Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words are included in &. Two footnotes have been placed at the end of the book. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Δύο υποσημειώσεις σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ ΣΤΑΔΙΟΥ 43 — ΑΘΗΝΑΙ Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ Ημέραν τινά βοσκός τις απώλεσεν επί των ορέων της Λακωνικής ερίφιόν τι εκ της αγέλης του. Αναζητών αυτό μεταξύ των φαράγγων και δρυμών, έφθασεν εις κρημνώδες τι μέρος, δι' ου δεν είχεν άλλοτε διαβή, και παρετήρησεν ότι το έδαφος εκρότει υποκώφως υπό τους πόδας του. Ερευνήσας μετά προσοχής ανεκάλυψε βαθείαν οπήν κρυπτομένην υπό τινας θάμνους. Έρριψε λίθον· μόλις ήκουσε τον κρότον της πτώσεως. Ο πυθμήν δεν ήτο ορατός ένεκα του σκότους. Ο βοσκός ήτο τολμηρός, εξετύλιξε το σχοινίον, όπερ έφερε περί την οσφύν διά σκοπούς χρησίμους εις το επάγγελμα και προσέδεσε λίαν σφιγκτώς την άκραν αυτού εις τον κορμόν σχοίνου, το δε μήκος του σχοινίου κατεβίβασεν εις το βάθος της οπής. Είτα πτύσας εις τας παλάμας του και τρίψας προς αλλήλας τας χείρας, εκρεμάσθη εις το βάθος του κοιλώματος, κρατών ηρέμα το σχοινίον. Ότε έφθασεν εις τον πυθμένα, εξέβαλεν εκ του κόλπου του τον πυρίτην λίθον, τον χάλυβα και την ίσκαν και ήναψε δάδα. Ερευνών εις τα υποχθόνια εκείνα σκότη, εύρε δυο ή τρία αγάλματα θεών, τον Απόλλωνα, την Ήραν και τον Δία. Δεν εγίνωσκε την αξίαν των, αλλά παρετήρει περιέργως αυτά. Είτα ανεκάλυψε την κυρίαν είσοδον του σπηλαίου και εξήλθεν εις το φως, χωρίς πλέον να λάβη ανάγκην της διά του σχοινιού αναρριχήσεως. Ταύτα συνέβησαν περί τα μέσα της παρελθούσης εκατονταετηρίδος. Τα τρία αγάλματα ήσαν εκ των περικαλλεστάτων, όσα παρήγαγέ ποτε η αρχαία τέχνη. Αγνοώ ποία μαύρα πελάγη διέπλευσαν και εις ποίον μουσείον της Εσπερίας διεπεραιώθησαν τα κειμήλια ταύτα. Αν κατωρθώθη να μείνωσιν επί του πατρίου εδάφους, θα ήτο τούτο αναμφιβόλως το ύστατον θαύμα των ταλαιπώρων εκείνων θεών. Το σπήλαιον υπήρξε κατοικία του τελευταίου των ελλήνων φιλοσόφων, του οψίμου αναμορφωτού της ΙΕ' εκατονταετηρίδος. Περίεργον είναι ότι η περί του σπηλαίου τούτου παράδοσις δεν απώλετο, ενώ το σπήλαιον αυτό ήτο άγνωστον μέχρι της τυχαίας ανακαλύψεως αυτού. Υποθέτω ότι η παράδοσις ανεγεννήθη εκ της τέφρας της κατά τον προλαβόντα αιώνα, αφού πρότερον επί μακρούς χρόνους είχε ταφή. Πιθανώτερον δε μοι φαίνεται, ότι η δευτέρα παράδοσις διαφέρει της αρχαιοτέρας. Όπως και αν έχη τούτο, φίλος τις συνέλεξεν εκ του στόματος των περιοίκων αγροτών πληροφορίας τινάς περί της παραδόσεως. Εφιλοτιμήθη δε να μοι χορηγήση τας σημειώσεις του υπό τον όρον να μη μνημονεύσω το όνομα αυτού εν τη παρούση εκδόσει. Αλλ' όμως δεν δύναται να μοι απαγορεύση και την δημοσίαν έκφρασιν της ευγνωμοσύνης μου. ΠΡΟΛΟΓΟΣ Εάν ο Ιωάννης Βράγγης είχε προλάβει να αρπάση από των χειρών του Δαρώτα την φλοκάταν, ην είχε δανεισθή όπως φέρη προς τον κύριόν του, και με τόσην τέχνην του αφείλεν εκείνος, διαλαθών την ουχί λίαν εντεταμένην προσοχήν του, δεν ήθελεν υποστή την απώλειαν τούτην, εφ' ή ουδέποτε έμελλε να παρηγορηθή. Αλλ' ήτο πεπρωμένον εις το αγαθόν τούτο πλάσμα να χάνη τα πάντα και μηδέν να κερδίζη εις τον πλάνον τούτον κόσμον. Η δανεισθείσα και ανάρπαστος γενομένη φλοκάτα δεν ήτο το μόνον, όπερ ποτέ απώλεσε. Μεταξύ των άλλων απωλειών του ατυχούς πρέπει να καταλογισθώσι μία αμνάς, έν δίκρανον, μία δαμασκηνή σπάθη, τέσσαρα υποκάμισα, είς όνος, έν ζεύγος περικνημίδων και είς αγρός, ο μόνος κληροδοτηθείς αυτώ υπό του πατρός του, επί ποινή αφορισμού, αν δεν έμελλε να φανή άξιος όπως διατηρήση αυτόν. Άλλως δε κατά τον καιρόν εκείνον ουδείς ήτο κτήτωρ του ιδίου αυτού αγρού, ουδέ κάτοχος των πεδίλων του. Η γη δεν ανήκεν εις τους κατοίκους αυτής. Τα μεν παράλια περιήρχοντο αμοιβαδόν εις την κατοχήν των πειρατών και των τολμηρών τυχοδιωκτών παντός είδους, τα δε μεσόγεια ανήκον εις τους τιμαριούχους και εις τους άρχοντας. Δυστυχώς, την ημέραν εκείνην ειπέρ ποτε, ήτο λίαν ανιαρά εις τον Βράγγην η απώλεια της καπότας. Διότι είχε πεμφθή επίτηδες δι' αυτήν παρά του κυρίου του, και αν επέστρεφε με κενάς χείρας, πολύ ήθελε τον λυπήσει. Από της πρωίας της προτεραίας, προ της ανατολής του ηλίου, καθ' ην στιγμήν της Ηούς τα ρόδα διεχύνοντο εις τον αιθέρα, ο γέρων Γάρμπος, παλαιός πολέμαρχος, όστις είχε διέλθει τον βίον του συναθροίζων μισθωτούς στρατιώτας, όπως αγωνίζηται μετ' αυτών, οτέ μεν συμμαχών με τους Τούρκους ή με τους Βενετούς, οτέ δε με τους Φράγκους ή με τους Έλληνας, είχε εγερθή εκ της σκληράς στρωμνής του και κράξας τον Βράγγην, παλαιόν σύντροφόν του, τω είπεν· — Όλην την νύκτα εσυλλογιζόμην δι' αυτό, αλλά τέλος το ηύρα. — Και τι ηύρες αφέντη; τω είπεν ο Βράγγης. — Σηκώσου γρήγορα. — Είμαι όρθιος, αφέντη. — Ετοίμασε το άλογόν σου, παιδί μου. — Αλλά δεν έχω άλογον, είπε μετ' απορίας ο Βράγγης. — Δεν πειράζει, πηγαίνεις με τους πόδας σου. — Και με τας χείρας μου, αν ήτο τρόπος. — Να υπάγης γρήγορα να εύρης τον παλαιόν μου φίλον τον Λιμπέρην. — Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης. — Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας. — Και τι θα κάμω; — Να του είπης .... — Τι; — Να σου δώση την φλοκάταν του . . . — Την φλοκάταν του; — Ναι. — Να την κάμω τι; — Να μου την φέρης. Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών. Ο γέρων Γάρμπος δικαιολογούμενος μάλλον προς εαυτόν ή απαντών εις τας ερωτήσεις του συντρόφου του, είπε μετ' εμφάσεως· — Αλλά συ είσαι ανόητος, δεν σκέπτεσαι τίποτε πλειότερον από τα μυαλά σου. Δεν ειξεύρεις λοιπόν ότι αύριον φθάνει ο κόμης, και θα παρουσιασθώ εις αυτόν να του ζητήσω την άδειαν να στρατολογήσω! Και πώς θα παρουσιασθώ εις αυτόν χωρίς φλοκάτα; . . . — Αλλ' η γενναιότης σας με συγχωρεί να της ενθυμίσω, δεν στερείται μόνον την φλοκάταν, είπε δειλώς ο Βράγγης. Η γεναιότης σας δεν έχει ούτε στολήν καθαράν, ούτε θώρακα, ούτε υποκάμισον . . . — Ανόητε, και δεν ειξεύρεις ότι η τάξις απαιτεί να είμαι κομβωμένος, όταν θα παρουσιασθώ; Πού θα ίδη ο κόμης αν θα έχω θώρακα ή υποκάμισον; Η φλοκάτα τα σκεπάζει όλα. — Υπομονή, είπεν αποφασιστικώς ο Βράγγης. — Λοιπόν μη χάνης καιρόν. Ο Βράγγης εκρέμασεν επ' ώμου την πήραν του, έλαβεν εις την χείρα την ράβδον, έκαμε το σημείον του σταυρού, και ήρχισε την οδοιπορίαν. Διήλθεν εις οκτώ ώρας τεσσαράκοντα περίπου μιλίων οδόν, και έφθασεν εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου κατώκει ο γέρων Λιμπέρης, διάσημος εις τα χρονικά της Ρόδου, διότι ήτο ο μόνος όστις διεπραγματεύθη εξ αρχής προς τους Τούρκους χωρίς να παραβή και τον προς τους ιππότας της νήσου όρκον πίστεως. Ο ατυχής Βράγγης έχων την γλώσσαν έξω των χειλέων κρεμαμένην, επαρουσιάσθη προς αυτόν και τω μετεβίβασε την παραγγελίαν του κυρίου του. Ο Λιμπέρης, ου μόνον δεν δυσηρεστήθη διά το αίτημα, αλλ' εμακάρισεν εαυτόν διότι τόσον μικρόν πράγμα εζήτουν παρ' αυτού. Είξευρεν ότι ο Γάρμπος δεν ηστεΐζετο, και αν σήμερον εδυστύχει, ηδύνατο άλλην τινά ημέραν να οπλίση δέκα ή δώδεκα τολμητίας, και να του τα κάμη θάλασσα. Την αυτήν όμως διάκρισιν δεν έδειξε και ο ημίγυμνος Δαρώτας, κλέπτης εκ γενετής, επιτήδειος αλήτης, όστις παρεμόνευε τους διαβάτας και ηλάφρυνε πολλάκις αυτούς, αν είχον φορτίον τι, όπερ έκρινε δυσανάλογον προς τους ώμους των. Ιδών τον Βράγγην διερχόμενον και φέροντα επί των ώμων την περίφημον φλοκάταν, ήτις ήτο προωρισμένη να καλύψη το ατημέλητον διασήμου πολεμάρχου και παραστήση αυτόν ευπρεπή εις τας όψεις του κόμητος, του μέλλοντος να καταπλεύση την επιούσαν μετά του υπ' αυτόν στόλου και κομίση την ευδαιμονίαν εις τους κατοίκους της Ρόδου, ιδών την ατονίαν μεθ' ής εβάδιζεν ο Βράγγης, ενόησεν ότι ήτο κεκμηκώς και συμπεράνας ότι έμελλε να σταθή μετ' ολίγον όπως αναλάβη δυνάμεις παρηκολούθησε μακρόθεν αυτόν. Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε. Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν. Εζήτησε ν' αρχίση ομιλίαν μετ' αυτού, αλλ' ο Βράγγης προφανώς ενύσταζε και δεν είχεν όρεξιν. Τούτο έκρινεν ο Δαρώτας ως κάλλιστον οιωνόν. — Πόθεν ήλθες, ξένε; τω έλεγεν. Ο Βράγγης απήντησε διά νεύματος, ότι ήλθεν από της άλλης άκρας της νήσου. — Και επιστρέφεις τώρα εις τα ίδια; — Ναι. — Τι είχες έλθει να κάμης εδώ; Ο Βράγγης απήντησε διά κινήσεως των ώμων. Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν' αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη· — Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!... Συγχρόνως υπεξείλεν ηρέμα την φλοκάταν όπισθεν των ώμων του Βράγγη, μη παρατηρήσαντος αυτόν, και έφυγε τραπείς την προς την κώμην άγουσαν. Διότι, ότε επαρουσιάσθη το πρώτον προς τον Βράγγην, δεν ήλθε διά της αυτής οδού, ην ηκολούθησε και ούτος, αλλά διά της αντιθέτου. Πριν ή έλθη προς αυτόν, εφρόντισε να λάβη ατραπόν τινα, ήτις έφερεν αυτόν εις το εναντίον άκρον, και ούτως, ότε επέστρεψεν εις την κυρίαν οδόν, έδειξεν ότι μετέβαινεν εις την κώμην, και ουχί ότι εξήρχετο, ως αληθές, εξ αυτής, ακολουθήσας τα ίχνη του Βράγγη. Όσον σιγανόν και αν ήτο το κίνημα του Δαρώτα, αρπάσαντος την φλοκάταν, και όσον εγγύς του ύπνου και αν ευρίσκετο ο Βράγγης, ήκουσεν ουχ ήττον ελαφρόν κρότον όπισθέν του. Εστράφη, αλλά δεν ενόησε κατ' αρχάς την έλλειψιν της πολυτίμου φλοκάτας. Από της κενής όμως θέσεως το βλέμμα του μετέβη γοργώς εις τον φεύγοντα Δαρώταν. Ούτος ευρίσκετο ήδη τριάκοντα βήματα μακράν, και ήρχισε να εντείνη το βήμα και να ανοίγη φοβερώς τα σκέλη, ώστε θα τον εφθόνει και αυτός ο κολοσσός της Ρόδου. Προφανώς ελησμόνησε πόσον δρόμον είχε τρέξει, ως ισχυρίζετο. Ο Βράγγης απετίναξε την νάρκην του νυσταγμού, ανωρθώθη εν ακαρεί, έβαλε κραυγήν, και τον κατεδίωξεν, εκσφενδονίζων κατ' αυτού λίθους και βώλους γης. Εξηκολούθησε να τρέχη επί πολύ κατόπιν αυτού, αλλά μάτην. Ο Δαρώτας είχεν εντείνει τους διασκελισμούς, και ημιλλάτο προς τον αρχαίον εκείνον κομπαστήν, τον πηδήσαντα το παρά τω μυθοποιώ αναφερόμενον πήδημα... Ο Βράγγης κατεδίωξεν ευσυνειδήτως τον άρπαγα μέχρι των προθύρων της πολίχνης. Εκεί εισέδυ ούτος εις οδόν τινα εν μέσω καλυβών και μανδρών, εστράφη επιδεξίως πολλάκις προς τους διαφόρους ελιγμούς του λαβυρινθώδους εκείνου μέρους, και ο ατυχής Βράγγης τον έχασεν από των οφθαλμών αυτού. Μόνη δε αντηχούσα διαμαρτύρησις έμειναν αι κραυγαί του διώκτου, αίτινες άνθρωπον ουδένα προσείλκυσαν. Ο τόπος εφαίνετο έρημος και μόνον δύο ή τρεις γυναίκες πλύνουσαι οθόνια εντός κήπου, διέκοψαν απορούσαι το έργον και εκύτταζον μηδέν εννοούσαι. Είς δε μέγας μανδρόσκυλος και έτερος σκύλαξ νεογνός ήρχισαν να υλακτώσι και ερρίφθησαν κατά του Βράγγη. Τότε μία των πλυντριών έκραξε: Κλέπτης! Ο δυστυχής Βράγγης, ου η ψυχή είχεν αναβή εις τους οδόντας, κατά το κοινόν λόγιον, ησθάνθη ότι μάταιον ήτο του λοιπού να μεριμνά περί του αρπαγέντος πράγματος και ότι καλλίτερον θα ήτο να φροντίση περί της ιδίας αυτού ασφαλείας. Όθεν σταθείς επί στιγμήν τινα, εστράφη εις τα οπίσω, και αμυνόμενος διά λίθων κατά των δύο κυνών, εξήλθεν ως τάχιστα εκ του μέρους εκείνου. Τότε παιδία τινά, προσδραμόντα αίφνης εκ του θορύβου, ήρχισαν να ερεθίζωσι κατ' αυτού τους κύνας. Το έν έκραζε· — Μη χτυπάς το σκυλί μου! Έν άλλο δεν έχασε καιρόν εις λόγια, αλλά συλλέξαν όσους ηδυνήθη πλείστους λίθους ήρχισε να λιθοβολή διά της τακτικωτάτης μεθόδου τον φεύγοντα. Τα άλλα δεν ήργησαν να μιμηθώσι τον σύντροφόν των, και εν τω άμα εσχηματίσθη πλήρης στρατιά εμπείρων και τολμηρών λιθοβολητών, καταδιώξασα τον φυγάδα μέχρι του λόφου. Ο ατυχής Βράγγης, πνευστιών, αγωνιών, κάθιδρως, τετραυματισμένος, ουδ' ετόλμησε ν' αντεπεξέλθη κατά τοσούτον πολυαρίθμου εχθρού, αλλ' ετράπη κανονικώς εις φυγήν, εντείνων τας υπολειπομένας αυτώ δυνάμεις εις το μη περαιτέρω της καρτερίας και ευψυχίας. Ότε εισήλθεν εις την πρώτην εν μέσω των αγρών οδόν, την περιερχομένην οφιοειδώς τον λόφον, τα παιδία τον άφησαν ήσυχον, μη τολμήσαντα να καταδιώξωσιν αυτόν πορρωτέρω. Ήδη είχεν αρχίσει να νυκτόνη, και εφοβούντο το σκιόφως, όπερ εν τω μέσω των θάμνων και των δένδρων εφαίνετο πυκνότερον, και είχε φανταστικόν τι και απειλητικόν. Φθάσας ο Βράγγης εις την πηγήν εκείνην, την μάρτυρα του παθήματός του, εύρεν ευτυχώς την ράβδον και την πήραν, όπου τας είχεν αφήσει, και επαρηγορήθη μικρόν τι, διότι δεν ευρέθη και άλλος τις απροσδόκητος αλήτης, όστις να κλέψη και τους δύο τούτους συντρόφους της οδοιπορίας του. Αλλ' ήτο τοσούτον απηυδηκώς ήδη ώστε δεν ηδύνατο να εξακολουθήση την πορείαν του. Εκάθισε παρά την βρύσιν, απέμαξε διά της χειρός τον ιδρώτα από του μετώπου του, εστέναξε παρατεταμένως και διηπόρει τι ώφειλε να πράξη. Αδύνατον τω εφαίνετο να επανέλθη με κενάς χείρας προς τον κύριόν του. Τι να τω είπη; Να ψευσθή προς αυτόν ότι ο Λιμπέρης δεν ηθέλησε να τω δώση την φλοκάταν; Αλλ' ο γέρων αρματωλός ταχέως ήθελε μάθει την αλήθειαν. Να διηγηθή το πράγμα όπως συνέβη; Αλλά προσεβάλλετο δεινώς η φιλαυτία του. Το άριστον μέτρον εφαίνετο αυτώ το εξής: Να διανυκτερεύση παρά την πηγήν, και εγερθείς την επαύριον να επιστρέψη εις τον Λιμπέρην, προς ον να διηγηθή με μικράν παραλλαγήν το γεγονός, να περιγράψη τους χαρακτήρας του κλέπτου, και να αιτήση δικαιοσύνην διά των νομίμων μέσων. Ή εν αποτυχία αυτών, να καταζητήση αυτός τον ένοχον και να λάβη ταντίποινα με την χείρα του. Αυτό ήτο το καλλίτερον καταφύγιον. Άλλως δε ουδέ είχε να εκλέξη άλλο. Αποφασίσας ούτως, εδείπνησε με τον υπολειπόμενον κρίθινον άρτον, και έπιε δροσερόν ύδωρ. Είτα εξέλεξε θέσιν καλήν επί των βρύων, υπό τινα βράχον επικαμπή, όστις ηδύνατο να τον στεγάση εν μέρει, έκοψε πτέριδας και κλώνας πλατάνου, έστρωσε δι' αυτών την κλίνην του, έθεσε την πήραν προσκεφάλαιον, έλαβεν εις τας αγκάλας την ράβδον του και απεκοιμήθη δροσερόν και βαυκαλιζόμενον ύπνον. Δεν είχον αρχίσει ακόμη τα όνειρα να καταβαίνωσιν εις την καταπεπονημένην ψυχήν του δυστυχούς απομάχου, και αφυπνίσθη υπό κρότου βημάτων και ήχου φωνής ανθρωπίνης. Ανοίξας τους οφθαλμούς είδε τότε όψιν τινά, ην έμελλεν εσαεί να εκλάβη ως όνειρον, αν δεν ετύγχανεν έκτοτε ψηλαφητών τεκμηρίων περί του πραγματικού της εμφανίσεως εκείνης. Άνθρωπός τις εφάνη κρατών δέμα εν τη χειρί, ως εφαίνετο, διότι ο Βράγγης δεν ηδύνατο καλώς να διακρίνη. Το φέγγος της σελήνης κατήρχετο διά του ανοίγματος των δένδρων επί του προσώπου του αγνώστου και εφώτισε τους χαρακτήρας του. Ήτο άνθρωπος με χρώμα ηλιοκαές ή φύσει μελαψόν, με οστεώδεις και μακράς εξοχάς εν τη μορφή, με ερρυτιδωμένον μέτωπον. Υψηλός το ανάστημα, αλλά κυρτός. Εφόρει πενιχρότατα ενδύματα. Εκ των χειρίδων του εξήρχοντο δύο σκελετώδεις βραχίονες, αι χείρες του δε ήσαν τόσον ρικναί και κατάξηροι και μαύραι, ώστε εφαίνετο έχουσαι συγγένειάν τινα με τα σκληρά μέταλλα, τον σίδηρον και τον χαλκόν. Ήτο ίσως Αιγύπτιος, εξ εκείνων οίτινες μόνοι κατειργάζοντο κατά τον χρόνον εκείνον εν τη Ανατολή τα ειρημένα μέταλλα. Εκράτει, ως είπομεν, δέμα μεταξύ των δύο χειρών του. Αι χείρες αύται ωμοίαζον προφανώς η μία με σφύραν και η άλλη με άκμονα. Ο άνθρωπος ούτος ενεποίησε παράδοξον εντύπωσιν εις τον Βράγγην. Έρριψεν άπληστα βλέμματα επ' αυτού. Δεν ήτο συνήθης οδοιπόρος, δεν ήτο απλούς παροδίτης. Τα πάντα ενέφαινον πολύ το μυστηριώδες και το αλλόκοτον εν αυτώ. Η νυξ με τα τόσα αυτής μυστήρια, προσετίθει και άλλο τι σκότιον και φανταστικόν εις τον άνθρωπον τούτον. Δεν εφαίνετο εκ του κόσμου τούτου. Ενόμιζέ τις ότι τον είχε γεννήσει η νυξ. Η μόνη σωτηρία του Βράγγη ήτο το να νομίζη ότι ονειρεύεται, ει δε μη, ήθελεν εκβάλει κραυγήν τρόμου. Ο άγνωστος δεν επλησίασεν εις την πηγήν του ρύακος, δεν εκάθισεν υπό τα δένδρα, τεκμήριον ότι δεν ήτο οδοιπόρος κεκμηκώς. Ανέβη εις τον μέγιστον βράχον, αντικρύ της κοιτίδος, εν ή εκοιμάτο ο Βράγγης, και δεν εκάθισεν επ' αυτού, έμεινεν όρθιος. Ύψωσε το βλέμμα προς τον ουρανόν, είτα περιέφερεν αυτό γύρω. Τι διενοείτο; Είτα ήρχισε να μονολογή. Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον. Ο άγνωστος ήρχισε να ψιθυρίζη, αρκούντως ευκρινώς, ώστε ν' ακούη ο Βράγγης: — Τετέλεσται, τέκνον, δεν δύναμαι πλέον να σε σώσω. Το πεπρωμένον το θέλει. Ήτο γραπτόν. Τις δύναται να παλαίση με την Μοίραν; Επί μακρά έτη περιπλανώμαι. Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου. Εις την κοιλάδα αυτήν είναι το τέλος. Μοι το είπεν η αψευδής φωνή. Ήτο ειμαρμένον να τελειώση εδώ το μαρτύριόν σου. Σώζων σε καταστρέφω την πίστιν, φυλάττων σε προδίδω τον όρκον. Μετήλθον όλα τα μέσα. Δεν ήτο γραπτόν να σωθής. Περιήλθον όλην την γην, διέδραμον όλην την οικουμένην. Οι διώκται σου είναι ισχυροί. Έχουσι την συμμαχίαν του πεπρωμένου. Τον άρτον μου δεν τον έθεσα ποτέ επί τραπέζης, επί προσκεφαλαίου δεν εστήριξα την κεφαλήν μου. Ουδέποτε ανεπαύθην υπό τον ήλιον, πάντοτε ηκολούθησα την πορείαν αυτού, πάντοτε διεσταύρωσα την επιστροφήν του. Οι αστέρες έλαμπον εις τον ουρανόν και τα όμματά μου δεν εκλείσθησαν επί της γης. Οι άνεμοι εφύσων εκ των τεσσάρων σημείων, και μετ' αυτών έτρεχον. Αι νεφέλαι ενεκυμόνουν τους υετούς και επί της γης στέγασμα δεν εζήτησα. Η χιών επυκνούτο εις τα όρη και εστίαν πυρός ποτέ δεν ήναψα. Οι κεραυνοί εβρόντων εις τον αιθέρα και δεν με κατεπτόησεν η φλοξ αυτών. Οι χειμώνες περιέβαλλον την γην με πάγους και τους δακτύλους μου δεν εθέρμανα. Οι νάρκισσοι ήνθησαν από των λειμώνων, αλλά την ευωδίαν αυτών δεν απήλαυσα. Ο Σείριος ηπείλησε τους θνητούς με βέλη του Φοίβου, αλλ' ουδέποτε εδρόσισα το στόμα μου. Υπό στρώμα φύλλων κατεκαλύφθη το έδαφος της γης, και δεν επόθησα την σκιάν, ην δεν είχον απολαύσει. Και τώρα τι μέλλομεν; Η γη ολισθηρά, το πεπρωμένον ωθεί, τα γόνατα τρέμουσιν. Η ψυχή αγωνιά, το στόμα δέεται, ο ουρανός κωφεύει. Τα γεγονότα σπεύδουσιν, οι εχθροί αγρυπνούσι, με καταδιώκουσι. Θεοί, θεοί τι θα πράξω! Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του. — Ο άνεμος σείει τα δένδρα, είπε, καθώς εμέ η πνοή της συμφοράς. Οι διώκται όμως δεν αργούσι. Κοιμάσαι, αθώον πλάσμα, εις τας αγκάλας μου, αλλ' ουδέ υποπτεύεις πού θ' αφυπνισθής. Δεν θα σε παραδώσω εις τας χείρας των, θα σε μεταβιβάσω εις την αθανασίαν. Εις τους υποχθονίους θεούς θα σ' αφιερώσω. Συ, ω θείε άνερ, καλώς είπες, ουδ' ηδύνατο νους τις να ίδη όσα συ κατενόησας. Μετά την ζωήν η μετεμψύχωσις, μετά την φθοράν η αθανασία. Η ιδέα ζη εν τη ψυχή ως λύχνος καιόμενος. Αύτη κατοπτρίζει το θείον κάλλος, αύτη γεννά την ευδαιμονίαν. Ο έρως ηράσθη της ψυχής, η ένωσις αυτών παρήγαγε την ανθρωπότητα. Ευτυχία, απόλαυσις, γλυκασμός, τρυφή, ηδυπάθεια, πάντα εν τω έρωτι. Ο θείος έρως δεν είναι γήινος, και η ψυχή δεν είναι πηλίνη. Το άυλον εν τω αΰλω, το ιδεώδες εν τω ιδεώδει. Το σώμα είναι το σκότος, η ψυχή είναι η ακτίς. Ακτίς του αϊδίου, του απείρου, του υπερτελείου φωτός. Το μηδενός επιθυμείν, η σωφροσύνη, η απάθεια, τούτο θείον. Το όμμα σου, ω θείε άνερ, ήτο όμμα αετού, η διάνοιά σου ήτο της θείας διανοίας κοινωνός. Και ευτυχώς επέστη ήδη ο χρόνος, όπως τα δόγματά σου βασιλεύσωσιν επί της γης. Αι δυστυχίαι της ανθρωπότητος, επί δεκατέσσαρας αιώνας, ήσαν η τιμωρία αυτής, διότι σε παρεγνώρισε. Δεν παραπονούμαι δι' όσα υπέφερα, αρκεί ότι θα ίδω τον θρίαμβον του δόγματος. Εις σε αφιερώ την κόρην ταύτην, αξίωσον αυτήν της δόξης και της αθανασίας. Το μέγιστον δώρον, όπερ δύναται θνητός να προσφέρη εις θνητόν... Διεκόπη. Ήκουσε και πάλιν παρατεταμένον θρουν όπισθέν του. Ηκροάσθη επί μακρόν. Ουδέν. Και όμως εφαίνετο περιμένων να έλθωσί τινες. Ο Βράγγης είχεν ιδεί αύθις το δέμα κινούμενον εις τας αγκάλας του αγνώστου, και εσκέπτετο ότι ίσως να ήτο βρέφος τι. Εφρικίασεν. Ο άγνωστος επανέλαβεν· — Ούτω πρέπει να πράξω και να μη διστάσω πλέον. Από στιγμής εις στιγμήν οι διώκται δύνανται να φθάσωσι. Πρώτον το χρέος, είτα η ελευθερία. Συ, ω θείε Πλάτων, αν ήσο, το αυτό θα έπραττες!... Και εκινήθη, ετοιμαζόμενος, ως διά να ρίψη το εν ταις αγκάλαις αυτού κρατούμενον πράγμα εις τον καταρράκτην. Ο Βράγγης είδε τότε ευκρινέστερον ότι το πράγμα τούτο ήτο όντως έμψυχον. Εκινήθη προφανώς. Το παιδίον (διότι ήτο μικρά κόρη εξαετής, περιτετυλιγμένη εντός λευκής οθόνης) αφυπνίσθη εκ της κινήσεως των χειρών του αγνώστου. Έσφιγξε σπασμωδικώς τους βραχίονας και εκρατήθη εκ του τραχήλου του. Έβαλε μίαν κραυγήν. Ο άγνωστος προσεπάθησε ν' αποσπάση τους βραχίονας της παιδίσκης από του λαιμού του. Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της. — Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα! — Τι έχεις, κόρη μου; Η μικρά ήρχισε να ολολύζη. — Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών. Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν· — Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία! Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων. Ο Βράγγης ταραχθείς, έκθαμβος, ιλιγγιών, ανεσηκώθη επί της στρωμνής του, και ήτο έτοιμος να εφορμήση προς βοήθειαν. Αλλ' η κοιτίς εφ' ης ευρίσκετο, εχωρίζετο από του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος, διά πλατείας χαράδρας, και όπως φθάση εκείσε ο Βράγγης, ώφειλε να περιγράψη ευρύν κύκλον. Ανωρθώθη και έσπευσεν, ίνα φθάση εγκαίρως, αλλ' εις μάτην. Η παιδίσκη έσφιγγε σφοδρώς τον τράχηλον του αγνώστου, αλλ' ούτος ήτο ισχυρότερος και επί τέλους κατώρθωσε ν' αποσπάση τους βραχίονας αυτής... Φοβερόν και παθητικόν ήτο το θέαμα της αντιστάσεως της μικράς ταύτης κόρης, υπερασπιζούσης την ζωήν της κατά των αγώνων του παραδόξου εκείνου ανθρώπου. Και τούτο μακράν πάσης ανθρωπίνης αρωγής, εν τω σκότει της νυκτός, εν τη ερημία εκείνη, επί του ύψους του μεμονωμένου βράχου, υπέρ τον πίπτοντα καταρράκτην, όστις αν δεν είχεν αρκετόν βάθος προς πνιγμόν, είχεν όμως αρκετόν ύψος προς κατασύντριψιν ασθενούς πλάσματος. Οι ολολυγμοί της κόρης αντήχουν κατανυκτικοί και σπαραξικάρδιοι. — Πατέρα! μη με φονεύης!... Ο Βράγγης ησθάνθη την καρδίαν του μαλαττομένην και πιεζομένην. Είχε φθάσει ήδη εις την ρίζαν του βράχου, εφ' ου ίστατο ο άγνωστος μετά της κόρης. Εκείνος ουδέ είχε παρατηρήσει την παρουσίαν αυτού. Διά σφοδρού άλματος ανέβη ούτος εις την κορυφήν του βράχου. Αλλά δεν ήτο πλέον καιρός. Ο Βράγγης ήκουσε μόνον ψόφον τινά, πάταγον σώματος καταπεσόντος εντός ύδατος. Είτα είδε τον απαίσιον εκείνον άνθρωπον ιστάμενον ενώπιον του όρθιον, με εσταυρωμένας τας χείρας υψούντα προς τον ουρανόν το βλέμμα, ως να απήγγελλε δέησιν... δέησιν υπέρ της ψυχής του θύματος, όπερ είχε προπέμψει αρτίως εις την αιωνιότητα. Έστρεφε δε τα νώτα προς τον Βράγγην. Ούτος ησθάνθη τότε τοσαύτην ορμήν παραφόρου αγανακτήσεως, ώστε μικρού εδέησε να κατενέγκη επί των ώμων αυτού σφοδρόν κτύπον, όστις έμελλε να τον αποστείλη προς συνάντησιν του αθώου εκείνου μικρού πλάσματος. Αλλ' εκράτησε την χείρα του συλλαβών αίφνης σκέψιν τινά. Ο κρότος της πτώσεως της μικράς παιδίσκης, ον είχεν ακούσει, δεν ήτο σκληρός, οίος ο επί αντιτύπου σώματος. Ήτο πλατάγημα όμοιον με το παραγόμενον εκ της συγκρούσεως προς ρευστόν σώμα. Δυνατόν να έζη εισέτι η μικρά κόρη, αν δεν εκτύπησεν επί του βράχου. Τω όντι δε εις την λεκάνην, όπου κατέρρεεν ο χείμαρρος, εσχηματίζετο λάκκος τις, έχων βάθος ίσον προς το τρίτον αναστήματος ανθρώπου. Η σκέψις αύτη εφώτισεν ένδοθεν την ψυχήν τον δυστυχούς απομάχου. Διά μιας εστράφη εις τα οπίσω, και με τρία άλματα κατέβη εις το ρίζωμα του κρημνού, υπερεπήδησε την χαράδραν, διέβη δύο ή τρεις χθαμαλούς βράχους και τέλος έφθασεν εις τον βόθρον. Το σώμα της μικράς κόρης ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον εις το ύδωρ, και τα ενδύματά της επέπλεον. Ο Βράγγης έκυψε, την ανέσυρε και περιέβαλλεν αυτήν εις τας αγκάλας του. Ρύακες ύδατος έρρεον εκ των ενδυμάτων της, και ο γέρων απόμαχος κατεβράχη όλος. Αλλά δεν τον έμελε διά τούτο. Έσπευσε να ψηλαφήση την καρδίαν, να βεβαιωθή αν ήτο ζώσα η παιδίσκη. Το σώμα ήτο κατάψυχρον. Παρ' ολίγον ο γέρων στρατιώτης απηλπίζετο. Έψαυσεν επανειλημμένως την καρδίαν, εκάθισε παρά τον λάκκον, εθέρμανε το σώμα διά προστριβών. Εφύσησεν εις το πρόσωπον της ατυχούς μικράς. Τέλος ενόησεν ότι έζη, αλλ' ήτο βεβυθισμένη εις βαθείαν λιποθυμίαν. Ο Βράγγης δεν εδειλίασεν εξηκολούθησε να εφαρμόζη τα γνωστά αυτώ πρόχειρα μέσα της θεραπείας. — Ω, θεέ μου, έλεγε, φωτιά, να είχα τρόπον ν' ανάψω φωτιά. Υψώσας το βλέμμα προς την κορυφήν του υψηλού βράχου, είδε μετά χαράς ότι ο άγνωστος δεν ήτο πλέον εκεί. Αφού εκρήμνισε την μικράν κόρην, ενόμισε καλόν να γείνη άφαντος. — Τω όντι, διενόθη ο Βράγγης, τούτο ήτο το καλλίτερον όπου είχε να κάμη. Αλλ' εγώ τι να κάμω; Αν δε μου έκλεφταν την φλοκάταν, ιδού πού θα εχρησίμευε τώρα. Αλλά και πάλιν καλλίτερον οπού μου έκλεψαν μίαν φλοκάταν, και έσωσα μίαν ψυχήν. Αλλά πρέπει να την σώσω μέχρι τέλους. Εξηκολούθησεν ανενδότως τας προστρίψεις και τας εμπνοάς. Η παιδίσκη παρείχε κατά μικρόν σημεία ζωής. Στεναγμός τις ελαφρός, ως λεπτή αύρα εν γαλήνη, εξήλθεν εκ των χειλέων της. Το πρόσωπον ήτο λευκόν, ως κηρός, και οι καστανοί βόστρυχοι της περιέβαλλον την μορφήν, ως στεφάνη γραπτής αγίας. Ο παλαιός στρατιώτης ησθάνετο παράδοξον και συμπαθή γοητείαν εις την θέαν του δυστήνου τούτου πλάσματος. Εσκέπτετο ότι και αυτός, αν δεν εδαπάνα την νεότητά του εις αγόνους και σκαιάς επιχειρήσεις, θα ηδύνατο να είναι πατήρ, και να έχη εις το γήρας του μικράν κόρην, οία αύτη, ήτις θα ήτο η παραμυθία του. — Τώρα δε τι εκέρδισα; έλεγεν. Ηκολούθησα όλην την ζωήν μου τον Γάρμπον, όστις μ' εδίδαξε να καταφρονήσω όλα τα επίγεια, χωρίς να κερδίσω τα ουράνια τουλάχιστον. Αλλά διατί να μη υιοθετήσω αυτήν την μικράν; Αυτή δεν έχει ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Έκαστος δύναται να γείνη φυσικώς πατήρ μιας κόρης, αλλά δεν δύναται να σώση και μίαν κόρην από τον θάνατον, καθώς εγώ. Αλλά τις ειξεύρει αν δεν είμαι και πατήρ της; Ταύτα σκεπτόμενος κατήντησε να πιστεύση ότι τω όντι η μικρά αύτη ήτο θυγάτηρ του. Εσυλλογίζετο δε την έκπληξιν, ην ήθελεν αισθανθή ο Γάρμπος, αν εμάνθανεν ότι ο παλαιός σύντροφός του απέκτησεν αίφνης εις το γήρας μίαν κόρην. Πιθανόν ο αλλόκοτος εκείνος άνθρωπος, όστις την κατεκρήμνισεν από του ύψους του βράχου, να ήτο πατήρ της, ως τον είχεν ονομάσει αύτη. Αλλά προφανώς, αφού υπερέβη πάντα όρον αστοργίας, επιχειρήσας να την φονεύση, απέβαλε διά τούτο τα δικαιώματα της πατρότητος. Και αφού ούτως είχε το πράγμα, η νεαρά αύτη κόρη είχεν ανάγκην πατρός. Εκ της σκέψεως ταύτης ησθάνθη αγαλλίασιν ο Βράγγης. Έλαβε την μικράν εις τας αγκάλας του, υπερεπήδησε τους βράχους πατών με ασφαλές και έμπεδον βήμα, και ελθών απέθεσε την κόρην επί της κλίνης του. Την εσκέπασε με τα ενδύματά του, την περιέθαλψε, την εθέρμανε, και εκάθισε παρ' αυτήν. Τα σημεία της εις την ζωήν επανόδου ήσαν ήδη προδηλότερα. Αλλ' όμως βηξ και άσθμα κατείχε το στήθος της. Ο γέρων ανησύχει. Ήτο ήδη βαθεία νυξ και εφοβείτο το νυκτερινόν ψύχος. Εκράτει πάντοτε τας χείρας της, αίτινες ήσαν έτι ψυχραί. Η παιδίσκη δεν ωμίλησε, και εφαίνετο εν αγνωσία διατελούσα. Η δύσπνοια του στήθους επετείνετο και ο φόβος του καλού απομάχου παρηκολούθει μετά προσοχής τα συμπτώματα ταύτα. Αν και εγίνωσκε την χρήσιν του ξαντού διά τα τραύματα, ποτέ δεν εφαντάσθη ότι ηδύνατο να είναι τόσον αγαθός νοσοκόμος. Διελογίσθη ότι εκεί πλησίον, εις το χωρίον, όπερ δεν απείχε πολύ, όθεν οι κύνες και τα παιδία τον είχον εξώσει θριαμβευτικώς την εσπέραν, υπήρχον μικραί τινες επαύλεις, καλύβαι μάλλον ή οικίαι, κεχωρισμέναι από της κυρίως κώμης, αίτινες κατωκούντο υπό ανθρώπων, και ηδύναντο να έχωσι πυρ εις την εστίαν και θερμήν κλίνην δι' ύπνον. Αν ελάμβανε την ατυχή ταύτην παίδα εις τας αγκάλας του, και εβάδιζε δύο ή τρία μίλια, διότι δεν ησθάνετο πλέον κάματον, αν έβλεπε φως λάμπον εις τον φεγγίτην, και έκρουε μετά θάρρους και συστολής άμα την θύραν . .. . . . πιθανόν να δυσηρεστούντο οι κάτοικοι της καλύβης διά το άκαιρον και απροσδόκητον της ενοχλήσεως, αλλ' αυτός θα ωμίλει, θα διηγείτο με δύο λέξεις το πράγμα, θα μετήρχετο την ευγλωττίαν του πάθους και της οδύνης, και ίσως θα τους συνεκίνει. Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε. Το έθηκεν εις την πήραν, χωρίς να το περιεργασθή, διότι το συμπαθές φορτίον όπερ εβάσταζε δεν επέτρεπε αυτώ τούτο. Ετάχυνε γενναίως το βήμα, και εισήλθεν εις την σύνδενδρον και σκιεράν οδόν, την άγουσαν εις το χωρίον. Ότε προέβη αρκετήν οδόν, ήκουσεν αίφνης ποδοβολητόν ίππων ερχομένων όπισθέν του. Τα σιδηρά πέταλα αντήχουν επί του εδάφους και αι φωναί των ιππέων ηκούοντο. Η πρώτη ελθούσα αυτώ ιδέα ήτο να αποταθή προς τους ιππείς και να ζητήση την βοήθειαν, ης είχεν ανάγκην. Ουδεμίαν αντίληψιν ή ανάμνησιν είχε των λόγων του αγνώστου, δι' ων υπηνίχθη διώκτας της μικράς κόρης επερχομένους. Αλλ' όμως συνέλαβεν αόριστον τινα φόβον, και εσκέφθη ότι ουχί παρά των διαβατών, οίτινες δεν είχον προφανώς τα μέσα, αλλά παρά των εν οίκω ώφειλε να ζητήση βοήθειαν. Παρεμέρισεν εκ της οδού, επορεύθη εις πυκνόν θάμνον, και εκρύβη όπισθεν αυτού, περιμένων να περάσωσιν οι ιππείς. Ότε επλησίασαν ούτοι, ήκουσε τον εξής διάλογον. — Δεν ημπορεί να είναι μακράν. — Αυτός ο διαβολόγερος ειξεύρει τον τρόπον να χάνεται ως κονιορτός. — Πώς ευρέθης εδώ και τι συνέβη; ηρώτησε τον Βράγγην ο φαινόμενος ως αρχηγός των ιππέων. — Βοήθειαν πρώτον, αυτή η μικρά κινδυνεύει. — Και τι έχει; — Κρυόνει θανατηφόρως. — Τύλιξέ την μ' αυτό. Ο ιππεύς εξέβαλεν εκ του μαρσίπου του μάλλινον σκέπασμα και το έρριψεν εις τον Βράγγην. Ούτος δε έσπευσε να περιτυλίξη το σώμα της κόρης. — Αλλ' ειπέ με δύο λέξεις τι συνέβη, επανέλαβεν ο ιππεύς. Άλλος εκ των ιππέων εξέβαλε φιάλην εκ του κόλπου του και την έδωκεν εις τον Βράγγην. — Δος της να μυρισθή αυτό, είπεν. Ο Βράγγης εξετέλεσε και την δευτέραν ταύτην παραγγελίαν. — Ειπέ τι συνέβη, επανέλαβεν ανυπομόνως ο πρώτος των ιππέων. — Κύριοι, εγώ εκοιμώμην, εκεί υποκάτω των δένδρων, σιμά εις τον ρύακα. Έξαφνα βλέπω ένα μανιακόν, ένα αλλόκοτον άνθρωπον, ένα έξω απ' εδώ, και ήλθε και έρριψεν αυτήν την μικράν, την εκρήμνισεν εις τον καταρράκτην. Επρόφθασα και την έσωσα, αλλ' όμως αποθνήσκει! Πριν ή τελειώση τον λόγον του ο Βράγγης, ο πρώτος των ιππέων ένευσε προς ένα των συντρόφων του. Ούτος έκαμε δύο βήματα με τον ίππον και εκτείνας τας χείρας προς τον Βράγγην. — Δος μοι αυτήν την μικράν, είπε. — Τι θέλετε; — Δος μοι την μικράν και πήγαινε τον δρόμον σου, γέρο. Ο Βράγγης κατελυπήθη, ιλιγγίασεν, ησθάνθη επιθυμίαν ν'αντισταθή. — Αλλ' είναι 'δική μου η μικρά, είπεν. Εγώ μόνον βοήθειαν εζήτησα. — Είναι 'δική σου; — Είναι 'δική μου, κόρη μου. Δεν ειμπορώ ν' αποχωρισθώ απ' αυτήν. — Ετρελλάθης, γέρο! — Σας λέγω, είναι κόρη μου, επέμεινεν ο Βράγγης, μεταμεληθείς ότι δεν διηγήθη εξ αρχής τον μύθον τούτον. — Μη αστεϊσμούς, γέρο! είπεν αυστηρώς ο πρώτος των ιππέων. Δος την μικράν, και τράβα! — Αλλ' είναι 'δική μου, κύριε! — Όταν θέλης να λέγης ψεύματα, να τα σκέπτεσαι εξ αρχής. Ο Βράγγης κατεταράχθη, επόνεσεν, έκλαυσεν. Αντεστάθη μέχρις εσχάτων. — Και όταν συλλογίζωμαι ότι το άλογόν μου κοντεύει να σκάση. — Μήπως θα είναι το πρώτον; — Και τρέχομεν τόσας ώρας, χωρίς να ειξεύρωμεν διατί! — Και ποίος ημπορεί να παραπονεθή; — Αλλά δεν είναι ευχάριστον να ενεργή τις εις τα τυφλά. — Πιστεύεις ότι ενεργούν εις τα τυφλά; — Δι' ημάς είναι άγνωστον. — Εγώ λέγω ότι χάνομεν τον κόπον μας. — Οι καταδιωκόμενοι δεν ευρίσκονται εις τους μεγάλους δρόμους. Αι τελευταίαι λέξεις μόλις ηκούσθησαν. Η συνοδία παρήλθεν. Ο Βράγγης ουδεμίαν υπόνοιαν συνέλαβεν εκ του διαλόγου τούτου. Προέκυψεν όπισθεν του θάμνου, παρετήρησε μετά προσοχής, και ότε οι ιππείς απεμακρύνθησαν αρκούντως, εξηκολούθησε και ούτος τον δρόμον του. Αλλά μόλις προέβη δύο τρία βήματα, και εξέπεμψε σπαρακτικήν κραυγήν. Ησθάνθη εις τας αγκάλας του κατάψυχρον το σώμα της μικράς κόρης. Τότε δεν εδίστασε πλέον. Οι ιππείς δεν ήσαν παραπολύ μακράν, και ηδύναντο εισέτι να τον ακούσωσιν. Έκραξε με όλην την δύναμιν του στήθους. — Κύριοι! Ιππείς! βοήθειαν! Οι ιππείς εστάθησαν ευθύς. Ήσαν επτά ή οκτώ τον αριθμόν. Ο Βράγγης έσπευσε να φθάση εις το μέρος, όπου εσταμάτησαν, όλος ταραχή και αγωνία. — Τι τρέχει, έκραξεν εις των ιππέων. Ποίος φωνάζει; — Κύριος, δι' έλεος, βοήθειαν! — Ποίος είσαι; — Πτωχός γέρος απόμαχος. — Και τι θέλεις; — Βοήθειαν εις ένα πλάσμα, κύριοι! — Τι πλάσμα; — Μίαν μικράν κόρην, ήτις αποθνήσκει. Οι ιππείς παρετήρησαν μετά προσοχής, διότι ο Βράγγης είχε πλησιάσει ήδη, και είδον το εν ταις αγκάλαις αυτού βασταζόμενον. Παρετήρησαν αλλήλους ερωτηματικώς. Εφαίνοντο ως να έλεγον· — Αυτή να είναι; — Και όμως ο γέρος δεν είναι αυτός, είπε μεγαλοφώνως είς αυτών. — Ειμπορεί να μην είναι ο γέρος, και να είναι η μικρά, απήντησεν άλλος. Οι ιππείς εδέησε να μετέλθωσι βίαν. Ήρπασαν από των χειρών του Βράγγη την μικράν παιδίσκην, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Ο Βράγγης έκλαιεν ως παιδίον. — Πάρε αυτό, γέρο, διά να παρηγορηθής! έκραξεν ο πρώτος των ιππέων ρίψας αυτώ βαλάντιον πλήρες χρημάτων. Ο Βράγγης κατεπάτησε το βαλάντιον με τους δύο πόδας του, και έτρεξε κλαίων κατόπιν των καλπαζόντων ίππων. Έμελλε δε να τρέχη μέχρι της αυγής, διότι οι ιππείς δεν απήλθον εις μέρος εγγύς κείμενον. Τέλος απώλεσε τα ίχνη των. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ότε ανέτειλεν η ημέρα, και ο Βράγγης συνήλθεν ολίγον τι, θέσας τυχαίως την χείρα εις την πήραν του, ανεύρεν εκεί το μόνον ενθύμιον, όπερ τω έμεινεν εκ της νυκτερινής οπτασίας. Ήτο το στίλβον εκείνο πράγμα όπερ είχεν εύρει υπό την πλάτανον. Ήτο δε είδος αργυρού εγκολπίου, έχον εγκεχαραγμένα σύμβολα και μίαν λέξις. Τα σύμβολα παρίστων γλαύκα, θύρσον, και στέφανον δάφνης. Η λέξις, ην και αν είξευρε ν' αναγινώσκη, δεν θα ενόει πάντως ο Βράγγης, έλεγε κεφαλαίοις γράμμασι ΠΛΗΘΩΝ. ΜΕΡΟΣ Α'. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. Η ικέτις. Μίλιά τινα μακράν της Μονεμβασίας, έκειτο παρά τον αιγιαλόν, κατά τον ΙΕ' αιώνα, συνοικία τις αλιέων καλουμένη κοινώς Στάμπα. Ο όρμος ήτο αρκούντως ευρύς και πλήρης λέμβων και ακατίων, υπήρχον λίθιναι αποβάθραι, εργαστήριά τινα, και έν πλινθοποιείον. Παρά την αντίθετον άκραν της παραλίας έκειτο πύργος, όστις δυνατόν να κατωκείτο πάλαι ποτέ, αλλά κατά τον ειρημένον χρόνον ήτο έρημος. Νύκτα τινά του Απριλίου του έτους 1453, καθ' ην ώραν οι αλιείς ητοίμαζον τους πυρσούς διά τας νυκτερινάς οψοθηρίας, αι δε γυναίκες των απεκοιμίζον τα βρέφη επί των γονάτων αυτών, συρίζουσαι το σύνηθες νανούρισμα και ημικλείστους έχουσαι υπό νυσταγμού τους οφθαλμούς, παράπηγμά τι ήτο ανοικτόν εις την άκραν της συνοικίας. Ο μπάρμπα Κατούνας ο οινοπώλης δεν ήτο δύσκολος άνθρωπος, και εδέχετο πάσης τάξεως πελάτας εις το καπηλείον του, ήρκει να ήσαν οινοπόται. Κατά την παρούσαν στιγμήν δύο μόνον θαμώνες υπήρχον εν τω παραπήγματι και έπινον καθήμενοι παρά τράπεζαν. Ο Κατούνας όρθιος, με την ποδιάν κρεμαμένην εκ της οσφύος, περιέμενε, πριν ή αποκοιμηθή, να κενώσωσι τα ποτήρια οι δύο πόται, ίνα παραγγείλωσι και άλλον οίνον. Οι δύο ούτοι ηλιοκαείς άνθρωποι συνδιελέγοντο σιγά, ενώ έπινον. Ο Κατούνας ουδέ λέξιν ήκουεν. Εις μάτην έτεινε τα ώτα. Είνε αληθές ότι οι δύο ομιληταί δεν επεθύμουν προφανώς νακουσθώσι. Δεν ήσαν εξ εκείνων οίτινες ενεργούσι τα πράγματα προς επίδειξιν. — Λοιπόν, έλεγεν ο είς, πώς το ειξεύρεις; — Έχω πληροφορίας, σοι λέγω, απήντα ο έτερος. — Πόθεν σου ήλθαν; ηρώτα ο πρώτος, όστις εφημίζετο ως επιτήδειος κλέπτης, ήτο δε διάσημος εις τα πέριξ. Ωνομάζετο Σκούντας, επεκαλείτο δε κοινώς &Περίδρομος&. — Μου ήλθαν από την Ρώμην, απήντα ο δεύτερος, Τρανταχτής ονόματι. Ούτος είχε δύο επαγγέλματα. Με τους τιμίους ήτο τίμιος, και με τον Σκούνταν ομότεχνός του. — Και έχεις εσύ σχέσεις εις την Ρώμην, διαβόλου Τρανταχτή; — Δεν το ειξεύρεις; απήντησεν ο Τρανταχτής ιλλωπίζων τους οφθαλμούς. Και ποίος είνε ο ανταποκριτής σου; — Ο Πάπας, είπεν απαθώς ο Τρανταχτής. Ο Σκούντας έβαλε πλατύν γέλωτα. — Διατί γελάς; — Διότι μ' εμπαίζεις, είπεν ο Σκούντας. Την στιγμήν ταύτην ο Κατούνας, ιδών την φαιδρότητα του Σκούντα έλαβε θάρρος και επλησίασε δύο βήματα. Αλλ' ο Περίδρομος συνέστειλε τας οφρύς. — Τι θέλεις, Κατούνα; είπεν οργίλως. — Ενόμισα ότι είχετε σώσει το κρασί, εμορμύρισεν ο Κατούνας. — Φέρε μίαν φιάλην, ανόητε, διά να μην ευρίσκης πρόφασιν να έρχεσαι κάθε λίγο. Ο Κατούνας έσπευσε να υπακούση. — Και πώς συμβαίνει ώστε ο Πάπας να είνε ανταποκριτής σου; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Όπως συμβαίνουν όλα τα πράγματα, απήντησεν ο Τρανταχτής. — Εξήγησέ μου λοιπόν πώς συμβαίνουν τότε, διότι εγώ δεν το ειξεύρω. — Διά να συμβή κάτι, είπεν ο Τρανταχτής, εγώ ωμίλησα με σπουδαίους ανθρώπους και το έμαθα αυτό, απαιτούνται δύο τινά· θέλησις και δύναμις. — Λοιπόν; — Λοιπόν, την θέλησιν την έχουν όλοι, την δύναμιν όμως ολίγοι. — Και έπειτα; — Και διά τούτο βλέπομεν ότι ολίγοι επιτυγχάνουν εις αυτόν τον κόσμον. — Και είσαι συ εκ των ολίγων; — Εννοείται, αφού έχω τόσα μέσα. — Και τι μέσα έχεις; — Όσα θέλω. Ο Σκούντας έλαβε το ποτήριόν του και το συνέκρουσε με το του συμπότου. Εξεκένωσε δε ο Σκούντας τον οίνον απνευστί. Ο Τρανταχτής μόνον ολίγον έπιεν. — Ας αφήσωμεν τους αστεϊσμούς, επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δεν είνε αστεϊσμοί, είπεν ο Τρανταχτής. — Ομιλείς σπουδαία; — Βέβαια. — Λέγε λοιπόν καθαρά τότε. — Καθαρά όπως αυτό το ποτήρι. — Έμαθες αληθώς ότι θα έλθη; — Ναι. — Από πού λοιπόν το έμαθες; — Σοι είπα, από τον Πάπαν. Ο Σκούντας εμόρφασεν ανυπομόνως. — Αλλά δεν είνε παράξενον, μοι φαίνεται, επανέλαβεν ο Τρανταχτής, να το έμαθα από τον Πάπαν, αφού αυτός, διά τον οποίον ομιλούμεν, είνε καρδινάλιος. — Το ειξεύρω. — Και από τον καρδινάλιον έως τον Πάπαν δεν είνε, μοι φαίνεται, μεγάλη απόστασις. — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' ας είνε, εγώ σοι λέγω ότι το έμαθα από τον θαλαμηπόλον του. — Και τον γνωρίζεις; — Είνε φίλος μου. — Τι διάβολο! όλους τους έχεις φίλους; είπεν ο Σκούντας. — Και διά να πεισθής, ιδού. Ο Τρανταχτής ήνοιξε το περιστήθιόν του και εξήγαγε φάκελλον εκ του κόλπου. Έσυρε δε ένδοθεν του φακέλλου χαρτίον και το έδωκεν εις τον Σκούνταν. — Ιδού, διάβασε, είπεν. Ο Σκούντας ανέγνω την εξής επιστολήν: «Αγαπητέ μοι εν Χω αδελφέ. Πολύ ταχέως ελπίζω να ενταμωθώμεν, Θεού θέλοντος, και με την ευχήν του Αγίου ημών Πατρός. Ο κύριός μου σκοπεύει μετά ένα μήνα να έλθη εις την Ανατολήν. Μοι φαίνεται ότι η αποστολή του έχει εκκλησιαστικόν και πολιτικόν σκοπόν, αλλά πλειότερα δεν ανεκάλυψα. Ό,τι άλλο μάθω, θα σε πληροφορήσω. Θα μεταβή δε, πιστεύω, εις Κωνσταντινούπολη, αλλά θα περάσωμεν και από τα χώματά σας, διότι έχει σκοπόν να επισκεφθή τον παλαιόν διδάσκαλόν του. Αν ως είνε βέβαιον εκτελέση την επίσκεψιν ταύτην, θα αποβιβασθώμεν χωρίς άλλο εις την παραλίαν της Μονεμβασίας. Επιθυμώ ο πρώτος άνθρωπος, τον οποίον θα ενταμώσω, να είσαι συ, διότι το νομίζω ως καλόν οιωνόν. Άσπασαί μοι την Πογγίαν, την Βεάτην και την Πίαν, τας αγαπητάς μοι εν Χω αδελφάς. Να τας συμβουλεύης να μη δοθώσιν εις την άσκησιν και εις την σκληραγωγίαν, διότι τούτο θα τας κάμη να φαίνωνται ως γραίαι, και θ' αποβάλωσι το κόσμημα του κάλλους, το οποίον είνε έν εκ των επτά αγίων χαρισμάτων. Όλος ασπασίως εις σε, μένω. Ο φίλος, Άγγελος Δερμίνιος, μοναχός εκ του τάγματος του Αγ. Βενεδίκτου. Είθε η ευχή του Αγίου Πατρός να είνε μεθ' ημών. Αμήν». Αφού ανέγνω ο Σκούντας την ανωτέρω επιστολήν, την απέδωκεν εις τον Τρανταχτήν, όστις εμειδία πονηρώς. — Τώρα ναι, σε πιστεύω. Διότι, δεν γίνεται να είνε πλαστόν αυτό το γράμμα, τι διάβολο! — Δεν πιστεύω να με κάμης και πλαστογράφον, είπεν ο Τρανταχτής, υποκρινόμενος ότι δυσαρεστείται. — Και ποίαι είνε αυταί, οπού λέγει; — Ποίαι; — Η Μπογγία, η Πεάτη και η Βία... — Η Πογγία, η Βεάτη και η Πία; — Ναι. — Είνε μοναχαί. — Εις ποιον μέρος; — Δεν ειξεύρεις ότι έχω σχέσεις εις έν γυναικείον μοναστήριον; — Νομίζω να ήκουσα. — Είνε το μοναστήριον της Αγίας Ελισάβετ. Απέχει τρεις ώρας απ' εδώ. — Το ειξεύρω. — Εκεί έχω πολλάς σχέσεις. — Τίνος είδους; — Καλάς. — Καλάς, το ειξεύρω, αλλά.... — Αγνάς εννοείται. — Τόσον το καλλίτερον, είπεν ο Σκούντας στενάζων. Παραδόξως δ' εσκυθρώπασε, και δεν επέμεινε περιπλέον εις το θέμα τούτο του λόγου. — Ας έλθωμεν εις το προκείμενον, είπεν. — Ας έλθωμεν. — Έως πότε λέγεις να φθάση εδώ; — Ποίος; — Ο Καρδινάλιος, αυτός, πώς τον λέγουν. — Δυστυχώς αυτός ο Δερμίνιος, ο υποκριτής, ελησμόνησε να βάλη την χρονολογίαν εις την επιστολήν. — Όστε δεν ειξεύρεις; — Την έλαβα προ οκτώ ημερών. Η επιστολή λέγει ότι μετά ένα μήνα θα γείνη το ταξείδιον. — Λοιπόν; — Αν υπολογίσωμεν και τρεις εβδομάδας επάνω κάτω ίσως να φθάση εις χείρας μου η επιστολή . . . — Ως τόσον, πιστεύω. — Ο καρδινάλιος τότε είνε εις τον δρόμον. — Βέβαια. — Λοιπόν;..... Ο Τρανταχτής εκύτταξεν ατενώς κατά πρόσωπον τον Σκούνταν. Ούτος δε κατέστη σύννους και σκεπτικός επί τινας στιγμάς. Είτα εκένωσε και άλλο ποτήριον και απέμαξε τον μύστακα. — Δεν έχω κανέν σχέδιον, είπεν. Αλλά θα σκεφθώ και σοι λέγω. Ο Τρανταχτής προσήλθεν εγγύτερον προς τον Σκούνταν και εσφίγχθη παρ' αυτόν. Εταπείνωσε πολύ την φωνήν και τω είπεν· — Ο καρδινάλιος είνε αδύνατον να μη φέρη μαζύ του πολλά χρήματα. — Το ειξεύρω. Αλλά θα τα φέρη επάνω του; Αδύνατον. — Όχι. Αλλ' ένα πράγμα δεν μοι λέγει η επιστολή. — Το ποίον; — Αν θα έχη ιδιαίτερον πλοίον. — Τω όντι. — Αλλ' εγώ πιστεύω ότι, αν αληθεύη αυτό οπού λέγει αυτός ο υποκριτής, ο Δερμίνιος... — Τι λέγει; — Λέγει ότι έρχεται διά πολιτικήν αποστολήν. — Ναι. — Λοιπόν αφού έρχεται διά πολιτικήν αποστολήν... — Έπειτα; — Θα ειπή ότι τον στέλλει ο Πάπας. — Ίσως. — Και αφού τον στέλλη ο Πάπας.... — Ε; — Τούτο σημαίνει ότι θα του δώση πλοίον. — Πιθανόν. — Και αφού θα έχη πλοίον... — Λοιπόν; — Θα ειπή ότι τα χρήματα θα τα έχη εις το πλοίον μέσα. Ο Σκούντας εσκυθρώπασεν αύθις. — Είνε δύσκολον, είπε. — Το ειξεύρω. — Ειμπορούμεν ημείς να; — Τι να; — Να ληστεύσωμεν το πλοίον, είπεν ο Σκούντας. — Πιθανόν να μη λάβωμεν ανάγκην να το ληστεύσωμεν. — Αλλά τι; — Να το γδύσωμεν μόνον. — Δεν είνε το ίδιον; είπε μειδιάσας ο Σκούντας. — Κατά τας περιστάσεις. — Διατί; — Υπόθεσε ότι δεν είμεθα ικανοί δι' έφοδον. — Υποθέτω. — Ούτε διά καύσιμον. — Ούτε. — Ούτε διά βούλιαγμα. — Ούτε. — Τότε δεν βλέπεις έν άλλο μέσον; — Ποίον; — Ο Δερμίνιος αυτός είνε φίλος μου. — Το ειξεύρω. — Εμβαίνει ολίγον εις τα έντιμα μέσα. — Ίσως. — Είνε ψευδευλαβής, υποκριτής, ασυνείδητος Φαρισαίος — Πιστεύω. — Αν συνεννοηθώμεν μ' αυτόν... — Ε; — Τότε αυτός θα μας εύρη το μέσον. — Άμποτε. — Ή θα το εύρωμεν ημείς. