντευε μεσάνυχτα), κ' έκαμε τον σταυρόν του και είπε: — Πώς ρίχνουν κανονιές μεσάνυχτα, οι αγάδες; Μην έχουν ραμαζάνι; Δύο γυναίκες γειτόνισσαι, που δεν είχον ύπνον κ' ελαγοκοιμούντο, πλαγιασμένοι η μία εις έν υπερώον, πλησίον εκεί στης Αναγκιάς, η άλλη εις έν κτήμα, ολίγον παρακάτω, ανεσκίρτησαν. Η πρώτη εσηκώθη, έρριψε βλέμμα έξω, κ' ηρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει. — Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησεν ο άνθρωπος. — Και τι θα πη ραμαζάνι; — Ποιος ξέρει! (Νηστεία της ημέρας, και γλέντι της νυκτός). Της άλλης το βρέφος εξύπνησεν εις τας αγκάλας, κ' ήρχισε τα κλάματα, και δεν ήθελε να μερώση, με όλα τα νανουρίσματα και τα τραγούδια, που του έλεγεν η μάνα του. Η κανονιές είχον αντηχήσει πολύ, κ' εβόησεν όλη η Ηχώ, η Αναγκιά του Κάστρου αντικρύ στα δυο κάτασπρα νησιά, στους βράχους και στα άντρα. Κάτω στο Κιόσι, στον αρχοντομαχαλάν, κοντά εις τον ναόν του Χριστού, η Σεραϊνώ, οπού ηγρύπνει εις το σπήτι του Κουμπή, ήκουσε τους κανονοβολισμούς, και μόνη αυτή τους εξήγησεν εις την αληθή σημασίαν των. — Στερεωμένοι, καλορρίζικοι, εψιθύρισε, σχεδόν άνευ πικρίας. Με γυιους, Κουμπή. Από της στιγμής εκείνης η Σεραϊνώ υπελόγιζε μετά βεβαιότητος ότι, εντός δύο ωρών το πολύ, το ζεύγος έμελλε να φθάση στο Κάστρον. Διότι δεν θα ήτο πιθανόν να πιστεύση τις ότι θα εξημέρωναν επί της ναυαρχίδος. Εσκέφθη ότι έπρεπε να ζητήση της Λελούδας το κλειδί, να υπάγη να διέλθη αυτή το λοιπόν της νυκτός αντικρύ, εις το μικρό σπητάκι εκείνης. Τότε ενθυμήθη ότι το κλειδί το είχεν αφήσει η Λελούδα εις της Κουμπίνας, ακριβώς εις τον ανατολικόν θάλαμον, όπου ευρίσκετο τώρα αυτή. Το είχε κρεμάσει εις καρφί, υποκάτω στα εικονίσματα. Η Σεραϊνώ ανέβλεψε και το είδεν υπό το φως του κανδηλίου. Έκαμεν ακουσίαν χειρονομίαν να το λάβη. Είτα εκρατήθη, κ' είπε: «Καλύτερα, ας έλθη, να της το ζητήσω». Τέλος περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα έφθασεν ήρεμα και εν άκρα σιωπή το ζεύγος των νεονύμφων. Ο Κουμπής, έχων τόσην επιρροήν πάντοτε, αλλά πολλαπλασιαζομένην τώρα ως εκ της παρουσίας του Τουρκικού στόλου, είχε προδιαθέσει τους προεστούς και την πολιτοφυλακήν, λέγων ότι είχε σπουδαίαν υπόθεσιν επάνω στην φεργάδα, και ότι θα έφθανε πολύ αργά την νύκτα. Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα. Είτα επρόφερε: — Να με σχωρέσης! — Σχωρεμένη και βλοημένη νάσαι, είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα. Την επαύριον πρωί ο Κουμπής, καθώς εξήλθε διερχόμενος προ της θύρας του πενιχρού οικίσκου, έκραξε την γυναίκα και της είπε: — Σεραΐνα (έπαυσε πλέον να την ονομάζη Κουμπίνα), πάρε τα ρούχα σου, τα είδη σου, τ' ατομικά σου, πάρε και καμπόσα δικά μου, όσα θέλεις και σύρε να καθήσης στο σπήτι το δικό σου, εκεί στο Πρεγάδι. Θα στείλω μαστόρους να το μερεμετίσουν, ό,τι χρειάζεται, σήμερα. Και σε περικαλώ, όσο μπορείς, να τάχης καλά με την Κουμπίνα. — Εγώ θα τάχω καλά με την νέαν Κουμπίνα, όπως τα είχα και με την Λελούδα, απήντησεν η απλή ψυχή. Και σε περικαλώ, Κουμπή, να μ' αφήσης να καθήσω στο σπήτι σου, να σου ανατρέφω τα παιδιά που θα κάμης. — Καλά, ο Θεός σε φωτίζει να φέρνεσαι έτσι, αγία ψυχή, είπε, μη δυνάμενος να κρατήση, ο σκληρός, την συγκίνησίν του. Έκτοτε ο Κουμπής Νικολάου ωνομάσθη απ' όλον το χωρίον Καραχμέτης, εκ του στόματος του τούρκου ναυάρχου, κ' οι απόγονοί του ονομάζονται μέχρι σήμερον Καραχμεταίοι. Διότι έτεκεν η Λελούδα, και η Σεραΐνα ανέθρεψε, τον Κονόμον (Αλέξανδρον) τον Μόσκοβον, τον Γεώργιον, τον Θωμάν και άλλας τόσας θυγατέρας. Ολίγους μήνας μετά τον γάμον, η Λελούδα έκαμεν έν φοβερόν λάθος, λίαν επικίνδυνον. Ήτο μεγάλη εορτή, την Βαΐων, κι' ο Κουμπής εξύπνησε λίαν πρωί, να υπάγη εις τον Χριστόν, να λειτουργηθή. Η νέα Κουμπίνα του είχε παραθέσει επί του καναπέ τα φορέματά του, διά ν' αλλάξη, αλλ' επάνω εις την βίαν και τον φανατισμόν της, επειδή επτοείτο και τα έχανεν εις τας φωνάς και την αυστηρότητα του Κουμπή, αντί να βάλη ποκάμισον του Κουμπή, το οποίον ήτο μεταξωτόν και με πλατείας κεντητάς χειρίδας, όπως εσυνήθιζον τότε οι πρόκριτοι, [οι δημογέροντες] έβαλεν υποκάμισον χρυσοκέντητον ιδικόν της. Ο Κουμπής το εφόρεσεν εις το θαμπερόν της αυγής και εις το τρέμον φως του κανδηλίου, (με υπναλέα ακόμη όμματα), εφόρεσε το πανωβράκι, το λαχωρό ζωνάρι και την βελουδένιαν τζάκαν του, και εξήλθεν. Όταν εισήλθεν εις τον ναόν, οι προεστοί γύρω, στον χορόν, είδον το λάθος. Εκύτταξαν το γυναικείον υποκάμισον του Κουμπή, καί τινες υπεψιθύρισαν, κ' εδάγκασαν τα χείλη των, διά να μη μειδιάσουν. Ο Κουμπής το εστοχάσθη. Εκύτταξε καλά, το ίδιον στήθος και τον κορμόν και τας χείρας του, και το ανεκάλυψεν. Εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κ' έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα. Αι δύο γυναίκες είχον ενδυθή. Εφόρεσαν η παλαιά Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της, κ' η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στον γάμον της, κ' ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι, διά την εκκλησίαν. Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδηροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λελούδας. — Παληοβρώμα!... Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω στην ράβδον, εις τα γόνατά του, εις τους πόδας του. — Έλεος, Κουμπή, έλεος! Δεν το ήθελεν η καϋμένη. Λάθος έκαμε, επάνω στη βία της, στη σαστιμάρα της. Δεν επήρε ακόμη τα χούια σου, τα συστήματά σου, Κουμπή. Σχώρεσέ την για πρώτη φορά, Κουμπή μου, σχώρεσέ την. Έλεος, Κουμπή μου, έλεος! Ο Κουμπής εκάμφθη. Η Σεραΐνα επέζησε δέκα ή δώδεκα έτη, όσα ήρκουν διά ν' αναθρέψη τα τέκνα του Κουμπή. Ανεπαύθη κ' ετάφη έξωθεν του ναΐσκου του Αγίου Δημητρίου, σιμά εις την πελωρίαν κοκκινομωρέαν και παρακάτω από τον τεράστιον σχοίνον, κυρτόν εν είδει καλύβης και αποστάζοντα δάκρυ λιβάνου, και αντικρύ εις την ωραίαν και τόσον ζωηράν εικόνα του Αγίου, την επί του ανωφλίου του ναού. Όταν επήγαν μετά τρία έτη να σκάψουν διά την ανακομιδήν των λειψάνων της, λεπτόν θεσπέσιον άρωμα ως βασιλικού, μόσχου και ρόδου άμα, ανήλθεν εις τους μυκτήρας του ιερέως, του σκάπτοντος εργάτου, της Λελούδας και δύο άλλων παρισταμένων γυναικών. Τα κόκκαλά της είχον ευωδιάσει. ΜΑΝΝΑ ΚΑΙ ΚΟΡΗ Ω, πόσον ωραία εξυπνά όταν έχη κοιμηθή τις εις τον μικρόν κοιτώνα με το βορεινόν παράθυρον, το βλέπον προς βουνόν, εις την πατρικήν πενιχράν, καθάριον οικίαν, όπου είδέ ποτε το πρώτον άχραντον φως, πόσον ωραία εξυπνά μίαν πρωίαν του Ιουνίου, όταν έχη επανακάμψει εις τον τόπον της γεννήσεώς του μετ' απουσίαν επτά ετών! Οπόσαι μεταβολαί εντός τόσου χρόνου! Όλα σχεδόν ήσαν ως νέα πλάσις δι' εμέ. Την πρωίαν εκείνην μ' εξύπνησεν ευτυχή σχεδόν ως σατράπην, τον οποίον χαιρετίζει λίαν πρωί η περιπαθής μουσική των αυλών και των εγχόρδων, η φωνή της μικράς γειτονοπούλας μου Ξενιάς, πενταετούς παιδίσκης, ψαλλούσης με παιδικήν δροσεράν φωνήν το δημώδες παλαιόν δίστιχον: Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό, με κόκκινη παντιέρα και με χρυσό σταυρό. Πώς να μην είνε ως νέα πλάσις δι' εμέ, αφού, όταν είχον αποδημήσει, όχι μόνον αυτή ήτον αγέννητη, αλλά και η μητέρα της ανύπανδρη; Και τώρα, ύστερον από τόσους αιώνας ανυπαρξία — εκτός αν αληθεύουν εκείνα όσα μυθολογεί ο θείος Πλάτων, εμπνεόμενος από τον μεγαλοφωνότατον Πίνδαρον — μία μικροσκοπική, αόρατος ψυχή, μία πνοή δημιουργός ακατάληπτος, να εμφυσάται εις μίαν δράκα σαρκός ή χώματος και να μορφούται πλάσμα έμψυχον, και να γίνεται ψυχή ζώσα· και να σηκώνεται λίαν πρωί με λάμποντα γαλανά όμματα, με σγουρά, ξανθά μαλλιά, και να ίσταται υψηλά εις το παλαιόν μπαλκόνι, να προσκολλάται εις τα κάγκελλα, να προσπαθή ν' αναρριχθή χωρίς φόβον μη πέση, και να τραγουδή: «Καράβι, καραβάκι, πού πας γυαλό-γυαλό;» Υπήρξαν, λοιπόν, το πάλαι, ή και υπάρχουν ακόμη άνθρωποι πιστεύοντες ότι η θεά εκείνη του Κάτω κόσμου, όσων πλασμάτων εδέχθη ήδη των παλαιών αμαρτιών την ποινήν, «ποινάν πάλαι ου πείθεσαι», τούτων τας ψυχάς τον ένατον χρόνον «εις τον ύπερθεν άλιον» αναδίδει πάλιν; Και ότι η ψυχή εις τον Επάνω κόσμον, δεν μανθάνει, ούτε σκέπτεται, αλλά μόνον αναμιμνήσκεται; Η μικρά αύτη παιδίσκη, καθώς έμαθον, ολίγας ημέρας πριν, όταν απέθανεν έν αρχοντόπουλον της γειτονιάς, τόσον εθαύμασε, και τόσον εγοητεύθη από το θέαμα των λαμπρών εξαπτερύγων, των λαβάρων και θυμιατών, και των πολλών ιερέων με τας στολάς των και του πλήθους του λαού, ώστε εζήλευσε και με πόθον ανέκραξε: — Πότε θα πεθαίνω κ' εγώ, ν' αρθούν να με πάρουν οι παπάδες, σαν τον Παναγάκην! Και το περιστατικόν τούτο μου ενθύμησεν έν άλλο θέαμα, εις το οποίον είχον παραστή προ δεκαεπτά ετών από το ανατολικόν παράθυρον του χειμερινού θαλάμου της ιδίας αυτής πατρικής οικίας μας, συμβάν εις την αυτήν εκείνην οικίαν με τον υψηλόν εξώστην, όπου σήμερον πρωί ανερριχάτο η μικρά Ξενούλα, μέλπουσα το αφελές άσμα, όπου μ' έκαμε ν' αποσείσω τον πρωινόν ύπνον. Η Ξενούλα θα ήτον τώρα ανεψιά (αν το επέτρεπεν η Περσεφόνη) του παιδιού εκείνου, του μικρού Στέλιου, όστις απέθανε κατά Ιανουάριον του έτους 188..., μίαν πρωίαν Σαββάτου, όταν ο ήλιος ήρχισε να λειώνη τας χιόνας. Η μητέρα της, η Γαληνιώ, ήτον αδελφή του Στέλιου. Η Ζωγράφω, η μάνα της Γαληνιώς, είχεν ένα υιόν, ύστερα είχε κάμει κατά σειράν πέντε κορίτσια, εκ των οποίων τα δύο είχον κατέλθει νήπια εις τα βασίλεια της νύμφης του Πλούτωνος, τα δε τρία εζούσαν· τελευταίον έτεκεν, ως γεροντόπαιδον τάχα, αν και νέα ακόμη, τον Στέλιον, περί ου ο λόγος. Ο μάστρο-Παναγής ήτον καλαφάτης, και ειργάζετο ολίγους μήνας το έτος εις το «Καρινάγιο». Ο υιός των, ο Γιάννης, δεκατριών ετών, εμάνθανεν ήδη την τέχνην του πατρός του. Τα τρία κοράσια, η Γαληνιώ, η μάνα σήμερον της Ξενούλας και δύο άλλαι, ήσαν από δέκα ετών και κάτω. Το παιδίον, ο Στέλιος, ήτο βρέφος ακόμη. Ο μάστρο-Παναγής, όταν είχε δουλειές, εις το καλαφατείον, έπαιρνε καλόν ημεροκάματον, πλην είχε περισσότερα κεσσάτια. Τα πολλά παιδιά, η λεχωσιές, η αρρώστειες, οι γιατροί, τα γιατρικά, τους έκαμαν να είνε πτωχοί! Ως τόσον, με πολλά βάσανα και με πολλά χάδια, ουχ ήττον η Ζουγράφω είχεν αναθρέψει το υστερνόν της γέννημα. Το εβύζαξε, το εγαλούχησε, το απέκοψε· το παιδίον ήτο αδυνάτου κράσεως μάλλον. Έπειτα ήλθεν ο χειμών, συγχρόνως ήρχισαν τα κεσσάτια. Έκαμε χιόνια πολλά εκείνην την χρονιάν, βαρυχειμωνιά· τα χιόνια δεν επρόφθασαν να λυώσουν, και άλλα χιόνια τα εσκέπαζαν. Έπειτα επήλθε δυστυχία, στέρησις· ύστερον αρρώστησεν ο Στέλιος, το χαϊδεμένον παιδί της Ζουγράφως. Η πολυβασανισμένη γυνή εμάζευε ξύλα απ' εδώ, κλαδιά απ' εκεί· εζήτει από της γειτόνισσες διάφορα βοηθήματα. Μία των γειτονισσών ήτον αρχόντισσα παλαιά, από καλήν οικογένειαν, αρχίσασα τώρα να πτωχεύη· μία ήτο πλουσία εν ενεργεία. Αι άλλαι ήσαν πτωχαί, σχεδόν όσον και αυτή. Και όμως αύται την εβοηθούσαν το κατά δύναμιν. Η αρχοντοξεπεσμένη η παλαιά επεριποιείτο την Ζωγράφω· την εφίλευε πολλά πράγματα. Η Ζουγράφω εφιλοτιμείτο να φαίνεται χρήσιμος προς αυτήν και της έκαμνε διαφόρους εκδουλεύσεις. Η πλουσία, η τωρινή, την απέπεμψε με άδεια χέρια από το σπήτι της και από την αυλήν της. Μία όμως από της γεινόνισσες, αυτή και η κόρη της, ήσαν ιδιαιτέρας κατασκευής γυναίκες. Ετρώγοντο με όλην την γειτονιάν. Τακτικά εμάλωναν κάθε μήνα με μίαν γειτόνισσαν, με την σειράν. Κακόν δαιμόνιον επεφοίτα εις τον ύπνον τους, εις τα ξυπνητά τους, και ταις εψιθύριζεν εις τ' αυτιά ότι η γειτόνισσες δεν ταις ήθελαν το καλό, αυτής και της κόρης της, ότι την επεβουλεύοντο και ταις έκαμναν μάγια. Κατ' αρχάς εμάλωσαν με την Παπανικόλαιναν, την γηραιάν σύζυγον σεβασμίου ιερέως· κατόπιν εφιλονείκησαν με την οικίαν την εδικήν μας· έπειτα ελογομάχησαν με την παλαιάν αρχόντισσαν· ύστερον εκήρυξαν πόλεμον εναντίον εις την άλλην αρχόντισσαν, την νέαν είτα εμάλωσαν με την γρηά-Γρηγόραιναν· τελευταίον επετέθησαν κατά της πτωχής μητρός τόσων τέκνων, της Ζουγράφως. Έβγαιναν, μάνα και κόρη, έξω στο επάνω το λιακωτό τους, το παλαιόν και ετοιμόρροπον, η γραία Κακαβάραινα κ' η κόρη της το Μελαγχρώ, μεσημέρι και βράδυ και μεσάνυχτα, κ' έλυναν τα κλώνια της μανδήλας τους, κ' εξεσκουφώνοντο, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και κατηρώντο «να πέση ξεπατωμός» στην γειτονιά. Κ' έβγαζαν της καθεμιάς και το παραγκώμι της. Την μίαν την ωνόμαζον. . .. ποδαρούσα, την άλλην εφταλουτρού, την άλλην γυφτοκόνισμα, την άλλην αναρούσα, [ξωτικό] την άλλην μαυροτσούκαλο, παλαβομανίτα. Είχον πλούσιον ονοματολόγιον. Κατεσκεύαζον και λέξεις ιδικάς των, αληθείς γλωσσοπλάστριαι, χωρίς να τo ηξεύρουν. Το καστρί, τo σφραγιδάκι, ο τουρκανάκατος, τo αγαρηνό σκυλλί, «που μυρίζει χασανιές», όλ' αυτά αμφιβάλλω αν ευρίσκωνται εις τo Λεξικόν των αθησαυρίστων. Ήσαν στρίγγλες με όνομα, «με το νάμι τους βγαλμένο», επίφοβοι αληθώς γυναίκες· τουλάχιστον εις την γειτονιάν επροξένουν φόβον, ενώ μερικοί άλλοι εκ της αγοράς, κακοί αστείοι, συνετέλουν εις το να της ξετρελλαίνουν περισσότερον. Τέλος, όταν εμάλλωσαν με την Ζουγράφω, ανέβησαν εις το δώμα, κατά την συνήθειάν των, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και μαζί με τας τρίχας ήρχιζαν να εκκοκκίζουν και το κομβοσχοίνιον των βλασφημιών των. — Παναϊά μ', βγάλ' τσ' τα μάτια, είπεν εν επιλόγω το Μελαγχρώ· βγάλ' τσ', Παναϊά μ', τα μάτια. — Το ένα το ματάκι τσ' να βγη, Παναϊά μ'! διώρθωσεν εν κατακλείδι η γραία. Το ματάκι τσ' το ζερβί. Η γραία ήξευρε τι έλεγε· και ωμιλούσε βεβαίως συνθηματικήν γλώσσαν, ήτις πρέπει να ήτο καταληπτή εις τας υποχθονίους δυνάμεις. Δύο ματάκια είχεν, αναμφιβόλως, κατ' αλληγορικήν έννοιαν η Ζουγράφω, τον Γιάννην και τον μικρόν Στέλιον. Ύστερον από τόσον κρύο και παγετόν και πείναν και δυστυχίαν, το άρρωστον μικρόν εχειροτέρευσεν. Η γραία Σουλτάνα, η μήτηρ της Ζουγράφως, έτρεξε με όσα ψευτογιατρικά εγνώριζεν, αυτή και όλες η γειτόνισσες, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτε. Τελευταίον εκλήθη και ο γέρων ιατρός, ο μοναδικός εις το χωρίον, αλλ' ήτο αργά· δεν ίσχυσε να σώση το παιδίον. Τι μυρολόγι ήτον εκείνο, το οποίον ηκούσθη εις την γειτονιάν την πρωίαν του Σαββάτου, Ιανουαρίου φθίνοντος του έτους 188... Ήτον η Πλουσία, η δευτερότοκος αδελφή της Ζουγράφως, τριακοντούτης κόρη. Αυτό το όνομα της είχε δώσει ο νουνός της, ίσως από ειρωνείαν της ψυχικής διαθέσεως, επειδή είχε γεννηθή από πάμπτωχον οικογένειαν. Αλλ' ήτο πλουσία κατά την μακράν καστανήν κόμην, πλουσία κατά την υπερήφανον κορμοστασιάν, πλουσία κατά τα κεντήματα και τας γυναικείας τέχνας. Τέλος, απεδείχθη πλουσία και καθ' όλα, όταν εις τα 189... όταν είχε χάσει πλέον πάσαν ελπίδα γάμου, κατά παραδοξοτέραν ακόμη αντειρωνείαν της τύχης, ευρέθη όψιμος νυμφίος δι' αυτήν, απόχειρος και ευκατάστατος, όστις της εχάρισεν ως «κοριτσιάτικο» το ήμισυ της περιουσίας του. Αύτη ήτον η μυρολογήτρια της πρωίας εκείνης. Δεν έκλαιε την μαρανθείσαν νεότητά της, δεν έκλαιε την μοίραν της, δεν έκλαιε τον ξενιτευμόν των αρρένων αδελφών της — ω, αυτά δεν ηρμηνεύοντο διά μεγαλοφώνων θρήνων, αλλά δι' ενδομύχων αρρήτων στεναγμών — αλλ' έκλαιε το μικρόν, τρυφερόν πλάσμα, το οποίον ήλθε να παραλάβη είς ιερεύς μ' ένα πενιχρόν σταυρόν και θυμιατόν διά να το προπέμψη· την δράκα εκείνην του χώματος επιστρέφουσαν εις το χώμα, την ελαφράν εκείνην πνοήν, επανακάμπτουσαν εις την ζωήν την αείζωον, εκεί όπου όλα τα νήπια, όπως λέγει ο Συναξαριστής, απαιτούσιν αυτοδικαίως από τον Δημιουργόν να τους πληρώση τα οφειλόμενα. «Δικαιοκρίτα, δος ημίν τα ουράνια αγαθά αντί των επιγείων, ων ημάς εστέρησας». Έξω εις τον υψηλόν εκείνον εξώστην, υψηλόν διότι η οικία είνε κτισμένη επί των βράχων, οίτινες αρχίζουν εκείθεν να πυργούνται εις υπέροχον λοφιάν υπεράνω της στέγης — αντικρύ του ιδικού μας ανατολικού παραθύρου, εις αυτόν εκείνον τον εξώστην, όπου η αδαής όλου του παρελθόντος τούτου μικρά παιδίσκη τραγουδεί το «καράβι- καραβάκι» της, — εκεί είχε λύσει την μανδήλαν κ' ετράβα τα μαλλιά της η Πλουσία, τονίζουσα το σπαρακτικόν μυρολόγι της. Και η βαθεία καστανή κόμη εκυμάτιζεν ακράτητος από τους ώμους εις τους βραχίονας, και μέχρι των βουβώνων και των αστραγάλων, ως από κρήνην μελάνυδρον και από πέτραν ακρότομον. Το νεκρώσιμον άσμα ανέβλυζεν από το πικραμμένον χλωμόν στόμα της, και διεδονείτο και εστροβιλίζετο, κατερχόμενον ως χείμαρρος από το ύψος των βράχων, κατακυριεύον όλας τας ακοάς και τας ψυχάς των θεατών, και τήκον καρδίας και όμματα, καθώς ο ήλιος, όστις εψήλωνε τότε, έτηκε τας χιόνας. Το νεκρόν βρέφος εξέφερεν εντός φερέτρου ομοίου με λίκνον αυτή η γρηά Σουλτάνα, η μάμμη του. Σπαρακτικώτερον ακόμη μου εφάνη ότι τον ξύλινον της Εκκλησίας Σταυρόν εδέησε να τον λάβη και να τον κρατή ο μάστρο Κ... ο πατήρ του εκφερομένου νεκρού βρέφους, επειδή ο μάγκας, όστις τον είχε φέρει, αφού παρέδωκε το θυμιατόν εις χείρας του Παπά, τον ακούμβησεν εις τον τοίχον, επί της πεζούλας εις την βάσιν ενός γειτονικού χαμογείου κλειστού (ίσως διότι είδε την πενιχρότητα της παρασκευής και δεν ήλπιζε να πληρωθή καλά δια τον κόπον του) κ' επήγε να παίξη της μπάλλες με τα χιόνια. Εξεκίνησεν η μικρά πομπή, προπεμπομένη από το παθητικόν πλούσιον μυρολόγι της υψηλοσώμου κόρης Πλουσίας, και την στιγμήν εκείνην, επάνω εις το ηλιακωτόν της γείτονος οικίας εφάνησαν, ως φαντάσματα της ημέρας, ως στήλαι ακίνητοι, να ίστανται δύο γυναίκες· μία μαυροφόρα, και μία με πολίτικην μανδήλαν χρωματιστήν, χρώματος «λαδί». Ήσαν η Κακαβάραινα και η κόρη της η Μελαγχρώ. Εκ τούτων η μεν γραία ανείλκυε την σκούφιαν, την μαύρην μανδήλαν της προς τα άνω, και ανέτεινε την δεξιάν προς τον ουρανόν, η δε νέα εμειδία πικρόν μειδίαμα και έσειε την αριστεράν χείρα· η στάσις και των δύο γυναικών ενέφαινε σκληράν απανθρωπίαν, χαιρεκακίαν και φανερά εξηύχοντο και επέχαιρον, διότι η Παναγιά εισήκουσε την αράν των, κ' έβγαλε το μάτι της Ζουγράφως. Ό,τι έμαθα ολίγας ημέρας ύστερον, ότι συνέβη μίαν νύκτα εις το Κοιμητήριον της μικράς πόλεως, εδυσκολεύθην να το πιστεύσω, αλλά θα το διηγηθώ παρακάτω όπως το ήκουσα. Η Κακαβάραινα και η κόρη της, από πολλών χρόνων, είχον προχωρήσει πολλά βήματα εις την χώραν των αγνώστων. Είχον &εξιπασθή&, επειδή ο Γιώργος των, ο υιός της μεν, της δε αδελφός, είχε «βγη καθηγητής απ' το Πανεπιστήμιο, στην Αθήνα». Ήσαν εκ ταπεινού γένους και πάμπτωχοι. Ο γέρο-Σταύρος ο Κακαβάρης, αποθαμμένος προ ολίγων ετών, ήτον ξένος, φερμένος εις τον τόπον από την μεγάλην νήσον, την Έγριπον. Η λαίλαψ του πολέμου, εις την αρχήν του αιώνος, είχε σκορπίσει όλην την οικογένειάν του. Ακολούθως, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, πόσοι έγειναν αναγνωρισμοί, μεταξύ γονέων καταφυγόντων εις τας νήσους και τέκνων απαχθέντων εις την μεγάλην ήπειρον, αδελφών φυγόντων εις τα βουνά και αδελφών κρυφθέντων μεταξύ ερειπίων και συντριμμάτων. Πολλοί ανεύρον τους αδελφούς των Τούρκους αγάδες, πλούτου κομιστάς εις τα παράλια, άλλοι ανεκάλυψαν τας αδελφάς των Σουλτάνες, χανούμισσες εις τα χαρέμια. Είς εκ των αναγνωρισμών αυτών ήτο ο του γέρο-Σταύρου, ανωνύμου, (όστις ύστερον προσέλαβε το όνομα Κακαβάρης, όνομα του πενθερού του, αγροίκου βοσκού εις την μικράν νήσον, όπου τον είχε ρίψει η θύελλα και ενυμφεύθη την σημερινήν γραίαν Κακαβάραιναν), όστις ανεγνώρισε τον αδελφόν του όχι Τούρκον, ευτυχώς, αλλά Δεσπότην μιας των μητροπόλεων ανά το Αιγαίον. Τότε ο Δεσπότης προσέλαβε τον νέον, όστις εκυμαίνετο [να γείνη ναύτης] μεταξύ του επαγγέλματος του πατρός του του ναύτου και του πάππου του του βοσκού, τον εσπούδασε και τον έβγαλε καθηγητήν απ' το Πανεπιστήμιο. Έκτοτε η Μελαγχρώ, ήτις ήτο κατά δύο έτη μικροτέρα, εξήφθη, υπερηφανεύθη και ήθελε να γείνη και αυτή μεγάλη κυρία. Το είδος τούτο της τρέλλας μετεδόθη βραδύτερον και εις την μητέρα της. Κατ' αρχάς η γραία είχεν αντισταθή εις το μίασμα, έπειτα, με τον καιρόν, εκόλλησε και αυτή. Η Μελαγχρώ εφαντάζετο, έξαφνα, ότι ο αδελφός της θα της φέρη ένα πλούσιον, ευγενή άρχοντα από τας Αθήνας διά νυμφίον. Όταν έμαθεν ότι ο Τρικούπης ήτο άγαμος, πάραυτα συνέλαβε το όνειρον ότι ούτος θα ήρχετο να την ζητήση ως νύμφην· είτα η φιλοδοξία της έφθασε και μέχρι του Διαδόχου του Θρόνου. Τα όνειρα ταύτα τα έβλεπαν εις τα ξυπνητά και τα εξέφεραν μεγαλοφώνως, εις επήκοον της γειτονιάς όλης. Και οι μεν νέοι και τα κοράσια εγέλων με πλατύ στόμα, όταν τα ήκουον. Αι δε γεροντότεραι και φρονιμώτεραι γειτόνισσαι τας επετίμων, συμβουλεύουσαι αυτάς να μη έχωσι τοιαύτας ιδέας. Διάφοροι άνθρωποι αγοραίοι, με τα κακόζηλα αστεία των, υπέθαλπον την τρέλλαν ταύτην, διά λόγων, διά πλαστών επιστολών, ερχομένων δήθεν από τας Αθήνας, εν αις περιείχοντο προτάσεις γάμου από φανταστικά ονόματα αρχόντων και πριγκήπων διά χρυσοχάρτων προγραμμάτων με επιδεικτικά κεφαλαία γράμματα, τα οποία παρουσίαζον ως συναλλάγματα και επιταγάς προς είσπραξιν εκατομμυρίων κτλ..... και αι δύο ήσαν αγράμματοι. Πρώτη εκ των γειτόνων η γραία Παπαντώναινα τας ενουθέτησε, να μην τα πιστεύουν αυτά, αλλ' εκείναι ωργίσθησαν και την ύβρισαν· έκτοτε έγειναν κακαί με όλην την γειτονιάν και με όλον τον κόσμον. Όταν είδαν ότι ο Γιώργος των, ο καθηγητής, αργούσε να ταις φέρη από τας Αθήνας τον ονειροπολούμενον γαμβρόν, τον Τρικούπην ή τον Διάδοχον, εθύμωσαν και με αυτόν και ήρχισαν να τον υβρίζουν. Η δε μανία των επετάθη, όταν έμαθον ότι ο Καθηγητής είχε νυμφευθή εις τας Αθήνας μίαν φράγκισσαν, νέαν δυτικήν το δόγμα καταγομένην εκ Βαυαρίας. Η γραία ήρχισε να τον καταράται. Ο Αχαΐρευτος, χαΐρι και προκοπή να μην ιδή! Ηρ προήρ! καθάρια Τραμοντίνη! — Ο Τουρκανάκατος, που μυρίζει χασανιές! Επρόσθεσεν η Μελαγχρώ (εννοούσα τον γάμον τον οποίον έκαμε)! Το φραγκόπουλο! που τρώει της χελώνες. Έως εδώ είχον φθάσει αι γυναίκες αύται, μάνα και κόρη. Είχε δε λάβει και άλλας διαστάσεις και στροφάς η τρέλλα των. Είχαν δεχθή εις την οικίαν μάντεις και τουρκόγυφτους, διά να ταις ειπούν την μοίραν. Είχον υπάγει εις μάγισσες, να κάμουν μάγια, διά να μαγεύσουν τον Τρικούπην, να έλθη να ζητήση την κόρην. Είχον απομακρυνθή από τα θεία και δεν επλησίαζον εις ναόν. Μίαν φοράν ηθέλησαν να κάμουν μίαν λειτουργίαν εις εξωκκλήσιον. Τα γλυκοχαράμματα είχαν σηκωθή, εστολίσθησαν κ' εκίνησαν να πάγουν εις τον Άι-Γεώργην. Αλλ' εις τον μισόν δρόμον εστάθησαν, κ' εγύρισαν πίσω, κ' επαράγγειλαν εις τον παπάν να μη λειτουργήση. Τι ταις είχε συμβή; Αι γειτόνισσαι διηγούντο ότι συνήντησαν καθ' οδόν τον Στέλιον, μετά.......εις σχήμα γνωστού καλογήρου, όστις ταις είπε «να μη κάνουν λειτουργίες, δεν πιάνονται». Ο Γιάννης της Στάμαινας δεν εφοβείτο ούτε τα στοιχειά ούτε τους βρυκόλακας. Όταν επέστρεφε την μίαν μετά τα μεσάνυχτα από τα καθήκοντά του ως πολιτοφύλακος περιπόλου της νυκτός εκείνης — της δε πολιτοφυλακής ταύτης τα καθήκοντα συνίσταντο εις ένα γύρον μεταξύ της 10ης και του μεσονυκτίου ανά τας συνοικίας της μικράς πολίχνης, και εις ένα ύπνον καθιστόν συνήθως μεταξύ του μεσονυκτίου και της πρώτης ώρας, έξωθεν ενός κεντρικού μαγαζείου της αγοράς, επί της κτιστής μπαγκέττας της φατνωμένης με σανίδια — όταν επέστρεφε, λέγω, μετά την διάλυσιν [λήξιν] της νυκτοφυλακής διά ν' απέλθη εις την οικίαν του, ηθέλησεν, ως προνοητικός άνθρωπος, να εξέλθη έξω εις τον γεώλοφον προς δυσμάς της πόλεως, εις τους αγρούς, όπου είδε δεμένον τον ημίονόν του, διά να ρίψη έν βλέμμα και αλλάξη εν ανάγκη το ζώον από το μέρος όπου έβοσκεν. Έφερεν επ' ώμου την καραβίναν του, την οποίαν είχε λάβει αφ' εσπέρας από την δημαρχίαν. Το μέρος, όπου έβαινεν, αντίκρυζε το νεκροταφείον της κωμοπόλεως. Ήτο την νύκτα της τετάρτης, περί τα τέλη Ιανουαρίου, πέντε ημέρας μετά την ταφήν του μικρού Στέλιου. Εκεί βλέπει εμπρός του, προπορευόμενος εκατόν βήματα αυτού δύο μαύρας σκιάς, να βαδίζουν κατ' ευθείαν προς το κοιμητήριον. Ήσαν δύο γυναίκες, η μία προφανώς μαυροφόρα, η άλλη με το χρώμα της νυκτός, εις το οποίον συνεχέετο το αόριστον χρώμα της μανδήλας της. Ο Γιάννης δεν τας ανεγνώρισεν. Έκαμε τον σταυρόν του μάλλον από απορίαν παρά από φόβον και αντί ν' ακολουθήση τον πλάγιον δρόμον προς το μέρος όπου είχε δέσει το ζώον του, ηκολούθησε τον ευθύν και έφθασε πλησίον του νεκροταφείου. Ήτο λάμπουσα αστροφεγγιά, η δε σελήνη φθίνουσα έμελλε προς όρθρον ν' ανατείλη. Ο άνθρωπος είδε τας δύο μαυροφόρας, άμα έφθασαν πλησίον εις τον περίβολον, να ίστανται προς στιγμήν ενώπιον της πύλης, ως να εδίσταζον. Ο Γιάννης της Στάμαινας εκρύβη όπισθεν προεξέχοντος όχθου της κυρτωμένης λοφιάς του υψώματος και τας παρετήρει με άπληστον περιέργειαν. Αι δύο σκιαί δεν εισήλθον διά της πύλης, αλλ' ήρχισαν να βαδίζωσι τον τοίχον-τοίχον, κατά την βορεινήν πλευράν του λόφου εκ του μέρους της στερεάς. Η άλλη η δυτικομεσημβρινή πλευρά ήτο προς την θάλασσαν. Όλος ο περίβολος των νεκρών έκειτο επί λόφου θαλασσοπλήκτου, κωνοειδούς, όπου προς το νότιον μέρος εσχηματίζετο κρημνώδης ακτή προς την θάλασσαν (τα κύματα εβαυκάλιζον τον ύπνον των νεκρών). Η πύλη ήτο μεν ανοικτή επί του μανδάλου και φύλαξ ουδείς υπήρχεν εντός, [Ούτε οικίσκος ούτε ναός υπήρχεν, αλλ' ο ναός έκειτο επί υψηλοτέρου οροπεδίου προς ανατολάς], αλλ' ήτο βαρεία και αυτός ο κρότος του ανοίγματός της θα εφαίνετο ότι θα ήτο ικανός να (ταράξη τον ύπνον) εξυπνήση τους νεκρούς τα μεσάνυκτα και θα επέβαλλε [προεκάλει] ρίγος και φρικίασιν εις τα οστά του τολμητίου. Αι δύο μαύραι σκιαί εκρύβησαν όπισθεν του βορεινού τοίχου και ο Γιάννης της Στάμαινας έσπευσε δρομαίος και τας παρηκολούθησε. Μετ' ολίγα βήματα τας αντίκρυσε πάλιν και πάραυτα εμετρίασε το βήμα. Εκείναι εβάδισαν εκατοστύν βημάτων τον τοίχον-τοίχον και είτα εστάθησαν. Είχον φθάσει εις έν μέρος του περιβόλου, το οποίον εφαίνετο χαμηλότερον, φθάνον μέχρι της μέσης μετρίου αναστήματος ανδρός, ενώ το άλλο κτίριον έφθανεν έως τας μασχάλας ή τους ώμους. Λίθοι και κονία είχον εκπέσει από την κορυφήν του τοίχου εις το μέρος εκείνο και ήτο ευκολώτατον να το υπερβή άνθρωπος και να εισέλθη. Ο Γιάννης εσταμάτησε και έβλεπε μετ' αυξούσης εκπλήξεως τα (*) *) Το διήγημα, πιθανώς το τελευταίον του συγγραφέως, έμεινεν έως εδώ, ατελές. ΔHΜΑΡΧΙΝΑ ΝΥΦΗ Τριάντα τόσα κομμάτια καράβια είχον καταπλεύσει εις τον λιμένα. Δέκα μεγάλα βρίκια, γαλέττες δώδεκα και δύο ή τρία μπάρκα ή τρικάταρτα και χωριστά άλλα μικρότερα, κόττερα, βρατσέρες και λόβερ. Και τότε ο μακαρίτης ο γέρο-Γιαλέδης, όστις ήτο σφόδρα ενάντιος εις την ιδέαν, δι' ην είχον παραταχθή ως εις ναυμαχίαν όλα τα σκάφη ταύτα, έλεγε πρός τινα άλλον νεώτερον ομόφρονά του έν παλαιόν δίστιχον: Ήρθαν τ' ανθρωπάκια απ' τα καραβάκια. Όλαι αι παλαιαί ναυτικαί οικογένειαι του τόπου, Μαϊμπαίοι, Γιακουμπαίοι, Κουμπαίοι, Χαναίοι, Μολγκοναίοι, Μπιρμπαίοι, (και ο διηγούμενος ταύτα επρόσθετε: Μπουλαμπεραίοι, Αστροφταίοι, Μπουμουναίοι, Κουρουταίοι, Σταχταίοι, Στουρναίοι, Κασναίοι και λοιποί) είχον βάλει πείσμα ότι έπρεπε να εκλεχθή εξ άπαντος, εις την επικειμένην δημοτικήν, ως άρχων του τόπου ο κ. Νίκος Αγγούδης, νεαρώτατος δικηγόρος της τελευταίας κοπής, νεωτεριστής, ερωτύλος, φιλόκοσμος και φιλόδοξος εις άκρον, κωμαστής και κιθαρωδός (έπαιζε «κριθάρα», κατά την φράσιν του Διοματάρη Ρήγα, ενός των θερμών υποστηρικτών του), και ο μόνος κατάλληλος να δοξάση τον τόπον. Και ήτο τωόντι βέβαιον ότι θα εξελέγετο, με τόσην φοβεράν επιστρατίαν ναυστολικού και πληρωμάτων. Άμα οι αντίθετοι είδον την μεγαλόσωμον αυτήν ακρίδα [ή την αγέλην αυτήν των ορνέων των Θαλασσινών] ενσκήψασαν εις τον λιμένα, ήρχισαν εν χορώ να τραγωδούν το «Πολλή μαυρίλα πλάκωσε»! Όλος σχεδόν ο ιστιοφορικός στολίσκος της νήσου είχεν επιστρατευθή. Έν μόνον μεγάλο καράβι, του καπετάν Αλέξη Παγούρη, εβράδυνε να φανή και δεν εφαίνετο εις την συνάντησιν των σκαφών των ξυλίνων. Το επερίμεναν από ημέρας εις ημέραν να φανή· εις μάτην, Δεν ήλθε δι' όλου του εκλογικού αγώνος, δεν ήλθεν ούτε την παραμονήν της εκλογής, δεν ήλθεν ούτε εις τα επινίκια. Αλλ' ούτε μετά τας εκλογάς ποτέ ήλθεν. Εις μάτην η καπετάνισσα, η Φλωρού, η γυνή του Αλέξη Παγούρη, έβγαινε πάσαν πρωίαν και πάσαν εσπέραν εις το ηλιακωτόν δώμα, ανάμεσα εις τους δύο [τρεις] κομψούς και λεπτούς κίονας τους υποστηρίζοντας την στέγην, και ίστατο εκεί ώρας, με το ναυτικόν κιάλι εις το όμμα, αγναντεύουσα το μακρόν πέλαγος, εξετάζουσα τα κύματα και διερευνώσα με το βλέμμα τα χαριτωμένα νησάκια, τους μεμακρυσμένους βράχους και τας σπηλάδας. Ίχνος ιστίου δεν έβλεπε πουθενά, ούτε ως πτερόν γλάρου, ούτε ως λοφιάν πάπιας, ούτε ως κεκρύφαλον καλλικατζούνας· ούτε όπισθεν των χθαμηλών σκοπέλων, ούτε πέραν της Μπιώτας, ούτε εκείθεν του Καλαμακιού· ούτε προς την ανατολικήν, ούτε προς την δυτικήν ακτήν. Κ' επανήρχετο εν αθυμία η γυνή εις τον θάλαμόν της και κατέθετε το κιάλι το άχρηστον, κ' έτρωγε το πικρόν δείπνον της εν συντριβή και ανεκλίνετο εις τον σκληρόν καναπέν της εν αγωνία. Και ήτο μόνη εις το ωραίον κομψόν σπήτι της η Αρχόντω, αυτή και η εικοσαέτις ανεψιά της η Φλωρού, την οποίαν είχεν υιοθετήσει, μη έχουσα θυγατέρα. Επειδή τους δύο υιούς της, τον Αργύρην και τον Κίμωνα, τους είχε μαζί του στο καράβι ο πατήρ των. Κ' η κομψή ακρινή οικία, μάρτυς της φιλοκαλίας του κτήτορός της, ίστατο εκεί επάνω εις τα Σχιναδέικα, επί αμβλείας προβλήτος προς τον γιαλόν του Επάνω Μαχαλά, εις την γωνίαν ακριβώς δύο κολπίσκων. Ύπερθεν του παλαιού μύλου με τους βράχους τους σπαρτούς, επί των οποίων ανεγινώσκοντο ακόμη, κατά την παράδοσιν ή την πρόληψιν, τα γράμματα του Θεμιστοκλέους προς τους Ίωνας της Μικράς Ασίας, προτρέποντος αυτούς ν' αποταχθώσι τον μισητόν βάρβαρον και προσέλθωσιν εις την γλυκείαν Ελλάδα, την μητέρα των. Πώς να παρηγορηθή η Αρχόντω διά την απουσίαν του συζύγου της, αφού ήτο εκ των προτέρων γνωστόν ότι ούτος, όπως και όλοι οι πλοίαρχοι, είχε δώσει υπόσχεσιν να έλθη εις τας εκλογάς; Ιδού ήτο Παρασκευή, εξημέρωνε το Σάββατον, την μεθαύριον θα επανέτελλε Κυριακή, ημέρα των εκλογών, και το καράβι δεν εφάνη. Η καπετάνισσα, καθώς λέγει το παραμύθι [ο λόγος], «έμβαινε κ' έβγαινε και βαρειαναστέναζε». — Μάνα, της λέγει μετά πολύν δισταγμόν η ανεψιά η ψυχοκόρη της. Ακούς, τι άκουσα να λένε, πως η γρηά η Γκότσαινα, πούνε μάγισσα... — Ξωρκισμένη νάνε, παιδί μου, υπέλαβεν η Αρχόντω! — Μα ακούς, μάνα ... επανέλαβεν η κόρη, επειδή, αφού άπαξ ήρχισεν, ησθάνετο την τόλμην να εξακολουθήση. — Δεν ακούω τίποτα, είπεν αυστηρώς η Αρχόντω. Η κόρη «εποδαιώθη», κ' εσιώπησε. Μετά μίαν ώραν, αφού είχε σηκωθή από το πικραμμένον δείπνον της η καπετάνισσα, πριν σηκωθή να κάμη την προσευχήν της, διά να πλαγιάση, αίφνης της λέγει: — Τι έλεγες, Φλωρού, για την γρηά-Γκότσαινα, την μάγισσα; — Ναι, αλήθεια, μάνα· του Ραχιώτη το καράβι, ακούς, οπού έλειπε καιρό και καιρό, κ' ήταν φόβος, δεν ήθελε η Ραχιώταινα, ακούς, να πάρη την Γκότσαινα να της κάμη τα μάγια μέσ' το αυγό, να ιδή με τα μάτια της η καπετάνισσα ανίσως είνε καλά το καράβι ή όχι· και τότε η Γκότσαινα της λέει· κι' αν φοβάσαι τα μάγια, πέσε στα θεοτικά· πάρ' ένα κορίτσι απάρθενο, αθώο, ως ένδεκα χρονών να είνε, κατέβασ' ένα 'κόνισμα απ' το 'κονοστάσι, δος της το στα χέρια να το κρατή ώρα πολλή, και να το κυττάζη ατράνταχτα, χωρίς να ξεκολλήση ούτε στιγμή απ' το 'κόνισμα το μάτι. Και τότε το κορίτσι θα φωτισθή και θα τ' αρωτήσης, τι βλέπε; Κ' εκείνο θα σου πη βλέπω το και το, ή βουλιαμμένο είνε το καράβι, ή αβούλιαχτο. — Δέσε τη γλώσσα σ', είπεν η Αρχόντω. — Ναι· ο λόγος το λέει. Έτσι της είπε η Γκότσαινα, κ' έτσι έκαμε η Ραχιώταινα. Επήρε το κορίτσι του καπετάν Λυμπέρη, τη Χ., που είνε ως ένδεκα χρονών, καθαρό, αθώο, όπως της είπε η Γκότσαινα, και της έβαλε το 'κόνισμα στα χέρια, κ' εκάθισε, και το κύτταζε, μιαν ώρα. Κ' ύστερα την ερωτά· τι βλέπεις; Και της είπε· βλέπω το καράβι που αρμενίζει με πρύμον καιρό, με τα πανιά φουσκωμένα, κι' ο καπετάνιος στο τιμόνι· κατά 'δώ έχει την πλώρη. Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω. Η κόρη εξήλθε, κατέβη στον δρόμον, κ' η θεία της ήνοιξε το παράθυρον και την ενεθάρρυνε. Μετά πέντε λεπτά ήκουσε την φωνήν της, οπού εκάλει την κόρην του καπετάν Λυμπέρη. — Χ. Έ, Χ. — Τι είνε; Ποιος φωνάζει; — Κατέβα να σου πω. Ήκουσε μικρόν θόρυβον, συνεννοήσεις, φωνάς της παιδίσκης από τον δρόμον, της μητρός της από το μπαλκόνι. Και μίαν τελευταίαν παραγγελίαν: — Ας είνε, πήγαινε. Ναρθής γλήγορα. Και μετ' ολίγα λεπτά αι δύο κορασίδες ανέβαινον τρέχουσαι τα σκαλοπάτια της οικίας του καπετάν Αλέξη. Η Χ. ήτον χλωμή, λευκή και λεπτοφυής εις άκρον. Ταχέως εξετελέσθη το πείραμα. Η μικρά παιδίσκη επί ώραν εκράτει έν εικόνισμα με τας δύο χείρας της. Εν τω μεταξύ η καπετάνισσα η Λυμπέραινα, είτε διότι εδυσχέραινεν εκ της παρατεινομένης απουσίας του θυγατρίου, είτε μάλλον διότι επεθύμει να είνε και αυτή παρούσα εις την διεξαγωγήν της μαντείας, έφθασεν εις την οικίαν της Παγούραινας. Μετά ώραν ικανήν, όταν η Αλέξαινα, καθημένη αντικρύ της μικράς, είδε κάπως τα όμματά της να ιλλωπίζουν, από κούρασιν ή ζάλην, την ερωτά: — Τι βλέπεις; — Βλέπω, απήντησεν η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα, φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, θεώρατα κύματα, που χτυπούν επάνω στους βράχους, στο κάβο, στην ακρογιαλιά. — Και πώς το βλέπεις το καράβι; ηρώτησε με κομμένην φωνήν η Αρχόντω. — Το καράβι σύντριμμα και τρομάρα... Ωχ! και είνε ένας, δύο, τρεις νομάτοι που πλέουν, τους συναπαίρνει το κύμα, (ύψωνεν αλληλοδιαδόχως τρεις δακτύλους της δεξιάς χειρός της), τους κτυπά η θάλασσα απάνω στα βράχια, που πολεμούν να πιαστούν, τους αρπάζει ξανά πίσω το κύμα, πάλι τους πετά εμπρός, τους χτυπά, πω, πω! απάνω στα γκρύφια, κ' οι νομάτοι ζαλισμένοι, μουσκεμμένοι, μισοσκοτωμένοι, δεν μπόρεσαν να πιαστούν. Βουλιάν, βούλιαξαν, πάνε, όμοροι έγειναν... Οι δύο επήγαν στον πάτο κάτω, κι' ο ένας ακίνητος, με γουρλωμένα μάτια, φαίνεται σαν να γλυκοκοιμάται απάνω σε μιαν αμμουδιά μακράν, τοσηδά, ως τρεις πιθαμές (έκαμε με σχήμα ως να εμέτρα ως τρεις πιθαμάς). Τέλος διεξήχθη πανηγυρικώς η εκλογή, ο υποψήφιος της νέας εσοδείας επήρε το διπλάσιον των ψήφων από τον παλαιόν, τον πολύ φημισμένον άλλοτε και ισχυρόν αντίπαλόν του. Εωρτάσθησαν μετ' ενθουσιασμού τα επινίκια. Χαρά και αγαλλίασις μετ' αφθόνων σπονδών επέπεσον εις την αγοράν, εις τ' Αλώνια, και τα Λειβάδια, όπου έως τότε έβοσκον ησύχως τόσα άκακα κτήνη. Όλος ο συμμαχικός στόλος εσημαιοστολίσθη. Ποικίλα λαλούμενα, βιολιά και λαγούτα. Γύφτοι με κλαρινέττα, φυσώντες και χορεύοντες, επήδησαν, ηλάλαξαν, εκοβίδησαν, προεξάρχοντες της βακχικής πομπής. Γυναίκες εχρωμάτισαν από την μέθην των, και παιδιά ωλόλυζαν από την λαχτάραν των, από τους δρόμους και από τα σοκάκια [τρέχοντα] εις τα πλευρά και εις την ουράν της λαϊκής πλημμύρας (αγέλης). Είχον βεβαίως δίκαιον να χαρώσι τόσον· ο νέος δήμαρχος έμελλεν, όπως έγραφεν εις το πρόγραμμά του, δημοσιευθέν εις την «Παλίρροιαν» της Χαλκίδος, κ' εις το «Μη χάνεσαι» των Αθηνών, να κατορθώση πολλά και μεγάλα έργα. Εν πρώτοις απόφασιν είχε να κατεβάση από το βουνόν την βρύσιν του Προφήτου Ηλιού, να την εγκαθιδρύση εις την μικράν πόλιν. Είκοσι χιλιάδας δραχμών εισόδημα είχεν ως έγγιστα ο δήμος· πεντακόσιαι τουλάχιστον χιλιάδες θα εχρειάζοντο διά να κατορθωθή το μεγαλεπήβολον έργον, ώστε να παύσουν πλέον οι εκλογείς του πίνοντες νερόν από τα φρέατα, ας ήσαν ταύτα φλεβώδη και λίαν υγιεινά. Τι θα του εκόστιζε του νεαρού εκλεκτού των να εύρη κάπου πεντακοσίας χιλιάδας διά να το εκτελέση; Προσέτι ο νέος δημοτικός άρχων θα ίδρυεν εις τον τόπον εταιρίαν «Αλληλοβοηθείας» μεταξύ των ναυτικών. Προς τούτο όλοι οι πλοίαρχοι (αλλά και διά να τον αποζημιώσουν, διότι θα έχανεν ο άνθρωπος την πελατείαν του εις την έδραν του Πρωτοδικείου) προκατέβαλον χιλιάδας δραχμών εις χείρας του. Και η μεν «Αλληλοβοήθεια» ποτέ δεν εξετελέσθη, κ' η κρήνη του Προφήτου Ηλιού έμεινε διά πάντοτε εις το βουνόν, όπου ήτο. Εις δε το «Μη Χάνεσαι» εδημοσιεύθη μετά τινας μήνας, ότι «ο μεγαλοπράγμων δήμαρχος κ. Ν. Αγγούδης κατεσκεύασε τρεις ωραίας οδούς διασχιζούσας την νήσον, εξ ων η μία άγει εις την Μακεδονίαν (sic), η δευτέρα προς την Παλαιάν Ελλάδα, κ' η τρίτη εκβάλλει εις την θάλασσαν. Εφώτισε προσέτι την πόλιν διά δεκατριών φανών, διά να βλέπουν την νύκτα όλοι οι νυκτοβάται, και διά να γκρεμοτσακίζωνται την αυγήν όλοι οι εργατικοί, όσοι θα εξύπνων πολλά πρωί διά ν' απέλθωσιν εις το έργον των. Τέλος, αφού κατώρθωσεν όλα ταύτα, ο νέος δήμαρχος επήρε την κιθάραν του κ' έπλευσεν εις την απέναντι νήσον, όπου εφημίζετο ότι υπήρχον πλούσιαι νύμφαι. Διωργάνισεν εκεί, επειδή αυτός προεξήρχεν ως κιθαρωδός και ορχηστής, κώμους και παννυχίδας με την νεολαίαν του τόπου· όλην την νύκτα «έπαιζε κριθάραν», καθώς έλεγεν ο Διοματάρης, κ' έμελπε μερακλίδικα τραγούδια. Μία ορφανή πλουσία δεν ημπόρεσε να βαστάξη εις την γλύκα κ' εις το πάθος της κιθάρας και μετ' ολίγον καιρόν συνήφθη αρραβών και είτα ετελέσθη ο γάμος. Εν τω μεταξύ η πτωχή Αρχόντω, η χήρα του πνιγέντος πλοιάρχου, έκλαιε τον σύζυγον και τους υιούς της, κ' οι πλοίαρχοι έκλαιον τας προκαταβολάς των. Και πέραν του πελάγους, εις την αντικρυνήν νήσον αντηχούν άσματα γαμήλια, βακχικά. Ολίγον κατ' ολίγον, αφού συνεπληρώθη η τετραετία του ο κ. Νίκος Αγγούδης μετεκόμισε την δημοτικότητα, την φιλοπατρίαν και όλα τα προγράμματά του εις την πέραν μεγάλην νήσον, κ' έπαυσε πλέον να παίζη «κριθάρα» και να κατεβάζη από τo βουνό εις την πόλιν την βρύσιν του Προφήτου Ηλιού. ΟΙ ΚΑΝΤΑΡΑΙΟΙ «Μήνυσις Ιω. Δ. Κανταραίου, κατά Γ. Δ. Κανταραίου, επί αγροζημία, επιθέσει και απειλή». — «Έγκλησις Αντων. I. Κανταραίου, κατά Βασ. Γ. Κανταραίου επί καταπατήσει αγρού, τραύματι και αικίαις». — «Μήνυσις Κωνστ. Στ. Κανταραίου, κατά Αν. Στ. Κανταραίου επί διαταράξει οικιακής ειρήνης, εξυβρίσει και απειλή». Όλ' αυτά τα έγγραφα και πολλά άλλα ομού τα διεξήρχετο ο καπετάν Γιωργής ο Ζηρείτης, πρώην ναυτικός, εμποροπλοίαρχος και νυν γραμματικός των χωριών, &ταουνκλέρκ& (1), όπως λέγουν οι Άγγλοι, δηλαδή γραμματεύς της Δημαρχίας. Επειδή τον καιρόν εκείνον η αστυνομία ήτο δημοτική, παρ' αυτή εγίνοντο αι ποινικαί καταγγελίαι. Και χωρίς να προσέξη εις το πλήθος αυτό των Κανταραίων, οίτινες είχον γίνει τόσον πολλοί, (καθότι ήτο εξοικειωμένος με την πληθώραν ταύτην και δεν του έκαμνεν εντύπωσιν), ανελογίζετο μόνον το ατελείωτον αυτό ζήτημα των αγροζημιών των γενομένων ένεκα διαφοράς περί τα σύνορα αγρού και ακουσίως ανεπόλει τον Αλέξην τον Μπαρέκον, υιόν του Γιάννη Παρρήκη, μεγαλοβοσκόν, με αγέλην επτακοσίων αιγών, προ ολίγων ετών αποθανόντα· αυτός θα ήτο ο μόνος όστις, άμα έβλεπε πως είχον καταβοσκήσει εις απηγορευμένον μέρος τα γίδια του, χωρίς μάρτυς να τον ίδη, ειμή μόνος ο Θεός, (αλλά με την ισχυράν πιθανότητα ότι αυτός έμελλε να γείνη ύποπτος, καθό γείτων), πάραυτα έτρεχεν εις την Δημαρχίαν, επαρουσίαζε πέντε εκατοστάρικα, κ' έλεγε: «Να, εκεί κ' εκεί έκαμα ζημία, στου τάδε και στου τάδε· ας βάλουν «πραγμαγνώμονας» να τα εκτιμήσουν και να τα συμβιβασθούμε. Ας μοιρασθούν αυτά, κι' αν τους φανούν λίγα, εδώ είμαστε». Θεός χωρέστ' τον, τον Αλέξην τον Μπαρέκον. Ήμεθα εις τον γάμον του, τον Ιούλιον του 1868. Ο θειος μου, δήμαρχος τότε, ως σύντεκνος, τον είχε στεφανώσει. Μεταξύ των καλεσμένων ήτον και ο ιατρός του χωρίου μας, ο αλησμόνητος Βαυαρός Γουλιέλμος Βιλδ, καλός, ανοιχτόκαρδος, είρων, με το τσιμπούκι του και θαυμάσιος διά συναναστροφήν. Μαζί του ήταν κ' η ανεψιά του, η Κατερίνα Χιώμμελ, την οποίαν ως άκληρος είχεν υιοθετήσει. Ήρχετο από το Αρσάκειον, όπου είχεν αρχίσει να μαθητεύη ως εσωτερική από δύο ετών, και ήτον χλωμή, απλοϊκή και «γλυκόκαρδη», &σουήτχαρτ&. Η φτωχή! ποίος το ήλπιζεν ότι έμελλε μετά τρία έτη να λάβη τραγικόν θάνατον, από τας ιδίας της (2) χείρας, πριν γείνη ακόμη είκοσιν ετών; Λοιπόν ο καπετάν Γιωργής ο Ζηρείτης, εφυλλομέτρα τας διαφόρους μηνύσεις, τας μεταξύ τόσων ομωνύμων, διά να συντάξη τα «κλητήρια θεσπίσματα», και τας κλήσεις των μαρτύρων, όπως εισαχθώσιν αι υποθέσεις εις το Πταισματοδικείον. Ήτο μεγάλη φάρα, σχεδόν κράτος εν κράτει, ολόκληρον φρατρίαν και φυλήν απετέλουν αυτοί οι Κανταραίοι. Είχον πληθυνθή τόσον ανά το χωρίον και εις τους κάμπους της νήσου [γύρω], όπου είχον αποκτήσει εκτεταμένα κτήματα, αγρούς και αμπέλους και κήπους και είχαν ως συνοικίαν ολόκληρον καλυβιών, από μίλι εις μίλι, από κάμπον εις ρεμματιάν, και από λόφον εις δάσος, εις όλας τας χλοεράς τοποθεσίας της μεσημβρινής ακτής, — εις το Σκληθρί, την Καναπίτσαν, εις τον Πλατανιάν, τον Τρούλον, τον Στροφυλιάν και της Κουκουναριές, το ωραίον άλσος των πιτύων, όπου ηπλούτο κ' η λίμνη, η ορφή με τα γαλήνια βαθειά νερά, κτήμα του δήμου, την οποίαν αυτοί πάντοτε ενοικίαζον ή εξεμεταλλεύοντο. — Τόσον, λέγω, είχον πληθυνθή, ώστε θα ήσαν επικίνδυνοι, εάν δεν τους είχε δώσει ο Θεός κακήν μανίαν και λύσσαν να τρώγωνται μεταξύ των. Απήρτιζον αυτοί καθ' εαυτούς μικρόκοσμον και όταν είχον ανάγκην να εκσπάσουν τας κακάς ορμάς των, δεν έδερναν άλλον, αλλ' εδέρνοντο αυτοί μεταξύ των, αδελφοί, θείοι και ανεψιοί, εξάδελφοι και σπανίως εγεννώντο Κανταροπούλες· όλο Κανταρόπουλα· δεν κατεπάτουν ξένον κτήμα (άλλως, ολίγους γείτονας είχον διά να καταπατήσουν σιμά στα σύνορά των, — τους Δελχαρονιαναίους, τους Αιτωναραίους, τους Ασβισταίους και Στροφισταίους), αλλά Κανταραίος κατεπάτει τον αγρόν του Κανταραίου. Αν τους έπιανε κοκκίνη μανία να φονεύσουν, [εφόνευον] ο ανεψιός τον θείον και καθεξής. Και ηυξάνοντο και επληθύνοντο, πληρούντες την ευχήν ή την κατάραν του Δημάρχου. Μας διηγήθη την ιστορίαν, πώς είχεν έλθει εις την νήσον η δαιμονία οικογένεια, ο γέρων Διονύσιος, ο εμπνευσμένος πνευματικός, εις τον Προφήτην Ηλίαν. Εις μίαν ακτήν της Ευβοίας, τον καιρόν εκείνον, ολίγα έτη προ του 21, σιμά εις το Πευκί, το Αρτεμίσιον, είς άνθρωπος, νέος ακόμη, λίαν πρωί επέταξε τα ρούχα του (ήτο Ιούνιος μην) κ' ερρίφθη εις την θάλασσαν. Ήτο καλός κολυμβητής, αν και εξωμερίτης, ήτοι γεωργός και βουκόλος. Ήτο ο Γιάννης ο Κάνταρος, τελευταίον λείψανον της πάλαι πολυπληθούς εν Ευβοία οικογενείας των Κανταραίων. Ο άνθρωπος έφευγε την τουρκικήν εξουσίαν, επειδή είχε καταγγελθή ως αδελφοκτόνος. Κατ' εκείνον τον καιρόν ίσχυεν εκεί, ως και αλλού, το «εν τη μαχαίρα μου ζήσομαι». Δεν ήσαν τότε δικαστήρια διά να κρεμά τις την κάπαν του, ούτε δικολάβοι διά να κάμνουν εικονικά έγγραφα και στρεψοδικίας, ούτε διαιτηταί διά να «συβαστής», ούτε ψευδομάρτυρες διά ν' «αθωωθής». Τότε σ' εξεθέωναν οι προεστοί κ' οι «γυφτοχαρατζήδες», τώρα σε «αθωώνουν» οι βουλευταί κ' οι δήμαρχοι. Λοιπόν ανάγκη πάσα, διά να ζήσης και προκόψης επί της γης, διά να «κεφαλώσης» και αποκτήσης αρπάγματα και κλέμματα (και διά να πυκτεύης και θητεύης και δουλεύης), να είχες το τουφέκι σου γυαλισμένον, γεμάτον, την κουμπούραν σου ασημοδεμένην, σφιχτοταπωμένην, την πάλαν σου κυρτήν, αστράπτουσαν, ακονισμένην. Οι Κανταραίοι τότε είχον πληθυνθή· υπέρ τα πενήντα κεφάλια άρρενες ήσαν εις την Εύβοιαν, όλοι σχεδόν καλοί δουλευταί κ' ευπορούντες, αλλά καταπιεζόμενοι από τους εισπράκτορας και καταπροδίδοντες αλλήλους. Εντεύθεν ήρχισεν εκεί η &αμάχη&, η οργή και κατάρα του Θεού. Ετρώγοντο μεταξύ των επί ήμισυν αιώνα, κατά γράμμα. Ο Κάνταρος εκυνήγει τον Κάνταρον με το τουφέκι εις το δάσος, και τον εφόνευεν ως θηρίον. Άλλος Κάνταρος παρεμόνευε τον Κάνταρον εις το στενόν με την κουμπούραν και τον άφινε στον τόπον. Άλλος εμάλωνε με άλλον εις τα σύνορα του αγρού, τον ετρύπα με την πάλαν και τον έρριπτε κάτω. Συνέβη και ολίγοι τινές Κανταραίοι να ξενιτευθούν άλλοι απέθανον από την πανώλη την ενσκήψασαν περί τα τέλη του αιώνος. Όθεν, εις τον καιρόν εκείνον, δεν έμειναν πλέον, εκτός των θηλειών, ειμή δύο Κανταραίοι αδελφοί, ο Νικόλαος, σχεδόν τεσσαρακοντούτης, κι' ο Γιάννης τριακονταπεντούτης. Μίαν των ημερών, ίσως διότι έκριναν ότι υπήρχον παραπολλοί δύο Κανταραίοι, και ο είς επερίσσευεν, ο νεώτερος εκυνήγησε τον πρεσβύτερον με το τουφέκι, εις τον δρυμώνα, εντεύθεν της ακτής, όχι μακράν από το κλεινόν Αρτεμίσιον, το Πευκί, έρριξε και τον έφαγε με το βόλι. Διά μυριοστήν φοράν ο Κάιν εφόνευσε τον Άβελ, αλλ' αντιστρόφως ως προς την τάξιν των πρωτοτοκίων. Άνθρωποι ήκουσαν τον βρόντον και τον συριγμόν, έτρεξαν, και είδαν τον φονέα και το θύμα. Όχι μακράν απείχεν ο σταθμός του Τούρκου, του &Γιαορκητζή&, ή τελωνοφύλακος. Υπήρχον και δύο νιζάμηδες, στρατιώται, εκεί πλησίον. Οι χωρικοί εφοβέριξαν τον Γιάννην. Ούτος πιστεύσας ότι ήδη έτρεχον κατόπιν του οι νιζάμηδες, ως ταχύπους όπου ήτο, έτρεξε προς την ακτήν, έρριψεν εκεί το όπλον του κάτω, εγυμνώθη κ' ερρίφθη εις την θάλασσαν. Η νήσος η Ποντική, το ερημόνησον οπού κείται εις το μέσον του πελάγους, θ' απέχη περί τα πέντε μίλια. Πώς να διακολυμβήση τις τόσον υγρόν διάστημα; Πότε να πλέη τις ως χελώνη, πότε ως δελφίν, «τ' ανδρίκεια», πότε να υπτιάζεται, «τ' ανάσκελα» διά να ξαποστάση, κτλ. — του κάκου δεν ηδύνατό τις να πλεύση πέραν. Πλην δεν έλειπαν η ψαροπούλες και τα περάματα. Όταν ο Κάνταρος είχεν αποκάμει, κ' είχε πλεύσει τα δύο πέμπτα ως έγγιστα του πορθμού, Έν τοιούτον πλοίον ευρέθη και τον εψάρευσε. Δεν ήτο προωρισμένος να χαθή, επειδή όλα και όλοι χρειάζονται, διά τας ατελειώτους αμαρτίας των ανθρώπων. Εις τους αλιείς — διηγήθη ο Γιάννης όταν ανεξήχθη και συνήλθεν εκ της λιποθυμίας, πρώτον με το ρακί, είτα με μικράν τροφήν και ολίγον οίνον — ότι ήτο άνθρωπος άτυχος, οπού τον κατέτρεχαν οι αγάδες, αλλά και μερικοί χριστιανοί προδόται, επειδή ήτο φιλελεύθερος και συνεννοείτο με τους αρματωλούς και τους κλέφτας, αντιπέραν εις την Ρούμελην. Οι άνθρωποι τον επίστευσαν, ως εικός. Δεν είνε σύνηθες πράγμα να βλέπη τις άνθρωπον, και μάλιστα χερσαίον, να κολυμβά τολμηρός τόσον πέλαγος, χωρίς να έχη ισχυρούς και σπουδαίους λόγους. Βεβαίως τοιούτος άνθρωπος δεν ηδύνατο να μην είνε παλληκάρι. Δεν ήτο έγγαμος, ευτυχώς, ο Γιάννης ο Κάνταρος, όταν τον απεβίβασε το πέραμα εις την νοτιοδυτικήν ακτήν της Σ., εις τον Στροφυλιά, σιμά εις το άλσος των πιτύων και την γλυκείαν λίμνην με τα πολλά χέλια. Είχεν αφήσει πολλάς θείας, εξαδέλφας, κι' ανεψιάς και χήρας και ορφανάς, οπίσω εις την Εύβοιαν, και ούτε ηρώτησεν ούτε έμαθε ποτέ τι είχον γίνει τα πλάσματα εκείνα. Είνε αληθές ότι είχον ευπορίαν αγροτικήν και μικρόν κατά μικρόν ηγχιστεύθησαν με τους εντοπίους, συνεχωνεύθησαν, κ' έλειψεν εκείθεν τ' όνομα των Κανταραίων. Ο Γιάννης προσεκολλήθη το πρώτον, ως κοπέλλι, πλησίον του γέρο- Στριαριώτη, ενός γεωργοκτηματίου, εθήτευσεν, εδούλευσεν, έκαμε κλέμματα και αρπάγματα. Εδούλευε διά τρεις, έτρωγε μόνον δι' ενάμισυ και ήτο πολύ προκομμένος. Οπωσούν έφερεν ευτυχίαν εις τον παραφέντην του, και θα ηδύνατο και αυτός να καυχηθή, όπως ο Ιακώβ προς τον Λάβαν, ότι είχε «καλό ποδαρικό». «Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός». Το δεύτερον έτος έκλεψε μίαν κόρην (ή απήγαγε) του αφεντικού του και την ενυμφεύθη· το τρίτον έτος, εκτός της προικός την οποίαν στανικώς επήρεν, είχεν αποκτήσει άλλα τόσα χωράφια, και είχε κατακτήσει όχι ολίγα γειτονικά χέρσα, με τον κόπον του, και τα εκαλλιέργησε. Κατόπιν η περιουσία του αυτή ετριπλασιάσθη, εγέννησεν υιούς, τον Στάμον και τον Δημήτριον, και θυγατέρα, την Τριανταφυλλιάν, και απέθανε πεντηκοντούτης. Οι υιοί του εκληρονόμησαν την περιουσίαν του και την προκοπάδα του (*). Το διήγημα απέμεινε ατελές Τ'ΜΠΟΥΦ ΤΟΥ Π'ΛΙ Ποίαν να είχε καλήν τύχην ο καπετάν Στέφος ο Γιαρής και του ήρχοντο όλα βολικά εις αυτόν τον κόσμον; Ποτέ δεν υπήρξεν άνθρωπος τόσον τυχερός, όσον αυτός. Από μίαν παληοκαϊάσα, είδος βομβάρδας ή κολυακιάς, οπού του είχεν αφήσει ως αζήλευτον κληρονομίαν ο πατέρας του, απέκτησε τώρα μίαν τεραστίαν σκούναν μεγίστης χωρητικότητος — επειδή η μόδα ήτον, εις τας ημέρας μας, ν' αρματώνουν ως σκούνες και τα μεγαλύτερα θαλασσινά σώματα [κομμάτια]. Άλλοι έλεγαν ότι είχε συνήθειαν, εκάστοτε, όταν επρόκειτο να μπαρκάρη από τον λιμένα, να βάζη την γυναίκα του την Σινιώραν να προπορεύεται πρώτη ως την βάρκα, κι' αυτός ν' ακολουθή, επειδή εκείνη είχε καλό ποδαρικό. Και όταν είς γείτων, διαβασμένος κάπως, παρετήρησεν ότι αυτό ήτο δεισιδαιμονία, ο παπ' Αβέρκιος ο ερημίτης απήντησεν ότι την δοξασίαν ή την συνήθειαν αυτήν επικυρώνει κ' η Αγία Γραφή. «Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός», είπεν ο Ιακώβ εις τον Λάβαν τον πενθερόν του. Άλλοι έλεγαν ότι το μόνον «γούρι», ο καλός οιωνός, τον οποίον συνήθιζε κατά κόρον ο καπετάν Στέφος, ήτον η κλεψιά. Αγαπούσε πολύ το πλιάτσικο, ο βλογημένος. Ό,τι του έπεφτε στην πλώρη του δεν το άφινεν. Είτε εις το πέλαγος, είτε εις τον όρμον, όπου και αν προσήγγιζε, παν ναυτικόν είδος, το οποίον ήθελεν ευρεθή στον δρόμον του, άρμενον ή κάνναβιν ή ξύλον, το μετεχειρίζετο ως λάφυρον πολέμου. Πλην τούτο ίσως το συνήθιζον και άλλοι ναυτικοί, και, διά να είπωμεν την μαύρην αλήθειαν, ποτέ δεν έλειψεν από τον ναυτικόν μας κόσμον αυτή η στοιχειώδης πειρατεία. Και όμως οι άλλοι ποτέ δεν ημπορούσαν, όπως ωμολόγουν οι ίδιοι, να «κεφαλώσουν», δεν εσήκωναν δηλαδή άνω την κεφαλήν, από τας καταδρομάς της τύχης. Αλλά διά τον καπετάν Στέφον όμως η κλεψιά του έβγαινεν εις καλόν. Τον ενθυμούντο όλοι, όταν ήσαν παιδιά εις το δημοτικόν σχολείον, και εις την πρώτην του ελληνικού· διότι ως εκεί επήγαιναν συνήθως τα καπετανόπουλα του τόπου. Δεν υπήρχεν όνειδος και χλεύη, δεν υπήρχε παραγκώμι και αναγόρευμα, το οποίον να μη του έρριπτον κατάμουτρα. Συνήθως τον ωνόμαζον «σαλιάρα», ή «μπουκαπόρτα», ή «μάπα κεφάλι». Αλλά τώρα, όταν τον έβλεπαν και τον εζήλευαν, θα ηδύναντο να είπωσι προς αλλήλους: «Ούτος ην, ον έσχομέν ποτε εις γέλωτα και εις παραβολήν;» Όσον αφορά την Σινιώραν την καπετάνισσαν, όλ' οι άνδρες την εθεωρούσαν ως πολύ καλόκαρδην, όταν την έβλεπαν ανοικτοπρόσωπην, κοκκινομαλλούν, χονδρήν ως ξυλίνην καρούταν, να κάθηται σχεδόν διαρκώς επί του κατωφλίου της εξώπορτας του σπητιού, χωρίς να κάμνη τίποτε. Αι γυναίκες την έλεγαν «απαστύλωτη» «αναφάνταλη», «αστάνευτη». Έλεγαν ότι εξακολουθεί και τώρ' ακόμα, σχεδόν πενηντάρα, να βάπτη τα μαλλιά της μ' «ακνά». Επειδή, όταν της τα έβαπτε μικράς κόρης η μάνα της, το πράγμα δεν ελογίζετο εις όνειδος. Αυτή όμως θα ηδύνατο ν' απαντήση ότι τώρα ήτο λογικώτερον να τα βάπτη. Και τωόντι, ποτέ δεν εχαλούσεν η καρδιά της, ούτε δι' αυτό ούτε δι' άλλο τίποτε. Έλεγε μόνον: «Ποτέ δεν βάζω κακό στο νου μου, κι' όλα μου έρχονται δεξιά». Πώς να μην είναι καλόκαρδη, και πώς να μην της έρχωνται όλα δεξιά, αφού ευθύς μετά τον γάμον της, όταν απέθανεν η πρώτη γυναίκα του, και την επήρε χηρευμένος ο Στέφος (η μακαρίτις εκείνη επέζησε μόνον έως τον δέκατον μήνα μετά τον γάμον της, και τόσον μόνον εχάρη, όσον διά να κυοφορήση, να φέρη έν βρέφος εις τον κόσμον και ν' αποθάνη λεχώ), η Σινιώρα δεν εδίστασε, καθώς έλεγαν, να υπάγη με αντικλείδι μίαν νύκτα, να ανοίξη το έρημο κι' άχαρο σπήτι της μακαρίτισσας, (το οποίον εκληρονόμησεν ο σύζυγος διότι επέζησε το νεογνόν), να κλέψη τα νυφιάτικα ρούχα της νεκράς και να τα φορέση; Απ' εδώ φαίνεται ότι δεν είχε προλήψεις, η «καλοκόκκαλη». Ποτέ δεν έβαζε κακό στο νου της, και της ήρχοντο όλα δεξιά. Μία τοιαύτη, επόμενον ήτο να έχη και «καλό ποδαρικό» διά τον σύζυγόν της. Όσον διά τον καπετάν Στέφον, οι τωρινοί πλοίαρχοι είχαν ξεχάσει πλέον όλα τα παλαιά παραγκώμια και τον περιέγραφον μόνον ως «μπούφον». Το όρνεον εκείνο, ως διηγούνται, φύσει ανίκανον να κυνηγή, όπως κάμνουν τ' άλλα αρπακτικά, κάθηται επί κλάδου ή επί βράχου, όπου η μαύρη μορφή του συγχέεται και γίνεται έν με το βάθρον και με την σκοπιάν του, ανοίγει μίαν σπιθαμήν το πλατύ και λαίμαργον στόμα του, και τα καϋμένα τα πουλάκια, απατώμενα από τον μέλανα γνόφον, καθώς πλέουν εις το κενόν, έρχονται ωσάν τυφλά και πέφτουν μέσα εις το χάσκον, το σπηλαιώδες στόμα του μπούφου. Ούτω πως του ήρχοντο όλαι αι επιχειρήσεις του Στέφου. «Σαν τ'μπούφ του π'λί». Όπως στον μπούφον το πουλί. Οι άλλοι πλοίαρχοι, επί μήνας καθήμενοι εις τον Γαλατάν, ή τους λιμένας του Ευξείνου, δεν εναυλώνοντο. Αυτός μόλις έφθανεν, εύρισκε ναύλον. Άλλοι ικανώτεροι αυτού θεωρούμενοι ναυτικοί, μόλις απέπλεον, εύρισκον τους καιρούς εναντίους. Αυτός εύρισκε πάντοτε πρύμον τον άνεμον. Οι άλλοι εναυλώνοντο προς 95 εκατοστά του φράγκου. Αυτός προς 1,05. Οι άλλοι δεν εγλύτωναν από «σταλία», την άργητα εις το εκφόρτωμα. Αυτός εξεφόρτωνεν αμέσως. Οι άλλοι συχνά εφουρτουνιάζοντο, ή ευρίσκοντο εις την ανάγκην να κάμουν αβαρίαν, εις αυτόν ποτέ δεν συνέβη. Μίαν φοράν, ενώ ευρίσκετο εις το χωρίον του, συνέβη έν εβραιοκάικον, ξωριασμένον ίσως από την Σαλονίκην, να φθάση έρημον εις τας ακτάς της νήσου. Ήτο μικρόν σκάφος, παλαιόν, σαθρόν, άχαρι. Όταν η επί των Ναυαγίων επιτροπή το έβγαλεν εις την δημοπρασίαν, όλ' οι άλλοι το επεριφρόνησαν και μόνος ο Στέφος προσέφερεν ευτελή τιμήν. Το ηγόρασεν αντί εβδομήκοντα περίπου δραχμών, ως καύσιμον ξυλείαν. Την άλλην ημέραν παρουσιάζεται είς παλαιός, ξεπεσμένος γριπάρης, και προσφέρεται, αν το επεσκεύαζεν ο αγοραστής δι' εξόδων του, να το ενοικιάση και να το μεταχειρισθή προς αλιείαν, με συμφωνίαν να δίδη εις τον καπετάν Στέφον το τρίτον του προϊόντος του ακαθάριστον. Αφού το παρέλαβε, το έκαμε τράταν, και ήρχισε να ψαρεύη. Κατά τους μήνας του χειμώνος εκείνου συνέβη να πέση τόσον άφθονον ψαρικόν εις τους αιγιαλούς της νήσου, ώστε ο καπετάν Στέφος εις το μερίδιόν του επήρεν, εις 67 ημέρας, 1300 δραχμάς. Εις το πλάγι ενός βουνού, εις το μέρος το πλέον άγονον και άνυδρον, ο Στέφος έδωκε τρεις λίρας εις πτωχόν χωρικόν και ηγόρασεν εκτεταμένον αγρόν. Μόλις έβαλε να καλλιεργήσουν το κτήμα και την τρίτην ημέραν οι εργάται ανεκάληψαν άφθονον βρύσιν εις μίαν γωνίαν. Επί είκοσι χρόνους ο πρώην ιδιοκτήτης δεν είχε παύσει ν' ανασκαλεύη όλον το έδαφος και ποτέ η σκαπάνη του δεν έτυχε να κτυπήση εις την θαυματουργόν φλέβα! — Τινές είπον, ότι ανεκαλύφθη και μεταλλείον εντός του αγρού εκείνου· αλλά τούτο ίσως ήτο υπερθεματισμός. Τις οίδε, πόθεν είχε λάβει το μυστηριώδες μαγικόν, το περίαπτον αυτό της ευτυχίας; Μία γραία, ήτις εφαίνετο να γνωρίζη πολλά πράγματα, διηγείτο τον βίον και την πολιτείαν δύο παλαιών γυναικών γνωρίμων της. — Κλεφτρίνες, πλειο, κακές κλεφτρίνες, παιδάκι μ'! Τ' ακούς εσύ, όποτε έφερνε μπόρα, κι' όλες η νοικοκυράδες κι' η αργατίνες η παρακατινές, που μάζευαν της εληές στον κάμπο, εφορτώνονταν βιαστικά τα κοφίνια τους κ' έτρεχαν για το χωριό, αυτές η δυο μαυροφόρες, η Γιαρούδαινα κ' η Τούρκα, η μάνα της, έπαιρναν της κόφες τους κ' έτρεχαν για τα χωράφια! Ο λύκος στην ανεμοζάλη, πλειο.... Αύται υπήρξαν αι δύο τροφοί του Στέφου, η μάνα του, κ' η κυρούλα του. Από αυτάς είχε λάβει, ως φαίνεται, το μυστικόν περίαπτον της ευτυχίας. Μίαν χρονιάν, εν τοσούτω, τες παραμονές των Χριστουγέννων, είχεν εκτεθή εις το καφενείον Λασκιώτη, εις το παραθαλάσσιον, μίαν εικών (αυτοφυούς ζωγράφου, μάλλον χρωματιστού), ναύτου, ήτις παρίστανεν επί μακράς οθόνης τεραστίαν σκούναν, πλέουσαν με φουσκωμένα τα πανιά. Επί των κεραιών της εφαίνετο μία περίεργος μορφή, έν άγνωστον είδος ζώου με στόμα μέγα ανοικτόν, και γύρω εις την μορφήν ταύτην νέφος ζωυφίων πτερωτών, τα όποια έπιπτον εις το χάσκον στόμα. Τι εσήμαινεν η εικών αύτη; Πολλαί συζητήσεις εγένοντο. — Θα είνε τελώνιο, που εκάθισε στα πινά της σκούνας, έλεγεν ο είς. — Θα είνε θαλασσινό όρνιο, που γητεύει τα πουλιά, έλεγεν άλλος. — Είνε θαλασσαετός!.... είνε σακκάς, πελεκάνος!.... — Είνε γλάρος!... — Μωρέ είνε μπούφος! είπεν είς γηραιός θαλασσινός. — Μα γιατί έχει σαν ανθρωπινό μούτρο; Τας ημέρας εκείνας ο καπετάν Στέφος ο Γιαρής επεριμένετο να φθάση, διά να κάμη Χριστούγεννα εις το χωρίον. Ήλθεν η παραμονή και δεν εφάνη. Η μεγάλη σκούνα δεν επρόβαλεν ανάμεσ' απ' τα δυο νησιά να εισέλθη εις τον λιμένα. Τι έγεινε; Μήπως εφουρτουνιάσθη ο καπετάν Στέφος κ' επόδισε πουθενά; Θα ήτο απίστευτον. Όλοι ανησύχησαν μόνον η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμμίαν ανησυχίαν. Είχε νυκτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα άνοιξε το παράθυρον. Τρικυμία εμαίνετο έξω. Ο βορράς εσύριζεν. Ήκουσε συριγμόν τροχαλίας και κρότον αλύσεως. Μέγας όγκος εφαίνετο εις τον λιμένα αντικρύ του παραθύρου της. Μεγάλη βάρκα, φέρουσα φανόν, απεσπάσθη από τον μέγαν όγκον, κ' επλησίασε με βαρείαν κωπηλασίαν εις την προκυμαίαν. — Καλώς σ' ηύρα, καπιτάνισσα! έκραξε μία φωνή από την βάρκαν. — Καλώς την αγάπη μ' τη χρυσή! έκραξεν η κοκκινομαλλού, αναγνωρίσασα την φωνήν του συζύγου της. Την επαύριον ο καπετάν Στέφος επήγεν εις το καφενείον. Είς αστείος μεταξύ των συναδέλφων του ναυτικών τον εφαντάζετο (πράγματι αυτός είχε δώσει νύξιν εις τον χρωματιστήν, πώς να ζωγραφίση) καθήμενον ως επί κλάδου, επί της κεραίας και των αξαρτίων του ιδίου πλοίου του με κεφαλήν μπούφου και με ανθρωπίνην κατά τα άλλα όψιν, ανοίγοντα μίαν πήχυν το στόμα και μέσα εις το μαύρον χάσμα να πίπτουν ως τυφλά, ωσάν πτερωτά πουλάκια, τα χρυσά και αργυρά νομίσματα. Ο απλοϊκός ζωγράφος έβαλεν εις πράξιν την ιδέαν, κ' εσχεδίασε μεγάλην σκούναν ν' αρμενίζη πλησίστιος. Επάνω εις το κατάρτι της το πρυμναίον εζωγράφισεν ένα μέγαν ανθρωπόμορφον μπούφον, ωσάν καρφωμένον επί της κεραίας, με ηλίθιον μειδίαμα εις την όψιν, και εις το στόμα του, το χάσκον ως άδης, βροχηδόν, αγεληδόν, πτεροφόρα και πτηνοειδή έπιπτον αμέτρητον πλήθος ναπολεόνια, τούρκικες λίρες, βενετικά φλωριά, ρηγγίνες και κολωνάτα. Ο καπετάν Στέφος είδε την εικόνα και την επήνεσε. — Μπράβο του μαστρο-Γιαννιού, την κατάφερε, είπε· κέρασέ τον ένα ρακί! Και έρριψε μίαν πεντάραν εις το τραπέζι. Ο XAPAΜΑΔΟΣ Τι Χριστούγεννα έμελλαν να κάμουν, το έτος εκείνο, εις το παλαιόν βραχοκτισμένον θαλασσοδαρμένον Κάστρον, κατέναντι του αγρίως μαινομένου πελάγους, εις [προς] τα κράτη του Βορρά; Δυστυχισμένη χρονιά εκείνη. Δύο χιλιάδες γίδια και πρόβατα είχαν ψοφήσει από τα ολίγα κοπάδια της μικράς νήσου, μέσα εις τα χειμάδια των ποιμένων και βοσκών, από το τρομερόν ψύχος, από τα χιόνια τα πρώιμα, όπου εσκέπασαν τους λόγγους και τα βουνά, έως τους βουβώνας, το ύψος. Τρόφιμα άλλα δεν υπήρχον, ειμή ελαίαι και παστά οψάρια. Τ' αμπέλια δεν είχον καρποφορήσει· άγνωστος πρωτοφανής νόσος είχε βλάψει τα σταφύλια. Τας τελευταίας σταγόνας του οίνου της χρονιάς, ολίγον λάκυρον νεροπλυμένον, το οποίον είχαν κάμει το έτος εκείνο, τας είχον πίει προ-δύο τριών ημερών ο Νικολός το Πιτς, και ο αχώριστος φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, εις το καπηλείον του Γιαννιού της Στέργαινας· και τώρα, όταν [όπου] εξημέρωναν Χριστούγεννα, με τον ουρανίσκον στεγνόν, έμειναν αγρυπνούντες εις το μικρόν καπηλείον, το σύνθετον και από [με] καφενέν, το οποίον έμεινεν ανοικτόν εξαιρετικώς την νύκτα εκείνην, μέχρι της ώρας καθ' ην έμελλε να σημάνη ο Όρθρος και η Λειτουργία των Χριστουγέννων. Πού η εποχή εκείνη, καθ' ην παντοίοι κορσάροι, Τούρκοι, Αφρικανοί, Γενοβέζοι, περιεκάθιζον εις το μικρόν παραθαλάσσιον φρούριον, — και όμως οι τότε άνθρωποι ήσαν ευτυχείς χωρίς να το ηξεύρουν! Η σιδηρόπορτα πάντοτε κλειστή, η κινητή γέφυρα ανεβασμένη· είχον αφθόνους τροφάς, κ' έπινον νερόν από μίαν στέρναν κ' επειδή εφείδοντο του νερού, όταν επρόκειτο να κτισθή τοίχος αυλής ή μικρά καλύβη, κατεσκεύαζον την λάσπην με κρασί — καθώς διηγούντο οι γεροντότεροι — και αυτοί το είχον εξ ακοής — και όλοι έλεγαν ότι το πιστεύουν. Πού η αφθονία εκείνη εις όλα τα πράγματα; ευλογημένος καιρός! Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα! Αφού έπαυσαν τα φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον τα «Χριστούγεννα-Πρωτόγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ' εσβύσθησαν όλα τα φώτα και ο βορράς εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το καπηλείον με τας δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν προς το πέλαγος, εις το ύψος, όπου ίστατο το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς» κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου. Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες έκλινον την κεφαλήν εις τα τραπέζια κ' ενύσταζον· ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον, αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πιτς κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας εξήλθον ν' αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους ηκολούθησε μετ' ολίγον διά να ξενυστάξη κι' ο ίδιος ο καφετζής. Ανάμεσα εις τα χορεύοντα κύματα, εις το έρεβος της νυκτός και το χάος, ο Νικολός κι' ο φίλος του είδαν έξαφνα έν φως μικρόν, ως λαμπυρίς, να σείεται, ν' αφανίζεται, και πάλιν ν' ανακύπτη. Κάποιον πλοίον αγωνιούσε κ' επαράδερνεν εκεί εις το μαύρον πέλαγος. — Να, ένα καΐκι, είπεν ο Νικολός το Πιτς. — Καράβι μεγάλο είνε! είπεν ο υιός της Γαλοντζίτσας. — Μεγάλο, μικρό... η φορτούνα το σπρώχνει κατά 'δώ. — Ξυλάρμενο; είπεν ο άλλος. — Ποιος μπορεί να διακρίνη; Παρήλθον ολίγα λεπτά της ώρας. Το πλοίον είχε πλησιάσει. Εφαίνετο να έχη κατεβασμένα τα πανιά. Ηκούσθη κρότος αλύσεως. — Να, άραξε, είπεν ο Νικολός το Πιτς. Θε μου, και να ήτον φορτωμένο κρασιά; ...ο Χριστός το στέλνει. — Να έχη και τίποτε ξεροτύρια, στ' αμπάρι του! παρετήρησεν ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας. — Να έφερνε και κάμποσα κεφάλια γιδοπρόβατα για σφάξιμο! προσέθεσεν ο Γιαννιός της Στέργαινας. Προ έτους και πλέον, ο καπετάν Ηρακλής ο Καλούμπης, με την ωραίαν μεγάλην σκούναν του, είχεν αποπλεύσει από την Σαλονίκην, διά να εκφορτώση έν υπόλοιπον του εκ λιθοκόλλας και οικοδομικού υλικού φορτίου του εις ένα δυτικόν αιγιαλόν του λαιμού της Κασσάνδρας εντός του Θερμαϊκού κόλπου. Είχε λάβει επί του πλοίου του ένα ή δύο Εβραίους βοηθούς διά την εκφόρτωσιν, επειδή η επιχείρησις εγένετο από μέρους της ισραηλιτικής κοινότητος της Σαλονίκης. Ο Εβραίος φορτωτής και ο υπάλληλός του δεν ήλπιζον να φθάσωσι τόσον γρήγορα εις το τέρμα του πλου. Ήτο Σάββατον, έφθασαν προ μεσημβρίας, και ο καπετάν Ηρακλής επέμενε ν' αρχίση αμέσως η εκφόρτωσις. Ήτο περί τα μέσα του φθινοπώρου, οι καιροί ήσαν θυμωμένοι, και κατά πάσαν νύκτα σφοδρότατοι απόγειοι άνεμοι έπνεον. Το μέρος ήτο αλίμενον. Ήτο κίνδυνος, αν έμενον την νύκτα, ο άνεμος και τα κύματα να ξεσύρουν την άγκυραν, να ξοριάσουν το πλοίον, και τότε... καλό ξεπλάτισμα! — όπως λέγουν οι ναυτικοί. Ο Εβραίος ηρνήθη να δώση χείρα εις την εκφόρτωσιν εν ημέρα Σαββάτου. Δεν ήξευρεν ο Τσιφούτης, ότι «έξεστιν εν Σαββάτω αγαθοποιείν», και δεν ήξευρεν ότι «Κύριος εστιν ο Υιός του ανθρώπου και του Σαββάτου». Ήξευρε μόνον να σώζεται, με τον κόπον των Ελλήνων ναυτικών, πλέων εν ημέρα Σαββάτου. Πώς δεν τους διέτασσε (του έλεγεν ο καπετάν Ηρακλής) να αράξουν καταμεσής στο πέλαγος, εις βάθος διακοσίων οργυιών, διά να μη αρμενίζουν το Σάββατον; Άλλως και διά να αράξουν μόνον εχρειάζετο κόπος, εργασία. [Αλλά ήτο, ως φαίνεται, γνήσιος απόγονος εκείνων, οίτινες το πάλαι διύλιζον τον κώνωπα και κατέπινον την κάμηλον]. Ο πλοίαρχος εθύμωσεν, ηγανάκτησε και δυστυχώς, ως ελέχθη, ίσως παρεξετράπη κατά του Εβραίου. Τον υπάλληλόν του τον υπεχρέωσε διά της βίας να εργασθή, εξεφόρτωσεν όπως ηδυνήθη και απέπλευσε. Την άλλην χρονιάν, μεσούντος του Δεκεμβρίου ο καπετάν Ηρακλής, προερχόμενος από τα Μπογάζια και το Δεδεαγάτς, φέρων καί τινα εξαίρετα κασκαβάλια της Αίνου, επλησίασεν εις την Λήμνον, εφόρτωσεν ωραία κοκκινωπά κρασιά, κ' έπλευσεν εις Θεσσαλονίκην. Η Εβραϊκή κοινότης ηρνήθη να δεχθή και να εκφορτώση τα πράγματα, τα οποία ήσαν προωρισμένα εις παραλαβήν αυτής. Απηγόρευσεν εις όλους τους εργάτης της, εκφορτωτάς, αχθοφόρους, αμαξαγωγούς, Εβραίους ή όχι, να συντελέσωσιν εις την εκφόρτωσιν. Ο καπετάν Ηρακλής δεν ήξευρε τίποτε δι' ό,τι είχε συμβή από πέρυσιν έως εφέτος. Εν τω μεταξύ η κοινότης τον είχε κάμει &χαραμάδον&, ήτοι αποσυνάγωγον, μεταξύ των Ελλήνων εμποροπλοιάρχων. Ο καπετάν Ηρακλής δεν ηθέλησεν ούτε να ενεργήση τι, ούτε εις το προξενείον να προσφύγη. Επειδή ήρχοντο Χριστούγεννα, δεν εμελέτα μεν να πλεύση εις την γενέθλιον νήσον του, διά να εορτάση, αλλ' ενδομύχως ηύχετο να έστελλεν ο Θεός ένα καλόν βορράν, διά να πουλήση τα κρασιά οπουδήποτε, (τα οποία ήξευρεν ότι εκόστιζαν πάμφθηνα εις τον έμπορόν του), και έπειτα μίαν καλήν νοτιάν διά να ποδίση και μεταβή εις την πατρίδα του. Δεν ήξευρεν, επειδή προ πολλού δεν είχε λάβει γράμματα εκείθεν, ότι ακριβώς διά το είδος αυτό του τερπνού εμπορεύματός του υπήρξε μεγάλη δίψα εις όλους τους ουρανίσκους και τους φάρυγγας των νυκτερινών θαμώνων του καπηλειού, επάνω εις το Κανόνι της Αναγκιάς — εκεί ήτο η πατρίς του. Απέπλευσεν από την Σαλονίκην, και έλεγε μέσα του: «Να μην πιάση η κατάρα των Τσιφούτηδων! Να μην τους περάση!» &Διασκέδασον την βουλήν του Αρχιτόφιλ,& Κύριε ο Θεός μου! Ανοικτά από την Κασσάνδραν εύρε δύο μεγάλα πλοία, βαρυφορτωμένα από αρνία πρώιμα κ' ερίφια. Ηγόρασεν εξ αυτών είκοσι κεφάλια. Όπως ηυχήθη, ούτω σχεδόν έγεινε. Την πρώτην νύκτα έστειλεν ο Θεός ελαφρόν βορράν. Την δευτέραν εσπέραν έπνευσε σφοδρός νότιος. Επόδισε την νύκτα και κατέπλευσεν εις το παλαιόν βραχοκτισμένον και θαλασσοδαρμένον Κάστρον. Άμα εξημέρωσε και έπαυσεν ο άνεμος, εξεφόρτωσε τα είκοσι κεφάλια αρνία και ερίφια, τα εξαίρετα τυριά της Αίνου, κ' επώλησε προς είκοσι λεπτά την οκάν το κοκκινωπόν αφρώδες ποτόν. Κ' έτσι έκαμαν καλά Χριστούγεννα, και ο πλοίαρχος εις την εστίαν του, κι' ο Νικολός το Πιτς, κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, κι' ο Γιαννιός της Στέργαινας, και όλοι οι κάτοικοι των βορεινών θαλασσοδαρμένων χωρίων. Ο ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΛΑΓΟΥΤΟ Ο νέος νοικάρης που είχεν ενοικιάσει την κάμαραν την μεσανήν, κοντός, κυρτός, μεσόκοπος, είχεν ένα μεγάλο λαγούτο, μακρύ, πλατύ. Έκυπτε διά να ξεκλειδώση την θύραν του, κρατών υπό μάλης το λαγούτο, το οποίον έψαυε το έδαφος. Ποτέ δεν ήρχετο ωρισμένην ώραν εις το δωμάτιόν του. Πότε πολύ ενωρίς, πότε πολύ αργά, άλλοτε έλειπεν όλην την νύκτα κ' εκοιμάτο την ημέραν. Πότε ήτον νηστικός, πότε εφαίνετο να είνε «αποκαής». Δεν είνε βέβαιον αν έπινε χασίς, φαίνεται όμως ότι έπινε πολύ ρακί. Ήτον Τουρκομερίτης. Ωνομάζετο Βαγγέλης. Τα άλλα οικήματα, έξ-επτά δωμάτια χαμόγεια, εις γραμμήν, όλα παμπάλαια, τρώγλαι, άλλα χωρίς παράθυρα, όλα σχεδόν με σαθρούς τους τοίχους, κατείχοντο από διαφόρους. Υπήρχον δύο ή τρεις μπεκιάρηδες, μία οικογένεια με πέντε ή έξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, Κατερνιώ η Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζώσα κατά το φαινόμενον ολομόναχη· και το μέσα δωμάτιον εις τον μυχόν της αυλής κατείχεν η σπιτονοικοκυρά κυρά Γιάνναινα, χήρα με την κόρην της, την Δημητρούλαν. Η μάνδρα με τα πενιχρά οικήματα έκειτο είς τινα πάροδον, ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση. Όταν επαρουσιάσθη εις την σπιτονοικοκυράν ο Βαγγέλης διά να ενοικιάση το δωμάτιον, επαρουσιάσθη ως μπεκιάρης και ως μέλλων να ζη μοναχός του. Ύστερ' από λίγας ημέρας της λέγει έξαφνα, ότι έχει μίαν γυναίκα και σκέπτεται να την φέρη εδώ. Η κυρά Γιάνναινα αμέσως υπώπτευσεν, ότι θα είχε καμμίαν «λεγάμενη». — Αυτά δεν τ' ακούω εγώ, του λέγει· εσύ μου είπες πως είσ' εργένης· για εργένη σ' έβαλα. Αν εννοής να μου φέρης εδώ καμμιά παστρικιά, πολύ σε παρακαλώ να μου αδειάσης την κάμαρα... σαν τελειώση ο μήνας που έχεις πληρώσει. Την νύκτα, όταν ήρχετο κάποτ' ενωρίς, προ του μεσονυκτίου, συνήθως δεν είχεν ύπνον. Ήναπτε το φως, επεριπάτει, εξηπλώνετο στο κρεββάτι κ' ελιανοτραγουδούσε ή τούρκικα ή ντόπια κουτσαβάκικα: Βασίλω μ', κάτσε φρόνιμα, σαν τ' άλλα τα κορίτσια ... Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι.... Είτα εμονολόγει επί ώραν πολλήν, ολίγας δε απεσπασμένας φράσεις κατώρθουν ν' ακούουν οι γείτονες. — Μωρέ κόσμος, ντουνιάς!... μπεκιάρης, σου λέει ο άλλος... Μην έχεις, λέει, καμμιά λεγάμενη; .. Σ' ερωτώ εγώ, κυρά μου, τι έχετε σεις, και τι κάνετε σεις; ...Ο κόσμος είνε τροχός, ρόδα που γυρίζει, κυρά μου... &μπου ντουνιά τοαρκ φελέκ!...& Έννοια σου, εγώ, μωρή, δε σ' αφήνω, δε σ' απαρατάω· &εσκί ντος ντουσμάν ολφάς!...& Παληός φίλος, οχτρός δε γένεται. Έννοια σου, κ' η τιμή τιμή δεν έχει... Είνε τιμημένες, λέει, τιμημένες, κυρά μου... Κ' έχει τιμολόγιο, μαθές, η τιμή; Μία γροσάρα, ένα μπεσλίκι, ένα εξάρι, ένα εικοσάρι, μια λίρα, ως πόσα έχει; Ένα λιμοκοντόρο, ένα διπλό, ένα τάλλαρο, ένα εικοσιπεντάρικο, ένα κατοστάρικο, παραπάνω, πόσα έχει;... Να σου πω εγώ πόσα έχει... Εκατό χιλιάδες χάρτινες δραχμές η αρχόντισσα της Αθήνας, εκατό χιλιάδες λίρες η αρχόντισσα της Πόλης η πιο μεγάλη χανούμισσα, ένα εκατομμύριο λίρες η εφτακρατόρισσα, δέκα εκατομμύρια η Σουλτάνα... Αυτό είνε το τιμολόγιο!... Επί τινα λεπτά έπαυε ν' ακούεται η φωνή του. Είτα και πάλιν ήρχιζε να μονολογή: — Έχουν αξία όλα τ' άλλα πράγματα, κυρά μου, εις έναν κόσμο, που μόνον οι παράδες έχουν τιμή;... Αχ! κεφάλι, κεφάλι, που θέλεις χτύπημα στον τοίχο αυτόν τον ραγισμένο, στο ντουβάρι, αυτόν το μουχλιασμένο, το βρώμικο... Πότε θα βάλης γνώσι;... Έπρεπε να ζη διακόσια, πεντακόσια χρόνια ένας άνθρωπος, για να μπορέση να καταλάβη καλά τον κόσμο... Σαν ξαναγένω νύφη, ξέρω και καμαρώνω... Καλά το λεν οι Αγάδες εκεί πέρα — μωρέ, πού είστε, τάγια χώματα;... Του Ρωμηού η γνώση ύστερα έρχεται... &Γιουννανίν ακίλ σουραντάν γκελίορ!& Μίαν πρωίαν η κυρά Γιάνναινα, καθώς εξήλθε πρωί-πρωί, είδε να ξεμυτίζη απ' την πόρτα του Βαγγέλη ένα κεφαλάκι μικρό, ξεσκούφωτο, με κάτι κορδέλλες και φιόγκους στα μαλλιά, ν' ανεμίζη ένα φουστανάκι, και να γλυστράη εις το χαλικόστρωτον της αυλής έδαφος και να φεύγη ως αστραπή. Της εφάνη να ήτον μία γυναικούλα, σουφρωμένη, μικρόσωμος, σχεδόν γρηούλα. Τότε έκαμεν αυστηράς παρατηρήσεις εις τον Βαγγέλην. Αυτής δεν της χρειάζονται τα τοιούτα. Δεν ανέχεται να κακοσυστηθή στη γειτονιά το σπήτι της. Και θα της κάμη την χάρι να της αδειάση την γωνιά. Η νοικάρισσα, η Κατερνιώ η Πολίτισσα, κάτοχος του δευτέρου δωματίου, καθώς έμβαινες από την αυλόπορτα, ήτον θαρρετή κ' ελεύθερη γυναίκα. Είχεν αρχίσει να χωρατεύη ολίγον με τον Βαγγέλην, άκακα να τον πειράζη. Μίαν πρωίαν, καθώς έβγαινεν εκείνος με το λαγούτο από την κάμαρη, του ήρπασε με θάρρος το λαγούτο, το ακούμβησεν επί του βραχίονός της, κ' εδοκίμαζε με το πλήκτρον να βγάλη φωνάς. — Ε! καϋμένε, κυρ Βαγγέλη!... δεν είσαι και συ, κανένας μερακλής ...δεν σ' ακούσαμε καμμιά βραδυά να μας παίξης κ' εδώ τίποτα... Είνε καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλλίτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες. — Ησύχασε, κυρά μου, κι' ο λύκος τη φωλιά του δεν τη μολύνει ποτέ!... Εδώ η κυρά Γιάνναινα, δεν της αρέσουν τα παιγνίδια, μήτε τα λαλούμενα. Η Κατερνιώ έβαλε το λαγούτο πλάγιον επί του στέρνου της, κ' έκαμνε τάχα πως το παίζει. — Άφησέ το, κυρά μου, μη το καταπιάνεσαι! ...Δεν είνε για τα χεράκια σου... Όταν ο Βαγγέλης, την νύκτα της ιδίας ημέρας, ευρέθη ότι είχε πίει πολύ ρακί και κρασί, τότε ενθυμήθη την πρωινήν μικράν σκηνήν με την Κατερνιώ, την ζωντοχήραν, και φαίνεται ότι έδωκε την ερμηνείαν, την οποίαν ήθελε να δώση σύμφωνα με τους καπνούς της ώρας εκείνης. Επανήλθε διά να κοιμηθή την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Καθώς εμβήκεν από την αυλόπορταν, εστάθη παρά την δευτέραν θύραν και κατ' αρχάς εγρουτσάνισε δύο ή τρεις φθόγγους με το πλήκτρον επί του λαγούτου, είτα με τους όνυχας, ήρχισε να γρουτσανίζη και την σανίδα της θύρας. — Άνοιξε, Μαριώ μ', την πόρτα!... Ε! Κατερνιώ μ'! άνοιξε. Η Κατερνιώ, ή εκοιμάτο, ή έξυπνη ήτο, δεν έδωκεν απάντησιν. Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις. Ο Βαγγέλης απεχώρησεν ήνοιξε την ιδίαν θύραν του, δύο πόρτες παραπέρα, κ' έμεινεν άγρυπνος, μονολογών, μορμυρίζων και σιγοτραγουδών, ως το πρωί. Είτα εκοιμήθη έως το μεσημέρι. Όταν εξύπνησεν ήκουσε την Κατερνιώ απ' έξω να διακωδωνίζη προς τας άλλας γειτονίσσας το συμβάν της νυκτός, ως κωδωνοφόρος αρετή, είδος κροταλίου. Και πάλιν, αν ήτο βεβαία ότι κανείς άλλος δεν είχεν ακούσει, είνε αμφίβολον αν θα έλεγε τίποτε. Αλλ' η υπόληψίς της, βλέπετε, και το «ο κόσμος είνε κακός», την έκαμνον να θορυβή. Ο Βαγγέλης από το δωμάτιόν του ήκουε την φωνήν της Κατερνιώς, ήτις διεμαρτύρετο λέγουσα: — Και ποια είμ' εγώ! ...Θάρρεψε πως ήμουν καμμιά σαν τα μούτρα του, ο χαμένος! ...Αν δεν του σπάσω το κεφάλι του, να το κάμω μακρουλό και κούφιο και πλακαρό, σαν το λαγούτο του, να μη με λένε Κατερνιώ. Ο οργανοπαίκτης, αισθανόμενος μεγάλην καρηβαρίαν, συνάμα δε και φόβον κ' εντροπήν, δεν εξήλθεν ως το βράδυ. Σαν ενύκτωσε και δεν ήκουε πλέον φωνάς, ούτε πατήματα έξωθεν της θύρας του, απετόλμησε να εξέλθη. Η κυρά Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παρεμόνευε, τον σταματά και του λέγει: — Αύριο, το δίχως άλλο, να βρης κάμερα, να κουβαλιστής!... Ας μην ετελείωσε κι' ο μήνας! ...καλλίτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για της μέρες του μηνός που μένουνε. Δεν θέλω εγώ ιστορίες μες στο σπήτι μου, ακούς;... — Να βρω κάμερα και φεύγω, κυρά!... Δεν επρόφθασε να τελειώση τον λόγον, και, πατ, κιούτ! του έρχονται δύο κατακεφαλιαίς εκ των όπισθεν. Η Κατερνιώ, με ελαφρόν βήμα, είχε πλησιάσει εκ των νώτων, κ' εννοούσε να εκδικηθή διά την προσβολήν. — Φχαριστώ, κερά μου...μη χερότερα! Ο Βαγγέλης εφυλάχθη, προέτεινε το λαγούτο ως ασπίδα και η οργίλη γυνή δεν επρόλαβε να του καταφέρη άλλην. — Θέλησα να σου κάμω, μια πατινάδα, κυρά μου· μονάχη σου τo ζήτησες... είπες, γιατί να μην παίζω όταν είμαι μονάχος, όπως κάνουν οι μερακλήδες. — Εγώ σου είπα, με το λαγούτο να μην καταπιάνεσαι. Άπορον πώς είχε τόσην ετοιμότητα. Ίσως να είχε προμελετήσει την απόκρισιν ταύτην, κατά τας ώρας της μοναξιάς. Την νύκτα δεν επανήλθεν ο Βαγγέλης και καθ' όλην την επιούσαν, είτε ηρεύνα, είτε όχι διά να εύρη δωμάτιον, δεν εφάνη. Την εσπέραν, αφού ενύκτωσε, παρουσιάζεται έξαφνα μία γυνή, άγνωστος εις τους εν τη οικία, ευρίσκει την σπιτονοικοκυράν και την κόρην της εν υπαίθρω εις την αυλήν και λέγει «καλησπέρα». Είτα ερωτά: — Εδώ κάθεται ο Βαγγέλης, ο λαουτιέρης; Η κυρά Γιάνναινα αργά-αργά απήντησεν: — Εδώ κάθεται, μα αύριο θα φύγη, θα κουβαλισθή. — Απόψε θα έρθη; — Δεν ξέρω. — Γιατί; Πώς γίνεται, να μην έρθη να κοιμηθή. — Δεν ξέρω, χριστιανή μου· δεν έχω την έννοια του. — Δεν είσαι του λόου σου, η σπιτονοικοκυρά; Και πώς γίνεται να μην ξέρης; Τρέχει, μαθές, τίποτε; — Κάτι πολλά ρωτάς, κυρά, μας σκότισες· είπε λαβούσα τον λόγον η Δημητρούλα, η κόρη της Γιάνναινας. — Σώπα συ, την επέπληξεν η μάνα της. — Θέλω να τον περιμένω εδώ, ως που νάρθη, είπεν η ξένη. Αι γυναίκες δεν απήντησαν. — Εγώ είμ' εξαδέλφη του, προσέθηκεν η νεωστί ελθούσα. — Δεν μας μέλει πως είσαι ξαδέρφη του, εμορμύρισεν η Δημητρούλα. — Τι είπες, κυρά; — Τίποτε. — Λοιπόν, σας πειράζει τίποτε, να καθήσω εδωδά να τον περιμένω; Η Γιάνναινα έσεισε τους ώμους. — Ποια είναι η κάμαρή του, σας παρακαλώ; Η Γιάνναινα διά χειρονομίας της έδειξε την θύραν του δωματίου του οργανοπαίκτου. Η ξένη ελθούσα εκάθησεν εκεί, εις το κατώφλιον. — Μαμά, πες της να πάη από κει πούρθε, υπέβαλεν η Δημητρούλα εις την μητέρα της· εμείς τον έχουμε για διώξιμο αύριο, και θα μας κουβαλά εδώ της ξαδέρφες του!... Η γραία ήτον συλλογισμένη. — Μα δεν ετελείωσε ο μήνας για να κλείση το νοίκι... Τι να κάμω, ξέρω κ' εγώ;... Θέλεις να τρέχουμε στης αστυνομίαις;... Όποιος έχει κάμαραις και νοικιάζει, τον μπελά του βρίσκει... έχει να κάμη με λογιών-λογιών ανθρώπους, κορίτσι μου... Η νεωστί ελθούσα εκράτει μικράν δέσμην, την οποίαν δεν είχεν ιδεί τέως η Γιάνναινα και η κόρη της, επειδή η ξένη την είχεν αποθέσει, κατά συγκυρίαν ίσως και χωρίς να ξέρη, ακριβώς πλησίον της κλειστής θύρας του Βαγγέλη. Είτα, όταν εκάθησεν εις το κατώφλιον, ετράβηξε την δέσμην ταύτην πλησιέστερον προς εαυτήν. Η Δημητρούλα είδε το κίνημα, κ' εψιθύρισεν εις την μητέρα της. Τότε η Γιάνναινα: — Άκουσε να σου πω, κυρά, εφώναξε· βλέπω κ' έχεις ρούχα· μην είσαι για ξενύχτι απόψε εδώ;.. Δεν έχουμε κανένα χάνι εμείς!... Άλλο να κοπιάσης!... Τον εξάδερφό σου, τι τον έχεις, τον έχουμε για ξύσιμο αύριο... Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα. Η ξένη δεν απήντησεν εις τούτο, μόνον επέφερεν: — Εγώ δεν θέλω να σας παραβαρύνω, κυρά· εγώ δεν είμαι κακή γυναίκα. Λυπούμαι αν δεν τάχετε καλά με το Βαγγέλη, αλλά τι φταίω εγώ; Πράγματι, εκείνο το οποίον εφαίνετο ως δέσμη ήσαν τέσσαρες ή πέντε όρνιθες και πετεινοί, δεμένοι από τους πόδας, και τυλιγμένοι εις μέγα πλατύ ράκος. Την στιγμήν εκείνην ηκούσθη ο κλωγμός των ορνίθων. — Μαμά, κόττες έχει! είπεν η Δημητρούλα. — Α! ήρθες, βλέπω, με της κόττες σου, κυρά. Την ιδίαν στιγμήν εφάνη εις το σκότος και εις την ασθενή ανταύγειαν του νυσταλέου φανού του δρομίσκου η σκιερά μορφή του Βαγγέλη, εισελθόντος από την αυλόπορταν. — Α! καλώς σε ηύρα, εξάδερφε, εφώναξεν η ξένη, πάραυτα αναγνωρίσασα αυτόν. Ο Βαγγέλης με λίαν ταπεινόν ήθος και τρόπον εξηγήθη δι' ολίγων λέξεων ότι η ελθούσα είνε πράγματι εξαδέλφη του, ότι ηναγκάσθη να ξενοικιάση το δωμάτιον, όπου εκατοικούσεν, επειδή είνε διά ταξίδι, αύριον ή μεθαύριον, και η σπιτονοικοκυρά της είχε σπεύσει να το προενοικιάση, ότι τα ρούχα της δεμένα τα έχει αφήσει εις φιλικήν οικίαν και ότι, αφού κι' αυτός, άμα εύρη δωμάτιον θα μετοικήση, ας επιτρέψη η κυρά Γιάνναινα να μένη κ' η εξαδέλφη του μίαν νύκτα εδώ· εάν πάλιν η κυρά Γιάνναινα επιμένη ότι πρέπει να φύγη αυτός, πριν τελειώση ο μήνας, αύριον, χωρίς άλλο, θα εύρη δωμάτιον και θα φύγη, κι' αυτός κ' η εξαδέλφη του. Μια βραδυά είν' αυτή. Η Γιάνναινα σχεδόν συνεκινήθη από τον ταπεινόν τρόπον του Βαγγέλη, αλλά δεν ήθελε να το δείξη· ίσως επειδή ενόμιζεν ότι δεν αρμόζει εις μίαν οικοκυράν, όπου έχει σπήτια κ' ενοικιάζει, να φαίνεται δεικνύουσα συμπάθειαν προς εκείνους οι οποίοι «δεν έχουν στον ήλιο μοίρα», καθώς κάμνουν άλλαι γυναίκες του δρόμου. — Τι να κάμουμε, πλέον!... είπε με στρυφνόν τρόπον. Αλλ' ο τρόπος αυτός δεν ήρεσεν εις τον Βαγγέλην, όθεν ούτος έσπευσε να προσθέση: — Ξέρεις, απ' το νόμο δεν έχεις κανένα δικαίωμα, τα γνωρίζω εγώ αυτά, ας είμαι και Τουρκομερίτης... Όσο δικαίωμα έχω εγώ να εξετάζω ποιοι και πόσοι έρχονται στο σπήτι σου και τι τους έχεις, αν είνε γενειά σου ή όχι, άλλο τόσο έχεις και συ να εξετάζης ποιον μπάζω στην κάμαρα, αφού το νοίκι σου τώχω πληρωμένο. Μπορείς μόνον έξωσι να μου κάμης, με προθεσμία... Μα εγώ σε παρακαλώ με το γλυκό, επειδή πλειότερο ψωμί τρώγεται με το μέλι, που λέει ο λόγος, για νάμαστε εξηγημένοι φιλικώς.... Κι' αν εσφάλαμε πάλι κ' εμείς συμπαθάτε μας και Θεός σχωρέσ' σας. Η ξένη, η νεοφερμένη, όσον ολίγον και αν την είδεν η Γιάνναινα εις το σκότος, εις την ανταύγειαν του φανού της οδού, καθώς ήτον ανοικτή η αυλόπορτα, δεν ήτον, ήτο βεβαία η Γιάνναινα, η ιδία με την γυναικούλαν εκείνην, την μισόγρηαν και σουφρωμένην, που είχεν ιδεί να βγαίνη ένα πρωί, με ανεμίζον το φουστανάκι της, από την πόρταν του Βαγγέλη. Εν τούτοις, ούτε αυτή, ούτε η Δημητρούλα, η κόρη της, ούτε η δύο νοικάρισσες, επίστευσαν εις την εξαδερφοσύνην της. Εγκατεστάθη μέσα εις το χαμόγειον του Βαγγέλη, και δεν έφυγεν ούτε την επιούσαν, ούτε την μεθεπομένην, ούτε την άλλην ημέραν. Πάντοτε έλεγε πως θα φύγη αύριον, και το αύριον δεν είχε ποτέ τελειωμόν. Ωμιλούσε διά τα ρούχα της, διά τα έπιπλά της, τα οποία είχεν ακουμβημένα προσωρινώς εις ένα σπήτι, και θα πάη να τα πάρη, και πού να τα βάλη, και πού να τα κουβαλά... και θα φύγη αύριον διά ταξίδι... Τα ίδια επεβεβαίωνε και ο «εξάδελφος» της ο Βαγγέλης. Η κυρά Γιάνναινα καθημερινώς σχεδόν του υπενθύμιζεν ότι πρέπει να εύρη δωμάτιον να φύγη· ετελείωσεν ο μήνας, ο προπληρωμένος, και σαν ήρχισεν ο δεύτερος, ο άνθρωπος με το λαγούτο εδικαιολογείτο λέγων ότι δεν πληρώνει, επειδή θα μετοικίση, και επιφυλάσσεται να πληρώση μόνον της μέραις όπου θα έκαμνον να δίδη την ημέραν, καθ' ην έμελλε να μετακομισθή εις άλλον οίκημα. Κατ' ευτυχίαν το δωμάτιον είχεν έν μικρόν υπόγειον, πολύ ρηχόν, μισό μπόι το βάθος, με μίαν κλαβανήν. Εκεί κάτω έβαλεν η ξένη της κόττες της, να κατιάσουν. Είπεν ότι ονομάζεται κυρά Σταυρούλα. Εκείθεν κάθε βράδυ, κάθε μεσάνυκτα και κάθε πρωί, σχεδόν πάσαν ώραν της νυκτός και της ημέρας, ελαλούσαν βραχνοί και μεγαλόστομοι οι δύο πετεινοί. Σχεδόν δεν άφιναν κανέναν νοικάρην να χορτάση τον ύπνον, τόσον δυνατά και τόσον συχνά ελαλούσαν. Κ' η κόττες ανάμεσα εκακάριζαν. Κ' οι δύο πετεινοί με της τρεις κόττες ετρέφοντο κ' επάχυναν καλά εκεί μέσα. Η κυρά Σταυρούλα δεν τας άφινε ποτέ να εξέρχωνται εις την αυλήν. Κ' η ιδία δεν εξήρχετο ποτέ να κάμη τρία βήματα ως την αυλόπορταν, διά να ψωνίση τίποτε από κανένα γυρολόγον ή μανάβην, χωρίς να κλειδώση καλά την θύραν, και να βάλη το κλειδί εις την τσέπην της. Αι τέσσαρες γυναίκες, η σπιτονοικοκυρά μαζί με την κόρην της, η Κατερνιώ η ζωντοχήρα, κ' η κυρά Μήτραινα, η μήτηρ της μισής δουζίνας παιδιών, έκαμαν μέγαν συνασπισμόν και σταυροφορίαν εναντίον της Σταυρούλας. Δεν επίστευον εις την εξαδερφοσύνην της, την εσκυλόβριζαν, την έλεγαν ότι είνε κι' αυτή μια «από κείνες». Δεν την άφιναν να προκύψη εις την θύραν, χωρίς να ζητήσουν να εύρουν αφορμήν καυγά εναντίον της. Τέλος απαιτούσαν να ξεκουμπισθή, να τους αδειάση την γωνιά, να ξεβρωμήση απ' εκεί αυτή κ' η κόττες της. Ο εξάδελφός της, πότε ήρχετο την νύκτα, πότε έλειπεν. Αυτή του έκαμνε παράπονα κατά της οικοκυράς και των γειτονισσών. — Τι κόσμος είν' αυτός, καλέ; Ο Βαγγέλης πότε εμορμύριζεν εναντίον των, πότε εσιώπα. Συνήθως είχε το λαγούτο υποκάτω από την μασχάλην του, καθώς υποκάτω από τα σκέλη του ο σκύλλος την ουράν. Μίαν εσπέραν, ότε έγεινε ραγδαιοτάτη και διαρκής βροχή, η στέγη όλων των σαθρών χαμογείων διέρρευσε. Το πάτωμα έγεινε λίμνη. Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε! Ευρέθη να έχη πάπλωμα, ενώ όταν επρωτοήρθε δεν είχεν άλλο τίποτε παρά της κόττες. Αλλά φαίνεται ότι ο εξάδελφός της τής είχε φέρει από άγνωστον μέρος, εν τω μεταξύ, αυτό το πάπλωμα. Από την ημέραν εκείνην ήρχισε μεγάλη γρίνια και φαγούρα μεταξύ του Βαγγέλη και της εξαδέλφης του. Την άλλην ημέραν την παρεκάλεσεν αποτόμως να φύγη, τέλος πάντων, επειδή κι' αυτός θέλει να φέρη εδώ «την γυναίκα του», να ζήση σαν άνθρωπος, να νοικοκυρευθή. Τότε η Σταυρούλα, παραδόξως, επεκαλέσθη την υποστήριξιν των άλλων γυναικών, των τέως ασπόνδων πολεμίων της. Σαν ήκουσαν εκείναι ότι την διώχνει, διά να φέρη την «λεγάμενη», (η οποία, καθώς εσυμπέραινε μετά μεγάλης πιθανότητος η Γιάνναινα, θα ήτον αυτή εκείνη την οποίαν είχεν ιδή να προβάλη μίαν πρωίαν από την πόρταν του Βαγγέλη), έγειναν «το ένα τους» μαζί με την Σταυρούλαν, κ' εκήρυξαν πόλεμον κατά του Βαγγέλη και των σχεδίων του. Τώρα διά πρώτην φοράν επηγγέλλοντο ότι επίστευον εις την συγγένειαν της Σταυρούλας. — Ακούς! να διώχνη, ο πρόστυχος, την εξαδέλφη του, για να μας κουβαλήση εδώ την παληοπατσαβούρα!... Όθεν, μετά δύο ή τρεις ημέρας, ο λαγουτιέρης, βλέπων ότι «ουδέν ωφελεί, αλλά μάλλον θόρυβος γίνεται», εμάζωξε τα ρούχα του, επήρε την κασσελίτσαν του στον ώμον, το λαγούτο του υπό την μασχάλην, κ' επήγε να βρη, «την γυναίκα του, να νοικοκυρευθή». Τώρα έμεινεν η Σταυρούλα κυρίαρχος του δωματίου. Η ειρήνη φαίνετο πλέον βεβαία εντός της αυλής. Πλην αμέσως, την άλλην ημέραν, η Γιάνναινα κ' η κόρη της, η Μήτραινα, η Κατερνιώ, όλαι ευρούσαι ως πρόφασιν το σκούπισμα της αυλής, το λάλημα των πετεινών, ή ό,τι δήποτε, ήρχισαν πάλιν σφοδροτάτην καταφοράν εναντίον της ξένης. Ποτέ αυτή δεν ήκουσε τ' όνομά της. Όλα τα παρεγκώμια, όσα δεν υπήρχον εις κανέν εκδεδομένον λεξικόν, της έρριπτον κατάμουτρα. — Η κοτταρού, η κοκοτταρού, η κοκκουρού! ...η χαρχαλού, η πετειναρού!...η μουρλουλού, η ζουρλουλού!. . . Και όλος ο ατελείωτος ορμαθός των εις «ου». Την παρίστων μόνον ως αποτυχούσαν ερωμένην του λαγουτιέρη, η οποία δεν μπόρεσε να τον βαστάξη πλησίον της, κ' εκείνος της έφυγε... και καλά που έκαμε! Εν τοσούτω, μετ' ολίγας ημέρας, φθίνοντος Σεπτεμβρίου η Σταυρούλα άδειασε το δωμάτιον, και φαίνεται ότι ανεχώρησε πράγματι από τας Αθήνας. Δύο ή τρεις ημέρας πριν φύγη οι πετεινοί δεν είχον ακουσθή εις την αυλήν. Ολίγον μετά την αναχώρησίν της συναντά ο Βαγγέλης πλησίον εις την Βλασσαρού, όπου μετώκησεν, ένα από τους νοικάρηδες της κυρά Γιάνναινας και του λέγει: — Η δασκάλα πήρε τον διορισμό της, και μας έφυγε... πάει στα χωριά του Βώλου... Είδες δα, κ' εκείνη η Γιάνναινα, κ' η άλλαις εκεί, τι κόσμος! Πώς την εσκυλλόβριζαν άδικα την καϋμένη. Τότε μόνον διά πρώτην φοράν ηκούσθη ότι η «πετειναρού» ήτο δασκάλα. Ο άνθρωπος ακούσας είπεν αφελώς μέσα του: — Α! ήτον δασκάλα!... Γι' αυτό είχε τους κοκκόρους! Σε κανένα Τμηματάρχη θα τους κουβάλησε. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΥΛΙΣΜΟΣ Συγγραφεύς τις (3) παρατηρεί ότι το ανθρώπινον πνεύμα υπόκειται εις περιοδικάς εκλείψεις. Εις τοιαύτην δε έκλειψιν αποδίδει τας υφισταμένας σήμερον αμφιβολίας περί της υπάρξεως του Θεού. Εκλείπει και ο Ήλιος και όμως αναφαίνεται πάλιν λαμπρότερος. Το φωτοβόλον άστρον θέλει εξακολουθεί, ενόσω υπάρχει ο κόσμος, να διατρέχη τον ημερήσιον δρόμον του, και των θνητών η διάνοια θα στρέφεται αείποτε προς το θείον ως προς την μόνην αυτής ανάπαυσιν ή τον μόνον αγώνα. Τι είναι ο Ήλιος; διά τους μεν αίνιγμα, διά τους δε θαύμα· και η ιδέα του Θεού είναι διά τους μεν γρίφος, διά τους δε λαμπάς. Ο περιώνυμος Λιττρέ, αποθανών προ δύο μηνών εν Παρισίοις, και ο προ αυτού Αύγουστος Κοντ «δεν αρνούνται τον Θεόν, αλλά τον θέτουσι κατά μέρος». Εν τοσούτω ο Λιττρέ εβαπτίσθη και εκοινώνησε των μυστηρίων κατά τας τελευταίας του βίου αυτού στιγμάς. Λέγουσιν ότι η επίδρασις των κληρικών, της γυναικός και της θυγατρός του παρέτρεψεν αυτόν. Τι αποδεικνύει τούτο; ότι ο πενιχρός ούτος ανθρώπινος εγκέφαλος είναι ασθενέστερος ή ώστε να επιχειρή να αμφισβήτηση το θείον. Προ των σήμερον υλιστών, δαρβινιστών και θετικιστών υπήρξαν οι απαισιόδοξοι, οι ορθολογισταί και οι κριτικισταί· αλλά παρήλθον· προ αυτών ήσαν οι πανθεϊσταί, αλλά εξέλιπον. Παρέρχονται, κρύπτονται εν τη σκιά, αφανίζονται, αφού επί βραχύ τέρψωσι τους φιλοκαίνους και τους φιλαναγνώστας διά περιέργου συναυλίας λέξεων και γνωμών. Ο δε Χριστιανισμός έμεινε και θα μένη. Το αρνείσθαι την αιτίαν πράγματός τινος είναι τοσούτον άτοπον, όσον και το αρνείσθαι αυτό το πράγμα. Ήττον παράλογοι ήσαν οι παραδοξολόγοι εκείνοι φιλόσοφοι, οίτινες ηρνήθησαν απλώς την ύπαρξιν του κόσμου. Ο Αναξαγόρας όμως, όστις δεν ηδύνατο να συλλάβη τόσον αστείαν ιδέαν, είπε προ δισχιλίων ετών, ότι νους εδημιούργησε τα πάντα. Ο δε Σωκράτης, ότε ηρμήνευε προς τον Αριστόδημον την θαυμαστήν σκοπιμότητα των μελών του ανθρωπίνου σώματος, ουδέν άλλο έπραττε ή έθετε τας βάσεις της εν τη νυν χριστιανική επιστήμη λεγομένης &τελεολογικής αποδείξεως& της υπάρξεως του Θεού. Πνεύμα ευθύ, διάνοια υψηλή και ευρεία, ο όντως εκείνος φιλόσοφος ανεκάλυπτε φως, όπου οι πολλοί ευρίσκουσι σκότος. Μετείχε της ουσίας του αληθούς και μετέδιδον αυτής προς πάντας. Ο πόθος της μωράς επιδείξεως, η μανία του κενά εκάστοτε λέγειν, η δοκησισοφία, ο τύφος και η οίησις άγουσιν εις τας συγχρόνους αθεϊστικάς θεωρίας, αφ' ων τουναντίον απάγει η ειλικρινής και ακραιφνής φιλοσοφική ζήτησις της προ των οφθαλμών ημών κειμένης αληθείας. TΑ ΜΑΥΡΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΑ Σοβαρός και αρχαϊκός, γαλανός και ανοιχτοπρόσωπος, ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου, με τας πλατείας χειρίδας, την κεντητήν ζώνην, και τα στιλπνά πανωβράκια του, εσύχναζε καθ' εκάστην εις το Κιόσκι........εντός της σιδηράς πύλης του Κάστρου, και αντικρύ εις το μικρόν τζαμί, το οποίον ευρίσκετο διά τον τύπον εκεί, τάχα διά τας θρησκευτικάς ανάγκας του μοναδικού Αγά, όστις ευρίσκετο ως σημείον συνδέσμου και υποταγής εφ' όλης της νήσου. Εκεί εσυναθροίζοντο όλοι οι προεστοί, πρόκριτοι και δημογέροντες του τόπου, διά να καπνίζουν το μακρόν τσιμπούκι, να πίνουν το σερμπέτι, και να συζητούν, ως μεγάλα κεφάλια, τα συμφέροντα όλης της κοινότητος. Εσχάτως μόνον το σερμπέτι ήρχισε ν' αντικαθιστά ο καφές, τον οποίον εκόμισε πρώτος, επιστρέψας άρτι εκ της Βλαχίας και της Κωνσταντινουπόλεως, ο κυρ Αλεξανδράκης ο Λογοθέτης, μεγαλέμπορος και πρώτος προεστώς του Κάστρου. Συνήθως οι προεστοί ήσαν βραχύλογοι. Έσφιγγον τα χείλη, και δυσκόλως έφευγε λόγος το έρκος των οδόντων των. Έμεναν πάντοτε αμφίρροποι, και δεν εξεφράζοντο ποτέ αρκετά σαφώς διά παν ζήτημα. Ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου έλεγε μόνος του εις μίαν ημέραν τόσα λόγια, όσα δεν έλεγαν εις δέκα συνεδριάσεις όλοι ομού οι προεστοί. Πλην, με όλην την στωμυλίαν ταύτην, κανέν υποκείμενον δεν εσαφηνίζετο. Ούτε ο λέγων εφαίνετο να ηξεύρη ακριβώς τι έλεγεν, ούτε οι ακροαταί του ενόουν ευκρινώς τι ήθελεν ο αγορητής να είπη. Εκείνο το Σάββατον, οπού ο κυρ Δημητράκης επέστρεφεν οίκαδε περί την μεσημβρίαν, σοβαρός και γαλήνιος, σκεπτικός εις όλον τον δρόμον, είχε συζητηθή θέμα πολύ ευγενές εις το Κιόσκι, εις την συνάθροισιν των προεστών. Επρόκειτο περί παίδων αγωγής, και μάλιστα περί της διαγωγής των εφήβων και νεανίσκων, εκείνου του καιρού, μεσούντος του ΙΗ' αιώνος. Δύο ή τρεις νέοι, τας ημέρας εκείνας, από καλάς οικίας οπωσούν, είχον εκτραπή της ευθείας οδού και είχον εξοκείλει εις θορυβώδεις κώμους την νύκτα, με βιολιά και με λαγούτα, και με λίαν ζωηρά και ξανοιχτά άσματα. Μίαν λέξιν είχεν ειπεί μετά γενικότητος ο κυρ Αλέξανδρος ο Κονόμος. — Δεν πάμε καλά. — Ξωκείλαμε, επρόσθεσεν ο κυρ Φραγκούλης του Φραγκούλη. — Μπαττάραμε — πέσαμ' όξου, επέφερεν ο καπετάν Πέρρος ο Μαυρογιαλής. — Ο φόβος του Θεού έλειψε, συνεπέρανεν ο Σακελλάριος, ο παπά- Ζαχαρίας. Και ο κυρ Δημητράκης ήρχισε στωμύλος ν' αναπτύσση το ζήτημα. — Αδελφοί και πατέρες, ήρχισε με ύφος σχεδόν καλογηρικόν, πρέπει να ξέρουμε πως όλοι 'μείς είμαστε σα μια οικογένεια αγαπημένη, από πατέρα κι' από μάννα, όλοι αδέρφια είμαστε. Πατέρας μας είνε ο Θεός, μάνα μας είν' η γης. Και λοιπόν, επειδής είμαστε όλοι αδέρφια, με το να έχουμε όλοι ένα πατέρα, τον Θεόν, και μίαν μητέρα, την γης, πρέπει να είμεθα αγαπημένοι και τιμημένοι, ωσάν μία οικογένεια που είμαστε. Τι λέγει το ιερό Βγαγγέλιο; αγαπήσης τον πλησίο σου ως σεαυτόν. Επειδής ο πλησίος, ο γείτονάς σου, είνε αδελφός, με το να έχη ένα πατέρα, τον Θεόν, και μία μάννα, την γης, ήγουν θα πη πως είνε σαν αδερφός σου, σωστός αδερφός σου. Και τι λέγει πάλιν; Ό συ μισείς ετέρων μη ποιήσεις. Εταίρος, μου έλεγε ο Λογιώτατος ο γυιος μου, εταίρος θα 'πη σύντροφος, φίλος. Πώς μπορείς να κάμης κακό στον αδερφό σου, στον σύντροφό σου, στον φίλο σου; Ήγουν, διά να καταλάβετε καλά, πατέρες, τι λέγω, θέλεις εσύ νάρχωνται να κάνουν πατινάδες αποκάτω στα παράθυρά σου την νύκτα; — Δεν τα λες και τόσο βαθειά ελληνικά, καταλάβαμε, είπεν ο πρώτος λαλήσας, ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. — Αγκαλά, κυρ Δημητράκη, κι' ο γυιος σου, καθώς έμαθα, ο Αγάλλος ήταν από διαβάτ' κι' αυτός, είπεν ο Καπετάν Πέρρος, ήταν μαζί με το τσούρμο. — Ποιο τσούρμο, καπετάν Πέρρο· στο καράβι είν' ο νους σ'; — Μαζί μ' αυτούς που έκαναν την πατινάδα, ηρμήνευσεν ο παπά- Ζαχαρίας. Κ' εγώ τ' άκουσα, κυρ Δημητράκη. — Τι λες, παπά; — Το ναι, ναι, και τo ου, ου, επέμεινεν ο παπάς. Καλλίτερα να τα λέμε μπροστά, κυρ Δημητράκη. Να μη γνέφη τινάς οφθαλμώ μετά δόλου, λέγει ο σοφός Σολομών. Ο &ελέγχων& μετά παρρησίας &ειρηνοποιεί&. — Εγώ τώρα τ' ακούω αυτό, επανέλαβε κατηφής ο κυρ Δημητράκης. — Γιατί στερνά τα μαθαίνει όλα κείνος οπού έπρεπε πρώτος να τα ξέρη, είπεν ο παπάς. Και &έσονται οι πρώτοι έσχατοι.& — Ε! και τι να κάμη, σα σας ακούω και σας! έκραξεν ανυπόμονος ο Αλέξανδρος ο Κονόμος. Μπορεί να μνουχίση τον γυιο του; Κ' εκάγχασεν ολίγον φορτικώς [προπετώς]. — Καλλίτερα να τον πανδρέψη, είπεν ο παπάς. Έχουμε κορίτσια στο χωριό. Πώς σας φαίνεται η ανηψιά μου, η Ουρανίτσα του Θωμά Κουμπή; — Καλή και άξια, είπεν ο καπετάν Πέρρος. — Καλά θα τον πανδρέψω, είπεν αποφασιστικός ο κυρ Δημητράκης. Σου δίνω τον λόγον μου, παπά μου. Έτεινε την χείρα προς τον ιερέα. Είτα επήρε το τσιμπούκι του, και απήλθεν ορμητικός. Άκουσε τι σου λέει ο αφέντης σου, έλεγεν η γρηά Αρετή, η Δημητράκαινα, προς τον υιόν της, τον πρωτότοκον Αγάλλον. — Έδωκα τον λόγο μου στον παπά-Ζαχαρία, επανέλαβε πολλάκις ο κυρ Δημητράκης. — Κ' εγώ είχα ρίξει το μάτι μου στην κόρη της Γκλεξίτσας, στη Σκόπελο, επέμενεν άκαμπτος ο Αγάλλος. Ο Αγάλλος ήτο 22 ετών, υψηλός και εύμορφος, γαλανός, όπως ο πατήρ του. Είχεν αρχίσει από τριών ετών να κάμνη ταξείδια επάνω στον Ποταμόν, εις την Βλαχίαν, κ' εκείθεν είχεν επανακάμψει προ ολίγων μηνών, φέρων ολίγας εκατοντάδας φλωρίων, ως πρωτόλεια, εις τους γονείς του. Είχε κρατήσει πέντ' έξ διά να ευθυμήση με τους φίλους του. Πριν φθάση εις το Κάστρον, είχε ξεμβαρκάρη κατ' ανατολάς εις την αντικρυνήν νήσον, κ' εκεί είχεν ιδεί την ωραίαν, λεπτοφυή, ωχράν, λευκήν και σχεδόν μεταξωτήν, εις συγγενικήν οικίαν, διότι είχε πρωτεξαδέλφους εξ αγχιστείας, καθότι εγίνοντο τότε συχναί αγχιστείαι μεταξύ των εγκρίτων οικογενειών των δύο νήσων. Και ο Αγάλλος είχεν ερωτευθή την γαλαζοαίματην, την κιτρίνην και σχεδόν διαφανή κόρην. Ο κυρ Δημητράκης ήρχισε να διηγήται μακρόν συναξάρι περί υπακοής και απειθείας τέκνων και ότι «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων». Ο Αγάλλος μόλις ήκουεν. Η γρηά Αρετή πρόχνυ καθημένη, περιβάλλουσα με συμπεπλεγμένας χείρας τα δύο γόνατα, έσειεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν, ως να επέθετεν οξείας και περισπωμένας εις το λεκτικόν του συζύγου της. Τέλος ο κυρ Δημητράκης είπε: — Θέλεις νάχης την κατάρα μου; — Όχι, αφέντη, είπεν ο νέος. — Σου λέω έδωκα τον λόγο μου. — Κ' εγώ έδωκα την καρδιά μου. — Άκουσε τι σου λέει ο κύριός σου, παιδί μ', Αγάλλο μ', είπεν η Αρετή. — Τον ακούω, μάννα· μα, αν δεν είνε θέλημα Θεού, δεν θα γείνη. — Δεν σου είπα, &ευχαί γονέων στηρίζουσι&.... παιδί μου; επανέλαβε δευτέραν φοράν ο γέρος. — Μου το είπες, αφέντη· μα λέει κι' αυτό: «Πατέρες μερίζουσιν οίκους και ύπαρξιν τέκνοις· παρά δε Κυρίου αρμόζεται ανδρί γυνή». Αν και δεν ήτο τόσον σοφός όσον ο Λογιώτατος, ήξευρε ρητά. — Θα σε αποκληρώσω. Παρήλθον ολίγαι ημέραι. Είχεν εμβή η Μεγάλη Σαρακοστή, επανήρχετο η άνοιξις, κι' ο Αγάλλος ητοιμάζετο να πλεύση διά την Προποντίδα και τον Βόσπορον, κ' εκείθεν διά τον Δούναβιν. Όταν εζήτησε την πατρικήν ευλογίαν, ο κυρ Δημητράκης του είπεν: — Ας είνε, παιδί μου· εσύ θα με γεροκομήσης. Και όταν εφίλησε την δεξιάν της μητρός του, η Αρετή του είπε: — Τα χεράκια σου θα με θάψουνε. Διέτριψε μίαν εβδομάδα και πλέον εις την αντικρυνήν νήσον, όπου επήγε να επισκεφθή την μεταξωτήν κόρην την γαλαζοαίματην, την Γκλεζώ, θυγατέρα της Γκλεζίτσας, καταγομένης από το αίμα το Τσιρωνέικον, εξ ευγενών Βενετών φυγάδων. Την επαύριον, αφού εμίσεψεν ο Αγάλλος, ο κυρ Δημητράκης, όταν επήγεν, ως συνήθως, εις το Κιόσκι, εις το μέσον των προεστών, εστράφη προς τον παπά-Ζαχαρίαν τον Σακελλάριον και του είπε: — Σου δίνω, παπά, στην ανεψιά σου την Ουρανίτσα τον Λογιώτατον, επειδή ο Αγάλλος δεν ηθέλησε να μ' ακούση. — Καλά, κυρ Δημητράκη· ως επίτροπος της κόρης, σου λέγω ότι είνε δεκτόν. Ο Επιφάνιος ήτο δευτερότοκος υιός του Δημητράκη, τον οποίον αυτός είχεν επονομάσει Λογιώτατον, και το επίθετον αυτό εκόλλησεν επάνω του και του έμεινεν. Ο νέος είχε σπουδάσει στ' Αμπελάκια, στα Γιάννενα και κάπου αλλού, όπου τον είχε στείλει ο πατήρ του. Φαίνεται ότι ήτο καλός ελληνιστής, και πονήματά τινα κατέλιπεν, έμμετρα και πεζά, εξ ων έν μόνον φυλλάδιον είχε τυπωθή εν Βενετία, ζώντος του συγγραφέως. Εκείνας τας ημέρας έγεινεν η μνηστεία, και μετ' ολίγον καιρόν ο γάμος. Ο Επιφάνιος επήρε την γυναίκα του, κ' επήγεν ως διδάσκαλος εις την Ύδραν, όπου διέτριψεν έτη πολλά, μεταξύ του τέλους του ΙΗ' και της αρχής του ΙΘ' αιώνος, διδάσκων τα ελληνικά γράμματα. Υπέγραφε δε συνήθως Στέφανος (αντί του Επιφάνιος) Δημητριάδης. Εν τω μεταξύ ο Αγάλλος διέμεινεν επί πέντε έτη εις Βλαχίαν, κ' έγραφεν ανά δύο ή τρεις μήνας προς τους γονείς του, εις την νήσον. Πότε τα γράμματα παρέπιπτον κ' εχάνοντο, πότε έφθανον εις χείρας του πατρός του. Ο Δημητράκης, συνήθως, ούτε έστελλεν απάντησιν, και διότι είχε γογγύσει η καρδιά του κατά του Αγάλλου, και διότι δεν είχε πλέον γραμματικόν, όστις να του συντάξη επιστολήν. Ο Λογιώτατος έλειπε χρονικώς εις την Ύδραν. Εις τον ίδιον αυτόν Λογιώτατον δεν έστελλε γράμματα, αλλά μόνον στοματικά χαιρετίσματα, οπωσούν συχνά — διά μέσου αλιέων και σπογγοθηρών πλεόντων από του Σαρωνικού εις τας βορεινάς νήσους, και τανάπαλιν· κάποτε και διά μοναχών ταξειδιωτών, εξ Αγίου Όρους ερχομένων, οίτινες, αφού επεσκέπτοντο τα επί της νήσου Μονύδρια, την Παναγίτσαν της Κεχριάς την θαυματουργόν, την Καστριώτισσαν, τον Πρόδρομον τον Κρυφόν, τον άλλον τον Ασέληνον, κτλ., κατηυθύνοντο είτα εις Ύδραν, διά να ίδωσι τας εκεί μονάς και τους μονάζοντας, και είτα έφθανον μέχρι του Μεγάλου Σπηλαίου και της Αγίας Λαύρας, εις τα βορειοδυτικά του Μορέως. Όταν εις το τέλος των πέντε ετών ο Αγάλλος εκίνησεν από τον Ποταμόν διά να κατέλθη εις την Προποντίδα και εξέλθη εις την Άσπρην Θάλασσαν, ηγνόει πολλά άλλα πράγματα εν τω μεταξύ επισυμβάντα, αλλά και τον γάμον του Επιφανίου μετά της Ουρανίτσας. Και όμως εκ φήμης είχεν ακούσει ότι είς Λογιώτατος καλούμενος, νέος από βορεινήν νήσον προερχόμενος, ήτο διδάσκαλος εις την Ύδραν αλλ' η φήμη δεν ήτο αρκετά φωτισμένη, ώστε να τον πληροφορήση αν ο Λογιώτατος εκείνος είχε γυναίκα, και ποίαν και πόθεν. Ο Αγάλλος έφερε μαζί του όχι ολίγας εκατοντάδας φλωρίων αυτήν την φοράν. Μετά ένα μήνα από τον μισεμμόν του εκ της Βλαχίας έφθασεν εις τον ωραίον τόπον, εις την πατρίδα της φαρφουρίνης Γκλεζώς· εμελέτα να μείνη αυτόθι ολίγας ημέρας, είτα να πλεύση εις την πατρίδα του αντικρύ, να εξευμενίση τους γονείς του με πάσαν θυσίαν, να τους πείση να έλθουν εις τον γάμον [του] και να επανέλθη άγων αυτούς πλησίον της μνηστής του. Ο γάμος θα ετελείτο πανηγυρικώς, με τας ευλογίας του Θεού, δώδεκα παπάδων, από δώδεκα ενοριακάς εκκλησίας, και των γονέων, και της πενθεράς του της Γκλεζίτσας, και τόσων άλλων παρανύμφων, κηδεστών, αγχιστέων και φίλων. Όταν απεβιβάσθη ο Αγάλλος, κ' επάτησε τον πόδα εις την ξυλίνην αποβάθραν της ανόρμου εσοχής [αγκάλης] του αιγιαλού — την κατεσκεύαζον [την αποβάθραν] ξυλίνην επειδή κατά χειμώνα τα κύματα του βορρά την κατέστρεφαν, και πάσαν άνοιξιν την ανεκαίνιζον πάλιν — αόριστον νέφος λύπης και κατηφείας (του εφάνη ότι) επεπόλαζεν (επλανάτο) εις όλην την παραθαλάσσιον. Τα πρόσωπα, όσα άλλοτε έτρεχον μετά χαράς να τον υποδεχθώσι και να τον χαιρετήσωσι, σκαιά και ψυχρά, δεν έτρεχον μετά προθυμίας εις συνάντησίν του. Δύο ή τρεις γνώριμοι, φίλοι, ή συγγενείς της μνηστής του, του είπον «καλώς ώρισες» με μελαγχολικόν τινα τρόπον, ως να τον ώκτειρον. Εφαίνοντο ότι εις πέντε έτη όλοι οι νέοι είχον γηράσει, ως να είχε παρέλθει εικοσαετία, και όλοι οι ωρίμου ηλικίας είχον γείνει ψυχροί και δύσκαμπτοι, ως παγωμένα σκέλεθρα. Ο Αγάλλος υπωπτεύθη ότι η μνηστή του τον είχεν αρνηθή, και είχε προτιμήσει άλλον. Ησθάνθη εις το στήθος του αιφνίδιον πλήγμα ως δικόπου μαχαίρας· η μία ακωκή τον έπληττεν εις το αίσθημα, η άλλη — ήτις πιθανόν να ήτο και η οξυτέρα εις την φιλαυτίαν του. — Τι γίνεται το Γκλεζώ, καλά είνε; ετόλμησε να ερωτήση τον κυρ Φόλην, ένα θείον της κόρης, όστις ήτο συγχρόνως και του ιδίου συγγενής, από την παλαιοτέραν αγχιστείαν, ήτις προυπήρχε μεταξύ των οικογενειών των. — Έ, υπομονή, κουράγιο· τι να κάμουμε; είπεν εις απάντησιν ο γέρο- Φόλης. — Τι υπομονή, κουράγιο; επανέλαβεν εν απορία ο Αγάλλος. — Αυτά έχει ο κόσμος, απήντησεν ο Φόλης. — Το ξέρω, είπεν ο Αγάλλος· μόνο πες μου τι τρέχει; — Ζωή σε λόγου σου, είπε πάλιν ο άλλος. — Πέθανε το Γκλεζώ; — Δεν απέθανε ακόμα· πεθαίνει. Τω όντι η νεάνις έπνεε τα λοίσθια. Ωχρά, διαφανής, μεταξωτή, είχε κρυολογήσει εις την εξοχήν το περασμένον φθινόπωρον, όπου επήγε κ' έμεινε δύο-τρεις ημέρας εις το ιδιόκτητον καλύβι της οικογενείας, εκ φιλοτιμίας βοηθούσα τας εργατίνας εις το μάζεμμα των ελαιών, ακόμα και υπηρετούσα εις την έκθλιψιν του ελαίου, εις το πατητήρι, το οποίον υπήρχεν εις το κατώγι της μικράς επαύλεως. Δεν ήκουε τας νουθεσίας της μητρός της, ήτις την είχεν ακριβήν και πολυζήτητον. Είχεν ακούσει ότι, εις την άλλην νήσον, εις την πατρίδα του αρραβωνιστικού της, δεν το είχαν εις εντροπήν αι γυναίκες των καλλιτέρων οικογενειών να βοηθώσιν εις τοιαύτας εργασίας, κ' εφιλοτιμείτο να τας μιμηθή, διά να δείξη εις την πενθεράν και τας ανδραδέλφας της όταν έμελλε να πλεύση με τον Αγάλλον αντικρύ, στο Κάστρον ότι αυτή, ας ήτον και γαλαζοαίματη, επεθύμει να είνε χρήσιμος και εργατική, όπως εκείναι. Τέλος επέστρεψεν εις την οικίαν άρρωστη. Η μήτηρ της, ανήσυχος, την επεμελήθη τρυφερά, Όλαι αι γιάτρισσαι της πόλεως με τα φάρμακα και τα ματζούνια ετέθησαν εις ενέργειαν. Αλλ' η φύσις δεν εβοήθει, και η κόρη εχειροτέρευε. Παρήλθεν ο χειμών, και ήλπιζεν η Γκλεζίτσα ότι με την ανατολήν της ανοίξεως (ετρώθη το φθινόπωρον, εισέβαλεν ο χειμών) θα εδυνάμωνεν η μεταξωτή κόρη. Εις μάτην. Η γλυκεία νεάνις εχειροτέρευεν, απήρχετο το περίβλημα, κ' εγίνετο ψυχή. Και τέλος, τον Απρίλιον εκείνον, ολίγον μετά το Πάσχα, όταν έφθασεν ο Αγάλλος, το άνθος εφυλλορρόησε, κ' έγειρε, κ' εμαράνθη. Αφού έκλαυσεν ως παιδίον, κ' εθρήνησεν ως γυνή ο Αγάλλος, κ' έβρεξε με δάκρυα το χώμα, δευτέραν και τρίτην ημέραν μετά την ταφήν, συγχρόνως είπε μέσα του: — Δεν πάω εγώ τώρα ν' αρραβωνισθώ την Ουρανίτσα, διά να πάρω την ευχή των γονέων μου; Ιδού φως φανερά, καθώς είπεν ο πατέρας, δεν ημπόρεσα να θεμελιώσω σπίτι χωρίς την ευχή τους. Ο γέρο-Φόλης και οι συγγενείς της τεθνεώσης τον ελυπήθησαν, και του είχαν ναυλώσει πέραμα διά να τον στείλουν πέραν, να υπάγη να λησμονήση, να παρηγορηθή, και να μην υγραίνη καθημερινώς το χώμα του νεοσκαφούς τάφου. O Αγάλλος τους απεχαιρέτησεν, απεβιβάσθη, και εις ολίγας ώρας έφθασεν εις την γενέθλιον νήσον. Απεβιβάσθη εις το Ξάνεμον, εις ένα βορειανατολικόν λιμένα· εβάδισε δύο ώρας, συνοδευόμενος από δύο αγωγιάτας με τας ημιόνους των, φέροντας την μικράν αποσκευήν του, κ' έφθασεν εις το Κάστρον. Η αύρα της θαλάσσης εφάνη σώτειρα και υγιαντική. Επαρουσιάσθη εις τους γονείς του, κ' είπε: — Καλά μου λέγατε, δεν μπορεί να θεμελιώση τινάς απάνω στην άμμο. Το Γκλεζώ πέθανε. Λοιπόν, αφέντη, είμ' έτοιμος με την ευχή σου να πάρω την Ουρανίτσα· ιδού λάβε το δακτυλίδι να της στείλης δι' αρραβώνα. — Τι λες, παιδί μου; Η Ουρανίτσα τώρα έχει δυο παιδιά, ανήψια σου. Βρίσκεται στην Ύδρα με τον αδερφό σου. — Τον αδερφό μου... Την επήρε ο Μπιφάνης γυναίκα; — Τι ήθελες να κάμω; Αφού είχα δώσει τον λόγο μου...Δεν με άκουσες εσύ, ο Μπιφάνης έκαμε υπακοή. Και πάλιν ο Αγάλλος ησθάνθη κρυφίαν ανασκίρτησιν εις το φανερόν, εκρέμασε το κεφάλι κ' είπε: — Καλά, τα γενόμενα ουκ απογίνονται. Εξήλθε να περιπατήση ανά τα στενά σοκάκια του Κάστρου, διέσχισε κατά μήκος τας συνοικίας, έφθασεν έως της Αναγκιάς το κανόνι, εις την υψηλήν βορειοτέραν άκραν, και μέσα του εμελετούσε κ' έλεγε: — Καλά, εγώ τώρα τι να κάμω; Ή πρέπει να βρω νύφη ή να καλογερέψω. Εστάθη πολλήν ώραν εκεί, εκάθισεν επί της ουράς του μακρού πελωρίου κανονίου, ρεμβάζων, αγναντεύων το βαθύ γαλανόν πέλαγος, και τα άσπρα πετρώδη νησιά, κατοικίας των θαλασσαετών και των γλάρων, ακούων τον ρόγχον των κυμάτων εις τους πόδας του Κάστρου, όπου είνε γιγαντιαίος μονοκόμματος βράχος με δέκα σπιθαμές χώμα στρωμένον επί της κορυφής και της κυματοειδούς πτυχής του, ως πεντακοσίας οργυιάς ύψος από της θαλάσσης. Έβλεπε πλήθος παιδιά να παίζουν εις το χείλος του κρημνού, χωρίς φόβον και χωρίς έν εξ αυτών να κυλισθή ποτέ τον κατήφορον. Άλλα, ως είδος παιδικής γυμναστικής, κατωλίσθαινον εις την Γλίστραν, ήτις κατήρχετο διαγωνίως εκεί προς χαμηλόν επίπεδον, σχεδόν σύρριζα στον κρημνόν· πέτρα πελεκημένη, λεία, ως πέντε οργυιάς τo μήκος το κατωφερές. Άλλα [πάλιν] προσέπαιζον εις την Αλτανού, την μυθώδη Σπηλιάν, ήτις ήτο αντικρύ επί της πρώτης νησίδος, αποτείνοντα τας ειθισμένας ταύτας ερωτήσεις, και δεχόμενα της Ηχούς τας αμυδράς και παλμώδεις απαντήσεις: — Αλτανού! — Ου ου ου; — Έχεις παιδιά; — Α α α! (Το πρώτον είνε ως αποκριτικόν επιφώνημα, κατά την διάλεκτον των Πηλεορειτών μάλλον, όχι των νησιωτών ισοδυναμεί με το ε ε έ! το ειθισμένον παρ' άλλοις. Το δεύτερον είνε καταφατικόν αντί του ναι). Εκεί καθώς έστρεφεν ο Αγάλλος το βλέμμα, μίαν [φοράν] έξω προς το πέλαγος και μίαν προς το έσω του Κάστρου, έν παράθυρον από μίαν οικίαν, αντικρύ στο κανόνι, ηνοίχθη με τριγμόν, ως εξ εσκωριασμένων στροφέων εκ της υγρασίας του Βορρά και της ανερχομένης διηνεκώς άλμης των κυμάτων εις την θαλασσογείτονα εκείνην ακτήν, όπου διηνεκώς διεξήγετο η πάλη των στοιχείων. Ο Αγάλλος έστρεψε το βλέμμα, και είδεν ωραίαν όψιν νεαράς γυναικός, της οποίας το βλέμμα επί στιγμήν έπεσε τυχαίως επάνω του. Η νεάνις εστερέωσε ταχέως τα παραθυρόφυλλα επί του τοίχου, με τους συνήθεις σιδηρούς μύλους (τα στηρίγματά των), και απεσύρθη τάχιστα εις το έσω της οικίας. Δεν την είδε πλέον, αν και πολλάκις επανέφερε προς τα εκεί το βλέμμα. Συγχρόνως μία γρηά κυρτή επέρασεν έμπροσθέν του, τον εγνώρισε, και του είπε: «Καλώς ώρσες». Ο Αγάλλος την ενθυμήθη. — Δεν είσαι η Μανιά; της είπε. Το Γηρακώ της Κατερίνας, που σε λένε κοινώς Μανιά; — Ναι. — Δεν μου λες, Μανιά, ποια είν' αυτή η κόρη που βγήκε τώρα, κι άνοιξε το παραθύρι κείνο; — Είνε η Λ.... της Μ... — Πανδρεμμένη; — Αρραβωνιασμένη οχτώ χρόνια. — Πώς αυτό; — Ο Γιαννάκης ο Δράκος, ο πειστικός της, βρίσκεται στο Μισήρι· εκεί είνε πραμματευτής. — Α! Ο Αγάλλος διελογίσθη, και ανεπόλησεν. Ενθυμήθη τον Γιαννάκην τον Δράκον, εκείνον που έλεγεν η γρηά. Παιδιά ήσαν συμμαθηταί εις το σχολείον του Αλεξάνδρου του Δασκαλάκη, όπου εμάνθανον ομού τα κολλυβογράμματα, εκείνος δε ήτο ως δυο χρόνια πρεσβύτερος αυτού. Τώρα είχε τόσα χρόνια να τον ιδή, όσα είπεν η Μανιά, και σχεδόν τον είχε ξεχάσει. — Και την έχει αρραβωνιασμένην; Επανέλαβε κάπως ένθερμος ο Αγάλλος. — Εδώ και δέκα χρόνια. — Και βρίσκεται στο Μισήρι; — Σου είπα, στο Μισήρι. — Και δεν ξαναήρθε από τότε που «έδεσαν της πανδριές;» — Δεν ξανάρθε, παιδάκι μ'. — Και δεν της στέλνει γράμματα; — Κάποτε της έστελνε. Ύστερα έπαψε. Θαρρώ πως έχει καιρό να λάβη γράμμα. — Κι' αυτή τον καρτερεί ακόμα; — Τον καρτερεί. — Ως πότε; — Αχ, παιδάκι μ', μη μ' ερωτάς πολλά. Η 'πομονή πούχουμε ημείς η γυναίκες είνε μεγάλο πράμμα. — Καλά, να με συμπαθάς, Μανιά, είπεν εν συναισθήσει ο Αγάλλος. Είτα μετά μίαν στιγμήν, ευθύμως την ηρώτησε: — Είσαι γειτόνισσα εδώ κοντά; — Είμαι, παιδάκι μ'. Το σπιτάκι εκείνο, που βλέπεις δίπλα, είνε το δικό μου. Παραθύρι με παραθύρι σμίζουμε. Άνδρας μπορεί να πηδήση το χάσμα ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Βεβαίως τυχαίως τα έλεγεν αυτά η Μανιά. Αλλ' ήτο ως να έρριπτε προσανάμματα εις την σκέψιν ή την επιθυμίαν του νέου. Ο Αγάλλος απεχαιρέτησε την γραίαν, και κατήλθεν εις την πατρικήν οικίαν του, εις την χαμηλήν πτυχήν του εδάφους, ανάμεσα εις τον Χριστόν, την Παναγίαν την Πρέκλαν, και τον Άι-Νικόλαν, όπου ήσαν όλα τα αρχοντόσπιτα. Την επαύριον διωργάνωσε μικρόν κώμον ανά την υψηλήν συνοικίαν της Αναγκιάς, όπου αυτοσχεδίασε ολίγα δίστιχα, και τα έμαθεν εις τους συγκωμαστάς του να τα τραγωδήσουν υπό τα παράθυρα της Λ... Από το Κάστρο ως τη Βλαχιά στης Αναγκιάς το τόπι δεν είνε χώρες και χωριά, όρη, βουνά και τόποι. Για σε πονεί η καρδούλα μου, και στο Μισήρι μη διαβής, κι' ο νους σ' εδώ να μένη, ψυχή λησμονημένη. Μετά δύο ή τρεις ημέρας εσχεδίασεν εκδρομήν, μετά δύο ή τριών φίλων του, εις τα έξω, προς τ' ανατολικά μέρη της νήσου. Εκεί, αφού ελειτουργήθησαν εις τον Πύργον, όπου ήτο παλαιόν σεβάσμιον παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του θεολόγου, εστρώθησαν εις την βρύσιν της Αβρακής, ολίγον ανήφορον υψηλότερα, εις τ' άνω του ρεύματος, κ' έφαγαν εκεί ένα πετεινόν ψημένον στην σούβλαν, κ' ήρχισαν να λέγουν το άσμα. Εκεί κατά περίεργον σύμπτωσιν παρουσιάζεται η γρηά Μανιά. Φαίνεται ότι είχεν υπάγει, εν συνοδία με άλλας γυναίκας εκεί, διά ν' ανάψουν τα κανδήλια και διά να ίδουν τα εκεί κτήματα, χωράφια έρημα, όπου τα κατεπάτουν εν ακολασία οι γείτονες Α ή Β. — Ώρα καλή σας, παιδάκια μ'. Πετεινό φάγατε; Εύχομαι, Αγάλλο, αρχοντόπουλό μου, γλήγορα να τον φας κι' αγκαλιαστόν με την κόττα. Τούτο εσήμαινεν ευχήν περί προσεχούς αρραβώνος ή γάμου. — Απ' το στόμα σ' κη σ' Θεού τ' αυτί, είπεν ο Αγάλλος, επειδή εμβήκεν αμέσως εις το νόημα. Η γραία έπαιζε τα μάτια της, ένευε δε πονηρώς ότι κάτι ήθελε να του πη. Ο Αγάλλος εύρε πρόφασιν, και απεμακρύνθη δεκαπέντε βήματα από την συντροφιάν του, έφθασε δε εις πυκνήν λόχμην, δίπλα εις μικρόν ρυάκιον, το οποίον έσκαζεν επί του όχθου, εις τους πόδας του βράχου, κ' εκεί εκάθισεν εν ρεμβασμώ, τάχα διά να εύρη δροσιάν και πρόσκαιρον μοναξίαν. Η γρηά Μανιά, όπου ήξευρε καλώς τα μονοπάτια, επήγεν από άλλον δρομίσκον και τον εντάμωσε. — Καλώς σ' ηύρα, γυιόκα μ'. Τα είπα της Λ.... — Τι της είπες; — Τα όσα μούπες. — Δεν σου είπα να της πης τίποτε. — Κ' εγώ δεν της είπα τίποτε παραπάνω. Το πως αρωτούσες γι'αυτήν, και τον πειστικόν της, και πως τον καρτερεί δέκα χρόνια, πότε ν' άρθη. — Και τι άλλο θα της πης, γρηά Γηρακώ; — Το πως ο Αγάλλος είνε καλός απ' τους καλούς, πρώτο σόι. Και τι μαντάτα έχει απ' τον Δράκον, που τον απαντέχει χρόνους και καιρούς. — Τι μαντάτα; ηρώτησεν ο Αγάλλος, παρανοήσας την φράσιν της γραίας. — Τι διάφορο έχει, μαθές. Φωτιά π' τον ε!.. Πέτρα έρριξε πίσω, αγυρισιά του γείνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα, μήτ' απηλογιά. Την νύκτα, όταν επέστρεψαν εις το Κάστρο οι ευφημούντες φίλοι, πατινάδα ηκούσθη πάλιν περί την συνοικίαν της Αναγκιάς. Μεταξύ των ψαλέντων ασμάτων ο Αγάλλος αυτοσχεδίασε το εξής: Στην Αφρική είν' ένα νερό, καινούργιο συντριβάνι· ποιος έχει αγάπη στην καρδιά ας πα να πιη να γιάνη. Την πρωίαν εις το Κιόσκι μακρός λόγος έγεινεν εις το σύνηθες συμβούλιον των προεστών, σχετικώς με την διαγωγήν της νεολαίας, και μάλιστα περί του άρτι παλινοστήσαντος υιού του κυρ Δημητράκη. — Ακούστε να σας πω, άρχοντες, είπεν ο κυρ Φραγκούλης του Φραγκούλη, οι νέοι τούτου του καιρού άλλαξαν πλέον τα φερσίματά τους και την διαγωγή τους. Όσοι μας έρχονται από της Βλαχίες, κι' από άλλα μέρη, έμαθαν εκεί άλλα καμώματα, κι' άλλους τρόπους, κι' αυτά τα καμώματα τα μαθαίνουν και στους άλλους συνομιλήκους τους, τους εδώ. Τι τα θέλετε; Αυτό είνε πράμμα που κολλάει σαν ψώρα. Μια ψιλή σκέπη, μια τσίπα, είνε όλη του ανθρώπου η ντροπή. Άμα πάη η τσίπα, πάει πλέον ηθική και γνώση. Οι νέοι μας αθετούν την Διαθήκην, καθώς λέει ο σοφός Σολομών. Είνε ασύνθετοι και άσπονδοι. — Έτσ' είνε, κυρ Φραγκούλη, είπεν ο καπετάν Πέρρος ο Μαυρογιαλής. Μπάττ' αποδώς, μπάττ' αποκεί, το καράβι πέφτει όρτσα λαμπάντα. Ένα παγανίδι χρειάζεται μοναχά, για να το καϊνατίση. — Και τι θα πη ασύνθετοι και άσπονδοι, κυρ Φραγκούλη; ηρώτησεν ο παπά-Ζαχαρίας. Βαθειά ελληνικά μας είπες σήμαρε. Κι' ο Λογιώτατος, ο γυιός του συμπέθερου εδώ (δείξας τον κυρ Δημητράκην), βρίσκεται στην Ύδρα, δεν είν' εδώ για να μας τα εξηγήση. — Ασύνθετοι είνε κείνοι που δεν στέκουν στον λόγον τους, παπά- Ζαχαρία· και άσπονδοι είν' εκείνοι που δεν θέλουν να παραδεχθούν όρκους και συμφωνίες. Κι' αν θέλης να ξέρης, παπά μου, άκουσε τι λέει ο Εκκλησιαστής: «Τον καθαιρούντα φραγμόν δήξεται αυτόν όφις»· όποιος χαλνάει φράχτη το φίδι θα τον φάη. — Και ποιον φράχτη, σε παρακαλώ, κυρ Φραγκούλη, χάλασ' ο γυιός μου; — ηρώτησε με πείσμα ο κυρ Δημητράκης — γιατί ενόησα καλά, μη μου το αρνείσαι, πως τάχεις με το γυιό μου. — Ένας αρραβώνας μιας κόρης είνε φράχτης, είπεν ο Φραγκούλης. Η Λ... είνε αρραβωνιασμένη με τον Γιαννάκη τον Δράκο, ο