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. Παρετήρησεν ότι η φιάλη είχε κενωθή. Έκρουσεν αυτήν επί της σανίδος της τραπέζης. Ο κρότος εξύπνισε τον Κατούναν, όστις μόνον με τους οφθαλμούς εκοιμάτο, με τα ώτα όμως ηγρύπνει. — Τι αγαπάτε; ηρώτησε. — Κρασί. Ο Κατούνας έλαβε την φιάλην και επορεύθη προς το βαρέλιον. — Θα ίδωμεν, απήντησεν ο Σκούντας προς τον σύντροφόν του. Σαν δύσκολα βλέπω τα πράγματα, αλλά ο Θεός βοηθός. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο Σκούντας τον λόγον και παράδοξος κρότος ηκούσθη έξωθεν. Βήματα δρομαία αντήχησαν, πνοή δε και κραυγή διακεκομμένη έπληξε τα ώτα των δύο συμποτών. — Τι τρέχει; είπεν ο Σκούντας. Ο Τρανταχτής δεν ωμίλησεν· έμεινε με το στόμα κεχηνός, βλέπων προς την θύραν του παραπήγματος, ο δε Κατούνας, όστις είχεν ανοίξει την στιγμήν εκείνην τον κρουνόν του βαρελίου, έχυσεν αρκετόν ρεύμα οίνου εκτός της φιάλης, κάτω εις το έδαφος, διότι έστρεψεν ακουσίως το πρόσωπον προς τον θόρυβον. Νεάνις τις ατημελώς ενδεδυμένη, λυσίκομος, ανυπόδυτος, εν εξάλλω ταραχή διατελούσα, εισώρμησεν εις το καπηλείον κράζουσα· — Σώσατέ με! Σώσατέ με! Οι δύο συμπόται ανωρθώθησαν αυτομάτως. Η νεάνις ήσθμαινεν, είχε το πρόσωπον κάτωχρον και έτρεμεν όλον το σώμα της. — Αϊμά, έκραξεν ο Σκούντας, αναγνωρίσας αυτήν, συ είσαι, Αϊμά; Συγχρόνως τρεις άνδρες μαυρισμένον το πρόσωπον έχοντες, ημίγυμνοι, κατησβολωμένοι, κρατούντες σφύρας και πυράγρας εισέβαλον κατόπιν της νέας κόρης εις το καπηλείον κράζοντες· — Τζάνουμ! Πιάστε την! Πιάστε την, για το Θεό!... ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. Καπνοί και σκωρίαι. Όπως διηγηθώμεν τι συνέβη, ανάγκη μικράς αναδρομής εις το παρελθόν. Ουχί μακράν του καπηλείου του Κατούνα, περί τα δισχίλια βήματα, έκειτο μεμονωμένη τις καλύβη, σκαιά και αλλόκοτος την θέαν, ιδρυμένη εις την υπώρειαν πετρώδους τινός λόφου, όπου ουδέ ίχνος βλάστης υπήρχεν. Ο άχαρις εκείνος και γυμνός βράχος ηδύνατο να προκαλή πάμπολλα σχόλια και μομφάς επί ελλείψει φιλοκαλίας, αν ήτο έργον ανθρώπινον. Επειδή όμως ήτο έργον της φύσεως, ουδείς εδικαιούτο να παραπονεθή. Η εν λόγω καλύβη ήτο ευρεία και είχε μεγίστην οπήν εν τω μέσω της στέγης. Κατωκείτο δε υπό οικογενείας σιδηρουργών, συγκειμένης εκ τριών ανδρών και δύο γυναικών, εις ους εχρησίμευεν ου μόνον ως κατοικία αλλά και ως εργαστήριον. Εν τω μέσω έκειτο η κάμινος, κτιστή και υψηλή μέχρι των βουβώνων ανδρικού αναστήματος, εφ' ης νυχθημερόν έκαιον οι εξ ερείκης άνθρακες. Αύτη συνείχετο με ισοϋψές ίκριον, εφ' ου ήσαν ιδρυμέναι αι δύο φύσαι. Διά της εν τη οροφή μεγίστης οπής εξήρχετο ο καπνός. Περί την κάμινον ίσταντο τρεις μεγάλοι άκμονες, παρ' αυτούς έκειντο οι ραιστήρες, αι σφύραι, αι πυράγραι και τα λοιπά εργαλεία. Παρά τας τέσσαρας γωνίας της καλύβης εκοιμώντο επί του εδάφους οι σιδηρουργοί και αι δύο γυναίκες. Ώρα του ύπνου ήτο συνήθως από της δύσεως του ηλίου μέχρι μέσων νυκτών και τότε αφυπνίζοντο, ήναπτον το πυρ και ήρχιζον την εργασίαν, μέχρι της πρωίας διαρκούσαν. Την ημέραν σπανίως ευρίσκοντο οι άρρενες εν τω εργαστηρίω. Εξετέλουν εκδρομάς εις τα πέριξ, είτε προς πώλησιν των προϊόντων της τέχνης είτε και προς άλλους αγνώστους σκοπούς. Επέστρεφον δε την εσπέραν κατάκοποι και κατεκλίνοντο. Ότε δε ηγείροντο προς το μεσονύκτιον, ως ελέχθη, δεν ήσαν συνήθως μόνον οι τρεις σιδηρουργοί, οίτινες ειργάζοντο. Ως επί το πλείστον ήρχοντο και άλλοι ομότεχνοι και συνηγωνίζοντο μετ' αυτών. Αι δύο γυναίκες δεν υστέρουν και αυταί εις το να βοηθώσι τους άνδρας. Ο ριπισμός των ανθράκων διά των φυσών, ο ραντισμός του πυρός, η κατάσβεσις του πεπυρακτωμένου μετάλλου ήσαν ίδια αυτών έργα. Ενίοτε δε και εις τον χειρισμόν του ραιστήρος ελάμβανε μέρος η πρεσβυτέρα των δύο. Ήτο δε αύτη εξηκοντούτις, ερρυτιδωμένη τας παρειάς, με δύο μεγάλους κυνόδοντας κρεμαμένους εκ της άνω σιαγόνας. Είτε ήνοιγε το στόμα, είτε κλειστόν είχεν αυτό, οι δύο κυνόδοντες ουδέποτε ηδύναντο να κρυβώσιν. Ότε εμειδία (μειδίαμα δ' εννοούμεν τον συνήθη αυτή μορφασμόν του προσώπου), επροξένει τρόμον εις την μικράν προστατευομένην της. Η γραία αύτη ήτο σύζυγος του πρεσβυτέρου των τριών ανδρών και μήτηρ των δύο νεαρών γύφτων. Ηδύνατο δε να ορκισθή εις τον Ήφαιστον ότι και της νέας κόρης επίσης ήτο μήτηρ. Ο γέρων ήτο παράξενος, δριμύς, οξύχολος, εμορμύριζε πάντοτε, ποτέ δεν ήτο ευχαριστημένος. Έκαστος γογγυσμός αυτού απήντα εις έκαστον μορφασμόν, εις εκάστην θωπείαν και φιλοφρόνησιν της γραίας. Οι δυο νέοι γύφτοι εσύριζον, ετραγώδουν αδιαλείπτως, και δεν ωμίλουν ποτέ. Ο είς ήτο 22 ετών, ο έτερος 19. Ο είς ωνομάζετο Βούγκος και ο έτερος Μάχτος. Ούτω τους παρονώμαζεν ο πατήρ· αγνοείται αν είχον και άλλα ονόματα. Η μήτηρ τους απεκάλει &μεγάλον& και &μικρόν&. Ως δείγμα περί του τρόπου, καθ' ον συνεννοούντο προς άλληλα τα τέσσαρα ταύτα πρόσωπα, αρκεί να παράσχωμεν το εξής· Ο Βούγκος, έθετε τον σίδηρον εις το πυρ και ετραγώδει: Με το βαρειό, με το βαρειό, ξυπνά ο γύφτος το χωριό. Το χωριό, το χωριό. Τρα λα λα λα ρο λα ρο... Για το σφυρί, για το σφυρί, Τρελλαίνεται κι' η λυγερή. Λυγερή, λυγερή. Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν· — Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά! — Σκάσε, παληόστριγλα, εγόγγυζεν ο γέρων. Χμι.. Γμ!.. — Σι σι σι, σι σι σι! εσύριζεν ο Μάχτος. — Ώμορφα που σφυρίζεις, μικρό μου! έλεγεν η γραία. — Σκασμός, γρηά φούρκα! έκραζεν ο μέγας Γύφτος. Γρου!.... Ο Βούγκος εξηκολούθει το άσμα· Μες την φωτιά, μες την φωτιά Παίζει ο Γύφτος τη ματιά, Τη ματιά, τη ματιά, Τρα λα λα λα τρα λα τα, κτλ. Η γραία ενεθάρρυνεν αυτόν· — Μπράβο, παιδί μου, ώμορφα! — Θα σκάσης, γραία λώβα! έκραζεν ο γέρων. Και τότε ήρπαζε τον ραιστήρα και τον ανύψου κατά της γραίας. Ο Βούγκος εξέτεινε την χείρα και προελάμβανε το κτύπημα. Διότι η δυστυχής γύφτισσα δεν είχεν ουδεμίαν πλευράν σώαν. Το ραχοκόκκαλόν της είχε κυρτωθή, και τα παγίδιά της εκρέμαντο γύρω τόσον ανειμένως, ώστε το σύνολον των ώμων και της ράχεως είχον όψιν σωρού. Και αν ο είς των υιών της, αφότου ήλθον εις ηλικίαν, ή η νέα κόρη, δεν απέτρεπόν τινα περιπλέον κτυπήματα, και δεν ήρπαζον τολμηρώς το βαρύ εργαλείον από των χειρών του σκληρού Γύφτου, προ πολλού ο σωρός ούτος δεν θα ήτο υπέρ την επιφάνειαν της γης. Η νέα, περί ης δεν ωμιλήσαμεν, Αϊμά ονόματι, ήτο δεκαέξ ετών. Μέχρις ου χρόνου εξικνείτο η μνήμη της, εκτός μιας μόνης και φρικώδους αναμνήσεως της βρεφικής της ηλικίας, δεν ενθυμείτο άλλην οικίαν πλην της καλύβης των σιδηρουργών, ουδέ άλλους γονείς πλην του σεβασμίου τούτου ανδρογύνου. Ενταύθα είχεν ηλικιωθή, το μόνον δε όπερ κατώρθωσεν ήτο, αφότου ηλικιώθη, το να αποφύγη την βαναυσότητα του πρώτου των γύφτων, και τούτο διά της γλυκείας γλώσσης της. Είχε μέλανας και μεγάλους οφθαλμούς, ωχράν και αδύνατον την όψιν, και ωραίαν καστανήν κόμην. Το ανάστημά της εφαίνετο ολίγον κυρτόν. Ηδύνατο να καταστή ωραία, αν δεν έζη εν μέσω τοιούτου κύκλου, αλλά νυν δυσκόλως ηδύνατό τις να διακρίνη αν ήτο ευειδής ή άσχημος. Μεθ' όλην την ασβόλην καθ' ης επάλαιε, προσεπάθει να ενδύηται κοσμίως, και σπανίως εφαίνετο κηλιδωμένη. Άλλοτε ίσως εχειρίζετο και αυτή τους φυσητήρας και εβοήθει και εις τα λοιπά έργα. Αλλά προ πολλού ήτο απηλλαγμένη ήδη της αγγαρείας ταύτης. Η γραία μαστόρισσα είχε συναισθανθή την ανάγκην της οικιακής τάξεως, και ανέθηκεν αυτήν εις την Αϊμάν. Πλην τούτου οι δύο νέοι γύφτοι είχον αγαθήν καρδίαν, και οσάκις έπαυον να τραγωδώσι, συνηγόρουν υπέρ της νεάνιδος πάντοτε. Ο δε γέρων ήτο αφοπλισμένος υπ' αυτής και ποτέ το τρομερόν εργαλείον του κατ' αυτής δεν εστράφη. Η Αϊμά διετήρει, όσον ενήν, την καθαριότητα, έπλυνε τα ενδύματα των τριών γύφτων, παρεσκεύαζε το φαγητόν, έκλωθεν, έπλεκεν, έρραπτε και επεσκεύαζε τας ποδιάς και τα υποκάμισα. Κατώρθωσε δε να εκτελέση και άλλον άθλον, ανήκουστον τέως, ως προς τον πετρώδη εκείνον τόπον, τον ηδικημένον υπό της φύσεως, τον μη ευλογημένον υπό του ουρανού, τον απεξηραμένον υπό των σκωριών και μαυρισμένον υπό των ανθράκων. Μεταξύ δύο υψηλών βράχων ανεκάλυψεν ως εκ θαύματος γην, και μάλιστα λιπαράν. Συνέλαβε την ιδέαν να κάμη κήπον. Μετεχειρίσθη το ολίγον εκείνο χώμα ως ζώπυρον, μετέφερε μακρόθεν επί των ώμων της εκατοντάδας κοφίνων μεστών χώματος, και ούτω κατεσκεύασε την φωλεάν της. Εφύτευσε διάφορα δένδρα και ευώδη φυτά, βασιλικούς, καρυόφυλλα, ηδυόσμους, τα απότιζε δις της ημέρας, κατεσκεύασεν αιμασιάν εκ λίθων με τας χείρας της, και μετ' ολίγον χρόνον πάντες οι γύφτοι ηναγκάσθησαν να σέβωνται το έργον τούτο των χειρών της. Τω όντι δε ο κήπος εκείνος, μικρός όσον ήτο, απετέλει ευάρεστον θέαμα και ήτο εις αντίθεσιν προς τους σκυθρωπούς και καπνισμένους τοίχους της μελαγχολικής καλύβης. Καθ' όσον ηλικιούτο η Αϊμά, ησθάνετο εν εαυτή ορμεμφύτως της συστολής και ευπρεπείας το αίσθημα. Εντός της ακόμψου εκείνης καλύβης κατώρθωσε να κάμη και είδος κοιτώνος δι' εαυτήν. Δύο σανίδες ήρκεσαν όπως αποτελέσωσι χώρισμα εις μίαν των γωνιών, δι' ου εκρύπτετο από των οφθαλμών των άλλων, και έτεραι δύο οριζοντίως καρφωθείσαι απετέλεσαν κλίνην. Άλλως δεν κατεκλίνετο αυτή αφ' εσπέρας, όπως οι λοιποί σύνοικοι. Την μεν ημέραν πλην της επιμελείας του κήπου, είχε την παρασκευήν του φαγητού, και την πλύσιν καθ' εβδομάδα, την δ' εσπέραν μέχρι βαθείας νυκτός έρραπτεν, έπλενε και εμβάλωνε. Ότε δε οι γύφτοι εξύπνουν με την φωνήν του αλέκτορος, όπως αρχίσωσι την σφυρηλασίαν, αύτη απεκοιμάτο τότε. Ο βαρύς κρότος των σφυρών και των ραιστήρων δεν ηνώχλει πλέον, φευ! τα ώτα της, από πολλού συνειθισμένα εις τον ήχον τούτον. Ίσως μάλιστα η μακρά συνήθεια είχε καταστήσει ευαρέστους εις την ακοήν αυτής τους κρότους εκείνους. Πλην τούτου ήκουεν από όρθρου βαθέως μέχρι πρωίας συνδιαλέξεις, βλασφημίας, επιφωνήσεις και άσματα. Είπομεν ότι όχι μόνοι οι τρεις γύφτοι ειργάζοντο πάντοτε, και τούτο εμετρίαζε την μονοτονίαν των γογγυσμών του πρώτου γύφτου, των μειδιαμάτων και ακκισμών της γραίας και των αδιαλείπτων συριγμών των δύο μικρών γύφτων. Οι άλλοι προσερχόμενοι εις συνεργασίαν χαλκείς ήσαν εύθυμοι οπωσούν σύντροφοι. Ο είς αυτών διηγείτο μύθους, οίτινες δεν ετελείονόν ποτε αυτονυχί, οι δε άλλοι δύο έλεγον πολλά τετριμμένα αστεία εν τω μεταξύ και ημπόδιζον τον πρώτον να τελειώση. Η μαστόρισσα ήτο η δυστυχεστάτη πασών γυναικών, διότι, ενώ ύψονε και κατεβίβαζε τας δύο σφύρας, ενύσταζεν. Αλλά τις έπταιε; Την ημέραν δεν ήθελε να κοιμηθή, φιλοτιμουμένη να δίδη εις την μικράν συμβουλάς εις όλα τα έργα της. Ηδύνατο ν' ακούση τις, κατά τους βαθείς όρθρους, καθ' ον χρόνον τα μαυρισμένα πρόσωπα των γύφτων έλαμπον φανταστικήν λάμψιν αντικρύ του πυρός, ο δε βαρύγδουπος ραιστήρ κατεφέρετο εκ διαλειμμάτων διακόπτων την μονότονον ιαχήν των δύο φυσητήρων, και ο μέλας καπνός ανεπέμπετο διά της ύπερθεν ρωγμής, και οι σπινθήρες ανέβαιναν απειράριθμοι εις ύψος, ηδύνατο ν' ακούση διαλόγους οίος ο επόμενος· — Κάργα, γέρο μάστορη! — Βρόντα! — Τζάνουμ! σπρώξε. — Σβύσε το! — Μπουφ! Μπουφ! — Ακόμα! — Κτύπα! Δύναμι! — Φόρτσα! — Δος μου χέρι! — Φόρτε! — Σώνει, μάστορη! — Δος του! — Βάρδα, Μάχτο! — Ωχ! κόμπιασα... — &Θα χραπανίσης ψιλούς& ( 1). — Ο διάβολος να σε πνίξη, πανούκλα! — &Μη περιβολάς& ( 2). — &Χαρχανταίς, μανταίς και αντάραις&! Και ούτω παρήρχοντο αι νύκτες εκείναι, προπεμπόμεναι υπό γελώτων, θορύβων, βλασφημιών και υπό της κραυγής &Ήλιος!& ην συνείθιζε να εκπέμπη πάντοτε ο Μάχτος, ότε η πρώτη ακτίς ανέτελλεν επί του στερεώματος. Εν μέσω του αλλοκότου τούτου κύκλου, όπου έζη η Αϊμά, παράδοξον πράγμα, ήτο σχεδόν ευτυχής. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. Η συνάντησις. Θα ήτο δ' ευτυχεστέρα, αν δεν συνέβαινον και μικρά δυσάρεστα από καιρού εις καιρόν. Όπισθεν του πετρώδους λόφου ευρίσκετο η έπαυλις αγρότου τινός, όστις έβοσκε πέντε πρόβατα, δύο αγελάδες, μίαν αίγα και αγέλην χηνών. Η οικία ήτο έρημος σχεδόν όλην την ημέραν, διότι ο χωρικός μετά της γυναικός και των δύο μικρών υιών του μετέβαινεν εις τα λειβάδια, όπου εύρισκε βοσκήν δι' όλους τους υποτελείς αυτού. Αλλ' ενίοτε αι δύο μικραί μάγκαι επανήρχοντο εις την οικίαν ενωρίς, και τότε έβρισκον διασκέδασιν εις το να ρίπτωσι μεγάλους λίθους κατά των τοίχων της καλύβης, Επειδή όμως δεν ετόλμων να πλησιάσωσι πολύ, διότι εφοβούντο την βρεχτούραν του Μάχτου, όστις δεν ηγάπα τα αστεία, φυσικώ τω λόγω οι λίθοι έπιπτον εντός του κήπου της Αϊμάς, και επροξένουν θραύσιν εις τα βασιλικά και εις τον δενδρολίβανον. Απερίγραπτος ήτο η λύπη της Αϊμάς, ότε έβλεπε τα άνθη της και τα ευώδη της φυτά, δι' α είχε τόσον πολύ κοπιάσει, θραυόμενα ούτοι και καταστρεφόμενα. Επειδή δεν ήθελε να βλάψη τους μικρούς βοσκούς, ων ο μεγαλείτερος μόλις ήτο δεκαετής, δεν έκαμε κανέν παράπονον εις τον Μάχτον. Αλλ' εφαντάσθη άλλον τρόπον, δι' ου ήλπιζε να αφοπλίση τους δύο μικρούς βανδάλους. Έδρεψε παντός είδους ευώδη φυτά και τα προσέφερεν εις τους μικρούς βοσκούς, ειπούσα αυτοίς· Μη ρίχνετε πέτραις, διότι κάμνετε κακόν. Με τα χέρια θέλουν κόψιμον αυτά τα πράγματα. Ιδού, λάβετε. Οι δύο μικροί έπαυσαν την εσπέραν εκείνην να λιθοβολώσι. Την επαύριον όμως ήρχισαν εκ νέου τα αυτά. Ιδούσα η Αϊμά ότι απέτυχε το άκρως αφελές εκείνο μέσον, εσκέφθη να μεταβή εις τον οίκον του αγρότου, και να παρακαλέση την μητέρα των δύο οχληρών να περιορίση ολίγον τας κακάς έξεις των. Τω όντι μετά δύο ημέρας μετέβη εις την μικράν έπαυλιν. Η γυνή του χωρικού ήτο ανίκανος όλως να παιδεύση τους δύο μικρούς διαβόλους. Ήτο μεγαλόσωμος γυνή, έχουσα δύο υπερμεγέθεις μαστούς κρεμαμένους έξω της τραχηλιάς, και ποτέ δεν κατώρθωσε να τους συμμαζεύση εις το περιστήθιόν της. Ήτο πελιδνή, λημώσα τους οφθαλμούς, αδρανής και άτονος. Ότε είδε την νέαν εισερχομένην, — Τι θέλεις; τη είπε. — Κυρά, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά, να χαρής το στέφανόν σου και τα παιδιά σου, μίαν χάριν ήλθα να σου ζητήσω. — Τι χάριν; είπεν η χωρική. — Μάλωσε τα παιδιά σου να μη μου χαλνούν τον κήπον. — Έχεις κήπον; — Έχω ένα μικρόν. — Και τι έχεις σπαρμένα; κρομμύδια, μαρούλια; . . . — Όχι. Βασιλικούς και άλλα διάφορα μυριστικά. — Ουφ! είπεν η χωρική, αισθανθείσα αηδίαν επί τη ματαιοπονία της νέας. Και τι σου χρησιμεύουν αυτά; — Μ' αρέσουν, είπεν η Αϊμά. — Και σου τα χαλνούν τα παιδιά μου; — Ναι, — Με ποίον τρόπον; — Ρίχνουν πέτραις κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; Αλλά τα παιδιά μου πηγαίνουν με τον πατέρα των. Μήπως ευρίσκονται εδώ; — Όταν έρχωνται, τέλος. Η χωρική εσιώπησε. — Σε παρακαλώ, κυρά, επανέλαβεν η νέα, μάλωσέ τα, να μη μου πειράζουν τα φυτά μου. Τι κακόν τους κάμνουν τα καϋμένα τα φυτά μου; Εγώ τα περιποιούμαι, τα ποτίζω, κοπιάζω τόσον δι' αυτά. Δεν είνε κρίμα να μου ρίχνουν πέτραις, να μου τα καταστρέφουν; — Και τι πταίω εγώ; είπεν η χωρική. — Δεν λέγω πως πταίεις, αλλά να τα μαλώσης, κυρά. Μου φαίνεται ότι ως μητέρα ειμπορείς πολύ καλά να τα παιδεύσης. — Είνε παιδεμμένα τα παιδιά μου, είπεν η γυνή τρωθείσα. — Ειμπορεί να είνε παιδεμμένα, αλλ' ας μη βλάπτουν τον κήπον μου. — Θα τα επείραξες τίποτε. — Εγώ; είπεν η νέα αγανακτούσα. Εγώ τα επείραξα; Και τι είχα εγώ να κάμω με αυτά; Όχι μόνον δεν τα επείραξα, αλλ' ουδέ είπα εις τον αδελφόν μου να τα πειράξη, ενώ αν το έλεγα, τότε δεν θα είχα ανάγκην να σας παρακαλέσω διά τίποτε. Αλλά θέλω με το καλόν. — Δεν εκατάλαβα τι είπες, είπεν η αγρότις. — Είπα ότι, αν το έλεγα του Μάχτου τι τρέχει, ο Μάχτος δεν χωρατεύει, και θα τα έδερνε. — Έχομε και απ' αυτά; έκραξεν η χωρική· μας φοβερίζεις κι' όλας, παληογύφτισσα! Φεύγ' απ' εδώ, να μην έλθουν τώρα, και σου σχίσουν το φουστάνι... Η Αϊμά ησθάνθη το αίμα της αναβαίνον εις την κεφαλήν, και πρώτην φοράν εις την ζωήν της κατελήφθη υπό επιθυμίας όπως πνίξη άνθρωπον. Εν τούτοις συνέσχε τον θυμόν της, ενθυμηθείσα ότι ευρίσκετο εις τον οίκον της γυναικός εκείνης, και δεν θα έπραττε καλώς. Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν· — Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη. Εκυριεύθη δε υπό τοσαύτης λύπης, ώστε επί πολύ περιεπάτει αλλόφρων, και εξετράπη απροσέκτως εκ της οδού. Ότε ήλθεν εις εαυτήν ενόησεν ότι ήτο μακράν της οδού αυτής, και είχεν ανάγκην να περιγράψη μέγαν κύκλον, όπως παρακάμψη τα βραχώδη μέρη της ακτής και επανέλθη εις την καλύβην της. Είχε δε δύσει αρτίως ο ήλιος, και η αμφιλύκη ήρχιζε να πίπτη επί την γην. Η νεάνις ετάχυνε το βήμα. Ευτυχώς εγνώριζε καλώς όλα τα μονοπάτια των πέριξ μερών. Φθάσασα εις ρεύμα τι, όπερ ώφειλε να διαβή, όπως ανέλθη εις το ύψωμα το κείμενον αντικρύ της καλύβης, ησθάνθη φόβον. Το μέρος ήτο σκιερόν και υγρόν, θάμνοι δε και καλαμώνες πυκνοί υψούντο πέριξ. Πάντοτε εφοβείτο να διαβή νύκτα διά του ρεύματος εκείνου. Και δεν ήτο μεν νυξ, αλλ' επέκειτο. Ευτυχώς βλέπει αιφνιδίως εκεί ένα ίππον προσδεδεμένον εις κορμόν δένδρου, και ακούει φωνήν ανθρωπίνην. Δύο άνθρωποι εκάθηντο παρά την οδόν και συνδιελέγοντο. Η Αϊμά δεν ήκουσε τι έλεγαν, καθότι δεν είχε περιέργειαν ν' ακούση λέξεις, αλλ' επεθύμει φωνήν ανθρωπίνην. Τους εχαιρέτισε και διέβη. Αλλ' αίφνης η φωνή του ενός των δύο ανθρώπων παρήγαγε παλμούς εις την καρδίαν της. Η νέα εσταμάτησεν άκουσα. Ηκροάσθη μετά προσοχής. Τω όντι δεν ηπατάτο. Η φωνή ήτο γνωστή εις την ακοήν της. Ηδύνατο να μη την είχεν ακούσει από πολλών ετών, αλλ' όμως δεν την είχε λησμονήσει. Η φωνή αύτη ενεποίησε βόμβον και ζάλην εις την κεφαλήν της. Τη ενθύμιζε παλαιόν τι συμβάν, φοβερόν συμβάν της βρεφικής ηλικίας της. Και οποία τρομερά, αλλά και εναργής ανάμνησις! Πάντα τα άλλα του παλαιού εκείνου χρόνου ήσαν συγκεχυμένα εν τη διανοία αυτής, μόνον η ανάμνησις αύτη έμενε σαφής. Ηκροάσθη πάλιν. Τω όντι, ήτο η φωνή, η φωνή ης τον ήχον δεν είχε λησμονήσει. Οι δύο οδοιπόροι παρετήρησαν ότι είχε σταματήσει η νέα, και η προσοχή των εστράφη προς αυτήν. — Τι τρέχει; Μήπως θέλεις τίποτε, κόρη; είπεν ο ανήρ, ου είχεν αναγνωρίσει την φωνήν η Αϊμά. — Όχι, εψέλλισεν η νεάνις. Ο απευθύνας την ανωτέρω ερώτησιν ήτο γηραλέος ανήρ, και εφαίνετο σεβάσμιος. Ηγέρθη και επλησίασεν εις την νέαν. — Μήπως έχεις ανάγκην από τίποτε; Μήπως έχασες τον δρόμον; Η Αϊμά είδεν οπωσούν καλώς τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου, και έφριξεν. Όχι μόνον η φωνή, αλλά και η μορφή αυτού αλλόκοτον εντύπωσιν τη επροξένει. — Πού υπάγεις; ηρώτησεν ο ξένος. Η Αϊμά δεν απήντησεν. Επεθύμει να φύγη, και δεν ηδύνατο. Το συνέχον αυτήν αίσθημα ήτο κράμα φόβου, συγκινήσεως και δειλίας. — Μήπως ονειρεύομαι; έλεγε καθ' εαυτήν. — Πού κατοικείς; τη είπε μετ' αγαθότητος ο ξένος. Η νέα εψεύσθη. Αγνοώ αν τυχαίως ή εκ προθέσεως. — Κατοικώ πολύ μακράν, εψιθύρισεν. Αλλ' ο άγνωστος έλαβε τότε ενδιαφέρον. — Ειπέ εις ποίον μέρος, διά να σε οδηγήσωμεν εκεί. Δύνασαι να αναβής εις τον ίππον μου, αν είσαι κουρασμένη. — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Θεόδωρε! έκραξεν ο ξένος προς τον σύντροφόν του. — Τι διατάττει ο άρχων; απήντησεν ο Θεόδωρος. — Θα αναβιβάσης αυτήν την κόρην εις τον ίππον. Ημείς περιπατούμεν πεζοί. — Ορισμός σας, άρχων! — Είνε λοιπόν άρχων; είπε καθ' εαυτήν η Αϊμά. Αλλ' εκείνος τότε, ο ιδικός μου, εφαίνετο επαίτης. Δεν θα είνε αυτός. — Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν. Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους. — Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&. — Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος. Το συμπέρασμα τούτο ηναγκάσθη να παραδεχθή και ο &άρχων& προσωρινώς Αλλ' ύστερον εσκέφθη, και ανεύρεν απορίας και φόβους εις την συνείδησίν του. Η σκέψις δε αύτη προήγαγεν αυτόν εις το να συλλάβη υπονοίας, ας επί μακρόν χρόνον έμελλε να ανακυκά εν τη ψυχή. Εν τούτοις η Αϊμά είχε γείνει άφαντος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. Αι γειτονοπούλαι. Από τινος χρόνου και άλλο τι ηνώχλει την Αϊμάν. Σχεδόν καθ' εκάστην, ότε μετέβαινεν ίνα αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος ή δι' άλλον έργον απεμακρύνετο εκ της καλύβης, νέος τις διήρχετο, ίστατο, έφευγεν, επανήρχετο και την ωφθαλμοβόλει αδιακόπως. Ήτο δε ούτος ο γνώριμος ημών Σκούντας, ο επιλεγόμενος Περίδρομος, διαβόητος αλήτης καθ' όλα τα περίχωρα. Η Αϊμά δεν εγνώριζεν ούτε αυτόν ούτε το επάγγελμά του. Ουδεμίαν αντιπάθειαν είχε προς αυτόν, αλλ' όμως εις μάτην εκείνος εξετέλει εις τα πέριξ τόσους δρόμους. Η πνοή αυτού δεν ήτο τόσον ισχυρά, όπως ανοίξη τον κάλυκα. Η Αϊμά δεν ησθάνετο ουδέν εν τη καρδία. Ουδέν άλλο ηγάπα ειμή το φως, την αύραν, τα άνθη και την εργασίαν. Ο προς την οικογένειαν των χαλκέων σύνδεσμος αυτής δεν ήτο στοργή. Πλην του Μάχτου, όστις είξευρε να περιποιήται αυτήν στοιχειωδώς, προς ουδένα άλλον είχε συμπάθειαν. Ο Βούγκος, καίπερ λίαν αφελής τους τρόπους, μετείχεν ολίγον της βαναυσότητος του γέροντος. Η δε γραία θα ήτο ανεκτή, αν δεν είχε τους δύο μακρούς οδόντας κρεμαμένους έξω του στόματος. Το συνδέον αυτήν προς την οικογένειαν εκείνην πλειότερον ακόμη και του άρτου και της στέγης και της συνηθείας, ήτο το κοινόν των παθημάτων. Το όνομα &γύφτισσα&, το ζοφερόν τούτο μορμολύκειον των νηπίων, το κατάμαυρον εκ σκωρίας και καπνού, ο κεραυνός ούτος της περιφρονήσεως, ο εκσφενδονιζόμενος καθ' εκάστην κατά των δυστυχών εκείνων πλασμάτων, δεν ερρίπτετο μόνον κατά της δυστυχούς γραίας, ερρίπτετο και κατ' αυτής της Αϊμάς. Πας διαβάτης, παν παιδίον, πας μοχθηρός γείτων, πάσα κακότροπος γραυς εξετόξευε το βέλος τούτο κατά της ατυχούς Αϊμάς. Τι να πράξη τότε; Αναλογιζομένη ότι ήτο γύφτισσα, ότι ήτο καταδικασμένη να είνε γύφτισσα, ώφειλε τουλάχιστον να συμπονή τους συναδέλφους αυτής εν τη δυστυχία. Πανταχού όπου μετέβαινεν, όπου ίστατο, όθεν διήρχετο, ερρίπτετο κατ' αυτής ως λίθος αναθέματος η λέξις αύτη. Γειτονοπούλαι τινες ήσαν τόσον μοχθηραί (λέγομεν τας κατοικούσας τρία ή τέσσαρα στάδια μακράν, διότι δεν υπήρχον άλλαι πλησιέστεραι), ώστε ουδ' ετόλμα ποτέ η Αϊμά να διαβή υπό τα παράθυρα αυτών. Η μία τούτων ήρκει να την ίδη, και παρευθύς εσάλπιζε σύναξιν. Εκτύπα τας παλάμας ως κώδωνα, ύψου ως σύριγγα την φωνήν, και ανέκραζεν· — Η γυφτοπούλα! Η γυφτοπούλα! Και όλαι αι γειτόνισσαι, όσαι δεν είχον εργασίαν να κάμουν, έτρεχον. Είνε δε περίεργον πόσον ολίγον απητείτο (και ίσως γενικώς ισχύει τούτο), όπως επιφέρη άκραν θυμηδίαν και ιλαρότητα εις εκείνην την συναναστροφήν. Τα πάντα εφαίνοντο αστεία εις τας γειτονοπούλας εκείνας, χωρίς να είνε τοιαύτα. Αι γυναίκες εκείναι εφαιδρύνοντο, εκάγχαζον, εξεκαρδίζοντο άνευ αιτίας σχεδόν. Διότι, αυστηρώς αν κρίνωμεν τα πράγματα, η Αϊμά ουδέν το γελοίον είχεν. Αλλ' αι καλαί γειτόνισσαι εγέλων, μόνον διότι ήτο γυφτοπούλα. Διά του ονόματος τούτου εξεδικούντο δι' ό,τι φοβερόν υπέστησάν ποτε εκ του άλλου τύπου, &γύφτισσα&. Διότι η Αϊμά, παρά πάσαν την σοβαρότητά της, εφαίνετο φαιδρά, ένεκα της νεότητος αυτής. Η μήτηρ της όμως, με τους δύο προκύπτοντας και επικαμπείς οδόντας, ήτο το φόβητρον όλων των μικρών παιδίων. Από παραθύρου εις παράθυρον, περί την πρώτην αμφιλύκην της εσπέρας, συνήπτοντο πολλάκις διάλογοι οίος ο εξής μεταξύ νεαρών γυναικών, και ηδύνατο ο διαβάτης να τους ακούση· — Γειτόνισσα! — Τι θέλεις; — Είδες την Γυφτοπούλαν; — Όχι. — Κρίμα! — Διατί; — Είνε τόσον νόστιμη! — Αστειεύεσαι! — Όχι. — Αλήθεια; — Να χαρώ τα μάτια μου. — Και πώς σου ήλθεν αυτό; — Να σου ειπώ, δεν είνε τόσον άσχημη. — Είνε πολύ μαύρη. — Σου φαίνεται; — Βέβαια. — Θα είνε άνιφτη, πιστεύω. — Να νίπτωνται λέγεις ποτέ, αυταίς η Τσιγγάναις; — Ποιος ξεύρει; — Αλλά, ως γυφτοπούλα, δεν φαίνεται και πολύ μαύρη. — Όχι. — Και ίσως, αν εσυνείθιζε να νίπτεται... Η γειτόνισσα εκάγχαζε, προφανώς χωρίς νακούση κανέν αστείον. Και ούτως αι εύθυμοι εκείναι νέαι εύρισκον εύκολον διασκέδασιν. Η Αϊμά ετρέπετο εις φυγήν, οσάκις έβλεπεν όμιλον δύο ή τριών γυναικών επί το αυτό. Ημέραν τινά εις το φρέαρ προτού να γεμίση ακόμη την στάμναν της, έφθασαν τέσσαρες νεαραί γυναίκες όπως αντλήσωσι. Και τότε εύρον πρόχειρον θύμα. — Α! η γυφτοπούλα! Εδώ είσαι; — Γυφτοπούλα, τι κάμνεις; — Καλά, εψέλλισεν η Αϊμά ενοχληθείσα, και επέσπευσεν όπως ανασύρη το ταχύτερον δύο ή τρία ιβάνια ύδατος και απογεμίση την λάγηνον. — Και πώς δεν σε βλέπομεν, γυφτοπούλα; — Μη την πειράζης, είπεν άλλη, δεν έχει την όρεξίν σου, — Και δεν μας λες, γυφτοπούλα, πώς περνάς τον καιρόν σου; — Και πού κρύβεσαι και δεν σε βλέπομεν συχνά; — Γυφτοπούλα, είπεν άλλη των γυναικών, ένα πράγμα ήθελα να σ' ερωτήσω. Αληθεύει, ότι εσείς, η φυλή σας, τρώγετε ανθρώπινον κρέας; — Μπα, αυτό δεν το κάμνουν, μη κολάζεσαι άδικα. — Και ότι ξεχώνετε την νύκτα τους πεθαμένους και τους γδύνετε; — Τέτοιο φριχτό πράγμα! — Πιστεύεις να το κάμνουν αυτό; — Μήπως είνε αυτοί άνθρωποι σαν ημάς; — Αυτοί είνε άπιστοι. — Άθρησκοι. — Αφύσικοι. — Και κάμνουν και μαγείας. — Το κάμνετε και αυτό, γυφτοπούλα; — Αυτό το πιστεύω. — Τίποτε δεν αφήνουν. — Όλα τα διαβολικά εις ενέργειαν τα έχουν. — Τι ασυνείδητοι! — Και άλλα χειρότερα ακόμα. — Είνε και άλλα χειρότερα; — Βέβαια. — Σαν τι; — Αυτοί παίρνονται αναμεταξύ τους, αδελφός με αδελφή, πατέρας με κόρη. — Τι λέγεις! — Δεν το πιστεύεις; — Ερώτησε την Γυφτοπούλαν. — Γυφτοπούλα, είνε αληθές; Η Αϊμά είχε τελειώσει το άντλημα και ητοιμάζετο να άρη την λάγηνον επ' ώμων. Αγνοείται αν το ερύθημα, όπερ έβαπτε τας παρειάς της, προήλθεν εκ του κόπου και εκ της σωματικής κινήσεως, ην έκαμε κύψασα προς την γην όπως αναλάβη την βαρείαν στάμνον. Την στιγμήν εκείνην εξέλεξεν η τολμηροτέρα των τεσσάρων γυναικών, όπως τη δώση το τελευταίον κτύπημα. — Γυφτοπούλα, είπεν, είνε αληθές ότι κάμνεις τον έρωτα με τον αδελφόν σου; Η Αϊμά δεν ησθάνθη πλειοτέραν αγανάκτησιν προς το άκουσμα της διαβολής ταύτης. Έλεγε καθ' εαυτήν ότι είνε ψεύδος, και δεν την έμελεν. Ουδ' ενόει ευκρινώς ποίαν έννοιαν είχον οι λόγοι ούτοι, και αν είχον δ' έννοιάν τινα, πάλιν ώφειλε να είνε ψευδής αύτη. Είχε φορτωθή την στάμναν και απεμακρύνθη. Εν τούτοις τα παρά των γυναικών τούτων εκπεμπόμενα βέλη δεν ήσαν τα δριμύτατα. Υπήρχεν άλλη τις τάξις, η τάξις των γραϊδίων, ων οι ονειδισμοί ουδεμίαν είχον φαιδρότητα, αλλ' ωμοίαζον με βέλη αγρίων. Μία τούτων, ήτις κατώκει μόνη εις οπήν τινα υποχθόνιον, ουχί μακράν της καλύβης των χαλκέων, ωνομάζετο δε κοινώς &Εφταλουτρού&, ήτο το φόβητρον της δυστυχούς νέας. Η γραυς αύτη εκράτει οζώδη ράβδον, δι' ης υπεστήριζε το βήμα, έτρεμε, και είχεν επί της ράχεως δύο ογκώδεις ύβους ουχί ισομεγέθεις. Ο είς ήτο διπλάσιος του ετέρου, και υψούτο προς τον δεξιόν ώμον. Τούτο έδιδεν εις το κυρτόν σώμα της γραίας τοιαύτην ροπήν, ώστε εβάδιζε πάντοτε με την μίαν πλευράν, την ευώνυμον, ήτις έκλινεν χαμηλότερον προς το έδαφος. Η Εφταλουτρού εξήρχετο δις της ημέρας εκ της φωλεάς της, και έκαμνε γύρον περί την ακτήν επεσκέπτετο όλας τας οικίας, και εισέπραττεν ουχί ελεημοσύνην, αλλά φόρον παρ' όλων των γυναικών. Διότι την εφοβούντο, και δεν ηδύναντο να μη της δώσουν κάτι. Εάν εύρισκε θύραν τινά κλειστήν, δεν έφευγεν. Εστρώνετο επί του κατωφλίου και ήρχιζε με ικεσίας πρώτον και με υποκοριστικά λέγουσα· — Ανοίξατε την πορτίτσα σας εις την φτωχήν, την άμοιρην, την έρημην γρήτσα. Θα σας δώσω την ευχούλα μου, να τα χιλιάνετε, να τα μυριάνετε, να πάρετε τα χρονάκια μου, όχι τα βάσανά μου. Πάντα μοναχή, έρημη και σκοτεινή ζω εις αυτόν τον κοσμάκη. Δεν έχω ψωμάκι, δεν έχω λαδάκι, δεν έχω φαγάκι. Ανοίξατε την πορτούλα σας χριστιαναίς. Αν η οικοδέσποινα εκάμπτετο ευθύς και ήνοιγε το έν θυρόφυλλον, η γραία εστήριζε τον ύβον της ως μοχλόν επ' αυτού, μετεχειρίζετο ως αντηρίδα την βακτηρίαν της και εισεχώρει εις την οικίαν. Τούτου καταργουμένου, μετέβαινε και εγκαθιδρύετο παρά την εστίαν, μεθ' όλους τους μορφασμούς της οικοδεσποίνης. Τότε αύτη τη έδιδε τεμάχιον άρτου. — Τι να το κάμω ψωμί μοναχό; έγρυζεν η γραία. Δόσε μου και ολίγο τυράκι, δυο ελήτσαις ή άλλο τίποτα. Η οικοδέσποινα τη έδιδε τότε ό,τι ευρίσκετο εις το ερμάριον. — Νάχης την ευχίτσα μου, έλεγεν η Εφταλουτρού. Δόσε μου και λίγο λαδάκι, ν' ανάψω το καντήλι. Και ανέσυρεν εκ του θυλάκου, ον είχεν εις την εσθήτα της εις βάθος τριών σπιθαμών, μικράν φιάλην, και την επαρουσίαζε προς την οικοδέσποιναν. Αύτη εκούσα άκουσα εγέμιζεν με έλαιον την φιάλην. — Να χαρής τα νειάτα σου, να ζήσης, να ιδής τέκνα τέκνων δεν σου βρίσκεται κανένα παληό υποκάμισο, καμμιά μαντήλα, κανένα μισοφούστανο... — Δεν μου περισσεύει τέτοιο πράγμα, έλεγεν η οικοκυρά. Μακάρι να είχα. — Για ψάξε, κόρη μου, ειμπορεί να ευρεθή. Κάμε τον κόπον. Η οικοδέσποινα εκούσα άκουσα της έδιδεν ημιτριβή τινα μανδήλαν. Η γραία την εδίπλονε και την έρριπτεν εις τον πυθμένα του θυλάκου της. Ελέγετο δε ότι τα τοιαύτα ενδύματα, όσα κατώρθου συχνάκις να αποσπά, τα επώλει εις τους εβραίους μεταπράτας, οίτινες ήρχοντο είς τον τόπον από καιρού εις καιρόν. — Δώσε μου και δυο κάρβουνα, κόρη μου, έλεγεν είτα η γραία. Ήθελα ν' ανάψω ολίγη φωτίτσα, να πυρωθώ. Κρύο, κόρη μου, κάμνει κρύο εις εκείνη την τρύπα. Η οικοδέσποινα της έδιδε και κάρβουνα. Είτα η γραία εζήτει προσέτι οίνον, όξος, καυσόξυλα, δαδίον, και άλλα πολλά. Αφού δ' έμενεν επί πολλάς ώρας, απήρχετο τέλος περί την δύσιν του ηλίου αποκομίζουσα όλα τα λάφυρα. Ταύτα συνέβαιναν καθ' εκάστην, αν η οικοδέσποινα τη ήνοιγε την θύραν. Αν όμως εσκληρύνετο και δεν ήθελε να τη ανοίξη, τότε η γραία από των ικεσιών μετέβαινεν εις τας επιπλήξεις και παραινέσεις. — Τόσον σκληραίς και αδιάκριταις είσθε! Μη το παίρνετε απάνω σας. Ο κόσμος είνε σφαίρα και γυρίζει. Κ' εγώ είδα χρόνια, κ' εγώ είδα ευτυχίαις. Μην είσθε παράξεναις. Θα το μετανοήσετε. Και σεις θα γεράσετε. Εις αυτόν τον κόσμον είδαμεν δα πολλά. Μη θαρρείτε πως θα είσθε πάντα νέαις, πως θα έχετε πάντα τους άνδραις σας να σας κουβαλούν. Έχετε του κόσμου τα καλά, μα είναι ψεύτικα. Έρχεται μια ώρα και γίνονται άφαντα όλα. Φαγητά, πιοτά, στολίδια, φορεσιές, ασημικά, διαμαντικά, όλα φεύγουν. Κ' εγώ είχα. Τώρα δεν έχω ουδέ ψωμί. Η οικοδέσποινα επτοείτο συνήθως εκ των λόγων τούτων και ήνοιγεν. Αν όμως επέμενεν αύτη εις την απόφασίν της, τότε η Εφταλουτρού από των παραινέσεων μεθίστατο εις τας λοιδορίας, — Κακή και διεστραμμένη! Άσπλαχνη και αγλύκαντη! Μην είσαι δα τόσον υπερήφανη. Η κακή σου γνώμη θα σε βλάψη. Πολύ γρήγορα το επήρες επάνω σου. Δεν είδα γυναίκα ανόητη σαν εσέ. Τι εθάρρεψες δα, πως είσαι καμμιά νοικοκυρά, από κείναις; Επίστεψες πως ήθελα να ζητήσω τίποτα; Και τι έχεις να μου δώσης; Τι έκλεισες την πόρτα σου; Έχει καμμιά την ανάγκη σου, θαρρείς; Και πού ηκούσθη να ζητήσωμεν ελεημοσύνην από μίαν ολόγυμνην, από μίαν τσιτσάνω, από μίαν ψώραν!.. Τέλος, αφού και το τελευταίον επιχείρημα δεν έπειθε την οικοδέσποιναν, η γραία μετέπιπτεν από των λοιδοριών εις τας αράς και βλασφημίας, ων ο χείμαρρος έρρεε τόσον προχείρως και δαψιλώς από του λάρυγγος αυτής, όσον και η βρύσις των φιλοφρονήσεων και των θωπευμάτων. — Αστραπή και πούλβερη, φωτιά και αστροπελέκι να πέση εις το ερμάδι σου, να το κάψη, να το κάμη στάχτη και κορνιαχτό!... Κακή χολέρα να σας κόψη, μαύρη πανούκλα και οστρακιά να σας θερίση! Καθώς έκλεισες την πόρτα σου, έτσι να μένη πάντα κλειστή, κλειστή ναι, και ποτέ να μην ανοίξη. Να ρημάξη το ερμαδιακό σου, να πέση, να βουλιάξη, να καή. Ο χρόνος να μη σε 'βγάλη, ο μήνας να μη σ' εύρη, πέντε να είν' αι ώραις σου. Να σαβανώσης τον άντρα σου ανήμερα τη λαμπρή και να θάψης ταις &κλήραις σου&. Κακή τρομάρα και συμφορά να σας έλθη! Από πνίξιμο να μη γλυτώσης, από σεισμό και καταποντισμό να μη σωθής. Να πέση το έρμο σου να σε πλακώση, τα σκυλιά να σε τραβούν, τα φείδια να σε φάγουν, και του χρόνου να μη σώσης, αμήν, Παναγία μου. Το αποτέλεσμα της τοιαύτης σκηνής ήτο, ότι συνήθως η οικοδέσποινα μη δυναμένη ν' ανέχηται τας τοσαύτας αράς, ήνοιγε βιαίως την θύραν, και κατεδίωκε με σανίδα τινά την γραίαν. Αλλ' αύτη ήτο ήδη μακράν, και άμα εκπέμπουσα τους κεραυνούς της, έφευγε. Παράδοξον δε ότι μ' όλον τον δίδυμον ύβον και τον συνεχή τρόμον του σώματος, τα σκέλη της τότε ανελάμβανον ασυνήθη δύναμιν, και έτρεχε. Συνείθιζε δε εις την οδόν, ότε έβλεπε μακρόθεν προσερχόμενον διαβάτην, να αρχίζη συχνόν και παρατεταμένον γογγυσμόν, όστις έπαυεν ευθύς ως ο διαβάτης παρήρχετο. Η τοιαύτη γραία, οσάκις συνήντα την Αϊμάν, αν μάλιστα ετύγχανεν επιστρέφουσα εξ αποτυχούσης επιδρομής, οίαν περιεγράψαμεν ανωτέρω, εξέσπα κατά της αθώας νεανίδος πάσαν την οργήν και την λύσσαν της αποτυχίας, ως να της έπταιεν αυτή τίποτε. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. Η μαντεία. Ήρκει να παρατηρήση αυτήν πόρρωθεν, και κύπτουσα προς την γην, εξ ης η ρις της δεν απείχε πολύ, ελάμβανε λίθον και εξεσφενδόνιζεν αυτόν κατά της νέας κόρης, κράζουσα· — Εδώ είσαι, άπιστη; Εδώ είσαι, άθεη; Πάντα εσένα θα βλέπω; Πάντα εμπροστά 'στά ' μάτια μου 'βρίσκεσαι; Δεν πάγεις εις καμμίαν τρύπαν να χωθής, να μη σε βλέπω! Η Αϊμά δεν ησθάνθη ποτέ πικρίαν εξ ουδενός πράγματος. Όλα έβλεπε μειδιώντα πέριξ της, ουχί ότι εμειδίων δι αυτήν, διότι δεν είχε ζηλευτήν τύχην, αλλά δύναμαι να είπω ότι η νέα τοις εδάνειζε το μειδίαμα τούτο, επιστρέφον και αντανακλώμενον επ' αυτήν, και εις αυτήν μόνην ορατόν. Αλλά δεν ηδυνήθη ποτέ να εννοήση και την μοχθηρίαν της γραίας ταύτης. Έλεγεν αφελώς· — Τι σου έκαμα;... Τούτο δε υπήρξεν η πρώτη σταγών χολής η εγχυθείσα εις την καρδίαν της, και εγέννησεν απαισίους λογισμούς. Ήτο άρα μοχθηρά η ανθρωπότης, ή αύτη η κόρη ήτο αξία μίσους; Αλλά διατί; Εν τούτοις το παρηγορήσαν αυτήν ήτο ότι δεν ήσαν πάσαι αι γραίαι εξ ίσου κακαί. Τουλάχιστον ημέραν τινά απήντησε μίαν, ήτις έδειξε προς αυτήν μεγίστην αγαθότητα. Αλλ' όμως το πράγμα, όπως συνέβη, ηδύνατο να το εκλάβη ως απατηλήν οπτασίαν, διότι η γραία εκείνη πρώτην και τελευταίαν φοράν ώφθη, ουδ' είξευρέ τις πόθεν ήρχετο και πού διηυθύνετο, ουδέ την είδεν έκτοτε ανθρώπινον όμμα είτε παρά την ακτήν, είτε εις την κώμην, είτε παρά την συνοικίαν των αλιέων. Εφόρει δε αλλόκοτον εσθήτα, ασυνήθη εις τον τόπον, και ελθούσα Κυριακήν τινα πρωί έκρουσε την θύραν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο μόνη. Η μήτηρ Αθιγγανίς είχεν ακολουθήσει τους δύο υιούς της και τον άνδρα της εις την συνήθη εκδρομήν. Εγερθέντες λίαν πρωί εφορτώθησαν πυράγρας, εσχάρας, καρφία και άλλα τεχνήματα, και απήλθον ίνα τα πωλήσωσιν εις τα περίχωρα. Η δε Αϊμά μόλις είχεν εγερθή και ενεδύετο. Διενοείτο δε ότι, επειδή ήτο Κυριακή, οι χριστιανοί θα ήσαν εις την λειτουργίαν, και θα προσηύχοντο. Αύτη δεν είξευρε να δεηθή, διότι δεν την είχον διδάξει καμμίαν θρησκείαν. Και όμως πολλάκις ησθάνετο την ανάγκην να ψιθυρίζη αυτοσχεδίους δεήσεις. Περί τούτου ηρώτησε τον πατέρα της, τον Πρωτόγυφτον (ούτως ωνομάζετο υπό των περιοίκων, αγνοούντων αν είχε κύριον τι όνομα), αν είνε καλόν να φοιτά εις την εκκλησίαν και να προσεύχηται. Ο γέρων απήντησε διά του συνήθους αυτώ γρυσμού, όστις αν είχεν έννοιάν τινα, θα εσήμαινε βεβαίως ότι «οι γύφτοι δεν έχουν εκκλησίαν». — Διατί, πατέρα: είπεν η Αϊμά. — Δεν ειξεύρω. — Δεν τους δέχονται μέσα; — Δεν υπήγα ποτέ, είπεν ο γέρων, αλλ' αν επήγαινα θα μ' έδιωχναν. — Είνε λοιπόν εμποδισμένον; — Δεν ειξεύρω. — Και δεν είμεθα ημείς βαπτισμένοι; — Δι' αυτό ερώτα την μητέρα σου. Η Αϊμά έσπευσε να ερωτήση την μητέρα Γύφτισσαν, τρέψασα την ερώτησιν επί το ατομικώτερον. — Μητέρα, είμ' εγώ βαπτισμένη; — Δεν ειξεύρω, απήντησεν αδιστάκτως η Γύφτισσα. Βεβαίως δε, αν ηδύνατο να σκεφθή, ήθελε μετανοήσει διότι έσπευσε ν' απαντήση ούτω. Η απάντησις αύτη έκαμε την Αϊμάν να πεισθή περί όσων αμφέβαλλε. Δεν είξευρεν αν η κόρη της ήτο βαπτισμένη. Δεν ήτο άρα η μήτηρ της. Περί τούτου εσκέπτετο καθ' εκάστην η Αϊμά. Πλην της αναμνήσεως, ήτις έλαμπεν ως λύχνος ανημμένος εν τη συνειδήσει, υπήρχον και άλλαι ενδόμυχοι νύξεις, υπήρχε φωνή τις ήτις εψιθύριζε λίαν ηρέμα, ώστε να μη ανατέλλη μηδεμία κακή εντύπωσις επί του προσώπου της κόρης, αλλ' αρκούντως μεγαλοφώνως ώστε ν' ακούηται υπό της καρδίας αυτής, υπήρχε φωνή ψελλίζουσα ότι δεν ήτο η Αϊμά γνησία κόρη της οικογενείας εκείνης. Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε· — Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν. Πλην των μελών της οικογενείας, ουδείς άλλος εκάλει αυτήν ονομαστί. Οι άλλοι την ωνόμαζον Γυφτοπούλαν. Αλλά τώρα ήτο γυναικεία φωνή, φωνή εύηχος και μειλιχία, ήτις κατ' ουδέν ωμοίαζε με την βραγχνήν φωνήν της μητρός της. Τις άρα ηδύνατο να είνε; Η Αϊμά εβράδυνεν ολίγον να μεταβή προς την θύραν. Η ξένη επανέλαβεν· — Άνοιξε, σε παρακαλώ, Αϊμά. Η κόρη, χωρίς να αισθανθή φόβον, ελθούσα ήνοιξεν. Εισήλθε δε γυνή υψηλή, εύσωμος, φέρουσα τα σημεία του γήρως επί της μορφής. Αλλά το γήρας τούτο ήτο ιλαρόν και εύχαρι. Υπό τον λευκόν κρήδεμνον, όστις εκάλυπτε την κεφαλήν, εφαίνοντο οι πολιοί βόστρυχοι της κόμης, στιλπνοί και οιονεί επάργυροι. Εφόρει δε ποδήρη εσθήτα φαιάν και κιτρινοβαφή. Η Αϊμά την παρετήρησε μετά περιέργειας. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έβλεπε την γυναίκα ταύτην. Η ξένη προέβη εις τα έσω της καλύβης και περιειργάζετο μετά πολλού διαφέροντος πάντα όσα έβλεπεν. Ηρεμαία τις απόχρωσις λύπης και οίκτου εσκίασε την μορφήν της. Το λεπτόν τούτο νέφος παρετήρησεν η Αϊμά. Ησθάνθη δε ευθύς συμπάθειαν προς την ξένην, και ουδεμία κακή ιδέα διέβη διά της φαντασίας της. — Δος μοι έν κάθισμα, διότι είμαι πολύ κουρασμένη, Αϊμά, Η νέα έσπευσε να προσφέρη αυτή τον μόνον σκίμποδα, όστις ευρίσκετο εν τη καλύβη. Καθίσασα η ξένη έρριψε παρατεταμένον βλέμμα επί της κόρης. Αύτη ησθάνθη ηλεκτρικήν την επίδρασιν του βλέμματος τούτου, και εταπείνωσε τους οφθαλμούς. — Αϊμά, σε λυπούμαι, κόρη μου, είπεν η ξένη. — Διατί με λυπείσθε; είπεν Αϊμά. — Διότι σε αγαπώ, απήντησεν η ξένη. — Και πώς με γνωρίζετε; — Ω, σε γνωρίζω πάντοτε, σε γνωρίζω από του λίκνου σου, Αϊμά. — Αληθώς; είπεν η νέα, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Σε γνωρίζω από της μήτρας, σε γνωρίζω και προ της συλλήψεως Η Αϊμά δεν ενόει πλέον. — Προτού να γεννηθής και να συλληφθής σ' εγνώριζον. — Αλλά γίνεται τούτο; ηρώτησεν αφελώς η νεάνις. — Εις την ανθρωπίνην φύσιν είνε αδύνατον. Η Αϊμά ουδέν είπεν. — Εις την υπεράνθρωπον όμως είνε δυνατόν, επανέλαβεν η ξένη. — Δεν εννοώ, είπεν η Αϊμά. — Και σε λυπούμαι πολύ, κόρη μου. Η Αϊμά δεν απήντησεν. Ήτο έκπληκτος. — Έχεις εχθρούς, έχεις διώκτας. Το πεπρωμένον σε αδικεί. Τα πάντα συνώμοσαν εναντίον σου. Και όμως είσαι τόσον συμπαθής, και τόσον καλή! — Ειπέτε καθαρώτερα, κυρία, εψέλλισεν η Αϊμά. — Και εις τι ήμαρτες, ταλαίπωρον πλάσμα! Εις τι ηδύνασο να παροργίσης τον Θεόν; Είσαι αθώα και αγνή, ως τα ουράνια πλάσματα. Και όμως πάντες σε καταδιώκουσι. Πάντες σε αδικούσιν. Ουδείς σε υπερασπίζει. — Και τίνες είνε αυτοί οι εχθροί; ηρώτησεν η Αϊμά. — Όλη η ανθρωπότης, απήντησεν η ξένη. — Τι τους έκαμα; — Εις ουδέν έπταισες. Αλλ' είνε ανάγκη να πληρωθή το πεπρωμένον. Μεγάλας δυστυχίας υπέστης, αλλ' ήσο ανήλικος, και δεν ηδύνασο να τας αισθανθής. Του λοιπού όμως τις οίδεν; ίσως σοι επιφυλάττονται μεγαλείτεραι. Πρέπει να οπλισθής με καρτερίαν, Αϊμά. Η νέα δεν ηδυνήθη να κρατηθή και ήρχισε να κλαίη. Έκυψε την κεφαλήν και απέμασσε τα δάκρυα εκ των παρειών της. — Μη κλαίης, μη κλαίης, είπεν η ξένη. Δεν είσαι συ μόνη δυστυχής. Υπάρχουν και άλλοι δυστυχέστεροι. Με βλέπεις εμέ; είπε φέρουσα την χείρα επί του στήθους, όπως ελκύση την προσοχήν της νεανίδος. Η Αϊμά την εκύτταζε με τους οφθαμούς πλήρεις δακρύων. — Με βλέπεις; Είμαι πολύ δυστυχεστέρα σου. — Δυστυχεστέρα; εψιθύρισεν η κόρη. — Παραπολύ, ασυγκρίτως. — Διατί; — Διότι κ' εγώ έχω εχθρούς, κ' εγώ καταδιώκομαι. — Από ποίους; — Καταδιώκομαι και πολιορκούμαι ήδη, επανέλαβεν η ξένη. — Πολιορκείσθε; — Πολιορκούμαι, Αϊμά, και μέχρι τέλους δεν θα σωθώ. — Δεν θα σωθήτε! είπεν η Αϊμά συμπονούσα. — Δεν θα σωθώ. Οι εχθροί μου είνε ισχυροί, και έχουσι πολλούς συμμάχους. Η Αϊμά δεν ενόει. — Και ίσως μετά ένα μήνα θα φύγω διά παντός. — Θα φύγετε; — Θα φύγω από την οικίαν μου. — Και διά πού; ηρώτησεν η Αϊμά, υποπτεύσασα ότι η γυνή αύτη παρεφρόνει. — Δι' αγνώστους τόπους, απήντησεν η ξένη. Η Αϊμά δεν απήντησεν. — Ήλθα να σ' αποχαιρετίσω διά τελευταίαν φοράν, κόρη μου. Έλα να σε φιλήσω. Και ορθωθείσα έσυρε την κόρην προς εαυτήν και ενετύπωσεν επί των χειλέων της ένθερμον φίλημα. Η Αϊμά συνέλαβεν ιδέαν τινά. — Μήπως είνε η μήτηρ μου; είπε καθ' εαυτήν. Και νέα δάκρυα, ανέβλυσαν εκ των οφθαλμών της. Ήθελε, να την ερωτήση και δεν ετόλμα. Τέλος εσχημάτισε το ερώτημα εις τρόπον πλάγιον, διότι τη εφαίνετο απότομον να την ερωτήση απ' ευθείας αν είνε μήτηρ της. — Κυρία, είπεν, ειξεύρετε πού είνε η μήτηρ μου; — Η μήτηρ σου; Η μήτηρ σου, Αϊμά, δεν ζη πλέον. — Απέθανεν! εψέλλισε θλιβερώς η Αϊμά. — Αλλ' όμως είσαι έν των τέκνων μου. — Σεις λοιπόν;... Η Αϊμά δεν ετόλμα να συμπληρώση το συμπέρασμα τούτο. — Όχι, ένευσεν η ξένη. Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη. — Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά. — Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα. — Και πού ευρίσκεται η οικία σας; — Είνε πολύ μακράν απ' εδώ. Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της. Είχε περιέργειαν να ίδη πού θα διηυθύνετο η ξένη. Φθάσασα η νέα εις το σύμπλεγμα των βράχων, ων όπισθεν είχε κρυβή από των όψεων αυτής η ξένη, παρετήρησε, και είδε, πράγμα παράδοξον, ότι αύτη δεν ήτο ορατή πλέον, καθ' όλον το μήκος της οδού. Κάτωθεν εσχηματίζετο πεδιάς, το μέρος δ' εφ' ου ίστατο η Αϊμά, ήτο υψηλότερον και ουδέν απεκρύπτετο από των οφθαλμών του εκείθεν θεωμένου. Πού λοιπόν εκρύβη η ξένη; Η Αϊμά παρετήρησε γύρω εις όλα τα μέρη τα ύποπτα, εις όλα τα κοιλώματα, όπου ηδύνατο να κρυβή προσκαίρως άνθρωπος. Ούδαμού εύρεν ουδέ ίχνος της ξένης. Παρέτεινε τας ερεύνας της επί πολλήν ώραν. Ουδαμού. Η ξένη είχε γείνει άφαντος. Τότε η Αϊμά ησθάνθη φόβον και επέστρεψε σύννους εις την καλύβην. Εις μάτην εβασάνιζε τον νουν της. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο. Επί πολύν χρόνον έμελλε να σκέπτεται εις μάτην περί τούτου. Η ανάμνησις της οπτασίας έμενεν εσαεί εις την φαντασίαν της. Ησθάνετο δε και τα χείλη της καίοντα εκ του φιλήματος εκείνου. Δεν είχε δε συνείδησιν, αν κατ' όναρ ή καθ' ύπαρ είδε την όψιν ταύτην. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'. Αι παραγγελίαι. Η Αϊμά κατέστη σύννους και σκυθρωπή. Αδιαλείπτως εβόμβουν περί τα ώτα της αι εν ονείρω προρρήσεις της αγνώστου. Είχε λοιπόν εχθρούς και έμελλε να υποφέρη! Δεν ηδύνατο να πιστεύση τούτο. Αυτή η τόσον ταπεινή, η τόσον πενιχρώς ζώσα, είχεν εχθρούς; Και υπήρχε τις, όστις ηδύνατο να φθονήση το ευτελές του βίου της; Και τι πλειότερον ηδύνατο να υποφέρη, ειμή την ένδειαν και τας περιφρονήσεις ας καθ' εκάστην υπέφερεν; Δεν ηδύνατο εν τούτοις ν' αποφύγη την επίδρασιν των προρρήσεων εκείνων. Ησθάνετο ήδη ανησυχίαν προς πάσαν εμφάνισιν ανθρώπου. Εφαντάζετο ότι ηδύνατο να είνε είς των διωκτών της, περί ων είχεν ειπεί η άγνωστος. Έμελλε δε ταχέως να λάβη αφορμήν, όπως αποδεχθή μετά μείζονος δεισιδαιμονίας την ορθότητα των προρρήσεων. Τούτο συνέβη εσπέραν τινά, ολίγας ημέρας μετά την οπτασίαν. Ο γέρων Πρωτόγυφτος είχεν επανέλθει αρτίως εκ της εκδρομής και εκάθητο έξωθεν της καλύβης. Η Αϊμά ήτο εν τω κήπω. Οι δύο νεαροί Γύφτοι ήσαν εν τη καλύβη και διηυθέτουν τα εργαλεία, Ηκούετο ο συριγμός του Μάχτου, και το άσμα του Βούγκου «Εσύ πεθαίνεις, μάστορη». Η γραία γύφτισσα εκάθητο αντικρύ του συζύγου της, όστις ηκούετο γογγύζων. — Τι να φάμε απόψε; έλεγεν η γραία. — Εμένα ρωτάς; εγόγγυζεν ο γέρος. Γμου!... Γρου!... — Δεν έχομε τίποτα, είπεν αύθις η γυφτισσα. — Εγώ είμαι κουρασμένος. Γκρου! Χρου!... — Να βράσω ολίγα λάχανα; — Τάντερά σου να βράσης, έγρυζεν ο γέρος. Γκου!.,. Την στιγμήν εκείνην εφάνη καλπάζων ιππεύς, όστις ήρχετο προς την καλύβην. Ηκολουθείτο δε υπό πεζού θεράποντος. Πριν ή φθάση εις την καλύβην, ο ιππεύς επέζευσε και εκάθισεν επί όχθου τινός της οδού. Απείχε δε περί τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά είδεν εκ του κήπου τους δυο οδοιπόρους, και έμενεν εμβλέπουσα ατενώς προς αυτούς. Ο πεζός θεράπων διηυθύνθη προς την καλύβην. Πλησιάσας, εχαιρέτισε τους δύο συζύγους. Η Αϊμά παρετήρει προσεκτικώς, και έλεγε καθ' εαυτήν ότι κάπου είχεν ιδή τον άνθρωπον τούτον. Του άλλου, όστις είχε καταβή εκ του ίππου, οι χαρακτήρες του δεν διεκρίνοντο καλώς. Ήτο ήδη εσπερινή αμφιλύκη. Ο οδοιπόρος εκάθισε και ήρχισεν ασήμαντον συνδιάλεξιν με τον γέροντα. — Πώς πάγουν η δουλειαίς; — Πώς θέλεις να πάγουν; — Πάγουν καλά; — Στραβά και ανάποδα, απήντησεν ο Γύφτος. Γμ.. — Δεν έχετε πολλή δουλειά; .. — Τίποτα. — Δεν κερδίζετε πολλά;... — Κεσσάτια, είπεν ο Γύφτος. — Το έχουν η χρονιαίς, φαίνεται. — Λόγια. Εγώ δεν θυμάμαι καμμία διαφορά από χρονιά εις χρονιά... — Όλο τα ίδια; — Εκτός εις το χειρότερο, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. Γρ... — Και δουλεύεις μόνος σου; — Έχω τον Βούγκον και τον Μάχτον. — Ποίοι είν' αυτοί; — Είνε οι γυιοί μου. — Και πού ευρίσκονται; — Μέσα, είπε, δείξας την καλύβην. — Και κατοικείτε πάντοτε εδώ; — Ναι. — Είνε πολλά χρόνια; — Είνε καθώς εγεννήθηκα. Γκμρ... Ο ξένος, ενώ ελάλει, έρριπτε συνάμα λαθραία βλέμματα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο η Αϊμά. Αύτη παρετήρησε την πολυπραγμοσύνην ταύτην του οδοιπόρου. Ο γέρων ουδέν είδε. — Θα μου κάμης μερικαίς παραγγελίαις; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι παραγγελίαις; — Της τέχνης σου. — Σαν τι; — Από πολλά είδη. — Λέγε. — Κάμνεις σύρταις και μάνδαλα διά ταις πόρταις; — Κάμνω. — Σιδηροσιαίς διά θεμέλια; — Κάμνω. — Λωστούς, δικέλλια, φτυάρια; — Κάμνω. — Κλειδαριές, καρφιά, ρεζέδες; — Κάμνω απ' όλα, είπεν ανυπομόνως ο Γύφτος. — Τότε θα μου κάμης. — Θα σου κάμω. — Και εις πόσον καιρόν; — Τι πράγμα; — Πότε ειμπορείς να τελειώσης την παραγγελίαν μου; — Δεν μου την είπες. Ειπέ μου πρώτα. — Τι να σ' είπω; — Την παραγγελία σου. — Αλλά σου την είπα, μοι φαίνεται. — Πώς; — Απ' όλα αυτά μου χρειάζονται. — Ποία όλα; — Όλα όσα κάμνεις. — Θέλεις κάθε λογής πράγματα; — Ναι. — Τότε πρέπει να μ' είπης... — Τι; — Να μ' είπης και από πόσα. — Συ προσδιόρισε την πληρωμήν. — Όχι την πληρωμήν, να μ' είπης από πόσα σου χρειάζονται από κάθε είδος. Ο Γύφτος ησθάνετο στενοχωρίαν διότι τον εβίαζεν ο ξένος, να ομιλή παραπολλά. Από μακρού ήδη χρόνου δεν είχεν εκπέμψει τόσους φθόγγους ανθρωπίνους εκ του λάρυγγος. Έλεγε καθ' εαυτόν ότι παρόμοιον &μουστερήν& ποτέ δεν είχεν ιδεί, και καλλίτερον ήτο να έλειπε και αυτός και το &αλεσβερίσι& του. Εις επίμετρον δεν ηδύνατο, βιαζόμενος υπό της προς τον πελάτην εξηναγκασμένης φιλοφροσύνης, να εκβάλη εκ του στόματος προς ανακούφισιν ούτε &γρου&, ούτε &χμου&, ούτε κανέν των επιφωνημάτων εκείνων, δι' ων κατεμυκτήριζε την ανθρωπίνην λαλιάν, ως όλως άσκοπον και ανόητον. Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου. — Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου. — Όσα θέλω; — Βέβαια. — Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή. — Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς. — Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται. — Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος. Ο Γύφτος ελογάριασε με τας χείρας επί τινα ώραν, κρατών τους δακτύλους της αριστεράς εκτεταμένους, και μεταφέρων επ' αυτούς αμοιβαδόν τον δείκτην της δεξιάς. Είτα συνέπτυξε την χείρα και συνήγαγε το άθροισμα επί των αρμών των δακτύλων, διά του αυτού δείκτου. Μετά τούτο εξήγγειλε το αποτέλεσμα προς τον πελάτην, όστις τον εθεώρει μετά περιεργείας. — Δεκαοχτώ φλωριά διά το σίδερον, είπε, και εικοσιπέντε διά την δουλειά. — Καλά. — Το σίδερο εδικό σου θα είνε; — Όχι, εδικό σου. — Τότε θα μου πληρώσης τη σερμαγιά, είπεν ο Γύφτος. Ο ξένος εξέβαλεν εκ της ζώνης το βαλάντιον και τω έδωκε ποσόν τι φλωρίων. Ο Γύφτος εφαιδρύνθη εκ της θέας και της ψαύσεως του χρυσού. — Και πότε θέλεις να είνε έτοιμα; ηρώτησεν. — Οπόταν ειμπορείς. Σιγά σιγά. — Παράξενος μουστερής! διενοήθη ο Γύφτος. — Εγώ θα είμαι εδώ σιμά, είπεν ο ξένος, και θα έρχωμαι να βλέπω πώς πάγει η εργασία. Πειράζει τούτο; — Όχι. — Και εν τω μεταξύ θα γνωρισθώμεν καλλίτερα. — Πιστεύω. Αφού είσαι τόσον καλοπληρωτής. — Έχω συνήθειαν να πληρόνω καλά, είπεν ο ξένος. Φρονώ ότι η εργασία πρέπει ν' ανταμείβηται. — Βέβαια, βέβαια, είπεν ο Πρωτόγυφτος, μη ελθών από πολλού χρόνου εις τοιαύτην εύθυμον διάθεσιν. — Και μάλιστα εις τους καλούς τεχνίτας, προσέθηκεν ο ξένος. — Σωστά. — Έχεις πολλήν υπόληψιν εις την τέχνην, είπεν ο ξένος. Αλήθεια ότι σε ονομάζουν όλοι Πρωτόγυφτον; — Αλήθεια. — Και δικαίως, φρονώ. — Κ' εγώ αυτό λέγω. Ο ξένος εσηκώθη και ητοιμάζετο ίνα απέλθη. Περιέφερε και αύθις το βλέμμα προς τον κήπον, όπου ευρίσκετο εισέτι η Αϊμά. — Πώς βιάζεσαι τόσον, είπεν ο Γύφτος. Δεν θα σε φιλεύσωμεν κάτι; — Ευχαριστώ. — Ύπαγε, μωρή, να φέρης την φιάλην με το κρασί να κεράσωμεν τον μουστερήν, είπεν ο Γύφτος προς την γυναίκα του. Αλλ' ας είνε, κάθισε, πηγαίνω εγώ. Η δευτέρα αύτη σκέψις προήλθεν εκ της επιθυμίας ην είχεν όπως κρύψη τα χρήματα χωρίς να τον ίδη η γυνή, εντός της καλύβης, κατά την στιγμήν ταύτην, καθ' ην αύτη ήτο ηναγκασμένη να κρατήση συντροφίαν εις τον ξένον. Όσον διά τους δύο νεαρούς Γύφτους, ούτοι ευρίσκοντο εισέτι εν τη καλύβη. Ο γέρος εισελθών είπε προς αυτούς· — Σύρτε να ιδήτε ένα παράξενο πράγμα έξω. — Τι παράξενο; είπεν ο Μάχτος. — Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον. — Αλήθεια; — Αλήθεια. Τρέξατε. Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός. — Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά. Ώθησε δε τον Βούγκον προς την θύραν και εβίασε αυτόν να εξέλθη, μηδέν εννοούντα. Αφού εξήλθε και ούτος, έσπευσεν ο Πρωτόγυφτος ν' αποσπάση μίαν πλίνθον εκ της καμίνου, ης το μυστικόν ήτο εις αυτόν μόνον γνωστόν, και έκρυψεν εκεί τα αστράπτοντα φλωρία. Είτα έλαβε την φιάλην του οίνου μετά του ποτηρίου και εξήλθε. Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ε; — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό; — Όνομα. — Βαπτιστικόν της; Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους. — Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι κάμνει; — Ναι. — Δουλεύει. — Τι δουλεύει; — Τον κήπον της. — Και πού κατοικεί; — Πού κατοικεί; — Ναι. — Εδώ. — Πού; — Εις το σπίτι μου. — Την έχεις εις το σπίτι σου; — Βέβαια. — Διατί; — Διατί; — Ναι. — Μα πού θέλεις να την έχω; — Δεν έχει αυτή σπίτι; — Αυτή σπίτι; — Ναι. — Πού να το βρη; — Είνε λοιπόν ορφανή; — Ορφανή είπες; — Βέβαια. — Μα όχι. — Έχει γονείς; — Βέβαια έχει. — Και πού ευρίσκονται; — Πού θέλεις να ευρίσκωνται; Δεν μας βλέπεις; — Σας βλέπω. Και τι μ' αυτό; — Εγώ και ο γέρος μου. — Ε; — Είμεθα ζωντανοί; — Βέβαια. — Θα ειπή πως δεν απεθάναμεν. — Σωστά. — Και η Αϊμά... — Η Αϊμά... — Ζουν οι γονείς της... — Ζουν; — Ζουν, αφού ημείς ζώμεν. — Εννοώ... — Εννοείς βέβαια. — Θέλεις να πης... — Τι; — Ότι την έχετε ψυχοκόρην. — Ψυχοκόρην; — Ναι. — Ποίαν; — Την Αϊμάν. — Θεός φυλάξοι! — Διατί; — Διότι είνε κόρη μας. — Κόρη σας; — Εγκαρδιακή. — Με τα σωστά σου; — Παίρνω όρκον. — Όρκον; — Βέβαια. — Εις τι πράγμα; — Εις ό,τι θέλεις. Και η Γύφτισσα ως να ήτο χριστιανή, διότι δεν είχε περί τούτου σαφή συνείδησιν αν ήτο ή όχι, ήνωσε τους λιχανούς εκατέρας των χειρών εις σχήμα σταυρού, και έφερε το σημείον τούτο εις τα χείλη της. Ο ξένος εμειδίασε σαρκαστικώς. — Ποίος ειμπορεί ν' αμφιβάλλη τώρα; είπε. — Είνε κόρη μου, επανέλαβεν η Γύφτισσα με τραγικόν ήθος. Κόρη μου, από τα σπλάχνα μου και από τα σωθικά μου. — Και διά πολύν καιρόν; είπεν ο ξένος. — Τι, διά πολύν καιρόν; — Εννοώ, διά πόσον καιρόν είνε κόρη σου; — Δεν αγροικώ, είπεν η Γύφτισσα. — Δεν αγροικάς; — Ναι. Τι θέλεις να πης; — Έχεις δίκαιον. — Αμμή;... — Άλλο ήθελα να είπω. — Τι άλλο; — Διά πόσα χρήματα; — Χρήματα; — Ναι. — Τι θα πη; — Άσπρα. — Ε, και τι; — Διά πόσα άσπρα είνε κόρη σας; — Πάλιν δεν &αγροίκησα&, είπεν η Γύφτισσα. Την στιγμήν εκείνην εξήλθον εκ της καλύβης εξωσθέντες παρά του πατρός των, ο Μάχτος και κατόπιν ο Βούγκος. Ο Μάχτος εσύριζε το σύνηθες αυτώ σφύριγμα. Ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την συνδιάλεξιν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. Αι συμφωνίαι. Πολλήν δραστηριότητα παρήγαγεν εν τω χαλκείω η απροσδόκητος και κολοσσαία εκείνη παραγγελία του παραδόξου πελάτου. Ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το αίμα του σφύζον και τας δυνάμεις του νεαζούσας. Δεν απητείτο δε πολλή επιτηδειότης, όπως η προθυμία αύτη μεταδοθή και εις τους δύο νεαρούς γύφτους, οίτινες πάντοτε ήσαν φιλόπονοι. Ο θεόπεμπτος πελάτης ήρχετο καθ' εκάστην εις το εργαστήριον και προσέκειτο παρακολουθών μετά διαφέροντος την πρόοδον της εργασίας. Ο Πρωτόγυφτος τον είχε συνειθίσει και συνήπτε πάντοτε συνδιαλέξεις μετ' αυτού. Οι δύο νέοι, ως τον έβλεπον, έπαυον τα συρίγματα και ηναγκάζοντο να δάκνωσι τα χείλη των, όπως φαίνονται σοβαροί. Ο ξένος εφαίνετο μεγαλοπρεπής και ενεδύετο πλουσίως. Η Γύφτισσα εθαύμαζε τον καλόν τρόπον του ξένου, είχε δε λησμονήσει εντελώς την εξέτασιν, εις ην την υπέβαλεν ούτος περί της νέας Αϊμάς. Αύτη δε, απησχολημένη όλην σχεδόν την ημέραν, μόλις τον έβλεπε μακρόθεν φαινόμενον, και δεν προσείχεν εις αυτόν. Υπόνοιά τις την εβασάνιζεν εν τούτοις. Αλλ' ημέρα τη ημέρα εξηλείφετο και η εντύπωσις του ονείρου εκείνου, διότι όνειρον πρέπει να ήτο. Η Αϊμά εις ουδένα είπε τι περί της εμφανίσεως της παραδόξου γυναικός. Ούτε πεποίθησιν είχεν εις την σοφίαν των περί αυτήν, ότι ηδύναντο να την διαφωτίσωσι περί της σημασίας του πράγματος, εφοβείτο δε και τους μυκτηρισμούς των, αν εδείκνυεν ότι επίστευε την εμφάνισιν ως πραγματικήν. Και ούτως ήτο ηναγκασμένη να συνέχη εν τη καρδία αυτής τόσους κρυφίους λογισμούς. Άλλως δε ο ξένος δεν την ηνώχλει. Εφυλάττετο να την κυττάξη, και δεν ωμίλησε πλέον περί αυτής εις την γραίαν. Αύτη πάλιν δεν είχε διηγηθή εις την νεάνιδα τι τη είπεν ο ξένος κατά την πρώτην συνέντευξιν. Περί αλλοίας δ' επιβουλής ουδένα είχε φόβον η Αϊμά, διότι ηγνόει σχεδόν και το δυνατόν τοιαύτης. Προς δε τους χαλκείς ο ξένος ήτο όλως ανύποπτος, διότι δεν εφαίνετο πολύ νέος. Ήτο πλέον ή τεσσαράκοντα ετών. Έπειτα το κόσμιον και χρηστόν του ήθους απήλαυνε πάσαν κακήν υπόνοιαν. Μετά τινας ημέρας ο ξένος απέκτησε πολλήν οικειότητα εν τω χαλκείω. Αι προς τον Πρωτόγυφτον συνδιαλέξεις του καθίσταντο διεξοδικαί και δεν εγίνοντο παρουσία άλλων. Περί την δύσιν του ηλίου έβλεπε τις τους δύο τούτους ανθρώπους καθημένους υπό βράχον τινά υψηλόν, αρκετά μακράν της καλύβης, και συνδιαλεγομένους εμπιστευτικώς. Τις οίδε τι έλεγον προς αλλήλους. Εκ πάντων των κατοίκων της καλύβης μόνος ο Μάχτος ήρχισε να συλλαμβάνη υποψίαν τινά. Αλλ' ουδαμού εύρε να στηρίξη ταύτην. Κατ' αυτόν ο ξένος (αλλά πριν ή συμπληρώση την ιδέαν του ο Μάχτος ησθάνθη παράδοξον και άγνωστον τέως αίσθημα οδύνης και σπαραγμού)... Ο Μάχτος επεφυλάχθη και ώμοσε προς εαυτόν να εξακριβώση το πράγμα και να βεβαιωθή. Συνεφώνησε με την συνείδησίν του να μεταχειρισθή προς τούτο παν μέσον, διότι ησθάνετο εαυτόν πολύ δυστυχή. Περιέμενε δε ανυπομόνως πρόσφορον στιγμήν να βάλη εις πράξιν τα μέσα, άτινα είχε, τουτέστι την ατομικήν του ενέργειαν. Εσπέραν τινά, ότε το πρώτον σκότος διεχύνετο υπέρ την γην, ο ξένος, ον από πολλών ημερών κατεσκόπευεν ο Μάχτος, ένευσε προς τον Πρωτόγυφτον να τον ακολουθήση, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι της καλύβης. Βαδίσαντες επί πολύ έφθασαν εις μέρος τι και εκάθισαν. Ο Μάχτος τους παρηκολούθησεν ησύχως. Έρπων, συνέχων την αναπνοήν, και προσπαθών να καλυφθή υπό του σκότους και να συγχέηται προς αυτό, έφθασεν όπισθεν του βράχου εφ' ου είχον καθίσει ο ξένος και ο Πρωτόγυφτος. Έκυψε προς την γην, έπεσεν απίστομα παρά την ρίζαν τον βράχου και ηγωνίσθη να κρυβή υπ' αυτόν, προσκολληθείς εις το έδαφος. Η καρδία του πάλλετε δεινώς. Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση. Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του. Αλλά διατί ο Μάχτος ησθάνθη τόσην λύπην επί τούτω; Ούτε είξευρε διατί, ούτε είχεν υποπτεύσει πρότερον τοιούτον πράγμα, ούτε ηδύνατο να είπη ποίαν σημασίαν είχεν. Αλλ' όμως ησθάνθη σφοδρότατον άλγος, ότε το πρώτον εφαντάσθη το ενδεχόμενον τούτο. Ο Μάχτος έτεινε το ους και ηκροάσθη. Οι δύο ομιληταί έλεγον προς αλλήλους τα εξής· — Και λέγεις να είνε αυτό; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Τι άλλο θέλεις να είνε; απήντησεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ να καταλάβω απ' αυτά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Και ποίος ειμπορεί να καταλάβη; — Είνε άλλοι οπού καταλαβαίνουν. — Δεν βαρύνεσαι! — Λοιπόν ουδέ συ δεν ειξεύρεις τίποτε; — Τι ειμπορώ να ειξεύρω; — Αφού είσαι μέσα. — Πού μέσα; — Μέσα στα πράγματα. — Ε, απ' έξω απ' έξω. — Πώς απ' έξω; — Δεν ειξεύρω τα μυστικά. — Διατί; — Δεν μ' εμβάζουν μέσα. — Λοιπόν δεν σ' εμπιστεύονται; — Φαίνεται. — Και δεν βλέπεις τίποτε; — Από πού; — Από καμμίαν τρύπαν. — Δεν έχει τρύπαν. — Δεν ακούεις τουλάχιστον; — Τι ν' ακούσω; — Τι λέγουν. — Δεν ακούεται. — Δεν μυρίζεσαι τον αέρα, δεν έχει τίποτε σημάδια; — Τι σημάδια; — Τίποτε οπού να μπορή να καταλάβη κανείς; — Τίποτε. — Κρίμα! — Διατί; — Διότι είνε καλά να ειξεύρη κανείς απ' όλα. — Έχεις συ, μάστορη, τόσην περιέργειαν; — Δεν λέγω. — Αλλά τι; — Αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε; — Και ανεκατονόμουν μ' αυτούς τους διαβόλους... — Καλά, ύστερα; — Και ήμουν μέσα εις τα πράγματα, καθώς εσύ... — Αλλά σου είπα, δεν είμαι μέσα. — Ας είνε. — Λοιπόν λέγε. — Εγώ θα ήμουν μέσα, αν ήμουν εις την θέσιν σου. — Πιστεύω. — Και δεν θα με διέφευγεν ό,τι και αν εγίνετο. — Ας είνε. Λέγε τώρα, τι θέλεις να πης; — Το είπα. — Τι είπες; — Αυτό οπού είπα ίσα ίσα. — Ήγουν; — Ότι, αν ήμουν εις την θέσιν σου... — Ε, και τι; — Θα τα είξευρα όλα. — Πιστεύεις; — Και δεν θα μου διέφευγε τίποτε. — Αλλά πώς θέλεις να το κατορθώσω εγώ αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Τότε μη λέγης. — Διαφέρει, αν ήμουν εγώ. — Θα το κατώρθωνες; — Βέβαια. — Με ποίαν τέχνην; — Δεν ειξεύρω. — Αλλ' όμως; — Αν ήτο τρόπος να ευρεθώ... — Πού; — Εις την θέσιν οπού ευρίσκεσαι. — E, λοιπόν; — Θα εύρισκα τότε μέσον. — Λέγεις; — Πιστεύω. — Πολύ εύκολα το πιστεύεις. — Διατί; — Διότι απ' έξω όταν είνε κανείς ... — Καθώς συ; — Καθώς συ. — Δεν εκατάλαβα. — Μακράν των πραγμάτων, — Ναι, αλλ' είχες ειπή ότι και συ ήσο έξω. — Άλλο πράγμα. — Λοιπόν; — Λέγω, όταν είνε κανείς μακράν... Ύστερα του φαίνονται όλα εύκολα. — Αυτό; — Όταν όμως είνε πλησίον... — Τότε; — Τα βλέπει όλα ζερβοδίμιτα; — Ζερβοδίμιτα; είπεν ο Γύφτος. Τι θα πη; — Ζερβανάποδα, ήθελε να πω. — Α! — Και μάλιστα εις εσέ... — Τι; — Θα εφαίνοντο πλέον ζερβά και πλέον ανάποδα.. — Ε, δα. — Παρά εις κάθε άλλον. — Διατί αυτό; — Διότι θα τα ενόμιζες... — Θα τα ενόμιζα;... — Διά μαγείαν. — Έτσι; — Βέβαια. — Πώς τούτο; — Διότι αυτό λέγουν. — Ποίοι το λέγουν; — Ο κόσμος. — Ε, και θα επίστευα εγώ τούτο. — Ίσως. — Αλλά τότε δεν θα είχα ανάγκην να ψάξω. — Πώς; — Διά να βεβαιωθώ με τα μάτια μου. — Ε;... — Έσωνε να παραδεχθώ τι λέγει ο κόσμος. — Και ύστερα; — Και δεν θα εζητούσα πληροφορίας. — Λέγεις; — Ούτε σε θα ερωτούσα. — Όχι δα. — Ούτε θα έλεγα τίποτε. — Μη δα. — Ούτε θα επιθυμούσα να είμαι στην θέσιν σου. — Αυτά; — Ούτε θα σου το έλεγα. — Αλλά τι θάκαμνες; — Θα εκύτταζα την δουλειά μου. — Μήπως τώρα; — Και δεν θα έβγαζα λόγον. — Αλλά; — Θα εσιωπούσα. — Ναι; — Και θα δάγκανα την γλώσσαν μου. — Υπομονή. — Και θα έσφιγγα τα δόντια μου. — Ε, δα... — Τι; — Και θα το έκαμνες αυτό; — Βέβαια. — Στο Θεό σου; — Αλήθεια. — Αλλά... ξέχασα... — Τι; — Με συγχωρείς. — Διά ποίον πράγμα; — Είπα, &'στό θεό σου&. — Ε, και σαν είπες; — Εξέχασα. — Τι; — Ότι σεις οι Γύφτοι δεν έχετε. — Τι πράγμα; — Θεόν. — Ε δα, μη, &τζάνουμ&.. — Πώς; — Μη το λέγης αυτό, να σε χαρώ. — Διατί; — Μην ακούης τι λέγει ο κόσμος. — Λοιπόν έχετε Θεόν; — Βέβαια. — Τότε έσφαλα. Και ενταύθα ο διάλογος διεκόπη. Ο Μάχτος, όστις ήτο κολλημένος κάτω εις το έδαφος δεν ενόησε μεν ουδέν πλέον των ημετέρων αναγνωστών εκ της ανωτέρω συνδιαλέξεως, αλλ' ησθάνθη αμέτρητον ευτυχίαν. Ο πατήρ του και ο ξένος ωμίλουν περί άλλων πραγμάτων, και δεν διεπραγματεύοντο περί εκδόσεως της Αϊμάς εις γάμον, όπως είχεν υποπτεύσει ο νέος. Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. Δισταγμοί. Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες. Και ο Μάχτος δεν είχεν εντελώς καθησυχάσει. Ο ξένος προσήδρευε πάντοτ' παρά την κάμινον του χαλκείου. Και τούτο μεν, καίπερ δυνάμενον να φανή αλλόκοτον, ουδεμίαν προυξένει ανησυχίαν. Αλλ' οι καθημερινοί περίπατοι αυτού μετά του γέροντος Γύφτου, και αι παρατεταμέναι κατά μόνας συνδιαλέξεις, εις ας ο Μάχτος δεν ηδύνανο πάντοτε να ωτακουστή, δεν άφηνον τον νέον να κοιμηθή ήσυχος. Εν τη αμηχανία του ο Μάχτος διενοήθη να είπη τι εις την Αϊμάν περί του πράγματος. Αλλά δεν είξευρε πόθεν ν' αρχίση. Περίεργον ότι είχε καταληφθή υπό τόσης συστολής, οίας ηγνόει αν ήτο επιδεκτικός πρότερον. Ως να έμελλε να είπη κακόν τι προς αυτήν, τόσον εδίσταζε και εφοβείτο. Και όμως αυτό, όπερ ήθελε να τη ανακοινώση, ήτο τόσον επαινετόν, ώστε ουδείς λεπτολόγος ηδύνατο να τον ψέξη. Διότι τι άλλο θα τη έλεγεν, ειμή όσας είχεν υπονοίας, ότι ο πελάτης εκείνος είχε σκοπούς δι' αυτήν; Είχε τούτο τι το επίψογον; Εσπέραν τινά η Αϊμά, ως συνήθως, ήτο εν τω κήπω. Ο Μάχτος είχε κυριευθή υπό πρωτοφανούς οκνηρίας και δεν ηδύνατο να εργασθή. Είχεν εξέλθει της καλύβης, και στηριχθείς επί του τοίχου έμενε σύννους. Από καιρού εις καιρόν έρριπτε βλέμματα προς τον κήπον. Έβλεπε μελαγχολικώς την Αϊμάν, ήτις επότιζε τας ρίζας των βοτάνων της, και δεν τον παρετήρει. Είτα ο νέος ήρχισε να περιπατή βραδέως, μεταξύ της καλύβης και του κήπου. Ίστατο κατά διαλείμματα και πάλιν δεν απεφάσιζεν. Επανελάμβανε δε τον περίπατόν του θλιβερώς. Ο Μάχτος είχε κάμει απόφασιν, στερράν και αμετάτρεπτον, ως ενόμιζε, να ομιλήση την εσπέραν εκείνην προς την Αϊμάν. Αλλά φευ! ενόησεν ήδη ότι αι στερρόταται αποφάσεις είνε αι δυσεκτελεστόταται. Εν τη καρδία αυτού συνέβαινε τόσον σφοδρά πάλη, ώστε ήτο τω όντι θλιβερόν θέαμα να βλέπη τις την κατήφειαν της μορφής του. Και όμως οι μελαγχροινοί χαρακτήρες του ήσαν όχι άσχημοι. Ο Μάχτος ηδύνατο να φανή ανεκτός, αν μετρίως εκαλλωπίζετο. Είχε την συμμετρίαν των χαρακτήρων και την έκφρασιν του βλέμματος και το ήθος όπερ ονομάζουσί τινες των συγχρόνων «συμπαθητικόν» ελλείψει άλλης λέξεως δυναμένης να εκφράση ακριβέστερον το πράγμα. Αλλ' όμως μεθ' όλα τα φυσικά ταύτα δώρα, την στιγμήν ταύτην εφαίνετο άσχημος, με την σκαιάν εκείνην κατήφειαν του προσώπου. Ας φαντασθή τις πόσον ασχημότερος θα εφαίνετο, αν δεν είχε φύσει και μίαν ακτίνα καλλονής. Βλέπων τις αυτόν, κλίνοντα την κεφαλήν προς το στήθος, συνεσταλμένος έχοντα τας οφρύς, μορφάζοντα κατά τας δύο άκρας του στόματος, στενάζοντα υποκώφως, μ' εσταυρωμένας επί του στήθους τας χείρας, με το πρόσωπον μεμελανωμένον και κάθιδρον, ημίγυμνον το στήθος και άχαριν τον ιματισμόν, θα ήρχετο εις πειρασμόν να τω είπη· — Α, άσχημο λείψανο που θα κάμης, φίλε μου! Τέλος ο Μάχτος, αφού εδίστασεν επί πολλήν έτι ώραν, εφάνη αίφνης ότι απεφάσισε, και ώρμησε προς τον κήπον με παράφορον βήμα. Διά της βεβιασμένης ταύτης σφοδρότητος ήθελεν, ως φαίνεται, να εμπνεύση θάρρος εις εαυτόν. Έφθασε λοιπόν εις τον κήπον. Αλλά της καρδίας του οι παλμοί επετάθησαν τόσον, και κατέστησαν τόσον βίαιοι, ώστε εκινδύνευσε να λιποθυμήση. Συγχρόνως δε τω επήλθε και ιδέα τις, ιδέα ην τω ενέπνευσεν η δειλία, υφ' ης κατείχετο. — Ναι, έτσι είνε, είπε καθ' εαυτόν. Δεν ειξεύρω τίποτε βέβαιον. Δεν έχω αποδείξεις ακόμα. Δεν πρέπει να της ειπώ τίποτε. Αργότερα, όταν θα μάθω. Και οπισθοδρόμησε. Κενόν τι έβλεπε και αυτός ότι είχεν ο συλλογισμός του. Συνεπλήρωσε δε την ιδέαν του ως εξής· — Όχι δεν θ' αμελήσω. Ορκίζομαι να μάθω. Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα. — Τίποτε, εψέλλισεν ο Μάχτος αμηχανών. — Τρέχει τίποτε; — Όχι — Διατί ήλθες και έφυγες ευθύς; επέμενεν η Αϊμά. — Ήθελα να κόψω ένα λουλούδι, είπεν ο Μάχτος. — Δεν κόβεις όσα θέλεις; Και ο Μάχτος επανελθών εις τον κήπον έδρεψεν ίον τι. — Αυτό μόνον ήτον; είπεν η νεάνις. — Βέβαια αυτό. — Και μ' ετρόμαξες. — Σ' ετρόμαξα; όχι, Αϊμά. — Πώς όχι; — Δεν ήθελα εγώ να σε τρομάξω, Αϊμά, είπε χωρίς να εννοή τι έλεγε. — Διατί λοιπόν έρχεσαι έτσι έξαφνα; — Δεν θέλω εγώ το κακό σου, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος. — Το ειξεύρω, Μάχτο, οπού δεν μου θέλεις κακόν. Αλλά διατί να γείνης παράξενος; — Εγώ; — Συ βέβαια. — Εις τι απάνω; — Έρχεσαι και φεύγεις έξαφνα, χωρίς να καλησπερίσης την αδελφήν σου. — Ω, ναι, έχεις δίκαιον, Αϊμά, είπεν ο νέος. Συγχώρησέ με. Ο Μάχτος εζήτει φιλόφρονας φράσεις και δεν εύρισκε. Δεν ήτο βεβαίως συνειθισμένος εις το να ομιλή επικαίρως, αλλ' ευτυχώς, αν και μηδεμιάς έτυχεν ανατροφής, ήτο απηλλαγμένος και πάσης βαναυσότητος περί την γλώσσαν. Η εργασία ήτο η μόνη ανατροφή, ην είχε λάβει παρά του πατρός του, αύτη δε ήτο, φρονώ, η αρίστη, ην ηδύνατο λάβη, και αύτη τον έσωζεν. Άλλως ήτο τόσον σκαιός και αδέξιος, όσον και ειλικρινής, και όχι μόνον δεν ηδύνατο να είπη ψεύδος, αλλ' ουδέ την αλήθειαν ηδύνατο να εκφράση, αν αύτη ήτο κολακευτική προς πρόσωπόν τι. Νέος προς νέαν, αγνός προς αγνήν, πένης προς άπορον, δεν ηδύνατο να έχη πλήμμυραν λόγων ουδέ φιλοφρονήσεων. Την καρδίαν του μόνην είχε, και αύτη δεν ηδύνατο ν' αναβή μέχρι των χειλέων. Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν· — Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής. Η αφελής αύτη εύνοια, η επιδειχθείσα προς αυτόν παρά της κόρης, τω εφάνη ως μειδίαμα αόριστον της τύχης, προοιωνίζον ευτυχίαν. Η αρχαϊκή αύτη λιτότης του αισθήματος, η ολιγάρκεια αύτη της επιθυμίας, ήτο λίαν χαρακτηριστική παρά τω απαιδεύτω εκείνω νέω. Εν τούτοις δεν παρετήρησεν ότι η νέα δεν τω έδωκεν άνθη με τας ιδίας αυτής χείρας, αλλά τω είπε μόνον να δρέψη. Αλλά τούτο ήρκει εις αυτόν. Του λοιπού ο νέος κατελήφθη υπό τοσαύτης αιδημοσύνης, ώστε ουδ' ετόλμα να θεωρήση την Αϊμάν κατά πρόσωπον. Εκείνη τω ελάλει πάντοτε κυττάζουσα αυτόν ακλινώς, ούτος εταπείνου τους οφθαλμούς υπό το βλέμμα της. Ότε η Αϊμά είχεν εστραμμένον αλλαχόσε το βλέμμα, τότε ο Μάχτος την εθεώρει εξ εγκαρσίων και λαθραίως. Ησθάνετο δε ηδονήν θεωρών αυτήν ούτω. Τούτο απετέλει την δευτέραν ευτυχίαν του Μάχτου, ευτυχίαν συνεχή και λιτωτέραν έτι και της δρέψεως των ανθέων κατά παραγγελίαν αυτής. Περίεργον δε είνε ότι δεν ετόλμα ουδέ ν' αποδώση τουλάχιστον φανερώς την ευτυχίαν, ην τω επροξένει αύτη. Πριν ή ανακαλύψη το άγνωστον τούτο αίσθημα, εγίνωσκε να εκδηλοί διά μυρίων τρόπων την στοργήν αυτού προς την Αϊμάν. Μειδιάματα, φιλοφρονήσεις, γλυκείς λόγους, όλα δι' αυτήν τα είχε. Τώρα όμως έπαυσε και να μειδιά και να ομιλή προς αυτήν. Ενώπιον αυτής ήτο σύννους και κατηφής. Ότε όμως εκείνη ήτο απούσα, αν ευρίσκετό τις όστις να είπη κακόν λόγον εναντίον της, ο Μάχτος θα τον εφόνευε. Παρεμέριζεν ότε εκείνη διέβαινε, χωρίς να τη απευθύνη λόγον. Κοιμωμένης εκείνης, πάσα η μέριμνα του Μάχτου αφιερούτο εις το να προλάβη μήπως την ενοχλήση τις. Είχε δε μεταβληθή σήμερον και η τάξις του βίου εν τη καλύβη. Επειδή όλη η εργασία ήτο αφιερωμένη εις την μεγάλην παραγγελίαν του οψιφανούς πελάτου, δεν εξετέλουν πλέον συχνάς εκδρομάς προς πώλησιν, ουδ' ειργάζοντο από του μεσονυκτίου. Η εργασία ήρχιζε περί όρθρον βαθύν και διήρκει όλην την ημέραν. Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου. Ο γέρος εφαίνετο κατεχόμενος υπό λογισμού τινος και ήτο σκυθρωπός. Ο ξένος τουναντίον ήτο φαιδρός. Ηστειεύθη με την Γύφτισσαν, προς ην έλεγεν αηδώς χαριεντιζόμενος ότι την ερωτεύεται. Η Αϊμά δεν ήτο παρούσα. — Αλήθεια; έλεγεν η γραία. Με αγαπάς με τα σωστά σου; — Καλέ τι λες; Δεν το πιστεύεις; — Και τώρα πώς να κάμωμεν; έλεγεν η γραία προτείνουσα τους δύο οδόντας. — Συ ευρέ τον τρόπον, μάτια μου. — Να με άφηνεν ο γέρος μου, θα μ' έπαιρνες; — Ακούς εκεί! φτάνει να θέλης. — Και δεν μπορούμε να τον καταφέρωμε; — Αυτό κεγώ προσπαθώ. — Αλήθεια; — Βέβαια. Δι' αυτό ομιλούμεν κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; — Ναι. Έχω ένα μήνα οπού τον παρακαλώ. — Δι' αυτό πηγαίνετε οι δύο σας μοναχοί και τα λέτε; — Σωστά. Δεν το κατάλαβες; — Πού να το καταλάβω; Και τον παρακαλείς να με αφήση; — Με τόσα δάκρυα, είπεν ο ξένος ποιήσας χειρονομίαν. — Και δεν τον κατάφερες ακόμη; — Όχι. Σε θέλει. — Τι με θέλει; — Σε θέλει διά να ζεσταίνεται. — Γου! έκαμεν η Γύφτισσα. Μη χειρότερα! — Δεν με πιστεύεις; — Αλήθεια, γέρο μου; — Σκάσε, παληόστριγλα, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... Γμου!.. Και ο ξένος ηναγκάσθη να παύση την παιδιάν. Και αν δεν είχε σκοπόν ο Μάχτος ν' απέλθη προς κατόπτευσιν εκείνην την νύκτα, η περίστασις αύτη, ότι ηθέλησεν ο ξένος να μνημονεύση των νυκτερινών συνδιαλέξεων και να δώση εις αυτάς παίζων την ερμηνείαν εκείνην, ήθελε προκαλέσει την περιέργειαν αυτού, όθεν ευθύς ως εξήλθον, ηγέρθη και τους ηκολούθησεν. Οι δύο καλοί σύντροφοι δεν απήλθον μακράν. Εκάθισαν εις άλλο μέρος, όπου εσχηματίζετο κοίλωμα μεταξύ των βράχων. Η περίστασις αύτη ήτο ευνοϊκή προς τους σκοπούς του Μάχτου, διότι ηδύνατο να κρυβή όπισθεν και ν' ακούη ανέτως τι έλεγον. Την δευτέραν ταύτην φοράν δεν ησθάνετο πλέον τόσον σφοδρούς τους παλμούς της καρδίας, όσον την πρώτην. Οι δύο ηρμοσμένοι φίλοι ωμίλουν λίαν σιγά. Τούτο ηύξησε την περιέργειαν του νέου. Ηδυνήθη δε ν' ακούση τινά εκ της συνδιαλέξεως. — Ώστε είνε μαγεία χωρίς άλλο; έλεγεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν είνε μαγεία, φίλε μου, είνε κάθε άλλο πράγμα. Μην πιστεύης και συ αυτάς τας ανοησίας. — Τι πράγμα είνε, ειπέ μου. Εγώ, ξέρεις, καλά καλά δεν τα στοχάζομαι. — Ο κύριός μου πιστεύει ότι ανεκάλυψε νέον Θεόν. Φαίνεται ότι ο παλαιός εγήρασε πολύ. — Νέον Θεόν; είπεν ο Γύφτος. Και τι είνε αυτός ο νέος Θεός; — Έχει είδωλα και τα προσκυνεί, είπεν ο ξένος. — Και τι πράγμα είνε αυτά τα είδωλα; — Τα είδωλα είνε αγάλματα οπού τα προσκυνούσαν οι αρχαίοι. — Ποίοι αρχαίοι; — Οι Έλληνες. — Και πώς τα επροσκυνούσαν; — Όπως οι χριστιανοί προσκυνούν τας εικόνας, μοι φαίνεται. — Και σαν τι πράγμα είνε αυτά τα αγάλματα; Πες μου καλά να καταλάβω, διατί εγώ αργώ να μπω μέσα. — Τα αγάλματα είνε κάτι μούτρα, κάτι φιγούραις πέτριναις, οπού παριστούν τους αρχαίους θεούς, τον Δία, τον Απόλλωνα, και τους άλλους δεν τους θυμούμαι. — Λοιπόν, έχει τέτοια ο αφέντης σου και τα προσκυνεί; — Σου το είπα. Και όχι μόνον τα προσκυνεί, αλλά τελεί και μυστήρια. — Τι μυστήρια; — Τα μυστήρια είνε, πώς να σου πω; κάτι πράγματα και φερσίματα κρυφά, οπού δεν είνε διά να τα βλέπουν ξένα μάτια. — Και αυτήν την δουλειά κάνει ο αφέντης σου; — Ναι. Και μαζεύει και άλλον κόσμον. Έχει μαθητάς. — Πολλούς; — Παραπολλούς. Και αυτοί είνε τα πρώτα ονόματα. Οι πλέον γραμματισμένοι της χώρας. Όλοι οι άρχοντες, όλοι οι πρόκριτοι, όλοι οι λογιώτατοι είνε με το μέρος του. Ο σκοπός του όμως είνε πολύ μακράν διά να επιτύχη. — Διατί; — Διότι έχει σκοπόν να διαδώση αυτήν την θρησκείαν εις όλον το έθνος. — Αληθινά; — Σωστά. Ο κύριός μου δεν χωρατεύει. — Και αν το επιτύχη αυτό, τι θα κερδήση; — Θα δοξασθή εις όλον τον κόσμον. — Θα δοξασθή; Δεν το καταλαβαίνω εγώ αυτό. — Πού να καταλάβης συ; Ημείς οι απλοί δεν εννοούμεν απ' αυτά. Εκείνος όμως δεν έχει άλλον σκοπόν παρά την δόξαν. — Ειπέ μου καλά να καταλάβω τι θα πη δόξα. — Δόξα θα πη, να έχουν να κάμουν όλοι δι' όνομά σου, κ' εκείνοι που σε γνωρίζουν κ' εκείνοι που δεν σε γνωρίζουν, και άμα σε βλέπουν να λέγουν: &Να, ο Πρωτόγυφτος!& Δόξα θα πη να σε ξέρουν και όσοι δεν σε είδαν, και όσοι είνε μακράν, εις άλλον τόπον. Δόξα θα πη να σε ξεύρουν όχι μόνον οι ζωντανοί αλλά και... — Οι πεθαμένοι, είπεν ο Γύφτος· πώς γίνεται αυτό; — Με συγχωράς, δεν το είπα καλά. Άλλο ήθελα να πω. Ήθελα να πω να σε ξεύρουν όχι μόνον όταν είσαι ζωντανός, αλλά και όταν θα είσαι αποθαμένος. — Α! είπεν ο Γύφτος. Κατάλαβα. — Καθώς είνε εις ημάς τους μικρούς όταν σφάλωμεν, όπου δείχτουν με το δάχτυλο και λέγουν· Να, &ο ποίσος, ο δείξος!& Όταν όμως κάμωμεν κανένα καλόν, κανένας δεν μας λέγει ούτε καλημέρα. Έτσι είνε εις αυτούς τους μεγάλους, είτε καλόν κάμουν είτε κακόν, δοξάζονται. — Δοξάζονται, επανέλαβεν ο Γύφτος· κατάλαβα... — Κ' εγώ επίτηδες το είπα, διά να καταλάβης. Ώστε βλέπεις, ότι αυτός ο κύριός μου δεν είνε μικρός άνθρωπος. Έχει τον διάβολον μέσα του. Σκοπεύει μεγάλα πράγματα να κατορθώση. — Ναι, αλλά δι' αυτό δεν μας μέλει. — Μας μέλει διά ένα άλλο πράγμα, και υπομονή. Κάθε λόγος με την σειράν του. — Ακούω. — Ο κύριός μου έχει πολλά και καλά χαρίσματα. Είνε άνθρωπος σοφός και δεν καταδέχεται να έλθη εις τα ταπεινά. Δεν έχει τα μικρά ελαττώματα των κοινών ανθρώπων. — Το πιστεύω. — Πρώτον είνε οπού δεν λέγει ποτέ ψεύματα. Δεύτερον δεν θέλει να κάμη κακόν εις κανένα. Τρίτον κάμνει καλόν, όσον ειμπορεί. — Αυτό; — Βέβαια. Έπειτα δεν λυπάται ποτέ τα χρήματα. Όχι μόνον δεν τα λυπάται, αλλά δεν τα εκτιμά ποσώς. Δεν τα βλέπει εμπροστά του ούτε ως λιθάρια. Τα καταπατεί ως χαλίκια. Πλειότερον εκτιμάς εσύ ταις σκωριαίς παρά εκείνος το μάλαμμα. — Αληθινά; είπεν ο Γύφτος μετά θαυμασμού. — Αληθινά, επανέλαβεν ο ξένος. Και είνε φυσικόν. Διότι εκείνος δεν ειμπορεί να έχη ανάγκην από χρήματα. — Είνε δα πολύ πλούσιος, θα πη; — Όχι ότι είνε πλούσιος. Αλλά ειμπορεί να έχη όσα χρήματα θέλει. — Δεν το αγροικώ αυτό τι θέλει να πη. — Θέλει να πη ότι δεν είνε πλούσιος με δικά του χρήματα, αλλά είνε με ξένα. Όσαις χιλιάδαις υπέρπυρα επιθυμήση, του τα στέλνουν οι φίλοι του. — Ποίοι φίλοι του; — Σου είπα ότι έχει με το μέρος του όλους τους μεγάλους. Και εκτός απ' αυτό είνε και ο ίδιος εις τον Μωρέαν άρχων. Είνε νομοθέτης του Μωρέως. Αυτός βάζει όλους τους νόμους εις τον τόπον αυτόν. Οπού θα πη απ' αυτόν εξαρτώνται οι νόμοι και οι προφήται. Λοιπόν ερωτάς ύστερα πού ευρίσκει τα χρήματα; Ο κύριός μου έχει χιλιάδαις χιλιάδων φλωρίων εις την διάθεσίν του. — Μεγάλο πράγμα αυτό, είπεν ο Γύφτος στενάζων. — Και δι' αυτό ο κόσμος δεν έχει άδικον να τον λέγη μάγον. Περισσότερον από τα άλλα όλα, τούτο μου φαίνεται να τον κάμνη μάγον. Διότι είνε άπορον πού τα ευρίσκει τα χρήματα. — Λοιπόν είνε μάγος; — Το είπαμεν, ότι αυτό λέγει ο κόσμος. Διότι τον βλέπουν και κάμνει μερικά πράγματα ανεξήγητα. Καθώς τα μυστήρια, όπου σου έλεγα. Και τι δεν λέγουν; Όλοι οι χωρικοί, αν πλησιάσουν εις εκείνο το μέρος, κάμνουν τον σταυρόν των. Όλα τα λαδικά καταρώνται κάθε ημέραν το όνομά του. Υπάρχουν οπού ορκίζονται ότι είδαν με τα μάτια των φαντάσματα σιμά εις το σπήλαιον. Εις όλα τα χωρία διηγούνται ότι ο κύριός μου υπέγραψε συμβόλαιον με τον διάβολον, να τον υπηρετήση πιστά εις τον κόσμον αυτόν και εις τον άλλον να πάρη την ψυχήν του. Και την υπογραφήν του ο κύριός μου την έβαλε με το αίμα του, καθώς λέγουν. — Με το αίμα του; — Ναι. Τώρα τι να πιστεύσης; Το σωστόν είνε ότι δεν ομοιάζει με τους άλλους ανθρώπους, και έχουν δίκαιον να του τα ψάλλουν αυτά. Και ενώ, καθώς σου είπα, κακόν εις κανένα δεν έκαμε, πάλιν δεν του θέλουν καλόν. Πού να έκαμνε και κακόν! Αλλά τον κατατρέχουν μόνον, διότι ο τρόπος της ζωής του δεν ομοιάζει με των άλλων ανθρώπων. Όπου να πας, δεξιά, αριστερά, παντού ο &Μάγος& ακούεις, &Ο Μάγος.& Ο μικρός λαός τον έχει γραμμένον εις μαύρο χαρτί. Καλόν κανείς δεν του λέγει. Όταν υπάγη το πρωί ο χωρικός εις την δουλειά του, και κάμη τον σταυρόν του, κοντά εις τα άλλα οπού θα παρακαλέση, θα είπη: «Γλύτωσέ με, Θεέ μου, από τον Μάγον». Όταν καθίση το μεσημέρι να γευματίση, θα ευχηθή να μη τον μπουκώση ο Μάγος, Όταν θα πλαγιάση την νύκτα, παρακαλεί να μην ίδη τον Μάγον εις το όνειρόν του. Όταν εξυπνήση την αυγήν, παρακαλεί να μην απαντήση τον Μάγον εις τον δρόμον και του φέρη δυστυχίαν. Εάν είνε καμμία γυνή έγκυος, εύχεται να μην ομοιάση με τον Μάγον το παιδί που θα κάμη. Αν είνε γάμος ή βάπτισις, ο σύντεκνος και οι προσκαλεσμένοι εύχονται να μη κάμη κακόν ο Μάγος εις τους νεονύμφους ή εις τον νεοφώτιστον. Αν είνε κανείς διά τον άλλον κόσμον και ψυχομαχή, εξορκίζουν με ευχάς και με θυμιάματα τον Μάγον, να μη τυχόν εμποδίση με την αόρατο παρουσίαν του τον μισοπεθαμένον, και δεν υπάγη κατευόδιον εις τον κάτω κόσμον. Τέλος αν βήξη κανείς ή πταρνισθή, ο πρώτος λόγος του άλλον οπού θα τύχη εκεί, δεν είνε το να ευχηθή υγείαν εις εκείνον που πταρνίζεται, αλλά «εξορκίζω σε, Μάγε». Και έτσι νομίζει ότι εξοφλεί από κάθε εναντίον. Ο Γύφτος ήκουε χωρίς να ομιλή. Ο ξένος επανέλαβε μετά μικράν παύσιν· — Σε βεβαιόνω, τον λυπούμαι καμμίαν φοράν τον δυστυχή τον κύριόν μου, δι' αυτά που υποφέρει αδίκως. Ενώ είνε τόσον καλός! Και έχει τόσα χαρίσματα! — Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον. — Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος. — Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον. — Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος της γλώσσης επί των χειλέων του. — Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά το τίποτε. — Διά το τίποτε; αντήχησεν ο λάρυγξ του Γύφτου. — Με μικράς υπηρεσίας και εκδουλεύσεις. — Τι εκδουλεύσεις; ηρώτησε μετά μεγίστης περιεργείας ο Πρωτόγυφτος. — Εκδουλεύσεις φιλικάς. Και όχι δυσκόλους. Ο κύριός μου ο ταλαίπωρος έχει καϋμόν, διότι ο κόσμος ο μικρός δεν του θέλει το καλόν του. Είνε αληθές ότι οι μεγάλοι είνε όλοι φίλοι του. Αλλά φαίνεται ότι αηδίασε πλέον να έχη όλο με μεγάλους να κάμη. Έπειτα δε τους έχει πάντοτε προθύμους εις την συναναστροφήν του. Ευρίσκεται αναγκασμένος να ζη πάντοτε εις την μοναξίαν, ένεκα οπού κανείς από τους γείτονας δεν θέλει να ζυγώση εις το σπήλαιον, και επιθυμεί την κοινωνίαν των ανθρώπων. — Πρωτήτερα μου τον εψήλωσες πολύ, παρετήρησεν ο Γύφτος· τώρα άρχισες να τον κατεβάζης ολίγο παρακάτω. — Είνε σωστόν, αλλά έτσι είνε τα πράγματα του κόσμου, είπεν ο ξένος φιλοσοφικώς. Εγώ τα έμαθα αυτά από τον κύριόν μου και δεν ξιππάζομαι. Όσον υψηλά και αν είνε κανείς, δεν ειμπορεί να έβγη έξω από την ανθρωπίνην φύσιν, ουδέ είνε ευχαριστημένος να ζη μοναχός του ως αγριόχοιρος. Η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται βαθύ σκότος και ερημίαν, όταν όλοι τον εγκαταλείπουν και ζη πάντοτε μόνος του. Κρίνε το από τον εαυτόν σου, αν θέλης. — Δεν στοχάζομαι καλά, αλλ' έτσι πρέπει να είνε, απήντησεν ο Γύφτος. — Λοιπόν βαρύνεται κανείς τον κόσμον αυτόν. Ποίος ειξεύρει πόσας κρυφάς και βαθείας πληγάς θα έχη ο καϋμένος ο κύριός μου, και πόσον θα πονή μέσα του. — Και αυτό γίνεται. — Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος. — Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος. — Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα. — Εγώ; — Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια. — Ποία φυλή; — Η φυλή των Αθιγγάνων, είπεν ο ξένος. Δεν είνε αλήθεια ότι σας μισεί ο κόσμος; — Αλήθεια είνε, είπεν εν αμηχανία ο Γύφτος. — Και χωρίς καμμίαν αιτίαν... — Χωρίς αιτίαν βέβαια. — Διότι τι κακόν κάμνετε; Σεις είσθε τίμιοι, εργατικοί. Κανένα δεν πειράζετε. Κυττάζετε την δουλειά σας. — Ναι, έτσι είνε, εψιθύρισεν αμηχανών ο Γύφτος. Χμου!... Γρου!... — Ώστε, βλέπεις, είσθε ομοιοπαθείς με τον κύριόν μου. Και διά σας τουλάχιστον, υπομονή, παρετήρησεν ο ξένος, χωρίς να τον μέλη αν προσέβαλλε τον φίλον του, διότι είσθε κοινοί και εργατικοί άνθρωποι και δεν σας κακοφαίνεται και πολύ. Αλλ' εκείνος φιλόσοφος, άρχων, μεγάλος άνθρωπος! ... Βέβαια πολύ θα δυσαρεστήται. — Καθένας το ξέρει, είπεν ο Γύφτος. Χρου!... — Ξεύρεις, μάστορη, οπού μου έρχεται μία ιδέα; είπεν ο ξένος αλλάξας τόνον. — Τι πράγμα; Όταν δύο είνε ομοιοπαθείς, καθώς ελέγαμεν, δεν παρηγορούνται ευκόλως; — Δεν ειξεύρω τι θέλεις να πης, εμορμύρισεν ο Γύφτος. — Λέγω, όταν δύο άνθρωποι έχουν ένα κοινόν πάθος, μίαν θλίψιν, ήτις να είνε και εις τους δύο ομοία, τότε με την συναναστροφήν ο ένας παρηγορεί τον άλλον. — Ε, ύστερα; — Λοιπόν, καθώς είνε τώρα η περίστασις, μου φαίνεται, δεν είνε άσχημον να κάμωμεν οι δύο μας ένα μικρό ταξείδι. — Τι ταξείδι; — Δεν είνε πολύ μακράν. Ολίγαις ώραις δρόμος. Και πιστεύω ότι έχομεν και οι δύο γερά πόδια. — Διά πού; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Διά την κατοικίαν του αυθέντου μου. — Να κάμωμεν τι; — Θα ιδής. Μου φαίνεται, δεν είνε άσχημα, και δεν θα κακοπάθης. — Πού τον ηύρες τον μουστερή!... είπεν ειρωνικώς ο Γύφτος. Εγώ τώρα, καθώς είμαι κουρασμένος, και είνε και νύχτα... — Όχι τώρα, υπέλαβεν ο ξένος. Έχομεν καιρόν. Αύριον, μεθαύριον. — Και τι δουλειά έχω, να πάγω εγώ εκεί; αντείπεν ο Γύφτος. — Ίσως θα εύρης δουλειά, επέμενεν ο ξένος. — Άλλην απ' αυτήν που κάμνω κάθε μέρα;... — Εάν εύρης καλλίτερην, δεν την αφήνεις; — Όχι, είπε σταθερώς ο Γύφτος. — Με τα σωστά σου; — Αμμή;... — Λοιπόν την έχεις απ' αγάπη; — Τι θαρρείς; — Είσαι λοιπόν ερωτευμένος με το βαρειό και με τη βρεχτούρα! — Χωρίς άλλο. Καθένας την τέχνη του πρέπει να την τιμά, και ας είνε και ταπεινή. — Δεν λέγω. Έχεις πολύ δίκαιον. — Τότε τι; — Αλλά χωρίς να παύση να την τιμά, ειμπορεί να την αφήση εις τα γηρατειά, διά ν' αναπαυθή. — Και αν αναπαύεται χωρίς να την αφήση; είπε φαιδρώς ο Πρωτόγυφτος. — Είσαι λοιπόν αναπαυμένος; — Τι θέλεις να σου πω; Δεν φθάνει ο νους μου μακρύτερα. — Αυτό που σου είπα εγώ, επανέλαβεν ο ξένος, δεν θα είνε διά ν' αφήσης την τέχνη σου. Θα είνε διά να γείνη κάτι καλόν διά σε, καθώς πιστεύω. Ο Γύφτος εσίγησεν. Ο ξένος επανέλαβε· — Θα υπάγωμεν μίαν ημέραν εκεί, θα σε συστήσω εις τον κύριόν μου, και ποιος ξεύρει;... Ειμπορεί να βγη σε καλό. — Εμείς οι παραμικροί, οι εργατικοί, είπε πανούργως ο Πρωτόγυφτος, δεν έχομεν να κάμωμεν τίποτα με τους άρχοντας και τους μεγάλους. Ο ξένος ησθάνθη ως νύγμα τον λόγον τούτον του γηραιού Γύφτου και έμεινε σιγών επί τινας στιγμάς. Είτα επανέλαβε· — Με εκδικείσαι, φίλε, δι' αυτό που σου είπα πρωτήτερα, αλλά δεν το είπα με κακόν σκοπόν. Αφού είνε έτσι, συμπάθησέ με. — Όχι δα, δεν ξεύρω, είπεν ο Γύφτος. — Και πάλιν, αφού δεν θέλεις, δεν ειμπορώ να σε βιάσω. Αν θέλης τα ξαναλέμε. Ο Γύφτος δεν απήντησε δι' ενάρθρου φθόγγου, αλλ' ηκούσθη μόνον έν πεπνιγμένον &Χμου&, εξελθόν εκ του στόματός του. Συγχρόνως δε ηγέρθη. — Πάμε τώρα, είπε. — Πάμε, είπε και ο ξένος. Και επέστρεψαν εις την καλύβην. Ο ξένος ηυχήθη την καλήν νύκτα και απήλθεν εις το κατάλυμά του, εγγύς της παραλίας κείμενον. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. Τα όνειρα του Μάχτου. Ο Μάχτος έμεινε τελευταίος εις την κρύπτην του, προσδοκών μέχρις ου απομακρυνθώσιν οι δυο σύντροφοι. Βαθείαν αίσθησιν είχον εμποιήσει αυτώ αι προτάσεις και αι παρακελεύσεις του ξένου. Εσκέπτετο επί μακρόν, τι άρα εσκόπει ο παράδοξος εκείνος άνθρωπος, και ποίον συμφέρον ηδύνατο να έχη, όπως πείση τον Πρωτόγυφτον να μεταβή εις την κατοικίαν του μάγου, ή του άρχοντος, ως τον ονόμαζεν. Όσον άπειρος των πραγμάτων του κόσμου και αν ήτο ο Μάχτος, τω εφαίνετο, ότι τα πράγματα άτινα έβλεπε και ήκουε δεν ήσαν συνήθη, και μυστήριόν τι εκρύπτετο όπισθεν του προσωπείου, όπερ εφόρει ο ξένος. Ο Μάχτος εβασάνιζεν επί πολλήν ώραν την κεφαλήν του και την φαντασίαν του, προσπαθών να διίδη τι εν μέσω του σκότους, του εκτεινομένου προ των οφθαλμών αυτού. Εις μάτην. Ουδέν κατώρθου να μαντεύση. Μόλις τω εφαίνετο ότι έλαμπε φωτεινή τις ακτίς εις την όψιν του, και πάραυτα το σκότος επυκνούτο και καθίστατο δεινότερον. Έμεινεν επί μακράς ώρας εις την θέσιν εκείνην, λησμονήσας εαυτόν. Η νυκτερινή δρόσος επήνεγκε νάρκην εις το σώμα αυτού, και κάρωσις τω επήλθεν. Ήτο μεσαία κατάστασις μεταξύ υπνοβασίας και εγρηγόρσεως, λήθαργος, νάρκωσις και ουχί ύπνος. Τότε αι ελπίδες ας είχε συλλάβει, οι φόβοι ους είχεν υποστή, αι εικόνες της φρίκης, τα ινδάλματα της ευτυχίας, εσωματώθησαν, έλαβον μορφήν και όψιν και παρήλασαν εν σχήματι ονείρων προ των οφθαλμών αυτού. Η πρώτη διαβάσα μορφή ήτο περικαλλής. Ήτο το πρόσωπον της Αϊμάς, λάμπον ως αστήρ, και το σώμα αυτής ευωδιάζον ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο Μάχτος εις τους ονείρους του. Αλλά παρήλθε ταχέως, και το κενόν εξετάθη πάλιν παρελθούσης αυτής. Ο νέος έμεινε κεχηνώς, άναυδος, τεθαμβωμένος. Εψιθύρισε γλυκυτάτην τινά λέξιν, ήτις τω εφάνη ως φθόγγος υπερφυούς οργάνου. Την λέξιν ταύτην ουδέποτε ήθελε τολμήσει ο Μάχτος να προφέρη, αν ήτο εγρηγορώς. Αλλ' εις μάτην. Εκείνη έγεινεν άφαντος. Ο νέος την εκάλει, αλλά δεν ήρχετο πλέον. Ήνοιξε τους οφθαλμούς και ήτο σκότος. Έκλεισε πάλιν αυτούς ελπίζων ότι ήθελεν επανίδει την ποθεινήν εικόνα. Ουδέν. Εν τούτοις η γλυκεία εντύπωσις έμενεν. Ο νέος ήλπιζεν ότι ηδύνατο εισέτι να την επανίδη. Φευ! η Αϊμά έφευγε. Την είδε πάλιν, αλλά φεύγουσαν. Ήτο εντός πλοίου, όπερ ορμητικώς απεμακρύνετο εκ της παραλίας, ο δε Μάχτος, ως τω εφαίνετο, ίστατο όρθιος επί της ακτής, και την απεχαιρέτιζε μακρόθεν. Προσεπάθει δι' ατόλμων και επιμόνων σημείων και νευμάτων να ελκύση την προσοχήν της, όπως τον ίδη και τω αποδώση τον χαιρετισμόν. Αλλ' η Αϊμά δεν έβλεπε προς αυτόν. Η προσοχή της ήτο εις τα κύματα και εφαίνετο αναμετρούσα μετά τρόμου το πέλαγος, όπερ έμελλε να διαπλεύση. Το πλοίον απήρε. Τότε ο Μάχτος δεν εδίστασεν, αλλ' ερρίφθη εις τα κύματα. Το πήδημα όπερ τω εφαίνετο ότι είχε κάμει, δεν ίσχυσε να τον αφυπνίση. Άλλως δε ο Μάχτος επέμενεν εις το όνειρον τούτο, και δύναται τις να είπη, ότι αυτομάτως πως το κατεσκεύαζε μάλλον, ή ότι υφίστατο παθητικώς αυτό. Εφέρετο μεθ' ορμής εις το όνειρον τούτο και εκράτει αυτό σφιγκτώς. Εξηκολούθει δε να νήχηται ούτως επί πολύ. Και πράγματι ενήχετο, αλλ' ενήχετο εις το πέλαγος των ονείρων. Το πλοίον έπλεε, και ο Μάχτος έπλεεν. Εκείνο έφευγεν, αλλ' ούτος δεν ηδύνατο να το φθάση. Ο άνεμος φούσκωνε τα ιστία, και αι κώπαι υπεβοήθουν τον δρόμον του σκάφους. Ο Μάχτος μετεχειρίζετο ως κώπας τους βραχίονας και τους πόδας. Αλλά το πλοίον έφευγε και δεν ηδύνατο να το φθάση. Μετ' ολίγον ο Μάχτος έβλεπεν αυτό, με τα λευκά ιστία αναπεπταμένα, ως λάρον, επί του αμετρήτου κυανού πεδίου. Τότε ο κολυμβητής ευρέθη εν αμηχάνω θέσει. Το πλοίον είχε γείνει άφαντον έμπροσθέν του, και η γη είχεν ομοίως εξαφανισθή όπισθεν. Εστράφη και δεν είδε πλέον την ακτήν αφ' ης είχεν αναχωρήσει. Αχανές πέλαγος εξετείνετο εμπρός και οπίσω και πέριξ και εγγύς και πόρρω και πανταχού. Ησθάνθη ότι αι δυνάμεις του εξέλειπον κατ' ολίγον και ήρχισε να βυθίζηται. Πελώριον κύμα έπληξε τους οφθαλμούς αυτού, και επήνεγκε πνιγμόν εις τον λάρυγγα αυτού. Το σώμα του ήσπαιρεν. Ολίγου δειν επνίγετο. Ο τρομερός εκείνος κτύπος τον αφύπνισεν. Ησθάνθη ότι ήτο όλος βεβρεγμένος, και ήτο πραγματικώς. Αλλ' η υγρότης αύτη προήλθεν εκ του ιδρώτος της αγωνίας, και ο πνιγμός εκ των δακρύων της θλίψεως και των λυγμών, οίτινες διέσειον το στέρνον αυτού. Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς. Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι. Τρίτον πρόσωπον ήτο μετ' αυτών. Το πρόσωπον τούτο ήτο άγνωστον εις τον Μάχτον. Ήτο γηραιός ανήρ ευπρεπής την περιβολήν και κόσμιος το ήθος. Εκάθητο ούτος επί σκίμποδος, οι δε δύο ίσταντο όρθιοι ενώπιον αυτού. Ωμίλουν και εχειρονόμουν. Τας χειρονομίας τας έβλεπεν, έβλεπε και τα χείλη των κινούμενα, αλλ' η φωνή των δεν ήτο ακουστή. Παράδοξον δε, διότι ο Μάχτος δεν ίστατο μακράν, αλλ' έβλεπεν αυτούς εκ του σύνεγγυς και ηδύνατο ν' ακούη. Αλλ' ως φαίνεται, η φωνή των δεν είχεν ήχον. Τούτο επίστευσεν ο Μάχτος εν τω παραλήρω, εν ώ διετέλει, διότι άλλως δεν ηδύνατο να ερμηνεύση πώς, ενώ ωμίλουν ενώπιόν του, δεν τους ήκουεν. Ο Μάχτος δεν επέμεινε πλειότερον εις την λύσιν του προβλήματος τούτου, και μετέβη εις άλλην απορίαν. Ηρώτα εαυτόν τις ήτο ο τρίτος ούτος και άγνωστος άνθρωπος, όστις ενεφανίζετο αποτόμως ούτω εις τας όψεις αυτού. Απωτάτη και συγκεχυμένη, ως ανάμνησις άλλου κόσμου, τω ήλθε τότε η ηχώ της εσπερινής συνδιαλέξεως, ην είχεν ακροασθή, και τω εφαίνετο ότι ο ξένος ούτος ίσως ήτο ο Άρχων, ή ο Μάγος, περί ου ωμίλουν εκτενώς οι δύο φίλοι. Καθ' ον χρόνον ο Μάχτος διετύπου κατ' όναρ τας σκέψεις ταύτας, η σκηνή του ονείρου είχε μεταβληθή. Δεν ήσαν πλέον οι τρεις, και τέταρτον πρόσωπον είχε παρουσιασθή. Αλλά το πρόσωπον τούτο δεν παρήλθεν επί την σκηνήν άνευ προσωπείου. Ως φαίνεται, είχε λόγους να καλύπτη την μορφήν. Δεν επεθύμει να φαίνεται τις ήτο. Το πρόσωπον τούτο εφόρει πυκνόν πέπλον, μακρόν και ποδήρη, μεταπλάττοντα ου μόνον την μορφήν, αλλά και το σχήμα του σώματος και το ένδυμα. Ούτε αν ήτο ανήρ η γυνή ηδύνατο να διακρίνη ο Μάχτος. Οποία μετημφιεσμένα όνειρα! Πόσον επεθύμει ο Μάχτος να σχίση δι' ενός κινήματος τον πέπλον εκείνον, αλλ' ότε απεπειράθη να κινηθή, ενόησεν ότι τα μέλη του ήσαν δέσμια, και δεν ηδύνατο ν' ανορθωθή, ο εφιάλτης τον κατείχεν όλον και αμέριστον. Μη δυνάμενος να ενεργήση με τας χείρας, ηναγκάσθη ο Μάχτος να σκέπτηται πλατωνικώς, όπως και πρότερον. Διηπόρει εν εαυτώ, προς τίνα σκοπόν το πρόσωπον τούτο επαρουσιάσθη ούτω βαθύπεπλον προ των οφθαλμών αυτού. Εβασάνιζε τον νουν του να εύρη τι εσήμαινεν ο πέπλος. Εβίαζε την μνήμην του να τω είπη αν είχεν ιδεί άλλοτε πεπλοφόρους ανθρώπους. Τέλος ανεμνήσθη ότι μόνον εις τους γάμους ήτο ενιαχού συνήθεια να στολίζωσι με τον αρνητικόν τούτον στολισμόν τας νεαράς νύμφας, όσαι επεθύμουν να έχωσιν ασπίδα τινά κατά των βλεμμάτων του κόσμου και να κρύπτωσι την συγκίνησιν και την αιδώ υπό το ύφασμα. Αλλ' έμελλε λοιπόν να τελεσθή γάμος υπό τας όψεις του, τόσον ευκόλως και προχείρως; Ο Μάχτος ησθάνθη φρικώδη οδύνην, Μη είνε η Αϊμά; είπε καθ' εαυτόν. Την έννοιαν ταύτην δεν ηδυνήθη να μεταβάλη εις λέξιν, την λέξιν δεν ίσχυσε να εκφέρη εις κραυγήν, και ο πέπλος αυτομάτως έπεσε. Το βλέμμα του νέου έπεσεν αρπακτικόν επί της μορφής εκείνης. Φρικώδες! Ήτο η Αϊμά. Δεν ηπατήθη. Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν. Ούτε ανθρώπινον ον ήτο πού, ούτε συνέβη τι, ούτε ψόφος τις ηκούετο. Ενόησεν ότι είχε καταστή παίγνιον των ονείρων. Επανήλθεν εις την καλύβην λίαν κατηφής. Ήναψε λύχνον και πλησιάσας σιγά εις την κλίνην, όπου εκοιμάτο αόρατος η Αϊμά, διότι το σανίδωμα την απέκρυπτεν από των βλεμμάτων, έτεινε το ους. Ήκουσε την ομαλήν και ηρεμαίαν αναπνοήν της νέας, ήτις εκοιμάτο ως αρνίον. Ο Μάχτος απεμακρύνθη όλος αιδήμων. Ησθάνθη πάλιν ευτυχίαν. Η Αϊμά ήτο εκεί και τα όνειρά του ήσαν όνειρα. Δεν ήσαν ταύτα αξιοπιστότερα, αν και φρικώδη, ή όσον είνε συνήθως τα μανιώδη όνειρα της ευτυχίας, άτινα οι εγρηγορότες καθ' εκάστην ονειρεύονται. Ο Μάχτος δεν κατεκλίθη, φοβηθείς μη και πάλιν ονειρευθή τα αυτά. Διότι προυτίμα να ονειρεύηται χωρίς να υπνώττη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. Αι οδοιπορίαι. Την επιούσαν ο ξένος δεν ήλθεν εις την καλύβην. Ο δε Πρωτόγυφτος ήτο όλην την ημέραν σκυθρωπός. Ψυχρότης επήλθεν, ως φαίνεται, μεταξύ των δύο ηγαπημένων φίλων, μετά την τελευταίαν συνδιάλεξιν. Αλλ' ο ξένος δεν εμνησικάκει ευκόλως, και δεν έμελλε να είνε απών επί πολύν χρόνον. Την μεθεπομένην, άμα τη ανατολή του ηλίου, ο ξένος ηυχήθη την καλήν ημέραν εις τον Πρωτόγυφτον. Ούτος δε τον υπεδέχθη μετά φαιδρότητος. — Και πώς δεν σε είδαμε ψες, τω είπε· τι έγεινες; Μας εκάκιωσες; Το σημείον τούτο της ευπροσηγορίας ήρεσεν εις τον ξένον, και προσεπάθησε να κρύψη την χαράν του. Πριν ή απαντήση εις την ερώτησιν του Γύφτου, απήντησεν εις εαυτόν. — Θα τον καταφέρω, είπεν ενδομύχως, βαθύτατα, εις τον πυθμένα της συνειδήσεώς του. Ακολούθως απήντησε μεγαλοφώνως· — Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις; — Τίποτε, απήντησεν ο Βούγκος, βαρυνόμενος τους πολλούς λόγους, και μη θέλων να δυσαρεστήση τον ξένον. Εν τούτοις ο Βούγκος εγίνωσκε μετά βεβαιότητος ότι εψεύδετο ο ξένος. Λίαν πρωί της προτεραίας, απομακρυνθείς εκ του χαλκείου ο Βούγκος, είχεν ιδεί τυχαίως αυτόν επί ημιόνου καθήμενον και βαδίζοντα προς τα μεσόγεια. Ο Βούγκος δεν είπε περί τούτου λέξιν εις ουδένα, διότι εβαρύνετο να ομιλή. Αλλ' όμως με όλην την ευθύτητα της καρδίας του, έλεγε, τώρα καθ' εαυτόν, ότι δεν υπήρχον δύο απαράλλακτοι άνθρωποι, αποτελούντες έν και το αυτό πρόσωπον, ουδέ είχεν ο φίλος ούτος την παράδοξον δύναμιν του να διαιρήται διχή, και ο μεν ήμισυς αυτού να οχήται επί ημιόνου και να οδοιπορή κατά γην, ο δ' έτερος ήμισυς να επιβαίνη επί λέμβου και ν' απέρχηται εις αλιείαν κατά θάλασσαν. Τούτο ο Βούγκος το ενόμιζεν αδύνατον. Αλλ' όμως εσίγησε. Μετά δύο ή τρεις ημέρας, ο Λάκων (διότι ο ανήρ εκείνος ήτο γηγενής, ωνομάσαμεν δε αυτόν ξένον ελλείψει άλλου ονόματος) και ο Πρωτόγυφτος, δεν ήσαν πλέον εν τω χαλκείω. Είχον απέλθει εις εκδρομήν. Ουδείς μάρτυς αυτήκοος υπήρχεν, ίνα μαρτυρήση τι είχε συμβή μεταξύ των δύο. Εικάζεται όμως ότι ο Λάκων εύρε τα ισχυρότατα των επιχειρημάτων αυτού, όπως πείση τον γέροντα σιδηρουργόν ν' απέλθωσιν εις επίσκεψιν παρά τω Μάγω. Διότι, ως φαίνεται, ο Πρωτόγυφτος εκ στιγμιαίας ιδιοτροπίας ή σκαιότητος έφερε κατ' αρχάς δυσκολίας, αλλ' όμως το δέλεαρ το προσειόμενον αυτώ υπό του ξένου ήτο ελκυστικόν. Ο Λάκων εφρόντισε να εξάρη δι' όλης της στωμυλίας αυτού το μέγα εκείνο και μοναδικόν προτέρημα του &Άρχοντος&, όπερ τοσούτον εξετίμα ο Γύφτος, ήτοι την ελευθεριότητα. Και επειδή ο Πρωτόγυφτος ηγάπα τους ελευθερίους, όσον εμίσει τους φιλαργύρους (όσον ώφειλον να μισώσιν αι δεισειδείς το κάτοπτρον, αν ήτο δυνατόν να πεισθώσι περί του πραγματικού της δυσμορφίας των), διά τούτο δεν είχε λόγον όπως αποστρέφηται τον άνδρα εκείνον, αφού μάλιστα δεν τον είχεν ακόμη γνωρίσει. Λοιπόν απήλθον ομού εις την επίσκεψιν ταύτην. Εν τω χαλκείω ηγνοείτο πού είχε μεταβή ο Πρωτόγυφτος. Λέγομεν ηγνοείτο, καθ' όσον δεν είχεν αναγγείλει πού υπάγει. Αλλ' όμως υπήρχε τις όστις δεν είχεν ανάγκην της αγγελίας ταύτης, όπως γινώσκη πού απήλθεν ο γέρων, και ούτος ήτο ο Μάχτος. Και ότι μεν ο Μάχτος εγίνωσκε το πράγμα, τούτο είνε σαφές. Αλλ' ίσως ώφειλε να το γνωστοποιήση και προς άλλον τινά, και τούτο τον εβασάνιζεν. Ο νέος εν τη συνειδήσει του ουδένα λόγον αναβολής εύρισκεν, όπως μη ανακοινώση και σήμερον προς την Αϊμάν τους φόβους, ους έτρεφεν από τοσούτου χρόνου. Αλλ' οπόσον επεθύμει να ήτο εύλογος η τοιαύτη αναβολή! Η απουσία του πατρός του διήρκεσεν επί δύο ημέρας. Ο Μάχτος ήτο εις τα βασανιστήρια, άνευ ουδεμιάς υπερβολής. Διότι ποία άλλη βάσανος ηδύνατο να υπάρχη διά τον νέον μείζων της ηθικής βασάνου; Αλλ' όμως εν κεφαλαίω απεφάσισεν ο Μάχτος να είπη ό,τι ώφειλεν εις την νέαν κόρην. Εταλαιπωρείτο μόνον να εύρη τον τρόπον καθ' ον έμελλε να προβή. Εσχεδίαζε λέξεις και φράσεις, κατεσκεύαζε διαλόγους, προέβλεπεν ερωτήσεις, έπλαττε λύσεις αποριών. Τα πάντα εις μάτην. Αν επρόκειτο τουλάχιστον περί επιστολής (αλλ' εγίνωσκε γράμματα ο Μάχτος;) ηδύνατο να σχίση εκατοντάκις τον χάρτην μέχρις ου κατασκευάση το προοίμιον, και ούτω θα εύρισκεν άψυχόν τι πράγμα καθ' ου να εκχύση την οργήν του. Αλλά προκειμένου περί στοματικού διαλόγου, ποίον θετικόν σχέδιον ηδύνατο να καταστρώση ο Μάχτος, και επί τίνος πράγματος ν' ακονήση τον ζήλον του; Το προχειρότερον καταφύγιον, όπερ εύρισκεν, ήτο να κτυπά συχνάκις την κεφαλήν του με την πυγμήν, και ίσως δεν έπραττε κακώς, ουδ' ησθάνετο πόνον τινά εκ τούτου. Άλλως το μαρτύριόν του ήτο άληκτον. Απεμακρύνετο της καλύβης, και εκεί εμονολόγει, φανταζόμενος ότι ομιλεί προς την Αϊμάν περί του προκειμένου. Εκεί τουλάχιστον δεν ηδύναντο να τον ακούωσι. Μετά διημέρους αγώνας δεν είχε κατορθώσει ουδέ να ορίση την πρώτην λέξιν, ην έμελλε ν' απευθύνη προς την νέαν. Έλεγε, φέρ' ειπείν· — Πώς ν' αρχίσω; Αϊμά, θέλω να σου πω. Όχι, &Αϊμά&, δεν πάγει. Θα της φανή χωριάτικο. Αδελφή μου, θέλω να σου μιλήσω. Όχι, &αδελφή μου&, δεν έρχεται καλά. Διότι δεν το συνείθιζα απ' αρχής. Και μήπως τάχα δεν είνε αδελφή μου; είνε ψεύματα; Δεν ανετράφημεν τάχα μαζύ; Εγώ θυμούμαι την ημέραν που μας την έφεραν εις το σπίτι μας, και την επήραν διά παιδί τους οι γονείς μου, ήτο μικρά, πολύ μικρά. Αυτή δεν θα το θυμάται. Εγώ ήμουν μεγάλος, θα είμαι ως τρία τέσσερα χρόνια μεγαλήτερος απ' αυτήν. Αυτή θα με νομίζη αδελφόν της, και έχει δίκαιον. Αδελφός της είμαι. Λοιπόν τι έλεγα; Ειμπορώ καλά να την ονομάσω αδελφήν. Αδελφή μου, ήθελα κάτι να σου πω. Πολύ καλά. Αδελφή μου μόνον, χωρίς το όνομα; Αδελφή μου Αϊμά, είνε καλλίτερα. Αδελφή μου Αϊμά, θέλω να σου μιλήσω. Αδελφή μου Αϊμά, ή Αϊμά αδελφή μου; ποίον είνε καλλίτερον από τα δύο; Κ' εγώ δεν ειξεύρω. Δεν είνε το ίδιον; Βέβαια το ίδιον θα είνε. Αλλά διατί μου φαίνεται πως είνε άλλο πράγμα; Ας ιδούμεν καλά, τι διαφοράν έχουν. Κάποια διαφορά πρέπει να είνε, διότι άλλο φαίνεται το ένα, και άλλο το δεύτερον. Αδελφή μου Αϊμά, τι θα πη; Θα πη ότι συ η αδελφή μου λέγεσαι Αϊμά. Αυτό δεν θα πη τάχα; Βέβαια αυτό. Και Αϊμά αδελφή μου τι θα πη; Θα πη ότι συ η Αϊμά είσαι αδελφή μου. Χωρίς άλλο αυτό θα πη. Και διά τούτο μου φαίνεται καλλίτερον. Διότι το άλλο, σένα, αδελφή μου, σε λέγουν Αϊμά, είνε ανόητον. Το ξεύρω θα μου πη κ' εκείνη, το ξεύρω πως με λέγουν Αϊμά, δεν έχω ανάγκη να μου το πης. Τότε τι θα της πω; Όσο και να σπάσω το κεφάλι μου, δεν θα ευρώ λέξιν να της αποκριθώ. Και τότε θα φανή η ανοησία μου, θα κοκκινίσω, θα τα χάσω, θα κοντεύση ο ανασασμός μου, η φωνή μου θα πιασθή, και θα φανώ ανόητος. Κρίμα σ' εμένα! Καλλίτερον, χίλια μερτικά ή καλλίτερον, είνε να την πω, Αϊμά αδελφή μου! Αλλά σαν μου πη έξαφνα, εσύ δεν συνειθίζεις να με λες, Αϊμά αδελφή σου. Τόσον καιρόν μ' έκραζες Αϊμά, και τώρα με λέγεις αδελφήν σου; Τώρα λοιπόν έμαθες πως είμεθα αδελφοί, διά πρώτην φοράν; Κεγώ, οπού επίστευα απ' αρχής πως είμεθα αδελφοί, ήμουν απατημένη; Πρέπει να είνε ψεύματα, διότι μου το λέγεις τώρα διά πρώτην φοράν. Τότε τι να της πω; Τότε θα της πω ότι τώρα σε αγαπώ... (ενταύθα η φωνή του Μάχτου ελάμβανε παράδοξον ήχον, όμοιον με στόνον ηδυπαθείας) πλειότερον παρά άλλην φοράν, και διά τούτο σε ονομάζω Αϊμά αδελφή μου. Ειμπορώ ποτε να το πω αυτό, αφού μόλις το είπα τώρα, και το μέτωπόν μου καίει έξαφνα; πόσον καίει! (ο Μάχτος έφερε την χείρα εις το μέτωπον). Ειμπορώ να το πω ενώπιόν της; Αν θυμώση; Αν λυπηθή; Αν αγριεύση; Η Αϊμά να αγριεύση; Η Αϊμά να θυμώση; Δεν ειμπορεί να θυμώση, αλλ' ειμπορεί να λυπηθή. Και τότε πώς θα την ικανοποιήσω; Είνε ποτε δυνατόν; Και την ζωήν μου όλην να θυσιάσω, και το αίμα μου να χύσω, δεν ειμπορώ να πληρώσω έν δάκρυ της. Αλλά τι λέγω; Δεν θα κάμω τίποτε. Είμαι εις απελπισίαν. (Μετά τινων στιγμών παύσιν, καθ' ην ο Μάχτος εστέναζε τοιούτους βαθείς στεναγμούς, οίους αι λόχμαι και αι φάραγγες μόνον ηδύναντο ν' αντηχήσωσιν, επανελάμβανεν): Ω, θάρρος. Δεν είνε τόσον μεγάλη απελπισία. Εδώ χρειάζεται ενέργεια. Αυτός ο άνθρωπος έχει κακόν σκοπόν διά την Αϊμάν. Εγώ πρέπει να την σώσω. Και ποίαν σωτηρίαν ειμπορώ να της κάμω, αφού δεν ειξεύρω τίποτε; Δεν πειράζει, θα μάθω. Τώρα, πρέπει ν' αρχίσω να ενεργώ. Ανάγκη να της είπω όσα ειξεύρω, και να μη τα κρύπτω. Τούτο είνε χρέος μου. Λοιπόν θα την φωνάξω εις τον κήπον... όχι, δεν πρέπει, αυτό είνε βάρβαρον. Δεν θα την κράξω εγώ να έλθη εις τον κήπον, θα φυλάξω την ώραν όπου θα ευρίσκεται εκεί. Αυτό είνε το μόνον σωστόν. Το άλλο δεν ταιριάζει. Πόσον ανόητος είμαι, συλλογίζομαι τώρα δύο ημέραις πώς ν' αρχίσω την ομιλίαν, με ποίας λέξεις, και το κυριώτερον είνε εις ποίον μέρος να την ευρώ, διά να της κάμω την ομιλίαν. Εις τον κήπον, όταν θα είνε εκεί μέσα. Ναι, αυτό είνε σωστόν. Αλλ' εις τον κήπον, την ώραν που θα ποτίζη τα λουλούδια της, να υπάγω κ' εγώ να της κάμω ενόχλησιν; Είνε τούτο πρέπον; Θα δυσαρεστηθή. Αλλά δεν θα υπάγω την ώραν όπου έχει εργασίαν, θα υπάγω εις άλλην ώραν. Αλλ' όμως η Αϊμά σχεδόν όλας τας ώρας έχει εργασίαν, δεν κάθηταί ποτε αργή. Ας είνε. Θα της ειπώ πρωτήτερα, τι ώρα θα είνε εις τον κήπον, χωρίς να κάμνη εργασίαν, διά να υπάγω να της ομιλήσω. Και τότε πώς θα της φανή; Θα την ξιππάσω άδικα. Θα λέγη, τι να με θέλη ο Μάχτος, τι έχει να μου πη; Διατί να της προξενήσω αυτήν την ανησυχίαν; Δεν είνε καλλίτερον να εμπώ εις τον κήπον, να την χαιρετίσω και να της πω· Αδελφή μου Αϊμά, συμπάθησέ με, παύσε μίαν στιγμήν την εργασίαν σου, έχω να σου πω κάτι; Να παύση την εργασίαν της; Και πώς ειμπορώ εγώ να της πω να παύση την εργασίαν της, ποίον δικαίωμα έχω; Δεν θα της φανή βάρβαρον αυτό; Δικαίως θα κακιώση, και θα με νομίση χωριάτην, θα ειπή μέσα της, ο Μάχτος δεν ξεύρει πώς να φέρεται, κρίμα! Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει. Τώρα πρέπει να πάρω μίαν απόφασιν. Διότι άλλως δεν ειμπορεί να γένη. Και αφού δεν ειμπορώ τόσον καιρόν να αποφασίσω τι θα της πω, το καλλίτερον είνε να μη συλλογίζωμαι τίποτε. Ας το αφήσω εις την τύχην. Ό,τι μου κατεβή εκείνην την ώραν, εκείνο θα της πω. Ο Μάχτος, λαβών τέλος την ανωτέρω απόφασιν, ηρκέσθη εις τούτο και μόνον, δεν ηυτύχησε δε και να την εκτελέση. Την αυτήν εσπέραν ο Πρωτόγυφτος και ο συνοδοιπόρος του επανήλθον εκ της εκδρομής των. Η Γύφτισσα ετόλμησε να ερωτήση τον σύζυγόν της πού είχε μεταβή και διατί δεν ανήγγειλε προς αυτήν ουδέν περί της απουσίας του. Ο Πρωτόγυφτος ήρπασε την πρώτην πυράγραν, ην εύρε προχειροτέραν, και τη κατέφερε πληγάς. Ο Βούγκος σπεύσας εκράτησε την χείρα του πατρός του. — Διατί την δέρνεις, πατέρα; είπε. — Άφησε, Βούγκο, να βάλη γνώσι η παληόστριγλα. Χμου! Γρου!... — Δεν την λυπάσαι, πατέρα; — Μίαν οργυιά γλώσσα μου πετά έξω από το στόμα η πανούκλα. Γρου! Κμρου!... — Πατέρα, δεν σου είπε τίποτε· σε ηρώτησε πού επήγες, είπεν ο Βούγκος. Πειράζει αυτό; — Αυτή η λώβα θα μ' ερωτήση πού πήγα; Είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και ποίος θέλεις να σ' ερωτήση; — Δεν είνε δουλειά της ν' ανακατόνεται. Γρου! — Έφυγες χωρίς να μας πης τίποτε, πατέρα, είπεν ο Βούγκος. — Έπρεπε να πάρω θέλημα από σας; είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Δεν ειξεύραμεν πού ευρίσκεσαι. — Ήτον ανάγκη να ξεύρετε; Εγώ πήγα εις την δουλειά μου. Και ουδείς πλέον ετόλμησε να είπη λέξιν. Η δευτέρα απουσία του Γύφτου διήρκεσεν άλλαις τρεις ημέραις. Και πάλιν ο Μάχτος, παρά πάσας τας υπονοίας του δεν εθάρρησε να είπη τι εις την Αϊμάν. Δικαιολογών δ' ενδομύχως την ατολμίαν του προσεπάθει διά της βίας να πείση εαυτόν, ότι πας φόβος ήτο μάταιος, και αδίκως είχε βασανισθή. Ότε επέστρεψεν εκ της δευτέρας εκδρομής ο Πρωτόγυφτος είχε μεταβεβλημένον το ήθος. Είδος τι υπερηφανείας αήθους έλαμπεν εις την όψιν του, και παρείχεν έκφρασιν εις τους τραχείς αυτού χαρακτήρας. Η ταλαίπωρος Γύφτισσα δεν ετόλμησε να τω απευθύνη ερώτησίν τινα. Εν τούτοις ο Βούγκος εκάλεσεν ιδιαιτέρως τον Λάκωνα και τω είπε· — Θα σ' ερωτήσω ένα πράγμα. — Λέγε. — Ειξεύρεις ότι εγώ είμαι πονηρότερος από όσον φαίνομαι! — Και τι με τούτο; — Πολλαίς φοραίς καταλαβαίνω πολλά, αλλά δεν λέγω τίποτε. — Έτσι έ; — Την άλλην φοράν, όταν είχες λείψει διά μίαν ημέραν από εδώ, το ενθυμείσαι; — Το ενθυμούμαι. — Σε ηρώτησεν ο πατέρας μου, και είπες ότι είχες πάγει διά ψάρευμα. — Ναι. — Εγώ όμως σε είχα ιδεί που υπήγες, εις την ξηράν και όχι εις την θάλασσαν. — Λέγεις; — Και δεν ηθέλησα να πω τίποτε, διότι δεν μ' έμελε και τόσον. — Ας είνε. — Κατάλαβα όμως ότι δεν λέγεις όλαις ταις φοραίς την αλήθειαν. — Και αυτό γίνεται. — Τώρα θα σ' ερωτήσω κάτι άλλο. — Λέγε. — Πού υπήγατε δύο φοραίς με τον πατέρα μου; Ο Λάκων εδίστασεν επί στιγμήν και είτα είπε· — Δεν έλεγες τώρα ότι εγώ δεν λέγω πάντοτε την αλήθειαν; — Ναι. — Λοιπόν τότε τι μ' ερωτάς, αφού δεν ξεύρεις αν θα πω αλήθειαν; — Σωστά. — Και αν πρέπει να με πιστεύσης ή όχι; — Βέβαια. — Ώστε, αφού απ' αρχής με βγάζεις ψεύστην, τότε τι ειμπορώ να σου πω; — Έχεις δίκαιον. — Όμως εγώ θα σου πω, και αν θέλης, πίστευσε. — Θα πιστεύσω. — Με τον πατέρα σου πηγαίνομεν εις το χωριό το δικό μου. — Και πού είνε αυτό; — Τέσσαραις πέντε ώραις μακρυά απ' εδώ. — Και τι κάμνετε εκεί; — Αυτό κ' εγώ δεν το ξεύρω καλά καλά. — Δεν το ξεύρεις; — Βέβαια. — Πώς γίνεται; — Γίνεται. — Τι θα πη; — Για την ώρα, δεν ξεύρω τι κάμνομεν. Εις το μέλλον όμως ίσως θα κάμωμεν τίποτε. — Τι πράγμα; — Πάντοτε καλόν, και μην έχης κακήν ιδέαν, Βούγκο. — Πώς θα με κάμης να πιστεύσω; — Δεν ειμπορώ. Αφού πρώτα πρώτα με είπες ψεύστην. Ο Βούγκος συνέστειλε τα χείλη, έσεισε την κεφαλήν και δεν εύρεν άλλην λέξιν να είπη. Άπορον δ' εφαίνετο και εις αυτόν ότι κατώρθωσεν ήδη να είπη τόσας, όπερ δεν ενθυμείτο αν συνέβη άλλοτε. Η τρίτη απουσία του Γύφτου παρετάθη επί μίαν εβδομάδα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. Μήτηρ και υιός. Ήδη απεφάσισε τέλος ο Μάχτος να ομιλήση. Αλλά την στιγμήν καθ' ην είχε καταστρώσει τα σχέδια και ήτο πλήρης θάρρους, δεν ευρέθη κατά τύχην η Αϊμά παρούσα. Ο Μάχτος δεν την εύρεν ούτε εις τον κήπον ούτε εις την καλύβην και την εζήτει εις μάτην. Εσκέφθη ότι η Αϊμά θα ήτο πιθανώς εις το φρέαρ, και μετέβη εκείσε. Αλλά δεν εύρε την Αϊμάν. Περιήλθε τα μέρη εις όσα συνήθως μετέβαινεν αύτη προς εργασίαν. Ουδαμού Αϊμά. Ο Μάχτος επέστρεψεν εις την καλύβην, ελπίζων ότι η νέα θα επανήλθεν ήδη αυτόσε και έμελλε να την εύρη. Απούσα η Αϊμά. Ο νέος έκαμε και άλλον γύρον, και μετέβη προσέτι και εις όσους τόπους σπανιώτατα ευρίσκετο εκείνη, ουδ' είχε μεγάλην πιθανότητα ότι ήθελε την εύρει. Ώχετο η Αϊμά. Τέλος επέστρεψε το δεύτερον εις την καλύβην, πεποιθώς ότι θα την εύρισκε τέλος. Αλλ' όμως δεν την εύρεν. Αντί της Αϊμάς εύρε την Γύφτισσαν, καθημένην επί του ουδού. Είχεν εξηπλωμένα τα σκέλη, και απήλαυε την μακαρίαν άνεσιν, ην τη παρείχεν η αέναος και πυρετώδης φιλοπονία της νέας κόρης. Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της. — Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε. — Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά; — Όχι. — Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση. Και διασκελίσας τον ουδόν, χωρίς να δώση καιρόν εις την μητέρα του όπως απομακρυνθή και τω αφήση ελευθέραν την δίοδον, εισήλθεν όπως βεβαιωθή. Εντούτοις μάταιον το κίνημα, η Αϊμά δεν ήτο εν τη καλύβη. Ο Μάχτος συνέλαβεν άλλην τινά ελπίδα. — Μην κοιμάται; είπε. Και έρριψεν εις τον κοιτώνα της κόρης το δειλότατον και αιδημονέστατον βλέμμα, όπερ εξήλθέ ποτε εκ των οφθαλμών νεαρού Αθιγγάνου. Και τούτο μάταιον. Η Αϊμά δεν εκοιμάτο, έλειπεν. Ο Μάχτος ησθάνθη ήδη μεγίστην ανησυχίαν. Τω όντι το πράγμα τω εφαίνετο σοβαρόν. — Πού είνε η Αϊμά, μάννα; έκραξεν. Η Γύφτισσα είχε νικήσει την ραστώνην, ήτις εδέσποζεν αυτής προ ολίγων στιγμών, και εισήλθεν εις την καλύβην. — Δεν ξεύρω, απήντησεν απλώς. — Δεν ξεύρεις; είπεν ο Μάχτος· δεν ξεύρεις πού είνε; — Δεν ξεύρω, επανέλαβεν η Γύφτισσα. — Με τα σωστά σου, μάννα; είπεν ο Μάχτος αδημονών. — Τι έπαθες, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Τι έπαθα; Η Αϊμά πού είνε; — Πού θέλεις να είνε; Όπου είνε θαρθή. — Αλλά λείπει πολλήν ώραν; — Δεν ξεύρω πόσην ώραν λείπει, μικρέ μου, είπεν η Γύφτισσα. — Και τι κάμνεις εδώ; Να μη ξέρης πότε έφυγε, και πού πάγει; — Πού θέλεις να πάγη; Δουλειά θα έχη. — Εγώ υπήγα παντού. Δεν είνε πουθενά. — Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει; Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω. — Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε. — Δεν ξεύρω τι έπαθες, μικρέ μου. — Αλλ' αύτη δεν είνε εδώ, είπε παραπονετικώς ο Μάχτος. — Και σαν δεν είνε, θάρθη. — Πότε θάρθη; — Το γρηγορώτερο. — Και σαν δεν έρθη; — Πώς γίνεται να μην έρθη; — Ξεύρεις καμμιά φορά. Ωχ, μάννα μου, θαποθάνω... Και κατενεχθείς επί του εδάφους, ήρχισε να κλαίη με αληθή δάκρυα. — Σε καλό σου, μικρό μου, είπεν η Γύφτισσα υπέρ την κεφαλήν αυτού. Τι έχεις; — Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται; — Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν. — Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα. Θα λείψη και ο μπελάς της. — Αυτή που σου κάνει όλαις ταις δουλειαίς; — Καλαίς είνε η δουλειαίς, Μα το &μούχτι& είνε πιο καλλίτερο. — Ποιο &μούχτι&; — Τα άσπρα, είπεν η Γύφτισσα, και ήστραψαν οι οφθαλμοί της, ως να έβλεπεν τω όντι άσπρα λάμποντα ενώπιόν της. — Α! έτσι; είπεν ο Μάχτος αισθανθείς αγανάκτησιν. Θέλετε σεις να την πωλήσετε; Δεν σας μέλει τίποτε! Α, εντροπή!... Ο Μάχτος ηγέρθη. — Εγώ όμως δεν θα σας αφήσω, έκραξε. Διά πώλημα την είχατε τόσον καιρόν εδώ; Ο Θεός θα σας τιμωρήση...Και αν ο Θεός το δεχθή, εγώ δεν το δέχομαι... Ο Μάχτος είχεν αλλοιωθή όλος απαγγέλλων τας λέξεις ταύτας. Το όμμα του έλαμπε παραδόξως, και το ανάστημά του ωρθούτο στιβαρώς. Τα δάκρυα είχον ξηρανθή επί της μορφής αυτού, και τα ίχνη αυτών εφαίνοντο επί των παρειών μεμιγμένα μετά της ασβόλης, ήτις συνήθως έχραινε το πρόσωπον αυτού. Η δε Γύφτισσα ουδέν ενόει εκ της αγανακτήσεως, ην εξέφραζεν η στάσις αύτη. Τον εθεώρει μετ' εκπλήξεως και δεν εύρισκε λέξιν να είπη. Ο Μάχτος εξήλθεν εκ της καλύβης, καταλιπών αυτήν άναυδον. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. Αι δύο πληγαί. Μέχρι τινός είχεν αποσπασθή εκ της διανοίας του Μάχτου η επί τη απουσία της Αϊμάς μέριμνα. Αλλ' άμα εξελθών, ανεμνήσθη ότι ώφειλε να φροντίση περί τούτου. Ήρχισε δρομαίως να βαδίζη επί της οδού της αγούσης εις την κώμην. Ότε προέβη πολλά βήματα, είδε συρροήν λαού, ανδρών, γυναικών και παίδων, αποφράττουσαν την δίοδον παρά τινα μάνδραν. Ετάχυνε το βήμα. Διαβάτης αποσπασθείς εκ του ομίλου ήρχετο προς αυτόν. — Τι τρέχει; τον ηρώτησεν ανυπομόνως ο Μάχτος. — Δεν ξεύρω κεγώ, απήντησεν ο διαβάτης. Γυναίκες, θαρρώ, μάλωσαν αναμεταξύ τους. Ο Μάχτος εδιπλασίασε την ταχύτητα του βήματος. Να είνε τάχα η Αϊμά; ηρώτησε καθ' εαυτόν. Προσεγγίσας εις τον όμιλον επείσθη ότι δεν είχεν απατηθή. Η Αϊμά, χωρίς ν' αναγγείλη εις την Γύφτισσαν, είχε φορτωθή προ δύο ωρών κάνεον πλήρες φορεμάτων και απήλθεν εις τον αιγιαλόν, σκοπούσα να πλύνη αυτά εις το αλμυρόν ύδωρ και ακολούθως να τα &ξεγλυκάνη&. Αλλ' ετιμωρήθη διά την καλωσύνην της. Ότε είχε τελειώσει το έργον και φορτωθείσα εκ νέου το κάνεον επανήρχετο εις τα ίδια, οι παίδες του δρόμου, ζητούντες διασκέδασιν, εύρον τοιαύτην εις το να λιθοβολώσι το κάνεον επί της κεφαλής αυτής, αμιλλώμενοι τις να φανή δεξιώτερος σκοπευτής. Ατυχώς λίθος τις εκτύπησε την Αϊμάν εις το μέτωπον. Η νέα ησθάνθη σκοτοδίνην, εκάθισεν εις το μέσον της οδού, κατεβίβασε τρέμουσα το κάνεον από της κεφαλής της, και προσεπάθει να επίσχη το ρέον αίμα. Ιδόντες το πάθημα οι παίδες ετράπησαν εις φυγήν και ήρχισαν να επιρρίπτωσιν εις αλλήλους την μομφήν του αδικήματος. Εν τούτοις παροδίτης τις εσπλαγχνίσθη την κόρην κλαίουσαν, και ήλθε πλησίον αυτής. — Τι έχεις μικρά; τη είπε. Η Αϊμά έδειξε την πληγήν της, ην συνέσφιγγε με την χείρα. — Ποίος σ' εκτύπησε; — Κάτι παιδιά, είπεν η Αϊμά. Ο παροδίτης απέσυρεν εκ του θυλακίου το μανδύλιόν του και έδεσε το τραύμα της κόρης. — Σηκώσου να πάμε εις το σπίτι σου, είπεν ο ελεήμων διαβάτης. Πού θέλεις να πάμε; Εγώ βαστώ το πανέρι σου με τα ρούχα. Συγχρόνως από της άλλης άκρας της οδού ηκούσθησαν φωναί γυναικείοι, αραί, ύβρεις και βλασφημίαι. — Να χαθής, κλέφτρα! Να χαθής! έκραζε νέα τις γυνή. — Μεγάλο άδικο, και ο Θεός να σε κρίνη. Μαύρη φωτιά να σε κάψη και κακή ανάγκη να σε θερίση, απήντα γραία τις. Χαΐρι και προκοπή να μην ιδής, και σαν φείδι κολοβό να σέρνεσαι χάμου. Μεγάλο ξαφνικό να σ' ευρή και κακό μαντάτο να σούρθη, να κρένεσαι και να καίεσαι και μερωμό να μην έχης, όσο σου έκλεψα εγώ ρούχα. Ναι. Η Αϊμά είχεν εγερθή και ο άνθρωπος εκείνος ηθέλησε να φέρη αυτός το κάνεον. Εν τούτοις η νέα δεν επείσθη και έλαβε το κάνεον υπό την μασχάλην της. Την αυτήν στιγμήν συνήντησε την γραίαν, ήτις έκρωζε τας ανωτέρω βλασφημίας. Ήτο δε αύτη η γνωστή Εφταλουτρού. Άμα ιδούσα η Εφταλουτρού την νέαν, δεν παρετήρησεν ούτε το δέμα περί το μέτωπόν της, ούτε την οδύνην ην εξέφραζεν η μορφή της. Έν μόνον είδε. Το κάνιστρον με τα ενδύματα. Τότε δεν έχασε καιρόν, αλλ' έβαλεν ισχυράν κραυγήν, οποίαν μόνον νέα γυνή φωνασκός ηδύνατο να βάλη. — Έλα εδώ! έκραξεν αγρίως η Εφταλουτρού προς την εκείθεν της αιμασιάς γυναίκα, ήτις εμέμφετο αυτήν επί κλοπή. Έλα εδώ να ιδής, ποιά σου έκλεψε τα ρούχα σου. Ακούσασα την πρόσκλησιν ταύτην η άλλη γυνή δεν έχρηζε μεγάλης νοημοσύνης όπως εννοήση. Έσπευσε να φθάση εντεύθεν του φράκτου, και έρριψεν άπληστον βλέμμα επί του κανίστρου της Αϊμάς. Χωρίς δε να ερευνήση προσεκτικώτερον, ενόμισεν ότι εβεβαιώθη περί του πράγματος, διότι η σύμπτωσις κατέπληξεν αυτήν. Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη. Εν τη παραζάλη ταύτη ελησμόνησε και το κάταγμα του μετώπου, όπερ έπαθε, προ μικρού. — Μπράβο σου, δεν τώλπιζα· έκραξεν αύθις η γυνή. — Εγώ; είπε μόνον η Αϊμά. Όχι. — Αυτή είνε, αυτή είνε· επέμενεν η γραία Εφταλουτρού. — Όχι, όχι· είπεν ο προστάτης της Αϊμάς. Αυτή δεν είνε τέτοια. — Αυτή είνε, σου λέγω· έλεγεν η Εφταλουτρού. Και επέμενε διά νευμάτων και διά κτυπημάτων της ράβδου επί του εδάφους να βεβαιοί τους ισχυρισμούς αυτής. Είνε δε περίεργον ότι η Εφταλουτρού κατά την παρούσαν περίστασιν δεν εξεστόμιζεν ούτε ύβρεις, ούτε βλασφημίας. Αφού ανεκάλυψε τοιούτον θύμα τόσον ευάλωτον, και αφού είχε πράγματα υπό τας όψεις της, οι πολλοί λόγοι τη εφαίνοντο κενός και μάταιος ήχος. — Αυτά είνε, επέμενε λέγουσα, αυτά. Δεν βλέπεις τα ρούχα; Η γυνή ουδ' έλαβε τον κόπον να παρατηρήση μετά προσοχής τα ενδύματα, αν ήσαν τα εδικά της. Και αν υπήρχεν ομοιότης ή διαφορά, δεν ήτο ικανή, παραφερομένη υπό του θυμού, να εξακριβώση τούτο. Τέλος τα φαινόμενα έπειθαν αυτήν να επαναλαμβάνη· — Μπράβο, κυρά γυφτοπούλα, είσαι και τέτοια; Ποιος το πίστευε; — Όχι, έλεγεν η Αϊμά, όχι. Αυτά τα ρούχα είνε εδικά μου. — Κύτταξε, κυρά, είπεν ο ανήρ ο συνήγορος της Αϊμάς, κύτταξε να ιδής αν ήνε τα ίδια. Αυτή η νέα φαίνεται φρόνιμη, δεν πιστεύω να σου έκλεψε. — Αυτά είνε τα ρούχα, έλεγε προπετώς η Εφταλουτρού, λησμονούσα ότι δεν ήτο έργον αυτής να βεβαιώση το πράγμα. Αυτά είνε τα ρούχα, τα έκλεψε. — Και πώς πετιέσαι εσύ, γρηά; είπεν ο ξένος. Από πού ξεύρεις ότι τα έκλεψε; — Τέτοια είνε αυτή, τέτοια, επέμενεν η γραία, αγωνιζομένη να κρατή την νέαν γυναίκα υποχείριον, διότι εφοβείτο μη αύτη μεταπεισθή. Το παίρνεις στην ψυχή σου, γρηά; επανέλαβεν ο ξένος. — Στην ψυχή μου και στη συνείδησί μου, απήντησεν η Εφταλουτρού, θέτουσα δραματικώς την χείρα επί του στήθους. Τοσαύτην δε πεποίθησιν ενέφαινε το ήθος αυτής και ο λόγος, ώστε και αυτός ο αυθόρμητος συνήγορος της Αϊμάς ήρχισε να κλονίζεται. Επί τέλους δεν εγνώριζε την νέαν και ήτο ενδεχόμενον να είνε και κλέπτρια, όπως εβεβαίου η Εφταλουτρού. Ήρκει ότι περιέδεσε με το μανδύλιόν του το τραύμα της δυστήνου κόρης, ήρκει ότι είπεν ένα καλόν λόγον προς υπεράσπισιν αυτής, και ηδύνατο ευλόγως να νομίζη ότι εξεπλήρωσε το χρέος του. Του λοιπού ας εμερίμνα αυτή περί εαυτής. Η γραία ιδούσα τον δισταγμόν του ξένου, ενόησεν ότι έπρεπε να επιμείνη όπως κερδίση την δίκην. — Είμαι ογδώντα τριών χρόνων, είπε, και ψέμμα ακόμα ως τώρα δεν εβγήκεν από τα χείλη μου. Σας λέγω ότι αυτά είνε τα ρούχα. — Και πώς τα ξεύρεις ότι είνε αυτά; ηρώτησεν ο ξένος — Τα είδα απλωμένα. — Και το πανέρι πού ευρέθη; Είνε και αυτό της κυράς; — Δεν ξεύρω διά το πανέρι, ειμπορεί να είχεν αυτή, η Γυφτοπούλα, πανέρι με ρούχα δικά της. Και επειδή θα ήτον μισοάδειο, επήρε και τα ξένα ρούχα διά να το απογεμίση. Εις τον ξένον οι τελευταίοι λόγοι της Εφταλουτρούς δεν ενέπνευσαν την αυτήν εμπιστοσύνην. Τω εφάνη ότι διέγνω πανουργίαν. — Άμε στο καλό, γραία, δεν λες αλήθεια. — Αλήθεια λέγω, είπεν η Εφταλουτρού απτόητος. — Δεν ειμπορώ να πιστεύσω. Εν τω μεταξύ η νέα γυνή είχεν αρπάσει από των χειρών της Αϊμάς το κάνεον με τα ενδύματα και έφυγεν. Η παιδίσκη διατελούσα εν σκοτοδίνη δεν ηδυνήθη ναντιστή, ουδ' απεπειράθη τούτο. — Έτσι δα, αρχοντοπούλα γύφτισσα, έκραξε μανιώδης η γυνή. Μου τα πήρες, σου τα παίρνω. Είμεθα ίσα ίσα. — Πώς παίρνεις τα ρούχα; έκραξεν ο ξένος ορμήσας να αρπάση το κάνεον. Αλλ' η γυνή είχε διασκελίσει ήδη τον φράκτην και έτρεχεν εις την οικίαν της. — Καλά έκαμεν, είπεν η γραία χαιρεκακούσα. Άλλη φορά να βάλη γνώσιν αυτή. Την τελευταίαν λέξιν επρόφερεν η Εφταλουτρού μετ' ανεκφράστου μίσους. Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε διά λόγου ούτε δι' έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον. Εις τον τόπον είχον συρρεύσει δέκα ή δεκαπέντε άνθρωποι, παροδίται ή γείτονες. Η αισχύνη επίεζεν αυτήν ως σιδηρούς χλοιός. Τη εφαίνετο ότι είχε πίει χολήν και όξος. Οι οφθαλμοί της έπασχον διαλείψεις σκότους και φασμάτων, τα ώτα της εβόμβουν δυσήχως και φοβερώς. Τα γόνατά της εκάμφθησαν, και έπεσεν ως σωρός επί του εδάφους. Την στιγμήν εκείνην έφθασεν ο Μάχτος τρέχων και πνευστιών. Δι' ενός βλέμματος είδε την ταραχήν και τον πόνον της Αϊμάς, είδε το δέμα όπερ έφερε περί το μέτωπον και έπεσε παρ' αυτήν έξαλλος. — Τι έχεις, Αϊμά; είπεν. Η νεάνις δεν ηδυνήθη να αρθρώση λέξιν, είδε μόνον τον Μάχτον και εφάνη ως να μη τον εγνώριζε. — Τι έπαθες, Αϊμά: επανέλαβεν ο νέος. Ο υπερασπιστής της Αϊμάς έσπευσε ν' απαντήση αντ' αυτής. Της έσπασε το κεφάλι μία πέτρα. — Ποιος; Ποιος την έρριξεν; έκραξεν ο Μάχτος περιβλέπων απειλητικώς. — Κανένα παιδί του δρόμου, είπεν ο ξένος, την έρριξε κ' έφυγε. — Α, αδελφή μου, είπεν ο Μάχτος, και υπό τον οίκτον ον εξέφραζεν η λέξις αύτη διέλαμπεν είδος τι χαράς. — Είνε αδελφή σου; είπεν ο ξένος. Αδελφή μου, απήντησεν ο Μάχτος. Σηκώσου, Αϊμά, να πάμε στο σπίτι. Σου πονεί πολύ; — Όχι, είπεν η Αϊμά, αρχίσασα να συνέρχηται εις εαυτήν. Συγχρόνως δε απηύθυνε προς τον ξένον νεύμα τι· το νεύμα τούτο δεν ενόησεν εκείνος, είχε δε την εξής έννοιαν· — Μη λέγης τίποτε εις τον Μάχτον διά το πανέρι με τα ρούχα. Ευτύχημα δε ήτο ότι ο ξένος δεν ενόησεν, Αν ενόει, ήθελε χάσει πάσαν αγαθήν υπόληψιν περί της Αϊμάς, διότι η φυσικωτάτη ερμηνεία, ην ηδύνατο ν' αποδώση, θα ήτο, ότι η νέα ήτο τω όντι ένοχος κλοπής, και δεν ήθελε να περιέλθη το αίσχος της εις γνώσιν του αδελφού της. Άλλως δε, εις ουδένα των παρόντων επήλθεν η ιδέα να είπη εις τον Μάχτον τι είχε συμβή· ευλόγως περιέμενον πάντες να ομιλήση η νέα. Αλλ' αύτη εσίγα. Το πλήθος κατείχετο υπό μεγίστης περιεργείας. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη ότι ήθελεν αποσιωπήσει η Αϊμά τα συμβάντα. Εν τω μεταξύ η Εφταλουτρού, χωρίς μηδείς να την παρατηρήση, είχε λάβει την ράβδον της υπό μάλης, είχεν οξύνει το βήμα της και έφυγεν ηρέμα, κλίνουσα με την ετέραν των πλευρών προς την γην. Τούτο συνέβη από της πρώτης στιγμής καθ' ην ενεφανίσθη ο Μάχτος. Το πλήθος έμενε με στόματα κεχηνότα και περιέμενε την εξήγησιν. Αξιοσημείωτον δε είνε πως η Εφταλουτρού, ούσα εκ των κυριωτάτων προσώπων της σκηνής κατώρθωσε να εκφύγη χωρίς οι θεαταί να παρατηρήσωσι τούτο. Αλλ' η γραία αύτη ήτο εξ εκείνων των προσώπων, άτινα ευκόλως εισδύουσι πανταχόσε, και ευκόλως πάλιν εξαφανίζονται. Ο Μάχτος έλαβε την Αϊμάν από του βραχίονος και την εβοήθησε νανορθωθή. — Πάμε, αδελφή μου. — Πάμε, είπεν η νέα. — Εμείς σ' εχάσαμεν τόσην ώραν, Αϊμά. Δεν μου λες πού ήσουν; — Υπήγα εις δουλειά, εψέλλισεν η Αϊμά. — Εις τι δουλειά; — Να πλύνω. Την στιγμήν ταύτην η προσοχή του πλήθους επετάθη τα μέγιστα. Περιέμενον πάντες νακούσωσι την ιστορίαν, ης είχον γείνει αυτόπται, εν τούτοις. Αλλά το διαφέρον εστρέφετο εις άλλο σημείον. Επερίμενον να ίδωσι τον θυμόν του Μάχτου, ίσως και απόπειράν τινα βιαίαν αυτού, και ούτω το σκανδαλώδες και περίεργον του πράγματος θα εξηκολούθει παριστώμενον εις μήκος. Ποίαν καλλιτέραν ψυχαγωγίαν ηδύναντο να εύρωσι τόσοι άνθρωποι; Και αν είχε τις εξ αυτών εργασίαν, προθύμως ήθελε την αφήσει όπως ψυχαγωγηθή. Πολλώ μάλλον αν ήσαν αργοί. — Να πλύνης; επανέλαβεν ο Μάχτος. — Ναι, είπεν η Αϊμά. — Και πού είνε τα ρούχα που έπλυνες; — Τα άπλωσα σιμά 'στη βρύσι, είπεν η Αϊμά, προτιμήσασα να ψευσθή. Το πλήθος ήκουσε μετ' απείρου εκπλήξεως τον λόγον τούτον. Προφανώς η «Γυφτοπούλα» αυτή ήτο όχι μόνον κλέπτρια θρασεία, αλλά και ψεύστρια αναιδής. Τούτο ήτο αυταπόδεικτον και ψηλαφητόν προς πάντας. Τα πειστήρια έκειντο προ οφθαλμών. Τις ηδύνατο να τολμήση ναμφιβάλλη; Η Αϊμά κατεδίκαζεν εαυτήν. Ήτο αυτοκατάκριτος. Εάν άγγελος εξ ουρανού ετόλμα να παρουσιασθή όπως είπη ότι δεν ήτο αληθές τούτο, ουδείς θα τον επίστευε. Πας τις ηδύνατο ευκόλως να διαψεύση αυτόν, μεθ' όλην την ουρανίαν καταγωγήν του. Και αυτός ο υπερασπιστής της Αϊμάς επείσθη ήδη περί του πράγματος. Εκύτταζε να ίδη την Εφταλουτρού, όπως αιτήση παρ' αυτής συγγνώμην διότι την είχεν υποπτεύσει. Αλλ' η Εφταλουτρού είχε γείνει άφαντος και, ως φαίνεται, δεν ηγάπα τους θριάμβους. Εν τούτοις ο ξένος, όστις ήτο ειλικρινής και δεν ηδύνατο να υποφέρη τα ψεύδη, παρετήρησεν ατενώς την Αϊμάν, και τη είπε· — Στη βρύσι, είπες, τα άπλωσες τα ρούχα, 'σ τη βρύσι; Η Αϊμά τω απηύθυνεν ικετικόν βλέμμα. Αλλ' εκείνος το απέκρουσεν. — Είνε αλήθεια ότι τα άπλωσες τα ρούχα 'στη βρύσι; επανέλαβεν αδυσωπήτως. — Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων· — Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν. Ησθάνετο την ανάγκην ναπομακρυνθή εκείθεν ίνα αποφύγη το οχληρόν εκείνο πλήθος αυτός και η αδελφή του. Απεμακρύνθησαν δε βραδέως, αλλά το πλήθος τους ηκολούθησε διά του βλέμματος. Ήσαν δε πάντες ειπέρ ποτε πεπεισμένοι ότι η Αϊμά ήτο κλέπτρια. Τα βλέμματα άτινα αντήλλασσον προς αλλήλους τοιαύτην είχον έννοιαν, και ηδύναντο να διερμηνευθώσι διαλογικώς ούτω· — Α, τι ξετσιπωσιά! — Του διαβόλου η γύφτισσα. — Δεν την μέλει τέσσαρα. — Έκλεψε και δεν θέλει να το πη. — Και τι ψεύτρα! — Μπροστά 'στά μάτια μας να πη φοβερό ψεύμα! — Τέτοιοι είνε, αυτοί οι Γύφτοι! — Κατηραμένη φυλή. — Κλέφταις και ψεύταις. — Άθεοι. Και το πλήθος διελύθη. Έκαστος δε απεκόμιζεν ως λάφυρον έν ράκος εκ του διαρραγέντος πέπλου της αθωότητος. Έκαστος έφερεν ένα λίβελλον εκ των σκληρών ψόγων κατά της πτωχής παιδίσκης. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. Η αγορά και η πώλησις. Την νύκτα, την μετά την αυτήν εκείνην ημέραν, καθ' ην συνέβησαν τα ανωτέρω εκτεθέντα, δύο άνδρες οδοιπόρουν εν μέσω δάσους πιτύων, οκτώ ή δέκα μίλια μακράν της Μονεμβασίας. Φθάσαντες εις μέρος τι επίπεδον, κατέβησαν από των υποζυγίων εφ' ων εκάθηντο και ήρχισαν να συνομιλώσιν. Ο έτερος ήτο ανήρ εξηκοντούτης, λίαν σοβαρός το ήθος και κόσμιος την αναβολήν. Εκ πρώτης όψεως, αν και ήτο νυξ, το δε φέγγος της σελήνης μόλις κατέβαινε διά των πυκνών κλώνων των δένδρων εις τας δύο ταύτας μορφάς, εκ πρώτης όψεως ηδύνατό τις να νοήση την διαφοράν, την απόστασιν, το χάσμα, όπερ υπήρχε μεταξύ των δύο τούτων ανδρών. Ο Πρωτόγυφτος επέβαινεν εφ' ημιόνου, και εκάθητο επί του σάγματος αυτού μετά τόσης συστολής και δισταγμού, ως να μη είχε βεβαιότητα περί του πράγματος. Ο δε συνοδοιπόρος αυτού εκάθητο επί ίππου όλως αγερώχως και εφαίνετο δεξιός ιππεύς. Ότε επέζευσαν, ο Πρωτόγυφτος εβάδισε παρά τον συνοδοιπόρον του σχεδόν κεκυφώς, ούτος δε είχεν όρθιον το ανάστημα. Πάντα τα κινήματα του Γύφτου εφαίνοντο αβέβαια και συγκεχυμένα. Τα δε κινήματα του ξένου είχον το ευχερές, το άφροντι και αβίαστον, όπερ ιδιάζει εις τους ανθρώπους τους συνειθισμένους να άρχωσι. Τοιούτος ήτο ο συνοδοιπόρος του Γύφτου. Εκάθισεν ούτος υπό δένδρον τι. Ο Γύφτος έμεινεν όρθιος. Ο ξένος προσεκάλεσεν αυτόν να τον μιμηθή. Ο Γύφτος επέμεινε να μείνη όρθιος, και τότε ο ξένος ηναγκάσθη να μετέλθη έκτακτόν τι μέσον, να σύρη αυτόν εκ της χειρίδος, ίνα τον βιάση. Ο Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αντιστή επί πλέον, και υπήκουσεν. — Ελέγαμεν λοιπόν, μάστορη; είπεν ο ξένος με καθαράν φωνήν. — Τι διατάττει ο άρχων, είπεν ο Γύφτος με φωνήν υποτρέμουσαν — Να μην έχης κανένα δισταγμόν, είπεν ο άρχων. — Τι θέλει ο άρχων; — Επείσθης ότι σου θέλω το καλόν σου; — Με την ψυχήν μου, είπεν ο Γύφτος. — Και δεν δύναμαι να σου φέρω ποτέ δυστυχίαν; — Βέβαια. — Λοιπόν διστάζεις; — Όχι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος χθες; — Ό,τι τον επρόσταζεν ο άρχων μου. — Ώστε ενόησες πολύ καλά; — Βέβαια. — Επανάλαβε ό,τι σοι είπε, διά να ίδω αν ενόησες. Ο Πρωτόγυφτος έξυσεν ολίγον την κεφαλήν, υπετονθόρυσε με τον λάρυγγα έν πεπηγμένον &γρου χμου!