γυιός σου πάει και της κάνει πατινάδα, απέναντ' απ' τα παραθύρια της, και λοιπόν θέλει να χαλάση τον φράχτη. — Λοιπόν ακούσατε, πατέρες και αδελφοί, επήρε δρόμον να είπη ο κυρ Δημητράκης, ο γυιός μου ο Αγάλλος παγαινάμενος εις την Βλαχία, δεν ηθέλησε να πάρη 'κείνην που του έλεγα, θυμάσθε· εγώ πάλι ως καλός γονιός της έδωκα τον γυιό μου τον Λογιώτατο. Επιστρέφοντας ο γυιός ο μεγάλος από την Βλαχία, και πηγαινάμενος στην Σκόπελο, ηύρε 'κείνην που ήθελε να πάρη του κεφαλιού του πεθαμμένη, κ' ήλθεν εδώ με πένθος μεγάλο και με λύπησι, κ' επειδή τον έπιπτεν η συνείδησίς του, ήθελε να κάμη τον λόγο μου, να πάρη την Ουρανίτσα, μη ξεύροντας πως εγώ την είχα δώσει του γυιού μου του Λογιωτάτου. Και τότε ο Αγάλλος για να ξεχάση τον καϋμόν του, ως νέος που είνε, έκαμε ζέφκι, όξ' απ' το Κάστρο, με τους φίλους του, και πηγαινάμενοι στην Αβρακή έφαγαν κ' ήπιαν, και στο γυρισμό τους θα είπαν κάν' δύο τραγούδια μέσ' το χωριό την νύκτα. Τώρα, αν τα τραγούδια τα είπαν αποκάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής, ελπίζω ότι θα πέρασαν κάτω από πολλά παραθύρια κ' ετραγούδησαν. — Κ' έπειτα εκεί στης Αναγκιάς, επρόσθεσεν ως καλός εμβαλωματής και ως ισοπεδικόν εργαλείον (μιστρί) ο παπά-Ζαχαρίας, εκεί πάνω είνε ψηλά, ξέφαντο το μέρος. Βέβαια εκεί θα εσταμάτησαν διά ν' αναψυχθούν και αναπνεύσουν πελαγίσον αέρα. — Για σου, παπά-Σακελλάριε, είσαι βλέπω καλό μιστρί, είπεν ο κυρ Πέρρος. Ακόμα και για μαλαχτάρι να σ' είχα θα μου έκανες, αν είχα για πιλάγωμα το καράβι, στο καρινάγιο. — Ως τόσον, εγώ σας υποσκέβομαι, ανίσως κ' έγεινε παρατιμωνία, όπως θα έλεες του λόου σου, καπετάν Μαυρογιαλή, πως δεν θα ξαναγείνη. Το δειλινόν, όταν είδεν ο Δημητράκης τον υιόν του, του είπε: — Άκουσα, κυρ Αγάλλο, πως πήγες κάτ' απ' τα παράθυρα καποιανής, κ' έκαμες πατινάδα. Τώρα δεν είσαι μικρός, είσαι μεγαλείτερος απ' τον αδερφό σου τον νοικοκυρεμμένο. Κοντεύεις να τριανταρίσης. — Αλήθεια, αφέντη, είπεν ο Αγάλλος. Και όταν ενύχτωσε, διηυθύνθη διά πλαγίου δρομίσκου προς το μέρος της Αναγκιάς. Εκεί ηύρε μίαν θύραν ανοιχτήν και εισήλθεν. Ήτο μικρά οικία ανώγειος, όπου εκατοίκει το Γηρακώ της Κατερίνας, η λεγομένη Μανιά. Ήτο χήρα και ατεκνωμένη, κ' ενδιεφέρετο δι' όλας τας αλλοτρίας υποθέσεις, και μάλιστα διά πανδρολογήματα, προξενιές, κ' ενίοτε ανδρογυνοχωρισιές. — Καλή σπέρα, Μανιά. — Καλώς το παιδί μου. — Αυτό είνε το παραθυράκι που έλεγες; — Ναι. — Όπου μπορεί ένας άνδρας να πηδήση; — Αυτό. — Ο πατέρας μου τώρα μου είπε πως «πήγα από κάτ' απ' τα παραθύρια καποιανής», και δεν ξέρω πώς, μου ήρθε στο νου αυτό το παραθυράκι, που μου είπες την πρώτη βραδειά που ενταμωθήκαμε. Μπορεί, λες, να το πηδήση ένας άνδρας; — Μπορεί. Ο Αγάλλος έδωκεν έν νόμισμα εις την γραίαν. Εκείνη επήγε ν' αγοράση τρόφιμα από το πλησιέστερον καπηλείον. Εις το διάστημα οπού έλειψεν η Μανιά, επί δέκα λεπτά, ο αποφασιστικός νέος περιειργάσθη με βαθείαν προσοχήν το αντικρυνόν παράθυρον, διαγωνίως κείμενον, καθότι αι δύο οικίαι έσμιγον καθ' οξείαν γωνίαν. Αλλ' όμως ήτο κλειστόν. Εσχεδίασε πώς ήτο δυνατόν ν' ανοίξη. Διά βίας, ή διά δόλου. Διά ρήξεως ή κάλλιον δι' απάτης: λόγου χάριν, αν η γραία έκραζε με κλαυθμηράν φωνήν την νεαράν της γειτόνισσαν, και την παρεκάλει ν' ανοίξη, διά να της ζητήση, ως εν ώρα ανάγκης, κάτι, οίον έν πυρείον διά ν' ανάψη το σβυσμένον κανδήλι, επειδή ήτο παράωρα, κ' είχε λησμονήσει ν' αγοράση ενωρίς. Η Μανιά επέστρεψε, φέρουσα τα οψώνια. Ο νέος εδείπνησε μαζί της, κ' έμειν' εκεί μέχρι πρώτου λαλίσματος του πετεινού. Όλα τ' ανωτέρω υποδειχθέντα, τα είχε σκεφθή η γραία πολύ πρωιμώτερα και λογικώτερα ή ο Aγάλλος. Η Λ... εις τας πρώτας εξηγήσεις της Μανιάς είχεν απαντήσει πολύ ψυχρά, είπε δηλαδή ρητώς ότι αυτή ανήκεν εις τον αρραβωνιστικόν της και ποτέ δεν θα έπαιρνε άλλον, αν εκείνος την εγκατέλειπεν. Η Μανιά εξύπνησε την γειτόνισσάν της πρόωρα, με επικλήσεις και φωνάς πόνου. Εκείνη εξύπνησε, την ελυπήθη, και ήνοιξε το παράθυρόν της. Η γραία της εζήτησε με κομμένην φωνήν «ένα κόμπο ρακί» να βάλη στο στόμα της, διά «να πιασθή η ψυχή της», επειδή της είχε «λυθή ο αφαλός της» από ένα «σφάχτην», δριμύν πόνον που την έπιασεν έξαφνα σ' όλα τα σωθικά της, από το «χουλιαράκι» της και κάτω. Ήξευρε καλώς ότι της ευρίσκετο ρακί. Είχε διά πούλημα στο σπίτι, επειδή έκαμνε πολύ ρακί απ' τ' αμπέλι της. Έζη μοναχή, με την παραλυτικήν μητέρα της, ήτις δεν της εχρησίμευεν ειμή διά συντροφίαν, και διά να έχη άνθρωπον, τον οποίον να υπηρετή, διότι άλλως η ζωή της θα ήτο κακή και έρημος. Την πρωίαν άμα τη ανατολή του ηλίου ηκούσθη εις όλον το χωρίον, ότι ο Αγάλλος είχε «χαλάσει τον φράχτην», όπως έλεγεν ο Φραγκούλης. Ο φράχτης ήτο το παράθυρον, το οποίον διεσκέλισε και υπερεπήδησεν. Όλον το Κάστρον εβόησε κατά του τολμητίου. Ο νέος το είχε πράξει με «καλήν προαίρεσιν», καθώς τον εδικαιολόγει εις την συνέλευσιν του Κιοσκίου, αυθημερόν, ο πατήρ του. Ήτο ανάγκη να εκθέση οπωσούν εις τα όμματα και τα στόματα του κόσμου, ώστε ν' αποφασίση οψέποτε αύτη να εγκαταλίψη τον άκαρπον μνηστήρα, όστις εμπορεύετο εις την Αίγυπτον καιρούς και χρόνια, και είχε ρίξει «πέτραν οπίσω του», όπως έλεγεν η γρηά το Γηρακώ, η Μανιά, και είχε γείνει αγυρισά του — φωτιά π' τον ε! — και δεν της έστελλε «γράμμα μήτ' απηλογιά». Την άλλην ημέραν, ήρκει να έλεγεν η κόρη το Ναι, αυτός θα την εστεφανώνετο «αποκάτω απ' τα στέφανα των Προφητών, καταμεσής στον ναόν του Χριστού, εν πομπή και παρατάξει». Και ούτως θα έμελλε βεβαίως να γείνη, εάν η Θεία Πρόνοια δεν ωκονόμει άλλως τα πράγματα. Την πρωίαν της άλλης ημέρας εξημέρωνε Κυριακήν, και έκπαγλος είδησις ηκούσθη ανά το χωρίον. Ο Γιαννάκης ο Δράκος, ο ξενητευμένος αρραβωνιστικός της Λ..., έφθασε κάτω εις τον μεσημβρινόν λιμένα, εις την άλλην πλευράν της νήσου, όπου ήτο επίνειον, με ολίγα νεώρια και μαγαζεία. Την είδησιν έφεραν εκείθεν ελθόντες κάτοικοι του Κάστρου, όπου είχον καταβή διά να πωλήσουν κηπουρικά προϊόντα, τρεις ώρας δρόμον, από τα Μποστάνια, τα κείμενα κατά την δυτικήν πλαγιάν, αριστερόθεν του Κάστρου. Πώς ο Γιαννάκης δεν ήλθε μίαν ημέραν πριν, προτού να πηδήση ο Αγάλλος το παράθυρον; Και πώς δεν έφθασε μίαν ημέραν ύστερον, αφού την Κυριακήν ητοιμάζετο να στεφανωθή ο Αγάλλος, εν πομπή και παρατάξει αποκάτω από το στεφάνι των Προφητών, καταμεσής στον ναόν του Χριστού; Γράφει [λοιπόν] ο Θεός δράματα; Ο Αγάλλος το έμαθε, κ' έμεινεν εμβρόντητος επ' ολίγας στιγμάς. Ταχέως όμως συνήλθε, κ' έτρεξε να εύρη τον παπά-Ζαχαρίαν, τον Σακελλάριον. Ο σκοπός του ήτο να κατορθώση να τελεσθή ο γάμος πριν φθάση η είδησις διά τον ερχομόν του Δράκου εις τα ώτα της Λ... και πριν αυτός φθάση στο Κάστρον. Τούτο θα ήτο απηλπισμένον και σπασμωδικόν διάβημα, και αν δεν είχε μάθη η κόρη τον ερχομόν του μνηστήρος. Αλλ' όμως, και τούτο ουδέν το παράδοξον, η Λ... είχε μάθει την είδησιν ακριβώς δέκα λεπτά πριν την μάθη ο Αγάλλος. Διότι δεν υπήρχε μόνη η Μανιά γραία εις το χωρίον. Ήτο η γρηά Κομνιανάκαινα, κατοικούσα εις μικράν καλύβην αμέσως εντός της πύλης του φρουρίου. Αυτή πρώτη ήκουσε το μαντάτον από τους δύο παραγυιούς του κηπουρού, του Κωνσταντή του Άγγουρα, οπού εμβήκαν το βράδυ στο Κάστρον. Όχι ότι εις αυτήν πρώτην το είπαν, αλλ' αυτή πρώτη το ήκουσε, πριν καταλάβη καλά ο πορτάρης της σιδηράς πύλης, εις τον οποίον το είπαν. Ευτυχώς δεν ήτο τελείως κωφή, ήκουε καλά από το έν ωτίον. Είχε πάρει την ρόκα της, καθώς εβασίλεψεν αντικρύ στα κυανά και τα ρόδινα του Πηλίου ο ήλιος της Κυριακής, όπου έπαυε πλέον η κανονισμένη αργία, κ' εκάθησε κάτω από την Μεγάλην Ταράτσα, εκεί όπου είχαν το σύνηθες χάσμα [οπήν] άνω της φλιάς της σιδερόπορτας, διά να ζεματίζουν τους κλέφτας, και εμάζευε δροσιάν από τον βουνόν εις τον κόλπον της κι' από τους γιαλούς, και διήκουσε το νέον, το οποίον εν σπουδή και ακρατήτως μετέδωκαν τα δύο κοπέλλια του κηπουρού εις τον γέρο-Κώσταν τον πυλωρόν. — Καλά, τρεχάτε να πάρτε τα σχαρίκια, απάνω στης Αναγκιάς, να το πήτε της Χ... και της κόρης της, είπεν ο πορτάρης, αφού οι δύο αγροδίαιτοι νέοι είπαν και ξαναείπαν την είδησιν, και αυτός μόλις εκατάλαβε τι ήθελον να είπουν. Η γρηά Κομνιανάκαινα είχε χώσει την ρόκα υπό την τραχηλιάν της, κ' εποδάρωσε κ' έτρεξεν απνευστί προς την επάνω συνοικίαν. Μετ' ολίγα λεπτά έφθασε πετάμενη, ως κουρούνα, κ' εφώναξε κάτω από το μικρόν πρόστοον της οικίας της Λ... — Τα σχαρίκια, Λ... ήρθ' ο αρραβωνιαστικός σου — ο Γιαννάκης ο Δράκος έφθασε. Η Λ... δεν επίστευε τα ώτα της, επί ικανήν ώραν έμενεν ως απολιθωμένη. Την πρωίαν έφθασεν εις το Κάστρον ο μνηστήρ ο ξενιτευμένος. Ο Γιαννάκης δεν έφερε καμμίαν δυσκολίαν, ως έμαθε τα συμβάντα. Έρριψε τα βάρη όλα στον Άγάλλον, κ' είπεν ότι ήξευρε την αρραβωνιαστικήν του ως πιστήν και αφωσιωμένην, και ότι, αν έπταισε τίποτε εκείνη, αυτός το αναλαμβάνει ως ίδιον πταίσμα του. Ο Γιαννάκης είχε φέρει, ως έλεγαν, δυο χιλιάδες τάλληρα από την Αίγυπτον. Άνθρωπος πραμματευτής, τόσον εύπορος, δεν έπρεπε να λεπτολογή διά μικρά πράγματα. Μετά τρεις ημέρας, την Πέμπτην, συνέπιπτεν εορτή, της Αναλήψεως, περί τα τέλη Μαΐου, ήτο δε ακριβώς νέα σελήνη και ο γάμος ετελέσθη την εσπέραν της Πέμπτης (του Γιαννάκη Δράκου και της Λ...) εν πομπή και παρατάξει, καταμεσής στον Χριστόν, αποκάτω απ' το στεφάνι του μεγάλου πολυελαίου, πριν φύγη ακόμα ο Αγάλλος διά το Άγιον Όρος. Μετά πολλούς χρόνους, όταν όλα τα πρόσωπα του δράματος τα μεν απήλθον, τα δε εγήρασαν — μετά είκοσι περίπου έτη — επανέκαμψεν από το Όρος ο Αλύπας ιερομόναχος και πνευματικός. Είχεν ασκητεύσει τόσα χρόνια εις τα Κατουνάκια, κατά τας δυτικομεσημβρινάς υπωρείας του Άθωνος. Είτα είχεν αποθάνει ο γέροντάς του, αυτός δε επώλησε την ασκητικήν καλύβην, κ' επέστρεψεν εις την γενέθλιον νήσον του. Το γηραιόν ανδρόγυνον επέζη ακόμη, ο κυρ Δημητράκης τ' Αγάλλου κ' η γραία Αρετή. Ο παπά-Αλύπας επήγε κ' εγκατεστάθη οριστικώς εις το νεόκτιστον σταυροπηγιακόν και πατριαρχικόν Κοινόβιον του Ευαγγελισμού. Εξελέγη τέταρτος ηγούμενος μετά τον Νήφωνα και τον Γρηγόριον τους κτίτορας (ο δεύτερος ήτο εντόπιος, και μακρυνός συγγενής του, υιός του άρχοντος Χατζησταμάτη), οίτινες είχον αποθάνει προ του 1821, και μετά τον Φλαβιανόν, απελθόντα προς καιρόν εκ της Μονής ένεκα των ανωμαλιών και των περιστάσεων. Ως ηγούμενος διέπρεψε, κ' εφημίσθη μάλιστα το Αλυπιακόν μοσχάτον, όπου αυτός περιτέχνως το κατεσκεύαζεν. Ήτο φερωνύμως κατάλληλον διά ν' ανακουφίζη τας λύπας, τους καϋμούς και τα βάσανα του κόσμου τούτου. Η γραία Αρετή απέθανε, και ο γυιός της ο Αλύπας την έθαψε «με τα χεράκιά του», ως ιερεύς και ως υιός, όπως αυτή ηυχήθη. Ο κυρ Δημητράκης, αφού έδωσε πολλά πανωπροίκια εις τας θυγατέρας του τας υπάνδρους, έδωκεν ικανά κ' εις τον Επιφάνιον, όστις είχεν έλθη εκ της Ύδρας προ πολλού, και μετήρχετο το διδασκαλικόν επάγγελμα εις τον τόπον, εμοίρασε δε καί τινα εις τους πτωχούς, εκράτησεν ακόμη ολίγα διά τον εαυτόν του, κ' επήγε κ' εκοινοβίασεν εις την Μονήν του Ευαγγελισμού, διά να γηροκομηθή πλησίον του υιού του Αγάλλου, όπως πάλαι είχε προείπη. Εκάρη, και ωνομάσθη Δαυίδ. Μετά χρόνους ύστερον ο πρωτότοκος υιός του Επιφανίου, του Λογιωτάτου, Δημήτριος, αφού έμεινεν ολίγα έτη εις το Ρωσσικόν μοναστήρι, εις τον Άθωνα, επέστρεψεν εις την πατρίδα του. Ούτος έμελλέ ποτε να φημισθή αργότερα ως Διονύσιος ο Γέροντας και ως πνευματικός. Πλην τότε, όταν επαρουσιάσθη εις τον θείον του Αλύπαν, μόλις εικοσιπενταετής, εκαλείτο Δανιήλ ιεροδιάκονος, μοναχός. Όταν τον είδεν έξαφνα ο θειος του, με λύπην και πόνον ανέκραξε: — Μαύρο κούτσουρο εγώ, μαύρο κούτσουρο εσύ. Τ΄ ΑΓΓΕΛΙΑΣΜΑ Ανέβαινεν ασθμαίνων τον ανήφορον ο καπετάν Γεωργάκης ο Μ., αν και ήτο καβάλλα επάνω εις μεγάλον ισχυρόν ημίονον, δυνάμενον να σηκώση υπέρ τας 120 οκάδας. Ήσθμαινεν αυτός, ήσθμαινε και το ζώον. Ήτον πρωί ακόμη, αρχαί Ιουνίου, έβαινε προς τα δυτικοβόρεια της εξοχής, κ' είχε τον ήλιον οπίσω του. Και με πλατύ κόκκινο μανδήλι αδιαλείπτως εσπόγγιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπόν του. Κ' ήτον άρρωστος υπέρ τα δύο έτη, κ' είχε σωθή και αναλύσει όλος από την αδυναμίαν και ισχνότητα, κ' είχεν ακόμη το διπλάσιον βάρος συνήθους ανθρώπου. Έφθασε στον Άι — Λιά ως δύο ώρας προ της μεσημβρίας. Τα πελώρια πλατάνια εφυσώντο κ' εσείοντο κυρτά επί της πλατείας, σκεπάζοντα όλην την έκτασιν, νανουρίζοντα την μεγάλην δίκρηνον βρύσιν. Εις το έν τούτων εσώζετο ακόμη το τελευταίον κλήμα ανώρειον περιπλέκον και σμίγον τα φύλλα του εις όλους τους κλάδους και τους ακρέμονας και κρεμών τους προ πολλού δεμένους βότρυς του ανάμεσα στους κλώνας κ' εις το κενόν. Εις τον μακρύν τεράστιον κορμόν του ανέβαινον ακόμη η μάγκες και τα νοικοκυρόπουλα, κ' εκτυπούντο και ελικνίζοντο, μέχρις ου καταστρέψωσι κι' αυτό το σωζόμενον κλήμα, όπως είχον καταστρέψει και τ' άλλα γείτονα αδέλφια του. Εις την κρήνην εποτίζοντο έν κοπάδι πρόβατα, του Γιώργη του Πολύχρονου, και έν απόλυον, του Κώστα του Βαβήλα, εγκαρδιακού αδελφού του. Επιάνοντο σχεδόν καθημερινώς, όταν ήρχοντο να ποτίσουν τα κοπάδια των, οι δύο γνήσιοι αδελφοί, εξ ων ο νεώτερος είχε χάσει όπισθεν ενός λαϊκού παρεγκωμίου το οικογενειακόν όνομά του. Ο Γιώργης κατέβοσκεν όλους τους ξένους αγρούς, όσοι εγειτόνευον με τα σύνορα της νομής του, ο Κώστας κατεπάτει τα σύνορα του αδελφού του και άμα κατεμαρτύρει εις τους ιδιοκτήτας κατά του αδελφού του. Όταν ήρχετό τις οικοκύρης να παραπονεθή και να τον επιπλήξη, ο μπάρμπα-Γιώργης είχε τόσον γλυκείαν γλώσσαν, ώστε ο άνθρωπος σχεδόν επείθετο ότι ο βοσκός δεν τον είχεν αδικήσει, και είχε γείνει λάθος. Άμα έστρεφεν όμως εκείνος τα νώτα ν' απέλθη, ο Πολύχρονος εσήκωνε τα χέρια και τον εμούτζωνε οπίσω του, γογγύζων, υβρίζων και βλασφημών. Ο Κώστας, καθά διηγούντο, είχε γείνει ποτέ αράπης μελανωμένος την νύκτα, διά να ενεδρεύση και δείρη ένα κάποιον Γούμενον, όστις είχεν έλθει στο μοναστήρι μεταπομπαίος υπό του Επισκόπου, επειδή ο ξένος καλόγερος διεμαρτύρετο κατά του Βαβήλα διά την καταβόσκησιν των κτημάτων της Μονής. Όταν συνηντώντο εις την βρύσιν του Άι-Λιά, — Τώκαμες πάλι το θάμμα σου, πουλί παραδερμένο, άρχιζεν ο Γιώργης. Πήες και μ' εγκάλεσες. — Καλά σ' έκαμα, απεκρίνετο ο Κώστας· γιατί εσύ είσαι σκυλί κρυφοδάγκωτο, που πρέπει να σε έχη κανείς έννοια. — Τι γαυγίζης, βρε; που να λυσσάξης; με την κακία εσύ θα μείνης, κακόμοιρε. — Τι ουρλίσματα και αφρούς βγάζεις απ' το στόμα σου; θα φας τα λιακά σου, γιατί δεν αφίνεις διαβάτη που να μη τον δαγκάσης. — Αχ! σκυλί αγαρηνό, άπιστο! — Τρομάρα σου! βρωμόσκυλο, κοπρόσκυλο, ψωριασμένο. Εσήκωνεν ο Γιώργης την στραβολέκαν, ύψωνε κι' ο Κώστας την στραβολέκαν, αντήλλασσον δυο αδελφικές ξυλιές, εωσότου ήρχετο είς γηραιός αγροφύλαξ σοβαρός, ή γείτων κηπουρός γελών, κ' εχώριζε τους δύο σκυλοαδελφούς (τα δυο σκυλαδέλφια). Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσεν, εχαιρέτησε τους βοσκούς, όσοι ανεψύχοντο εκεί με τα ποίμνιά των, έπιε δροσερόν νερόν, αφήκε βαθύν στεναγμόν και εστράφη προς μακρόν ανώγειον οικοδόμημα, προ της θύρας του οποίου είχε περάσει προ πέντε λεπτών. Ο αγωγιάτης του επήρε το ζώον και το έδεσε διά να βόσκη, χωρίς να το ελαφρώση από το φόρτωμα. — Μπορεί να κάμω ως μισήν ώρα, του είπεν ο καπετάν Γεωργάκης· περίμενέ με. Εβάδισε με κόπον, ίσως διότι ήτο αιμωδιασμένος από την καβάλλα. Είτα πάλιν εστράφη προς τον ημιονηλάτην: — Αλήθεια, ξέχασα· φέρε τη λειτουργία, το κηρί, και το λιβάνι, απάνω, στον πάτερ-Γερεμία. Ο άνθρωπος υπήκουσεν. Έλαβεν από έν ζεμπήλι, κρεμάμενον εις το πλευρόν του σαμαρίου, προσόψιον λευκόν τυλιγμένον, όπου ήσαν τα θρησκευτικά δώρα, τα οποία είχεν ονομάσει ο καπετάν Γεωργάκης και τον ηκολούθησεν. Επήγαινεν ο καπετάν Γεωργάκης να ξαγορευθή στον πνευματικόν, όστις εμόναζεν εκεί ερημικός και ανεξάρτητος (από δεκαετίας, χωρίς να κατέλθη εις την πόλιν). Είχε τόσα χρόνια ανεξαγόρευτος, όλας τας αμαρτίας της νεότητός του τας είχεν ακόμη φορτωμένος εις την συνείδησίν του — τα σαρκικά πάθη και όλα τα λοιπά. Ήτο μόλις σαρανταπέντε ετών, και είχε προκόψει [επιτύχει] εις τας επιχειρήσεις [του]. Μεγαλοπλοίαρχος, με μπάρκα και με τρικάταρτα δυο τρία, είχεν ανοίξει τον δρόμον, κ' έγεινεν αφορμή να ευπορήσουν και άλλοι εμποροπλοίαρχοι, και είχε φέρει δευτέραν πρόσκαιρον ακμήν εις την φθίνουσαν ναυτιλίαν του ιστίου. Εικοσαετής είχε κληρονομήσει παρά του πατρός του μικρόν καραβάκι χρεωμένον, επλοιάρχει υπέρ τα είκοσιν έτη, και είχε κατορθώσει εν τω μεταξύ όλα τα θαύματα αυτά! Ήτο γίγας σωματικώς και καρδιακώς. Εδούλευε διά πέντε ανθρώπους, κ' έτρωγε κ' έπινε δι' άλλους τόσους. Είχεν αρρωστήσει σ' ένα ταξείδι προ δύο ετών και πλέον, κ' οι ιατροί της Σμύρνης, είτα κ' οι καθηγηταί των Αθηνών, τω είχον επιβάλει δίαιταν. Ίσως είχε ψαμμίασιν, ή μάλλον διαβήτην επιπλεγμένον με άσθμα. Πώς να τρέφεται αυτός με γάλα, και να πίνη πτισάνην, ή ολίγον χλιαρόν νερόν; Αυτός έβλεπε το μπαρπουνοκέφαλο και του ήρχετο να το αρπάξη από την χείρα του ναύτου ή του ομοτραπέζου του. Ορφούς, συναγρίδας, οστρείδια, καλόγνωμες, αστακούς και χέλια, πώς να τα ξεχάση; Πώς να μη τρώγη κοκορέτσι, κεφτέδες, σπληνάντερο, ή ροσμπίφ με μακαρονάδα; Είνε ζωή αυτή; Ή πώς να μη πίνη το θαυμάσιον μπρούσικο μαύρον του τόπου, ή και το μοσχάτο, και τον ροδίτην, και να στερηθή ακόμη και το τσίπουρο; Είνε ζωή αυτή; Έβαλεν ένα εξάδελφόν του πλοίαρχον εις το ένα μπάρκο, όστις δεν εύρε δουλειές να δουλεύση και «τον έβαλε μέσα»· το άλλο τo εξεχώρησε «χρεωλυτικώς» εις ένα παλαιόν φίλον του θαλασσινόν, όστις το έφαγε, σκάφη κι' άρμενα και καρφιά, κι' αυτός έμενεν ως έγγιστα δύο έτη εις την γενέθλιον νήσον. Πάλιν φόβον διά να πτωχεύση δεν είχε, καθότι είχεν αποκτήσει κτήματα εις την πατρίδα αξίας 70 χιλιάδων δραχμών, κ' είχε βαλμένα στην Τράπεζαν, εις τας Αθήνας, μετρητά περί τας πενήντα χιλάδας. — Για να βρουν τα κουτσούβελα να τρώνε, αν μου συμβή τίποτε, είχεν ειπεί εις ένα πατριώτην του εις Αθήνας. Εννοούσε τα τρία παιδιά, δύο αγόρια κ' ένα κορίτσι, που είχε. Τον είχεν εύρει ο φίλος εκείνος εις ένα ξενώνα, της «Πελοποννήσου», πάσχοντα ήδη, πλαγιασμένον επί της κλίνης, και δίπλα, επί της τραπέζης, ήτο έν ρεβόλβερ ολογέμιστον, και το ειρημένον ποσόν, μέρος εις λίρας και μέρος εις χαρτονόμισμα, υπό το προσκέφαλόν του, διά να το καταθέση την αύριον εις την Εθνικήν. Είτα, όταν ήλθεν εις την πατρίδα, έτρωγε γαλατερά κ' έπινε δι' αναψυκτικόν βυσσινάδα, κατά συγκατάβασιν, δι' όλου του θέρους. Όχι άπαξ παρέβαινε τον αυστηρόν ιατρικόν κανόνα. Κατεβρόχθιζε μπριζόλαν, ψητόν της σούβλας, εκείνο που τρελλαίνει τους φράγκους, «Ροτί αλλά παλλικάρ», κ' είνε η απόλαυσις και το καύχημα όλων των Ελλήνων, γενική πανήγυρις και άνοιξις και πρωτομαγιά! Αλλ' ευθύς ύστερον επήρχετο πάλιν βαρεία η υπόμνησις του σκυθρωπού ασκληπιάδου — ανθρώπου όστις θέλει να διδαχθή «την κεραμείαν εν τω πίθω, ή να μάθη την κουρευτικήν επί της κεφαλής του φαλακρού» — κ' ηναγκάζετο να γείνη πάλιν «γαλακτοφάγος», οποίοι ήσαν οι παλαιοί Α.........., κι' ο Ρότσιλδ, εβραίος χιλιεκατομμυριούχος εις τα Παρίσια, και τόσοι άλλοι δυστυχείς. Τέλος, η υγιεία του δεν εβελτιώθη, κ' είχεν απομείνει ο μισός, κ' ήξιζεν ακόμη διά δυο· και ήτο ασθενής, και μεγαλοπρεπής, σοβαρός και κάτισχνος. Και την πρωίαν εκείνην, το Σάββατον, πριν επιβή της ημιόνου διά να υπάγη εις το μέγα κτήμα του, εις την Κεχριάν, όπου είχεν έπαυλιν και αγροτικήν οικίαν, διά να αλλάξη τον αέρα, κ' ο δρόμος του ήτο να περάση από τον ναόν του Προφήτου Ηλία, όπου έφθασε λίαν πρωί, είχεν ανοίξει το συρτάρι και είχε βγάλει έν πλήθος ομόλογα, άλλα συμβόλαια, άλλα επί χαρτοσήμου και τ' άλλα εφ' απλού χάρτου, κ' είχε στείλει να καλέση πέντ' έξ πτωχούς γέρους, παλαιούς ναύτας, αποζώντας με 12 δραχμών σύνταξιν από το Απομαχικόν, και δέκα ή δώδεκα χήρας, κι' άλλα τόσα ορφανά κοράσια, κ' έδειξε τα ομόλογα, και τα έσχισεν επί παρουσία των, κ' είπε: — Να παρακαλήτε για την ψυχή μου, αν πεθάνω. Αι χήραι με δάκρυα και με σείσματα [νεύματα] κεφαλής τον ευχαρίστησαν, αι ορφαναί ψιθυρίζουσαι εχαμήλωσαν τας κεφαλάς, και είς εκ των γερόντων θαλασσινών τον ευχήθη: — Ο Θεός να σ' αξιώση, καπετάν Γεωργάκη, να χαρίσης ακόμη πολλά. — Αμήν! είπεν ο καπετάν Γεωργάκης, εννοήσας ότι τούτο εσήμαινε: «να αποκτήσης πολλά, διά να χαρίσης αναλόγως». Ακολούθως ίππευσεν επί του μεγαλοσώμου ζώου, και ανέβη τον ανήφορον, δια τον Άι-Λιάν. Είτα επήγεν εις του παπά-Γερεμία, εξωμολογήθη, και δεν άφησε τίποτε που να μην το είπη, εκτός αν εξέχασε μερικά! Κατόπιν επέβη του ημιόνου, κ' εξεκίνησε διά το κτήμα του. Είχεν άλλον τόσον δρόμον να βαδίση, μίαν ώραν περίπου, επίπεδον και κατήφορον πλαγινόν. Ο Ήλιος εψήλωνεν, έκαιε τα νώτα του αναβάτου, και ήτο ήδη ενδεκάτη και ημίσεια, όταν έφθασεν εις το κτήμα του ο καπετάν Γεωργάκης. Έκειτο ανάμεσα στο Πυργί και στην Κεχριάν, κ' είχεν αντικρύ το μέγα δάσος των δρυών, τον Αραδιάν, προς μεσημβρίαν, και δεξιά τας ακτάς και τους βράχους του βορεινού Κάστρου, και το θεσπέσιον πέλαγος το και φρίσσον και αβυσσαλέον και γλαυκόν. Όλον το χωράφι, αγύριστον, περιείχεν υπέρ τα χίλια δένδρα, ελαίας, μυγδαλέας, απιδέας και συκέας, ήτο κατήφορος και κρημνός. Διά να κατέλθη τις εκ των άνω, όπου ήτο κτισμένη η μικρά καλώς περιποιημένη έπαυλις, κι' όπου ο Κώστας ο Σκαρλάτος έβοσκε τας πέντε ή έξ αίγας και τα πρόβατά του με την εντολήν να φυλάγη τας μυγδαλέας και τ' άλλα οπωροφόρα, μέχρι των κάτω, όπου πλατάνια και καρυδιές και δρύες εστόλιζον μέσα στο ρέμμα την κρυφήν πηγήν του νερού, έπρεπε να ολισθήση τρις επάνω στα χόρτα, να πέση, να πιασθή από σχοίνον ή κορμόν δένδρου, να βαρέση την πλάτην του, ν' ανασηκωθή, να ξαναπέση, και τέλος να κυλισθή έως κάτω εις την βαθείαν εσχατιάν, εις το κράσπεδον του κρημνού. Είτα η συντροφιά, ως είχε γλυστρήσει τρις και τετράκις, με γέλοια και ευθυμίαν, θα εστρώνετο υπό τα πλατάνια, σιμά στην βρύσιν, όπου ο Χρήστος ο Καλογιάννης θα ελιάνιζε το κοκορέτσι και ο Φραγκούλης του Πάνου θα εσούβλιζε το μπούτι, κ' η Κρατήρα η Σκαρλάταινα θα έφερνε ζεστά αχνιστά τα τυροπ'τάρια, με χλωρόν τυρί, και με δωδεκάδα αυγών κατασκευασμένα, και ψημένα στον φούρνον του καλυβιού της, αντικρύ στην ράχην του βουνού. Αλλά πού τώρα σπληνάντερα και κοκορέτσι, και πού τα τυροπ' τάρια; Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσε, και εκάθησεν υπό την σκιάν μεγάλης ελαίας της μικράς επαύλεως. Ο αγωγιάτης απέθεσε τα πράγματα εντός του καλυβιού, κ' επήγε να δέση το ζώον. (Ο πάτερ-Γερεμίας του είχε δώσει ως συνοδείαν τον γέρο-Πέτρον, λέγων: — Ας έλθη ο αδελφός να σε συντροφεύση ως κάτω, να σου 'πη και κανένα λόγον πνευματικόν. — Ο καπετάν Γεωργάκης δεν είχε προσλάβει συνοδίτην από το χωρίον, εν μελαγχολία και παραξενιά. Είχεν ειπή εις την γυναίκα ότι θα υπάγη δι' ολίγας ημέρας ν' αλλάξη τον αέρα στο καλύβι, και ότι δεν θέλει κανένα μαζύ του. Την απεχαιρέτησεν, εφίλησε τα τέκνα του — το μεγαλείτερον εκ των τριών ήτο δέκα ετών και απήλθεν. Δεν ηθέλησε να παραβή τον λόγον του πνευματικού, κ' εδέχθη τον γέρο- Πέτρον ως συνοδίτην. Ο Γέρο-Πέτρος, μοναχός με πενιχρά ράσα, έλεγεν ότι ήτο 98 ετών. Ίσως έπεφτε όρτσα καμμίαν δεκάδα. Ήτο ακμαίος, ηλιοκαής, με σφιχτόν κόκκαλον, ηλιοκαής και σκυτοδεμένος. Ήτο βραχύς, με πενιχρά ράσα κ' είχε δέκα έως δεκαπέντε τρίχας υπό το χείλος και τον πώγωνα. Είχεν υπηρετήση, ως διηγείτο ο ίδιος, στρατιώτης εν Τουρκία, ήτο δε βουλγαρικής καταγωγής). Το καλύβι ήτο καλοκτισμένον, περιποιημένον, με πολλά σκεύη κ' εργαλεία γεωργικά, με αχυρώνα και σταύλον· μικρά έπαυλις. Ο καπετάν Γεωργάκης εκάθησεν υπό την ελαίαν, δέκα βήματα κάτω του δυτικομεσημβρινού τοίχου, επί όχθου τινός του κατωφερούς εδάφους. Ο γέρο-Πέτρος εκάθησεν αριστερά του, τρεις σπιθαμάς παρακάτω, με τον αριστερόν ώμον και την κατατομήν του προσώπου προς αυτόν νεύουσαν. Ούτος εδοκίμασε ν' αρχίση ομιλίαν. — Συνηθίζει και λέγει ο Γέροντας, καπετάν Γεωργάκη, όπως λέει ο προφήτης Ησαΐας: «Πάσα κεφαλή εις πόνον, και πάσα καρδία εις λύπην». Ώστε δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμον που να μην πονέση και να μην πικρανθή, είτε απ' την καρδία, είτε απ' το κεφάλι. Κι' ο Δαυίδ λέει: «Ποτήριον εν χειρί Κυρίου οίνου ακράτου... πίονται πάντες οι αμαρτωλοί της γης». Όθεν δεν μπορεί να γλυτώση ο αμαρτωλός απ' το κατακάθι του ποτηριού, «της οργής του Θεού». Ο καπετάν Γεωργάκης ήκουεν, αλλά δεν ενόει καλώς, και δεν απήντησεν. Ο γέρων μοναχός εξηκολούθησε με έξαρσιν: «Χρεμέτισον την φωνήν σου, η θυγάτηρ Γαλλήμ». «Και συντρίψει Κύριος την ύβριν της υπερηφανείας σου, ότι το στρήνος σου ανέβη εις τους μυκτήρας σου, και το κέρας σου συντριβήση». Όπου κι' αν χρεμετίση τινάς την φωνήν του, κι' αν ψηλώση το κέρας του, το κέρατό του θα συντριφθή, κ' η φωνή του θα λουφάξη. — Αυτό είνε κοντά στον νου, απήντησε τυχαίως ο καπετάν Γεωργάκης. — Κ' έπειτα να σου πω, επανέλαβε με περισσότερον θάρρος ο γέρο- Πέτρος, δεν βλέπεις τι κακομοιριά, τι απροκοψιά, τι αναχορταγιά μας εκυρίεψε όλους, εις αυτούς τους εσχάτους χρόνους; Λέει ο προφήτης: Ίνα τι τιμάσθε αργυρίου εν ουκ άρτοις, και ο μόχθος υμών ουκ εις πλησμονήν;» Ανίσως δεν στείλη ο Θεός βροχή και χιόνι, και πάχνη, κ' ήλιο, και ζέστη, και δροσιά, ποίαν σημασίαν έχουν τα αργύρια; Αφού δεν υπάρχουν καρβέλια, πώς θ' αγοράσωμε ψωμιά ; Αφού δεν χορταίνωμεν απ' τον κόπον και τον ιδρώτα του προσώπου μας, πώς θα χορτάσωμε απ' την αδικία και πλεονεξία ; Έως εδώ είχε φθάσει εις την αφελή διδαχήν του ο γέρο-Πέτρος. Αίφνης την στιγμήν εκείνην ο καπετάν Γεωργάκης ανεσκίρτησεν, ανεσηκώθη αποτόμως, κ' ήρπασε την χονδρήν ράβδον, αγριελαιίνην ράβδον του γέροντος μοναχού. Ο γέρο-Πέτρος έστρεψε βλέμμα προς αυτόν, και τον είδεν έντρομος. Είχον εξογκωθή βλοσυρά τα όμματά του, αι τρίχες της κεφαλής του εφρικίασαν, και αφήκεν αλλόκοτον φωνήν: — Τι ήρθες εδώ; Συγχρόνως εσφενδόνισε την ράβδον προς τα κάτω, ήτις στρυφοδονήσασα επήγε τριάντα βήματα μακράν τον κατήφορον και πεσούσα εκτύπησε την ρίζαν μιας νεοφύτου ελαίας. — Τι τρέχει, αδελφέ; είπεν ο γέρο-Πέτρος. — Να τος! να τος! έκραξεν έξαλλος ο καπετάν Γεωργάκης, δεικνύων αριστερώτερα ολίγον του μέρους, όπου είχε πέσει η ράβδος. Ο γέρο-Πέτρος εσηκώθη κ' έκαμε τον σταυρόν του. — Δεν βλέπω τίποτε, αδελφέ μου! Ησύχασε. — Είνε ψηλός, λάμπει το μάτι του, και κρατεί γυμνό σπαθί. Ήρθε να με κόψη. Φορεί κοντή φουστανέλλα χωρίς λόξαις και κόκκινη χλαίνα, κι' ολόχρυσο θώρακα. Να τος! φεύγει... έκαμε κατακεί.... θ' άρθη πάλι. Ο γέρο-Πέτρος δεν έβλεπε τίποτε. Έκαμε πολλούς σταυρούς, κ' επροσπάθει να καταπραΰνη τον άνθρωπον. Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας, ο καπετάν Γεωργάκης κατεβλήθη, έκλεισε τα όμματα, κ' έπεσε σχεδόν αναίσθητος υπό την σκιάν του δένδρου. Την επαύριον, το δειλινόν, είχε πλεύσει μεγάλη σκαμπαβία με έξ κουπιά κάτω εις τον αιγιαλόν της Κεχριάς. Οι πέντε κωπηλάται ανήλθον μισής ώρας δρόμον εις το κτήμα του καπετάν Γεωργάκη. Ο έκτος είχε μείνει κάτω εις τον όρμον, διά να φυλάξη την βάρκαν. Άλλοι τόσοι εξωμερίται και βοσκοί, ο Σκαρλάτος κ' οι γείτονες, συνηθροίσθησαν εις την μικράν έπαυλιν. Ο καπετάν Γεωργάκης είχεν αποθάνει την προλαβούσαν νύκτα. Εκείνος τον οποίον είχεν ιδεί το μεσημέρι, ο άγγελος ή ο χάρος, είχεν ξαναέλθει περί τα μεσάνυκτα, καθώς προείπεν ο καπετάν Γεωργάκης, και τον «έκοψε». Ο γέρο-Πέτρος, άγρυπνος όλην την νύκτα, του έκλεισε τα όμματα κ' εδιάβασεν όσους ψαλμούς ήξευρεν εκ μνήμης. Η πενθερά του Σκαρλάτου η γηραιά ήλθε διά να συστείλη [σαβανώση] προχείρως τον νεκρόν. Οι άνδρες κατεσκεύασαν πρόχειρον φορείον με κλάδους και με φυλλάδας δένδρων. Ήπλωσαν επ' αυτού τον γίγαντα νεκρόν, και τον κατεβίβασαν και τον εκόμισαν &(με τέσσαρας ή πέντε σταθμούς)& — πώς να τον βαστάσουν; — εις τρεις ώρας, τον κατήφορον και την κακοτοπιάν, μέχρι του αιγιαλού κάτω και τον επεβίβασαν. Η σκαμπαβία απέπλευσε με δύναμιν κωπίων. Η κηδεία ετελέσθη πανηγυρική το δειλινόν εις την πολίχνην. ΤΡΑΓΟΥΔΙ TOY ΘΕΟΥ Με είχε καλέσει ο γενναίος φίλος μου, ο κυρ Στέφανος Μ. εις την οικίαν του την ημέραν του Πάσχα, διά να συμφάγωμεν την ώραν του προγεύματος περί τας δέκα, από συγκατάβασιν και ευσπλαγχνίαν, διά να κάμω κ' εγώ μετά τόσα χρόνια Πάσχα οικιακά, ως έρημος και ξένος στα ξένα. Εύχαρι και θαλπερόν ήτο το εσωτερικόν της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην, και τους σταύλους των αλόγων, την πρασινάδαν, και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελής και αρχαϊκή, ο υιός του, αμόρφωτος και άπλαστος καλός αμαξηλάτης, κι' ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχύς και φιλαλήθης. Τέλος η κόρη του η Ρηνούλα, τελεία αντιπρόσωπος της νέας γενεάς, κεντήτρια, ζωγραφίνα και θεατρίνα. Πλην όμως και αυτή αφελής και απλή εις το πρόσωπον και τους τρόπους. Είχε μίαν παιδίσκην επτά ετών, την Μαρίαν, πάντοτε μειδιώσαν και ανοικτόκαρδον, και έν χαριτωμένον ξενικόν πλάσμα, την Τοτώ, ξανθήν, γαλανόμορφον και αγγελοθωρούσαν. Η μικρά κόρη δεν ηξεύρω ακριβώς πώς είχε πέσει εις τας χείρας της, και απετέλει μέλος της οικογενείας. Φαίνεται ότι κάποια ξένη Γαλλίς, παιδαγωγός ή διδασκάλισσα, είχεν εμπέσει εις τα δίκτυα κανενός επιχηρευτού και είχε συλλάβει το μαγικόν τούτο χρυσόψαρον της δεξαμενής, διά να πλεύση εις το πέλαγος του αγνώστου, εάν δεν έμελλέ ποτε να πτεροφυσήση εις τον αιθέρα του αχανούς. Είτα την φερέοικον μητέρα, οπού δεν είχε κτίσει την φωλεάν της ποτέ, την επήραν άλλαι πνοαί και μετεκόμισαν, τις οίδε πού, εις άλλα κλίματα. Εύρε θέσιν καλλιτέραν αλλού, κ' εταξείδευσε, κ' ενεπιστεύθη το έμψυχον κειμήλιον αυτό εις τας χείρας της Ρηνούλας, όπως την είχεν εγκαταλίπει κι' αυτήν ο πλανήτης, όστις την εστεφανώθη, και ανέθρεψε [εκείνη] το τέκνον της, κ' έμεινε ζωντοχηρούσα, κ' εδέχθη ως έρμαιον το ξένον βρέφος αυτό, ίσως επειδή ησθάνετο μικρόν θησαυρόν φιλοστοργίας εις τα στήθη της. Πόση είνε η δύναμις της επιρροής, και αν η Ρηνούλα είχε γοητείαν και όμμα επιβάλλον διά ν' ανατρέφη παιδία, το ησθάνθην την ημέραν εκείνην του Πάσχα, όταν η μικρά Τοτώ, ηλικίας τότε τριάντα μηνών περίπου, ήρχισεν αίφνης να κλαυθμυρίζη εκεί πού την είχαν βάλει να φάγη, διά μίαν μικράν παράλειψιν. Η Ρηνούλα εστράφη προς την μικράν και της είπεν απλώς με τον τρόπον και με το βλέμμα που αυτή ήξευρε: — Faut pas pleurer! Δεν πρέπει να κλαις. Κ' η μικρά ελούφαξεν ως εκ θαύματος. Όταν απεφάγαμεν, κ' εσυγκρίσαμεν το κόκκιν' αυγό, και είχαμεν κενώσει τα τρία τέταρτα της χιλιάρικης — ήτο ωραίον ρετσινάτο, όλον άρωμα και πτήσις και αφρός — αφού έψαλεν ο γέρων Φίλιππος το &Χριστός ανέστη& (ο κυρ Στέφανος δεν ήξευρεν άλλο να ψάλη ειμή το «Ψήσου γίδα ψήσου, και ροδοκοκκινίσου»), ηθέλησα κ' εγώ να είπω το &Αναστάσεως ημέρα& το αλλέγρο, τον πρώτον δηλαδή ειρμόν του Κανόνος της ημέρας, όχι το τελευταίον το δοξαστικόν, το αργόν. Μόλις άνοιξα το στόμα μου, κ' επρόφερα: Αναστάσεως ημέρα, Λαμπρυνθώμεν λαοί. Πάσχα Κυρίου, Πάσχα... η μικρά Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς, κ' έλαμψε το προσωπάκι της, το στόμα της, τα μάγουλά της όλα εμόρφασαν κ' εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως. Το πράγμα μου επροξένησεν αίσθησιν. Φαίνεται τωόντι ότι έχουν άφατον άρωμα και κάλλος, μαρτυρούμενον η «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων», αυτά τα εμπνευσμένα άσματα της αγίας Εκκλησίας μας. Συγχρόνως η Μαρία, με παιδικήν χαράν κι' αυτή, ανέκραξεν: — Αυτά δεν είνε τροπάρια που ψαίλνετε, κύριε. — Αλλά τι είνε, κορίτσι μου; ηρώτησα. — Αυτά είνε σαν γλυκά γλυκά τραγουδάκια. Τούτο μου ενθύμισε μίαν άλλην μικράν κορασίδα, την Κούλαν (Αγγελικήν) του φίλου μου Νικόλα του Μπούκη. Απλούς μανάβης, ή οπωροπώλης ήτον ο άνθρωπος, αλλ' είχε λάβει θεόθεν διά την φιλοξενίαν του την ευλογίαν του Αβραάμ. Η μικρά οικία ήτο ξενών διά τους φίλους και τους διαβατικούς, διά τους εκλεκτούς και τους τυχόντας. Είχεν απολύσει η λειτουργία μετά την παννυχίδα εις το παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου, και την ώραν του αντιδώρου, η γυνή του Μπούκη του φίλου μου, ακολουθουμένη από την μικράν κόρην της την Αγγελικούλαν, μ' επλησίασεν εις το στασίδι, διά να μου υπομνήση, ως συνήθως, ότι έπρεπε να υπάγω εις το γεύμα. Τότε η μικρά παιδίσκη (ήτο ως εννέα ετών, ροδίνη και καστανή, και την είχαν υιοθετήσει από το βρεφοκομείον, ως άτεκνον όπου ήτο το ανδρόγυνον· αλλ' αυτή το ηγνόει), μ' εχαιρέτησε, και μου λέγει: — Εσύ, μπάρμπ' Αλέξανδρε, ψαίλνεις τα τραγούδια του Θεού. Τραγούδια του Θεού! Έκτοτε η μικρά με ήκουσε να ψάλλω συνεχώς «Τραγούδια του Θεού», εις τον πενιχρόν ναΐσκον, όπου εσύχναζε τακτικά με την μητέρα της. Εκοιμάτο μέσ' το στασίδι, εις τον γυναικωνίτην, την ώραν των αποστύχων, εξύπνα μετά δύο ώρας εις τον Πολυέλεον, κ' έκτοτε δεν ήθελε να κοιμηθή πλέον. Ήτο μία μετά τα μεσάνυκτα. Εκείνην την ημέραν, ήτο 8η Σεπτεμβρίου, είχα ψάλει το «Χαίρε σεμνή, μήτερ και δούλη Χριστού του Θεού». Μετά έξ ημέρας με ήκουσεν η μικρά να ψάλλω το «Αγαλλιάσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα». Και την ημέραν του Θεολόγου έψαλα το «Φίλε μυστικέ, Χριστού επιστήθιε». Και του Αγ. Δημητρίου έμελψα το «Δεύρο Μάρτυς Χριστού προς ημάς». Και των Εισοδίων έψαλα το «Δεομένους των χαρισμάτων». Και του Αγ. Νικολάου έψαλα «Την ζωοδόχον πηγήν την αένναον», και «Της Εκκλησίας τα άνθη περιιπτάμενος». Και τα Χριστούγεννα έψαλα το «Θεός ων ειρήνης». Και του Αγ. Βασιλείου το «Δεύτε του Δεσπότου τα ένδοξα Χριστού ονομαστήρια», και το «Σου την φωνήν ήδη παρείναι, Βασίλειε». Και των Φώτων έψαλα το «Ιησούς ο ζωής αρχηγός». Και της Υπαπαντής έψαλα το «Χερσίν εβαπτίσθην». Και του Ευαγγελισμού το «Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ». Και του Αγ. Γεωργίου το «Ανέτειλε το Έαρ». Και της Αναλήψεως το «Θεώ καλυφθείς». Και της Πεντηκοστής το «Παράδοξα σήμερον». Και των Αγ. Αποστόλων έψαλα το «Σε την υπερένδοξον νύμφην», και το «Ο Χριστοκήρυξ Σταυρού καύχημα φέρων, σε την πολυέραστον θείαν ηγάπησεν». Και της Μεταμορφώσεως έψαλα το «Προ του Σταυρού σου, Κύριε, όρος ουρανόν εμιμείτο». Και εις μνήμην της Παναγίας έψαλα τα θεσπέσια εκείνα κελαδήματα, το «Πεποικιλμένη» και το «Νενίκηνται», και το «Συνέστειλε χορός των Αποστόλων το θεοδόχον σώμα σου· εις ουρανίους θαλάμους προς τον υιόν χαιρετώσα». Και εις την αποτομήν του Προδρόμου έψαλα το «Φρίττουσι πάθη των βροτών» και τόσα άλλα. Κ' η μικρά κόρη τα ησθάνετο, και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε με αγγελικόν αίσθημα, ως τραγούδια του Θεού. Έκτοτε απουσίασα από τας Αθήνας. Είχα ενθυμηθή τους πτωχούς οικείους [μένοντας] εις την μικράν πατρίδα μου, μακράν της οποίας είχα ζήσει, εκ μικρών διαλειμμάτων, υπέρ το ήμισυ της ζωής μου. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κ' εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετός εις τους φίλους μου. Αφού εκρύβην επί εβδομάδα εις κοινόν τινα ξενώνα, επήγα λάθρα μίαν πρωίαν να ενταμώσω τον φίλον μου Νικόλαον τον Μπούκην. Φευ! τι έμαθα; Η μικρά Κούλα, ήτις ήγε τώρα το ενδέκατον έτος της ηλικίας της, ήτο άρρωστη βαρειά. Είχε δέκα ημέρας στο κρεββάτι, κι' ο ιατρός είπεν ότι ήτο κακός πυρετός, ίσως τυφοειδούς φύσεως. Επήγα κατ' ευθείαν από το οπωροπωλείον, όπως με προέτρεψεν ο Νικόλας, διά να βοηθήσω με λόγια, και ενθαρρύνω την μητέρα. Η πτωχή, ήτις την ηγάπα ως να ήτο γέννημα των σπλάγχνων της, ίσως και περισσότερον, μου έδειξε την κλίνην, και η μικρά Κούλα (εχάρη άμα με είδεν, είτα μου έδειξε την κλίνην) ήτο ισχνή, κάτωχρος, πυρέσσουσα, κ' έκειτο σχεδόν αναίσθητος επί της κλίνης. Είπα εις την μητέρα τα συνήθη λόγια της παρηγορίας και της ενθαρρύνσεως· έμεινα δύο ώρας εκεί. Είτα επανήλθα πάλιν το δειλινόν, και την νύκτα, και την άλλην πρωίαν. Η Κούλα έβαινε χειρότερα. Είτα την τρίτην ημέραν εφάνη να είχε βελτιωθή κάπως [η υγεία της], και ησθάνετο. Η μητέρα της μου είπε να πλησιάσω και να της ομιλήσω. — Περαστικά, Κούλα. Δεν έχεις τίποτα, κορίτσι μου. — Α! Μπάρμπ' Αλέξανδρε, εψέλλισεν ασθενώς. Πότε θα μου πης πάλι τα θεία... τραγούδια; — Όποτε θέλεις, Κούλα μου. Άμα γείνη αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον να έλθης να σου τα πω. — Να μου τα πης. Μα θα τ' ακούσω; — Άμα προσέχης, θα τ' ακούσης ... — Ωχ! Εστέναξεν, έκλεισε τα όμματα και δεν μου ωμίλησε πλέον. Εφαίνετο ότι είχε πολύ κουρασθή (έφερεν ασθενώς την ισχνήν χείρα προς τo ους ενώ εστέναξε. Φαίνεται ότι είχε πάθει βαρυκοΐαν ένεκα της νόσου). Της έφεραν χρίσμα, έλαιον από την κανδύλαν. Αυτή ανέλαβε προς στιγμήν τας αισθήσεις της, κ' εψιθύρισε: — Μοσχοβολά η ψυχή μου. Λάδι, γαλήνη, ηρεμία. Θα πλέψω καλά. Μετά τρεις ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κ' οι ψάλται έψαλλον τα κατά συνθήκην, από την Άμωμον οδόν έως τον Τελευταίον ασπασμόν. Μόνος ο παπά-Νικόλας απ' τον Άι-Γιάννη του Αγρού, ο Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστήν ακολουθίαν, εμορμύριζε μέσα του, και τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα. — Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα από τα όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ακκουμβήσει. — Λέγω την ακολουθίαν των νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπά-Νικόλας. Εις αυτό το άκακον αρμόζει η κηδεία των νηπίων. Τωόντι, κ' εγώ με όλον τον πόνον και τα δάκρυά μου, είχα αναλογισθή εκείνην την στιγμήν την ακολουθίαν των νηπίων, και ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεού «των του κόσμου ηδονών, αναρπασθέν άγευστον...», και «ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιάς επουρανίους έσωσας», και «του Αβραάμ εν κόλποις σε, εν τόποις ανέσεως, ένθα το ύδωρ εστί το ζων......Χριστός ο δι' ημάς νηπιάσας» και «οις αριθμοίς το πλάσμα σου νήπιον.....τα νυν προς σε». Και αντί του Δεύτε τελευταίον, «Ω, τις μη θρηνήσει, τέκνον μου;.. Ότι βρέφος άωρον εκ μητρικών αγκαλών νυν, ώσπερ στρουθίον τάχος επέτασας». Και ακροτελεύτιον, ύστερον από τόσα και τόσα τραγούδια του Θεού, τα οποία προ τριών ημερών είχε προφητεύσει ότι δεν θα ηδύνατο να τ' ακούση, το «Άλλος τω Αδάμ εχρημάτισεν, η του φύλου απόστασις πύλας εν Εδέμ, ότε όφις ιόν εξηρεύξατο». Αλλά τα ήκουε τάχα η αγνή ψυχή, αν ο άγγελός της της επέτρεπε να ακούη εκεί γύρω; ΤΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΜΥΛΟ Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια. Έπινε ρακί όπου του έδιδες, και ποτέ δεν σου «χαλνούσε το χατήρι» να πάη μίαν ώραν δρόμον, διά θέλημα. Εκείνο το δειλινόν, καθώς ανέβαινε το βουνόν προς τα επάνω, είχε περάση από τον μύλον του Αντώνη της Σάββαινας, κάτω στα Βουρλίδια, εις την βαθείαν κοιλάδα την σύσκιον και υγράν δι' όλου του έτους. Κ' εκεί κάτι είχεν ιδεί και ακούσει. Όταν έφθασε, είπε τα μαντάτα στα δύο κορίτσια, στην Σοφίαν την νεαράν χήραν, και την Λουκρητίαν την νεαράν αδελφήν της· κ' αι δύο χαριτωμέναι κόραι τον εκράτησαν διά συντροφιάν, να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην, εις τον μύλον μαζί τους, διά συντροφιάν και παρηγοριάν. Από μύλον εις μύλον είχεν εκδουλεύσεις ο Σταμάτης. Η Σοφία είχεν υπανδρευθή μόλις προ τριών ετών, όταν ήτο δεκαοκτώ χρόνων. Ήσαν ορφαναί, και είχον ανατραφή εις άλλον τόπον, αν και κατήγοντο απ' αυτό το μέρος. Ευρέθησαν χωρίς προστάτην, και όταν επαρουσιάσθη διά την Σοφίαν ανέλπιστος γαμβρός, παραπάνω από εξήντα χρόνων, καλοκαμωμένος και ακμαίος, ο Μανώλης του Αγάλλου, αυτή τον επήρεν, αν και δεν τον ήθελε. Τι να κάμη; Φτώχεια, ορφάνια, ερημία. Ο Μανώλης είχε σύνταξιν από την Γαλλίαν (όπου είχε ζήσει 30 χρόνια ως λεμβούχος), καταθέσεις εις τo Κρεντί Λυονναί, και προσέτι, όταν μετά τόσα χρόνια επέστρεψεν εις την πατρίδα, εύρεν αρκετά πατρικά του κτήματα, χερσωμένα και καταπατημένα, κ' εξώδευσε πολλά διά να τα διεκδικήση και τα καλλιεργήση. Τον εφώτισεν ο Θεός, όταν ενυμφεύθη την Σοφίαν, και της τα «έκαμεν όλα επάνω της». Οι συγγενείς του εγόγγυσαν διά τούτο, αλλά τι τους έπταιεν η πτωχή Σοφία; Ας μην εγύρευεν ο Αγάλλος πανδρειά. Ο Μανώλης έζησε δύο χρόνια και απέθανεν. Η Σοφία τα εκληρονόμησεν όλα, μαζί και τον μύλον αυτόν, τον οποίον είχεν ανακαινίσει εσχάτως ο μακαρίτης. Εκεί έμειναν επί εβδομάδας, το φθινόπωρον εκείνο, αι δύο αδελφαί. Εις την αρχήν είχον συντροφιάν, διότι υπήρχον και άλλοι νερόμυλοι εις το ρέμμα της Κεχριάς. Εκεί τον κατήφορον ήτον ο μύλος της Μοσχαδώς της χήρας, ο μύλος του Δήμου του Μανιάτη. Αλλ' αι εργασίαι ωλιγόστευσαν, κ' οι γείτονες έφυγαν. Έλειπαν τον περισσότερον καιρόν, και τα «δύο κορίτσια» εξηκολούθουν να μένουν πάντοτε εκεί, μη έχουσαι πού αλλού να κλίνουν την κεφαλήν, διότι οι συγγενείς του Αγάλλου είχον αποπειραθή (μετά την κηδείαν) να καταλάβωσι την οικίαν, κ' ενήργησαν να σφραγισθή η θύρα και η υπόθεσις, εις τας χείρας των δικολάβων και των δωροφάγων, έμενεν ακόμη «εγκρεμής». Εκεί λοιπόν είχον αναγκασθή να κλεισθούν εις τον μύλον. Εκεί τας ηύρεν ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης, και αφού ταις είπε τι είχε μάθει, τον εκράτησαν να κοιμηθή εκεί. Αφού εσταμάτησαν τον μύλον, κ' επήραν το «εξάγι» από το τελευταίον άλεσμα της ημέρας, εκάθησαν να δειπνήσουν εληές, τυρί και πλαθόπητταν οπτήν, την οποίαν είχε ψήσει εις ολίγα λεπτά, ανάψασα φωτιάν εν υπαίθρω, ως είδος εστίας ή καμίνου, κατά το πρόθυρον του κτιρίου, η Λουκρητία. Κατόπιν ο μικρός γέρων ήρχισε να διηγήται παραμύθια χειμερινά, και ν' απαγγέλλη αισθηματικά δίστιχα. Αι δύο κόραι, με το πλέξιμόν τους εις το στέρνον, τον ήκουον με το έν αυτί κ' εγέλων χωρίς όρεξιν. Ο Σταμάτης έψαλλε και τραγούδια ανάμεσα, διά να τας κάμη να διασκεδάσουν και αποσπάση τον νουν των από την τυραννούσαν σκέψιν. Διότι ήτο διωγμός εναντίον των εκ μέρους των συγγενών του μακαρίτου, και άλλαι ακόμη σκευωρίαι και ραδιουργίαι. Τέλος ο γέρο-Σταμάτης ενύσταξεν· αι δύο αδελφαί, αν και δεν είχον ύπνον, εσηκώθησαν κ' έκαμαν την προσευχήν των εμπρός εις το Τριμόρφι (εικόνα φέρουσαν τον Χριστόν, την Παναγίαν και τον Πρόδρομον) υπό το αναμένον κανδήλι, όπου έφεγγε γλυκά εκεί εις την ερημικήν φωλεάν των. Έστρωσαν σινδόνα και βελέντζαν διά τον Σταμάτην, επί του μικρού σανιδώματος, άνω των τριών ή τεσσάρων βαθμίδων του μικρού πατώματος. Αυταί επλάγιασαν εντεύθεν της θύρας, της μη εχούσης θυρόφυλλα, επί του ιδίου δαπέδου. Ο γέρο-Σταμάτης ήτο καλά εκεί, διά να είνε πλησιέστερα εις την έξω θύραν, και ν' ακούση πάντα τυχόν κρότον μέλλοντα ν' ακουσθή έξω. Επειδή εκαυχάτο ότι ήτο άγρυπνος πάντοτε και τον είχον επονομάσει τινές «φύλακα των κοριτσιών». Δίπλα εις το μικρό πάτωμα ήτο η καθαυτό μηχανή, ο κύριος μύλος. Υποκάτω του πατώματος ήτο η διέξοδος του νερομύλου προς τον κατήφορον, δυτικά, εις το ρεύμα. Ο Καρδοπάκης είχεν αποκοιμηθή, και αντί ν' ακούη αυτός τους κρότους τους έξω, ήκουον αι δύο κόραι τον ρογχαλισμόν του. Έξω εφύσα λεπτή αύρα, κ' ηκούετο από καιρού εις καιρόν ο θρους των φύλλων. Ο μικρός χείμαρρος κατήρχετο μελαγχολικώς από την δροσεράν σπηλιάν, παραπλεύρως και ολίγον χαμηλότερα του παλαιού Ερήμου μοναστηρίου της Κεχριάς, κ' εκελάρυζε την νύκτα ανάμεσα εις τους βράχους και τους θάμνους, και πότε έπιπτεν εις μικρούς καταρράκτας με ορμήν, πότε εστρώνετο εις μαλακόν ρείθρον ως έλαιον επί της άμμου και των χαλίκων. Καβούρια και χέλια μικρά θα ηδύνατο να ψαρεύση εκεί την ημέραν ευκαιρών άνθρωπος. Τα δένδρα έσμιγον εις τρυφεράς περιπτύξεις εκεί την νύκτα, και ο κισσός και το κλήμα ανερριχώντο εις τα ύψη των κλάδων, και καρποί μελαμβριθείς εκρέμαντο εις τα ακροκλώνια, διά να δίδεται τροφή εις όλα τα πτερωτά και τα όρνεα, τα επικαλούμενα το όνομα του Κυρίου. Και θνητός άνθρωπος δεν ηδύνατο ν' αναβή εκεί, ουδέ να καταβή, εκτός αν ήτον ουρανοπετής. «Ουδέ κεν αμβαίη βροτός ανήρ, ου καταβαίη». Και τ' άντρα τριγύρω εφύσων ως κινύραι της νυκτός εις το σκότος, κ' η ηχώ έμελπε τους στρυφνούς διφορουμένους χρησμούς της. «Εθέλω ειπείν τι — τι; — Λέξον ως &ερώ& — ερώ». (4) Και τα άστρα κατέφεγγον όλην την κοιλάδα, ως αφιερωμένα, και .... ο γαλαξίας, κ' η Πήχη, και η Πούλια, και τ' Αμάξι, και οι δύο Αδελφοί, οπού τελευταίοι εβασίλευον πέραν εκεί, εις τα καταμέλανα βουνά της Στερεάς, εις τα ανάβαθρον του ουρανού, το Πήλιον. Μόνον μία νεράιδα ερημικά βαθυπλόκαμος απετόλμα την νύκτα και κατήρχετο εις το ρεύμα, κ' εμπιστευομένη εις το εχέμυθον της νυκτός απέβαλλε τον πέπλον, κ' ελούετο, εις τα κρύα νερά του λάκκου, της στέρνας, εις την κορυφήν του μύλου, επάνω της στέγης. Και δυο δειλά όμματα σατύρων, νεόπλαστοι βλαστοί της αιπολικής γενεάς, προέκυπταν διά μέσου των κλάδων, υψηλά εις τα δένδρα, και ηγωνίζοντο ν' ανακαλύψωσι το μυστήριον της καλλονής εκεί εις το σκότος. Και τότε η ηχώ θα ηδύνατο καθώς το πάλαι, εις την εξομολόγησιν του Ερώντος, να επαναλάβη: Ερώ, ερώ. Ο Σταμάτης ο Καρδοπάκης δεν είχε χορτάσει τον ύπνον. Θα ήτο μία μετά τα μεσάνυκτα και η Σοφία δεν είχεν αποκοιμηθή ακόμη — τόσον νέα (είχε λάβει) πικράν πείραν του κόσμου. Η μικρή Λουκρητία είχε κλείσει τα όμματα, διότι ήτο μόλις δεκαεπτά ετών και δεν είχε γνωρίσει ακόμη τα πάθη και τα βάσανα. Εις τας ώρας εκείνας του μυστηρίου και της σιγής, όταν η αύρα η εσπερινή είχεν αποκάμει να πνέη και άνεμος όρθριος δεν εφύσα, και ήτο ζέστη φθινοπωρινή, διώκτρια του ύπνου — και τα άστρα, ως μαγευμένα, τρέμοντα έφεγγον εκεί επάνω εις το άπειρον — τότε ηκούσθη θρους, κρότος μαλακός, επαισθητός εις τα ώτα της Σοφίας. Ηκούσθησαν αόριστοι ψιθυρισμοί, αμυδροί ήχοι, ως ομιλίαι ανθρώπων εν ονείρω. Η νέα ανεσηκώθη επί του προσκεφάλου της, στηρίζουσα εις τον βραχίονα την παρειάν και ηκροάσθη. Οι ψίθυροι, αν και πολύ ήρεμοι της εφάνηκαν πράγματι υπαρκτοί, και δεν την επλάνα η φαντασία, ούτε την εγέλων τα ώτα της. Ανελογίσθη τότε τι της είχεν ειπεί ο γέρο-Καρδοπάκης, όταν έφθασε το δειλινόν εις τον μύλον. Εις τα Βουρλίδια, εκεί κάτω, όχι μακράν του χωρίου, όπου απείχε μιας και πλέον ώρας δρόμον απεδώ, εκεί ήτο καταφύγιον και τόπος συναντήσεως δια τους (γύρω στον μύλον της Σάββαινας) νέους κυνηγούς, διά μερικούς νεαρούς βοσκούς της νέας γενεάς, όπου εφύσων αυλόν και έψαλλον κινύραν, ακόμη και διά ξεπεσμένα αρχοντόπουλα, της μικράς πολίχνης, οπού ησχολούντο εις «εργολαβίας», και επιχειρήσεις ερωτικάς. Ο γέρο-Σταμάτης, αν δεν ηπατήθη, ή δεν ήθελε να «πουλήση δούλεψιν», είχεν ακούσει, εις το πέρασμά του, σχέδια και μηχανορραφίας μελετωμένας μεταξύ των νέων αυτών, εξ ων εύρε πέντε ή έξ συνηθροισμένους εις την δροσεράν κοιλάδα την ημέραν εκείνην. Φαίνεται ότι επρόκειτο, καθώς υπώπτευσεν εκ των όσα ήκουσεν ο εύθυμος γέρων, «για να κλέψουν ή την Σοφιά ή τη Λουκρητία». Εγίνοντο δηλαδή μελέται περί απαγωγής της μίας των δύο αδελφών υπό των ερωτύλων ή των «κυνηγών» εκείνων. Και εις τα συμβούλια ταύτα ήτο παρών, ως εμαρτύρει ο Καρδοπάκης, και είς των νεωτέρων συγγενών του μακαρίτου Αγάλλου, ανεψιός του εξ αδελφού. Ήτο μάλλον θετός υιός του αδελφού του, αλλά τόσον χειρότερα. Διότι και χρηματικώς και ερωτικώς ακόμη ο άνθρωπος θα ενδιεφέρετο εις την υπόθεσιν. Οι συγγενείς λοιπόν του Αγάλλου, ως έλεγεν ο γέρο-Σταμάτης, «είχον την ουρά τους μέσα σ' αυτή τη βρωμοδουλειά». Είχον διπλούν συμφέρον, να δυσφημισθή η νεαρά χήρα, διά να καταφάγουν αυτοί την κληρονομίαν. Η Σοφία, έτεινεν ισχυρώς τα ώτα, και οι ψίθυροι εγίνοντο ευκρινέστεροι. Τότε εσηκώθη σιγά, επάτησε με τους πόδας γυμνούς δύο βήματα, και ήνοιξεν έν μικρόν συρτάρι εις χαμηλόν σκαμνοτράπεζον παρά τον τοίχον. Την στιγμήν που ήνοιξε το συρτάρι ενθυμήθη να επικαλεσθή τα θεία. Εστράφη, κ' έκαμε τρεις σταυρούς προς το εικόνισμα υπό το τρέμον γλυκύ φως του κανδηλίου, όπου εφαίνοντο ως όνειρον αι τρεις διαλάμπουσαι μορφαί. Είτα επανεστράφη προς το έπιπλον, εβύθισε την χείρα, κ' έλαβεν εκείθεν έν ρεβόλβερ. Ήτο το περίστροφον του μακαρίτου του ανδρός της, όστις την είχε νυμφευθή από όψιμον έρωτα, κ' εφάνη τόσον καλός προς αυτήν. Η Σοφία το εζύγισεν εις την χείρα, εβεβαιώθη, αν και το ήξευρεν, ότι ήτο γεμάτον, εστάθη μίαν στιγμήν, διά να ακροασθή ακόμη. Δεν απεφάσισε να ξυπνήση την αδελφήν της, ήτις είχεν αποκοιμηθή προ μικρού. Εβάδισε τρία βήματα προς την θύραν την άνευ παραθύρου, όπισθεν της οποίας έρρεγχεν ο γέρο-Σταμάτης. Έκυψε, του έθιξε τον ώμον, τον έσεισεν. Ο γέρων έβλεπε νεανικά όνειρα εις τον ύπνον του. Μόλις ησθάνθη το σείσιμον, εγύρισε να στραφή από το άλλο πλευρόν, κ' εμορμύρισε με θρηνώδη φωνήν: — Τι με πικραίνεις, Κατερίνα. Κατερινάκι μου;... Γονάτισα, μοιρολόησα απάνω στον τάφο σου, σα γυναίκα.... σου είπα τόσα λυπητερά τραγούδια. Ενθυμείτο την μακαρίτισσα την γυναίκα του, όπου την είχε θάψει προ επτά ετών και ακόμη δεν είχε παρηγορηθή διά την στέρησίν της. — Μπάρμπα Σταμάτη, σήκω! ήρθαν κείνοι πούλεγες... Μας περικύκλωσαν απόξω. Και πάλι τον έσεισε σφοδρότερον εις τον ώμον. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα όμματα, έκαμε ν' ανασηκωθή, και πάλιν έπεσεν εις τo πενιχρόν, σκληρόν προσκέφαλον η κεφαλή του. Εν τοσούτω την ανεγνώρισε. — Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή. — Δεν είνε ακόμη αυγή, μπάρμπα-Σταμάτη, είπεν αγωνιώσα η Σοφία, μα είνε απόξω, είνε... που το μάτι τους να βγη! — Και τι θα καταλάβης να τους βγη το μάτι, Σοφία; είπεν εμπνεόμενος εις αντιλογίαν, με όλην την νύσταν του, ο Καρδοπάκης. Μήπως θ' αποχτήσης ποτέ σου εσύ τρία μάτια; Πάντα με δύο μάτια θάσαι. — Αχ! χρειάζονται τέσσαρα μάτια την ώραν αυτήν, απήντησε με πάθος η Σοφία. Εκράτησε τον γέρον από των δύο ώμων, και του είπε με τόσον απαλήν, αλλά και λεπτήν φωνήν, ώστε και κωφός θα ήκουε: — Ακούς, γέρο;...ήρθαν εκείνοι, να μας κλέψουν την Λουκρητία, ή να μας πάρουν τον μύλο και τα κτήματα... Έχω εδώ το ρεβόλβερο... Σήκω, να ιδούμε τι θα κάμωμε... μη μας σπάσουν την πόρτα, γέρο-Σταμάτη. Ο γέρων έτριψε το μέτωπον, την κεφαλήν, και τους κροτάφους του, και είπε: — Τότε, σιωπή. Μη μας ακούσουν... Τσιμουδιά μη βγάλης.. για να νομίζουν πως δεν είν' εδώ κανείς. — Α! όσο γι' αυτό, είπεν η Σοφία, θα μπορούσαμε να κάμωμε τον ψόφιο, μπάρμπα-Σταμάτη. Τι σε θέλαμε σένα;.. Μπάρμπα, να φύγης. Να φερθούμε... — Αμέσως! αλέστα! βάρ' τα χάλασ'τα! έκραξε τότε ο Καρδοπάκης και ανεπήδησεν από την στρωμνήν του. Εν τω μεταξύ είχεν εξυπνήσει κ' η Λουκρητία, ως να της ωμίλησέ τις καθ' ύπνον εις το ωτίον και να της είπε: Σήκω. Εσηκώθη, έτριψε τα μάτια της, κ' είπε: — Τι τρέχει; Οι άνθρωποι είχον έλθει πράγματι έξωθεν του μύλου, κ' η Σοφία δεν είχεν απατηθή εις την αϋπνίαν της. Ήσαν τρεις νέοι κρατούντες τουφέκια, ο Κώτσος ο Κ., ο Αντώνης ο Β. και ο Αλέκος ο Π., δημοδιδάσκαλος «αριστοβάθμιος» της νέας εποχής. Εξ αυτών ο πρώτος ίσως είχε μέσα του σκοπόν και απόφασιν, τη βοηθεία των φίλων του, τους οποίους είχε κατηχήσει, ν' αρπάση την Λουκρητίαν, να την στεφανωθή λάθρα, και να λάβη την προίκα της διά ψυχολογικής βίας από την κληρονομίαν της Σοφίας εκ της περιουσίας του μακαρίτου. Ο δεύτερος, όστις ήτο συγγενής του αποθανόντος, με απροθυμίαν εφαίνετο να επινεύη εις το σχέδιον τούτο, με την πλαγίαν σκέψιν να στενοχωρήση την Σοφίαν, διά να «το κάμη χειρότερα», ως έλεγεν. Ο τρίτος ήρχετο απλώς διά «ρομάντζα», όπως λάβη πείραν πως κλέπτονται τα κορίτσια. Την στιγμήν εκείνην, όταν είχε σηκωθή η Λουκρητία, ηκούσθη βραδύς και μελετημένος κτύπος εις την οικίαν. Εκείνος, όστις είχε κρούσει την θύραν, εφαίνετο ότι εκτύπα άλλο τόσον η καρδία του, και δεν ήτο πρόθυμος να επαναλάβη τον κτύπον δευτέραν και τρίτην φοράν. Εν τούτοις μετά δύο λεπτά δεύτερος κτύπος ηκούσθη, ακόμη μαλακώτερος. Εις τον κτύπον τούτον απήντησεν άλλος κρότος, γνώριμος εις όλων τας ακοάς. Η Σοφία έσυρε την σκανδάλην του πιστολιού της και ανεσήκωσε τον λύκον. Συγχρόνως ηκούσθησαν ψιθυρισμοί έξωθεν, ως να συνεννοούντο μεταξύ των οι πολιορκηταί. Κάτωθεν του μικρού πατώματος προς τον τοίχον ήχησεν αλλόκοτος, ασυνήθης κρότος. Η Σοφία έβαλε τον δάκτυλον στο στόμα και ακουσίως εγέλασε. — Την φτερωτή... Την φτερωτή σπάζουν· για να μπουν απ' τη μυλότρυπα. — Εκεί είνε διαβολότρυπα, είπεν ο γέρων Σταμάτης. Και συγχρόνως χωρίς να συμβουλευθή τας δύο κόρας, έβαλεν αγρίαν φωνήν: — Μωρέ, τι κόσμος είν' εδώ; Στοιχειά ήρθαν απόξου, να μας φοβερίξουν; Ξορκίζω σε, Σατανά ... Δος μου το τουφέκι να ρίξω. Άνοιξε το παράθυρο, ψηλά, ψηλά, απ' τον φεγγίτη εκεί!.. Η θεατρική αύτη κραυγή έσχε το αποτέλεσμά της. Πρώτος ο δημοδιδάσκαλος έδωκε το σημείον της αποχωρήσεως. Δεύτερος τον εμιμήθη ο συγγενής του μακαρίτου, και τελευταίος έφυγεν, άμα είδεν ότι απεμονώθη, ο Κ., ο επιχειρηματίας και εραστής της Λουκρητίας. Και ούτως εφηρμόσθη και εδώ, όπως πάντοτε, το Ευαγγελικόν: &Και Έσονται οι πρώτοι έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι.& ΤΑ ΒΕΝΕΤΙΚΑ Η εκκλησιά εδιάβαζε, Κυριακήν πρωί, κ' ημείς οι δύο, ο Νικολός του Αγιώτη κ' εγώ, επήραμεν, εκείνος το ζεμπίλι στον ώμον — είχε βάλει μέσα, εκτός από τα μικρά οψώνια διά το εξοχικόν γεύμα μας, και το σίδηρον της σκαπάνης — εγώ δε εκράτουν επιδέξια, τάχα ως ραβδίον οδοιπορίας, το ξύλον ή το στηλιάρι της τσάπας αυτής, κ' εκινήσαμεν εις μελετημένην εκδρομήν. Είχε κάμει ταξίδια ο Νικολός ανά το Αιγαίον, με την γολέτταν του πατρός του, εις κύκλους τριών ενιαυτών, και τώρα, το φθινόπωρον του 187..., ο γέρο-Αγιώτης είχε δέσει την σκούναν του, από την Κολώναν της αγοράς, όπως εσυνήθιζον οι καραβοκυροί του καιρού εκείνου, εις τον μικρόν λιμένα, κ' εκάθισε να διαχειμάση εις την εστίαν του. Ο ομήλικος φίλος μου, ο Νικολός, είχε μβαρκάρει το πρώτον προ τριών χρόνων, κατά Μάρτιον, αφήσας μισά τα μαθήματα του σχολείου, κ' ημάς τους συμμαθητάς του ορφανούς. Κατά παν φθινόπωρον ο Νικολός επανήρχετο σοφώτερος από τα ταξίδια. Απ' όλα τα μέρη που είχεν αρμενίσει διηγείτο εις ημάς τους στασίμους, τα οστρείδια του βράχου, όπως μας ωνόμαζεν, όλα τα θαύματα όσα είδεν· εις το όρος Άθω, όπου είχον μετακομίσει από τα μετόχια των εσοδίων της χρονιάς εις έν των μοναστηριών, το Χιλιαντάρι, όπου είχε μάθει και άλλας σλαβωνικάς λέξεις, και τον στίχον τούτον: Χιλιαντάρα μοναστήρα ντόμπρα ντόμπρα κουκουλτίτσα. Είχεν ακούσει προσέτι και το &Άξιόν εστιν& εις την γλώσσαν εκείνην: «Ντόστονο εστ γιακοβώ, ιστίνο μπλαζίτιτια Μπογορόδιτς...» Εις την Σαλονίκην πάλιν είχεν εκμελετήσει τα ήθη των Εβραίων, και διηγείτο πώς ένα χωριατόπουλο, πρώτην φοράν ελθόν, και ιδόν Εβραίον με μακρά ρούχα και γένεια, τον εξέλαβεν ως παπάν, κ' έσπευσε να βάλη μετάνοιαις· τότε πλήθος Ιουδαίων ελθόντες ενέπαιζον την ακακίαν του παιδίου, απαιτούντες όλοι την ιδίαν χριστιανικήν υπόκλισιν, και λέγοντες: «Κάμε και τούτο το παπά, μετάνοια, κουζούμ· κάμε και τ' άλλο το παπά μετάνοια... » Εις την Σμύρνην πάλιν είχεν ακούσει τόσες περιπαθείς πατινάδες εις τον Φραγκομαχαλάν, και είχεν απολαύσει εις την Αγίαν Φωτεινήν την ψαλμωδίαν του «Νικολάου Σμύρνης». Την χρονιάν εκείνην, όταν έφθασεν εις την πατρίδα, θα ήτο τότε ως δεκαννέα ετών, εγώ δε ήμην σχεδόν δύο έτη νεώτερος, τρέφων φιλίαν προς εμέ, μου ενεπιστεύθη τότε (μου διηγήθη) — όπως δεν ήσαν σπάνιαι αι διηγήσεις αύται κατ' εκείνους τους χρόνους· λ.χ., ο δείνα παλαιός κλέφτης, κι' αγωνιστής, ξενητευμένος τόσα χρόνια, εξόριστος εις την Ανατολήν, ή και πρώην ληστής, φυγόποινος ή δραπέτης, έτυχε να συναντηθή μ' ένα «καραβάν», καταγόμενον από μίαν τινά νήσον του Αιγαίου, και άμα τη γνωριμία, κ' επάνω εις το κέρασμα, άρχισε να του διηγήται πως εις τα 23 ή τα 25, όταν ήτον λιάπης, στρατιώτης του Καρατάσου, είχε ζήσει μακρόν χρόνον εις την νήσον εκείνου του καραβά· με χαμηλήν φωνήν, και μ' εμπιστευτικόν τρόπον του απεκάλυπτε πως εις ένα ξωκκλήσι, αντικρύ στο Κάστρο του Βοριά, εκεί που αγριεύει και πλήττει τους βράχους το κύμα, όπου βοΐζουν η ρεμματιές και αντιλαλούν τα σπήλαια, και ο χείμαρρος κατέρχεται δρομαίος κατά το ρέμμα και τους βράχους και της αμμούδες της βαθειές, εκεί στο ερημοκκλήσι, οπού το λένε Παναγία Ντομάν, αντίκρυ στο ιερό της εκκλησιάς είνε χωμένα γρόσια, φλωριά βενέτικα. Την ώραν που βγαίνει ο ήλιος, καθώς θα κτυπήση την κορυφήν του σουβλερού βράχου, — τον λέγουν Μύτικα, — εκεί ακριβώς οπού πέφτει ο ίσκιος της κορυφής του Μύτικα, εκεί να σκάψουν — αχ! να μπορούσε ο γέρο-λεβέντης, οπού τάλεγε, να κάμη φτερά, να βρεθή ένα πρωί στο μέρος εκείνο· πλην τα φτερά του ήσαν κομμένα τώρα — και θα εύρουν άλλοι τα γρόσια. Ένα τοιούτον γέρο-λύκον παλαιόν είχε συναντήσει, φαίνεται, ο νεαρός Νικολός εις τα μέρη της Ανατολής τα παράλια, όπου είχε προσεγγίσει η γολέττα, και τοιαύτην ιστορίαν εκείνος του είχε διηγηθή. Και άμα ήλθεν ο φίλος μου έσπευσε να με κάμη κοινωνόν του μυστικού, ή μέτοχον της επιχειρήσεως. Χάριν μεγαλυτέρου κύρους, ως περίεργος και μνήμων οπού ήτο, μου διηγείτο πολλά και άλλα εγχώρια θρυλήματα. — Ξέρεις πόσοι και πόσοι έχουν εύρη γρόσια στα παλαιά χρόνια!.. Ο παππούς σου, ο γέρο-Μωραΐτης ο Αλέξανδρος, που έχεις και το όνομά του, δεν ηύρε τον μαμτζά (δηλαδή μακρόν υπόδημα ή μπότταν) με τα βενέτικα, στην αγκωνή του κατωγειού, στο σπήτι με την αυλήν την μεγάλη, που το έχει τώρα ο γυιός του ο Δήμαρχος, ο μπάρμπας σου;... Ο γέρο-Χατζηραφτάκης, που ζη ακόμα — δεν πας να τον ερωτήσης, αγκαλά... δεν θα σου το πη — δεν ηύρε μίαν τζάρα (ή πιθαράκι) γεμάτη φλουριά, στην πεζούλα της αυλής του, που την εχάλασε για να την ξαναφτιάση;... Την γρηά το Μπραϊνώ τσ' Αλεφάντους δεν την ωνείρεψε να πάη να σκάψη στο Έρμο-Κάστρο, με άλλες δυο μαζί — τη γρηά Καλοεδίτσα και τη Σεβαστάκαινα — κ' επήγαν, κ' ηύραν τα γρόσια; Να της ερωτήσης, δεν το μαρτυρούν, μα τα ηύραν... Το πλειο παράξενο απ' όλα ήτον το συμβάν του γέρο-Σκοινά. Από πού, θαρρείς, έγεινε καπετάνιος, με δυο καράβια, ο Γιάννης ο Σκοινάς; Είχε εργάτες στο χωράφι, κάτω απ' την Αραδιά, κατά το γιαλό, κοντά στο ρέμμα. Ήτον Σάββατον βράδυ. Όλη μέρα ξεσκάλωναν, βοτάνιζαν, έσκαβαν. Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο. Και να ήθελε να το κρύψη δεν θα μπορούσε, γιατί ο γέρος ήτον καταμπροστά του. «Αφεντικό, του λέει, κύτταξε τι ηύρα. Μη σου έπεσε;» Ο Γιάννης έκαμε πως έψαχνε στην τσέπη του, κ' είπε: «Τωόντι, εμένα μώπεσε». Και έλεγε σαν αλήθεια, γιατί &του έπεσε& πράγματι στον λαχνό... «Καλά, είπε, θα σου δώσω τα βρεθίκια». Τάρπαξε, και τώβαλε στην τσέπη. Αλλά την ίδια στιγμή, και με μάτια τέσσερα, ο Σκοινάς, για να μην τον καταλάβη ο εργάτης — απάν' απ' το κεφάλι τους ήταν ένας πεύκος, μεγάλο δένδρο· ο μεροκαματιάρης άνθρωπος, καθώς έσκυφτε κ' έσκαβε, δεν έβαλε ο νους του να κυττάξη καταπάνω. Θα πης, γιατί; Δεν ήτο κισμέτι, τόσο ήτον το ριζικό του, η μοίρα του ήτον να σκύφτη και να σκάβη. Ο γέρο-Σκοινάς όμως, καθώς εκάθητο αναπαυτικά με το τσιμπούκι του, πολύ βολικά του ήρχετο να κυττάξη καταπάνω, στον πεύκο. Και τι βλέπει; ένα δισάκκι παμπάλαιο, πέτσινο, καταμουχλιασμένο, εκρέματο ανάμεσα στα πυκνά κλωνάρια του παλαιού δένδρου. Πέρασε μισή ώρα. Ο ήλιος έγερνε, και κατέβαινε για να κρυφθή στο βουνό, στη μεγάλη στεριά την αντικρυνή. Τότε γυρίζει ο γέρο-Σκοινάς, και λέει στους τρεις ή τέσσερες νομάτους οπού είχε για να του ξανοίξουν το χωράφι: «Επειδής ξημερώνει Κυριακή αύριο, παιδιά, ας σκολάσουμε νωρίτερα, δεν πειράζει. Βάλτε το για το χωριό, κ' εγώ θα μείνω παραπίσω· θέλω να κατεβώ ως τον γιαλό, να πλύνω τα ποδάρια μου — και μπορεί να σας φτάσω στον δρόμο· αλλοιώς περνάτε απ' το σπήτι, ν' αφήστε τα σύνεργα, να σας κεράση η κυρά και το σουρούπωμα σας βρίσκω κάτω στην πιάτσα, και σας δίνω τα μεροκάματα», — «Καλό, αφέντη». Εκείνοι έκαμαν κατά τη ράχη, κι' ο γέρο-Σκοινάς κατά το ρέμμα. Κείνοι ετράβηξαν τον ανήφορο, κι' αυτός εκρύφθη μέσ' το ορμάνι. Κείνοι εκύτταζαν τον δρόμο τους, κι' αυτός είχε το μάτι κολλημένο στον πεύκο. Σαν αλαργάρισαν εκείνοι, αυτός εζύγωσε, κι' ανέβη αλαφρός στο δένδρο, κ' εκαβαλλίκεψε στους κλώνους, κ' εξεκρέμασε κείνο που εφαίνετο σαν δισάκκι αραχνιασμένο, μια χαρά, και το δισάκκι σάπιο έρρεψε όλο, και τα κολοννάτα πετάχθηκαν σωρός, κάτω στο χώμα. Κ' έτσι μ' αυτά και μ' αυτά έχτισε ο γέρο-Σκοινάς ανώγεια και κατώγεια, κ' εσκάρωσε σκάφες, κι' αρμάτωσε άρμενα. Και θαρρώ πως θα ξέχασε να δώση και του φτωχού εργάτη τα βρεθίκια πού του έταξε. Ο Νικολός ήτον στοχαστής πολύ, και είχεν εκλέξει καλώς την ώραν. Ουδέ πιθανόν ήτο να συναντήσωμεν άνθρωπον καθ' οδόν την ώραν εκείνην της Κυριακής, πλην εάν μακρόθεν εφαίνετο ως σκιά κανέν κρυπτόμενον εις την διάβασίν μας βοσκόπουλον ή αν διεκρίνομεν όπισθεν των πυκνών θάμνων κάπου το ίνδαλμα παιδίσκης τινός βοσκοπούλας, που να εξαφνίζετο και να εφάνταζε κάπου ως ζωντανόν σκιάχτρον. Κ' εγώ εκράτουν το πέλεκον της σκαπάνης ως ράβδον, κ' εκείνος είχε το σίδηρον μέσα στην σπειρίδα την πλεκτήν. Και μου ξανάλεγε στον δρόμον πώς ο γέρο-κλέφτης ο παλαιός, με τα μουστάκια του αγκίστρια δεμένα όπισθεν των ώτων, του είχε διηγηθή την ιστορίαν. Βέβαια με τον Καρατάσον ήτον παλλικάρι κι' αυτός. Λοιπόν ο θησαυρός περί ου ο λόγος, χιλιάδες φλωρία, όλο βενέτικα, ήτο θαμμένος σιμά εις την Παναγίαν της Κεχριάς, απ' οπίσω απ' το παλαιόν μοναστηράκι, κατά την μικρήν πόρταν, σύρριζα εις την νοτιανατολικήν, όπου ήτον όλη κατηρειπωμένη τώρα, και το μονύδριον έρημον από πολλού. Και αντικρύ εις ένα μεγάλον βράχον, πάντοτε την ώραν που θα εψήλωνεν ο ήλιος δυο κοντάρια, ή τρεις καλαμιές — δι' όλα είχε προνοήσει ο Νικολός, αλλά δεν εφρόντισε να πάρωμεν μαζί μας κανέν τοιούτον μέτρον, διά να εύρωμεν το ύψος του ηλίου — εκτός αν θα μας εχρησίμευε προς τούτο το στηλιάρι της τσάπας οπού εκράτουν εγώ — εκτός πάλιν αν το ξύλον τούτο θα έπρεπε να χρησιμεύση διά μέτρημα των ιδίων πλευρών μας, οίτινες επιθυμούντες χρήματα (λέγει ο Δαυίδ: &επιθυμία αμαρτωλού απωλείται&, και ο Σολομών λέγει: &επιθυμίαι άνδρας κτείνουσι&) δεν εβλέπαμεν εμπρός μας την προς τούτο άγουσαν οδόν, την οποίαν όλοι οι Εβραίοι, και πλείστοι Γραικοί, γνωρίζουσιν, εργασία, οικονομία κατ' αρχάς, είτα ασπλαγχνία, τοκογλυφία, εκμετάλλευσις όλων των άλλων ανθρώπων — εκεί άρα όπου έμελλε ν' απλωθή την ώραν εκείνην η σκιά, εκεί έπρεπε να σκάψωμεν, διά να εύρωμεν τον θησαυρόν, όλο βενέτικα. Σιμά εις την κορυφήν του βουνού, εις τον Άι-Κωνσταντίνον, εκεί ήσαν τα πλατάνια, ωραία δένδρα, και από την ρίζαν των ανέβλυζε δροσερά πηγή. Εστάθημεν προς στιγμήν διά ν' αναψύξωμεν. Εκείθεν έπρεπε να κατέλθωμεν τον κατήφορον, διά να φθάσωμεν εις την Κεχριάν, μισήν ώραν δρόμον ακόμα. Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον». — Μη φοβάστε... Καλά. Θα τα βρούμε σίγουρα. «Ες άρτι φανερόν γέγονε το ρήμα τούτο », είπέ ποτε εν απορία ο Μέγας Μωυσής. Είχε φονεύσει τον Αιγύπτιον προς χάριν των αδελφών του, και οι αδελφοί του τον εφοβέριζον και τον επότιζον πικρίας. — Πώς το έμαθες; ποιος σου το είπε; ηρώτησεν απορών ο Νικολός. — Μην τα ρωτάς... Θα τα βρούμε, σας λέω. Αφότου είχε παύσει να ταξιδεύη με τα καράβια εις μακρυνά πέλαγα, εψάρευε κατ' αρχάς γύρω εις την νήσον, κ' εγιάλευεν εις τον λιμένα. Ύστερον ηγόραζεν απ' αλλού σιτάρια, τα άλεθεν εις τους μύλους πέραν, εφόρτωνε της δύο βάρκες, κ' ήρχετο και τα επώλει εις τον τόπον. Είχε μανίαν ν' αποκτήση θησαυρούς, διά να σώση το Γένος. Τότε του εκόλλησεν είς φοβερός αλήτης, ο Μαλακίας λεγόμενος, όστις εξεμεταλλεύθη την αδυναμίαν του αυτήν, και του υπεδείκνυεν αμυθήτους θησαυρούς, εις διαφόρους αιγιαλούς, εις πολλάς ακτάς, και άλλας τοποθεσίας. Toν επήρε σύντροφον εις την «Επτάλοφον», αλλ' αυτός εις ολίγον καιρόν του έγεινεν αφέντης. Ο Γιαννιός εδούλευε δι' αυτόν. Εκαλοπερνούσε ο Μαλάκιας, κόττα-πήττα, εφόρεσε πανωβράκια και Τουνέζικα φέσια δι' εξόδων του Γιαννιού, εκάπνιζεν αναριθμήτους ναργιλέδες έξω στα καφενεδάκια, ακόμα και στην βάρκα μέσα. Έπινε τσάια, έτρωγε κοττόπουλα. Και κάθ' εβδομάδα έκαμναν τρία ταξίδια, και στο γύρισμα επλησίαζαν εις διαφόρους γιαλούς, κ' έσκαφταν, έσκαφταν. Εις την Χονδρήν Άμμον, εις το Ελαφοκκλήσι, εις το Τουρκομνήμα, κ' εις το Μακρυκατάλυμα. Ο θησαυρός δεν έμενε ποτέ εντός της θήκης, σύμφωνα με την ετυμολογίαν του, αλλ' έκαμνε ποδάρια, έφευγε, άλλαζε θέσιν, έτρεχεν ως τροχός κατά το σχήμα το κυκλικόν οπού έχει· πειρασμικά, τελώνια, από φθόνον τον έκρυφταν· τον εμάγευεν ο Αράπης, οπού τον έβοσκε, κι' έτρεχαν τα βενέτικα ως έμψυχοι τροχοί μαγευμένοι. Αλλά δεν θα τους έφευγεν όμως. Πού θα πάη; Όπου και αν έφευγε, θα τον έπιαναν μίαν ημέραν. Τέλος υπέδειξεν ο Μαλακίας εις τον καπετάν Γιαννιόν ότι, αφού εκείνος τώρα επέρασεν η ηλικία του, και δεν εμβήκεν εις τον κόσμον — και δεν έπρεπε να νυμφευθή, διότι η ιδέα που έτρεφε να ελευθερώση και να πλουτίση το Έθνος δεν επέτρεπε τον γάμον — έπρεπε τουλάχιστον να φροντίση να νοικοκυρέψη αυτόν, τον Μαλάκιαν, να τον στεφανώση και τον κουκουλώση, να τον προικίση και τον αποκαταστήση· ούτω πως θα είχε κι' αυτός ο Γιαννιός καταφύγιον και θάλψιν εις το γήρας του· διότι δεν εσύμφερε να μείνουν κ' οι δύο άγαμοι. Και πού θα απέθετον τον θησαυρόν, αν τον εύρισκον, όπως έμελλον ασφαλώς να τον εύρουν; Εις χήρας ή υπάνδρους αδελφάς του Γιαννιού, κ' εις ένα σωρόν ανεψιάς του, δεν έπρεπε να εμπιστευθούν. Αυτός δε ήτο ξένος εις τον τόπον, και δεν είχεν άλλην κατοικίαν ειμή την «Επτάλοφον». Ενώ, αν έπαιρνε προικώαν οικίαν, κατά το έθος του τόπου, εκεί ασφαλώς θα έκρυπτον τον θησαυρόν. Όλον το κατώγι, όσον ευρύ και αν ήτο, μόλις θα ήρκει διά να τα χωρέση, τόσον αμέτρητον πλήθος βενέτικα. Τωόντι ο Γιαννιός κατώρθωσε να τον προξενέψη, και τον αρραβώνιασε με μίαν ορφανήν κόρην, το Κουμπώ του Καλκάνη. Μέγας θρίαμβος διά τον Μαλάκιαν. Ζαχαρομηλιά, μπακλαβάδες, πετεινάρια, φραγκοκοττόπουλα αγκαλιαστά, μοσχάτο κρασί, ταμτζάνες. Έκαμε δε αίσθησιν το πράγμα εις το μικρόν χωρίον, και είς αυτοσχέδιος ποιητής, ο Μιτζέλης Δήμου Μιτζέλα, εις ανάμνησιν των αρραβώνων εκόλλησε το εξής τετράστιχον: ..................................................... ..................................................... ..................................................... ..................................................... Τέλος, όταν το κακόν επαράγεινε, ο τότε δήμαρχος του τόπου Κωνσταντίνος Μωραΐτης, άνθρωπος όστις εξήσκει πολλάκις επ' αγαθώ την αυθαιρεσίαν, κατά παράκλησιν των συγγενών του Γιαννιού, τον έκαμε «σουργούνι» τον Μαλάκιαν, τον εξώρισε δηλαδή απλώς και καθαρώς από τον τόπον, και ούτως εγλύτωσε το Κουμπώ του Καλκάνη, έσωσε δε και τον καπετάν Γιαννιόν, τον πάλαι ποτέ ιδιοκτήτην της «Επταλόφου» και της «Θεού Σοφίας» (διότι εν τω μεταξύ τα είχε φάγει ο Μαλάκιας όλα, και η μία βάρκα είχε πωληθή, η άλλη ήτον υπέγγυος) από την Άτην την &σθεναρήν& και &αρτίποδα&, ήτις &πάντας ανθρώπους& αάται, ώστε μόνον το ύδωρ της Στυγός να μένη «αάατον». Αυτά συνέβησαν ύστερον, μετά δέκα χρόνους. Όταν δε μας συνήντησεν ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, επάνω στην Βρύσιν, στα Πλατανάκια, έμβρυον ήτον ακόμη εις τας φρένας του η μανία του θησαυρού, προς πλουτισμόν του Γένους, και ο Μαλάκιας το έμψυχον τερατώδες άγαλμα της λατρείας ταύτης. Αφού δεν ημπορέσαμεν να λάθωμεν την άγρυπνον προσοχήν του πλοιάρχου της «Έπταλόφου» — διότι ενδιεφέρετο σφόδρα διά πάσαν ιστορίαν θησαυρού, και δεν ηδύνατο τίποτε να του διαφύγη — είνε άπορον, πώς δεν έγεινα εγώ ύποπτος εις τον Νικολόν πλην ο φίλος μου δεν ήθελε να με αδικήση διά τοιαύτης υπονοίας. Και έως σήμερον ακόμη δεν ενθυμούμαι να είπα εις κανένα διά την υπόθεσιν του θησαυρού της Κεχριάς, νομίζω δε ότι πολύ δεν επίστευα μέσα μου, αν και τόσον νέος, εις την ύπαρξιν του θησαυρού τούτου. Ο Νικολός δεν ελυπήθη και πολύ διά την παρουσίαν του Γιαννιού, ήτον δε πρόθυμος, ως λίαν ανοικτόκαρδος, να μοιράση τα γρόσια, τα οποία θα εύρισκε, και με αυτόν, και με πάντα άλλον. Επήραμεν τον κατήφορον, και αφού διήλθομεν τρία ρέμματα, επεράσαμεν πολλά πλάγια και ρεβένια και εχώθημεν τέσσαρας φοράς εις την λάσπην. Είχε βρέξει προ τριών ημερών, και η υγρασία της γης θα διηυκόλυνε μεγάλως την εκσκαφήν του θησαυρού μας. Έλεγε δε ο Νικολός, ως ευσεβής νέος οπού ήτον, ότι η λειτουργία της Κυριακής την ώραν εκείνην ήτον αγαθή συγκυρία, διότι πάσα καλή εργασία, δέησις, ευχή και τάξιμον κατά την ώραν της λειτουργίας εκτελείται. Όπως λ. χ. την πρωίαν της Μεγάλης Πέμπτης, την ώραν οπού διαβάζεται το Ευαγγέλιον της Λειτουργίας, χύνει ο χρυσοχός το δακτυλίδι ή το φλωρί, το οποίον έταξεν η χαροκαμμένη μάνα (της οποίας έχουν αποθάνη τα πρώτα της παιδιά) διά να της στερεωθή ο καρπός της κοιλίας, και της χαρίση ο Θεός το κατόπιν τέκνον της. Τέλος εφθάσαμεν εις το έρημο μοναστηράκι της Κεχριάς. Ο ναΐσκος, παλαιός, με ζωηράς τοιχογραφίας, με τον τρούλλον και τας χιβάδας του εώρταζε την Μετάστασιν, ή τα Εννεάημερα της Παναγίας. Εισήλθομεν, επροσκυνήσαμεν τας εικόνας, κι' ο Νικολός ήναψεν ευλαβώς τα κανδήλια. Μέσα εις το ζεμπίλι του, χωρίς να το σκεφθώ εγώ, είχε βάλει και έν μολύβδινον παγούρι με έλαιον. Εξήλθομεν κ' εκυττάξαμεν γύρω-γύρω τον τόπον. Όλοι οι λόφοι, αι κλιτύες και τα πλάγια, ελαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, ευώδη. Την χρονιάν εκείνην δεν υπήρχε καρπός ελαίας, διότι αι ελαίαι εκαρποφορούσαν «δευτοροχρονιά». Άλλως, ας ήτο και Κυριακή, εξάπαντος θα ευρίσκομεν ίχνη ανθρώπου εις τα μέρη εκείνα. Κάτω προς τον αιγιαλόν, εις το βαθύ ρέμμα, υπήρχον, ή μάλλον εσώζοντο από παλαιού καιρού, ολίγοι νερόμυλοι, εφθαρμένοι, σχεδόν ερείπια. Ίσως δύο εξ αυτών εδουλεύοντο από καιρού εις καιρόν. Πλην δεν ηκούσαμεν κρότον, ουδέ ψυχήν είδομεν. — Σήμερα Κυριακή, δεν δουλεύουν, είπεν ο Γιαννιός. — Ξέρω πως δεν δουλεύουν, μα μπορεί να βρίσκωνται, είπεν ο Νικολός, όστις αν και τόσον νεώτερός του, εφαίνετο να γνωρίζη καλά τα μέρη. — Και λες να είναι κανένας εδώ; — Η γρηά το Μουσκαδώ με τα κορίτσια της, η συμπεθέρα της η Αγάλλαινα, και τόσες άλλες, εδώ βρίσκονται τον περισσότερον καιρό. Αποδώ αραδίζουν, πηγαίνουν, έρχονται. Την νύχτα βλέπουν και στοιχειά κάποτε εδώ στο ρέμμα. — Και σαν τι στοιχειά; είπα εγώ. — Λέω την νύχτα, επέφερεν ο Νικολός, ακόμη και την ημέρα. Νεράιδες, νεράιδες είδαν με τα μάτια τους να χορεύουν, εδώ κάτω στο ρέμμα, σιμά στην βρύσι. Νεράιδες ζωντανές, ασπροφορεμένες, που έσερναν τον χορό, κ' ετραγουδούσαν, μέρα μεσημέρι: «Ημείς παίρνουμε της μιλιές, ημείς καλές κυράδες». Και κα-κα-κα τα γέλοια, κα-κα-κα τα γέλοια. Εγώ ήκουα μετά προσοχής, κ' εκύτταζα γύρω γύρω, ως να ήλπιζα να ιδώ κάπου ανάμεσα στα πυκνά κλαδιά, κάτω στο ρέμμα, της «καλές κυράδες», όπου έλεγεν ο Νικολός. Εξήλθομεν προς την μεσημβρινήν πλευράν του παλαιού μονυδρίου, και οι δύο ήρχισαν να επιθεωρούν επιμελώς την τοποθεσίαν. — Να ο μεγάλος βράχος, είπεν ο Νικολός, αυτός θα είναι. Να ο ήλιος, τώρα πρέπει να είναι δυο κοντάρια ψηλά. Να κι' ο ίσκιος, ως πού φθάνει. Εσημείωσε το μέρος με τον πόδα, έλαβε το σίδηρον από την σπειρίδα του, το προσήρμοσεν εις το στηλιάρι, έκαμε τον σταυρόν του, κι' άρχισε να σκάπτη. Έσκαψε μισήν ώραν, έκαμε ρηχόν πλατύν λάκκον. Είτα εστάθη. — Έλα, μπάρμπα Γιαννιέ, τώρα, αράδα σου είναι. Ο Γιαννιός έλαβε την σκαπάνην και τον διεδέχθη. Έσκαψεν άλλην τόσην ώραν, επλάτυνε τον λάκκον και τον εβάθυνεν. Επί δύο τρεις ώρας ενηλλάσσοντο. Εδοκίμασα κ' εγώ άπαξ, αλλά δεν ηδυνήθην να εργασθώ πλέον των δέκα λεπτών. — Δεν ξέρεις να σκάψης, μου είπεν ο Νικολός. — Δεν είναι για τα χεράκια σου, είπεν ο Γιαννιός. Εγώ εν τούτοις την περισσοτέραν ώραν εκαθήμην μόνος μακράν από την γινομένην σκαφήν, προς την νοτιοδυτικήν γωνίαν της πλευράς του μοναστηρίου, ολίγα βήματα παραπάνω από το μονοπάτι, το φέρον κάτω προς το ρέμμα. Εκεί &εβίγλιζα&, ήτοι ήμην &καραούλι&· είχα δηλαδή σκοπιάν, μήπως φανή που ερχομένη ψυχή ανθρωπίνη, διαβάτου ή γείτονος, ώστε να τους δώσω εγκαίρως είδησιν να παύσουν, και να έλθουν ευπρόσωποι προς το μέρος που εκαθήμην. Εκόντευε μεσημέρι, και δεν είχεν ακόμη μισό μπόι βάθος ο λάκκος. Ο ιδρώς περιέρρεε τα μέτωπα και τους λαιμούς των. Εζήτησε να πίη νερόν ο Νικολός, αλλ' εστάθη. — Το νερό μας έκοψε, δεν πίνεται... Κάθεσθε, να πάω ως την βρύσι, να φέρω νερό; Έρχεσαι, είπε προς εμέ, μαζί μου; — Όχι, κάθησε συ, είπεν ο Γιαννιός, που είσαι πολύ αποσταμένος, και πάω εγώ με τον Αλέξανδρον. Δεν πάμε καλύτερα και οι τρεις μας; είπα εγώ... Δεν θα φάμε κι' όλα, κάτω στην βρύσι; — Εγώ το ξέχασα πώς τρώνε, είπεν ο Νικολός. Μα πώς θα τ' αφήσωμε αυτά εδώ; — Ο λάκκος εδώ που είνε, είπεν ο Γιαννιός, δεν θα φαίνεται απ' το μονοπάτι κάτω. Ποιος θ' ανεβή εδώ απάνω να κυττάξη; Κρύψε την τσάπα μέσ' τα χώματα, φέρε τo ζιμπίλι σου εδώ, και πάμε στη βρύσι να κολατσίσουμε. Κατήλθομεν ως πεντακόσια βήματα κάτω, εις το ρέμμα, όπου ηκούετο να κελαρύζη το νερόν. Ανάμεσα εις πλατάνους βαθυφύλλους, οπού δεν είχεν αρχίση ακόμη να πίπτη το φύλλωμά των, εις τον υγρόν κόλπον της κοιλάδος, οπού εχορτομανούσε, κ' εδροσοβολούσε από δρόσον φθινοπωρινήν, απ' τους λαγόνας ενός βράχου αμαυρού, ανέβλυζεν η πηγή. Εκεί σιμά εκαθήσαμεν, κ' εστρώσαμεν το γεύμα μας. Ο Νικολός εκαθάριζε της σαρδέλλες, εγώ έσπαζα τα σφιχτοβρασμένα αυγά, κι' ο Γιαννιός από έν κλειστοπίνακον, το οποίον είχε τυλιγμένον με λευκόν ράκος μέσα στην τσέπην του ναυτικού χιτωνίου του, έβγαλε τρεις ή τέσσαρες πέρκες τηγανητές και πέντε ή έξ κεφτέδες. Μόλις εκάμαμεν τον σταυρόν μας κ' εβάλαμεν δύο ψωμούς στο στόμα, κ' επαρουσιάσθη κάτι ωσάν οπτασία εις τα όμματά μας. Τρία μικρά πλάσματα λευκοφορεμένα ήρχοντο προς τα επάνω, προς την βρύσιν, όπου ημείς εκαθήμεθα. Εφαίνοντο να έρχωνται από το κάτω ρέμμα, το γείτον του αιγιαλού, ίσως από τους μύλους, όπου έλεγεν ο Νικολός: — Να η Νεράιδες! Εγώ έβαλα την φωνήν, και σχεδόν θα ηυχόμην να ήσαν, αλλ' ο Νικολός με εξήγαγεν από την πλάνην. — Αυτές πρέπει να είνε η εγγονές της Αγάλλαινας και της συμπεθέρας της, της Μωσκαδώς. Είνε Κυριακή, και γι' αυτό φορούν άσπρα φουστανάκια. Είνε όλες καλοκαμωμένα κορίτσια, ώμορφο σόι, επέφερεν ο Νικολός. Άμα μας είδαν, αι τρεις κορασίδες εκοντοστάθηκαν, και δεν εβάδιζαν ούτ' εμπρός ούτ' οπίσω. Εκρατούσαν κανατάκια εις τας χείρας των. Ο Γιαννιός έκραξε με πραείαν φωνήν: — Μη φοβήσθε κορίτσια, δεν είμαστε στοιχειά. Κ' έπειτα σεις από στοιχειά θα είσθε μαθημένες να βλέπετε 'δώ κάτω. Τα τρία κοράσια εγέλασαν οξύν αργυρόηχον γέλωτα, όπως γελούν η Νεράιδες. — Εδώ έρχεσθε και παίρνετε νερό; είπεν ο Νικολός. Δεν έχει νερό κάτω στο μύλο; — Έχει, μα δεν της αρέσει της μαννούς μας, είπεν η μία, η μεγαλυτέρα εκ των τριών. Δεν είνε σαν αυτό εδώ. — Εκεί κάτω είνε η μαννού σου; — Εκεί είνε. — Χαιρετίσματα να της πήτε πολλά, απ' τον Νικολό τ' Αγώτη· είμαστε γενιά. — Μετά χαράς. Εγέμισαν τα κανατάκια των κ' έφυγαν τρέχουσαι. Η πρώτη εξ αυτών, η λαλήσασα, εφαίνετο να είνε ως δεκαπέντε ετών· αι άλλαι, αδελφαί ή εξαδέλφαι της, θα ήσαν έως δώδεκα ή δεκατριών. Και αι τρεις είχον ήδη τους κόλπους «ως νεβρούς δορκάδος κοιμωμένους εν μέσω κρίνων». Η δε χροιά του προσώπου των ερρόδιζεν ως λευκόν τριαντάφυλλον. — Καλά που ήρθαμε και το στρώσαμ' εδώ, είπεν ο Νικολός· εάν κανέν' απ' αυτά τα κοριτσάκια τώρα εξεθάρρευε ν' ανεβή παραπάνω, ή αν ταις ήρχετο να παν να προσκυνήσουν ως την εκκλησιά — ή αν ταις είχε δώσει παραγγελία η μαννού τους ν' ανάψουν τα καντήλια — που προλάβαμε ημείς και τ' ανάψαμε — βέβαια θα μας έβλεπαν να σκάβουμε 'κει απάνω. Εάν, τώρα, ο Νικολός είχε προτείνει αυτός την γνώμην, ότι ήτο καιρός να κατέλθωμεν στην βρύσιν να γευματίσωμεν, θα έλεγε: «Καλά σας το είπα εγώ». Επειδή όμως άλλος την επρότεινε, δεν έλεγε: «Καλά μας το είπε ο Αλέξανδρος». Και ταύτα, ενώ ήτο φίλος μου και με ηγάπα. &Μάταιοι οι υιοί των ανθρώπων&. Αφού εφάγαμεν, μετά μίαν ώραν ακόμη, επανήλθομεν εις την εργασίαν. Τώρα ο ήλιος έπιπτε, καθώς έκλινε προς δυσμάς, εις το μέρος του λάκκου, κ' έκαιε πολύ. Η αγγαρεία εγίνετο δυσκολωτέρα. Εν τοσούτω έσκαψαν ακόμη ως δύο ώρας, πότε ο Νικολός πότε ο Γιαννιός. Πτυάριον δεν υπήρχε, και ανεβίβαζον το χώμα με τας δράκας. Η γη εγίνετο σκληρότερα, πετρώδης, ή σχιστολιθοειδής. Ήτο κόπος και πόνος. Τους ώκτειρα, και ήθελα να σκάψω. Αλλ' ήμην αδέξιος. Εκεί καθώς έκαιεν ο ήλιος, κ' έσιζον από ελαφράν πνοήν τα φύλλα των δένδρων, μικρός κρότος ηκούσθη άνωθεν, απ' τον ανατολικόν τοίχον του μοναστηρίου· μέσα από την βαθείαν λόχμην και τους πυκνούς θάμνους επρόβαλεν έν πρόσωπον. Γηραλέος άνθρωπος, μεγαλόσωμος, με τουφέκι εις τον ώμον, βέργαν εις την χείρα, και δύο πιστόλια εις το σελάχι περί την μέσην του. — Καλώς σας ηύρα· γεια σας, παιδιά. Ο Νικολός κι' ο Γιαννιός έμειναν με το στόμα ανοικτόν. Εγώ σχεδόν εχάρην μέσα μου. «Θα λάβη τέλος», είπα. Ήτον ο Τριαντάφυλλος ο Τσολοβίκος, ο αγροφύλαξ του Δήμου. Από νηπιόθεν τον ενθυμούμην με τον χιτώνα του ως τα γόνατα, με της κουμπούρες και με τα χαρμπιά του στην μέσην, και σχεδόν εις πάσαν εκλογήν αγροφυλάκων επροτιμάτο, αυτός κι ο γέρο-Στάμος, ο άνδρας της Τζενεΐνας, χήρας του Τζενεού. Εμειδία, και ήτο ευμενής. — Τι σας ήρθε, βρε παιδιά, κυριακάτικα και δε μ' αφήσατε δυο ώρες τώρα να χαρώ τον μεσημεριάτικο τον ύπνο μου, νταπ, ντουπ, ντουπ, ντουπ, δύο ώρες; Κ εγώ το είχα πάρη δίπλα ανάμεσα στης κουμαριές, στον ίσκιο ενός ορνιού, κ' έλεγα να χορτάσω τον ύπνο. — Τίποτα, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, τίποτα, είπεν εν αμηχανία ο Νικολός. — Θα βρήτε γρόσια, λέτε; μη σας ωνείρεψε; Αχ, παιδιά μου, θα βρήτε και σεις γρόσια, όσα ηύρεν ο Δημήτρης ο Στόγιος, κι' ο Ντούσκος, κι' ο Γιάννης ο Σπίης, κι' ο Τσιμτσιός, κι' ο Λεγαντής, και τόσοι άλλοι, κι' ο Αποστόλης ο Κακόμης, κι' ο Γιάννης της Μυλωνούς. Ήμην νέος κ' εγέρασα, που δεν έπαψαν να ψάχουν για γρόσια, στο Έρμο Κάστρο, και στην Παναγιά την Ντομάν, και στ' Αχειλά το ρέμμα, και σε κάθε ξωκκλήσι, και σε κάθε βράχο, και σε κάθε σπηλιά, και στα Πέντ' Αδέρφια, και στην Καμμένη Πέτρα, και στο Κακόρρεμμα. Και μετά μίαν στιγμήν επέφερεν: — Αχ, παιδί μου, για ν' αποκτήση κανείς γρόσια, άλλος τρόπος δεν είνε, πρέπει να έχη μεγάλη τύχη, να εύρη στραβόν κόσμο, και να είνε αυτός μ' ένα μάτι, δεν του χρειάζονται δύο. Πρέπει να φάη σπήτια, να καταπιή χωράφια, να βουλιάξη καράβια, με τριανταέξ τα εκατό, θαλασσοδάνεια, το διάφορο κεφάλι. Όπως και ο γέρο-Μαμούκος, ας έχη ζωή, πού μας έβγαλε και κάλπη για να γείνη δήμαρχος. Τακούς; Εφαίνετο ν' απευθύνεται κατά προτίμησιν εις τον Νικολόν. — Τ' ακούω, και θαρρώ πως έχεις δίκηο, μπάρμπα Τριαντάφυλλε. — Ημείς ίσα ίσα, είπε λαβών τον λόγον ο Γιαννιός ο εξάδελφός μου, ζητούμε τα γρόσια, αν θέλης να ξέρης, μπάρμπα Τριαντάφυλλε, για να ελευθερώσουμε τον κόσμο απ' αυτούς τους αιματοφάγους που λες. — Κι' αν θέλη ο Θεός, δεν τους ελευθερώνει; Είνε η αμαρτίες, παιδί μου, που τους σκλαβώνουνε. Ο Γιάννης έγεινε σύννους. — Ας είνε ωστόσο· αφού το θέλετε, ψάξτε, σκάβετε, σκάβετε· κάτι θα βρήτε· ή κόκκαλα, ή κοχύλια, ή λαλαρίδια. — Είπε, κ' επήρε δρόμον κατά το ρέμμα. Ημείς εμαζέψαμεν τα σύνεργά μας κ' επήραμεν τον ανήφορον, επιστρέφοντες εις το χωρίον. TO X. Α. TOY... Όπως το διηγούνται, όσοι το έφθασαν, εν ηλικία όντες εις Αθήνας τω 1870, ο νεκρός του ενός των ληστών του Δηλεσίου, κομισθέντων εις Αθήνας κατά Μάιον, είχε το πρόσωπον παραδόξως φαιδρόν και γελαστόν. Την ώραν πού τους ετουφεκοβολούσαν τ' αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του τού εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ' εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι. Τον ηύρε καίριον εις τον λαιμόν, και τον αφήκεν εις τον τόπον. Μετά δυο ημέρας οι σκοτωμένοι, πέντε ή έξ τον αριθμόν, εκομίζοντο εις Αθήνας. Εις το πρόσωπον του νέου εκείνου όλοι οι φρικώδεις περίεργοι είδον εντυπωμένον, πιστωμένον τον γέλωτα. Ούτ' επρόφθασεν, ο ευτυχής άνθρωπος, να αισθανθή την πικρίαν του βέλους, αλλ' ο θάνατος του ήλθε μυστηριώδης, γλυκύς, προ της αλγηδόνος. Ο Γιάννης του Λέκα, νέος εικοσαετής, εφαίνετο ότι έχαιρε μεγάλην χαράν σφόδρα, όταν του έλεγαν ότι θα ήρχετο εκείνον τον χρόνον, διά να τον πάρη στρατιώτην, το περιοδεύον Στρατιωτικόν συμβούλιον. Άρχιζεν αμέσως να κάμνη βήματα, προφέρων: έν γυό, έν γυό, κ' ήτον όλος γέλοια και χαρά. Πλην, όταν ήλθε πράγματι η Στρατολογική Επιτροπή, προς μεγάλην χαράν του Δημάρχου, και κατέλυσαν άλλοι εις την Δημαρχίαν, άλλοι στο οιονεί ξενοδοχείον, κι' άλλοι στα σπήτια μερικών, ο Γιάννης, χωρίς να παύση τα γέλοια, η ενδόμυχος ευθυμία και το θάρρος του έφυγαν, κ' ηρνήθη αποτόμως να παρουσιασθή ενώπιον της Επιτροπής. Εστήλωνε τα πόδια του, αντεστήλωνε το κορμί του, έκλαιε, κ' εφώναζε: «δεν πάω, δεν πάω». Όταν δε ο υπίατρος οδηγήθη στο σπητάκι της Λέκαινας, κ' εδοκίμασε να ιδή και να εξετάση τον κληρούχον, ο Γιάννης έπεσεν εις μίαν γωνίαν, εμαζώχθη, εκουβαριάσθη, εσταύρωσε σφιχτά τα χέρια του, έσφιξε τον αφαλόν του, έκαμψε τους πόδας του με τα γόνατα έως τον αφαλόν, και ηρνήθη να υποστή την εξέτασιν του ιατρού. Τέλος η Επιτροπή απεφάσισε να τον κηρύξη «βλάκα», και τον απήλξε πάσης περαιτέρω ενοχλήσεως. Αλλ' όμως ο Γιάννης δεν έλλειπε ποτέ από καμμίαν αγρυνίαν εις τα εξωκκλήσια, όταν επηγαίναμεν στα πανηγύρια, αρχόμενος από την ανατολήν του έαρος έως το βασίλεμα του θέρους, έως την στρώσιν του φθινοπώρου, και πριν εισβάλη ο χειμών. Πρώτον εις την Παναγίαν της Αγαλλιανούς, όπου η ψυχή μας εμοσχοβολούσε ία και ναρκίσσους και λευκά άνθη της αγραμπελιάς. Είτα εις την Παναγίαν την........., όπου έτρεχε με μόρμυρον και ρόχθον το ρεύμα της Ζωοδόχου, κάτω εις τους μυστηριώδεις καταρράκτας με τα κρεμάμενα πολυτρίχια και τους ανέρποντας κισσούς ανά τους υγρούς βράχους εις τα κυρτά υλομανούντα δένδρα. Και στον Άι-Γεώργην, όπου αι τόσαι νύμφαι του χωρίου ελιτάνευον στολισμέναι με τα πεποικιλμένα μανίκια, τας μεταξωτάς ποδίας και τα χρυσά ποδογύριά των, ερχόμεναι άλλαι με της βάρκες και άλλαι διά ξηράς. Και εις τα Πέντ' Αδέλφια, όπου τα αγκαλιασμένα γηραιά δένδρα καλύπτουν την βρύσιν και στεγάζουν τον πενιχρόν ναόν με το θεσπέσιον άλσος των. Κ' εις τον Άι-Γιάννην τον &Μυρωδίτην&, όπου τα τελευταία αηδόνια εκαλούσαν εις διαδοχήν τα κοσσύφια ανά το ..... .................................. από το ύψος των................... έως τον γιαλόν.... .........................., και το κελαρύζον νερόν του βαθέος, ανερχομένου Διακαλιού ανέβλυζεν από την ρίζαν της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των &φυλλομανούντων& κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων. Πόσαι οικογενειακαί θαλίαι είχον τελεσθή το πάλαι υπό τους βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα άκακα ερωτικά ζεύγη είχον εύρη ποτέ καταφύγιον εις την σκιάν της. Και είτα εις τον Άγ. Ηλίαν και εις τον Άγ. Παντελεήμονα, κ' εις την Παναγίαν την Πρέκλαν, κ' εις την Παναγίαν του Καρδάση κ' εις την άλλην Παναγίαν του Αραδιά, κ' εις τον Άι-Γιάννην του Κάστρου, κ' εις τον άλλον Άι-Γιάννην του Μετοχιού, κ' εις τον Άι-Δημήτρην, κ' εις τον Άι-Ασώματον τ' Αγγελή, και τέλος εις την Παναγίαν την Καστριώτισσαν, όπου πάσα σεμνότης και πάσα χάρις εν γαλήνη συνηνούντο, και πας γόνυ έκλινεν ενώπιον της θείας (εν γαλήνη) Πολιούχου: «Διανέμοις των χαρισμάτων την σην γαλήνην, Θεοτόκε, τη ψυχή μου». Όλα ευωδίαζον άνοιξιν και απλότητα και χαράν. Ο Γιάννης έμβαινεν εις το παρεκκλήσι γελών, τον ωδηγούσεν η μάννα του, χήρα έχουσα αυτόν ως μοναχογυιόν, να «χαιρετίση», δηλ. να ασπασθή την εικόνα στο προσκυνητάρι, την ησπάζετο γελών, είτα επήγαινε στ' αριστερά του χορού, κ' έστεκε δίπλα εις το άκρον ανατολικόν στασίδι, δύο βήματα από την βορείαν πύλην, όπου αι γυναίκες έφερον τυλιγμένας με προσόψια τας προσφοράς, και έγραφαν τα ονόματα, δηλ. τα έγραφεν ο παπάς καθ' υπαγόρευρευσιν ιστάμενος εις το χάσμα της θύρας, με το μολυβδοκόνδυλον, κρατών φύλλα διπλωμένα χάρτου επί του βιβλίου των Αποστόλων ή των Ψαλτηρίων· «Γεωργό, Γεωργό και του πλι» (δηλ. το πλοίον) μετά των συμπλεόντων αυτώ, Νικολάκη, πάλι Νικολάκη (ο παπάς έγραφε, Ν. Ν.), Κυρατσούλα, Σειραΐνα, άλλη Σειραϊνώ (Κυρ. Σειρ.), Κωνσταντή, Κωνσταντή (Κ. Κ.), συμβίας, τέκνων, γονέων και αδελφών αυτών». Εκεί έστεκεν ο Γιάννης, και ήκουε γελών τα υπαγορεύματα των γυναικών, τας απηχήσεις και τους &ασπασμούς& του παπά. Τέλος, όταν ήρχιζεν η ψαλμωδία, ο Γιάννης εξηκολούθει να γελά προς τας αντιφωνίας των διαφόρων νεαρών ψαλτών και τας οξυφωνίας του παπά. Συνήθως αντείχεν όρθιος επί ώρας, είτα εκάθητο εις το σκαλοπάτι του βήματος κάτωθεν της τελευταίας αριστερά εικόνος (ήτις ήτο συνήθως του Αγίου του ναού). Η μάννα του, επειδή τον είχε μονογενή, συχνά έταζε και παρεκάλει τους Αγίους «να τον κάμουν καλά». Πλην φαίνεται ότι αυτός ήτο αρκετά καλά, σχεδόν καλύτερα από πλείστους άλλους, και οι Άγιοι δεν έκρινον ότι εσύμφερε να του δώσουν εκείνο το οποίον η μάννα του ωνόμαζε «την υγειά του», δηλ. την ελευθερίαν να κακουργή εν γνώσει. Η ψαλμωδία εξηκολούθει δι' όλης της νυκτός. Πενήντα ή εκατόν άνδρες και παιδιά — συνήθως είχον παραφάγη καί παραπίη — εκοιμώντο έξω, ανάμεσα στους σχοίνους, και οκτώ ή δώδεκα γυναίκες, και τρεις γέροι, εις τα στασίδια ή στας πλάκας του ναού εκοιμώντο καθήμενοι. Ενίοτε ηκούετο το ρογχάλισμα του ιερέως μέσα απ' το Άι-Βήμα. Ο ψάλτης υπενύσταζε και έκαμνε «μετάνοιες» όρθιος στο στασίδι, κι' ο γέρο- Δημητρός, ο πρώην νεωκόρος κ' επίτροπος επί των εξωκκλησίων, χωρίς ο νους του ν' αποσπάται απ' το παγγάρι και τα κηρία, έπαιρνε «δύο τροπάρια» καθιστός στο στασίδι. Ο Γιάννης άγρυπνος δεν έπαυε να γελά. Κάτω εις την πολίχνην, όπου ο Γιάννης ήτο ευθυμία και χαρά των σπητιών, ο ίδιος εγέλα θορυβωδέστερον όταν συνήντα ένα από τους περιπλανωμένους του χωριού, σχεδόν ομοιοπαθή του, ή τον Ζαχαρίαν τον Κούκον, ή τον Τάσον τον Νικολήν, ή τον Ματώ απ' τον Απάνω Μαχαλάν. Τότε άνοιγε πράγματι η καρδιά του. Εγέλα ακρατήτως, και δεν ημπορούσε «να μαζώξη το στόμα του». Ήτο ως να έλεγε: «Χαίρομαι, αδελφέ μου, πού σε βλέπω τέτοιον· οι άλλοι που μας γελούν είνε πολύ χειρότεροι». Κ' εις τα ξωκκλήσια, κατά την διάρκειαν της αγρυπνίας, συνήθως ήρχετο μετά τα μεσάνυχτα πάντοτε, ή ο γέρο-Δημήτρης ο Ηπειρώτης ο νυχτοβάτης, ή ο πάτερ-Ιωακείμ, ο άστεγος μοναχός, συνήθως ξυπόλυτος και ξεσκούφωτος. Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν. Είχεν η μάννα του μικρούς ελαιώνας και χωραφάκια, κι' ο πτωχός νέος φαίνεται ότι κάτι έκαμνεν εις γεωργικάς αγγαρείας και βοηθητικά έργα, με όλην την αδυναμίαν του. Αλλά και τότε, όταν επέρνα από εξωκκλήσι, επέζευεν, έδενεν εις την ρίζαν θύμου το γαϊδούρι, και εισήρχετο εις τον ναΐσκον. Εκεί έβγαζεν ατάκτους φωνάς, θέλων να μιμηθή τους ψάλτας, και κάποτε έβαλλε χείρα εις εικονίσματα και τα κατεβίβαζε κάτω διά να τα ξεσκονίση, όπως εφρόνει· άλλοτε έβγαζε τα θυρόφυλλα της Αγίας Πύλης, κι' άρχιζε να τα πελεκά με το μικρόν κλαδευτήρι που είχε. Πότε τα επανέφερεν εις την θέσιν των, και πότε τ' άφινε κάτω εις το έδαφος, όπου έτυχε. Η Μαλαμμώ του μπάρμπα Δημητρού, συμβία του Γιώργη του Πολύζου, ήτο απαράμιλλος εις την θρησκευτικήν ευλάβειαν. Άλλη δεν ήτον ως αυτή να τρέχη διαρκώς σ' όλα τα ξωκκλήσια, να τ' ασβεστώνη, να τα καλλωπίζη. ν' ανάφτη τα κανδήλια, πότε με λάδι δικό της, πότε εκ μέρους άλλων γυναικών ευποροτέρων της. Είχε μετακομίση στης πλάτες της πέντε ή έξ παληοσάνιδα, τα οποία της έδωκαν, διά να επισκευάση την στέγην του ναού του Χριστού στο Κάστρον. Η Μαλαμμώ, χάριν ευκολίας, τα απέθεσε προσωρινώς έξωθεν του Κάστρου, προ φοβερού χάσματος της παλαιάς γεφύρας, κ' εις την κάτω βαθμίδα της ιλιγγιώδους, μεγαλοβάθρου, κυκλοτερούς και πλατείας σκάλας. Ήτο μεσοβδόμαδα. Η Μαλαμμώ έλεγε μέσα της «Χριστιανός δεν θα βρεθή να τα κλέψη». Και όμως ευρέθη. Υψηλά από το μικρόν σαθρόν καλύβι, όπου ήτο έν παληοχώραφον ανάμεσα εις τα ορμάνια, όπου έβοσκε πέντε ή έξ ψωραλέας αίγας ο Νικολός ο Μπασιόλης, μακρόθεν επί πολλήν ώραν ετηλεσκόπει την Μαλαμμώ, ώστε είχε αποκάμει στα μάτια να την κυττάξη, κ' εμορμύριζε μεγαλοφώνως μέσ' τα δόντια του: «Πού τα πάει αυτή, τρομάρα της, τα παληοσάδια;» Την υστεραίαν η Μαλαμμώ είχε δουλειά στο σπήτι της, κάτω στο χωρίον, τρεις ώρας δρόμον. Την τρίτην ημέραν δεν ευκαιρούσεν ο σύζυγός της, όπου ήτο ολίγον κτίστης, αλλά και αγωγιάτης και γεωργός. Την άλλην ήτο Σάββατον, κ' η Μαλαμμώ εκατάφερε τον σύζυγόν της να υπάγουν μαζί και το μουλάρι, να κουβαλήση αυτός άμμον κι' ασβέστην από μίαν ανεμιαίαν έπαυλιν, όχι πολύ μακράν του Κάστρου, να εισέλθουν φέροντες και τα σανίδια τ' αποτειθεμένα έξω, να φθάσουν εις τον ναόν του Σωτήρος, κι' αυτή ν' ασβεστώση, κ' εκείνος ν' ανεβή στον τοίχον, πατών ως εις σκαλωσιές εις τα λιποπετρούντα τοιχία τα πλαγινά, να καρφώση τα σανίδια εις το ελλιπές μέρος της στέγης, να τα επιχρίση με την κονίαν που θα εζύμωνε με τα υλικά που έμελλε να μετακομίση (εκείνη ν' ασβεστώση τους τοίχους ή την θύραν και τα παράθυρα, κι' αυτός ν' αναβή στην στέγην, πατών ως εις σκαλωσιές επάνω εις τα ερειπωμένα και σεισμοπετρούντα τοιχία τα πλαγινά και να την επισκευάση). Φθάνουν εις τα πρόθυρα του Κάστρου, κάτω εις το βαραθρώδες του χάσματος, κυττάζει η Μαλαμμώ. Τα σανίδια έλειπαν. Έκαμε πολλούς σταυρούς, ηπόρησεν, ηγανάκτησε. — Το λοιπόν, πού τάχεις βάλη τα σανίδια; ηρώτησεν ο Πολύζος. — Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ' ακούμπησα. — Πού είνε τα, το λοιπόν; — Πούν' τα; Να κοπή το χεράκι του όποιος τα πήρε. — Δεν σούπα εγώ, βλοημένη, να μην κάνης μισές δουλειές; Ή να καρτερέσης έπρεπε ν' αδειάσω, να τα κουβαλήσουμε το μουλάρι, ή, αφού τάφερες, νάκανες ακόμα έναν κόπον να τα πας ως μέσα στην Εκκλησιά. — Και ποιος ξέρει, αν δεν θα τα βρούμε μέσ' στην Εκκλησιά, είπε το Μαλαμμώ με εύκολον θάρρος και προς ιδίαν της παρηγορίαν. Έλα, Χριστέ μου, καμμιά καλή Χριστιανή θα ήρθε χτες-προχτές ν' ανάψη τα κανδήλια, και την εφώτισ' ο Θεός και τα κουβάλησε. — Άμποτε! Ο Πολύζος εξεφόρτωσε τα υλικά από το ζώον, έδεσε το ζώον του, ανέβασε με πολύν κόπον πρώτον τον σάκκον της άμμου, είτα την κοπάναν με τον ασβέστην ανά την υψηλήν φοβεράν σκάλαν, η γυνή ανήλθε με το καλαθάκι της, όπου είχε λάδι, κηρία, ως και μικράν προμήθειαν τροφίμων. Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ' αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν. Η θύρα ήτο κλεισμένη ένδοθεν. Ηκούοντο τώρα ευκρινέστερον αι άμουσοι ψαλμωδίαι. — Ωχ, Θε μου, τι να είνε, είπε το Μαλαμμώ. Έλα, Πολύζο, να ιδής και ν' ακούσης. Η πόρτα είνε κλειδωμένη από μέσα. Επλησίασεν ο άνθρωπος, έκρουσεν, ώθησεν ισχυρώς. Εις μάτην. Η θύρα ήτο πράγματι μανδαλωμένη. — Τι πειρασμός είνε αυτός, έκραξε το Μαλαμμώ, συνάπτουσα τας χείρας. Τα σανίδια λείπουν απ' έξω, η πόρτα της εκκλησιάς κλειδωμένη, κι' ουρλιάσματα άχαρα ακούονται μέσα. Τι νάν' αυτό; Μπαίνουν τάχα και στης εκκλησιές πειρασμικά πράγματα; Απ' όλον τον ακατάληπτον βόμβον του ήχου του ακουομένου η ακοή των αίφνης διέκρινε δις ή τρις τας λέξεις «Χριστός Ανέστη». — Χριστός Ανέστη, επανέλαβεν η Μαλαμμώ. Κι' ακόμα τώρα πέρασε το μεσοσαράκοστο. Ήτο τωόντι σάββατον της Δ' εβδομάδος των Νηστειών. — Μην πηαίνη αλλά φράγκα ούτος που είνε μέσα; είπεν ο Πολύζος. — Στοιχειό θα είνε· ξορκισμένος οξαποδώ, απήντησεν η Μαλαμμώ. — Κανένας μουρλός θα είνε, είπεν ο Πολύζος. Ας ιδούμε. Μην είν' εκείνος ο Γιάννης της Λέκαινας; Έκρουσε πάλιν δυνατότερα την θύραν. Είτα ανέβλεψεν ανά τον τοίχον, κ' έδειξεν εις ύψος δύο οργυιών σχεδόν τον μικρόν φεγγίτην με την χρωματιστήν ύαλον, που έφεγγε τον ναόν από την δεξιάν πλευράν. — Να μπορούσα ν' ανεβώ 'κεί απάνω, είπεν. Έλα, βόηθα, Μαλαμμώ, να σωρέψουμε πέτρες πολλές, να της στερεώσουμε, για ν' ανεβώ ως εκεί. — Δεν φωνάζουμε μια, είπε το Μαλαμμώ, αλλά δεν υπήρξε φωνή και ακρόασις. Ήρχισαν ν' αποκόπτουν λίθους από τα ερείπια των παλαιών οικιών εδώθεν κ' εκείθεν. Όταν συνέλεξαν λίθους αρκετούς, ήρχισεν ο Πολύζος να τους στοιβάζη εις σωρόν. Πλην τότε παρ' ελπίδα ηκούσθη κρότος μανδάλου ή μοχλίου αποσυρομένου και οξύς γέλως ήχησεν εις το χάσμα της διανοιγείσης θύρας. Ήτο τωόντι ο Γιάννης του Λέκα. Υπεδέχετο με παιδικούς καγχασμούς την γυναίκα και τον άνδρα της. — Α! Εσύ 'σαι λοχεμμένε! είπε η Μαλαμμώ — γιατί δεν ακούς τόσην ώρα που σε φωνάζουμε; Ο Γιάννης απήντησε διά νέου καγχασμού. Εστράφησαν προς την θύραν, και είδον τα εντός. Ο Γιάννης είχεν ανάψει διά μαναλίου όλα τ' απόκηρα, όσα είχεν ευρεί εκεί, είχε χύσει το λάδι από τα κανδήλια, είχε κενώσει όλον το λαδικόν, που εύρεν εις το ερμάρι της βορειοδυτικής γωνίας, και είχε κατορθώσει να τ' ανάψη ως πυροφάνι, μόνον δύο κανδήλια εκ των επτά ή οκτώ των προ του Τέμπλου και του προσκυνητηρίου, και ηυφραίνετο ψάλλων το «&Χριστός Ανέστη&, όπως αυτός ήξευρεν. Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή. Τυχαίως και στον βρόντον η γυνή εστράφη προς τον πτωχόν νέον, και τον ηρώτησε: — Μην είδες, Γιάννη, τα σανίδια πουθενά; Ο άκακος νέος απήντησε μόνον: — Κουβάλας. Ο περί ου ο λόγος τωόντι είχε συναντήσει τον Γιάννην κατά την προχθές, την ώραν οπού εκουβάλα τα κλοπιμαία. Του έδωκε δύο ξυλειές ως αρραβώνα, και τον εφοβέρισε να μη μαρτυρήση τίποτε. Ο Γιάννης απήντησε με το παγωμένον γέλοιο του. Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Η ΑΠΟΣΩΣΤΡΑ Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Ζερβά μεριά, στο κάτω σκαλοπάτι του παληού σπιτιού του Γιάννου τ' Αγιώτη (μια φορά ήταν του Γιάννου τ' Αγιώτη, όταν ο μακαρίτης εζούσε κ' εμεθούσε ακόμα· τώρα δεν ξέρω πλια τίνος είνε, γιατί πέρασαν τόσα χρόνια!) καθόταν η Μορισώ, το Γιαλινάκι, με τη ρόκα της, με ταδράχτι της, μαζί με δυο άλλες, κι' άλεθε η γλώσσα της. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά... Εκείνο το δειλινό είχε σπαργανίσει, καθώς έμαθον, μία νειόνυφη, η γυναίκα του Κώστα του Μπουλτογιάννη. Έξ εφτά μήνες είχαν περάσει απ' το γάμο. Η θεια Μορισώ εσκολίαζε, τώρα, κατά τον δικόν της τον τρόπο, το 'φταμηνίτικο ή το πρωιμάδι, που είχεν έρθη στον κόσμον αυτόν. Όλα τα συμβάντα του μικρού χωριού, τα όσα γίνονταν, και τα όσα δεν είχαν γείνη ακόμα, έτσι τα εσκόλιαζε. Δεν άφινε καμμιά κουβέντα, κανένα μαντάτο, κανένα «λακριντί», που να μην τ' αποσώση. Μ' αυτά, και με τη ρόκα της, περνούσε την ώρα της, κ' έκανε να περάσουν και των άλλων γυναικών η ώρες. Αλλοιώς, τι θα γινότανε, 'ς αυτόν τον παληόκοσμο; Παραπονεμένη, πολύπαθη γυναίκα! Ο σχωρεμένος, ο άντρας της, πέθανε, ο αδιαφόρετος, και της άφησε τρία παιδιά. Ο γυιός της ο μεγάλος, από τριάντα χρόνια τώρα, είχε πάρη μαύρα πέλαγα. Άμορος είχε γείνη, και δεν ακούστηκε πλια. Ο άλλος, ο μικρός, ακουγόταν ακόμα κάποτε· ήτον στην Αμέρικα χρόνια, της έγραφε πως θάρθη, και δεν ερχότανε. Την κόρη της, την είχε καλοπαντρέψη, μα δεν είχε τύχη να ζήση· πέθανε στη γέννα, και το παιδί έζησε ως που ν' αποκτήση το δικαίωμα ο πατεριασμένος του να κληρονομήση τα προικιά, κ' ύστερα, στους πέντε μήνες, ξαναπαντρεύτηκε· αυτός ήταν ο μεγαλείτερος καϋμός της θεια- Μορισίνας! Για να μαλακώση, η ταλαίπωρη, τον πόνο της, έκαμε στην αρχή να πέση στα θεία και σε αγαθοεργίες. Θέλησε να πάρη ψυχοκόριτσο έν' αρφανό, πού κανείς δεν ήξερε τον πατέρα του. Επειδή όμως ήτον πολύ αράθυμη, και όταν θα θύμωνε, θα φώναζε το κορίτσι «μπαστάρδικο!», για να μην κολάζη την ψυχή της, έκαμε καλύτερα να το διώξη, ύστερ' από τρεις 'μέραις αφού το πήρε στο σπίτι της. Καμπόσες φορές είχε κάμη κόλλυβα και λειτουργιές για τους πεθαμμένους. Ύστερ' απ' ολίγο, τα έφερε ο διάολος να μαλλώση με τον ένα, έπειτα με τον άλλον, παπά της Εκκλησιάς· τότε κι' αυτή, για να μην τους τα χαραμίζη, και κολάζη την ψυχή της, έπαψε της προσφορές και τα μνημόσυνα. Μόνο επήγαινε ακόμα στην Εκκλησιά, κ' εκολλούσε κεράκια στους Αγίους. Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ' το παγγάρι, έπαψε ν' αγοράζη απ' την Εκκλησιά, κ' έπαιρνε απ' τον μπακάλη. Έπειτα ο παπάς, οπού δε τάχε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνη νοθεμμένα κεριά, μόνε να ψωνίζη απ' το παγγάρι. Τότε κι' αυτή έπαψε να κολλά κεριά. Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησία. Ύστερα, επειδή έβλεπε καμπόσες γυναίκες, οπού αυτή της είχε για κλεφτρίνες και για «παστρικές», να έρχωνται κοντά στο στασίδι που ακουμπούσε, και να κάνουν μακρινούς σταυρούς και στρωτές μετάνοιες, σκανδαλίσθηκε, και δεν επατούσε πλια στην Εκκλησιά, για καμπόσον καιρό. Τόσο κακότυχη που έμεινε, για να έχη μια παρηγοριά στη μονοτονία της ζωής της, αποφάσισε και δεύτερη φορά να πάρη ένα ψυχοπαίδι, που να είνε από μάννα και πατέρα, για να μην την βάζη ο πειρασμός, στο θυμό της απάνω, να το φωνάζη μπάσταρδο. Ηύρε, αλήθεια, ένα ορφανό, που ήτον κι' από μακρινή γενιά της. Το πήρε, το ανάθρεψε, το μεγάλωσε. Κείνο βγήκε πολύ θεληματάρικο, απαιτούσε πάντοτε «το δικό του να γένη». Αυτή ήτον πολύ αψίθυμη, και δεν έκαναν καλό χωριό οι δυο τους. Τέλος, το παιδί μπαρκάρησε, «πήρε τα μάτια του κ' έφυγε», και τον δεύτερο χρόνο επνίγη μ' ένα καΐκι που αρμένιζε. Και πάλι η θεια Μορισίνα απέμεινεν έρμη και μοναχή. Και τώρα εγήραζε, κ' εδιψούσε για συντροφιά, μέσα στους τέσσερες τοίχους του σπιτιού της. Αυτήν τη φορά, την ορμήνεψαν να μην πάρη πατριωτάκι, μα ξένο, για να μη λάβη θάρρος μαζί της. Επήρ' ένα κορίτσι από ξένα μέρη, απ' τη στεριά την αντικρινή, φτωχό, έρμο και σκοτεινό. Το ανάστησε, το πόνεσε, το μεγάλωσε. Αυτό, σαν έγεινε δεκαπέντε χρόνων, αγάπησ' ένα νέον στη γειτονιά και μια βραδειά, τη σαρακοστή, όταν η ψυχομάννα της ήτον στην Εκκλησιά (γιατί είχε ξαναρχίσει, φυσικά, να πηγαίνη, επειδή δεν υπόφερνε να τήνε λένε «ξεχωρισμένη» κι' «αλιβάνιστη») έμπασε τον αγαπητικό στο σπίτι, κ' έκαμε αρρεβώνα μαζί του. «Ή θα με πάρης, ή θα χαθώ». Η ψυχομάννα λύσσαξε, σκύλιασε, απ' το κακό της. Της ήρθεν, ευθύς, να την πετάξη όξω, αφού την γδύση, και να την αφήση με το πουκάμισο. Εδώ «τα ηύρε σκούρα». Οι δικολάβοι, όπου δεν λείπουν από κανένα μικρό χωριό, υπερασπίστηκαν τη νέα, και την εσυμβούλεψαν να μην κουνηθή από το σπίτι. Η θεια το Γιαλινάκι επήγε 'ς ένα ξάδερφό της, που ήτον κάπως μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου, κι' αυτός την ορμήνεψε να βάλη μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήση να πεθάνη απ' το κρύο, κι' από το άλλο μέρος, να του κάμη το σπίτι απάνω του, &οικονομικά&, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια Μορισίνα. Αληθινά, χωρίς να το καλοσυλλογιστή, με βία, επήγε και του έκαμε το έγγραφο το «οικονομικό», κ' έβαλε δύο μαστροχαλαστήδες μισομεθυσμένους, ένα κοντόγιορτο, κι' άρχισαν να κατεβάζουν τα κεραμίδια... Τότε, άξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι' άρχισε να χύνη τόσα δάκρυα απ' τα μάτια της, ως να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλλωμένη, που δεν είχε δουλευτή ποτέ, και τώρα μόνο άρχισε να ξεχειλίζη. Λοιπόν, το μετανόησε, έτρεξε στον εξάδερφό της, και τον επαρακάλεσε να της χαλάση το έγγραφο το «οικονομικό». Ο ξάδερφος όμως δεν φαίνεται να είχε πολλά υγρά μέσα του· αρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κ' είπε πως το σπίτι ήτον δικό του... Αφού είδε κι' αποείδε, η γρηά Μορισίνα, ότι καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι' αν είχε καταπιαστή, δεν της εβγήκε σε καλό τέλος, στα υστερνά της βάλθηκε κι' αυτή ν' αποσάνη της κουβέντες, τα μαντάτα, και της δουλειές των αλλονών. Κ' επέρναε τον καιρό της να κρένη και να ξεστομίζη σκόλια για κάθε τι. Η μεγαλείτερη δουλειά της ήτον να λέη τραγουδάκια, να βγάζη παραγκόμια για τον καθένα. Άμα έβγαινε το πουρνό απ' την Εκκλησιά, από τη στερνή φορά που είχε ξαναρχίσει να πηγαίνη, το έστρων' εκεί στα σκαλοπατάκια, όχι μακριά απ' το σπίτι της, κ' έπιανε λακριντί με της γειτόνισσες. Της καθημερινές έκανε και τη ρόκα της, εδούλευε κ' η γλώσσα της, σαν να έκαναν ζευγάρι τα δυο. Της Κυριακές, που έβλεπε και πλειότερον κόσμο (γιατί το στερνό κατηφορικό καλδερίμι ήτον πρώτο σοκάκι κατά το γιαλό, δίπλα στην πιάτσα) άλεθε το διπλό η γλώσσα της. Αν έβλεπε κανένα μαραγκόν του ταρσανά στολισμένον, με γαλάζια γιαλιστερή βράκα, με το φέσι κατακόκκινο, και μακριά φούντα, έλεγε: «Κόρδα και φούντα, και τάσπρα, πούν' τα;» Αν επερνούσε καμμιά νειόνυφη, με ολόχρυσα κεντήματα και ποδογύρια, που η κορμοστασιά της δεν της εφαίνοταν τόσο νόστιμη: «Τι τέμπλα, τι ανέμη, θα 'πω; κουρμαντέλα, να μην αβασκαθή, το κορμί της!..» Αν ήτον κοντή και χωρίς μέση: «Τι κουβάρι είν' τούτο, μαθές; πώς δεν την εξεδίπλωσε η μάννα της; ...» Αν ήτον καμμιά ψηλή κ' άγαρμπη: «Δε σας φαίνεται σα μανάλι με τη λαμπάδα σπασμένη.... που το πάει ο μπάρμπ' Αναγνώστης μπροστά απ' τον παπά, που θα πη το «Σοφία, ορθοί»; Αν έβλεπε κανένα κορίτσι πολύ μαυρειδερό: «Την επάτησε στην μπογιά ου Άραμ 'ς (παραγκώμι ενός βαφειά του τόπου). Αν επερνούσε κανένα ψηλό υποκείμενο: «Νύχτωσε, και δεν πρόφτασε να χτίση άλλο μισό. Χρειάζεται σκαλωσιά να βάλη ο Αριφός (παρατσούκκλι του πρωτομάστορη, που σκάρωνε τα καράβια). Καμπόσων ανθρώπων τη ζωή και τα πάθια τάπαιρνε «κουτουριάρικα», και τάχε σχεδόν μονοπώλιο, η γρηά Μορισίνα. Εκείν' η παροιμία που ακούσαμε απ' το στόμα της: «Τρεις οπ' σ' έχω...κτλ.», ήτον μόνο συνέχεια χωρίς τέλος. Ένα χρόνο πριν, όταν είχε γείνη ο αρρεβώνας, του ίδιου ταντρόγυνου, είχε 'πή: «Τα όρνια παντρεύουνται, και τα στοιχειά βλογιούνται.... » Μια βραδειά, προ χρόνων, όταν είχε βγη περίπατο ένα ζευγάρι αρρεβωνιασμένων, οπού η μανάδες και των δυο κάτι παληά ψεγάδια είχαν, φαίνεται, στην υπόληψί τους, η γρηά έξαφνα είχε ξεφωνίση: — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο, να σ' πω! — Σε τι είνε ταιριασμένο, θεια Μορισώ; την ερώτησαν. — Να, πλειά π......ς γυιός, και π.....ς θυγατέρα· απήντησεν η γερόντισσα. Μια χρονιά, είνε τώρα πολύς καιρός, ο καινούριος δήμαρχος που είχε γείνη στο χωριό, θέλοντας να νεωτερίση, ξώδεψε ολίγες χιλιάδες του Δήμου του φτωχού, για να κάμη λέει, «αρτεσιανά φρέατα». Ύστερ' απ' ολίγους μήνες, τα ψευτοπήγαδα χάλασαν, κ' έγειναν άχρηστα. Η θεια Μορισίνα πήγ' ένα βράδυ να γεμίση το κανατάκι της 'ς έν' απ' αυτά, και δεν ηύρε νερό στάλα. — Παλαβώσανε και τα φτιάσανε, παλαβώσανε και τα χαλάσανε, είπε. Θαρρώ πως αυτό ήτον το απόφθεγμά της το τελευταίο. Ύστερ' απ' ολίγο σχωρέθηκε. ΤΕΛΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟΙ από όλους τους λαογράφους μας ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ εις 120 τόμους δεμένους αξίας δραχ. 315 με 10 Δραχ. κατά μήνα ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ ΑΙΣΧΥΛΟΥ Πέρσαι, Μετάφρ. Ιωάννου Ζερβού 1.50 Αγαμέμνων, Μετάφρ. Ι. Γρυπάρη 1.50 Ευμενίδες, Μετάφρασις Ιω. Γρυπάρη 1.50 Χοηφόροι, Μετάφρ. Ιω. Γρυπάρη 1.50 Προμηθεύς Δεσμώτης, Μετ. Ι. Ζερβού 1.50 Επτά επί Θήβας, Μετ. Ιω. Γρυπάρη 1.50 Ικέτιδες, Μετάφρ. Μ. Αυγέρη 1.50 Ολόκληρος ο Αισχύλος εις 7 τόμους 10.50 ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ Αντιγόνη, Μετάφρ. Κ. Χρηστομάνου 1.50 Τραχίνιαι, Μετάφρ. Α. Καμπάνη 1.50 Οιδίπους Τύραννος, Μετ. Α. Καμπάνη 1.50 Φιλοκτήτης, Μετάφρ. Α. Καμπάνη 1.50 Αίας, Μετάφρασις Κ. Βάρναλη 1.50 Ηλέκτρα, Μετάφρ. Μ. Αυγέρη 1.50 Οιδίπους επί Κολ. Μ. Ηλ. Βουτιερίδου 1.50 Ολόκληρος ο Σοφοκλής εις 7 τόμους 10.50 ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ Ιφιγένεια η εν Ταύρ. Μτ. Κυπαρίσση 1.50 Ιππόλυτος ο Στεφαν. Μτ. Α. Τανάγρα 1.50 Φοίνισσαι, Μετάφρ. Ν. Ποριώτη 1.50 Άλκηστις, Μετάφρ. Γ. Τσοκοπούλου 1.50 Βάκχαι, Μετάφρ. Κ. Βάρναλη 1.50 Μήδεια, Μετάφρ. Α. Τανάγρα 1.50 Ικέτιδες, Μετάφρ. Ν. Ποριώτη 1.50 Κύκλωψ, Μετάφρ. Γ. Τσοκοπούλου 1.50 Ίων, Μετάφρ. Π. Δημητρακοπούλου 1.50 Ανδρομάχη, Μετάφρ. Γ. Τσοκοπούλου 1.50 Ηλέκτρα, Μετάφρ. Α. Τανάγρα 1.50 Ηρακλής μαινόμενος, Μετ. Κ. Βάρναλη 1.50 Ιφιγένεια η εν Αυλίδι, Μτ. Ι. Φραγκιά 1.50 Ηρακλείδαι, Μετάφρ. Κ. Βάρναλη 1.50 Ρήσος, Μετάφρασις Α. Καμπάνη 1.50 Ελένη, Μετάφρασις Α. Καμπάνη 1.50 Ορέστης, Μετάφρ. Ιω. Ζερβού 1.50 Εκάβη, Μετάφρασις Ν. Ποριώτη 1.50 Τρωάδες, Μετάφρασις Α. Καμπάνη 1.50 Ολόκληρος ο Ευριπίδης εις 19 τόμους 23.50 ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ Ειδύλλια, Μετάφρασις Ιω. Πολέμη 2. — ΟΜΗΡΟΥ Ιλιάς, Μτ. έμμετρ. Ι. Ζερβού, τόμ. 6 6. — Οδύσσεια, Μτ. έμμ. Ι. Πολυλά, τόμ. 6 6. — ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ Εκκλησιάζουσαι, Μτ. Π. Δημητρακοπ. 2. — Όρνιθες, Μετ. Π. Δημητρακοπούλου 3. — Βάτραχοι, Μετ. Π. Δημητρακοπούλου 5. — Λυσιστράτη, Μετ. Π. Δημητρακοπούλου 2. — Νεφέλαι, Μετ. Π. Δημητρακοπούλου 2. — Αχαρνής, Μετάφρ. Μ. Αυγέρη 2.50. — Ιππής, Μετάφρασις Μ. Αυγέρη 2.50. — Σφήκες, Μετάφρασις Μ. Αυγέρη 2.50. — Ειρήνη, Μετάφρασις Μ. Αυγέρη 2.50. — Πλούτος, Μετάφρασις Μ. Αυγέρη 2.50. — Θεσμοφοριάζουσαι, Μετ. Μ. Αυγέρη 2.50. — Ολόκληρος ο Αριστοφάνης εις 11 τόμ. 27. — ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ Απομνημονεύματα, Μετ. Κ. Βάρναλη 2.50 Κύρου Ανάβασις, Μ. Δ. Αναστασ. τόμ. 2 5. — ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΥ Χαρακτήρες, Μετάφρ. Μ. Σιγούρου 1. — ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ Πελοπονν. πόλεμ. Μτ. Ι. Ζερβού, τ. 4 10. — ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ Άπαντα, Μτ. Ιω. Κονδυλάκη, τόμ. 6 13. — ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ Αθηναίων Πολιτεία, Μετ. Ιω. Ζερβού 3. — Ηθικά Νικομάχεια, Μετ. Κ. Ζάμπα 5. — Περί ψυχής, Μετάφρ. Π. Γρατσιάτου 3. — Μικρά Φυσικά, Μετ. Π. Γρατσιάτου 3. — ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ Οι Τρεις Ολυνθιακοί, Μτ. Ν. Γκινοπούλ. 1. — Ο περί στεφάνου λόγος, Μ. Γκινοπούλ. 2. — Οι τέσσαρες φιλιππικοί, Μτ. Γκινοπούλ. 1.50. — ΠΛΑΤΩΝΟΣ Ευθύφρων, Μετ. Αλ. Μωραϊτίδου 1.20. — Απολογία Σωκράτ. Μτ. Α. Μωραϊτίδου 1.50. — Κρίτων, Μετάφρ. Ν. Γκινοπούλου 0.80. — Φαίδων, Μετάφρ. Αρ. Χαροκόπου 2.50. — Κρατύλος, Μετάφρασις Κ. Ζάμπα 2.50. — Θεαίτητος, Μετάφρασις Κ. Ζάμπα 3. — Σοφιστής, Μετάφρασις Κ. Ζάμπα 2.50. — Πολιτικός, Μετάφρασις Κ. Ζάμπα 2.50. — Παρμενίδης, Μετάφρ. Π. Γρατσιάτου 2. — Φίληβος, Μετάφρασις Κ. Ζάμπα 2.50. — Συμπόσιον, Μετ. Ν. Κουντουριώτου 2.50 Φαίδρος, Μετάφρασις Κ. Γούναρη 2. — Αλκιβιάδης Α' και Β', Μτ. Καζαντζάκη 2.50. — Ίππαρχος — Αντερασταί, Μετάφρασις Κ. Κωνσταντινίδου 0.80. — Χαρμίδης, Μετάφρασις Α. Καμπάνη 0.80. — Λάχης, Μετάφρασις Α. Καμπάνη 1. — Λύσις, Μετάφρασις Α. Καμπάνη 0.80. — Ευθύδημος, Μετάφρ. Ιω. Γρυπάρη 1.50. — Πρωταγόρας, Μετάφρ. Α. Χαροκόπου 2. — Γοργίας, Μετάφρ. Αλ. Φιλαδελφέως 3. — Μένων, Μετάφρ. Χ. Παπαντωνίου 1.50. — Ιππίας μείζων και ελάσσων, Μτ. Ζάμπα 2.50 Μενέξενος, Μετάφρ. Ιω. Ζερβού 1. — Πολιτεία, Μετ. Ιω. Γρυπάρη, τόμοι 2 6. — Τίμαιος, Μετάφρ. Π. Γρατσιάτου 3. — Κριτίας, Μετάφρ. Α. Χαροκόπου 1. — Νόμοι και Επινομίς, Μετ. Ζάμπα, τόμ. 2 8. — Ερυξίας — Αξίοχος — Αλκυών, Μτ. Μάνεση 1. — Δημόδοκος — Σίσυφος — Κλειτοφών — Ίων — Μίνως, Μετ. Ν. Καζαντζάκη 2. — Θεάγης — περί Δικαίου — περί Αρετής, Μετάφρασις Λιμπεροπούλου 0.80. — Επιστολαί και Όροι, Μετ. Κ. Ζάμπα 2. — Ολόκληρος ο Πλάτων εις 38 τόμους 65.70. — ΗΡΟΔΟΤΟΥ Μούσαι, Μετ. Α. Σκαλίδου, τόμ. 4 12. — ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ Βίοι Παράλληλοι, Μτ. Α. Ραγκαβή, τ. 10 30. — ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ Εγχειρίδιον, Μετ. Α. Καμπάνη 0.80. — ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ Εκδιδομένη υπό την διεύθυνσιν του Δρος Ι. ΖΕΡΒΟΥ G. d'Annunzio Όνειρον εαρινής πρωίας (έκδοσις επί κοινού χάρτου). 0.60. — Ed. de Amicis Σκηναί τον στρατιωτικού βίου. 2. — Σ. Βασιλειάδου Αττικαί νύχτες 6. — Αρ. Βαλαωρίτου Έργα. (έκδοσις επί κοινού χάρτου) 5. — Γ. Βιζυηνού Το αμάρτημα της μητρός μου. 3. — G. Chantepleure Τα Ιωάννινα πολιορκημένα 3. — W. Goethe (Γκαίτε) Φάουστ. Μετ. Μ. Αυγέρη 4. — Βέρθερος. (έκδοσις επί κοινού χάρτου) 2. — Ειρ. Π. Δημητρακοπούλου Η Υιοθετημένη. Μυθιστόρημα 3. — Η. Van Dyke Διηγήματα. Μετ. Α. Μαρπουτσόγλου 2.50. — Emerson Λόγια τον κόσμου. Μετάφρασις Θ. Χ. Φλωρά. 3. — Η. Eckermann Συνομιλίαι Έκκερμαν με τον Γκαίτε. Μετ. Ν. Καζαντζάκη. 3. — Επικτήτου Έγχειρίδιον. Μετ. Α. Καμπάνη. 0.80. — Αρ. Εφταλιώτη Νησιώτικες Ιστορίες 3. — G. Flaubert Ο πειρασμός του Αγ. Αντωνίου. Μετ. Κ. Βάρναλη. 3. — Ιω. Ζερβού Μύθοι της Ζωής 3. — Ιστορία της ιδέας. Γαβατάμας — Αστάρης 4. — Ε. Zola Η Ταβέρνα. Μετ. Χ. Νεοκλέους. (έκδοσις επί κοινού χάρτου) 4.50. — Η Γη. Μετ. Μπ. Αννίνου. (εκδ. επί κοινού χάρτου) 4.50. — Λουκίας Ζαδέ Όταν ήμουν στον πόλεμο 1.50. — Γ. Ζαλοκώστα Τα άπαντα (εκδ. επί κοιν. χάρτου). 3.50. — Θεοφράστου Χαρακτήρες. Μετ. Μ. Σιγούρου. 1. — Θεοκρίτου Ειδύλλια. Μετ. Ιω. Πολέμη 2. — V. Hugo Φιλοσοφία και Φιλολογία. Μετ. Γερ. Βουτσινά 2.50. — Η. Ibsen (Ίψεν) Οι βρυκόλακες. (έκδοσις επί κοινού χάρτου) 1. — Το σπίτι της κούκλας. (έκδοσις επί κοινού χάρτου) 1.40. — Ν. Καρβούνη Ο πόλεμος Ελλάδος και Βουλγαρίας 4. — Ι. Κονδυλάκη Ο Πατούχας. 3. — Διον. Κοκκίνου Γρίμποβο, Μπιζάνι, Γιάννενα 3. — Ανδρ. Κάλβου Η Λύρα.2. — P. Calderon Ο Αλκάδης της Θαλαμέας.(έκδοσις επί κοινού χάρτου) 1. — Το στοιχειό. (επί κοινού χάρτου). 1. — Δ. Καμπούρογλου Αναδρομάρης.3. — Θρύψαλα.2. — Λουκιανού Άπαντα. Τόμ. 6. Μετ. Ιω. Κονδυλάκη.18. — G. Leopardi Ηθικά έργα. Μετ. Α. Καμπάνη. 3. — Μ. Λιδωρίκη Πολεμικοί εντυπώσεις ευζώνου. 3. — Μ. Maeterlineq (Μέτερλινγκ) Ο θησαυρός των ταπεινών. Μετ. Ν. Καζαντζάκη . 3. — Μουσαίου Ηρώ και Λέανδρος. Μετάφρασις Σίμου Μενάρδου 0.70. — Molière (Μολιέρου) Τα ερωτικά πείσματα, Μετ. Ν. Ποριώτη.1.50. — Ταρτούφος. Μετ. Ιω. Σκυλίτση (έκδοσις επί κοινού χάρτου. 1.20. — Αγαθόπουλος ο Ξηροχωρίτης. (έκδοσις επί κοινού χάρτου). 0.80. — Αρχοντοχωριάτης. (έκδοσις επί κοινού χάρτου). 1. — ΕΞΕΔΟΘΗΣΑΝ Σ. Μελά Το άσπρο και το μαύρο. Δράμα. 1.50. — Πολεμικαί σελίδες, από τον Ελληνοτουρκικόν πόλεμον 1912. 5. — Π. Νιρβάνα Η βοσκοπούλα με τα μαργαριτάρια. 2. — Fr. Nietzsche (Nίτσε) Η γέννησις της τραγωδίας. Μετ. Ν. Καζαντζάκη. 3. — Ο Ζαρατούστρας. Μετ. Ν. Καζαντζάκη. 4.50. — Γνώμαι και περικοπαί. Μτ. Ι. Ζερβού 3. — Γρ. Ξενοπούλου Στέλλα Βιολάντη 3. — Ο κακός δρόμος, κι' άλλα καινούργια διηγήματα 3. — Κ. Παλαμά Τα Πρώτα Κριτικά. 3.50. — Οι Καημοί της Λιμνοθάλασοας και τα Σατυρικά Γυμνάσματα. 2. — Αλεξ. Παπαδιαμάντη Η Γυφτοπούλα. 4. — Η Φόνισσα. 3. — Η Μάγισσες. 3. — Πασχαλινά διηγήματα. 1. — Χριστουγεννιάτικα διηγήματα. 1. — Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα 1. — Ο Πεντάρφανος 3. — Τα ρόδιν' ακρογιάλια. 2.50. — Η χολεριασμένη. 2.50. — Η νοσταλγός. 2. — Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη. 3. — Τα άπαντα 26. — Renè Pyaux Η δυστυχισμένη Ήπειρος 3. — Edgar Poe Ιστορίες αλλόκοτες. Μετάφρασις Ν. Σπανδωνή. 3. — Π. Ροδοκανάκη Το Βυσσινί Τριαντάφυλλο 2. — Ernest Renan Οι Απόστολοι. Μετ. Μπάμπη Αννίνου. 5. — Βίος του Ιησού. Μετάφρασις Α. Καμπάνη. Ο Αντίχριστος. Μετάφρ. Ηλ. Οικονομοπούλου 3. — Εμμ. Ροΐδου Συριανά διηγήματα. 3. — Διηγήματα. 3. — Κριτικαί μελέται. 3. — Είδωλα. 4. — Μελέται φιλολογικαί, καλλιτεχνικαί, φιλοσοφικαί. 4. — Πάρεργα και παραλειπόμενα. 4. — Το πνεύμα τον Ροΐδου. 3. — Τα άπαντα. Δραχ. 24. — Jean Richepin Ισπανικά παραμύθια. Μετ. Ν. Ποριώτη. 3. — Σιεγκίεβιτς Quo vadis ? (Πού υπάγεις;). 5. — Σαιξπήρου Κοριολανός. Μετ. Μ. Δαμιράλη. 2. — Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Μετ. Μ. Δαμιράλη 2. — Δ. Σολωμού Τα Έργα. (έκδοσις επί κοινού χάρτου). 2.50. — Α. Schopenhauer Συγγραφείς και ύφος. Μετ. Α. Ζάρκου.3. — Η. Taine Φιλοσοφία της τέχνης εν Ελλάδι. Μετ. Α. Αγαθονίκου 2.50 — Φιλοσοφία της τέχνης εν Ιταλία. Μετ. Α. Αγαθονίκου 2.50. — L. Tolstoi Η Αναγέννησις. Μετ. Σ. Φραγκοπούλου. 2.50. — Η Νέα ζωή. Μετ. Σ. Φραγκοπούλου. 2.50. — Σονάτα Κρόϋτζερ. Μετ. Σ. Φραγκοπούλου. 2. — Η Ανάστασις. Μετάφρ. Ηλ. Οικονομοπούλου 3. — Γ. Τσοκοπούλου Η Θεατρίνα. 3. — I. Turghenieff Το ξένο ψωμί. (έκδοσις επί κοινού χάρτου) 1. — Δ. Ταγκοπούλου Σκόρπιες μολυβιές. 2. — Κ. Χρηστομάνου Η Κερένια κούκλα. 3. — Τιμάται Δραχ. 2,50. — *** 1)Το δεύτερον συνθετικόν της δικαστικής εννοίας αυτού — βοηθού ή γραφέως αρχείου — «κλερκ» είνε παρεφθαρμένον εκ της ελληνικής λέξεως κληρικός. Αρχήθεν η λέξις εσήμαινε τον βοηθόν ή ψάλτην. 2) Όρα το διήγημα &η Γλυκοκαρδούσα&, εις τον β' τόμον των &Οψίμων (;)& 3) Ο Κάρολος Λεβέκ εν τη «Επιστήμη του Καλού». 4) Η έννοια του αρχαίου επιγράμματος είνε: Ειπέ ότι την αγαπώ — θα το πω. --- Provided by LoyalBooks.com ---