& και είτα είπεν· — Ειμπορεί να μη τα καταφέρνω καλά. Αν ήθελεν ο άρχων να με βοηθήση — Λοιπόν πρέπει να τα είπω εγώ αντί σου; — Αν αγαπά ο άρχων. — Υπομονή τότε. Ειξεύρεις ότι αυτήν την στιγμήν φθάνει εδώ ο Θεόδωρος να μας εύρη; — Ειξεύρω — Και δεν θα είνε μόνος του. Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς. — Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων. — Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου. — Ναι. — Δεν το είξευρα. — Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάς — Το πιστεύω. — Δεν μας είνε δύσκολον. — Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον. — Διότι την απέκτησα. — Βέβαια. — Ώστε δεν έχεις δισταγμούς. — Αλλ' ας μοι είπη ο άρχων... — Δεν εφάνης πρόθυμος, φίλε, εις εκείνα τα όποια σοι είπεν ο υπηρέτης μου Θεόδωρος. — Πώς το λέγει ο άρχων; — Έδειξες προθυμίαν; — Ναι. — Τότε δεν έχομεν καιρόν να χάνωμεν. — Έχει δίκαιον ο άρχων. — Λοιπόν ας ανακεφαλαιώσωμεν. — Ναι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος; — Μοι είπε... — Τι; — Μοι είπεν ότι ο άρχων... — Ότι ο άρχων; — Ότι ο άρχων έχει ανάγκην... — Ο άρχων δεν έχει ανάγκην, είπεν αγερώχως ο ξένος. — Δεν ειξεύρω να μιλήσω καλά, ετραύλισε συνεσταλμένος ο Γύφτος. — Δεν πειράζει. Ήθελες να είπης ότι ο άρχων επιθυμεί. — Ναι, αυτό ήθελα να είπω, εψέλλισεν ο Πρωτόγυφτος. — Καλά. Βλέπεις, όταν θέλης, δύνασαι να ομιλής ελληνιστί, είπεν ο άρχων. — Όταν μου τα λένε, τα διορθόνω, είπεν ο Γύφτος. — Και τούτο καλόν. Λοιπόν, ο άρχων επιθυμεί;... Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο ότι είχε μεταξύ του λάρυγγος και της γλώσσης του φραγμόν τινα, και δεν ηδύνατο να εξέλθη η λέξις. Ο άρχων τον ώκτειρε, και δεν επέμεινεν. — Ας είνε, είπε, σε απαλλάττω του κόπου. Αλλ' όμως είνε αληθές ότι έφερες δυσκολίας. — Δυσκολίας; επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος. — Και πολλάς δυσκολίας. Αλλά διατί, σε παρακαλώ; Ο Γύφτος εσίγα. — Μήπως σου θέλω εγώ κακόν; Διατί δεν έχεις εμπιστοσύνην εις εμέ; — Εγώ; το ενάντιο, είπεν ο Γύφτος. — Και όμως δεν έχεις εμπιστοσύνην. — Ο Θεός να μη το δώση! — Διατί τότε δεν θέλεις ν' αποφασίσης; — Ξεύρω κ' εγώ; είπεν ο Πρωτόγυφτος, αρχίσας να εκφράζη τους δισταγμούς, ους υπηνίττετο ο άρχων. — Διατί να μη θέλης να κάμης με το καλόν έν πράγμα, ενώ εγώ δύναμαι άλλως να σε βιάσω να το κάμης; — Αυτό θα ήταν το καλλίτερο, είπε θρασυδείλως ο Γύφτος. — Λοιπόν θέλεις με την βίαν; είπεν απειλητικώς ο άρχων. Ο Γύφτος δεν απήντησε. — Ποίον φόβον έχεις; Όταν εγώ σε βεβαιώ ότι ουδείς θα πάθη. Και πάλιν ο Γύφτος εσίγα. — Ουδείς θα πάθη, επανέλαβεν ο άρχων, ούτε συ ούτε ο οίκος σου. — Άμποτε, είπεν ο Γύφτος. — Ούτε ο οίκος σου ούτε η γυνή σου ούτε τα τέκνα σου. Ενταύθα ο Γύφτος έκαμεν άκων κίνημά τι της κεφαλής. — Ούτε τα τέκνα σου, επανέλαβεν εμφαντικώς ο άρχων, και δεν ψεύδομαι. Ούτε αυτή η ιδία θα πάθη τι. Ο Γύφτος εκάλυψε το πρόσωπον με τας δύο χείρας. — Τω όντι είσαι αξιολύπητος, είπεν ο άρχων. Αξιολύπητος όχι διότι επίκειται κατά σου δυστύχημα τι· περί τούτου ουδείς φόβος. Είσαι αξιολύπητος μόνον διότι δεν θέλεις να πεισθής, και ουχί δεν θέλεις, αλλά δεν δύνασαι, δεν έχεις την ικανότητα να πεισθής. Ως προς τούτο δεν σε κατακρίνω. Ο άρχων μου είνε δίκαιος, εψιθύρισεν ο Γύφτος, και αποκαλύψας το πρόσωπον, εθεώρει τον άνδρα τούτον με ήθος τι δεισιδαιμονίας και θάμβους μεστόν. Έχεις δίκαιον να μη δύνασαι να εννοήσης, επανέλαβεν ο άρχων. Ειξεύρεις συ τους σκοπούς μου; Όχι. Εγώ όμως δύναμαι να σοι τους είπω. Δύναμαι να σοι είπω τι φρονώ, τι μελετώ και τι σκοπώ, όπως δύναμαι να το είπω προς το δένδρον τούτο, προς τον βράχον εκείνον και προς την μητέρα Γην. Διότι όπως τα άψυχα ταύτα πράγματα δεν δύνανται να με προδώσωσιν, ούτω και συ δεν δύνασαι να με προδώσης. Διότι δεν έχεις ούτε ακοήν όπως ακούσης ούτε φρένας όπως νοήσης ούτε φωνήν όπως λαλήσης. Άκουσον, και ας αντηχήσωσιν αι άγνωστοι αύται λέξεις εις τη ερημίαν ταύτην, ας θροήσωσι μετά της αύρας και μετά του θρου των φύλλων, ας ηχήσωσι μετά του άσματος των νυκτερινών πτηνών, ας αναμιχθώσι με τον κρότον του χειμάρρου, με το κελάρυσμα του ρύακος και με τον κικκαβισμόν της ερημικής γλαυκός. Ας ενωθώσι με τας πνοάς της φύσεως, ας υψωθώσι μετά των ατμών και των μύρων των ανθέων, ας εξαπλωθώσι μετά των νεφών και της ομίχλης, ας κατενεχθώσι μετά των ανέμων και των υετών επί της γης. Η ώρα έφθασεν. Αρκετοί αιώνες παρήλθον. Θέλω ν' αναγεννηθή η ανθρωπότης. Αιώνες κακοδαιμονίας κατησωτεύθησαν μάτην επί της γης, ώραι ευδαιμονίας ηριθμήθησαν μάτην. Η στιγμή αύτη είνε επίκαιρος. Θέλω ν' ανακαινισθή το ανθρώπινον γένος. Και ο ξένος, τοσαύτα ειπών, διεκόπη αποτόμως. Εφάνη ότι μετενόησεν εφ' οις είχεν ειπεί. Ίσως συνησθάνθη ότι αι εκφράσεις αύται, ριπτόμεναι ούτως εική προς ιδιώτην άνθρωπον, ηδύναντο να νομισθώσι γελοίαι. Αλλά τας είχεν ειπεί. Έλεγε ταύτα προς άνθρωπον μηδέν εννοούτα, κατά προτίμησιν, ουδέν δε ήθελεν ειπεί προς αυτόν αν ενόει. Έλεγε ταύτα αυτομάτως χάριν εαυτού και μόνου, ελησμόνει δε την παρουσίαν του Γύφτου, και δεν εθεώρει αυτόν ως ακροατήν. Εν τούτοις ο Γύφτος, αν δεν ηκροάτο λογικώς, ήκουεν όμως φυσικώς τας λέξεις ταύτας, και τω ενεποίησαν ίλιγγον. Υπέκειτο εις το συναίσθημα του ονειρευομένου, όστις βλέπει καθ' ύπνον υπερφυή πράγματα. Ενώ τω φαίνεται κατ' όναρ ότι βαδίζει επί λείας και ομαλής οδού, αίφνης ευρίσκει υψηρεφή τοίχον ενώπιόν του. Υπερφυής τις άνθρωπος, πελώριος γίγας, Τιτάν, παρουσιάζει προ των οφθαλμών αυτού έν όρος, όπερ κρατεί ευκόλως εις την χείρα, και το φυτεύει εκεί ενώπιόν του, του κόπτει αποτόμως την οδόν, και δεν δύναται να προβή. Τοιούτον όρος εφύτευε προ των ποδών του ταλαίπωρου Γύφτου ο μεγαλορρήμων εκείνος άνθρωπος. Ο δυστυχής Γύφτος δεν ηδύνατο ν' αναρριχηθή επ' αυτού. Μετ' ολίγας στιγμάς ο ξένος είχε πραϋνθή και ταπεινώσας τον τόνον ήρχισε να λέγη· — Δεν πειράζει, φίλε μου, αν δεν εννοής. Επειτα είνε και περιττόν να εννοήσης. Αρκεί να συνεννοηθώμεν εις όσον το κατά σε. Ο Γύφτος εθεώρει ατενώς. — Τώρα ο Θεόδωρος φθάνει. Ιδού ακούω τα βήματα. Τω όντι δε βήματα ηκούσθησαν και τρεις άνδρες ενεφανίσθησαν αίφνης. Οι δύο ήσαν χωρικοί εκ των πέριξ μερών, και έφερον ξίφη και τόξα. Ο τρίτος ήτο ο γνωστός ημίν Λάκων, ον ο άρχων ωνόμαζε Θεόδωρον. — Ήλθες, Θεόδωρε! είπεν ο άρχων άμα ιδών αυτόν. — Ιδού εγώ, αυθέντα, απήντησεν ο Θεόδωρος. — Και ποίας ειδήσεις μοι κομίζεις; — Παντού ησυχία, άρχων μου. — Έρχεσθε κατ' ευθείαν εκ Σπάρτης; — Ναι. — Και τι εμάθετε εκεί; — Έν μόνον σπουδαίον, είπεν ο Θεόδωρος. — Το ποίον; — Λέγουν ότι οι Τούρκοι πολιορκούν την βασιλεύουσαν των πόλεων, είπεν ο Θεόδωρος με συγκεκινημένην φωνήν. Συγχρόνως δε απεκάλυψε την κεφαλήν, καθ' ην στιγμήν επρόφερε τας δύο λέξεις: «βασιλεύουσαν των πόλεων». Ήτο έθος συχνόν παρά τω λαώ της Ελλάδος κατά τον χρόνον εκείνον. — Το είξευρα ήδη, είπεν ησύχως ο άρχων. — Έχω και μίαν επιστολήν διά τον άρχοντα, είπεν ο Θεόδωρος. — Επιστολήν δι' εμέ; Και ποίος την έφερεν; — Άνθρωπος με καλογερικά φορέματα, όστις μένει εις την Σπάρτην και περιμένει. — Τι περιμένει; — Περιμένει να του επιτρέψη ο άρχων να παρουσιασθή εις το Πληθώνειον. — Όταν επανέλθωμεν οίκαδε, θα σε πέμψω να τον οδηγήσης προς εμέ, Θεόδωρε. — Ορισμός σας, άρχων. — Τώρα, δος μοι την επιστολήν. — Ευθύς, άρχων. Ο Θεόδωρος ήνοιξε το περιστήθιόν του και εκβαλών εσφραγισμένον φάκελλον, ενεχείρισεν αυτόν εις τον άρχοντα. Ούτος τον έλαβε και υπό το φέγγος της σελήνης ανέγνω την επιγραφήν. — Έχει τις υμών δάδα; ηρώτησεν ακολούθως. Είς των συντρόφων του Θεοδώρου εξέβαλεν εκ του κόλπου του ίσκαν και πυρίτην λίθον και ανήψε δάδα, εκράτησε δε αυτήν εις απόστασίν τινα από της μορφής του άρχοντος. Ούτος απεσφράγισε τότε την επιστολήν και ανέγνω. Φαίνεται δε ότι εύρε πολύ το διαφέρον εις την ανάγνωσιν ταύτην, διότι καθ' όσον προυχώρει, το πρόσωπόν του, ερυθρόφαιον υπό την φλόγα της δαδός, εψυχούτο και εξέφραζεν από στιγμής εις στιγμήν παντοία συναισθήματα, από της ελαφράς περιεργείας μέχρι του βαθυτάτου διαφέροντος, και από της καρτερικής προσδοκίας, μέχρι της ελπίδος και του φόβου, του οίκτου και του ενθουσιασμού. Η ουσία του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής ευρίσκεται διεσπαρμένη εν ανεκδότοις χρονικοίς και εν τοις συγράμμασι των επιφανών του καιρού εκείνου λογίων. Μετά πολλού κόπου ένθεν κακείθεν περισυλλεχθέντα τα τεμάχια κατωρθώθη να συγκολληθώσιν εις σύνολόν τι κατά προσέγγισιν, όπερ χάριν περιεργείας υποβάλλω ενταύθα εις τας όψεις του αναγνώστου. «&Βησσαρίων& ο Νικαίας αρχιεπίσκοπος και καρδινάλιος της αγίας Ρωμαϊκής και καθολικής εκκλησίας, &Πλήθωνι& τω θαυμαστώ φιλοσόφω και νομοθέτη της Πέλοπος χαίρειν. Εδεξάμην τα παρά σου γράμματα πολλήν, ως εικός, εμποιήσαντά μοι ευφροσύνην. Μονώτατος γαρ έτι μοι δοκείς υπολελείφθαι εν άπασι τοις αυτόθι φρονών. Τω γαρ βασιλεί και τοις περί αυτόν δαιμονία τις έοικεν επιδεδημηκέναι μοίρα, παρατρέπουσα και υφαιρουμένη τον λογισμόν, ως ανάγκη μεν, ή και τους θεούς φασι, μη πείθεσθαι, Σχολαρίω δε μάλλον πεποιθέναι. Αμέλει δε και Νοταράς ο Λουκάς, χρηστός τω βασιλεί σύμβουλος. Καίτοι, τις αν εύροι ταύτης μείζω απόνοιαν; Τα γαρ πράγματα επί ξυρού ακμής κείται και ο κίνδυνος επί θύραις μακρός και ουρανομήκης. Ποιναία επέλθοι Νέμεσις επί τους μη εθέλοντας σώζεσθαι, αυτούς τε λημώντας και τοις άλλοις το φως επιπροσθούντας. Δεινή τις ως δοκεί αχλύς και σκοτόμαινα επικάθηται επί την Ελλάδα, χρόνιος δε, ω Πλήθων, πάρει, των σων διδαγμάτων προίκα εμπλήσας ημάς. Εμοί δε συμβαίνει δικτύω άνεμον θηράν, τους ενθάδε πειρωμένω πείθειν τους εν τη Εώα μηδέπω πεπεικότι. Χρήματα μεν ουν και σώματα ικανά πάρα, αλλά γε του κρατίστου ημίν δει. Ει γαρ ο βασιλεύς μη εθέλοι έν έπος τοσόνδε ειπείν και την ένωσιν κυρώσαι, ουκ έστι πείσαι τον Πάπαν. Χθιζός μέντοι παρεγενόμην επί το Βατικανόν και περί των αυτών, ώσπερ και προτού, μυριοστόν ήδη διελέχθην, υπέρ της επικουρίας ως έθος προσκείμενος και λιπαρών. Αλλ' ου Θέμις, ή δ' ος, τον στρατόν ημάς πέμπειν, κακοδοξία πολλή προσκυλινδουμένοις. Αλλ' ου πάσιν, ην δ' εγώ, η κακοδοξία σύνοικος, Σχολαρίοις δε και τοις τοιοίσδε επιβόσκεται μόνοις. Καίτοι γε, ή δ' ος, τα των τοιώνδε κρατεί παρ' αυτοίς, τοις φρονούσι δ' ου πείθονται. Πεπείσονται, ην δ' εγώ, ω Πάτερ, επειδάν ίδωσι τους μισθοφόρους τους σους παρεσομένους. Ου δοκεί, έφη, εκπέμπειν αυτούς επί τους βλασφημίας καθ' ημών εμούντας, και την πλάνην εξομόσαι αποστέργοντας. Ου βλασφημούσιν, ην δ' εγώ, αλλά κινδυνεύουσι βοηθήσεις. Ή γαρ, ως μνήστρα, ή δ' ός, τους επικούρους αυτοίς παρέξομεν; Γενναίως, έφην, απεφήνω, ω Πάτερ, μνήστρων ατεχνώς τοις πραγματευομένοις δει. Ουκ έστιν, ή δ' ος, πραγματεύεσθε προς αναξίους. Δανείζειν μεν ουν, έφην εγώ, τοις τοίσδε τα ευαγγέλια κελεύει. Κολάζειν δ', έφη, τους ατάκτους ουχ ο ιερός κηρύττει λόγος; Ιάσθαι δ' αύθις, ην δ' εγώ, τον παιδεύοντα προτρέπει. Ιάματα δ', έφη, ου τα αίματα; (Ελληνίζειν μεν επιτηδεύεται ο Ποντίφιξ, παρονομάζειν δ' ου χαριέντως έδοξέ μοι). Ουχ άλις αιμάτων; έφην εγώ. Ουχ άλις, έφη, ότι μάχαιραν ήλθε βαλείν ο Χριστός. Παρερμηνεύειν μοι δοκείς, έφην, ω Πάτερ· αναγωγικόν γαρ το ρήμα κείται. (Παρρησία δ' ως οράς, ω Πλήθων, εχρησάμην, έξεστι δε μοι, ευνοία τη προς εμέ θαρρούντι. Ηνίκα δ' αν ουκ ουκ αθύμω εντύχω, αυτίκα χρώμαι). Πώς αμαρτάνειν ημάς δοκείς, έφη ο Ποντίφιξ, ος το αναμάρτητον δις ανείπας; Εκόντι δ', έφην, δοκεί σοι εξείναι, ω Πάτερ. Εξείναι μεν ίσως, έφη, ου χρήναι δ' όμως. Ου γαρ, έφην, τοις απολλυμένοις βοηθείν χρεών; Τι σοι δοκεί, ή δ' ος, αμφοίν τοιν ολέθροιν πότερος χαλεπώτερος; ουχ ο πνευματικός; Έμοιγε, έφην. Πνευματικής δ' ου και της αρωγής δει τοις πνευματικώς απολλυμένοις; Φαίνεται. Οι δε πολίται οι σοι ου πνευματικώς απόλλυνται; Και μάλα. Πνευματικής άρα αυτοίς δει της βοηθείας. Δοκώ μοι. Τις δε πνευματική βοήθεια κρείττων, ουχ η διά των ευχών και δεήσεων; Μάλιστα. Ευχάς δε και δεήσεις ου καθ' ημέραν η Εκκλησία τοις σχισματικοίς δωρείται; Αληθές, ην δ' εγώ. Ευ τοίνυν και καλώς αυτοίς βοηθούμεν. Εύ γε. Άρα πέποιθας; έφη. Μανθάνω, ην δ' εγώ, αλλ' ου και κοσμικής δει αυτοίς αρωγής; Ουκ, έφη, πριν αν την πνευματικήν τελεσιουργόν γενέσθαι. Τι ότι, ην δ' εγώ, η Ρωμαίων Εκκλησία διπλήν την εξουσίαν δρέπει; Ουχ ότι και διττώς χρη αυτήν ευ ποιείν; Πείθομαι, έφη. Ου γαρ αν οι Απόστολοι τοιαύτην αυτή κατέλιπον. Σύνοιδα, έφη. Ανάγκη άρα αυτή αμφοτέρας ασκείν. Ανάγκη, έφη. Εκατέρα δε χωρίς εκατέρας ουκ ανύσιμος. Ξύμφημι, έφη. Την δε πνευματικήν ου Νέμεσις μόνην μετιέναι. Ουχί, έφη. Τηνικαύτα, ην δ' εγώ, άλις ημίν των πνευματικών μεθόδων. Φέρε και τη κοσμική χρησώμεθα. Όρα, ω Πάτερ, μη δηθά ούτω δη τοις πνευματικοίς δικτύοις μόνοις θηρεύοντες και το δέλεαρ αυτό αποβάλωμεν και το δίκτυον φθείρωμεν. Κοσμικής δε της μεθόδου νυν ημίν δει. Άγε αυτήν μετίωμεν. Άρα συνήκας, μη χωλοίς και κολοβοίς τέως μέσοις προσκείμενοι, κέρδος μεν ουδέν, βλάβην δε πολλήν απηνεγκάμεθα; Δεήσεων μεν και ευχών άλις, έργων δε νυν ανάγκη. Απιστείν μεν ουν αυτούς τη εξουσία τη ση ουκ άτοπον, λόγων μεν εμπεπλησμένοις, έργον δ' ουδέν δρώντας. Και σοι επειδάν ψηλαφήσωσι, πείθονται, τέως δε ακουσμάτων μόνον τα ώτα βομβεί. Ει γαρ και τον Χριστόν ο Θωμάς ουκ εψηλάφησεν, ου καν επίστευσεν. Αγωνιώδης νυν και χειμαζομένης της Ελλάδος τι όφελος; Το τε κλέος οίχεται ή τε αρχή φρούδη. Ηνίκα δ' ο βάρβαρος θυραίος άπεισι τηνικαύτα η Ελλάς την αρχήν και το κύρος το σον ησυχή γνώσεται, και της ευνοίας επιμελήσεται της σης. Νυν δ' οξείς οι καιροί και ταχίστης δει της σωτηρίας. Ταύτα είπον τω Ποντίφικι, και μοι εδόκει επιεικώς ακροάσθαι. Μονονού δ' αυτόν έπεισα, και πάλαι επεπείκειν αν, ει μη ο των καρδινάλεων σύλλογος και οι δυνατοί πάντες αγρίως αντέκειντό μοι. Σκάνδαλον μέντοι αυτοίς γέγονα, ου βουλομένοις πιστεύσαι μοι λατινίζοντι. Ούτοι πάντες ου φιλούσιν εμέ, αλλ' ως Έλληνα και Γραικόν υφορώσι. Πώς δε αυτούς πείθειν ένι; Πώς δε και τω έθνει πιστεύσουσί ποτε λατινίσοντι, ει εμοί μόνω ενί ανδρί ου πιστεύουσι; Λυπεί δε με τούτο, ει το θύμα Ο προσήνεγκον εμαυτόν εγώ μάτην τεθυμένον έσται, τη δε πατρίδι μηδέν περιγενήσεται εκ του εμού ολίσθου. Συ δε, ω Πλήθων, ει σχολή έτι, μη αυτής απόλαυε, αλλά την βακτηρίαν λαβών πορείαν ίθι και τα βασίλεια κατάλαβε. Τελευταία δ' αύτη έσται η πείρα, ει ακμή έτι πράττειν, και μη οι βάρβαροι προύλαβον την πόλιν ελόντες. Και πείσεις μεν ουδένα, δοκεί, αλλ' όμως το έργον το σον εργάσει πάντως. Και μη φείδου μηδ' όκνει, αλλά πάρασχε πρόθυμον σαυτόν. Ίθι δη, άπελθε, πορεύου, αφίκου, πάρεσο, δέου, πρότρεπε, παρακάλει, κέλευε, επιτίμα, προσλιπάρει, ότρυνε, έλεγχε, πείθε. Εγώ δ' ουκ οκνήσω, αλλ' ενθένδε τουμόν πειράσομαι. Και ην μη πείσω αυτούς εκπέμπειν, από των εμών εκπέμψω, και τριήρη στείλας αυτός παρέσομαι. Και ει μεν εν τοις Πληθωτείοις εντύχω, πρόσειμι, ει δε απεληλυθότι ήδη, έψομαι. Πάρεστι δε σοι διά του γραμματοφόρου του εμού γράμματά μοι πέμπειν, και προλέγειν τα δόξοντα. Υπερθέσεως δ' ημίν ουδεμιάς καιρός. Εισί γαρ ενθάδε τινές, οι ως έοικεν από του των Αγαρηνών στρατοπέδου αγγέλματα κομίζονται, ακήκοα δ' έναγχος στέλλεσθαι τους Τούρκους ήδη. Πλείστη δε χάρις τοις τοιούτοις ει τοις πολεμίοις κοινωνούντες ημίν ουχ εκόντες αρήξουσι. Και ταύτα μεν ικανά, συγγνώμονα δ' είναι δέομαι επί τω μακρώ των γεγραμμένων. Ερρώσθαι σε εφίεμαι, ω διδάσκαλε, εις μακρά έτη, σεπτόν όνομα επί της χθονός της πατρίας αποτυπούντα, αθανασίας δε τυχείν, επειδάν το χρεών της εξόδου ίκηται, και τον μυστικόν τοις ολυμπίοις θεοίς ξυγχορεύειν Ίακχον. Εκ Ρώμης της πρεσβυτέρας, μηνί Φεβρουαρίω, έτους αυνγ'. Βησσαρίων ο καρδινάλιος γράφει». ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. Η φυγή. Την επαύριον της ημέρας, καθ' ην είχον συμβή τα εν τω προτελευταίω κεφαλαίω περιγραφέντα, επανήλθεν ο Πρωτόγυφτος εις το χαλκείον μόνος και πεζός· εφαίνετο απησχολημένος υπό σταθερού τίνος λογισμού, και η τραχεία μορφή του εξέφραζε πολύν κάματον και στενοχωρίαν. Και όμως δεν είχεν αναγνώσει την επιστολήν εκείνην του Βησσαρίωνος προς τον Πλήθωνα. Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση, Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα. Η μεν Γύφτισσα προσεπάθει να θεραπεύση διά βαλσάμων και βοτάνων, γνωστών εις αυτήν μόνην, το τραύμα της Αϊμάς, όπερ δεν ήτο σπουδαίον, ο δε Μάχτος εσπούδαζε να επουλώση το ίδιον αυτού τραύμα. Αλλά δεν κατώρθου μόνος τούτο, διότι το έλκος του Μάχτου ήτο εξ εκείνων, άτινα χρήζουσιν ειδικού χειρουργού, δι' εμπειρικών δε και αυτοσχεδίων φαρμάκων ουδέποτε θεραπεύονται. Η δε Αϊμά ήτο περίλυπος και προς ουδένα ανεκοίνου τους λογισμούς της. Τέλος ο Βούγκος, όστις μόνος ηδιαφόρει περί των φροντίδων των άλλων, ουδ' ενόει πώς ήτο δυνατόν να αμηχανώσι τοσούτον οι άνθρωποι, περί μικρών πραγμάτων, ησχολείτο μόνος αυτός εις την συνήθη εργασίαν του, διότι η περίφημος εκείνη παραγγελία του εκτάκτου πελάτου ποτέ δεν έμελλε να τελειώση αν πάντες εξηκολούθουν ούτω ν' απασχολώνται εις ιδίας μερίμνας. Την πρωίαν της αυτής ημέρας, προτού να εμφανισθή ο Πρωτόγυφτος επανερχόμενος με την ράβδον του και με το βραδύ βήμα εκ της χρονίας εκδρομής, η Γύφτισσα, πρώτη εξεγερθείσα εκ του ύπνου και εξελθούσα τα χαράγματα εκ της καλύβης, προσέκοψεν επί πράγματος τινος, αποφράττοντος την διάβασιν εκτός της Πύρας, παρά τον ουδόν. Η Γύφτισσα ανήψε φως και είδεν ότι το πράγμα εκείνο ήτο κάνεον πλήρες ασπρορρούχων. Φαίνεται ότι η γυνή εκείνη, ήτις είχεν αρπάσει το κάνεον εκ των χειρών της Αϊμάς, ενόμισε καλόν ν' αποδώση διά νυκτός το αφαιρεθέν πράγμα. Τον δε Μάχτον είχε κατορθώσει ευχερώς η Αϊμά να παροξύνη και να καταπραΰνη, ότε επανήλθον αμφότεροι την εσπέραν εις την καλύβην. Αύτη δεν είχεν ανάγκην περιφράσεων προς ταύτα, αλλά διηγήθη τα πράγματα, οία συνέβησαν. Το ήμερον δε και πράον του ήθους αυτής μετεδόθη και εις τον ακροατήν της, και δεν ωργίσθη ούτος. — Και διατί δεν μου το έλεγες τότε; είπεν ο Μόχτος μετ' ελαφρού μεμπτικού τόνου. — Αν σου το έλεγα, απήντησεν η Αϊμά, θα εθύμωνες πολύ, και ειμπορούσες να κάμης κακόν κίνημα, Εγώ η ιδία δεν ήμουν εις τον εαυτόν μου. Οι άνθρωποι εκείνοι, που ήταν μαζωμένοι εκεί, μ' επείραζαν πολύ. Δεν ήμουν εις τα καλά μου. Δεν ήθελα να κάμω θέατρον, να πομπευθώμεν εις τον κόσμον. Εκύτταζα να φύγωμεν απ' εκεί μίαν ώραν αρχήτερα. Αν σου το έλεγα, ειμπορούσες να θυμώσης τόσον, ώστε και σκοτωμός ειμπορούσε να γείνη. Εκείνοι εκεί δεν θα μας επίστευαν, εσύ θα εχυμούσες εις το σπίτι της εκείνης να πάρης τα ρούχα, εκείνοι θα έπαιρναν το μέρος της, θα μας επετροβολούσαν και Θα μας ύβριζαν. Ειμπορούσες να γείνης φονιάς, ειμπορούσες και να φονευθής ο ίδιος. Θαρρώ πως έκαμα καλά να μη σου το 'πω, έκαμες και συ καλά να μην επιμείνης· ύστερα ύστερα, τι δικαίωμα έχομεν ημείς οι καταφρονεμένοι οι Γύφτοι να τα βάζωμεν με τον κόσμον; Να που ήρθεν έτσι, και ηθέλησε να με κατηγορήση εκείνη η γρηά, είπεν η Αϊμά στενάζουσα. — Και το δέχεσαι, αδελφή μου; είπεν ο Μάχτος. — Δεν το δέχομαι, αλλά το υποφέρω. Ας λέγη καθένας ό,τι θέλει, δεν ειμπορώ να τα βάλω με τον κόσμον εγώ. Ο Μάχτος κατελήφθη υπό παραδόξου αισθήματος, γείτονος προς τον ενθουσιασμόν, και εσίγησεν. Ούτε η άφιξις του πατρός αυτού, ούτε παν άλλο γεγονός ηδύνατο να διαταράξη την ευτυχίαν αυτού, διότι ησθάνετο αλλόκοτον και ανέλπιστον ευτυχίαν. Εάν έβλεπε την Αϊμάν ευτυχή, θριαμβεύουσαν, λατρευομένην, θα ήτο δυστυχής. Έβλεπεν αυτήν πάσχουσαν, εγκαρτερούσαν, ήτο ευδαίμων. Τοιούτον ήτο αείποτε το φίλαυτον τούτο αίσθημα. Διήρκεσε δε η τελευταία αύτη ευτυχία του Μάχτου τρεις όλας ημέρας, τον μακρότατον και μυθώδη χρόνον, ον δύναται να διαρκέση πάσα ευτυχία επί της γης. Την εσπέραν της τρίτης ημέρας συνέβη παράδοξος και απρόοπτος σκηνή, ην ουδείς ηδύνατό ποτε να προβλέψη και αν δεν ήτο μύωψ και αν δεν ήτο ευδαίμων. Οι τρεις Γύφτοι είχον κατακλιθή ήδη, ομοίως και η γραία και η Αϊμά. Αίφνης κρότος ηκούσθη εις την θύραν της καλύβης. Ο Πρωτόγυφτος δεν είχεν αποκοιμηθή και ηγέρθη μετά μεγίστης προθυμίας. Έσπευσε ν' ανοίξη την θύραν. — Ποίος είνε, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος. Ο Γέρος δεν απήντησε και ήνοιξε την θύραν χωρίς ν' ανησυχήση. Ουδ' ερώτησίν τινα απηύθυνε προς τον κρούοντα. Η θύρα ηνοίχθη, αλλ' ουδείς εισήλθεν. Ο Μάχτος έχων τους οφθαλμούς ανοικτούς και πάσχων συνήθως εξ αϋπνίας, είδε μόνον πρόσωπά τινα εις το σκότος, ιστάμενα εκτός. Ο Πρωτόγυφτος ήρχισε σιγανήν μετ' αυτών συνδιάλεξιν. Ο Μάχτος ήκουσε μόνον ασυναρτήτους λέξεις. — Λοιπόν καιρός; είπεν είς εκτός της θύρας. — Καιρός, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Κοιμώνται όλοι; ηρώτησεν αύθις ο αυτός άνθρωπος. — Κοιμώνται, είπεν ο Πρωτόγυφτος χωρίς να διστάση. — Θαρρώ κάποιος είν' εκεί έξυπνος, είπε πάλιν ο ξένος, διότι είχεν ιδεί τα κινήματα του Μάχτου. Ο Μάχτος είχεν ανακαθίσει επί του στρώματος και ηκροάτο ανυπομόνως. — Και αν είνε έξυπνος, θα κοιμηθή, απήντησεν ανενδοιάστως ο Πρωτόγυφτος. — Και αν δεν κοιμηθή, τι; είπεν άλλος εκ των έξω της θύρας. — Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις. — Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών. — Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε. — Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων. — Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος. — Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος. — Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων. — Όπως διατάττει ο άρχων, απήντησεν ο Πρωτόγυφτος. — Αύτη κοιμάται; — Και αν κοιμάται, εξυπνά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Σκληρόν, είπε στρυφνώς ο πρώτος των ξένων, όστις εφαίνετο αρχηγός αυτών. Ουδείς απήντησε προς την παρατήρησιν ταύτην. — Θα την εξυπνίσης; είπεν ο δεύτερος. — Θα την εξυπνίσω, είπεν ο Γύφτος. — Είνε εύκολον; — Είνε. Έχετε τους ημιόνους; — Έχομεν. — Έχετε και όλα τα μέσα; — Έχομεν. — Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. — Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι. — Είσθε πολλοί; — Είμεθα οκτώ. — Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια. — Πού είνε; — Ιδού αυτοί. — Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν. — Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι; — Εγώ ονειρεύομαι; — Σύρε να πλαγιάσης, Μάχτο, επανέλαβεν αμειλίκτως ο Γύφτος. Αλλ' η τελευταία αύτη παρακέλευσις επήνεγκε το εναντίον του σκοπουμένου αποτελέσματος. Αφύπνισε τον Μάχτον ολοσχερώς. Διότι μέχρι τούδε ο Πρωτόγυφτος δεν ηπατάτο λέγων ότι ο Μάχτος ωνειρεύετο. — Θα μου πης, πατέρα, τι είνε; έκραξεν ανυπομόνως ο νέος. — Όταν ξυπνήσης, Μάχτο, είπε σαρκαστικώς ο Πρωτόγυφτος. Ο αρχηγός των ξένων είχε σκεφθή επί τινας στιγμάς και κατενόησεν ότι δεν ώφειλε να υποχωρήση. — Λοιπόν, τι κάμνομεν; είπε προς τον Πρωτόγυφτον. — Ό,τι αγαπά ο αφέντης, απήντησεν ούτος. — Όλα τα &μέσα& τα έχομεν, είπεν εκείνος τονίζων την λέξιν. — Χμ . . . έκαμεν ο Πρωτόγυφτος. — Ιδού, εψιθύρισεν ο ξένος. Και έθηκεν εις την παλάμην του Γύφτου υπερμέγεθες βαλάντιον. Ούτος δεν ηδυνήθη να κρατηθή και το ήνοιξεν. Εφάνησαν δε τα φλωρία ακτινοβολούντα εις το σκότος. — Και της αλήθειας, &μέσα& είνε, είπε μειδιάσας. — Τώρα; είπεν ο ξένος. — Ορισμός σας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. Και προσήλθεν ευθύς προς την κλίνην της Αϊμάς. Έσεισεν αποτόμως τον ώμον της κόρης και την αφύπνισεν, αν εκοιμάτο ήδη. Ο Μάχτος ενόμισεν ότι βλέπει όνειρον, έσπευσε κατόπιν του πατρός του. — Τι θέλεις, πατέρα; είπε τρέμων. — Σηκώσου, Αϊμά, έκραξεν ο Πρωτόγυφτος με κεραυνώδη φωνήν. Η νέα εστηρίχθη επί της ετέρας των πλευρών και έτριβε τους οφθαλμούς. — Σηκώσου, κόρη μου, είπεν ο Γύφτος με πραότερον τόνον. — Τι την θέλεις, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος αγωνιών. — Σηκώσου, επανέλαβεν ο Γύφτος, χωρίς να στραφή προς υιόν του. — Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον. Εις την θύραν έβλεπεν αγνώστους ανθρώπους, οίτινες εφαίνοντο πολυαριθμότεροι ένεκεν του σκότους, ενώπιον αυτού δε είχε τον πατέρα του, όστις τον ηπείλει. Ο νέος τα έχασε και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη, Η Αϊμά είχεν ανασηκωθή επί της κλίνης και εθεώρει με μεγάλους οφθαλμούς, βοηθεία του διπλού φέγγους, όπερ εισεχώρει διά της ανοικτής θύρας και διά της επωροφίου ρωγμής, τον Πρωτόγυφτον και τον Μάχτον, χωρίς να εννοή τι συνέβαινεν. Εν τοσούτω δε είχον αφυπνισθή υπό του συμβάντος θορύβου ο Βούγκος και η γραία Γύφτισσα. Ο Βούγκος είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς, αλλ' επειδή ήτο κεκμηκώς, διότι είχεν εργασθή όλην την ημέραν, εβαρύνετο να εγερθή και εσκέπτετο αν ήτο ορθόν να τους κλείση πάλιν. Η δε Γύφτισσα είχεν αναγγείλει την αφύπνισίν της διά τελευταίου και παρατεταμένου ρογχασμού, όστις εχρησίμευεν αύτη ως τρόπος μεταβάσεως από του ύπνου εις την εγρήγορσιν. Είχε δε ανακαθίσει επί της πενιχράς στρωμνής και έξεεν αμφοτέρας τας μασχάλας, λέγουσα· — Τι είνε τάχα; Τι είνε; Αλλ' ουδείς ηυκαίρει όπως απαντήση προς αυτήν. Έκαστος απησχολείτο περί της ιδίας αυτού φροντίδος. Οι εκτός της θύρας εφαίνοντο ότι είχον αρχίσει ν' ανησυχώσι. Χωρίς να τολμήσωσι να εισέλθωσι, δι' ελαφρών συριγμών προσεπάθουν να παροξύνωσι τας ενεργείας του Πρωτογύφτου, συνιστώντες αυτώ ταχύτητα. Ο δε Μάχτος απεπειράτο να εμποδίση τον πατέρα του, καίπερ αγνοών τι εσκόπει να πράξη ούτος. Ο Πρωτόγυφτον είλκυσε την Αϊμάν σφοδρώς από του βραχίονος. — Σηκώσου, κορίτσι, γρήγορα, είπεν. Δεν έχομεν καιρόν διά χάσιμο. Γμου! Χμου!... — Τι με θέλεις, πατέρα; εψέλλισεν η Αϊμά. — Είσαι διά ταξείδι, είπεν ο Γύφτος. — Διά ταξείδι; επανέλαβεν ο Μάχτος απορηματικώς. — Θα υπάγης μαζύ με τους φίλους μου εκεί, είπεν αυθαδώς ο Πρωτόγυφτος, δείξας την θύραν. — Διά πού, πατέρα; ηρώτησεν ενεός ο Μάχτος. — Δεν είνε δουλειά σου, εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Σύρε να πλαγιάσης. Γμρου! — Δεν θα σε αφήσω, είπε τολμηρώς ο Μάχτος, τύψας το έδαφος διά του ποδός. — Ακόμη εδώ είσαι; έγρυξεν ο Γύφτος. Άμε χάσου γρήγορα. Κρου!..... Η Αϊμά είχε ρίψει βλέμμα επί του Μάχτου, και μεθ' όλον το ψηλαφητόν σκότος, οι τέσσαρες ούτοι οφθαλμοί έλαμπον αρκούντως, ώστε να συνεννοώνται. Το βλέμμα εκείνο ήτο ικευτικόν και εξέφραζεν υπερτάτην οδύνην και απόγνωσιν. Η Αϊμά ενόησε καλώς περί τίνος επρόκειτο. Την στιγμήν εκείνην επήλθεν εις την μνήμην της ιδέα τις, ην πολλάκις ήκουσεν εκφραζομένην παρά των ανθρώπων του λαού, δεν είχε δε δώσει σημασίαν εις αυτήν άλλοτε. Αλλά σήμερον αντελαμβάνετο πάσαν την έννοιαν αυτής. Εβόμβουν συνεχώς εις τα ώτα αυτής αι μομφαί, ας ήκουεν εκάστοτε εκτοξευομένας κατά της φυλής των Αθιγγάνων. Μία των μορφών τούτων ήτο, ότι συνείθιζον ούτοι προς τοις άλλοις εγκλήμασιν, άτινα διέπραττον, να πωλώσι, τα ίδια τέκνα των, οσάκις εύρισκον αγοραστάς, και μάλιστα τας θυγατέρας, όσαι ήσαν ανεκταί το είδος. Η Αϊμά λοιπόν ανεμνήσθη συγκεχυμένως το πράγμα τούτο. — Θα μ' επώλησεν, είπε καθ' εαυτήν, και θέλει να με παραδώση εις τον αγοραστήν, όστις ευρέθη να με αγοράση. Ταύτα διανοηθείσα η Αϊμά, επειράθη να κατακλιθή εκ νέου και να σκεπασθή. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος την έσυρε βαναύσως από της χειρίδος του υποκαμίσου. — Σηκώσου, σου λένε, να πάμε. Πολύ, βλέπω, αγαπάς τον ύπνο. — Πού να πάμε: είπεν η Αϊμά. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησεν, εξηκολούθησεν όμως να σύρη αυτήν τόσον σφοδρώς, ώστε έσχισε το ύφασμα, όπερ εκάλυπτε το σώμα της νέας. — Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος. Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα. Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές. Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι. — Κοιμάσαι, μεγάλε; — Κοιμάσαι, μάννα; — Εγώ δεν κοιμούμαι. — Ουδ' εγώ. — Και τι ακούς; — Κάτι τρέχει. — Τι είνε; — Ο αφέντης εσηκώθη. — Και τι κάνει; — Δεν ξέρω. — Σηκώσου να ιδής. — Νυστάζω, μάννα. — Α, τεμπέλη. — Όλη μέρα δούλευα. — Δεν λαγκεύει η καρδιά σου; — Διά τι πράγμα; — Δι' αυτό που γίνεται. — Τι με μέλει; — Σηκώσου ν' ανάψης τον λύχνο. — Τι να τον κάμης τον λύχνο; — Διά να ιδούμε τι είνε. — Δεν 'μπορούμε να ιδούμε και δίχως λύχνο; — Συ είσαι νιος και βλέπεις. — Ε, πώς νυστάζω. — Α, υπναρά. — Άφσε με να κοιμηθώ. — Νάνι, νάνι, το μικρό. — Ωχού, ουχού! έκαμεν ο Βούγκος χασμώμενος. — Δεν ακούς και τον Μάχτο; — Πού 'νέ τος; — Σηκώθηκε. — Τι κάνει; — Μιλά με τον πατέρα σου. — Ε, άφσε τους να 'μιλούν. — Και συ να κοιμάσαι; Δεν χόρτασες τον ύπνο; Ο Βούγκος δεν απήντησε πλέον. Είχεν επανακλείσει τους οφθαλμούς και σχεδόν απεκοιμήθη ήδη. Αλλ' εκ του ληθάργου τούτου έμελλε να τον αποσπάση η διάτορος φωνή του Γύφτου. Ούτος ηκούσθη κράξας μεγαλοφώνως. — Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά, να την φθάσωμε! Ο Βούγκος ανετινάχθη δι' ηλεκτρικού κινήματος, και αναπηδήσας ωρθώθη, χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. Ήκουσε μόνον βήματα και φωνάς ανθρώπων, και έσπευσεν εις την θύραν. Ο θόρυβος ούτος προήλθεν εκ του τελευταίου βαναύσου κινήματος του Γύφτου, όστις ηγωνίζετο ν' αποσπάση την Αϊμάν εκ της κλίνης της, εκ της αντιστάσεως αυτής και εκ της παρεμβάσεως του Μάχτου. Ο νέος ηναγκάσθη να κρατήση τας δυο χείρας του πατρός του όπως απαλλάξη την Αϊμάν εκ της ενοχλήσεως. Ήλπιζε δε να κατορθώση εν τω μεταξύ να περιορίση τον πατέρα του, και ν' αντισταθή απηλπισμένως κατά των πολιορκούντων την είσοδον της καλύβης. Αλλ' ουδέ ούτος προείδε τι έμελλε να συμβή. Ιδούσα η Αϊμά ότι ο Μάχτος είχε συλλάβει στιβαρώς τον πατέρα του με τας δύο χείρας, δεν έχασε καιρόν. Ήρπασε τη πρώτην απεγνωσμένην ιδέαν, ήτις τη επήλθε, και έσπευσε να εκτελέση αυτήν, χωρίς να δύναται να σκεφθή καλώς. Όρμησεν εκτός της κλίνης, όπως ήτο, με τόσον γοργόν, ελαφρόν και σχεδόν αδιανόητον κίνημα, ώστε ουδέ παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος το πήδημα αυτής. Ο Μάχτος μόνον την είδε, και ηθέλησε να την εμποδίση διά του νεύματος, αλλ' η νέα απήντησε δι' ετέρου νεύματος επιτακτικού, και ορμήσασα, ήρπασε σιδηρούν τι εργαλείον, όπερ εύρε ψηλαφίνδα, διότι είξευρε καλώς την συνήθη θέσιν αυτού από της ημέρας. Σφίγξασα αυτό με όλην την δύναμίν της εις την παλάμην, ερρίφθη εις την θύραν, όπως ευρίσκετο, ασκεπής, ανυπόδυτος και ημίγυμνος. Τοσούτον δε αιφνίδιον και απροσδόκητον ήτο το κίνημα αυτής, ώστε οι εκτός της θύρας, μόλις την παρετήρησαν ως οπτασίαν, διολισθήσασαν διά μέσου αυτών. Εν τούτοις είς των ανθρώπων τούτων έδραμεν ευθύς κατόπιν της όπως την συλλάβη, αλλ' η Αϊμά στραφείσα, εχύθη με βιαίαν ορμήν επ' αυτού, και κατήνεγκε κατά της κεφαλής αυτού ισχυρόν κτύπον με το βαρύ εργαλείον. Μέχρις ου οι άλλοι προλάβωσι να την καταδιώξωσιν, η Αϊμά, πατούσα με πόδας σεισουρίδος, έγεινεν άφαντος. Τότε ο Πρωτόγυφτος ενόησε μόλις την φυγήν αυτής, και έρρηξε την αγρίαν εκείνην κραυγήν· — Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά. Αλλ' ο Μάχτος τον εκράτει σφιγκτώς. Αγών συνήφθη μεταξύ πατρός και υιού. Η πάλη διήρκεσεν επί πολύ. Ο Γύφτος είλκυε τον Μάχτον ολονέν προς την θύραν. Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ' όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν. — Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε; Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν' αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας. Έτρεξε κατόπιν της Αϊμάς. — Πάμε, Βούγκο! γρήγορα! είπεν ασθμαίνων ο Πρωτόγυφτος. Μας έφυγεν αυτή η δαιμονισμένη. — Πού, πατέρα; Ο Γύφτος, χωρίς ν' απαντήση, έσπευσε να εξέλθη. Ο Βούγκος τον ηκολούθησε μηχανικώς. Ο Μάχτος είχεν οδηγηθή εκ των βλεμμάτων και της στάσεως των ξένων, ων δύο είχον τρέξει κατόπιν της Αϊμάς, οι δε λοιποί έμενον. Ο δε πέμπτος είχε παραλυθή ήδη, διότι ο κτύπος ον έλαβε κατά κεφαλής ήτο λίαν σφοδρός. Ιδών ο Μάχτος τα κινήματα ταύτα, δεν έχασε τα ίχνη της Αϊμάς, και έδραμε πνευστιών κατόπιν αυτής. Ο δε Γύφτος μετά του Βούγκου δεν εβράδυναν ν' ακολουθήσωσιν αυτούς. Η δυστυχής νέα, έντρομος, αγωνιώσα, φρίττουσα, αισθανομένη εαυτήν έρημον της θείας και της ανθρωπίνης βοηθείας, αφού έτρεξεν επί πολλήν ώραν, όπως ηδυνήθη, και δι' ης οδού έτυχεν, απηύδησε τέλος. Φθάσασα παρά τον αιγιαλόν, δεν είχεν άλλην διέξοδον ή να ριφθή εις την θάλασσαν, αλλ' όμως δεν είχε την τόλμην ταύτην. Ήκουε τα βήματα των καταδιωκόντων αυτήν προσεγγίζοντα. Κατά τύχην είδε μακρόθεν φως λάμπον, εύρε θύραν τινά ανοικτήν, και εισώρμησεν εκείσε απηλπισμένη. Η θύρα αύτη ήτο η του καπηλείου του Κατούνα, όπου είδομεν αυτήν καταφυγούσαν εν αρχή της ιστορίας ταύτης. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. Η δίωξις. Έτρεχον κατόπιν αυτής οι Γύφτοι, αλλά δεν έτρεχον πάντες με τον αυτόν σκοπόν. Ο μεν Βούγκος έτρεχεν όλως αυτοματικώς, όπως υπακούση εις τον πατέρα του, και χωρίς να έχη συναίσθησιν του γεγονότος. Ο δε Πρωτόγυφτος, με την γλώσσαν κρεμαμένην εκτός των οδόντων, έτρεχεν όπως συλλάβη αυτήν και την παραδώση εκεί όπου την επώλησε. Τέλος ο Μάχτος έτρεχεν ίνα την σώση, ή ίνα συναποθάνη μετ' αυτής. — Κατόπιν τούτων έτρεχον και οι ένοπλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες δεν ηδύναντο ευκόλως να τους παρακολουθώσι, διότι το φέγγος της σελήνης ήτο θεϊκόν, και ηγνόουν το έδαφος του τόπου. Εν τούτοις και ούτοι έφθασαν μετά τινα χρόνον ύστερον των τριών Γύφτων. — Πιάστε την! πιάστε την! έκραζε λυσσών ο Πρωτόγυφτος, σείων την πυράγραν ην επρόφθασε ν' αρπάση εκ του χαλκείου, — Πιάστε την! πιάστε την! έλεγε μηχανικώς και ο Βούγκος. Ο Κατούνας, ο Σκούντας και ο Τρανταχτής είχον περικυκλώσει την Αϊμάν, και οι Γύφτοι δεν ηδύναντο ευκόλως να πλησιάσωσι. — Γλυτώστε την! έκραξεν ο Μάχτος, ελπίσας βοήθειαν παρά των ανθρώπων ταύτων. — Τι τρέχει; ηρώτα ο μπάρμπα Κατούνας διανοούμενος ότι έπραξε κακώς να βραδύνη τόσον να κλείση το καπηλείον. Ούτος δεν είχε πολλήν περιέργειαν εις τας θορυβώδεις σκηνάς, και δεν ηγάπα άλλους επίσκέπτας πλην των συνήθων οινοποτών. — Ησυχάσατε! έλεγεν ο Τρανταχτής. Τι έτρεξε; — Μη ζυγόνετε, Γύφτοι! έκραξεν ο Σκούντας. Ιδών ούτος το ερεθιστικόν της σκηνής ταύτης, ενόμισε καλόν να κάμη τον ανδρείον. — Ειπέτε μου εμένα, τι θέλετε; είπεν ο Τρανταχτής, επιθυμών να γείνη διαιτητής. — Πιάστε την! έκραξε φρυάττων ο Πρωτόγυφτος. Και ηθέλησε να συλλάβη την Αϊμάν. Αλλ' ο Σκούντας ετέθη ενώπιον αυτής και απέκρουσε τον Πρωτόγυφτον. — Θάρρος, Αϊμά, θα σε σώσω, έκραξεν ο Μάχτος, βλέπων μετά σπαραγμού καρδίας την νέαν όλην τρέμουσαν. Την στιγμήν ταύτην εισήλθεν η συνοδεία των οπλοφόρων. Ο μπάρπα Κατούνας ησθάνθη μεγίστην στενοχωρίαν, ως είδε τους νέους τούτους επισκέπτας. Ο Σκούντας και ο Τρανταχτής εστράφησαν ανήσυχοι προς την θύραν. Ο Μάχτος έτυπτε το στήθος και απέσπα τας τρίχας της κόμης του. — Ας είνε, θ' αποθάνω μαζύ της! Από τούτο δεν ειμπορεί κανείς να μ' εμποδίση, είπε μεγαλοφώνως. — Τι έπαθες, φίλε μου; τον ηρώτησε μετ' οικειότητος ο Σκούντας. Την στιγμήν εκείνην, οι τρεις οπλοφόροι άνδρες προέβησαν αποφασιστικώς προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η Αϊμά. Αύτη μη δυναμένη να σταθή ορθία, είχε ριφθή με το σώμα επικάρσιον παρά την γωνίαν, και εκάθητο τρέμουσα εις την άκρην. Ο Σκούντας ίστατο ως προστάτης ενώπιον αυτής. Παρ' αυτόν ίσταντο ο Τρανταχτής και ο Κατούνας, είτα εφεξής ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και ο Μάχτος. Οι τρεις ένοπλοι άνδρες εζήτησαν ν' αποσπάσωσι την Αϊμάν από της κόγχης, εν η έκειτο. Αλλ' ο Σκούντας επεχείρησε ν' αντιστή. Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα. — Είνε γυιός μου, είπεν. Ο άνθρωπος εκείνος επέστρεψε το ξίφος εις τον κολεόν και εξηκολούθησε να προχωρή προς το καταφύγιον της Αϊμάς. Αλλ' ο Σκούντας ερρίφθη εκ των όπισθεν και έκρουσεν αυτόν κατά των νώτων. Πάλη τρομερά συνήφθη τότε μεταξύ των τριών ενόπλων και του Σκούντα και Μάχτου. Ο Σκούντας δεν ήτο άοπλος. Αίφνης ανέσυρε μακρόν εγχειρίδιον εκ της ζώνης του, και η λάμψις αυτού ιλλώπιζεν εις την χείρα του, πάλλουσαν ορμητικώς αυτό. Ο Κατούνας αφήκε κραυγήν· — Πάει! Χαθήκαμε! Και συνήψε τας χείρας, ως να έμελλε ν' απαγγείλη την τελευταίαν αυτού προσευχήν. Περιέφερε τεθλιμμένα βλέμματα από των βαρελιών μέχρι του συρταρίου του λογιστηρίου του, και δεν ήξευρε τι πρώτον να οικτείρη. Η μάχη εξηκολούθει. Οι πέντε άνθρωποι αντήλλασσον προς αλλήλους πληγάς με τα όπλα, με τας χείρας, με τους όνυχας. Ο Πρωτόγυφτος έκραξε μόνον· — Μη χτυπάτε το γυιό μου! Αλλά δεν μετέσχε της συμπλοκής. Ο Βούγκος όμως δεν ηδυνήθη μέχρι τέλους να κρατηθή, και ερρίφθη και αυτός, όπως υπερασπίση τον Μάχτον. Ιδών το κίνημα τούτο, ο Πρωτόγυφτος ησθάνθη το νύγμα της μεταμελείας δάκνον την ψυχήν αυτού. — Τι έκαμα εγώ! είπε συνάψας τας χείρας. Τώρα βλέπω ότι κακά έκαμα! Γμου, Γρου! Να έσπαζα το ποδάρι μου. Να έβγαζα το λαιμό μου. Τζάνουμ μη χτυπιέσθε έτσι. Χμου, Γρου! Μάχτο, φεύγα, μη κτυπάς. Θα σε σκοτώσουν, Μάχτο! Ε, δεν κάνετε ήσυχα. Κύτταξέ τους! Βούγκο! άκουοε τον πατέρα σου. Λυσσασμένοι είστε όλοι. Ωχ, καϋμένος! Ησυχάσατε, και μη κάμετε τόσο άσχημα. Ε, δεν ακούτε; Ποίος διάβολος σας έβαλε να μαλόνετε έτσι; Δεν μας μέλει. Τι λέγω εγώ; Χμ.. Γρ.. Όρεξι που είχα να κάμω τέτοια κουταμάρα. Φταίγω εγώ; ας έλειπε αυτός και τα υπέρπυρά του. Κέφι που το έχετε να τρώγεσθε έτσι τόσην ώρα! Βούγκο! Μάχτο! ησυχάσετε. Τίνος το λέγω; Θα σας σκοτώσουν. Μη βαρεθήκατε τη ζωή σας; Ε, Βούγκο! εσένα το λέγω. Άφησε αυτόν τον άλλον, είνε τρελλός. Εσύ κάμε φρόνιμα. Ο μονόλογος ούτος εχρησίμευεν, ούτως ειπείν, ως κέλευσμα εις τους διαπληκτιζομένους. Έμελλε δε να παραταθή και η πάλη και ο μονόλογος του Γύφτου επ' άπειρον, αν δεν εισήρχετο τελευταίον τι πρόσωπον εις την σκηνήν. Το πρόσωπον τούτο ήτο ανήρ μεσήλιξ, αυστηρότατος το ήθος, πλουσίως ενδεδυμένος, και συνωδεύετο υπό έξ στρατιωτών. Προέβη δε λίαν ατάραχος προς το θορυβώδες εκείνο σύμπλεγμα και αποτείνας τον λόγον προς τους παρόντας είπεν· — Ησυχάσετε. Σας διατάττω εν ονόματι της εξουσίας. Και οι έξ στρατιώται, όπως υποστηρίξωσι το παράγγελμα τούτο, προέβησαν κατόπιν αυτού και έτειναν τας λόγχας προς τους παλαίοντας. Ο ξένος έκαμε νεύμα, αν δεν επέλθη ησυχία, να μετέλθωσι κατ' αυτών την βίαν. Αλλ' ήτο περιττή η πρόνοια αύτη. Οι άνθρωποι εκείνοι απηυδηκότες ήδη και όλοι μεμωλωπισμένοι, δεν είχον όρεξιν να εξακολουθήσωσι την πάλην και αφορμήν εζήτουν όπως ειρηνεύσωσι. — Τι τρέχει εδώ; ηρώτησεν αυστηρώς ο αρχηγός των στρατιωτών. Διατί μαλόνετε; Τι θέλει εδώ αυτή η νέα; Ουδείς απήντησε. — Σε, λέγω, Πρωτόγυφτε, είπεν ο αρχηγός, στραφείς προς τον τρέμοντα Γύφτον. Συ τα πταίεις όλα. Ο Πρωτόγυφτος έφερε την χείρα εις την κεφαλήν, και τα είχε χάσει από πολλού, ώστε ήτο απηλλαγμένος της ανάγκης του να ομιλήση. — Επληροφορήθην την αισχράν διαγωγήν σου, επανέλαβεν ο αρχηγός. Αλλά δεν θα φέρης εις πέρας τον σκοπόν σου. — Ορισμός σας, αφέντη, ετραύλισε τρέμων ο Πρωτόγυφτος. — Ποίος δαίμων σ' ενέπνευσε να πωλήσης την κόρην σου; είπεν αμειλίκτως ο αρχηγός. — Εγώ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος· ησθάνετο δε μεγίστην ατολμίαν και ελυπείτο διότι δεν ήτο φύσει θρασύτερος, ώστε να ψευσθή μετ' ευχερείας. — Και ποίος άλλος; επανέλαβεν ο αρχηγός. Υπάρχει εδώ άλλος, όστις να δύναται να κάμη τοιούτον έγκλημα; Την κόρην σου, την κόρην σου να πωλήσης! — Ποιος το είπεν! Είνε ψέμματα, είπεν ο Πρωτόγυφτος, αποκτήσας προσκαίρως την δύναμιν του ψεύδους. — Είνε αληθέστατον, επέμενε λέγων ο αρχηγός. Την επώλησες, την επώλησες αντί εκατοντάδων τινών φλωρίων. Ομολογώ ότι εζήτησες ακριβά. Ηδύνασο να το κάμης και ευθηνότερα. — Αχ! γρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος, — Αλλ' είχες δίκαιον, επανέλαβεν ο αρχηγός. Δίκαιον είχες, διότι δεν είνε κόρη σου. — Ποιος το λέγει; εμορμύρισεν ο Πρωτόγυφτος. — Εγώ το λέγω, και το ειξεύρω. Δεν είνε κόρη σου, και την επώλησες. Αλλά μήπως και αν ήτο, δεν ήθελες την πωλήσει; — Ουχ! έκαμεν ο Γύφτος. — Και επειδή δεν είνε κόρη σου, δεν έχεις πλέον δικαίωμα να την κρατής, αφού εφάνης άπιστος προς αυτήν. — Ε; έκαμεν ο Γύφτος ερεθισθείς. — Και διά τούτο εγώ θα γείνω εγγυητής υπέρ αυτής, επανέλαβεν ο ξένος. — Εγγυητής; — Και θα την παραδώσω εις μέρος ασφαλές, ώστε να μη φοβήται πλέον τίποτε από καμμίαν επιβουλήν. — Τόσο καλλίτερα, είπεν ο Γύφτος μη εννοών τι έλεγε. — Βλέπω, σου αρέσει, είπεν ειρωνικώς ο ξένος. Αληθώς, αφού εξέκαμες απ' αυτήν πλέον, θα ευχαριστηθής ν' απαλλαχθής πάσης ευθύνης εις το μέλλον. — Γκρου! έγρυξεν ο Πρωτόγυφτος. — Αλλ' ησύχασε, εγώ δεν το κάμνω αυτό διά το καλόν σου. Σκοπεύω να σε φυλακίσω αύριον. Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης. Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε· — Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν. Δεν τα έγγιξα ακόμα, ούτε τα εμέτρησα. Μετρήστε τα, να ιδήτε αν είνε σωστά, προσέθηκεν ως να παρελάλει. — Εγώ; είπε μετά περιφρονήσεως ο αρχηγός. — Μα μη μου παίρνετε το κορίτσι μου, εξηκολούθησεν ο Πρωτόγυφτος, μετ' αιφνιδίας εκρήξεως φιλοστοργίας. Εγώ το αγαπώ το κορίτσι μου. Ήμουν μωρός να το πωλήσω το κορίτσι μου, το έκαμα χωρίς να θέλω. Δεν είξευρα, τζάνουμ τι μου γίνεται. Σκυλί σου είμαι, γαττί σου είμαι, αφέντη, μη μου παίρνης το κορίτσι μου. Ειδεχθώς κωμική ήτο η σκηνή αύτη της γονυκλισίας και των ικεσιών του Γύφτου. Οι παρεστώτες δεν ηδύναντο ουδέ να γελάσωσιν, ησθάνοντο δε οίκτον και αποστροφήν. Ο αρχηγός έμεινεν άκαμπτος και δεν απήντησεν εις τας τελευταίας ικευτικάς λέξεις. Ένευσε δε προς τους στρατιώτας αυτού, και ούτοι απήγαγαν την Αϊμάν χωρίς αύτη να δύναται ν' αντιστή. Ο Μάχτος ησθάνθη νέον σπαραγμόν, ότε είδε την νέαν απαχθείσαν, αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη. Άλλως δε τω επήνεγκε παραμυθίαν τινά και ελπίδα η τελευταία αύτη σκηνή. Ότε ο αρχηγός μετά των στρατιωτών εξήλθον εκ του παραπήγματος απάγοντες την νέαν, τα μεν άλλα πρόσωπα της σκηνής έμειναν ακίνητα, ο δε Μάχτος ως να ειλκύετο υπό αοράτου ηλεκτρικής δυνάμεως εξήλθε κατόπιν της συνοδείας και ηκολούθησεν αυτήν χωρίς να διστάση. Τούτο δε έπραξεν όλως αυθορμήτως, και άνευ προμελέτης, ως εφαίνετο. Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού. Έφθασαν δε μετ' ολίγον εις την κατοικίαν του αρχηγού, και οι στρατιώται μετά της Αϊμάς ανέβησαν εκείσε, ο δε Μάχτος έμεινε διστάζων κάτωθεν του οίκου. Ο δε Σκούντας εκρύπτετο, και είχε σταθή κατασκοπεύων όπισθεν του τοίχου. Προ μιας μόλις ώρας εις την οικίαν ταύτην είχε συμβή το εξής. Άνθρωπός τις επαρουσιάσθη και έκρουσε την θύραν. Ανοιχθείσης ταύτης εισήλθε και εύρε τον κάτοικον της οικίας, όστις ήτο εκατόνταρχος, και διώκει την εν τω τόπω στρατιωτικήν δύναμιν. Ούτος έδειξε μέγιστον σέβας προς τον επισκέπτην του, ευθύς ως τον είδε. — Τι διατάττει ο &άρχων&; είπε. Πώς ευρέθη εδώ; — Φίλε μου, θέλω την συνδρομήν σου, είπεν ο επισκέπτης. — Ορισμός σας. — Συνέβη κάτι. Και διηγήθη με δυο λέξεις ο επισκέπτης τα πρό τινων στιγμών συμβάντα εν τω χαλκείω, ως και άλλην τινά λεπτομέρειαν, ην έκρινεν εύλογον ν' ανακοινώση προς τον εκατόνταρχον. Ούτος δε τον ήκουσε μετά περιεργείας. — Και τώρα τι μέλλει να γείνη; είπεν. — Έχεις στρατιώτας αρκετούς; είπεν ο &άρχων&. — Εδώ έχω πέντε ή έξ. Κοιμώνται. — Αφύπνισέ τους. Ο εκαντόταρχος προσεκάλεσε διά παλαμοκρουσίας τον υπηρέτην του, και μετεβίβασεν αυτώ την διαταγήν του άρχοντος. Εντός ολίγων στιγμών οι τέως υπνώττοντες στρατιώται ήσαν όρθιοι και έτοιμοι. Εν τω μεταξύ ο άρχων έλεγεν· — Αυτοί θα είνε εδώ σιμά. Νομίζω, μετέβησαν προς εκείνο το μέρος, είπε δείξας την παραλίαν. — Πιστεύω. — Όπως και αν έχη, δεν δύνανται ν' απομακρυνθώσι πολύ. Δύνασαι να τους φθάσης; — Δύναμαι. — Αν εύρης την νέαν μεμονωμένην, άρπασέ την, και μη φροντίζης πλέον διά τους άλλους. — Καλώς. — Αν την εύρης περικυκλωμένην, σκόρπισέ τους και απείλησον ολίγον τον Πρωτόγυφτον. Ύστερον παράλαβε την νέαν και φύγε. — Πού να την οδηγήσω; — Εδώ θα σας περιμένω. — Καλώς έχει. Και ο εκατόνταρχος τεθείς επί κεφαλής της εξανδρίας, ανεχώρησε προθυμότατος εις την αποστολήν ταύτην. Αποτέλεσμα των οδηγιών, ας είχε δώσει αυτώ ο άρχων, ήτο η σκηνή ην ανωτέρω διηγήθημεν, καθ' ην ο εκατόνταρχος παρέστησε τοιούτον μέρος, ώστε να εμπνεύση τρόμον εις τον Πρωτόγυφτον, να καταπτοήση τους άλλους πάντας και να αρπάση την Αϊμάν εκ των χειρών αυτών. Ο μόνος, όστις αν δεν εκέρδησέ τι, δεν εζημιώθη τουλάχιστον εκ της σκηνής ταύτης, ήτο ο Τρανταχτής. Ο φίλος ούτος είχε προς τοις άλλοις το σπάνιον προτέρημα να μη αποβάλλη ευκόλως την αταραξίαν εις τας δυσκόλους περιστάσεις. Ο μπάρμπα Κατούνας, ότε είδε τα πράγματα στενά, καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει εις το καπηλείον ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών, δεν έχασε καιρόν. Έρριψε τελευταίον τεθλιμμένον βλέμμα εις τα πράγματά του και ετράπη εις φυγήν, εγκαταλιπών εις την διάκρισιν του εχθρού τα βαρέλια, τας φιάλας, τα ποτήρια και προ πάντων το συρτάριον, όπου είχε τας πενιχράς εισπράξεις του. Μετ' αυτόν εξήλθον αμοιβαδόν ο εκατόνταρχος και οι στρατιώται άγοντες την Αϊμάν, είτα ο Μάχτος και ο Σκούντας, είτα ο Πρωτόγυφτος, ο Βούγκος και οι λοιποί. Πάντες ούτοι ούτ' είχον παρατηρήσει την λαθραίαν εξαφάνισιν του Κατούνα, ούτε ηδύναντο να υποπτεύσωσιν αυτήν. Αλλ' ο ημέτερος φίλος Τρανταχτής είχε συνήθειαν να παρατηρή πάντοτε τα συμβαίνοντα, και ουδεμία λεπτομέρεια διέφευγε την προσοχήν αυτού. Άλλως δε και αν ήτο αφηρημένος, ήθελεν ευκόλως παρατηρήσει ότι είχεν απομονωθή, μετά την έξοδον των λοιπών προσώπων. Ότε λοιπόν είδεν εαυτόν μόνον εν τω καπηλείω, εγέμισε δύο φιάλας οίνον, έθεσεν αυτάς εις τα ευρύχωρα θυλάκια του επενδύτου του, είτα ήνοιξε το συρτάριον του Κατούνα, εύρεν εκεί κέρματά τινα, την πώλησιν όλης της ημέρας, μη υπερβαίνουσαν δύο δραχμάς του παρ' ημίν νομίσματος, εμέτρησεν αυτά, τα έθεσεν εις τον πυθμένα του θυλακίου του, έσβεσε τον λύχνον και εξελθών έκλεισε την θύραν και έγεινεν άφαντος. ΜΕΡΟΣ Β'. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. Ιστορική παρέκβασις. Στάδια τινα μακράν της Σπάρτης εκείτο το &Πληθώνειον& άντρον, εν ώ κατώκει ο Γεώργιος Γεμιστός, ο μετονομασθείς &Πλήθων&, ου το κλέος ευρύ τότε ανά πάσαν την Ελλάδα. Ο Γεώργιος Γεμιστός ήτο ο οψιγενής Έλλην πλατωνικός του ιε' αιώνος, ο ονειροπολήσας να αρχίση εκ νέου κατά τον χρόνον εκείνον το έργον του Ιουλιανού, ο μετά τον Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης. Ο Γεώργιος Γεμιστός ήτο ανήρ σοφώτατος και πολυμαθέστατος. Ήτο τόσον ανώτερος του χρόνου καθ' ον έζη, όσον η αρχαία εποχή ήτο ανωτέρα της τότε αθλίας εποχής, και όσον η αθλία εκείνη εποχή ήτο ουχ ήττον ανωτέρα της σήμερον απροσδιορίστου εποχής. Αλλά παρά πάσαν την σοφίαν και πολυμάθειαν αυτού ο Γεώργιος Γεμιστός ήμαρτε, και ήμαρτε λίαν αδικαιολογήτως. Διότι εφαντάσθη ότι ήτο δυνατόν να επανορθώση θεσμούς και ήδη ταφέντα εσαεί και κείμενα υπό την σεσωρευμένην σκωρίαν του χρόνου. Ο Γεώργιος Γεμιστός επεθύμει ουδέν ήττον ή να επανιδρύση εις την Ελλάδα την αρχαίαν θρησκείαν, την λατρείαν του Διός, της Ήρας, της Αθηνάς, της Αφροδίτης και των άλλων της αρχαιότητος θεών. Και όμως ήτο ευφυής, και ηδύνατο να προΐδη ότι η θρησκεία του Χριστού δεν ηδύνατο να αντικαταστή δι' άλλης θρησκείας, πλην της ελλείψεως πάσης θρησκείας, όπως και συνέβη επί των ημερών ημών. Αλλ' όπως εγκαταλίπωμεν ταχέως τα ολισθήματα ταύτα της γραφίδος, άτινα ημείς πρώτοι αποκηρύττομεν, ανάγκη να περιορισθώμεν εις όσα έχουσι στενήν σχέσιν προς την ημετέραν ιστορίαν, και καταλείπομεν εις την ιστορικήν κριτικήν, εις ην ουδεμίαν έχομεν εμπιστοσύνην, πάσαν εκτίμησιν των γεγονότων. Το καθ' ημάς, θ' αρκεσθώμεν εις την περιγραφήν των προσώπων και των πραγμάτων, όπερ είνε στενώς και ακριβώς το ημέτερον έργον. Ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων κατώκει εν τω Πληθωνείω άντρω όπερ είχε φροντίσει να παρασκευάση ευαρμόστως προς τας αρχαίας ελληνικάς παραδόσεις. Είδωλα και ξόανα θεών, τα μόνα άτινα είχον διασωθή εκ της φανατικής μανίας των μοναχών, σύμβολα και εμβλήματα αρχαία, βωμοί, θυμέλαι, θύρσοι, γλαύκες, ουδέν εκ των κλασσικών εμβλημάτων έλειπεν εκ του άντρου του Πλήθωνος. Οσάκις απεσύρετο ούτος εις το άντρον, επεθύμει να έχη πάσας ταύτας τας μυστικάς ψυχαγωγίας, αίτινες έτερπον το πνεύμα αυτού. Το λοιπόν του χρόνου διήγε περιπλανώμενος ανά την Ανατολήν, όπου είχεν οπαδούς και θαυμαστάς ικανούς, διότι οι λόγιοι του καιρού εκείνου ηλαύνοντο υπό παραδόξου οργασμού, και ή εγίνοντο οπαδοί των δοξασιών του Πλήθωνος, ή ενεκολπούντο τα δόγματα της Ρώμης. Οφείλομεν όμως, προς αποφυγήν μείζονος απαισιοδοξίας, ν' αναγνωρίσωμεν ότι, μόνον μετά την άλωσιν της βασιλευούσης, έπεσον οι πλείστοι των λογίων το έσχατον τούτο οικτρόν πτώμα. Πρότερον είχον αντίσχει οι πλείστοι κατά του πειρασμού. Και όμως πόσα ελεεινά πτώματα! Παράδοξος βεβαίως και αλλόκοτος η εποχή εκείνη, καθ' ην, όπως διατηρήση τις την ελευθερίαν του να φαντάζηται και ν' αναμιμνήσκεται, ή να συρράπτη έωλα πολλάκις και σχολαστικά εξαγόμενα επιπόνων ερευνών, ώφειλε πρώτον να υποδουλώση εσαεί την δύναμιν του να σκέπτηται και να φρονή. Και όμως πλείστοι ηρκέσθησαν εις τον πενιχρόν εκείνον διανοητικόν βίον. Αλλ' ουχ ούτω και ο Γεώργιος Γεμιστός. Ούτος είχε λίαν παράβολον πνεύμα και ηγωνίζετο καθ' άπαντα τον βίον αυτού να εξέλθη εκ της στενής σφαίρας εν η έζη. Προς τούτο δ' εφεύρεν αλλόκοτα ψυχαγωγήματα, οία ουδ ηδύνατό τις να φαντασθή κατ' εκείνον τον χρόνον. Εν των ψυχαγωγημάτων τούτων συνίστατο εις τα μυστήρια, ά ετέλει εν τω άντρω κατά καιρούς ο Πλήθων. Τα μυστήρια ταύτα ήσαν κατά μίμησιν των αρχαίων μυστηρίων, ήσαν αλλόκοτοι τελεταί, αίτινες ευλόγως ενεποίουν κακήν εντύπωσιν εις τους χωρικούς των περιχώρων. Και δεν ήσαν μεν πολλοί θεαταί των τελετών τούτων, αλλ' η φήμη αυτών παρείχεν απαισιωτέραν φήμην, και καθίστα αυτά φοβερώτερα ή όσον πράγματι ήσαν. Δικαίως άρα ο Γεώργιος Γεμιστός εφημίζετο ως μάγος εις τα περίχωρα. Και όμως ο ανήρ ούτος είχεν ευεργετήσει όλην την Πελοπόννησον. Τους υπ' αυτού συνταχθέντας νόμους πάντες οι νεώτεροι ιστορικοί ευδοκούσι να μνημονεύωσιν ως ωφελίμους και χρηστούς. Είχεν ευεργετήσει τον λαόν της Πελοποννήσου, και όμως είχε κακήν φήμην. Ας φαντασθή τις πόσον χείρονα φήμην θα είχεν αν είχε πράξει κακόν, ή αν ουδενός ωφελήματος είχε γείνη αίτιος εις τους συμπολίτας του. Ο Γεώργιος Γεμιστός, προς τοις άλλοις αυτού ελαττώμασι, είχε και έν ελάττωμα άγνωστον και ανήκουστον κατ' εκείνον τον χρόνον. Ήτο είς εκ των ολιγίστων, οίτινες είχον συνείδησιν του εθνισμού, η καρδία του εφλέγετο υπό φιλοπατρίας. Είχεν αναμιχθή εις τα πολιτικά της εποχής, και συνεβούλευσεν εκάστοτε τα βέλτιστα εις τους εν τη αρχή. Ήτο δε και ο μόνος όστις κατώρθωσε να μαντεύση πού έκειτο η σωτηρία. Πάντες οι σύγχρονοι αυτού ήσαν υπέρ των άκρων. Οι μεν ήθελον την εσχάτην κατά της Ρώμης αντίστασιν και την απεγνωσμένην υποδούλωσιν εις τους Αγαρηνούς. Οι δε επεθύμουν την οικονομικήν αναγνώρισιν του πρωτείου του Πάπα, την διά προχείρων φαρμάκων θεραπείαν της μονομανίας ταύτης ήτις έβοσκε τους δυτικούς, και συνάμα τον μυκτηρισμόν αυτής, ελπίζοντες πρόσκαιρον σωτηρίαν διά του μέσου τούτου. Αλλ' ο Πλήθων, νέος έτι, πολλά έτη προ της αλώσεως, είχεν υποβάλει τέλειον σύστημα πολιτικής και στρατιωτικής ανοργανώσεως, όπερ αν ελαμβάνετο υπ' όψει, και αν ήτο δυνατόν να εκτελεσθή, ήθελε προλάβει ίσως την πεπρωμένην καταστροφήν, ήτις έμελλε να επέλθη λήγοντος του Μαΐου του έτους αυνγ'. Είς των μαθητών του Πλήθωνος και οπαδών των δογμάτων αυτού ήτο και ο καρδινάλιος Βησσαρίων. Ο ευφυέστατος ούτος και πολυγραφώτατος της εποχής εκείνης συγγραφεύς δεν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τον πειρασμόν, ότε συνέβη η εν Φλωρεντία σύνοδος του έτους αυμγ'. Τετρακόσιοι και πλέον ανατολικοί επίσκοποι είχον μεταβή εις την σύνοδον ταύτην και μετ' αυτών ο Βησσαρίων. Οι αγαθοί ούτοι άνθρωποι, μετά του βασιλέως Ιωάννου του Παλαιολόγου, ενόμισαν καλόν, προς αποφυγήν μακρών δογματικών συζητήσεων, υφ' ων αντήχουν τα όρη και τα πελάγη επί ένδεκα αιώνας, ενόμισαν, λέγω, καλόν να υπογράψωσιν ασυζητητεί τον τόμον εκείνον, δι' ου οι επίσκοποι της Ανατολής ανεγνώριζον το πρωτείον του Πάπα, όπερ εδόθη παρά του Ιησού Χριστού εις τον Πέτρον, και μετέβαινε πάντως και εις τους διαδόχους αυτού. Κατά την παράδοσιν, είς μόνος επίσκοπος αντέστη και ηρνήθη διαρρήδην να υπογράψη, ο Εφέσου Μάρκος, ο επικαλούμενος Ευγενικός. Ο διδάσκαλος Αθανάσιος ο Πάριος, εκκλησιαστικός συγγραφεύς ακμάσας εν αρχή της ενεστώσης εκατονταετηρίδος, λέγει περί του Μάρκου τούτου του Ευγενικού, ότι είνε ουχί μόνον ίσος προς τους Βασιλείους και Χρυσοστόμους, αλλά πολλώ ανώτερος αυτών. Διότι εκείνοι μεν εν μέσω πολλών ομοφρόνων εκήρυττον τα ορθόδοξα δόγματα. Ούτος δε μόνος προς πολλούς ηδυνήθη να αντιστή εις τας υπερφιάλους αξιώσεις της παπωσύνης, εγκαταλειφθείς δε, κατά τον ψαλμωδόν, παρά γονέων και αδελφών, δεν απέβαλε το θάρρος, αλλά κατέρριψε την «δυτικήν οφρύν» κατά τον πολύν Φώτιον. Όσοι επιθυμούσι πλείονας πληροφορίας περί τούτου παραπέμπονται εις το σύγγραμμα του ειρημένου Αθανασίου του Παρίου το επιγραφόμενον «Ο Αντίπαπας». Τινές δε των ζωγράφων της Ανατολικής Εκκλησίας εφιλοτιμήθηοαν να ζωγραφήσωσι τον Μάρκον τον Ευγενικόν καθήμενον επί του αρχιερατικού θρόνου, βαστάζοντα το ιερόν ευαγγέλιον και την ποιμαντικήν ράβδον, και παρά τους πόδας αυτού κείμενον τον Πάπαν Νικόλαον, ου η τιάρα πεπτωκυία από της κεφαλής κυλινδείται υπό τους πόδας του Μάρκου. Ο αυτός Πάπας, κατά τον ειρημένον Αθανάσιον τον Πάριον, εκ συγγραφέων της ιε' εκατονταετηρίδος ερανιζόμενον τας πληροφορίας αυτού, ότε είδε την υποταγήν μεν των λοιπών επισκόπων, αλλά την άκραν και ισχυρογνώμονα αντίστασιν του Εφέσου Μάρκου, ηναγκάσθη να είπη· «Νίχιλ φέτσιμους». &Ουδέν εποιήσαμεν&. Ως φαίνεται, επιθύμει ο Πάπας ίνα πάντες ανεξαιρέτως οι επίσκοποι υπογράψωσι την παραδοχήν των δογμάτων της Ρώμης, και μηδείς μείνη αμφίβολος. Δύσκολον τω όντι ζήτημα προτείνεται εις την προσοχήν του μελετητού της Ιστορίας. Και αν υπήρχον εν τη συνόδω εκείνη δευτερεύοντα τινα και τριτεύοντα πρόσωπα φρονούντα τα αυτά προς τον μητροπολίτην της Εφέσου, οίος ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεώργιος ο Σχολάριος και άλλοι, πάλιν το ζήτημα μένει ακέραιον. Οι επίσκοποι της Ανατολής υπέγραψαν σύμπαντες τον όρον της παπικής συνόδου. Αλλ' αντιπροσώπευον οι άνδρες εκείνοι τας θρησκευτικάς δοξασίας του ελληνικού λαού, ή όχι; Εάν ναι, διατί ο λαός ο ελληνικός δεν απεδέχθη τα υπ' αυτών εψηφισμένα; Εάν όχι, τι παθόντες υπέγραψαν δόγματα, ά δεν είχον εντολή να παραδεχθώσιν; Αλλ' ίσως έπραξαν τούτο οικονομικώς, όπως αναπαύσωσι το θηρίον, και αύτη είνε η πιθανωτέρα λύσις, ην δύναταί τις να εύρη αναγινώσκων τα χρονικά της εποχής εκείνης και διαπορών. Διότι είνε γεγονός πασιφανέστατον, ότι ο ελληνικός λαός και μετά την υπογραφήν του αστόργου και παρανόμου εκείνου όρου έμεινεν ειπέρ ποτε ορθόδοξος. Είς των υπογραφόντων τον όρον ήτο και ο Βησσαρίων. Ο άνθρωπος ούτος έκρινεν, ως φαίνεται, εντιμότερον δι' εαυτόν να είνε μάλλον καρδινάλιος της Ρώμης ή μητροπολίτης της Ανατολικής Εκκλησίας. Όθεν μετά την υπογραφήν του τόμου της ενώσεως έμεινεν εν Ρώμη και δεν επανήλθεν εις την Ανατολήν. Και όμως είχεν άδικον. Ηδύνατο να επανέλθη ως επανήλθον οι άλλοι επίσκοποι, και η υπογραφή αυτού να λογισθή άκυρος παρά τω ελληνικώ λαώ, αν επανήρχετο, οία ελογίσθη και μη επανελθόντος αυτού και των άλλων των επανελθόντων. Παιδαριώδους βεβαίως πανουργίας τέχνασμα πρέπει να ήτο το πραξικόπημα τούτο, αν ήτο όντως τέχνασμα. Οι ανατολικοί, εν τη αφελεί αυτών πονηρία, τι ενόμιζον άρα, ότι ηδύναντο να πείσωσι τους δυτικούς περί της ειλικρινείας των; Αλλ' οι εν Ρώμη ήσαν αείποτε πονηρότεροι των εν Κωνσταντινουπόλει, και δεν επείθοντο ουδέ διά των ψηλαφητών τεκμηρίων. Οι εν Ρώμη ήσαν δυσπιστότεροι και του Θωμά αυτού, και δεν επίστευον ουδέ τα αναμφηρίστως αποδεδειγμένα. Μάρτυς τούτου αυτός ο καρδινάλιος Βησσαρίων, όστις επί ήμισυ αιώνα ηγωνίζετο ματαίως να εμπνεύση εμπιστοσύνην εις τους συναδέλφους αυτού. Τούτο αποδεικνύει ότι πρέπει να μένη τις εν τη τάξει εν η ευρέθη απ' αρχής, όσον ταπεινή και πενιχρά και αν φαίνεται αύτη, αιρετωτέρα δε είνε αείποτε η έντιμος ευτέλεια της αδόξου και κομώσης πολυτελείας και τρυφής. Ουδέν πλεονέκτημα δύναται να ισοφαρίση ποτέ το αίσχος του αυτομόλου και του δραπέτου. Η φιλοπατρία του καρδιναλίου Βησσαρίωνος και οι συνεχείς αυτού και καρτερικοί αγώνες, ους ηγωνίσθη όπως πείση τους εν τη εσπερία να έλθωσιν επίκουροι ημών κατά τον βαθύν εκείνον και σκοτεινόν μεσαίωνα, η παιδεία και η πολυμάθεια αυτού, η εγκράτεια και σωφροσύνη του βίου, το μακρόν μαρτύριον όπερ υφίστατο έξωθεν μεν εκ της δυσπιστίας και ψυχρότητος των περί αυτόν, έσωθεν δε εκ των ελέγχων της ιδίας αυτού συνειδήσεως ουδέν δύναται να εκπλύνη το άγος του εξωμότου. Το μόνον όπερ ηδύνατο εν μέρει ν' αναπαύη την κεκμηκυίαν ταύτην συνείδησιν, ήτο η ενδόμυχος αυτού πεποίθησις, ή μάλλον η ένδεια πάσης πεποιθήσεως χριστιανικής. Ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ιεράρχης δύο χριστιανικών εκκλησιών εξ υπαμοιβής, ουδεμίαν είχεν εις τον χριστιανισμόν πίστιν. Τούτο εμφαίνεται έκ τινων αποσπασμάτων επιστολών αυτού προς τον φιλόσοφον Πλήθωνα, ου ήτο μαθητής και οπαδός. Εν τούτοις ο Πλήθων τουλάχιστον καθ' έν τι αλλά σπουδαίον επλεονέκτει του Βησσαρίωνος. Δεν υπηρέτει την εκκλησίαν ην επολέμει, ουδέ μεθίστατο από εκκλησίας εις εκκλησίαν εις μηδετέραν τούτων ανήκων. Ήτο ελεύθερος, και ουδεμία υλική υποχρέωσις συνέδεεν αυτόν προς το πνευματικόν καθεστώς. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. Το άντρον. Ο Γεώργιος Γεμιστός είχε φροντίσει ίνα μετακομισθώσι αγάλματά τινα σωζόμενα εν τοις ερειπίοις της αρχαίας Σπάρτης, τα μόνα άτινα είχον σεβασθή οι αιώνες και οι βάρβαροι, και είχεν ηυπρεπισμένην την κατοικίαν αυτού ελληνικώ τω τρόπω. Εις τους αγρότας των περιχώρων ήτο απηγορευμένη η είσοδος. Οι αγαθοί ούτοι άνθρωποι εσκανδαλίζοντο βλέποντες τα δαιμονικά εκείνα πράγματα, και εσταυροκοπούντο αφθόνως. Και όμως τόση ήτο η περιέργεια, ήτις ηρέθιζεν αυτούς, ώστε μεθ' όλον τον φόβον και την αποστροφήν ην ησθάνοντο, προέβαλλον δειλώς τας μορφάς έξω της εισόδου, οσάκις διέβαινον πλησίον εκεί όπως ίδωσι τι συνέβαινεν εντός. Μάλιστα αι γυναίκες υπέκειντο εις τον πειρασμόν τούτον. Εφαντάζοντο ότι θα έβλεπαν εκεί μαύρα τριχώματα, ουράς και άλλα τοιαύτα προσόντα, οία η χριστιανική φαντασία και τέχνη απέδιδεν εις τον πονηρόν δαίμονα. Αλλ' η περιέργεια αυτών δεν εκορέννυτο. Ουδέν το σατανικόν έβλεπον εις το αρχαϊκόν εκείνο ενδιαίτημα. Εις το πρώτον χώρισμα ήτο το μελετητήριον και ο κοιτών του φιλοσόφου, εις το δεύτερον υπήρχον αγάλματά τινα, είς βωμός και άλλα σύμβολα, ακατανόητα μεν, αλλ' ουδέν τα απαίσιον έχοντα. Ούτω δε αι περίεργοι απεμακρύνοντο εκείθεν, μηδεμίαν μεν αληθή πληροφορίαν αποκομίζουσαι, αλλ' όμως φέρουσαι εναύσματα προς διήγησιν μεγεθοποιημένων και φασματωδών πλασμάτων εις τας φίλας και γνωρίμους αυτών. Επί τέλους ο Πλήθων ηναγκάσθη ν' απαγορεύση την προσέγγισιν του τυχόντος, και ουδείς ηδύνατο να πατήση τα σύνορα αυτού. Την εκτέλεσιν της διαταγής ταύτης ανέθηκεν εις στρατιωτικόν σταθμόν κείμενον ου μακράν του σπηλαίου. Ο δεσπότης της Πελοποννήσου και πάσα άλλη αρχή ουδέν ηδύνατο ν' αποποιηθή εις τον Πλήθωνα, όστις ιδιώτευε μόνον διότι ούτω ήθελεν. Άλλως όμως είχε μεγίστην πολιτικήν σημασίαν εν τω τόπω. Είνε αληθές ότι δεν είχεν εις τι να μεταχειρισθή αυτήν. Έβλεπε το μοιραίον τέλος επικείμενον και προσεγγίζον οσημέραι, ουδεμίαν δε είχε δύναμιν όπως αποτρέψη αυτό. Ο Πλήθων εμόναζεν από μακρού χρόνου εν τω άντρω αυτού και δεν είχε σκοπόν να εξέλθη εκ της προσφιλούς αυτώ ησυχίας. Εν τούτοις η ησυχία αύτη διεκόπτετο από καιρού εις καιρόν δι' επισκέψεων ξένων τινών ή εντοπίων λογίων, οίτινες ήρχοντο να συζητήσωσι μετά του διδασκάλου τα αιωνίως άλυτα εκείνα ζητήματα, τα άψαυστα και συγκεχυμένα, άτινα έχουσι την ιδιότητα όσον πλειότερον τα κινεί τις, τόσον αδρανή να μένωσι, και όσον μάλλον επιμόνως ζητή τις να τα διαφωτίση, τόσον να καθίστανται σκοτεινότερα. Είς τοιούτος επισκέπτης ήλθεν άπαξ πρότινος χρόνου και εύρε τον Πλήθωνα εις το αναχωρητήριόν του. Ο οδοιπόρος ούτος έφερε το καλογηρικόν ένδυμα και είχεν ήθος ταπεινόν και χριστιανικόν. Επαρουσιάσθη εις τα πρόθυρα του αναχωρητηρίου και εζήτησε την άδειαν να επισκεφθή τον Πλήθωνα. Ο Θεόδωρος παρουσιασθείς παρετήρησεν αυτόν μετά περιεργείας. Διότι εγίνωσκεν ότι ο κύριός του είχε προ πολλού διακόψει πάσαν προς τους μοναχούς σχέσιν και ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην ετόλμα άνθρωπος φορών ράσον να παρουσιασθή όπως ζητήση συνέντευξιν μετά του Πλήθωνος. — Και τι τον θέλεις; ηρώτησεν ο Θεόδωρος αποτόμως. — Θέλω να τω ωμιλήσω, απήντησε μετά συστολής ο ξένος. — Τι έχεις να το είπης; Ο ξένος εκίνησε τους ώμους. — Έχεις βεβαιότητα ότι θα σε δεχθή; επέμεινεν ο Θεόδωρος. — Ειπέ του ότι τον ζητεί ένας, ο όποιος έχει κάτι να του ειπή. Ο Θεόδωρος εδίσταζεν. Ο ξένος δεν είπε τι προς αυτόν, αλλ' η στάσις του ενέφαινεν αξιοπρεπή επιμονήν. — Και ποίος να είπω ότι τον ζητεί; ηρώτησεν ο Θεόδωρος. — Είς μοναχός, δούλος του Θεού του αληθινού, όστις έχει σπουδαία να τω είπη. Εν τούτοις αυτό δεν είνε το όνομά σου, παρετήρησεν ο Θεόδωρος. — Αυτό το όνομα αρκεί εις εμέ, είπεν ο ξένος. — Αλλά θα αρκέση τάχα εις τον κύριόν μου; — Δοκίμασε, είπεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ, χωρίς να μοι είπης το όνομά σου. Ο ξένος εξέβαλε τότε εκ του κόλπου του χαρτοφυλάκιόν τι, και εχάραξε μίαν μόνην λέξιν επί τεμαχίου χάρτου. — Δος αυτό εις τον κύριόν σου, είπε, και αν θέλη να με δεχθή, καλώς. Ο Θεόδωρος έλαβε το πιττάκιον, αλλά δεν εγίνωσκε γράμματα και δεν ηδύνατο ν' αναγνώση την υπό του μοναχού γραφείσαν λέξιν. Εν τούτοις ηναγκάσθη να μεταβιβάση το τεμάχιον του χάρτου προς τον Πλήθωνα. Ο φιλόσοφος δεν ηδυνήθη να καταπνίξη αίσθημά τι συγκινήσεως, ότε ανέγνω την λέξιν εκείνην. Ήτο δε αύτη γεγραμμένη μονογραφικώς και συντετμημένως, κατά την συνήθειαν του καιρού εκείνου, και έλεγε: «Γ. Σχολάριος». Ήτο το όνομα του ασπόνδου και θανασίμου εχθρού του Γ. Γεμιστού. Τι παθών άρα ο Γεώργιος ούτος ο Σχολάριος ήλθε να επισκεφθή τον Πλήθωνα; Ο φιλόσοφος εις μάτην διελογίζετο. Δεν ηδύνατο να λύση το αίνιγμα τούτο. Εν τούτοις δεν εδίστασε να δώση διαταγήν προς τον υπηρέτην του, όπως εισαγάγη παρ' αυτώ τον επισκέπτην. Ειπέ του να έλθη, είπεν ησύχως. Ο Θεόδωρος υπήκουσεν. Ο Πλήθων μεθ' όλην την φιλοσοφίαν του, δεν ηδύνατο να υπερνικήση προλήψεις τινάς, αίτινες εσώζοντο παρ' αυτώ από του χρόνου, καθ' ον ήτο άνθρωπος μόνον και δεν είχε γείνει ακόμη φιλόσοφος. Ούτω μείνας μόνος μετά την έξοδον του υπηρέτου εφρόντισε να κλείση την εσωτερικήν θύραν του ευρυχώρου άντρου, να σύρη τα παραπετάσματα και να καταστήση αόρατα εις τους οφθαλμούς του Γεωργίου Σχολαρίου τα παρ' αυτού λατρευόμενα. Ούτος δε, ως εισήλθε, παρά πάσαν την ταπεινότητα του ήθους αυτού, το πρώτον βλέμμα διηύθυνε προς τα επιπροσθούντα παραπετάσματα, και ματαίως προσεπάθει να διίδη διά του πυκνού υφάσματος τι έκρυπτον ταύτα. Ο Πλήθων ηγέρθη και έδειξεν έδραν προς τον επισκέπτην. Αντήλλαξαν δε τότε και οι δύο ούτοι άνδρες βλέμμα απερίγραπτον. Καλώς ήλθες, είπε μετά βεβιασμένης προθυμίας ο Πλήθων. Παράδοξον μοι φαίνεται πώς ευρέθης εδώ. Έκαμα περιοδείαν εις την Πελοπόννησον, απήντησεν ο Σχολάριος. Επειδή επλησίασα εις τα χώματά σου, εφαντάσθην ότι δεν ήθελες μοι αρνηθή την φιλοξενίαν σου δι' ολίγην ώραν. — Και διά πολλήν, είπεν ο Γεμιστός. Ο Σχολάριος εκάθισε και περιέμενε να λάβη ο οικοδεσπότης τον λόγον. Παρήλθον στιγμαί τινες. — Από πολλού χρόνου δεν έχομεν ιδεί αλλήλους, είπεν ο Γεώργιος Γεμιστός. — Τω όντι, είπεν ο Σχολάριος. Δεν ήλθες εις την βασιλεύουσαν Πόλιν. — Εγώ; Τι να πράξω εκεί; Είμαι ερημίτης, είπε ο Πλήθων. — Όλοι ερημίται είμεθα, είπεν ο Σχολάριος. — Εγώ δεν αναμιγνύομαι πλέον εις τα κοινά. — Καλώς πράττεις. — Ασχολούμαι εις μελέτην και συγγραφήν μόνον, είπεν ο Πλήθων. — Και θα ωφελήσης ούτω το έθνος, διδάσκαλε, είπεν ο Σχολάριος. Ο Γεμιστός τον εθεώρησε με βλέμμα πλήρες δυσπιστίας. — Αλήθειαν λέγω, είπεν ο Σχολάριος. Μη έχης προκατάληψιν, ω Πλήθων. — Και όμως.., είπεν ο Γεμιστός μετά δισταγμού. — Αν έγραψα κατά σου, ω Πλήθων, δεν έπραξα τούτο εκ μίσους. Ουδεμίαν έχθραν έχω κατά σου. — Πιστεύω, είπεν ο Πλήθων. — Εις πάντα τα ζητήματα συμφωνούμεν. Αλλ' ως προς τα θρησκευτικά, αν έγραψα κατά σου, έγραψα εκ πεποιθήσεως. Ο Πλήθων εσίγα. — Και πάλιν δεν περιήλθον εις την υπερβολήν, εις ην έφθασαν άλλοι. Δεν δύναμαι να παραδεχθώ ότι είσαι άθεος, ω Πλήθων, και ότι επιθυμείς να διαδώσης εις το έθνος τούτο δόγματα ολέθρια και άκαιρα όλως. Λέγω μόνον ότι είσαι ισχυρογνώμων. Δυνατόν να φρονής ότι πρέπει να λατρεύηται το θείον υπό άλλην μορφήν και δι' άλλων τύπων, ή όπως ορίζει η αγία ημών Εκκλησία. Αλλά τούτο δεν είνε λόγος όπως κηρύξης μεγαλοφώνως τα τοιαύτα δόγματα. Ο Πλήθων ετήρει σιγήν. — Είσαι ελεύθερος, ω Πλήθων, επανέλαβε μετά παρρησίας ο Γεώργιος Σχολάριος, είσαι ελεύθερος να δοξάζης όν τινα θεόν θέλης, ή να μη δοξάζης μηδένα. Δύνασαι να συγχέης τα φιλοσοφικά δόγματα προς τα χριστιανικά, και να ζητής διά των θεωριών του Πλάτωνος και των ερευνών του Αριστοτέλους ν' αντικαταστήσης την διδασκαλίαν του Χριστού. Δύνασαι να επιθυμής εγκαρδίως την επάνοδον της λατρείας των ειδώλων, και πάσαν την πομπήν και την συμβολικήν του αρχαίου κόσμου της πολυθεΐας. Δύνασαι προσέτι, όπερ χείρον κατ' εμέ, να πιστεύης ότι είνε ποτε δυνατόν και να πραγματοποιηθώσι τα όνειρα ταύτα. Αλλά δεν δύνασαι, δεν πρέπει, δεν είνε θεμιτόν ουδέ όσιον, το να κηρύττης τα διδάγματα ταύτα εις τον κόσμον και να προσπαθής να προσηλυτίσης άλλους εις τα υπό σου πρεσβευόμενα. Ο Πλήθων ησθάνετο ιδρώτα περιρρέοντα το μέτωπον αυτού και δεν είχε δύναμιν ν' απαντήση προς τας λέξεις ταύτας. — Εις τούτο μόνον διαφωνούμεν, επανέλαβε πραότερον ο Σχολάριος. Κατά τάλλα ομολογώ ότι είσαι τίμιος και γενναίος ανήρ και ουδέν κακόν επιθυμώ διά σε. Εν τούτοις ο Πλήθων, αν και δεν ωμίλει, εσκέπτετο όμως εφ' όσον ο Σχολάριος έλεγε τανωτέρω. Εσκέπτετο ότι ο τόνος ούτος ήτο απροσδόκητος εις το στόμα του άγαν τούτου ορθοδόξου μοναχού, του κεκηρυγμένου εχθρού πάσης καινοτομίας. Ήτο απροσδόκητος διότι είχε λογικόν τι και μετριοπαθές, και δεν ωμοίαζε με τον τόνον, ον απήντα εις τα συγγράμματά του, αυτού του Σχολαρίου, εν οις είχε κατενεχθή κατά τον Πλήθωνος, όπως είχεν υπαινιχθή αρτίως ούτος. Εν τοις συγγράμμασι τούτοις ο Σχολάριος κατεφέοετο κατά του Πλήθωνος σκληρότατα και φανατικότατα. Ο Πλήθων δεν ηδύνατο να λύση το πρόβλημα τούτο, πώς ο αυτός άνθρωπος, συγγράφων μεν ήτο απότομος και υβριστής, διαλεγόμενος δε ήτο διαλλακτικός και μέτριος. Ούτω δε ο Πλήθων ηναγκάζετο να παραδεχθή, ότι πάσα εποχή, ως φαίνεται, έχει ιδιαίτερον τόνον και κοινούς τόπους επιβαλλομένους εις πάντας εν γένει τους συγγραφείς, επί ποινή αποτεφρώσεως και σκορπισμού εις τον αέρα, αν τις τολμήση να παραβή τους επιβαλλομένους κανόνας. Δύναταί τις λοιπόν να είνε άλλως μέτριος και επιεικής καθ' εαυτόν, αλλ' εις το δημόσιον δεν επιτρέπεται να μετέρχηται τοιούτον ύφος, όταν η εποχή δεν επιτρέπη τούτο. Όθεν η συγγραφική τέχνη παρά τοις «λογίοις» πολύ απέχει του να είνε έκφρασις ατομικών αισθημάτων, και η παρατήρησις αύτη του Πλήθωνος έτεινεν εις το να ψεύση εκ προκαταβολής το γνωστόν αξίωμα περιωνύμου τινός νεωτέρου φυσιοδίφου. Εν τούτοις ο Πλήθων συνάψας τας ιδέας του είπε· — Καλώς λέγεις, ω Σχολάριε. Αλλ' ουδαμού εκήρυξα εγώ δόγματα τοιαύτα, αν δε και εγράφη τι φιλοσοφικώτερον, δεν ήτο τούτο προωρισμένον όπως αναγνωσθή παρά του λαού. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτο το ζήτημα, διότι μοι προξενεί κόπον. Ο Σχολάριος συνεστάλη και εσιώπησε. — Και είσαι απών εκ της Κωνσταντινουπόλεως από πόσου χρόνου; ηρώτησεν ο Πλήθων. — Από έξ μηνών, είπεν ο Σχολάριος. — Είχες περιοδεύσει εις Πελοπόννησον; — Ναι. — Μετέβης εις πολλάς πόλεις; — Εις πολλάς. — Και ποίας εντυπώσεις έλαβες; — Αγαθάς. — Εκ Κωνσταντινουπόλεως λαμβάνεις ειδήσεις τακτικώς; — Ουχί τακτικώς. — Δεν έμαθες τελευταίον ουδέν; — Ουχί. — Αν εξεστράτευσαν οι Τούρκοι; — Αγνοώ. — Μετ' απαθείας πολλής λέγεις τούτο. — Αληθώς. — Δεν φαίνεσαι ανήσυχος. — Τουναντίον. Αλλ' έχω λάβει την απόφασιν. — Ποίαν απόφασιν; — Τούτο θα είνε η θεία δίκη, είπε μυστηριωδώς ο Σχολάριος. — Ούτω λοιπόν ουδεμίαν ελπίδα τρέφεις; είπεν ο Πλήθων. — Ουδεμίαν. Οι βάρβαροι μέλλουσι να κυριεύσωσι την πόλιν. Εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται. Ο Πλήθων εστέναξε. — Δεν φρονείς και συ το αυτό; — Ουχί, είπεν ο Πλήθων. Νομίζω ότι οι αρμόδιοι πρέπει να μη απελπισθώσι. — Τίνες αρμόδιοι; — Ο βασιλεύς. — Αλλ' ο βασιλεύς ουδέν δύναται να πράξη, είπεν ο Σχολάριος. — Διατί τούτο; — Διότι περικυκλούται υπό ανθρώπων ανικάνων, είνε δε και αυτός αναποφάσιστος. — Και ποία δύναται να πράξη και τα παραλείπει; ηρώτησεν ο Πλήθων μετά μεγίστης περιεργείας, διότι κατά τας πληροφορίας αυτού ο Γεώργιος Σχολάριος δεν είχε δικαίωμα να είπη τα παρ' αυτού λεγόμενα. — Εν πρώτοις κατ' εμέ δεν πρέπει να ζητή επικουρίας, και μη σας φανή παράδοξος η γνώμη μου. Οφείλει μάλλον να συντάξη τας ιδίας αυτού δυνάμεις. — Αλλ' έχει δυνάμεις; — Εκ των ενόντων, είπεν ο Σχολάριος. Ο αδελφός αυτού Ιωάννης ήτο λογικώτερος. Εζήτει μεν επικουρίας, αλλά τουλάχιστον προσεχώρει εις την ένωσιν. Ο νυν βασιλεύς και επικουρίας ζητεί και την ένωσιν αποκρούει. — Και ηδύνασο συ να συμβουλεύσης την ένωσιν; είπεν ο Πλήθων. — Άπαγε, ουδ' αν μίαν ημέραν μέλλω να ζήσω. — Τότε διατί κατακρίνεις τον βασιλέα; — Δεν τον κατακρίνω διά τας πεποιθήσεις του, τον κατακρίνω μόνον, διότι τα παρ' αυτού εκλεγόμενα μέσα αντίκεινται προς τον επιδιωκόμενον σκοπόν. — Ορθώς λέγεις, είπεν ο Πλήθων. Αλλά δύναται να εύρη δυνάμεις αρκούσας; — Δύσκολον, αλλ' ουχί αδύνατον. Αρκεί να εύρη χρήματα. Εις την Ευρώπην και εις την Ασίαν υπάρχουσι μυριάδες μισθοφόρων, οίτινες δύνανται να υπηρετήσωσιν. — Αλλά και η δύναμις των μισθοφόρων θα είνε ξένη, είπεν ο Πλήθων, οποία θα είνε και η επικουρική. Εκατέρα τούτων πρόσκαιρος. Δεν έχει ούτω; — Λέγε. — Ο δε βασιλεύς χρήζει δυνάμεως σταθεράς και παραμενούσης, διότι σταθερός και παραμένων είνε και ο απειλούμενος κίνδυνος. — Αληθές. — Διά προσκαίρου άρα δυνάμεως δεν δύναται ο βασιλεύς ν' απωθήση τον κίνδυνον τούτον ή προσκαίρως μόνον. — Ορθώς. — Και οψέποτε θα πέση η πόλις. — Θα πέση όταν έλθη η &προεγνωσμένη& ώρα, είπεν ο Σχολάριος. — Βεβαίως, είπεν ο Πλήθων μειδιάσας ότε ήκουσε τον θεολογικόν όρον &προεγνωσμένη&. Ο Σχολάριος δεν ηδύνατο να είπη &πεπρωμένη&, διότι τοιαύτη λέξις τω εφαίνετο βλάσφημος και απάδουσα προς τας θεολογικάς αυτού δοξασίας. Ο Γ. Σχολάριος παρετήρησε το μειδίαμα τούτο τον Πλήθωνος και δυσηρεστήθη. Δεν ηδυνήθη δε να κρατηθή και έδωκεν έξοδον εις τα θεολογικά αυτού ένστικτα. — Διατί μειδιάς, ω Πλήθων; είπε. Μήπως δεν σοι αρέσει η λέξις &προεγνωσμένη;& — Δεν είπον τούτο, είπεν ο Πλήθων. — Αλλά μοι φαίνεται, είπεν ο Σχολάριος, ότι ουδείς των θύραθεν φιλοσόφων ηδύνατο να λύση ορθότερον το ζήτημα τούτο ή όσον το έλυσαν οι ημέτεροι. — Αγνοώ τα περί τούτου, είπεν ο Πλήθων. — Κακώς πράττεις ν' αγνοής, είπεν ο Σχολάριος. Θα μοι επιτρέψης να σοι αναπτύξω το δόγμα τούτο; — Λέγε — Ιδού. Οι εθνικοί έλεγον, ότι υπήρχε &τύχη& και &πεπρωμένον&. Οι ορθόδοξοι πρεσβεύουσιν, ότι υπάρχει &πρόγνωσις& και &προορισμός&. Οι ενάντιοι ημίν παραδέχονται και αυτοί &πρόγνωσιν& και &προορισμόν&, αλλά δεν έχουσι περί αμφοτέρων ορθήν έννοιαν. Κατ' αυτούς ό,τι αν προγνώ και προορίση ο Θεός, τούτο είνε ανέκκλητον, αμαρτωλός δε τις ων θα σωθή, μόνον διότι ο Θεός τον προώρισεν εις σωτηρίαν, και πάλιν ενάρετός τις ων θα κολασθή, μόνον διότι ο Θεός τον προώρισεν εις κόλασιν. Υπάρχει τι κακοδοξότερον τούτου; Υπάρχει τι αλογώτερον; Οι ορθόδοξοι τουναντίον πιστεύουσιν ότι ο προορισμός είνε ανεξάρτητος από της προγνώσεως. Τουτέστι, προέγνω ο Θεός ότι θα αμαρτήση τις, και τον προώρισεν εις κόλασιν· προέγνω ότι θα μετανοήση, τον προώρισεν εις σωτηρίαν· προέγνω ότι θα ζήση ενάρετον βίον, τον προώρισεν εις βασιλείαν αιώνιον. Αλλ' όμως ουχί διότι προέγνω ο Θεός και προώρισε, διά τούτο θα αμαρτήση τις ή θα αγαθοποιήση, αλλά διότι θα αμαρτήση ή θα πολιτευθή εναρέτως, διά τούτο προέγνω και προώρισεν ο Θεός. Η ατομική βούλησις του ανθρώπου μένει ελευθέρα και ανεξάρτητος από της θείας βουλήσεως. Όπως έπλασεν ο Θεός απ' αρχής τον άνθρωπον, λογικόν, ήτοι ελεύθερον, ούτω μέχρι τέλους καταλείπει αυτόν λογικόν και ελεύθερον. Ουδείς επηρεασμός θεόθεν εγγίνεται επί της θελήσεως του ανθρώπου (πλην της πνευματικής αρωγής της επιφοιτώσης προς ενίσχυσιν αγαθής ήδη προαιρέσεως υφισταμένης και ελευθέρως πλασθείσης παρά του ατόμου). Και ταύτα μεν δοξάζουσιν οι ημέτεροι. Ουδέν ορθοδοξότερον ουδέ λογικώτερον του δόγματος τούτου. Τι δε &λέγουσιν& οι εναντίοι; Προέγνω ο Θεός, προώρισεν ο Θεός, θα κολασθή άρα ο άνθρωπος. Και η θεία πρόγνωσις τυφλή, και η ανθρωπίνη θέλησις αδρανής. Ω της κακοδοξίας! ω της πωρώσεως! Φείσαι, Κύριε!... Ο Πλήθων παραδόξως έμενε σκυθρωπός ακούων τας λέξεις ταύτας. Ο Σχολάριος τον ώκτειρε, και εσιώπησε. Κατ' αρχάς είχε σκοπόν να πραγματευθή και περί της αναλόγου δοξασίας των εθνικών, αλλά μεταμεληθείς παρέλιπε τούτο. Ο Πλήθων ηγέρθη και περιήλθε δις περί την τράπεζαν και περί το λίθινον εδώλιον εφ' ου εκάθητο. — Θα απέλθω, είπεν εγερθείς ο Σχολάριος. Είνε καιρός ήδη. — Εξερχόμεθα ομού, είπεν ο Πλήθων. Και εξήλθον ομού εις τα πρόθυρα του άντρου. Ο Σχολάριος επέμενε ν' αναχωρήση, αλλ' ο Πλήθων τον εβίασε να μείνη εισέτι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. Τα μυστήρια. Ολίγας ημέρας μετά τα συμβάντα ά διηγήθημεν εν τοις τελευταίοις κεφαλαίοις του Α' μέρους του παρόντος μυθιστορήματος, έκτακτόν τι συνέβαινεν εν τω Πληθωνείω άντρω. Ο Πλήθων εώρταζε μίαν των υπ' αυτού επανορθωθεισών ειδωλολατρικών εορτών. Εις τας τοιαύτας περιστάσεις, δις ή τρις του έτους, ο Πλήθων προσεκάλει εκτάκτως πολλαχόθεν της Πελοποννήσου τινάς των οπαδών του, εις ους είχε κατορθώσει να μεταδώση τας ειδωλολατρικάς αυτού δοξασίας. — Αυτό εννοείται. [Άσχετη φράση εντός του κειμένου] Κατωρθώθη προς τούτοις να ευρεθώσι τρεις νεανίδες χωρικαί, τρεις ωραίαι ποιμενίδες, αίτινες επί μισθώ εδέχοντο να εκτελέσωσιν έργα κανηφόρου εις την εορτήν. Τούτο ήτο θαύμα, διότι η επικρατούσα πρόληψις παρά τοις χωρικοίς κατά του Πλήθωνος ήτο ισχυροτάτη. Και όμως το γόητρον του χρυσίου είνε πάντοτε ισχυρότερον, και ο Πλήθων αντήμειβε γενναίως πάσαν τοιαύτην υπηρεσίαν. Δώδεκα παίδες δεκαετείς λίαν καθαρίως ενδεδυμένοι απετέλουν χορόν, και είχον διδαχθή ν' απαγγέλλωσι ψιττακίζοντες παρόδους και στάσιμα εκ των αρχαίων δραμάτων, ουδεμίαν σχέσιν έχοντα άλλως κατά την έννοιαν προς τα τότε πράγματα, οίον το εξής τεμάχιον· Ω Διός αδυεπές φάτι, τις ποτε τας πολυχρύσου Πυθώνος αγλαάς έβας Θήβας; εκτέταμαι φοβεράν φρένα, δείματι πάλλων Ιήτε, Δάλιε Παιάν, Αμφί σοι αζόμενος τι μοι ή νέον Ή περιτελλομέναις ώραις πάλιν εξανύσεις χρέος. Ειπέ μοι, ω χρυσέας τέκνον Ελπίδος, άμβροτε φάμα. Πρώτα σε κεκλόμενος, θύγατερ Διός, άμβροτ' Αθάνα, Γαιάοχόν τ' αδελφεάν Άρτεμιν, ά κυκλόεντ' αγοράς θρόνον ευκλέα θάσσει. Ή το εξής. Ακτίς αελίου, το κάλλιστον επταπύλω φανέν Θήβα των προτέρων φάος, Εφάνθης ποτ', ω χρυσέας αμέρας βλέφαρον, Διρκαίων υπέρ ρεέθρων μολούσα, Τον λεύκασπιν Αργόθεν φώτα βάντα πανσαγία Φυγάδα πρόδρομον οξυτέρω κινήσασα χαλινώ· Ον εφ' ημετέρα γα Πολυνείκης Αρθείς νεικέων εξ αμφιλόγων Οξέα κλάζων Αιετός ες γαν ως υπερέπτα Λευκής χιόνος πτέρυγι στεγανός, κτλ. κτλ. Και είτα τους ομηρικούς ύμνους των θεών, και άλλα. Οι δέκα ή δεκαπέντε οπαδοί του Πλήθωνος, όσοι ήρχοντο εις τας τελετάς ταύτας, εφόρουν χιτώνας και ιμάτια κατά τον αρχαίον τρόπον, εν καιρώ της τελετής. Αι τρεις κανηφόροι και οι δώδεκα παίδες έφερον στεφάνους. Ο δε Πλήθων εφόρει εφεστρίδα και εξετέλη έργα ιερέως. Ο Θεόδωρος, όστις δεν ενόει ουδέν εξ όλων τούτων, δεν ηδύνατο να πλησιάση, ήτο απηγορευμένον αυτώ. Είς των παίδων ανήπτε το πυρ επί του βωμού, και ο Πλήθων έσφαζεν αμνόν ή τράγον και έκαιεν αυτόν ενώπιον των ειδώλων των θεών. Είτα εξήταζε τα σπλάγχνα, και έλεγεν εις τους κεκλημένους αν εσήμαινον ευτυχίαν ή δυστυχίαν. Την ημέραν εκείνην η τελετή προηγγέλλετο πομπωδεστέρα του συνήθους. Οι ελθόντες εις την εορτήν ήσαν πλείονες, περί τους είκοσιν. Ο δε Πλήθων αυτός εφαίνετο φαιδρός, ως να είχε κερδήσει τι. Αρτίως είχε κλεισθή η θύρα του σπηλαίου και οι μεμυημένοι είχον αποχωρήσει εις τα έσω αυτού. Ο δε Θεόδωρος εκάθητο έξωθεν, θεωρών μακρόθεν την θύραν. Ήτο δε ώρα περί δυσμάς ηλίου. Ο Θεόδωρος εσκέπτετο ότι δεν έπρεπε να είνε ευχαριστημένος παρά του αυθέντου του, διότι ενώ αυτός τον υπηρέτει τόσον πιστώς, και εμπιστευτικάς παραγγελίας ελάμβανε πολλάκις παρ' αυτού, άς επιτυχώς εξετέλει, εκείνος τον απέκλειε, και δεν τον άφηνε να ίδη τα συμβαίνοντα, έστω και χάριν τέρψεως. Την στιγμήν ταύτην ο Θεόδωρος ουδεμίαν είχε πρόληψιν κατά των τελουμένων, και ησθάνετο παράδοξον επιθυμίαν να προσκυνήση και αυτός τα είδωλα, όπως τα προσεκύνει ο κύριός του. Βεβαίως ουδέν το σατανικόν θα είχον ταύτα, όπως ισχυρίζοντο οι άνθρωποι του λαού, τουναντίον εφαίνοντο λίαν φαιδρά και ωραία. Διατί λοιπόν και ο Θεόδωρος να μη δύναται ν' απολαύση του καλού εκείνου θεάματος, αλλά να κάθηται έξωθεν της θύρας εν αποκλεισμώ, ως να έπασχεν εκ λώβης; Δεν ήτο τούτο άδικον; Τας σκέψεις του Θεοδώρου ή Θευδά (διότι ούτω τον εκάλει ενίοτε υποκοριζόμενος ο Πλήθων), διέκοψε κύων τις, όστις προσέδραμεν ελαφρώς υλακτών, και έχων την γλώσσαν κρεμαμένην έξω των οδόντων. Εφαίνετο ως να ήρχετο μακρόθεν. Προσήλθε παρά τους πόδας του Θεοδώρου σείων την ουράν. Ο Θεόδωρος τον παρετήρει έκπληκτος. — Σαν να τον γνωρίζω, μου φαίνεται, αυτόν τον σκύλο, είπε. Τίνος είνε; Τίνος είνε; Και επροσπάθει ν' αναμνησθή. Αλλ' εδυσκολεύετο. — Κάποιου φίλου μου θα είνε βέβαια, έλεγε. Μπα! και θέλει θεολογία πως είνε φίλου μου; Αφού έρχεται και μου σει την ουρά. Μεγάλο πράγμα πώς το κατάλαβα! Αλλά τίνος να είνε; Και εβίαζε την μνήμην του να τω είπη το όνομα του κυρίου του κυνός. — Έλα, σκύλε, είπε θωπεύων αυτόν, δεν ειξεύρω πώς σε λένε· να είξευρα το δικό σου όνομα, θα εύρισκα εύκολα και του αυθέντου σου. Ή να είξευρα καν της κυράς σου;... Και εμειδίασεν εις την λέξιν ταύτην ο Θευδάς. — Της κυράς σου; επανέλαβε· να είχες τουλάχιστον κυρίαν;... Ω, διάβολε, διάβολε! είπε κρούων το μέτωπον αυτού. Το ηύρα το ηύρα!... Και εθώπευε τον κύνα. — Ω διάβολε, και φαίνεσαι, είσαι καλοθρεμμένο σκυλί. Έπρεπε να το καταλάβω. Ναι, ναι. Φαίνεσαι όπου ζης από μοναστηριακά κομμάτια. Και μάλιστα από καλόγρηαις! Και τι καλόγρηαις! Ο Θευδάς εστέναξε. Την αυτήν στιγμήν ηκούσθη βήμα όπισθεν των θάμνων και φύσημα ανθρώπου ερχομένου εκ μακράς οδοιπορίας, κεκμηκότος. Εφάνη δε άνθρωπος ραιβοσκελής, δυσκόλως βαδίζων, σύρων επιπόνως τον αριστερόν πόδα παρά τον δεξιόν. Ο Θευδάς τον ανεγνώρισε. — Τρέκλα, φίλε μου, είπε, συ είσαι λοιπόν; — Εγώ, απήντησε πνευστιών ο έχων το όνομα Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ; — Μ' εστείλανε. — Ποιος; — Αυταίς η καλογρηαίς, είπε μυκτηρίζων ο Τρέκλας. Η φωνή του δε ήτο έρρινος. — Σένα βρέθηκαν να στείλουν; είπε μετ' οίκτου ο Θευδάς. — Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο. — Όταν είνε κανείς υπερήφανος 'στά πόδια... είπεν ο Τρέκλας. — Βέβαια, έχεις δίκηο. — Τότε έχει ανάγκη από ένα σκυλί διά να του δείχνη το δρόμο. — Σωστά. — Και δι' αυτό μου το δίνουν η καλόγρηαις, αυτό το σκυλί, διά οδηγόν. — Κατάλαβα. — Αλλοιώς δεν ειμπορούσα να τα καταφέρω. — Αυτό εννοείται. — Μα αυταίς η καλόγρηαις!... — Τι; — Σκύλιασαν. — Σκύλιασαν; — Βέβαια. Κοντεύουν να λυσσάξουν. — Όχι δα! — Στην τιμή μου. — Η καϋμέναις! — Ε, δεν ταις λυπάσαι; — Αλήθεια. — Μα είνε αξιολύπηταις. — Διατί; — Έχει πολλά &διατί&. — Ως πόσα; — Όσα θέλεις. — Ειπέ ένα. — Πρώτον αυταίς είνε... — Τι είνε; — Είνε όλαις θηλυκαίς. — Αυτό θα πης; — Ναι. — Το είξευρα. — Κ' εγώ γι' αυτό σου το λέγω. — Διά ποιο &αυτό&; — Διατί το είξευρες. — Α, ενόησα. — Θα ήσουν πολύ βαρυκέφαλος... — Εγώ; — Ναι. — Πώς; — Αν δεν το εννοούσες. — Εμπήκα μέσα. Δεύτερο; — Δεύτερος — Ναι. Δεν έχει και άλλο; — Έχει. — Λέγε. — Η γυναίκαις αυταίς είνε... — Τι; — Είνε όλαις σπαναίς. — Μπα! αυτό; — Ναι. — Τόσον καλλίτερα. — Διατί; — Διατί δεν χρειάζονται και ξυράφισμα. — Α, έτσι; — Βέβαια. Και ύστερα; — Ε; — Και τι άλλο ακόμα; — Τι άλλο; — Ναι. Τρίτο; — Τρίτο, είνε όλαις μακρυμαλλούσαις. — Α! αυτό λοιπόν είνε το τρίτο; είπεν ο Θευδάς. — Μάλιστα, το τρίτο το καλλίτερο. — Το καλλίτερο; — Και αν θέλης, και κάτι άλλο· είνε αυτό το τρίτο. — Τι άλλο; — Δεν το λέγω αυτό. — Γιατί; — Γιατί σκιάζομαι. — Τι σκιάζεσαι; — Μήπως σε τρομάξη. — Να με τρομάξη εμέ; — Ναι. — Γιατί; — Γιατί είνε πράγμα που τρομάζει. — Δεν βαρυέσαι! — Φαντάσου γυναίκα με μακρυά μαλλιά. — Και λίγη γνώσι; — Δεν θα φαίνεται σαν νεράιδα; — Μες σε κανένα ρέμα; — Μα δεν πειράζει, είνε το μόνο. — Ποιο μόνο; Ο Τρέκλας κατέπαυσεν ενταύθα τον λόγον και δεν ηθέλησε πλέον ν' απαντήση. Είχε στηριχθή επί του στελέχους δένδρου τινός και εφαίνετο ονειροπολών. Ήτο άνθρωπος τεσσαρακοντούτης με ηλιοκαή την όψιν και οι χαρακτήρες του εξέφραζον πολλήν πανουργίαν. Ο Θευδάς εγίνωσκεν ότι ματαίως θα επέμενε, και απέσχε πάσης περαιτέρω ερωτήσεως. Αν είχον έννοιάν τινα οι ανωτέρω παιγνιώδεις λόγοι, μόνος ο Τρέκλας είξευρε τούτο, ο δε Θευθάς επώπτευε μόνον, αλλ' ουδέν βέβαιον εγίνωσκεν. Αλλ' όμως ευτυχέστερος ήτο ούτος του χρονογράφου, διατελούντος εν ζοφερά αγνοία περί του πράγματος. Αφού ανεπαύθη επ' ολίγας στιγμάς ο Τρέκλας, εσηκώθη και είπε προς τον Θεόδωρον· — Ειξεύρεις διατί ήλθα; ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. Τα ψεύδη του Τρέκλα. Ο Θεόδωρος τον εθεώρησε μετ' απορίας και απήντησε· — Πώς θέλεις να ειξεύρω διατί ήλθες; — Μήπως έμαθες τίποτε; — Τι να μάθω; — Επειδή εγώ δεν είμαι τόσον γρήγορος εις τον δρόμον... — Έλα δα! — Ειμπορεί να έφθασε το μαντάτον πρωτήτερα από εμέ, αν και εγώ εστάλθηκα διά να το φέρω. — Να μου φέρης εμέ μαντάτο; — Όχι εις εσέ, εις τον αυθέντην σου. — Εις τον αυθέντην μου; — Ναι. Πού είνε τος; Ο Θευδάς έδειξε την κλειστήν θύραν του άντρου. — Είνε εκεί μέσα; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Ναι. — Και τι κάμνει; Ο Θευδάς εκίνησε τους ώμους. — Νόστιμο. Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν ο Θευδάς. — Τότε λοιπόν τι είσαι εδώ; — Διά να φυλάγω την πόρτα. — Και είνε μοναχός ο αυθέντης σου; — Όχι — Είνε και άλλοι; — Πολλοί. — Ποιος και ποιος; — Δεν τους γνωρίζω. — Θα πάγης όμως να του πης... — Εγώ; — Θα πης ότι ήλθα διά σπουδαίαν υπόθεσιν. — Όχι δα. — Και έχω ανάγκην να του μιλήσω. — Δεν γίνεται. — Σου λέγω, είμαι σταλμένος. — Ας πα να είσαι. — Δεν το κουνάς, βλέπω. — Αφού μέρωσε και δεν κλαίει... — Θα πας να του πης; — Δεν πάγω. — Διατί; — Είμαι εμποδισμένος. — Τότε θέλεις ξαμπόδεμα. — Χρειάζονται μαγικά. — Ο αφέντης σου τα ξέρει — Και δεν μας το έλεγες; — Σύρε να του πης. — Σου λέγω δεν πηγαίνω. — Θα πας και θα τραγουδήσης. — Δεν ξέρω τραγούδια. — Να μάθης. — Δεν παίρνω. — Σαν δεν παίρνεις, δίνε. — Δεν έχω. — Άμε στο διάβολο. — Δεν ξέρω το δρόμο. — Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον. — Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια. — Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας. Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν. — Ε, πού πας; πίσω! — Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς. — Πε μου τουλάχιστον τι τον θέλεις, και τότε μπορώ ναποφασίσω. — Αν σου το πω, θα πας; — Θα πάω. — Κάνεις όρκο; — Κάνω. — Λοιπόν άκουσε, είπεν ο Τρέκλας. Και αναλαβών αιφνιδίως ήθος κωμικής σοβαρότητας, είπε· — Το βέβαιον είνε ότι συμβαίνουν σπουδαία πράγματα, και ημείς οι παραμικροί δεν τα καταλαβαίνομε καλά. Η ηγουμένισσα μ' έστειλε να ειδοποιήσω τον &άρχοντα&. — Και να του πης τι; είπεν ο Θευδάς, εξαφθείσης της περιεργείας αυτού. — Να του πω τα συμβάντα, είπεν ο Τρέκλας. — Και ποια είνε τέλος πάντων αυτά τα συμβάντα, διάβολε! έκραξεν ανυπομονήσας ο Θευδάς. — Πολλά και σπουδαία. Έχε υπομονήν, είπε μετά της αυτής σοβαρότητος ο Τρέκλας. Πρώτον φωτιά άναψεν εις το μοναστήρι. — Φωτιά; και τι έχει να κάμη ο αφέντης μου; — Δεύτερον, μια αρμάδα άραξεν αντικρύ, εις το γιαλό μας, είπεν ο Τρέκλας. — Αρμάδα! και τι αρμάδα είνε αυτή; βενετική, γενοβέζικη, τούρκικη; — Γύφτικη, είπε σοβαρώς ο Τρέκλας. — Γύφτικη! ω διάβολε, με περιπαίζεις τόσην ώρα κ' εγώ δεν τώξερα! — Δεν σε περιπαίζω διόλου, είπε μετ' αγωνιώδους τόνου φωνής ο Τρέκλας. Γύφτικη, από την Αίγυπτο. Και μήπως η Αίγυπτος, το Μισήρι που λένε, δεν είνε βασίλειο, καθώς τα άλλα; — Δεν ξέρω, είπεν ο Θευδάς εν αμηχανία. — Αν δεν το ξέρης να πας να το μάθης. Κρίμα που συναναστρέφεσαι τόσον καιρό ένα φιλόσοφο άνθρωπο, σαν τον αφέντη σου! Και να μη ξέρης ότι η Αίγυπτος είνε βασίλειο, και έχει και αρμάδαις! — Δεν τώξερα τόσον καιρό, και να με συγχωρής, είπεν ο Θευδάς. — Πολλά έχεις να μάθης ακόμα, είπεν ο Τρέκλας. Όσο γηράζεις, τόσο θα μαθαίνης. — Ε, ύστερα, τι άλλο; — Τρίτον, επανέλαβεν ο Τρέκλας, καβαλλαρία ήρθεν εις το μοναστήρι. — Καβαλλαρία; — Είνε πεντακόσιοι, χίλιοι, αμέτρητοι και εγώ δεν ξέρω πόσοι. Και μας πολιορκούν, είπεν ο Τρέκλας μετ' ελεγειακού τόνου. — Σας πολιορκούν! — Και μας χρειάζεται βοήθεια. Εγώ εβγήκα από την παραπόρτα, έγεινα ίσωμα κάτω εις την γη, και έτσι εβγήκα. Πώς δεν μ' επήραν οι καβαλλάρηδες διά λαγόν, να με ρίξουν κάτω με καμμιά σαγιττιά! — Διά λαγόν, δεν έχεις τα πόδιά του, είπεν ειλικρινώς ο Θευδάς. — Ας είνε, ειμπορούσαν να με πάρουν διά χελώναν. Ξέρεις αυτοί οι παληόφραγκοι τρώνε και ταις χελώναις. — Φράγκοι λοιπόν είνε αυτοί οι καβαλλαρέοι που σας πολιορκούν; — Φράγκοι, και τι θέλεις να είνε; — Αλλά πώς οι φράγκοι κατατρέχουν τους φράγκους; — Δεν κατατρέχουν τους φράγκους, αλλά ταις φράγκισσαις. Ο Θευδάς ηναγκάσθη να πεισθή, μη έχων άλλο επιχείρημα να προτείνη. Επί δυο ώρας συνομιλών με τον Τρέκλαν είχεν εξαντλήσει πάσαν την προμήθειαν αυτού. Εν τούτοις τελευταίος τις δισταγμός τω απέμεινε. — Αλήθεια, εις την ψυχή σου μου τα λες αυτά; είπε. — Αλήθεια, εις την ψυχήν μου, απήντησεν απαθώς ο Τρέκλας. — Αλλά πώς δεν μου τάλεγες πρωτήτερα, όταν ήλθες, αλλ' εφαίνεσο να είχες τόσην όρεξι. — Δεν ήθελα να σε τρομάξω από μιας αρχής, είπεν ο Τρέκλας. — Τι διάβολε! Και θα μας έλθουν κ' εδώ αυτοί οι καβαλλαρέοι; είπε μετ' αφελούς τρόμου ο Θευδάς. — Δεν ξέρω, δεν μου είπαν ακόμα τα σχέδιά των, είπεν ο Τρέκλας. Αργότερα, ειμπορώ να τους κάμω φίλους. — Το έχεις σκοπόν; είπε μετά θαυμασμού ο Θευδάς. — Βέβαια, αν τύχη. Ο Θευδάς εσιώπησε. Παρήλθαν στιγμαί τινες, και ο Τρέκλας ηναγκάσθη να τω είπη· — Ε, δεν πας τώρα; — Πού; — Εις τον κύριόν σου. — Να κάμω τι; — Να του πης ότι τον ζητούν. — Εγώ; — Ποίος άλλος; — Δεν πάγω, είπεν ο Θευδάς μεταμεληθείς. — Είσαι ψεύτης λοιπόν, τω είπεν ο Τρέκλας. — Να μαζώξης τα λόγια σου, είπεν οργίλως ο Θευδάς. — Ο διάβολε! και τι σου χρεωστούσα να με γελάσης μες τα μάτια; — Εγώ σε γέλασα; — Δεν μου υποσχέθηκες να πας; — Δεν σου το υπεσχέθην επισήμως, είπεν ο γεννάδας. — Και τι θα πη &επισήμως&; Δεν καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, να σε χαρώ. — Σαν δεν καταλαβαίνης, κατάλαβε, είπεν ο Θευδάς. — Μη χειρότερα. — Δεν θα τα πης του αφέντη μου αυτά που μου είπες; — Βέβαια. — Τότε περίμενε να έβγη έξω απ' εκεί. — Και πότε θα έβγη; — Όποτε θέλη. — Την πάθαμε, είπε μετά κωμικής χειρονομίας ο Τρέκλας. — Υπομονή. — Μα είσαι ψεύτης τέλος πάντων. Δεν το πίστευα να λες τέτοια ψέμματα. — Αφού ειμπορείς να του τα πης ο ίδιος του αφέντη μου... — Ε;... — Διατί δεν έχεις υπομονήν; — Έτσι; — Αλλά με βιάζεις να του πω εγώ αυτά οπού συνέβησαν; — Ποία; — Ταις φωτιαίς, ταις αρμάδαις και τους καβαλλαρέους οπού ήλθαν! — Εγώ; Σοι είπα εγώ να τα διηγηθής αυτά εις τον αφέντη σου; — Αμμή τι; — Έχεις λάθος. — Μη τα έχασες; — Ο ένας από τους δυο. — Τι λες εκεί; — Σου είπα εγώ να διηγηθής εις τον αφέντη σου τέτοια πράγματα; — Τι άλλο; — Εγώ σου είπα μόνον να του πης ότι τον ζητώ. — Έτσι ε; — Τα άλλα αυτά τα είπαμεν μεταξύ μας, είπεν ο Τρέκλας. — Μπράβο σου! Λοιπόν είνε όλα ψέμματα; — Αμμέ; Θάρρεψες πως ήσαν αλήθεια; — Είσαι τρομερός ψεύτης. — Είσαι ψεύτης με δίπλωμα. — Είσαι αδιάντροπος. — Είσαι ξετσίπωτος. — Είσαι... — Είσαι... Ο Τρέκλας, αφού εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, εψιθύρισεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν· — Ξεύρω εγώ τι θα κάμω. Είνε ανάγκη να καταφύγη κανείς εις τα μεγάλα μέσα. Τα καταφέρνω εγώ καλά. Δεν είμαι ζώον, καθώς ο Θευδάς. θα τον καταφέρω εγώ τον Γεμιστόν να πεταχθή εξω έξαφνα. Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Φτάνει να μην είνε κανείς κουτός, και πολλά γράμματα δεν χρειάζονται. Χόμο! Χόμο! έκραξε· κουτ, κουτ! Χόμο ήτο το όνομα του κυνός. Το ζώον τούτο, ακούσαν το όνομά του, έσπευσε προς τον καλούντα αυτό. Ο Τρέκλας τον εθώπευσε, τον έλαβεν από των δυο προσθίων ποδών, ένυξε τους πόδας του, είτα την ουράν, κατ' ιδιάζοντα τινα τρόπον γνωστόν εις μόνον τον Τρέκλαν. Το ζώον αισθανθέν δριμείαν οδύνην, ήρχισε να εκπέμπη τρομερούς και παρατεταμένους ολολυγμούς, και οι πέριξ βράχοι αντήχησαν. Ο Θευδάς κατεπτοήθη. — Τι είνε; Τι είνε; έκραξεν. Ο Τρέκλας, κρατών τον Χόμο από του λαιμού, εξηκολούθησεν απτόητος την μέθοδόν του. Ο Χόμο εξηκολούθησε να ολολύζη φρικωδώς. — Τι έπαθε το σκυλί; έκραξεν ο Θευδάς, αλλ' εφοβείτο να πλησιάση, βλέπων εξαγριούμενον τον κύνα. — Σκάσε! είπε μετά περιφρονήσεως ο Τρέκλας. Έχει και αυτός την σειράν του, καθώς συ. — Μην ελύσσαξε; είπεν ο Θευδάς. — Αυτό δεν είνε παράξενο να λυσσάξη, είνε σκυλί. Κοντεύεις εσύ να το πάθης, που είσαι άλλης λογής ζωντίμι. Εν τούτοις ο κύων εξακολουθεί να ολολύζη. Ολίγος χρόνος παρήλθεν εισέτι, και η θύρα του σπηλαίου ηνοίχθη αιφνιδίως. — Τι είνε, Θεόδωρε; έκραξε μετά μεμπτικού τόνου ο Πλήθων. Αι θρηνώδεις φωναί του κυνός ήσαν τόσον διάτοροι, ώστε αντήχησαν έσω του άντρου, και ο Πλήθων δεν ηδυνήθη να υπομείνη. Εξήλθεν εις την θύραν όπως μάθη τι συνέβανε, φορών έτι τα εμβλήματα της ιερωσύνης, ά περιεβάλλετο κατά τας τελετάς, ή κατά τας παρωδίας εκείνας. Ο Θεόδωρος πλήρης φόβου και ανησυχίας έσπευσε προς αυτόν. — Δεν ειξεύρω. Δεν είνε τίποτε. Ένα σκυλί φωνάζει. Ησυχάσατε, κύριέ μου. Φταίγει αυτός ο κούτσαυλος, οπού μου έφερεν εδώ αυτό το μανδρόσκυλο. Συγχρόνως ο Τρέκλας, ως είδε τον Πλήθωνα εξελθόντα, αφήκε τον κύνα ήσυχον, και ήρχισε να πηδά και να τρέχη διά κωμικών σκιρτημάτων, με τους ραιβούς πόδας του, όπως φθάση εις την θύραν του σπηλαίου. — Άρχων! Άρχων! μην ακούς αυτόν. Στάσου να σου πω. Περίμενε. Είνε ανάγκη. Ξεύρεις από πόσον δρόμον ήρθα με τα στραβά πόδια μου; — Τι θέλεις; είπε μετ' ολιγωρίας ο Πλήθων, και ητοιμάζετο να κλείση την θύραν και ν' αποσυρθή. — Περίμενε, αφέντη, μίαν στιγμήν. Εγώ δεν φταίγω τίποτε. Δεν ήρθα εγώ μοναχός μου. Άλλος μ' έστειλε. — Ποίος άλλος; — Η καλόγρηαις. — Και τι θέλεις; — Να σου πω ένα πράγμα. — Τι; — Μου είπαν να σου το πω κρυφά εις τ' αυτί σου. — Έλα εδώ. Ο Τρέκλας επλησίασε δειλώς προς τον Πλήθωνα με το εγκάρσιον κίνημα εκείνο του σώματος, το ομοιάζον τόσον καλώς προς τον κλυδωνισμόν της νηός εν σάλω, και τω είπε μίαν λέξιν μυστικά. Οι χαρακτήρες του Πλήθωνος ηλλοιώθησαν. — Τι λέγεις; είπε. — Είνε αλήθεια, αυθέντα. — Και πώς έγεινε αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Ποίος ήλθεν εκεί; — Κανείς. — Πώς έφυγε; — Έφυγε. — Μόνη της; — Δεν ξεύρω. — Πόθεν εξήλθε; — Δεν ξεύρω. — Ω θεοί, θεοί, εψιθύρισεν ο Πλήθων συνάπτων τας χείρας. — Ω θεοί, είπε και ο Θεόδωρος, κρίνας καλόν να μιμηθή το κίνημα και την επίκλησιν του κυρίου του. — Και ήδη, τι ποιητέον; είπεν ο Πλήθων. — Τι ποιητέον; επανέλαβεν ο Θεόδωρος χωρίς να ειξεύρη τι είχε συμβή. — Είνε ανάγκη ενεργείας, είπε μεγαλοφώνως, σκεπτόμενος ο Πλήθων. — Ενεργείας, επανέλαβε ψιττακίζων ο Θεόδωρος. — Ειξεύρεις, φίλε, είπεν ο Πλήθων προς τον Τρέκλαν, ειξεύρεις ποιον δρόμον έλαβεν η φυγάς; — Πού να το ξεύρω; είπε μιμικώς ο Τρέκλας, αφού δεν την είδα; — Και είνε πολλαί ώραι αφότου έγεινεν άφαντος; — Δεν το ξέρομε αυτό, αφέντη, είπε μετ' εκτάκτου σοβαρότητος ο Τρέκλας· ένα μόνο ξέρομε, ότι έφυγε. — Αυτό μας το είπες. — Σωστά σας το είπα. — Αλλά τέλος, δεν ευρέθη το δωμάτιον κενόν; — Βέβαια, αφέντη· αφού το πουλί επέταξε, επόμενον ήτο να ευρέθη το κλουβί άδειο. — Και δεν ήτο κανέν παράθυρον ανοικτόν, δι' ου να εξήλθε; — Δεν ξέρω αν ήτον ανοιχτό ή κλειστό, αφέντη. Αυτό μονάχα ξέρω, ότι αυτή θα εβγήκεν από κάπου. — Και ποίαν ώραν εύρετε το δωμάτιον κενόν; — Το κελλί ευρέθη άδειο σήμερα. — Ποίαν ώραν; — Είνε κάμποσαις ώραις. — Ως πόσαι ώραι; είπεν ο Πλήθων. — Δεν σέρνω ρωλόγι απάνω μου, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και δεν ενήργησε τι η ηγουμένη, όπως καταδιώξη την φυγάδα; ηρώτησεν αύθις ο Πλήθων. — Ήθελε να στείλη εμέ κατόπιν της, απήντησεν ο Τρέκλας, και εκίνησεν άμα τους δυο πόδας, ώστε παρήχθη εντύπωσις ως θάμνου σειομένου υπό του βορρά. — Εύγε, είπεν ο Γεμιστός, μη δυνηθείς να μη υπομειδιάση. — Εύγε, επανέλαβεν ο Θευδάς. Ο Πλήθων εσκέφθη επ' ολίγας στιγμάς, και είτα, αποταθείς προς τον υπηρέτην του· — Κάλεσόν μοι ενταύθα τον οδηγούντα τους στρατιώτας, είπεν. Ο Θευδάς απήλθεν εν τω άμα εις τον στρατιωτικόν σταθμόν, όπως καλέση τον διοικητήν της φρουράς. Εν τω μεταξύ ο Πλήθων εξήταζε τον Τρέκλαν περί τινων άλλων περιστάσεων της αποδράσεως. Αλλ' ουδεμίαν πληροφορίαν κατώρθωσε παρ' αυτού να λάβη. Ο Θεόδωρος επανήλθε μετά του επί της κεφαλής του σταθμού, και τότε ο Γεμιστός έδωκε παραγγελίας προς τον άνθρωπον τούτον, όπως καταδιώξη μετά των υπ' αυτών στρατιωτών εκείνην ήτις είχε δραπετεύσει. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. Τα εν τω Μοναστηρίω. Επί τινος απορρώγος ακτής της Λακωνικής έκειτο Μοναστήριόν τι, όπερ πάλαι μεν κατωκείτο υπό ανδρών μοναζόντων και ωνομάζετο η Μονή του Αγίου Αθανασίου, σήμερον δε κατωκείτο υπό γυναικών και εκαλείτο η Μονή της Αγίας Περπετούας. Αι δύο αύται χρονικαί μεταβολαί δεν ήσαν αι μόναι, αίτινες είχον επέλθει εις το ερημικόν τούτο ενδιαίτημα. Και τρίτη αλλοίωσις πολλώ σπουδαιοτέρα είχε συμβή. Ήτο δε αύτη η αλλαγή της πνευματικής υπηκοότητος του μοναστηρίου, υποταχθέντος εις τους δυτικούς κατά τα τελευταία έτη. Το εκκλησιαστικόν τούτο ίδρυμα έφερεν όλον και ακέραιον τον τελειότατον βυζαντιακόν τύπον προκύπτοντα εφ' απάσης αυτού της απόψεως. Θόλοι, νάρθηκες, αχιβάδες, στέγαι, πύργοι, άνδηρα, φατνώματα, τα πάντα απέπνεον το σεμνόν εκείνο και επιβάλλον του ρυθμού, όπερ και μέχρι των ημερών ημών διεγείρει τοσαύτας συγκινήσεις, εις όσους δύνανται εισέτι να συγκινώνται. Ο ναός του μοναστηρίου έφερεν επί της πύλης του νάρθηκος χρονολογίαν ωπς' και επιγραφήν τοιαύτην «Θεοδώρας και Μιχαήλ των ευσεβάστων βασιλέων αιωνία η μνήμη τρις». Τα ένδον του ναού ήσαν ευπρεπέστατα. Το εικονοστάσιον, όπερ δεν ήρθη και μετά τον εκλατινισμόν του μοναστηρίου, ήτο έργον λεπτοτάτης ξυλογραφίας και όλον κεχρυσωμένον. Οι τοίχοι κατάμεστοι εκ των γενειοφόρων μορφών των αγίων, ενέπνεον πολλήν κατάνυξιν εις τους μοναστάς. Εν τούτοις αι σειραί των κελλίων, υψηλαί και τριώροφοι αι πλείσται, εφαίνοντο ουχί εν ακμή διατελούσαι. Αλλεπάληλοι δηώσεις και εμπρησμοί είχον συμβή από αμνημονεύτων χρόνων. Μετά τους Αβάρους είχον επέλθει οι Άραβες, μετά τους Ενετούς οι Φράγκοι. Τα τριώροφα ταύτα δώματα έτρεμον επί των βάθρων των, ως να εκάμπτοντο υπό το βήμα τοσούτων παρελθόντων αιώνων. Αι γλαύκες εγόγγυζον την νύκτα επί των στεγών, οι κώδωνες αντήχουν περί μέσας νύκτας καλούντες τας μοναχάς εις την προσευχήν. Η βαρεία δόνησις των σιδηρών σημάντρων διεκλόνει τας γηραιάς δοκούς και τας σαπράς σανίδας, αι ήχοι των κρότων τούτων με τους μυστηριώδεις νυκτερινούς ψιθύρους της φύσεως συμφυρόμεναι απετέλουν εναρμόνιον αντήχησιν βυθίζουσαν την ψυχήν εις υπερφυά ρέμβην. Εν τοις τοιούτοις ερημικοίς ενδιαιτήμασιν, εις ά ιδιάζουσιν οι ανεκλάλητοι εκείνοι ψίθυροι, φαίνονται συμψιθυρίζοντες μετ' αυτών και οι στίχοι ούτοι του ποιητού της Αλβιώνος· Του ίυγγος ο γογγυσμός ο πένθιμος ηκούσθη, ο κώδων ο ερημικός της προσευχής εκρούσθη. Χαίρε Μαρία! έρωτος και προσευχής η ώρα. Χαίρε Μαρία! δέχθητι τα δάκρυα ως δώρα. Το μοναστήριον ήτο ιδρυμένον εντός βαθείας φάραγγος, χωρούσης κατωφερώς προς την θάλασσαν, και αποληγούσης εις όρμον. Από των μικρών παραθύρων εφαίνοντο τα κυανά κύματα εξαπλούμενα ως άπειρος υγρά άρουρα, ην ο βορράς ώργονε διά της ισχυράς πνοής του. Η αντίπνους ριπή του ορμητικού τούτου ανέμου έφθανε μέχρι του γηραιού κτιρίου, και οι τοίχοι αυτού εσείοντο υπό τον ισχυρόν κτύπον της πνοής του. Η φύσις ηγωνία υπό την ακάματον ταύτην μάστιγα, δένδρα και φυτά ελάμβανον καχεκτικόν τύπον, καμπτόμενα υπό το άχθος της παραφόρου ορμής. Η παμπάλαιος οικοδομή, πλήρης ρωγάδων και χασμάτων, εφαίνετο ασθμαίνουσα και αντέδιδε μελαγχολικόν ψόφον διά των κενών κοιλωμάτων της, των ιχνών τούτων του διαβάντος χρόνου. Τα ανθρώπινα σώματα επάγωνον υπό τα τρίχηνα περιβλήματα αυτών και ουδεμία ηδύνατο να υπάρχη εστία πυρός πλην της καρδίας. Και όμως το ψύχος έφθανε και μέχρις αυτής. Το τραχύ του κλίματος υπέσκαπτε κατά μικρόν πάσαν ζωτικήν δύναμιν, και ουδείς των κατοικούντων ήλαυνεν εις βαθύ γήρας. Υπεράνω του μοναστηρίου εκρέματο υψηλόν όρος, το κτίριον δ' έκειτο ακριβώς παρά την ρίζαν αυτού. Η ψυχή του θεατού ανεπτερούτο, και ώρμα ως στρουθίον προς το επιβάλλον εκείνο ύψος. Το όρος ήτο βραχώδες και παρείχε θέαν σοβαράν και μεγαλοπρεπή. Άγρια δένδρα προσείρπον μεταξύ των υψηρεφών βράχων, και απετέλουν ποικίλον και αρμονικόν το σύνολον. Θεώμενός τις, εφαντάζετο ότι πατεί από κλώνος εις κλώνα και από βράχου εις βράχον, και συναναβαίνει με την ανάντη εκείνην κλιτύν την αιθερίαν ανάβασιν. Άξιον σημειώσεως είνε, ότι οι ιδρυταί των μονών κατά τον μέσον αιώνα εγίνωσκον να εκλέγωσι τοποθεσίας αναλογούσας προς τα αισθήματα υφ' ων ενεπνέοντο και προσφυείς προς τους σκοπούς του θεωρητικού βίου, ον ήσκουν. Εάν οι αρχαίοι, ως πλεονάκις παρετηρήθη, είχον την υπερτάτην τέχνην να εκλέγωσι τας θέσεις των ναών των, αξίους στυλοβάτας των φαιδρών θεοτήτων ας ελάτρευον, εάν τα μνημεία της Αττικής είνε το συμπλήρωμα του ουρανού της, ως είπον νεώτεροι τινες φιλάρχαιοι, ωσαύτως αληθεύει ότι και οι ζηλωταί των μέσων αιώνων εζήτουν τας προσφιλείς αυτοίς εμπνεύσεις του χριστιανικού αισθήματος εν μέσω γραφικωτάτων τοποθεσιών. Ως προς τούτο δ' επεκράτησαν δύο σχολαί. Οι μεν πραότεροι και ανθρωπινώτεροι εθήρευον τας ημέρους και χλοεράς θέσεις, οι δε άγαν ζηλωταί ήσαν αυτόχρημα «κρημνοποιοί», κατά την λέξιν του αρχαίου κωμικού. Ούτοι δεν ανεπαύοντο εκ των μειλιχίων και ηρέμα μελαγχολικών θέσεων, αλλ' επεδίωκον απορρώγας βράχους, αβάτους κρημνούς και τραχείας φάραγγας. Η εν λόγω μονή του Αγίου Αθανασίου ήτο κράμα αμφοτέρων των σχολών τούτων. Ο ιδρυτής αυτής, ακμάσας κατά τον θ' αιώνα, ήτο ευπαίδευτος μοναχός, πιστός οπαδός των αυταδέλφων Γραπτών και του Θεοδώρου του Στουδίτου, ακολουθήσας τα ίχνη αυτών εις τον κατά των εικονομάχων πόλεμον. Εκαλείτο Δαυίδ Παργολάς, και η θέσις εν η έκειτο το υπ' αυτού κτισθέν ησυχαστήριον ωνομάζετο εκ του ονόματος αυτού μέχρι του χρόνου καθ' ον συμβαίνουσι τα ενταύθα ιστορούμενα. Περί του ανδρός τούτου εσώζετο παράδοσις ότι είχε καταφρονήσει το αξίωμα του οικουμενικού πατριάρχου, όπερ προσέφερεν αυτώ είς των εικονοκλαστών βασιλέων, υπό τον όρον να μεταστή προς το εναντίον στρατόπεδον, προτιμήσας να είνε απλούς μοναχός και να μένη εν τη ορθοδοξία. Μετά δε την αναστήλωσιν των εικόνων, έκτισε το μοναστήριον τη συνδρομή της βασιλίδος Θεοδώρας. Εν τη βιβλιοθήκη εσώζετο χειρόγραφόν τι, περιέχον ακριβή καταγραφήν των τε προνομίων και της προικοδοτήσεως της σταυροπηγιακής ταύτης μονής, και αναφέρον ότι η οικοδομή δεν συνεπληρώθη ευθύς υπό του Δαυίδ, αλλά παρήλθον πολλά έτη μετά τον θάνατόν του και επερατώθη αύτη. Έφερε δε τω όντι καταφανή τα ίχνη των επιπτυχών και του πολλαπλού σχεδίου. Πάντα τα μέρη της οικοδομής ούτε το αυτό ύψος και εύρος είχον, ούτε τον αυτόν ρυθμόν. Η βόρειος πλευρά ήτο μονώροφος κατά τα τρία τέταρτα και μέρος της δυτικής πλευράς. Αι λοιπαί ήσαν τριώροφοι. Εν τούτοις η ανωμαλία αύτη δεν εζημίου την πρόσοψιν του κτιρίου, διότι συνετέλει εις το να φαίνονται εκ του μέρους της θαλάσσης οι θόλοι και οι όροφοι του ναού, η άποψις δε αύτη ήτο όντως γεραρά και σεβασμία. Τινές των πλευρών έφερον ίχνη εμπρησμού και καταστροφής, διερχόμενος δέ τις διά νυκτός υπό τους παλαιοκτίστους εκείνους ορόφους, ησθάνετο διπλούν ρίγος, το ρίγος της υγρασίας και του ευρώτος, και το ρίγος του φόβου. Ευτυχής δε θα ήτο αν ο φόβος δεν προέβαινε μέχρι δεισιδαιμονίας. Ανθρώπινον πλάσμα, μονάζουσά τις, εκ των τότε διαιτωμένων εν τη μονή, ή μοναχός εκ των πάλαι ακμασάντων βαστάζων δέλετρον, εκ των μονοπλεύρων εκείνων και ετεροφαών και διαβαίνων εν νυκτί διά των θλιβερών τούτων διαδρόμων, θα παρείχεν όψιν φάσματος εξελθόντος αρτίως εκ της τελευταίας του κατοικίας όπως επισκεφθή άπαξ έτι τα δώματα ταύτα, εν οις έζησέ ποτε τον πρόσκαιρον βίον. Βήμα αντηχούν υπό τους θόλους τούτους, μη όντος ορατού του βαδίζοντος, ήθελεν εκληφθή ως ηχώ υπάρξεως πάλαι εκλιπούσης. Πνοή τυχαία ακουομένη περί τα υγρά ταύτα τείχη ήθελε νομισθή ως ύστατος αποχαιρετισμός ψυχής απελθούσης εις την αιωνιότητα, και μυστικόν παράπονον νεκρού, εις ον είνε λίαν στενή η ορισθείσα αυτώ κατοικία. Ενταύθα δεν ηκούοντο φαιδραί λαλιαί, δεν αντήχουν άσματα, δεν ωπτάνοντο πρόσωπα μειδιώντα, δεν ηκούοντο φιλήματα. Το μόνον ερύθημα όπερ ενεφανίζετο, ήτο το ερύθημα της Ηούς, προκυπτούσης καθ' εκάστην εκ του ορίζοντος, και ο μόνος ερωτικός στεναγμός, όστις αντήχει, ήτο ο του άνεμου, όστις ενίοτε καθίστατο ηπιώτερος, αλλά συνήθως εβρυχάτο απειλητικώς. Η μόνη θωπεία επί των παρθενικών παρειών ήτο η της αύρας και το μόνον φίλημα ήτο το φλοισβίζον ρεύμα του ρύακος το προσπαίζον στιγμιαίως επί της χλόης, και είτα χυνόμενον εις τον βαθύν χείμαρον. Και όμως η φύσις ήτο ουχ' ήττον φαιδρά, αλλ' η τύχη είχεν επιζητήσει να καταστρέψη πάσαν αυτής την ευεργετικήν χάριν. Το σεβάσμιον τούτο ίδρυμα εφαίνετο ως πολιός γέρων κατακεκλιμένος επί της χλόης, και απολαύων εκ περισσού άπας έτι των ευεργετημάτων της φύσεως. Η κοιλάς διερρέετο υπό χειμάρρου αρδεύοντος πλουσίως τας φυτείας και τους κήπους. Σύσκια και χλοερά άσυλα εσχηματίζοντο παρά τας εκατέρωθεν κλιτύς, εις ά αι ακτίνες του ηλίου δυσκόλως εισεχώρουν. Κλήματα άγρια, έρποντες κισσοί και περιπλοκάδες περιεπτύσσοντο τα στελέχη των πλατάνων και αρκεύθων. Ίχνη αρχαίας φιλοπονίας εσώζοντο περί τους διατηρουμένους εισέτι κήπους, αλλά καθ' ον χρόνον υπόκειται η παρούσα ιστορία, η καλλιέργεια αυτών είχε παραμεληθή. Βάτοι και άκανθαι απέφραττον τας κανονικώς άλλοτε τμηθείσας διόδους μεταξύ των πρασιών, και αι αμαδρυάδες αι κατοικούσαι τα άλση ταύτα βαδίζουσαι, θα ηναγκάζοντο βεβαίως να ανασηκόνωσι τα κράσπεδα των εσθήτων αυτών, αν ήθελον να μη σχισθώσιν αύται υπό των βάτων. Λέγομεν τούτο φανταζόμενοι, ότι κατά τους χριστιανικούς αιώνας και αύται αι μυθολογικαί νύμφαι, όσαι επέζων εισέτι, ενεδύθησαν πάντως εσθήτας, και δεν ετόλμων πλέον να εμφανίζωνται γυμναί, όπως κατά την ειδωλολατρικήν αρχαιότητα. Αν όμως η εικασία ημών είνε εσφαλμένη, αιτούμεν ταπεινώς συγγνώμην παρά των εγκρατών της αρχαίας και νεωτέρας μυθολογίας. Εν τούτοις κηπουρός τις υπήρχεν, αλλά και ούτος, αν είχε τινα ικανότητα, ήτο αύτη διά παν άλλο έργον πλην του έργου του κηπουρού. Ο άνθρωπος ούτος, γνωστός ήδη εις τον αναγνώστην, κατώκει παρά το ρεύμα, εντός καλύβης τινός, ήτις άλλοτε ήτο αχυροσκεπής, ως εφαίνετο εκ της ολίγης καλάμης, ήτις εσώζετο έτι επί της στέγης της. Μύλος τις εφαίνετο υποκάτω δεξαμενής, όστις άλλοτε πρέπει να είχε και τροχόν, ως ηδύνατό τις να συμπεράνη εκ της ρωγμής δι' ης εχύνετο το ύδωρ. Παρά το ερείπιον τούτο έβλεπέ τις κειμένας δέσμας καλάμων και ράβδους αιγοκλήματος, και ο κηπουρός εκάθητο, ή μάλλον έκειτο βλέπων μετά ζηλοτύπου οφθαλμού κύνα τινά, όστις ήτο εξηπλωμένος μακαρίως επί της πεπατημένης χλόης. Προφανώς τον εζήλευε διότι δεν ήτο υποχρεωμένος να εργάζηται, ενώ αυτός ήτο ηναγκασμένος να πλέκη καλάθια διά να ζήση. Από καιρού εις καιρόν ο κηπουρός, διακόπτων την εργασίαν ταύτην εχασμάτο βλέπων τον κύνα. Ούτος δε απήντα διά νωθρού γαυγισμού εις τον προκλητικόν τούτον τρόπον του κυρίου του. Περιττήν θεωρούμεν πάσαν περαιτέρω σύστασιν προς τον αναγνώστην. Αμφότερα τα όντα ταύτα είνε ήδη αυτοσύστατα, και ο μεν κύων εκαλείτο Χόμο, ο δε άνθρωπος ωνομάζετο Τρέκλας. Διά να είνε όμως σωστή η ανταλλαγή των ονομάτων έπρεπε και ούτος να καλήται &Κάνις&. Αλλ' αν θέλη ο αναγνώστης, είνε ελεύθερος να τω δώση και το όνομα τούτο, ή και οιονδήποτε άλλο. Είνε άξιαι πολλού διαφέροντος αι ανθρωποκυνικαί σχέσεις μεταξύ των δύο τούτων όντων. Αύται εποίκιλλον εφ' απάσης της διατονικής κλίμακος των αισθημάτων, από της σκληροτάτης τραχύτητος μέχρι της μαλακωτάτης τρυφερότητος. Ως χαρακτήρ ο Χόμο ήξιζεν αναμφιβόλως κάτι πλειότερον του Τρέκλα, αλλ' όμως δεν εξετιμάτο κατά την αξίαν του. Ο Χόμο ησθάνετο άκραν αφοσίωσιν προς πάντας τους κυρίους του, και είχε πολλούς και πολλάς, έλειχε δε τας ποδιάς όλων. Αλλ' η διαγωγή του Τρέκλα προς τον Χόμο ηδύνατο ου μόνον παρά τοις κυσί, αλλά και παρά τοις ανθρώποις να χαρακτηρισθή ως επίμεμπτος. Σπανίως τω έρριπτε κόκκαλόν τι, συχνότατα όμως τω επεδαψίλευε μαστιγώσεις. Και όμως ο Χόμο δεν απέκαμνε να υπομένη τας δυστροπίας του, εκάθητο δε παρά τους πόδας αυτού μετά παραδειγματικής εγκαρτερήσεως. Οι δε μεταξύ των δύο συναπτόμενοι διάλογοι είνε άξιοι ιδιαιτέρας περιγραφής. Εάν ο Χόμο, βαρυνόμενος την αργίαν, και μη έχων εκδρομήν τινα να εκτελέση, ήρχιζε να σκαλίζη χάριν ασκήσεως το έδαφος με τους πόδας του, ο Τρέκλας τω έλεγε· — Ησύχασε, Χόμο. — Γαυ! απήντα ο κύων, και εξηκολούθει να σκαλίζη. — Μη σκαλίζης, σου λέγω. — Γαυ! Γαυ! — Θα σε δείρω, Χόμο. Ενταύθα ο Χόμο μετέβαλλε τον συνήθη αυτώ γρυσμόν επί το βαθυφωνότερον, από &Γαυ& εις &Γωύ&. Τότε ο Τρέκλας ήρπαζε λεπτήν ράβδον και έτυπτε τον Χόμο. Ο Χόμο εξέπεμπεν ωρυγμόν, και μετά την πρώτην πληγήν απεμακρύνετο. Το ευτύχημα ήτο ότι ο Τρέκλας και εβαρύνετο να τον καταδιώκη και δεν ίσχυε με τους στρεβλούς πόδας του να τον φθάση. Άπαξ όμως είχεν οργισθή πολύ, και απεφάσισεν αντί πάσης θυσίας να τον φθάση. Έρριψε ρόπαλόν τι κατόπιν του, αλλ' ο Χόμο υπερεπήδησε τον ρύακα και έφυγεν. Ο Τρέκλας έτρεχε κατόπιν του, και προσεποιείτο ότι έχει να τω δώση έν κόκκαλον. Αλλ' ο Χόμο δεν ηπατάτο ευκόλως. Ενόει καλώς ότι ο σκοπός του Τρέκλα ήτο εχθρικός. Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν, και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει. Αξία ιδιαιτέρας προσοχής είνε η συνήθως επαναλαμβανομένη περιπαθής εκείνη σκηνή, καθ' ην ο Τρέκλας διηγείτο εμπιστευτικώς τους καϋμούς του εις τον Χόμο. Τότε ο Χόμο τον επαρηγόρει, ως ηδύνατο. — Χόμο, φίλε μου, νηστικούς θα μας αφήσουν σήμερα. — Γαυ! έκαμνεν ο Χόμο. Το επιφώνημα τούτο ίσως εσήμαινεν «Εμέ με αφήνεις πολλαίς φοραίς νηστικόν, και δεν παραπονούμαι». — Αυταίς η διαβολοκαλόγρηαις, η ψεύτραις, η παληοβρώμες.... — Γαυ! Γαυ! — Αυταίς η υποκρίτριαις, η άνοσταις.... — Γαυ! — Θα μας αφήσουν να ψοφήσωμε της πείνας και οι δυο. — Γαυ! Γωύ! — Αταίς τους ξέρουν να τρώνε, και έχουν πολλά για να φάνε, που να βγάλουν τη φάγουσα. Ο κύων έσεισε την ουράν. — Για μένα και για σένα είνε η νηστεία. Ο κύων κατεβίβασε τα ώτα. — Εμάς τους δύο θέλουν και καλά να μας πάνε στον παράδεισο. — Γωύ! έκαμνεν αρνητικώς ο κύων. — Με το στανιό θέλουν να μας αγιάσουνε. — Γωύ! — Δεν μας σώνουν τα άλλα τα βάσανά μας, μας αφήνουν και νηστικούς. — Γαυ! έκαμεν ο κύων καταφατικώς. — Να είχα τουλάχιστον ένα κόκκαλο να σου ρίξω εσένα, και μένα δεν με μέλει, ειμπορώ να μείνω και νηστικός. — Γουβ! το επιφώνημα τούτο εξέφραζεν ίσως απορίαν, πού τα εύρεν ο Τρέκλας τόσα αγαθά αισθήματα. Βεβαίως θα ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην θα έκαμνε τοιαύτην θυσίαν. — Πόσον ευχαριστούμαι, καλέ μου Χόμο, που σ' έχω συντροφιά. Του κυνός η μορφή εξέφραζεν έκπληξιν. — Είνε καλό να έχη κανείς ένα φίλον εις αυτόν τον κόσμο. Και εμέ τα βάσανά μου είνε πολλά. Ο κύων δεν μετείχε πλέον του διαλόγου. Ο Τρέκλας εμονολόγει. — Φαντάσου να σ' αφήση έξαφνα η γυναίκα σου, Χόμο. Το έπαθα εγώ αυτό. Μ' επαράτησεν η άπιστη. Και τι τα θέλεις, είνε άσχημο να σε παρατήση η γυναίκα σου. Ας λέγουν ότι θέλουν, μοναχός του δεν ειμπορεί να ζήση κανείς. Τραβά τον διάβολο του, Χόμο. Ξαλαφρόνω που σου τα λέγω, και είνε το καλό οπού έχω βεβαιότητα πως δεν θα πας να τα πης αλλού. Αλλ' ως τόσο, καλλίτερα είχα να μη σου τα 'λεγα και να μην είχαν συμβή. Να κοιμηθής μια βραδειά με την αγκαλιά ζεστή, Χόμο, και την άλλη να μείνης μάρμαρο, δεν είνε καλή δουλειά, Εσείς οι σκύλοι τώχετε ως τόσο καλά. Κάνετε όλαις ταις δουλειαίς σας με μεγάλη ελευθερία, χωρίς να σας μέλη τέσσερα. Εμείς είμεθα αναγκασμένοι να κλειδομανταλόνωμε ταις πόρταις, και πάλι οι μουσαφεραίοι μας έρχονται απ' τα παράθυρα. Ο Χόμο εφαίνετο ότι ηκροάτο την παθητικήν ταύτην εξομολόγησιν, αλλά δεν ήτο διατεθειμένος να δώση απάντησιν. Άλλως δε δεν ηγάπα να συζητή περί ανέμων και υδάτων. Είνε αληθές ότι δεν είχεν ανάγκην να λάβη μαθήματα ηθικής παρά του Τρέκλα, όπως δεν είχεν ανάγκην ουδέ τροφήν να λάβη παρ' αυτού. Αν ήτο να περιμένη ο Χόμο την τροφήν του εκ της χειρός του Τρέκλα, θα ήτο άξιος οίκτου. Το καλόν ήτο ότι ο Χόμο περιήρχετο δις και τρις της ημέρας περί τα μαγειρεία των καλογραιών, και εκείθεν τακτικώς εψωμίζετο. Εκείσε δε διηυθύνθη και σήμερον, αφού ήκουσε την εποικοδομητικήν ταύτην διδαχήν του Τρέκλα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'. Ο μοναστικός βίος. Εν τω περιβόλω του μοναστηρίου συνέβαινον καθ' εκάστην τρομεραί μάχαι μεταξύ του επιδρομέως Χόμο και πολυαρίθμων αμυνομένων. Δύο δωδεκάδες γαλών ετρέφοντο εν τω περιβόλω τούτω, αίτινες θα ήσαν ικαναί να καταδιώκωσι τελεσφόρως τους μυς, αν δεν επαχύνοντο υπερμέτρως. Αλλ' όσον διά τον Χόμο, ούτος δεν ηδύνατο ο δυστυχής να εισχωρήση αποινεί εις το ιερόν οίκημα. Διά την τύχην αυτού η τοσαύτη πιμελή εχρησίμευεν οιονεί προς λίπανσιν των σωμάτων και όξυνσιν των ονύχων των εχθρών του. Αλλ' όμως ο φόβος δεν εκώλυεν αυτόν του να εισχωρή εις το μοναστήριον, βιαζόμενος υπό του ενστίκτου της ζωής. Είνε βέβαιον ότι μεταξύ των μοναζουσών είχε και προστάτιδας. Μία αυτών, η αδελφή Βεάτη, εδεικνύετο εξόχως ευμενής προς τον κύνα. Η ευμένεια δε ήτο το κυριώτατον γνώρισμα της γυναικός ταύτης. Αύτη εμειδία τόσον προθύμως και περιχαρώς προς πάντα τα περί αυτήν, ώστε ουδείς ηδύνατο να την μεμφθή ούτε διά το υψηλόν της ανάστημα ούτε διά την άπλυτον εμπροσθέλλαν ην εφόρει. Η αδελφή Βεάτη ήτο η επιτηδειοτάτη των μαγείρων και η αμελεστάτη των καλογραιών. Εις μάτην οι κώδωνες εκώφαινον νυχθημερόν τα ώτα της. Εις την εκκλησίαν δεν επάτει. Δεν ενόει να καταλίπη ουδέ στιγμήν το μαγειρείον. Ήτο δ' ευχαριστημένη με το επάγγελμά της, όπερ εδικαιολόγει αποχρώντως την εκ του ναού απουσίαν. Εδήλωσε δε εις την ηγουμένην, ότι αν εις το μέλλον τυχόν επαύετο από του διακονήματος τούτου, η προτιμώμενη παρ' αυτής θέσις ήτο η της κωδωνοκρουστρίας. Η Βεάτη εύρισκε καιρόν να συμβιβάζη τα χρέη της με τας αδυναμίας της και τούτο ήτο επίσης αξιόλογον προτέρημα. Μία των αδυναμιών της συνίστατο εις το να περιέρχηται νύκτωρ τα δωμάτια των μοναζουσών, και ν' αρχίζη μετ' αυτών συνδιαλέξεις σχοινοτενείς περί παντός πράγματος. Θέμα αυτών συνήθως ήτο, ως εννοείται, η κακολογία. Η αδελφή Βεάτη είχε την καλήν συνήθειαν να λοιδορή αδυσωπήτως πάσας τας μοναχάς, όσαι είχον την ευτυχίαν να συζώσι μετ' αυτής υπό την αυτήν στέγην. Η αδελφή Βεάτη ήτο φιλοπράγμων και ανυπόμονος εις το έπακρον. Δεν ηνείχετο να υπάρχωσι μυστικά δι' αυτήν. Τω όντι εσκέπτετο ότι, αφού παν μυστικόν ήτο προωρισμένον να είνε γνωστόν εις δύο τουλάχιστον πρόσωπα, διατί να μη είνε και εις τρίτον, και διατί το τρίτον τούτο να μη είνε αυτή αντί πάσης άλλης; Ησθάνετο δε τοσούτον γαργαλισμόν περιεργείας, οσάκις εδίδετο αφορμή προς ανίχνευσιν μυστικού τινος, ώστε δεν ηδύνατο ούτε να κοιμηθή ούτε να φάγη. Εάν δεν κατώρθου νανακαλύψη τι συνέβαινε, κατέφευγεν εις εικασίας, εις συνδυασμούς, εις πλάσματα, και τέλος έλυεν οπωσδήποτε την απορίαν της. Σπανίως δε ηστόχει ολοσχερώς του επιδιωκομένου παρ' αυτής αξιεπαίνου σκοπού. Μία τοιαύτη περίστασις απαιτούσα θηρευτικήν και ανιχνευτικήν όσφρησιν είχε παρουσιασθή αρτίως εις το μοναστήριον και διήγειρε σκανδαλωδώς ορθήν και άγρυπνον την προσοχήν της Βεάτης. Νέα τις άγνωστος εις πάσας τας μοναχάς είχεν έλθει εις το μοναστήριον και την είχον κλείσει εις δωμάτιόν τι χωρίς μηδεμία των μοναζουσών να ίδη αυτήν. Εψιθυρίσθη μόνον το πράγμα, και τις των αδελφών, ονομαζομένη Πογκία, ισχυρίζετο ότι την είδεν, αλλ' ήσαν συνειθισμέναι να μη πιστεύωσιν εις τας διαβεβαιώσεις της Πογκίας, καθόσον αύτη ήτο γνωστή ως ελαφρόσκιος, και είχε τόσας δράσεις όσους και οφθαλμούς. Οι οφθαλμοί της δ' έβλεπον προς τα εντός μάλλον ή προς τα εκτός, και υπείκον αποκλειστικώς εις την φαντασίαν της. Ήτο γνωστόν μόνον ότι η εν λόγω νέα είχεν έλθει διά νυκτός, αλλ' ουδεμία των μοναχών είξευρεν ούτε τις την έφερεν ούτε διατί ήλθε. Περιέμενον την επιούσαν και την μεθεπομένην, ελπίζουσαι να την ίδωσιν εξερχομένην του κελλίου, όπου είχε κλεισθή τη διαταγή της ηγουμένης. Αλλ' η προσδοκία αύτη υπήρξε ματαία. Ουδεμία των καλογραιών ηξιώθη να ίδη το πρόσωπόν της. Τις άρα ήτο η ξένη αύτη; Ήτο δόκιμος; Ήτο νεοφώτιστος; Ήτο κατηχουμένη; Ήτο μετανοούσα; Ήτο κατάδικος; Άγνωστον. Η αδελφή Βεάτη ετριγυρίσθη. Αύτη μόνη είχε τόσην περιέργειαν, όσην αι άλλαι μοναχαί όλαι ομού. Τι να κάμη; Ανάγκη πάσα νανακαλύψη το μυστικόν. Ν' αποθάνη τις εκ σκληραγωγίας, υπομονή. Ν' αποθάνη εκ γήρατος, χάρισμα. Ν' αποθάνη εκ νόσου, υποφέρεται. Ν' αποθάνη εκ βιαίου θανάτου, τι να γείνη; Αλλά ν' αποθάνη εκ περιεργείας; Τούτο θα ήτο πρωτάκουστον. Και όμως η αδελφή Βεάτη θα ήτο ικανή να δώση εις τον κόσμον το τοιούτον παράδειγμα. Η Βεάτη, ιδούσα ότι δεν έμελλε να κατορθώση τι διά των συνήθων μέσων, ήρχισε να σκέπτηται ήδη ότι ήτο ανάγκη εκτάκτου τινός διαβήματος. Εν τω μεταξύ δ' εξέφαζε διαφόρους αλλήλας αναιρούσας εικασίας. Κατά την αδελφήν Πογκίαν, η νέα ήτις είχεν έλθει είχεν όλως φανταστικά χρώματα. Ήτο υψηλή ως ανήρ και ωμοίαζε κατά την φυσιογνωμίαν με την Αγίαν Περπέτουαν, την προστάτιν του μοναστηρίου, ήτις είχε την έκτακτον όλως χάριν να δαμάζη τα άγρια θηρία. Τοιαύτην την είχεν ιδεί η αδελφή Πογκία εις τας οπτασίας της. Η Βεάτη ουδέν εκ πάντων τούτων παρεδέχετο. Τα συμπεράσματα αυτής ήσαν άλλα, έμελλε δε να πλάση ολόκληρον ιστορίαν περί του πράγματος, αν δεν επροτίμα να κάμη μίαν αληθή. Προς τούτο ήρχισε να κατασκοπεύη περί την εσπέραν τα κατατόπια, όπου είχε μάθει ότι κατώκει η ξένη. Αύτη ήτο έγκλειστος εις το υψηλότερον δώμα, κτίριόν τι πυργοειδές, μέρος έρημον, οπού σπανίως ανέβαινον αι μοναχαί. Άλλως δε η θύρα του χωρίσματος τούτου ήτο από αμνημονεύτων χρόνων ερμητικώς κεκλεισμένη. Περί την δευτέραν ώραν της νυκτός, ενώ αι μοναχαί ανεγίνωσκον εν τω καθολικώ το απόδειπνον, η αδελφή Βεάτη εσκέφθη ότι δεν έπρεπε να χάση καιρόν, έλαβεν εκ του μαγειρείου δάδα ανημμένην και ανήλθε τα τρία πατώματα της &κόρδας&. Έφθασεν εις την θύραν του πυργοειδούς δώματος. Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της. Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων. Η δας ην εκράτει η μοναχή επλησίαζε να σβεσθή. Έφθασεν εις το ύψος της κλίμακος. Η θύρα του πρώτου χωρίσματος ενέδωκεν επίσης. Ήτο τούτο είδος προθαλάμου, μετ' αυτόν δε είπετο ο κύριος θάλαμος, εν ώ έπρεπε να κατοική το μυστηριώδες πρόσωπον. Περί των δύο τούτων θαλάμων υπήρχεν αρχαία τις παράδοσις. Η Βεάτη ήθελεν αισθανθή φόβον, αν δεν κατείχετο υπό μεγίστης πολυπραγμοσύνης και έμενε χώρος δι' άλλο αίσθημα εν τη καρδία της. Η παράδοσις αύτη έλεγεν ότι μοναχός τις κατοικών το πάλαι εις τα δώματα ταύτα, ασκήσας μεγίστην εγκράτειαν, είχεν αγιάσει. Κατ' άλλους δεν είχεν αγιάσει, αλλά τουναντίον εβρυκολάκιασε, και κατά την συνήθειαν των ομοίων του ηρέσκετο να επανέρχηται νύκτωρ εις το έρημον τούτο δώμα, όπως επισκέπτηται μετά θάνατον την πάλαι κατοικίαν του. Την τελευταίαν ταύτην γνώμην παρεδέχετο και η ηγουμένη του μοναστηρίου, η μήτηρ Πία, καθότι δεν εδέχετο αύτη ότι ήτο δυνατόν να αγιάση σχισματικός μη πρεσβεύων τα δόγματα του Πάπα. Αγνοώ ποτέρα των δύο γνωμών είνε η ορθή. Ο προθάλαμος, εν ώ ευρίσκετο η αδελφή Βεάτη, κάθυγρος, με τους τοίχους μαύρους και αραχνιώντας, ήτο θλιβερώτατος. Εφ' ενός των τοίχων, σώζοντος εισέτι ολίγην κονίαν, εφαίνετο κεχαραγμένος μέλας Σταυρός μετά της λόγχης και του σπογγοφόρου καλάμου. Υπό το σημείον τούτο υπήρχεν ελληνική τις επιγραφή λέγουσα: «Ίδε, έφθασε, ταλαίπωρε ψυχή, ο απόστολος ο ερχόμενος οπίσω μας. Τι καθήμεθα; Αποδημία εστίν αιώνιος, μη έχουσα πάλιν επάνοδον». Την επιγραφήν ταύτην εχάραξε πιθανώς αυτός ο πάλαι ποτέ ζήσας αναχωρητής, όστις δεν εφαντάσθη, φαίνεται, ότι έμελλε να βρυκολακιάση και να επανέρχηται ενταύθα και μετά την αιώνιον αποδημίαν. Όπως και αν έχη τούτο, η Βεάτη δεν κατείχετο την στιγμήν ταύτην υπό ουδενός δεισιδαίμονος αισθήματος. Επλησίασε θαρραλέως και έκρουσε την θύραν. Αλλ' αύτη ανθίστατο. Ήτο στερρώς κεκλεισμένη. Η Βεάτη επανέλαβε την κρούσιν. Έκρουσε δε ηρέμα και συνεχώς. Ουδεμία φωνή ηκούσθη. — Ποία είσαι αυτού μέσα; ηρώτησεν η Βεάτη. Ουδεμία απάντησις. — Ποία είσαι; επανέλαβεν η Βεάτη. Δεν ομιλείς δι' αγάπην Θεού; Τη στιγμή ταύτη εφάνη εις την Βεάτην ότι ήκουσεν ως πνοήν ή στεναγμόν τινα, κίνημά τι ανθρώπου αφυπνιζομένου. Ηκροάσθη. Δεν ήκουσε πλέον τίποτε. Ενόμισεν ότι ηπατήθη την πρώτην φοράν. Ητοιμάζετο να κρούση και εκ τρίτου. Αλλά συγχρόνως ήκουσε βήματα εκ του αντιθέτου μέρους. Διά της κλίμακος ην είχεν αρτίως αναβή, ανέβαινέ τις. Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη. Ήτο η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξετέλει χρέη νοσοκόμου εν τη μονή. Η Βεάτη διενοήθη ότι αύτη βεβαίως θα ανέλαβε να υπηρετή την έγκλειστον εις τα προς τροφήν και πάσαν άλλην διακονίαν του σώματος, και διά τούτο ήρχετο ενταύθα. Η Βεάτη εκόλλησεν όπως ηδυνήθη εις την κόγχην της θύρας. Άλλως θα ήτο ήδη σκότος, διότι είχε σβέσει την δάδα. Η αδελφή Σιξτίνα, φοβουμένη μη την κατασκοπεύωσι μακρόθεν, έφερεν ένα εκ των ετεροπλεύρων εκείνων φανών, των φωτιζόντων τα έμπροσθεν του βαστάζοντος, καθιστώντων δε βαθύτερον το όπισθεν σκότος. Δεν εστράφη να ίδη οπίσω της θύρας, ήτο δε και αδύνατον να φαντασθή, ότι ήτο τις ενταύθα. Αν και δεν ηρκέσθη βεβαίως εις την υπόνοιαν ότι ήλθεν ο βρυκόλαξ, δεν συνέλαβεν όμως αλλοίαν υποψίαν. Μη έχουσα πεποίθησιν εις την μνήμην της, δεν είξευρε μετά βεβαιότητος ότι είχε κλείσει πράγματι την θύραν, την τελευταίαν φοράν καθ' ην ήλθεν ενταύθα. Δυνατόν να την άφησε και ανοικτήν και να μη ενεθυμείτο. Εν τούτοις προυχώρησεν αύτη προς τον κλειστόν θάλαμον. Ανέσυρεν εκ της ζώνης της βαρείαν κλείδα και έθηκεν αυτήν εις το κλείθρον. Η προστριβή και ο κρότος του σιδηρού εργαλείου αντήχησε βραχνώς υπό τον λίθινον θόλον. Η θύρα ηνοίχθη μετά βαρέος τριγμού. Η Βεάτη προέβαλε γοργώς την κεφαλήν όπισθεν της Σιξτίνης και προσεπάθησε να ίδη τα εντός του ανοιχθέντος θαλάμου. Αλλ' όσον άπληστον και αν ήτο το βλέμμα της ουδέν προέλαβε να ίδη. Η αδελφή Σιξτίνα έκλεισεν αύθις την θύραν και σκότος βαθύ αποκατέστη. Τότε η Βεάτη εσκέφθη ότι, αφού δεν είχεν ικανοποιήσει την όρασιν, ώφειλε τουλάχιστον να ευχαριστήση την ακοήν. Πατούσα επ' άκρων των ονύχων επλησίασεν εις την θύραν, και έτεινε τα ώτα. Αλλ' ουδέν ήκουεν. Έμεινε χρόνον τινά αυτόθι. Ουδέν. Η Βεάτη εσκέφθη ότι ίσως η ξένη εκοιμάτο, και αφού το πράγμα ούτως είχεν, η Σιξτίνα μη έχουσα ν' αποτείνη τον λόγον πρός τινα, δεν ήτο ανόητος να ομιλή μόνη της, και ούτω συνέβαινεν ώστε αυτή, η Βεάτη, καίπερ τείνουσα υπερμέτρως τα ώτα, ουδέν όμως ήκουεν. Η εικασία αύτη εφάνη εις την Βεάτην η λογικωτάτη, εξ όσων είχε κάμει ποτέ. Εν τούτοις ηκροάτο εισέτι. Έμελλε δε να μείνη επί μακρόν χρόνον ορθία ενταύθα, αν δεν επήρχετο εις αυτήν η προφυλακτική πρόνοια, ότι ήτο επόμενον η Σιξτίνα να εξέλθη όθεν εισήλθε, και τότε η Βεάτη έμελλε να καταληφθή επ' αυτοφώρω ωτακουστούσα. Η σκέψεις αύτη την έκαμε να τραπή εις φυγήν. Αλλ' ενταύθα πάλιν άλλη δυσκολία. Είπομεν ότι ήτο σκότος. Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή. Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα, αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη. Αλλ' αν δεν εξήρχετο; Αν έμελλε να μείνη εις τον θάλαμον της ξένης και να διανυκτερεύση μετ' αυτής, όπερ δεν ήτο απίθανον; Τότε ουδέν έμελλε να χάση η Βεάτη. Διότι μετά δύο ή τρεις ώρας δεν έμελλε να πυκνωθή πλειότερον το σκότος, τουναντίον περί το μεσονύκτιον θ' ανέτελλεν η σελήνη, ης το φέγγος θα διήρχετο διά τινος φεγγίτου, και θα ωδηγείτο να βαδίση ευχερέστερον. Πλην τούτου οι οφθαλμοί της, οίτινες έβλεπον καλώς, ήθελον συνειθίσει εις το σκότος, και θα υπηρέτουν αυτήν καλλίτερον. Αν τουναντίον, παρά πάσαν πιθανήν εικασίαν, εξήρχετο εκ του θαλάμου η Σιξτίνα, τότε η Βεάτη δεν ηδύνατο να φοβηθή το τεχνητόν σκότος, όπερ προεκάλει όπισθεν της νυκτοβάτιδος το ημιφαές δέλετρον, και η ανιχνεύτρια έμελλε να οδηγηθή διά της αντιλαμπής του φωτός πλειότερον ή η Σιξτίνα διά της ορθής αυτού λάμψεως. Ταύτα διανοηθείσα η Βεάτη, απεφάσισε να παραμείνη. Εκάθισεν αναπαυτικώς επί της κόνεως της σεσωρευμένης όπισθεν της θύρας, και περιμένουσα μετ' άκρας υπομονής. Οφείλομεν προς τιμήν της να είπωμεν, ότι ουχί ο φόβος και το σκότος εκώλυσαν αυτήν να επανέλθη. Αν και είχε σβέσει εξ ανάγκης την δάδα, ην είχε φέρει, εν τούτοις ηδύνατο να καταβή και άνευ φωτός, και τούτο τη συνέφερε καλλίτερον. Αν είχεν ανάγκην φωτός, δεν ήθελε λησμονήσει να λάβη εκ του μαγειρείου μεθ' εαυτής πυρίτην λίθον και χάλυβα. Ουχί η επιλησμόνυση, αλλ' η ολιγωρία ήτο η αιτία της παραλείψεως ταύτης. Εν τοσούτω η αγαθή αύτη γυνή προυτίμησε να μείνη μάλλον ή ν' απέλθη, εκείνο δε όπερ έπεισεν αυτήν ν' αποφασίση τούτο, δεν ήτο ουδέν των προειρημένων αιτίων, αλλ' εκείνο όπερ προείπομεν, η πολυπραγμοσύνη υφ' ης κατείχετο. Και βεβαίως, αφού το αξιόλογον τούτο προτέρημα την έκαμνε ν' αναβή τρία ή τέσσαρα πατώματα εν καιρώ νυκτός, καθ' ον χρόνον αι άλλαι έψαλλον το &Χαίρε Μαρία&, δεν ηδύνατο άρα να την βιάση να μείνη δύο ή τρεις ώρας ενεδρεύουσα εις τον υψηλόν τούτον όροφον; Τι το κωλύον αυτήν; Δεν περιέμενεν όμως πολύ. Εξαίφνης η θύρα του κελλίου ηνοίχθη. Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της, αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα. Τότε η Βεάτη έμεινεν επί τινας στιγμάς αναποφάσιστος, διστάζουσα αν έπρεπε να την ακολουθήση ή να μείνη. Αλλ' όμως διελογίσθη ότι την κατόπτευσιν ην εξετέλεσεν απόψε ηδύνατο να την εκτελέση και την εσπέραν της αύριον, και μάλιστα μετ' ελπίδων μείζονος επιτυχίας. Όθεν ώρμησε κατόπιν της προπορευομέης Σιξτίνης. Ότε αύτη είχε καταβή επτά βαθμίδας της κλίμακος, τότε και η Βεάτη εκινήθη. Αλλά περιέμεινε μέχρις ου η Σιξτίνα καταβή και την τελευταίαν βαθμίδα, και επειδή έμελλε τότε αύτη να στραφή επικάρσια όπως εύρη την θύραν, η Βεάτη ήθελεν ελλαμφθή υπό του φωτός του δελέτρου, όπως καταβή αφόβως την κλίμακα. Τούτο και έπραξεν. Αλλά δυστυχώς καθ' ην στιγμήν η Βεάτη επάτει εις την δευτέραν εκ των άνω βαθμίδα, η σανίς έτριξε, και η αδελφή Σιξτίνα εκπλαγείσα εστράφη να ίδη. Η Βεάτη παρεκάλει τον ουρανόν, ή εν ελλείψει αυτού την γην και τας υποχθονίους θεότητας, να τυφλώσωσι τα όμματα της Σιξτίνης, να αναπετάσωσι πυκνόν πέπλον προ των οφθαλμών αυτής, όπως μη δυνηθή να την ίδη. Ευτυχώς θαύμα συνέβη. Η Σιξτίνα εστράφη μεν, αλλ' ουδέν είδεν. Είτε διότι η ακτίς του οφθαλμού της δεν διηυθύνθη προσφυώς, είτε διότι η ακοή δεν ωδήγησεν αρκούντως την όρασιν, είτε διότι δεν έστρεψεν επαρκώς το δέλετρόν της, είτε τέλος διότι δεν αντελήφθη καλώς τον τριγμόν ον ήκουσεν ουδ' έδωκε πολλήν σημασίαν εις την αντίληψιν ταύτην, το βλέμμα της μόλις εστράφη και απεστράφη πάλιν, και εξηκολούθησε να βαδίζη διά του διαδρόμου. Η Βεάτη, ήτις είχε προσπαθήσει να ενωθή ει δυνατόν με τον μέλανα τοίχον, περιέμεινε στιγμάς τινας μέχρις ου απομακρυνθή, προτιμώσα να μείνη αυτή εις το σκότος ή να κινδυνεύση αύθις τον αυτόν κίνδυνον. Η αδελφή Σιξτίνα προέβη. Η Βεάτη την ηκολούθησεν χωρις ν' ανησυχή πλέον. Η Σιξτίνα προεπορεύετο, μηδαμώς υποπτεύουσα εις τι εχρησίμευεν η νυκτερινή αύτη περιοδεία της και ο φανός ον εκράτει. Αν είξευρεν ότι τα πάντα εγίνοντο όπως φωτίση τα βήματα της νυκτοπόλου Βεάτης, βεβαίως η Σιξτίνα ήθελε προτιμήσει να μείνη εις το πενιχρόν κελλίον της, να δαπανήση τα βήματα όσα έκαμεν εις τας γονυκλισίας, και να καύση το έλαιον προ της εικόνος της Αγίας Περπετούας μάλλον, ή προ των οφθαλμών της Βεάτης. Αλλά πάσαν την οσιότητα ην ήσκει, δεν είχε φθάσει ακόμη εις υψηλά μέτρα αρετής και δεν είχεν αποκτήσει το προορατικόν χάρισμα. Άλλως δε ο στέφανος αυτής προήρχετο εκ της υπακοής, διότι έπραττε τα πάντα όπως υπακούση εις την δέσποινάν της την ηγουμένην. Η δυστυχής Βεάτη είχε και αυτή άλλην δέσποιναν, τοσούτω δεσποτικωτέραν όσω δεν είχε σάρκα και οστά, και εις αυτήν μόνην υπήκουεν. Ήτο δε αύτη η αδυναμία της, ήτις ώθει αυτήν να επιχειρή παραβόλους εκστρατείας, όπως ανακαλύψη πράγματα, περί ων ουσιωδώς δεν διεφέρετο. Αλλ' η πρώτη αποτυχία τη ενέπνευσεν ισχυρογνωμοσύνην και ωρκίσθη ν' ανακαλύψη το πράγμα ως τάχιστα. Όλην την νύκτα η Βεάτη ωνειρεύετο ότι είχε παραβιάσει την θύραν του κλειστού θαλάμου, και συνδιελέγετο μετά της ξένης. Είνε αληθές ότι το όνειρόν της ήτο ατελές. Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της. Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της. Ήτο αφηρημένη όλην την ημέραν. Αι μοναχαί παρεπονούντο ότι το παρατεθέν αυταίς γεύμα ήτο άβραστον και ανάλατον. Η αδελφή Κλάρα, μία των φρονιμοτέρων καλογραιών, ελθούσα όπως τη μεταβιβάση παραγγελίαν τινά της ηγουμένης, ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος. Η Βεάτη δεν είχε την δύναμιν ν' ακούση, ουδέ να εννοήση τι. — Λοιπόν τι να της είπω; ηρώτησεν η αδελφή Κλάρα. — Ποίας; είπεν αλλόφρων η Βεάτη. — Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε. — Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη. — Πώς ό,τι θέλω; — Πε της ότι δεν με ηύρες. — Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται; — Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη. — Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του; — Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη. — Και τότε; — Τότε; — Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα. — Ας σου πη. — Και πως θέλω διάβασμα. — Ας θέλης, είπεν η Βεάτη εξακολουθούσα να μειδιά προσηνώς. — Αλλά τότε ο αββάς Βικέντιος Δεκρόττας.... — Ποίος Βικέντιος Δεκρόττας; — Ο ιερεύς μας. — Την ευχή του, είπεν η Βεάτη. — Θα γυρεύη ν' ανοίξη την Σύνοψιν. — Ας την ανοίξη. — Και να με διαβάση. — Ας σε διαβάση. — Αλλά τούτο δεν θα με γλυτώση από την κατάραν της ηγουμένης, είπε μετά τρόμου η Κλάρα. — Ποίας ηγουμένης; είπεν αλλοφρονούσα η Βεάτη. — Ποίας ηγουμένης; Είσαι 'στά καλά σου; — Στα καλά μου; — Ναι. Είνε άλλη ηγουμένη; — Άλλη ηγουμένη; — Βέβαια. — Δεν ξεύρω, είπεν αφελώς η Βεάτη. — Δεν ξεύρεις; επανέλαβεν η Κλάρα. — Βέβαια, απήντησεν η Βεάτη. — Να ξεραθής, είπε ξηρώς η Κλάρα. — Να μαραθής, απήντησε μεμαραμμένως η Βεάτη. Και η αδελφή Κλάρα, αισθανθείσα ακατανίκητον αγανάκτησιν έκαμε το σημείον του Σταυρού, και εξήλθεν εκ του μαγειρείου χωρίς να στραφή να ίδη οπίσω της. Ήτο ήδη περί εσπέραν. Η αδελφή Βεάτη ουδόλως ηνησύχησεν εκ του μικρού τούτου συμβάντος, αλλ' ελησμόνησεν ήδη αυτό πριν ή συμβή. Ότε ο αραχνώδης πέπλος του σκότους ήρχισε να καταπετάννυται περί τα ζοφερά τείχη του μοναστηρίου, και οι κώδωνες κατά το σύνηθες βραδέως κρουόμενοι αντήχησαν ανά το ύψος του κωδωνοστασίου καλούντες θορυβωδώς τας καλογραίας εις την επιλύχνιον προσευχήν, τότε η αδελφή Βεάτη έλαβε δύο κηρία, έθηκε το έν αυτών εις το θυλάκιόν της, ήναψε το έτερον και ανέβη ανά μίαν τας βαθμίδας της λιθίνης κλίμακος, της αγούοης από του μαγειρείου εις το πρώτον πάτωμα της μεσημβρινής πλευράς. Την φοράν ταύτην η Βεάτη ησθάνετο εν εαυτή διπλούν θάρρος ή την προλαβούσαν εσπέραν, είχε δε απόφασιν να εξαγάγη κέρδος τι, όπως ηδύνατο, εκ της δευτέρας ταύτης κατοπτεύσεως. Αφού ανέβη και τας τεσσάρας κλίμακας, έστη επί στιγμήν όπως αναπνεύση, επλησίασεν εις την θύραν του κλειστού θαλάμου και ηκροάσθη. Ουδέ πνοή ηκούετο. Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα. Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε· — Κόρη μου! Είσαι μέσα; — Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου. — Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη. — Αχ, είπεν η έσωθεν φωνή. — Διατί σ' έχουν εδώ; επανέλαβεν η Βεάτη. — Δεν ειξεύρω. — Ποίος σ' έφερεν; — Άνθρωποι άγνωστοι. — Πόθεν είσαι; — Από τα περίχωρα. — Και θα σε κρατήσουν πολύν καιρόν εδώ; — Δεν ειξεύρω. — Τι κακόν έπραξες διά να σε φυλακίσουν ούτω; — Δεν ειξεύρω, αλλά... — Αλλά; επανέλαβεν η Βεάτη. — Έχω αμαρτίας, ως φαίνεται, είπεν η φωνή μετά στεναγμού. — Και είσαι μόνη εδώ μέσα; — Μόνη. Η Βεάτη εσκέφθη επί μικρόν. — Ποία είσαι; την ηρώτησε το αόριστον πρόσωπον. — Είμαι καλογραία. Ησθάνθην συμπάθειαν, όταν έμαθα διά σε. Αν ειμπορούσα να σε σώσω... — Αλλοίμονον, είπεν η φωνή. — Μην απελπίζεσαι. Έχε θάρρος. — Θάρρος... — Και σ' έχουν κλεισμένην απ' έξω; — Ναι. — Είνε οι στροφείς στερεοί; Δοκίμασε την θύραν. — Είνε πολύ βαρεία. — Και αυτή η γυναίκα που έρχεται κάθε μέρα δεν σε περιποιείται; — Ναι. — Σοι φέρει τροφήν; — Μοι φέρει. — Και τι σοι λέγει; — Δεν ειξεύρει και αυτή τίποτε. — Μη την πιστεύης, είπε σχετλιαστικώς η Βεάτη. Είνε γεμάτη πονηρίαν. — Αυτή! — Ναι! Μη την εμπιστεύεσαι. — Ω!... — Αν ζητή να της ειπής τίποτε, μη της το λέγης. — Τι να της είπω; είπεν η φωνή, ήτις εφαίνετο όλως καταβεβλημένη και ο διάλογος τη επροξένει κάματον. — Μη καταβάλλεσαι, είπεν η Βεάτη, εννοήσασα το αίσθημα της ξένης· έχε θάρρος, σοι λέγω. — Ναι, βέβαια. — Εγώ θα πάρω τον τύπον του κλείθρου τώρα. — Του κλείθρου; — Ναι, θα κάμω αντικλείδι. — Α! είπεν η φωνή και εφάνη ότι η λέξις αύτη τη επανέφερε ζοφεράν ανάμνησιν. — Και θα την ανοίξω διά να σ' ελευθερώσω, είπεν η Βεάτη. — Ω, Θεέ μου! είπε μετ' ελπίδος η άγνωστος. — Δύο ή τρεις ημέρας υπομονήν. — Αλλ' ειξεύρω αν θα μείνω εδώ; — Πώς; Θα σε μεταφέρουν αλλού; — Δεν ειξεύρω τίποτε. — Αν σ' εβγάλουν ή ημέραν ή νύκτα, εγώ θα τρέξω κατόπιν. — Ω, ευχαριστώ, είπεν η άγνωστος. — Μη σε μέλη, είπεν η Βεάτη. Έλπιζε. — Ελπίζω. — Και κάθε βράδυ θα έρχωμαι να σ' επισκέπτωμαι, καθώς τώρα. — Ω, ναι, παρακαλώ. — Θα συνομιλώμεν χωρίς να βλεπώμεθα. — Καλά. — Έχεις φως μέσα; — Έχω. — Απομάκρυνε το σώμα σου, μη σκιάζης την οπήν του κλείθρου. Ηκούσθη θρους τις εκ κινήματος, όπερ έκαμεν η άγνωστος. — Καλώς, είπεν η Βεάτη. Και προσεκόλλησε το όμμα της εις την οπήν του κλείθρου. — Σκύψε με τρόπον, ώστε το πρόσωπόν σου να μη φράττη την οπήν. Στάσου δύο σπιθαμάς μακράν της θύρας. Αντίκρυσε το πρόσωπόν σου εις το κλείθρον. Η άγνωστος εξετέλεσε τας οδηγίας ταύτας της Βεάτης. Αλλ' αύτη σχεδόν δεν διέκρινε την μορφήν της. — Ο λύχνος σου είνε κινητός; ηρώτησεν η Βεάτη. — Κινητός. — Λάβε τον εις την χείρα και έλα να ιδώ το πρόσωπόν σου. Η ξένη υπήκουσε και εις τούτο. Η Βεάτη προσήρμοσεν αύθις τον οφθαλμόν εις το κλείθρον και τότε κατώρθωσε να διακρίνη πρόσωπόν τι νεάνιδος ωχρόν και ισχνόν, περιβαλλόμενον υπό ατάκτου καστανής κόμης. Η Βεάτη ευηρεστήθη εκ της εξετάσεως ταύτης. — Είσαι ωραία, είπε. — Κ' εγώ δεν θα σε ίδω; είπεν η ξένη. — Ιδέ με, αν ειμπορέσης, είπεν η Βεάτη πλησιάζουσα το ανημμένον κηρίον εις το πρόσωπον και τοποθετουμένη εις τρόπον ώστε ν' αντικρύση το βλέμμα της ξένης. — Είσαι αγαθή, είπεν αύτη. — Τώρα θα σε αφήσω, κόρη μου. — Διατί; είπε παραπονετικώς η νέα. — Δεν είνε καιρός να έλθη εκείνη η γυνή; — Ναι, είπεν η ξένη. — Θα λάβω μόνον τον τύπον του κλείθρου. Και εξαγαγούσα εκ του θυλακίου της το κηρίον, όπερ είχε φέρει επίτηδες μεθ' εαυτής, απετύπωσε δι' αυτού το σχήμα του κλειδίου. — Καλήν νύκτα, κόρη μου, είπεν αποσυρομένη. — Καλήν νύκτα, απήντησεν η νέα μη δυναμένη ν' αποσυρθή εκ της θύρας, ης όπισθεν ίστατο. Αλλά μακρυνθείσα δύο ή τρία βήματα η Βεάτη, επέστρεψεν αιφνιδίως πάλιν. — Ελησμόνησα να σ' ερωτήσω πώς ονομάζεσαι, είπε. — Αϊμά, απήντησεν η φωνή. — Αϊμά; Αυτό είνε το όνομά σου; — Αυτό. — Ευχαριστώ. Και η Βεάτη απεμακρύνθη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. Η Σιξτίνα. Ότε η Βεάτη έφθασεν εις το κατώτερον πάτωμα, ήκουσεν όπισθέν της το βήμα της Σιξτίνης, ήτις ανέβαινε διά της κλίμακος με το σοβαρόν βήμα της, κρατούσα τη ετέρα των χειρών το περίφημον μονόφωτον δέλετρόν της. Ο τρόπος δε μεθ' ου, εβάδιζε και πάντα τα κινήματα αυτής ενέφαινον γυναίκα έχουσαν την συναίσθησιν της ιδίας αξιοπρεπείας και μηδ' υποπτεύουσαν ότι είνε δυνατόν να σφάλη ή να παρεκκλίνη κατά κεραίαν εκ των χρεών της. Η αδελφή Σιξτίνα ήτο μία εκ των γυναικών εκείνων, αίτινες ομοιάζουσι καθ' όλα με την χελώνην, αν υποθέσωμεν ότι το κολόβιον δύναται προσφυώς να παραβληθή με το καυκίον, όπερ δεν είνε απίθανον. Όλην την ζωήν της είχε προσπαθήσει να μάθη την τέχνην του να κρύπτη τους λογισμούς της, όπως κρύπτει η χελώνη την κεφαλήν και τα κώλα. Οφείλομεν δε να ομολογήσωμεν ότι είχε κατορθώσει να τελειοποιηθή εις την τέχνην ταύτην, τόσας δε προόδους είχε κάμει εις το επάγγελμα τούτο, ώστε κατήντησε να μη δύναται πλέον, και αν ήθελε, να εκφράση, ή να επιδείξη αφελές αίσθημα ή αληθή ιδέαν. Αν ενεφανίζετο αίφνης υπερφυής τις δύναμις, ήτις να τη επιβάλη ως απαραίτητον χρέος το να φανή εφάπαξ ειλικρινής, η Σιξτίνα και αν επεθύμει, δεν ηδύνατο να κατορθώση τούτο. Το ψεύδος και η υπόκρισις είχον καταστή παρ' αυτή δευτέρα φύσις, θάττον δε ηδύνατό τις να αποσπάση απ' αυτής την ψυχήν ή την μακροχρόνιον ταύτην έξιν. Ήθελε προτιμήσει δε να μείνη επί ένα όλον αιώνα εις το Καθαρτήριον πυρ, ή να εκστομίση έστω και μίαν λέξιν μη προλελογισμένην ή υπηγορευμένην πρός τινα απόρρητον πάντοτε σκοπόν. Η αδελφή Σιξτίνα επρωταγωνίστει εις την τέχνην του να λέγη άλλα αντ' άλλων. Ηρίστευεν εις την τέχνην του να σιγά. Το στόμα της ήτο τόσον ερμητικώς κεκλεισμένον, ώστε εφαίνετο ότι εγεννήθη κωφάλαλος. Εκ της μακράς και κατηναγκασμένης συσφίγξεως των οδόντων, είχον σχηματισθή περί τας άκρας των χειλέων της δύο ελικοειδείς ρυτίδες, ήσαν δε αύται, ούτως ειπείν, η σκιά των λέξεων, αίτινες διήρχοντο αλλά δεν εξεφωνούντο. Το στόμα διέπνεεν αντί να λαλή. Αι σκέψεις της εξητμίζοντο εις αορίστους φθόγγους και εις ανάρθρους ψιθυρισμούς, αλλ' ουδέποτε εξεφράζοντο. Ηδύνατό τις ανατέμνων τον εγκέφαλόν της να εύρη μόρια εννοιών, αλλ' ουχί ακεραίας εννοίας. Τόσον εκ της πολυχρονίου έξεως του να συστέλλη τας λέξεις είχε μεταβή κατ' αντανάκλασιν ο τοιούτος περιορισμός και μέχρι της σκέψεως, ώστε μη δυναμένη να ομιλή, δεν ηδύνατο πλέον μηδέ να σκέπτηται. Η αδελφή Σιξτίνα είχεν ασκήσει την πρώτην δοκιμασίαν της έν τινι σεμιναρίω θηλειών ιδρυμένω παρά τον Τίβεριν, ονόματι «Άκουα Σιλέντσιι», περιφήμω επί μοναστική πειθαρχία κατ' εκείνον τον χρόνον. Η αρχή και το τέλος της δοκιμασίας εν τω ειρημένω μοναχικώ παιδαγωγείω συνίστατο εις το να υποχρεώσι τας δοκίμους να κρατώσιν επί πολλάς καθ' εκάστην ώρας εντός του στόματος σταγόνας τινάς ύδατος χωρίς να τας καταπίνωσιν, εξ ου και το όνομα του σεμιναρίου. Σκοπός δε του πειράματος τούτου ήτο να γυμνάσωσι τας τροφίμους εις την σιωπήν. Φρονώ ότι η μέθοδος αύτη δεν εστερείτο επιβολής, απήτει δε τοσαύτας σταγόνας ευφυίας όσας και ύδατος. Φαίνεται δε ότι, πλην του ότι ώξυνε την έξιν, επενήργει αντιδραστικώς επί του λάρυγγος η τοιαύτη άσκησις, ώστε εκ της συνεχούς παρουσίας της υπερμέτρου υγρότητος επέφερεν αντιπεπονθότως την ξηρότητα, και εντεύθεν μάλλον προήρχετο η έξις της σιγής. Άλλως δεν τολμώ να υποβάλω εις τους φυσιολόγους την τοιαύτην εξ απειρίας προερχομένην εικασίαν. Όπως και αν έχη τούτο, η αδελφή Σιξτίνα είχεν επαρθή εις τοιούτον υπεράνθρωπον σημείον εις την τέχνην ταύτην της σιωπής, ώστε καθ' ην στιγμήν ανένηψε και ενεθυμήθη ότι ήτο ανθρωπόμορφον πλάσμα και ώφειλε να απαντά τουλάχιστον εις τας απευθυνομένας αυτή ερωτήσεις, τότε μόνον παρετήρησεν ότι ο λάρυγξ αυτής ετραύλιζεν, η γλώσσα είχε καταστή ψελλή, τα δε χείλη εστρεβλώθησαν. Την στρεβλότητα δε ταύτην των αισθητηρίων είχε παρακολουθήσει και η στρέβλωσις του πνεύματος, ώστε κατ' αρχάς μόνον κολοβάς φράσεις κατώρθου να προφέρη, εδέησε δε να παρέλθη πολύς χρόνος μέχρις ου μάθη ν' απαγγέλλη αύθις περιόδους, και τότε εψεύδετο πλέον άνευ συνειδήσεως. Είχε καταστή αυτόματον, και αι απαιτήσεις της νέας αυτής θέσεως, επιβάλλουσαι αυτή την τυφλήν υπακοήν, την ηνάγκαζον να ψεύδηται κατά κόρον διά λογαριασμόν άλλων. Επί τοσούτον δε προέβη το αξιόλογον τούτο προτέρημα, ώστε θαύμα θα ήτο αν η αδελφή Σιξτίνα κατώρθου ποτέ να είπη μίαν λέξιν αληθή, από αμνημονεύτων δε χρόνων δεν ηξιώθη να διαπράξη το σφάλμα τούτο. Εν τούτοις έμελλε να παρουσιασθή περίστασις, καθ' ην ήθελον ανατραπή πάσαι αι μεθοδείαι και αι τέχναι αύται, και η αδελφή Σιξτίνα έμελλε να χάση και αυτή την πυξίδα της. Ότε εξήλθε τελεία εκ του σεμιναρίου του «Ύδατος της σιωπής», η αδελφή Σιξτίνα είχεν ακολουθήσει απόσπασμά τι του τάγματός της εις την Ανατολήν, των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου. Μετ' αυτών είχε μεταβή εις την νήσον Ρόδον, την κτήσιν ταύτην των ειρημένων ιπποτών. Ταύτα συνέβησαν προ δέκα ετών και επέκεινα. Η Σιξτίνα είχε διατρίψει επί τινα έτη εν Ρόδω. Σήμερον δε, ότε διέμενεν εν τη Μονή της Αγίας Περπετούας, έτυχεν αφορμής ν' αναμνησθή γεγονότα τινά από μακρού χρόνου τεθαμμένα εν τη διανοία αυτής. Τα γεγονότα ταύτα δεν επίστευεν η Σιξτίνα ότι έμελλόν ποτε ν' αναζήσωσιν εν τη μνήμη της, και διά τούτο εξεπλάγη ότε ησθάνθη εν εαυτή νυγμόν τινα, ως ωδίνας εγκυμοσύνης, τας μόνας ας ποτε υπέστη. Η αφορμή δε της αναμνήσεως ταύτης εδόθη εκ της παρουσίας ξένου τινός προσώπου εις το μοναστήριον. Οι χαρακτήρες του προσώπου τούτου, ους επιμελώς ηδυνήθη να παρατηρήση, ενεποίησαν αυτή παράδοξον εντύπωσιν. Προ δέκα ετών είχε γνωρίσει νεαρώτατόν τι πρόσωπον, παιδίον ως όλα τα παιδία, το οποίον με τους χαρακτήρας μεταβεβλημένους εκ της ηλικίας, ενεφανίζετο σήμερον εις τους οφθαλμούς αυτής. Δυνατόν να ηπατάτο η Σιξτίνα, αλλά πιθανόν να έβλεπεν ορθώς. Η στομακάκη ης την βάσανον είχεν υποστή κατά την νεαράν αυτής ηλικίαν, δεν ηδύνατο να παραβλάψη και την όρασιν αυτής, αι αισθήσεις της δε ωξύνθησαν τοσούτω μάλλον, όσω τα φωνητήρια όργανα είχον αμβλυνθή. Η Σιξτίνα ησθάνθη κατ' αρχάς ασθενή παλμόν υποσείοντα το στήθος της, ότε είδε το πρόσωπον τούτο. Τη επαύριον ο παλμός μετεβλήθη εις σκίρτημα. Όσον μάλλον εθεώρει την μορφήν ταύτην, τόσον μάλλον επείθετο περί της ομοιότητος, και περί της πιθανής ταυτότητος του προσώπου. Την τρίτην ημέραν η Σιξτίνα ήλθεν εις πειρασμόν να εκστομίση προς το εν λόγω πρόσωπον τα αισθήματα υφ' ων κατείχετο. Αλλ' οίμοι! Η μακροχρόνιος έξις του να ψεύδηται, είτε διά του λόγου είτε διά της σιγής, καθότι και η σιγή ήτο είδος σιωπηλού ψεύδους, δεν τη επέτρεπε να έλθη εις τοιαύτην διάχυσιν. Πριν ή πέση εις το ολίσθημα τούτο, ώφειλε κατά τους κανόνας να εξομολογηθή εις την ηγουμένην ή εις τον αββάν Βικέντιον. Αλλά τούτο θα ισοδυνάμει προς άρνησιν της επιθυμίας της, και προς παντελή αποχήν. Τέλος αφού επί πέντε ημέρας η αδελφή Σιξτίνα διήλθεν όλους τους σταθμούς της αμαρτίας, από της &προσβολής& και του &συνδυασμού& μέχρι της &συγκαταθέσεως& και της &πάλης&, έμελλε πιθανώς να φθάση εις το πέμπτον και τελευταίον στάδιον, εις το &πάθος&. Την εσπέραν καθ' ην επέστρεφεν η Βεάτη εκ της συνδιαλέξεως, ην είχε συνάψει διά της οπής του κλείθρου προς την έγκλειστον, η Σιξτίνα ανέβαινε μετά την κατάβασιν αυτής, απόφασιν έχουσα να μη οπισθοδρομήση, αλλά να παραβή εφάπαξ τους κανόνας της και να ικανοποιήση τέλος την εύλογον περιέργειαν ην ησθάνετο από τοσούτων ημερών. Προς ανάπαυσιν δε της συνειδήσεώς της εφαντάζετο ότι ίσως η θεία Πρόνοια εκάλει αυτήν να εκτελέση αγαθήν τινα πράξιν, και διά τούτο ησθάνετο τον ασυνήθη τούτον γαργαλισμόν μεταξύ της γλώσσης και του λάρυγγος. Η Σιξτίνα κύπτουσα όλη υπό την ροπήν της απηγορευμένης ταύτης παραβάσεως των κανόνων ανέβαινεν ανά δύο, όσον ηδύνατο να εκταθώσι τα σκέλη της, τας λιθίνας βαθμίδας της κλίμακος. Φθάσασα εις το υπερώον, ήνοιξε την θύραν, και εύρε την ξένην ορθίαν εισέτι, και διατελούσαν προφανώς υπό την εντύπωσιν της συνδιαλέξεως αυτής μετά της Βεάτης. Αλλ' η Σιξτίνα ουδεμίαν είχεν αφορμήν να παρατηρήση τούτο. — Ε, πώς πέρασες, κόρη μου; την ηρώτησεν η Σιξτίνα. — Καλά, μητέρα μου, απήντησεν η Αϊμά, αναμιμνησκομένη την σύστασιν της Βεάτης, όπως μη εμπιστεύηται εις την Σιξτίναν. — Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ. — Περιμένεις να φύγω, είπεν η Σιξτίνα. Η Αϊμά την παρετήρει έκπληκτος. Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην έλεγε τοσούτους λόγους η μοναχή. — Μήπως σ' ενοχλώ; επανέλαβεν αύτη. — Όχι, μήτερ μου. — Διατί δεν γευματίζεις; — Δεν έχω όρεξιν, είπεν η Αϊμά απορούσα διά την φιλοφροσύνην ταύτην, και δυσπιτούσα έτι μάλλον, επί τη αναμνήσει των νουθεσιών της Βεάτης. Η Σιξτίνα έμεινεν επί τινας στιγμάς σιωπηλή και ήτο σύννους. Τέλος είπεν· — Η ηγουμένη επιθυμούσε να εξαγορευθής, αν ήθελες. — Να εξαγορευθώ; — Ναι, βέβαια. — Και τι θα πη αυτό; ηρώτησεν αμαθώς η Αϊμά. — Δεν ειξεύρεις; — Δεν ειξεύρω, είπεν η νέα. — Η εξαγόρευσις είνε μυστήριον της αγίας καθολικής Εκκλησίας μας, είπε δογματικώς η Σιξτίνα, και είνε ανάγκη ο κάθε χριστιανός να εξομολογήται τακτικά. Άλλως, θα υπάγης εις την κόλασιν. — Πού; — Εις την κόλασιν, επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Και πού είνε αυτή η κόλασις; ηρώτησεν η Αϊμά. — Η κόλασις είνε εις τα καταχθόνια του Άδου, είπε μετά πεποιθήσεως η Σιξτίνα. Η Αϊμά εσιώπα. Εν τούτοις ενόησεν η Σιξτίνα ότι είχεν εκλέξει κακήν μέθοδον. Ο σκοπός αυτής κατ' αρχάς ήτο να πείση την νέαν ότι οφείλει να εξομολογηθή, και να εκτελέση αυτή χρέη πνευματικού. Αλλ' ησθάνθη διττήν τύψιν συνειδήσεως, ένθεν μεν επί τη φυσική απάτη, ένθεν δε επί τη παραβάσει των ηθικών παραγγελμάτων. Όθεν έστη ενταύθα και μετέβαλε τακτικήν. Εσκέφθη ότι το καλλίτερον ήτο να έλθη αποτόμως εις το προκείμενον, και να υποβοηθήση την μνήμην της νέας, αν ήτο δυνατόν να ενθυμηθή τι αύτη, ει δ' άλλως να πεισθή αυτή ότι ηπατάτο. Αλλά δεν εφαντάζετο ότι έμελλεν από ανακριτρίας να περιέλθη εις την θέσιν της εξεταζομένης. Αιφνιδίως λοιπόν λέγει προς την Αϊμάν· — Ενθυμείσαι, κόρη μου, αν έζησες ποτε εις την Ρόδον; — Εις την Ρόδον; επανέλαβεν ενδοιάζουσα η Αϊμά. — Εις την νήσον Ρόδον, επέμεινεν η Σιξτίνα. Είνε ωραία νήσος. — Όχι, δε έζησα εκεί, είπεν η Αϊμά. — Για θυμήσου καλά, είπεν ισχυρογνωμόνως η Σιξτίνα. — Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους. — Βίασε το μνημονικόν σου να ενθυμηθής, είπεν η Σιξτίνα. Δεν ενθυμείσαι την Ρόδον; — Σας είπα όχι. — Δεν ενθυμείσαι τέλος πάντων τίποτε εκ της παιδικής σου ηλικίας; Η νέα έκαμεν αμφίβολον κίνημα. — Προτού να έλθης εις τον Μωρέαν, πού ήσουν; — Δεν ειξεύρω. — Δεν έζης έως τώρα με τους Γύφτους, καθώς έμαθα; — Ναι. — Και είνε αυτοί οι γονείς σου; — Ποιος ξεύρει; — Μέσα σου τι πιστεύεις; ότι είσαι θυγάτηρ των; Η κόρη έκαμε μορφασμόν. — Ειμπορεί να είμαι, είπεν. — Ειμπορεί. Αλλά δεν έχεις βεβαιότητα, καθώς φαίνεται. — Δεν έχω, είπεν η Αϊμά. — Τότε, εις την κεφαλήν σου δεν κατέβη ποτέ καμμία ιδέα; δεν σ' εφώτισεν η φαντασία σου; — Εις τι πράγμα; — Ότι αυτοί δεν είνε γονείς σου. — Τι ωφελεί αυτό; Αφού δεν γνωρίζω ποίοι είνε. — Ειμπορείς να τους μάθης. — Αλήθεια; είπεν η Αϊμά, και οι οφθαλμοί της ήστραψαν. — Όλα γίνονται. — Πώς; ειξεύρεις λοιπόν να μ' ειπής; έκραξεν η Αϊμά. — Ειμπορεί και να ειξεύρω, είπε πανούργως η Σιξτίνα. Αλλά πρέπει να έχης υπομονήν. — Ω, είπεν η Αϊμά μετ' ατονίας, και τούτο εσήμαινεν: Αλλ' έχω παραπολλήν. Έως τώρα τίποτε άλλο δεν είχα. — Δεν σου λέγω με βεβαιότητα τίποτε, κόρη μου, είπε θωπευτικώς η Σιξτίνα. Εν τούτοις, αν με βοηθήσης... — Τι να σε βοηθήσω; είπεν αφελώς η Αϊμά. — Αλλά συ, φαίνεται, δεν ενθυμείσαι τίποτε. Αλλ' είνε δυνατόν να μην ενθυμήσαι αληθώς; — Τι θέλεις να ενθυμούμαι; — Την παιδικήν σου ηλικίαν. — Εγώ τω όντι δεν ενθυμούμαι, είπεν η Αϊμά. Το μόνον, οπού... — Λέγε, είπεν η Σιξτίνα, ιδούσα την νέαν διστάζουσαν. — Το μόνον οπού ενθυμούμαι είνε, ότι δεν πρέπει να είμαι παιδί των. — Ποίων; Των Γύφτων; — Ναι. — Και πού στηρίζεσαι, διά να συμπεραίνης τούτο; — Αλλά..., είπεν ενδοιάζουσα η Αϊμά, δεν ενθυμούμαι κ' εγώ ουδέ το πιστεύω με βεβαιότητα. Ως όνειρον έρχεται εις την ενθύμησίν μου, ότι μίαν ημέραν ήμουν εις τον δρόμον, και δεν είχα ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Την άλλην ημέραν ευρέθην έξαφνα εις την καλύβην των ανθρώπων αυτών. — Ιδού οπού ενθυμείσαι. Και τι άλλο ακόμη; — Και... ενθυμούμαι και ένα πέλαγο οπού αρμένισα, προτού να ευρεθώ εκεί. — Να, οπού δεν ήσουν πάντοτε εις αυτήν την χώραν. Διά να αρμενίσης πέλαγο, θα πη ότι ήλθες απ' αλλού ... — Βέβαια, είπεν η Αϊμά μειδιάσασα. Απ' αλλού θα ήλθα. — Και αφού απ' αλλού ήλθες, θα ήλθες από την Ρόδον. — Πώς το ειξεύρεις αυτό; παρετήρησεν η Αϊμά. Ειμπορεί να ήλθα από άλλο μέρος και όχι από την Ρόδον. — Σωστά, γίνεται και τούτο, είπεν η Σιξτίνα. Αλλ' όμως, αφού εγώ σ' ενθυμούμαι από την Ρόδον. — Λοιπόν ειπέτε μοι τούτο, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά. Αφού μ' εγνωρίσατε, διηγηθήτέ μοι· ίσως ενθυμηθώ κεγώ. — Μη βιάζεσαι, απήντησεν η Σιξτίνα. Ειπέ μοι ακόμη, δεν ενθυμείσαι τίποτε πλειότερον, απ' αυτά που μοι είπες; — Τι άλλο; — Προτού να σε πάρουν οι Γύφτοι ψυχοκόρην. Και η Σιξτίνα διεκόπη, περιμένουσα ίνα συμπληρώση η Αϊμά την φράσιν. Αλλ' αύτη εσίγα. Η Σιξτίνα επανέλαβε· — Και προτού ν' αρμενίσης το μεγάλο πέλαγο, που ήλθες από την Ρόδον... Και πάλιν η Σιξτίνα επέσχε τον λόγον. Αλλ' η Αϊμά ήκουε μόνον. — Προτού να συμβούν όλα αυτά, δεν ενθυμείσαι άλλο τίποτε; Η Σιξτίνα επέμενεν, ως να είξευρε τους λόγους, δι' ους η Αϊμά εδίσταζεν. Αλλ' αν είχε καταμετρήσει το βάθος του δισταγμού της κόρης, δεν θα ετόλμα, όσον και αν ήτο σκληρόκαρδος, να κινήση την νευράν ταύτην. Η ισχυρογνώμων επιμονή της μοναχής προεκάλει ακριβώς εν τη καρδία της νέας ανάμνησιν, ης η εξέγερσις έκαμνεν αυτήν να φρίττη. Εις τα ενδόμυχα της ψυχής ταύτης υπήρχε τι ως βάραθρον βαθύ ορωρυγμένον, ζοφερόν, ερεβώδες, απαίσιον, αλλ' εσφραγισμένον διά της σφραγίδος του χρόνου. Όστις παρεκινδύνευε να αποσπάση αποτόμως το επίπωμα τούτο, ώφειλε να ιλιγγιά προς το βάθος της αβύσσου, εξετέλει δ' εξ ανάγκης έργον βάρβαρον. Η Αϊμά επίεσε με την χείρα το στήθος, εδίστασεν επί μακρόν, και είπεν — Ενθυμούμαι... και κάτι άλλο ... αλλ' είνε όνειρον. — Όνειρον; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Πολύ κακόν, πολύ φρικτόν όνειρον, είπεν επιμόνως η νέα. — Και δεν θέλεις να το είπης; — Ω, δεν ειμπορώ. Δεν ειμπορώ ουδέ να το ενθυμηθώ. — Δοκίμασε, κόρη μου. — Είνε ανάγκη; είπεν η Αϊμά φρικιώσα. — Είνε ανάγκη. Χωρίς να ειξεύρω όσα ενθυμείσαι εκ του βίου σου, δεν ειμπορώ να σε βοηθήσω εις τίποτε. — Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! — Διατί φοβείσαι τόσον; Μήπως τα παρελθόντα επανέρχονται; — Ω, επανέρχονται είπεν η Αϊμά. Τω όντι, αυτός, αυτός είνε. — Ποίος αυτός; ηρώτησεν η Σιξτίνα, διεγερθείσης της περιεργείας της εκ της τελευταίας φράσεως. — Τίποτε, είπεν η Αϊμά, μεταμεληθείσα. Τίποτε. — Αλλ' ομιλείς μυστηριωδώς, τέκνον μου. Δεν εννοώ. — Ω, όχι. — Θα μοι είπης λοιπόν; — Ω, ποτέ! ποτέ! είπεν η Αϊμά μετά φρίκης. Η κατατρύχουσα την νεανίδα ανάμνησις απετέλει δι' αυτήν συναίσθημα όλως αυτόματον και νευρικόν. Ο τρόμος αυτής προήρχετο εκ της σφοδροτάτης και σπαρακτικής εκείνης εντυπώσεως, ήτις εκφράζεται παρ' ημίν διά της φράσεως: &επήρε φρίξι!& Υπό την εντύπωσιν ταύτην, η κόρη ήσπαιρε κατά γράμμα ως ιχθύς. Και όμως είχον παρέλθει μακρά έτη, και η εντύπωσις αυτής εσώζετο εισέτι, και διηγείρετο εκάστοτε ακμαία εις πάσαν πρόκλησιν. Εντεύθεν εξηγείται ο τρόμος αυτής ενώπιον της δεσποτικής απαιτήσεως της Σιξτίνης. Αύτη πάλιν βλέπουσα τον ακατανόητον τούτον φόβον της νέας ησθάνετο την περιέργειάν της ερεθιζομένην. Εν τούτοις φοβηθείσα μη απολέση τα πάντα, ενόησεν ορμεμφύτως ότι ώφειλε να υποχωρήση προς καιρόν. Αλλ' η Αϊμά κατείχετο και αυτή υπό υψίστου διαφέροντος. Ήλπιζε ν' ακούση τι παρά της Σιξτίνης περί της τύχης της. Επάλαιε δε μεταξύ διττών αισθημάτων. Η Σιξτίνα τη είπεν· — Ας αναβάλωμεν, κόρη μου, αφού δυσκολεύεσαι να το είπης. — Όχι, είπεν η Αϊμά, υπερνικώσα την φρίκην αυτής· θα μοι είπετε διά τους γονείς μου; — Θα σοι είπω όσα ειξεύρω διά σε, απήντησεν η μοναχή. — Διά τους γονείς μου; επανέλαβεν η Αϊμά. — Και διά τους γονείς σου, αν ειξεύρω. — Λοιπόν ακούσατε, μήτερ μου, είπεν η νέα, και συνέσφιγγε πάντοτε την καρδίαν της με την αριστεράν χείρα. Όταν ήμουν μικρή, ενθυμούμαι οπού μ' έφερεν εις την αγκάλην του ένας άνθρωπος . .. — Και τι άνθρωπος ήτον αυτός; ηρώτησεν η μοναχή. — Αυτόν μοι φαίνεται ότι τον ανεγνώρισα αυτάς τας ημέρας, αλλά δεν ειξεύρω. Αργότερα σας λέγω τούτο. — Εξακολούθει, κόρη μου. — Πόσον καιρόν μ' έφερεν εις την αγκάλην του, δεν ειξεύρω, αλλά με ηγάπα και μ' επροστάτευεν. — Έπειτα; — Ενθυμούμαι οπού επεριπάτει πάντοτε την νύκτα εις τα δάση· την ημέραν εφοβείτο να παρουσιασθή εις τας πόλεις, διότι τον κατεδίωκον, ως φαίνεται. — Τίνες; — Οι εχθροί του. Δεν ειξεύρω ποίοι ήσαν. Την ημέραν ανεπαυόμεθα εις παράμερα μέρη· την νύκτα μ' εσήκωνε εις τους βραχίονάς του και εβαδίζομεν μεγάλα διαστήματα. — Και ποίος ήτον ο σκοπός του; — Δεν ειξεύρω εγώ. Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε. — Και διατί σε αγαπούσε τόσον; Μήπως ήτο συγγενής σου; — Δεν ειξεύρω. Με ωνόμαζε παιδί του, τον ωνόμαζα πατέρα μου. Και όμως... Η Αϊμά διεκόπη. — Τι έχεις πάλιν; είπεν η μοναχή. — Τίποτε, είπεν αναλαμβάνουσα η Αϊμά. Κόμβος γίνεται εις τα στήθη μου. — Κόμβος; Διατί; — Όταν έλθω διά να είπω αυτό, αρχίζω να τρέμω όλη. — Θάρρος, τέκνον... Η Αϊμά εδίστασεν επί μικρόν, και είπε· — Και όμως, ενώ με αγαπούσε τόσον, μ' έρριψεν εις τον κρημνόν διά να με φονεύση. — Εκείνος; — Εκείνος ο ίδιος, είπε τρέμουσα η Αϊμά και συσπώσα τους βραχίονας. Τα χείλη της δε είχον καταστή ωχρά. Οι οφθαλμοί της είχον στυλωθή εις αόρατόν τι φάσμα, ιστάμενον ενώπιόν της. — Σ' έρριψε λοιπόν από τον κρημνόν; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Μ' έρριψε διά να με φονεύση. Αλλ' έπεσα εις τον ποταμόν, και πάγωσα. Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω. Αλλά φαίνεται ότι έμεινα πολύν καιρόν αναίσθητη. Εις αυτό το διάστημα μου εφαίνετο ως να ήμουν νεκρά, προσέθηκε παραλογιζομένη. — Αλλ' αφού ήσουν αναίσθητη, πώς γίνεται να είχες αυτήν την ιδέαν; παρετήρησεν η Σιξτίνα· και αν ήσουν νεκρά, πώς θα το είξευρες; — Έχεις δίκαιον, είπεν η Αϊμά. Δεν είξευρα πού ευρισκόμουν, ήμουν εις ένα χαμένον κόσμον. — Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν. — Είνε αληθές, είπεν η Σιξτίνα. — Ειξεύρεις λοιπόν; — Έκαμα την νοσοκόμον διά σε, κόρη μου, είπε μετ' ειλικρινούς συμπαθείας η Σιξτίνα. — Λοιπόν είνε η σειρά σας να μου διηγηθήτε, μήτερ μου. — Θα σοι διηγηθώ όσα ειξεύρω, απήντησεν η Σιξτίνα. Αλλά ποίους λόγους να είχεν ο άνθρωπος εκείνος διά να θελήση τον θάνατόν σου; — Αυτό δεν ειξεύρω, είπεν η Αϊμά. — Και όμως ήθελα να το μάθωμεν. — Ποίος το ειξεύρει; είπε μετ' αμφιβολίας η Αϊμά. — Θα υπάρχουν άνθρωποι να το ειξεύρουν, πιστεύω. — Και πού να τους εύρωμεν; — Αυτό πρέπει να το φροντίσωμεν χωρίς άλλο. Πιστεύεις ότι αισθάνομαι συμπάθειαν διά σε; — Ευχαριστώ, μήτερ μου. — Και επιθυμώ να μάθω ποία είσαι, προσέθηκεν η Σιξτίνα μη ευρίσκουσα άλλην ερμηνείαν της λέξεως συμπάθεια. — Κ' εγώ επιθυμώ το ίδιον, είπεν η Αϊμά. — Άκουσε λοιπόν. Η Αϊμά ετοποθετήθη καλλίτερον επί του σκίμποδος εφ' ου εκάθητο, και ητοιμάσθη ν' ακούση απλήστως τας τοσούτον πομπωδώς προαγγελλομένας αποκαλύψεις της αδελφής Σιξτίνης. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. Ιππόται και πειραταί. Η Σιξτίνα ήρχισεν ως εξής· — Προ δέκα ετών ήμην εν Ρόδω περιποιουμένη τους ασθενείς και τους πληγωμένους. Οι ιππόται μας επολέμουν τότε προς τους πειρατάς, και πάσαν εβδομάδα μας έστελλον ανά μίαν καραβιάν πληγωμένων, εδικών μας ή αιχμαλώτων. Οι τελευταίοι ούτοι ήσαν άνθρωποι χωρίς ώτα, χωρίς ρίνας, και χωρίς όμματα πολλάκις. Δεν δύναμαι να πιστεύσω, ότι φύσει εστερούντο τοιούτων. Ως φαίνεται, τα βέλη των ιπποτών μας ήσαν επιτηδειότατα και μετέβαινον ακριβώς εκείσε, όπου η χειρ τα διεύθυνε. Δύσκολον ήτο να δώσω ρίνας, ώτα και οφθαλμούς εις όσους δεν είχον. Αλλ' όσοι είχον μόνον πληγάς ανοικτάς, εξ ων έρρεε το αίμα, χωρίς να τους λείπη κανέν μέλος του σώματος, τούτους, ομολογώ, τους επεριποιούμην θαυμάσια. Καμμία νοσοκόμος δεν έκαμνε καλλίτερον εμού το ξαντόν, καμμία δεν επέδενε δεξιώτερον τα τραύματα. Εγώ ήμην υπό τας διαταγάς του ανδρείου Ρολάνδου Μαλλεόρβη ενός των αρχηγών, όστις πολύ μ' ευνόει. Ο άνθρωπος ούτος είχε πολλά σχέδια. Δυστυχώς δεν επέζησεν, όπως τα εκτελέση. Αλλά και ούτω πρέπει να απέθανεν ευχαριστημένος, διότι αφήκε διαδόχους αξίους αυτού. Τις είδε ποτε τα σχέδιά του εκτελούμενα εις τον κόσμον τούτον; Ο Μωυσής αυτός δεν ηξιώθη να ίδη την γην της επαγγελίας. Ο θάνατος επέρχεται ή πολύ γρήγορα ή πολύ αργά. Ή κλείει τις τα όμματα προτού να ίδη τον σκοπόν του κατωρθωμένον, ή απέρχεται εις τας αιωνίους μονάς αφού τον ίδη ναυαγήσαντα, ή επιτυχόντα προς στιγμήν και καταστραφέντα διά πάντοτε, όπερ είνε το αυτό και κάτι χειρότερον. Διά τούτο ο Σολομών λέγει, ότι αυτός μακαρίζει τους αποθαμένους πλειότερον παρά τους ζωντανούς. Και εγώ το ίδιον λέγω. Αλλά συ δεν τα ειξεύρεις αυτά, κόρη μου. Στοιχηματίζω ότι αγνοείς και αν υπήρξε ποτε Σολομών. Τόσον καλλίτερον αγνόει, κόρη μου, αγνόει, επέφερε με αλλόκοτον μειδίαμα η μοναχή. Όσον πλειότερον αγνοείς, τόσον ευτυχεστέρα είσαι. Τι εκέρδησαν οι φιλόσοφοι και οι αστρολόγοι, οίτινες είξευρον τα πάντα; Το αυτό χώμα θα σκεπάση τους σοφούς και τους αμαθείς, η αυτή φωτία θα καύση τους πλουσίους και τους πτωχούς, τους ισχυρούς και τους αδυνάτους. Διότι παραπολύ λησμονούμεν, τέκνον μου, το πυρ της αιωνίου κολάσεως, ενόσω ζώμεν εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Έπρεπε δε πάντοτε να το ενθυμώμεθα, διότι η κόλασις μας έδωκε προς ανάμνησίν της το πυρ των παθών, όπερ είνε μικρόν μέρος του αιωνίου πυρός της γεέννης· το πυρ τούτο μας καίει το σώμα και την ψυχήν κατά την νεότητα ημών, και ουδεμία δρόσος δύναται να το σβέση ειμή η της προσευχής και της εγκρατείας. Αλλά πολύ εμάκρυνα, κόρη μου. Τι έλεγον; Προ πολλού χρόνου δεν είχον ειπεί τας σκέψεις μου. Επειδή είσαι νέα, έχεις ανάγκην συμβουλών. Έλεγον λοιπόν ότι ο Ρολάνδος Μαλλεόρβης είχε σχέδια. Τον ήκουον πολλάκις μονολογούντα, αλλ' ουδέν ενόουν εκ των ασυναρτήτων φράσεων, αίτινες εξέφευγον εκ του στόματός του. Αλλ' ημέραν τινά ήκουσα συνδιάλεξιν αυτού πρός τινα άλλον ιππότην, εξ ης μικρόν τι ενόησα. Ο ιππότης ούτος ήτο είς εκ των τολμηροτέρων και παραβολωτέρων πολεμιστών, απέλαυε δε της εμπιστοσύνης του αρχηγού. Την πρωίαν ήλθε και τον εύρεν, εφαίνετο δ' εκ του ήθους του ότι ήθελε να τω ανακοινώση τι. Προς εμέ ουδεμίαν είχον δυσπιστίαν. Μ' ενόμιζον σχεδόν βωβήν, διότι είχον ασκηθή να μη ομιλώ. Έπειτα δεν ηδυνάμην να επέμβω εις τα σχέδια των ανδρών. Ήρχισαν λοιπόν να συνομιλώσι, χωρίς μηδέ να λάβωσιν υπ' όψιν την παρουσίαν μου. Μ' εθεώρουν σχεδόν ως απούσαν, εκείνο δε το ανθρώπινον σχήμα, όπερ έβλεπον εκεί, τοις εφαίνετο ότι ήτο η σκιά μου και ουχί εγώ αυτή. Ο αρχηγός τω είπε· — Ποίας ειδήσεις μοι φέρεις, ιππότα; Προ πολλού δεν ευτύχησα να σε ίδω εκ του πλησίον, ώστε τώρα μοι φαίνεται, ότι αφορμή τις σε κάμνει να έρχησαι πλησίον μου. — Έχω πληροφορίας, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης. — Ποίας πληροφορίας; ηρώτησεν ο αρχηγός. Ο ιππότης απήντησε ταύτα· — Ανεκαλύφθη υφ' ενός κατασκόπου μου είς παράδοξος άνθρωπος, όστις πρέπει να είνε ο ζητούμενος υφ' ημών. — Και τι άλλο; είπεν ο αρχηγός, δείξας ότι επερίμενε και άλλο τι προς συμπλήρωσιν της πληροφορίας ταύτης. Ο ιππότης απήντησε· — Και ο άνθρωπος εκείνος φέρει μαζή του μίαν πενταετή ή εξαετή κόρην, ήτις πρέπει να είνε μικρά... Ο αρχηγός κατέστη σύννους. — Πού είνε ο κατάσκοπός σου, είπε προς τον ιππότην, όστις ανεκάλυψε ταύτα; Επεθύμουν να τον εξετάσω εγώ ο ίδιος. — Το είχα προβλέψει, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης, και διά τούτο τον έφερα μαζή μου. Διαταγήν μόνον της γενναιότητός σας περιμένει διά να παρουσιασθή. — Λάβε τον κόπον να του είπης να έλθη, είπεν ο αρχηγός. Ο ιππότης έκαμε σημείον προσκυνήσεως και εξήλθεν, όπως εκτελέση την διαταγήν ταύτην. Εγώ είχον ορθώσει τα ώτα, πρότερον δε δεν επίστευον ότι ήμην επιδεκτική του εγκοσμίου τούτου αισθήματος, της κούφης περιεργείας, διότι είχον φαντασθή ότι ενέκρωσα τα πάθη και δεν μ' έμελε πλέον περί ουδενός των επιγείων πραγμάτων. Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος. Ήτο γέρων βοσκός εκ των αγροικοτέρων, όστις εκ του βήματος και του ήθους του εφαίνετο ότι δεν είχε καταβή ποτέ εκ της σκοπιάς, όθεν επετήρει τα σκιρτήματα των αιγών ανά τους βράχους. Επέμενε πολύ να εκβάλη πριν εισέλθη τα πέδιλά του, δεδεμένα δι' ιμάντων περί τους ταρσούς των ποδών, και μετά δυσκολίας τον έπεισεν ο ιππότης να παραιτηθή το σχέδιον τούτο. Άμα εισελθών, εστράφη προς εκατέραν των παραστάδων της θύρας, όπως ίδη μη είνε τις κεκρυμμένος όπισθεν των θυρωμάτων, είτα εχαιρέτισεν έπιπλόν τι εκλαβών αυτό εν τη ταραχή του ως έμψυχον ον. Μετά τούτο εχαιρέτισεν εμέ και τελευταίον έκαμε πολλάς προσκυνήσεις ενώπιον του αρχηγού. Έτρεμε δε τα γόνατα, και μετέφερεν αδιαλείπτως τον σκούφον ον εκράτει από της μιας εις την ετέραν χείρα. Το βλέμμα του δε προσηλώθη εις σημείον τι του δαπέδου, εξ ου δεν ηδύνατο να το αποσπάση, ως να ήτο διά μαγγανείας κεκολλημένον εκεί. — Πώς σε λέγουν, φίλε μου; τω είπεν ο αρχηγός. — Νικόλα, απήντησεν ο αγρότης. — Έχεις γυναίκα; — Έχω, αφέντη. — Και παιδιά; — Έχω. — Πόσα; — Τρία, με συμπάθειο. — Και τι τέχνην κάμνεις; — Βοσκός, αφέντη. Ηπόρουν εγώ διατί απηύθυνεν ο αρχηγός τας ερωτήσεις ταύτας προς τον αγρότην, αλλά φαίνεται ότι είχεν έξιν να προβαίνη πάντοτε κατά τάξιν. Ίσως δε είχε σκοπόν, διά της προκαταρκτικής ταύτης εξετάσεως, να εμπνεύση ολίγον θάρρος εις τον αγροδίαιτον. — Είσαι κάθε μέρα έξω εις τα βουνά; εξηκολούθησε να ερωτά ο αρχηγός. — Κάθε μέρα, απήντησεν ο αιπόλος. — Και βόσκεις βώδια; — Γίδια, να σε χαρώ, αφέντη. — Και είνε εδικά σου; — Να είχα εγώ αυτήν την τύχη, αφέντη! — Ανήκουν εις άλλον λοιπόν; — Εις άλλον, αφέντη. — Και πόσα σε πληρόνει; — Τίποτε, διά ψωμί, απήντησεν ο βοσκός. — Διά ψωμί; φτωχέ! Και δεν κοπιάζεις; — Κοπιάζω, αφέντη. — Είνε πολλά τα πρόβατα που φυλάγεις; — Τα γίδια, αφέντη. Είνε κάμποσα. — Ως πόσα; — Καμμιά εκατοστύ. — Εις εκείνα τα μέρη όπου βόσκεις είνε πολύ παράμερα; Δεν πατούν άνθρωποι εκεί; — Δεν πατούν, αφέντη. — Λοιπόν αυτάς τας ημέρας εύρες κανένα άνθρωπον εκεί; — Ναι. — Και τι άνθρωπος ήτον; — Αν ήτον άνθρωπος, μου εφάνη πολύ άγριος, αφέντη. — Τον είδες μίαν φοράν μόνον; — Τον είδα δύο φοραίς. — Ημέραν ή νύκτα; — Νύχτα και μέρα. — Και ήτον μόνος του; — Ολομόναχος θα ήτον, αν δεν εβαστούσε στην αγκαλιά του μία μικρή κορασίδα. — Τον είδες από σιμά; — Όπως σας βλέπω, αφέντη. — Εκείνος σε είδε; — Θα με είδε. — Και δεν του ωμίλησες; — Εφοβήθηκα, αφέντη. — Τι εφοβήθηκες; — Μου φάνηκε σαν έξω απ' εδώ, αφέντη. — Και έφυγεν απ' εκεί; — Έφυγε. — Τον είδες πού διευθύνετο; — Τον είδα. — Ώστε ειξεύρεις τώρα πού είνε; — Δεν ξέρω, αφέντη. — Τι λέγεις λοιπόν; — Δεν τον είδα πού πήγε. Τον είδα μόνον ποίον δρόμον επήρε. — Και δεν τον ακολούθησες; Ο βοσκός εκύτταξε τον ιππότην, ως να εζήτει παρ' αυτού δικαιολογίαν. Εφαίνετο λέγων αυτώ: Δεν μοι έδωκες παραγγελλίαν να τον ακολουθήσω. Ο ιππότης λαβών τον λόγον είπε· — Δεν φταίγει αυτός, αρχηγέ. — Ποίος λοιπόν; — Δεν τω είπα εγώ να τον ακολουθήση. — Αλλά τι τω είπες; — Τω είπα να έλθη να με πληροφορήση. Ο αρχηγός σκεφθείς επ' ολίγον είπε προς τον ορεσίβιον· — Τώρα, ειξεύρεις τα κατατόπια όλα του βουνού; — Τα ξεύρω, αφέντη. — Ειμπορείς να οδηγήσης έν απόσπασμα; — Ειμπορώ. — Δεν ειμπορείς να εύρης και τα ίχνη ενός οδοιπόρου, εις ένα τόπον απάτητον; — Δι' αυτό δεν αποκρίνομαι, είπε σύννους ο βοσκός. — Δεν έχεις κανένα σκύλον; — Έχω ένα. — Λαγωνικόν; — Μανδρόσκυλον. — Είνε μεγάλος; — Είνε τόσος, είπεν ο χωρικός, σημειώσας ύψος τι από του εδάφους διά της χειρός. — Δεν γνωρίζει ο σκύλος σου τα ίχνη; επανέλαβεν ο αρχηγός. — Δεν ξέρω αν τα γνωρίζη. — Δεν έκαμε αυτήν την τέχνην ποτέ; — Είνε μανδρόσκυλος, επανέλαβεν υπερηφάνως ο βοσκός. — Τέλος ειμπορείς, συ ή ο σκύλος σου, να οδηγήσητε αυτό το απόσπασμα; — Ειμπορούμεν, αφέντη. Ο αρχηγός, στραφείς προς τον ιππότην, είπεν· — Ετοίμασε τους ανθρώπους σου. Ιππεύσατε και υπάγετε με τον καλόν τούτον άνθρωπον, όπου σας οδηγήση. — Ορισμός σας, αρχηγέ, απήντησεν ευπειθώς ο ιππότης. Και στραφείς απήλθεν, ακολουθούμενος υπό του βοσκού. Τρεις ημέραι παρήλθον. Κατειχόμην υπό μεγίστης ανυπομονησίας, όπως μάθω το αποτέλεσμα της εκστρατείας ταύτης. Περί δε των αιτίων ουδέν κατώρθωσα να ανακαλύψω, αγνοώ δε και μέχρι της στιγμής ταύτης, διατί οι ιππόται διεφέροντο υπέρ της συλλήψεως του αγνώστου εκείνου, του φέροντος την τρυφεράν κόρην εις τους βραχίονας. Κατά τον χρόνον τούτον ο Μαλλεόρβης εισήρχετο, εξήρχετο, έμενε σύννους και σιγών. Την τετάρτην ημέραν είς των ιπποτών ήλθε και μοι έφερε την μικράν κόρην, πάσχουσαν δεινώς, όπως την περιθάλψω. Ότε την είδον, δεν ηδυνήθην να κρατηθώ και είπον απροσέκτως· — Και πού είνε ο άνθρωπος, όστις την είχε μαζή του; Τον συνελάβετε και αυτόν; Ήτο η πρώτη φορά, καθ' ην είς των ιπποτών ηναγκάσθη να ρίψη επ' εμέ άγριον βλέμμα. Μ' έκαμε δε να μετανοήσω και εδάγκασα σφοδρώς τα χείλη μου. Ουδεμίαν άλλην απάντησιν μοι έδωκεν. Ελυπήθην διότι μετά πολυετή άσκησιν δεν είχον μάθει ακόμη εντελώς την τέχνην της σιωπής, και εξηλεγχόμην όλως αδόκιμος, ως παιδίον. Εν τούτοις, όπως εξαγοράσω το αμάρτημα τούτο, ήρχισα να σε νοσηλεύω μετά ζήλου, κόρη μου. Όσα μέσα είχον, τα έθεσα εις ενέργειαν και μετήλθον πάσαν επιμέλειαν. Είνε ευτύχημα ότι σε βλέπω την στιγμήν ταύτην ηλικιωθείσαν και ακμαίαν νεανίδα. Σεμνύνομαι διά το έργον μου. Η χαρά μου μετέχει, αν δύναμαι άνευ βλασφημίας να είπω τούτο, της χαράς του Θεού, όστις αγάλλεται βλέπων πάντα αυτού τα κτίσματα εν αρμονία, ή μετέχει τουλάχιστον της χαράς της μητρός, ήτις αναπολούσα τους πόνους, ους υπέστη, αισθάνεται την φιλοστοργίαν της αυξανομένην. Καγώ δύναμαι να είπω ότι σε ανεγέννησα εκ της νόσου, όπως η μήτηρ σου σ' εγέννησεν εκ του μη όντος, ή εξ ελαχίστου ωού, όπερ μικρόν διαφέρει του μηδενός. Αλλ' εύρον φευ! πολλάς φιλοφρονήσεις υπό την γλώσσαν μου σήμερον. Εις τι χρησιμεύουσι ταύτα πάντα; Από αμνημονεύτων χρόνων η κολακεία υπεδύθη το πρόσωπον της φιλίας, αύτη δε εξ ανάγκης παριστά βωβόν πρόσωπον εις το δράμα του βίου. Ο φίλος αναγκάζεται να σιωπά, μη δυνάμενος ν' αμιλλάται προς τον κόλακα κατά την εύροιαν του λόγου, καθώς ενώπιον της κακίας ταπεινοί το βλέμμα η δυστυχής αρετή, και ερύθημα φλέγει τας παρειάς της, όταν αναλογίζηται ότι είχε σχηματίσει ίσως εσφαλμένην ιδέαν περί εαυτής. Διότι η αντίζηλος αυτής ματαιοί πάντας τους υπολογισμούς της. Αλλ' όμως ας επανέλθω εις το προκείμενον. Μετά τρεις μήνας, μόλις είχες αναρρώσει και σ' εχώρισαν απ' εμού. Η διαταγή του αρχηγού ήτο ανέκκλητος και ουδέν ετόλμουν να είπω. Αλλ' αδύνατον να εκφράσω πόσον ελυπήθην διά το σκληρόν τούτο μέτρον. Δεν ηδυνάμην να μάθω πού σε μετέφεραν. Γνωρίζεις μέχρι πόσου υπόκειται ο άνθρωπος εις την συνήθειαν. Γνωρίζεις δε πόσον ανθρώπινον το στέλεχος, καταδικασθέν βιαίως εις το να μένη αμέτοχον πάσης παρηγόρου στοργής, παντός αισθήματος όπερ ο Θεός διά της αθανάτου πνοής του ενεφύσησεν εις την καρδίαν, γνωρίζεις πόσον ρέπει υπέρ παν άλλο πλάσμα εις την ανάγκην ταύτην του βίου; Πάσαν σημαντικήν κάκωσιν δύναται η φύσις να υπομείνη, την πείναν, το ψύχος, την οδύνην και την ένδειαν. Αλλ' η ένδεια της καρδίας, ω, αύτη μαραίνει το σώμα και την ψυχήν. Επί της γης δεν δύναται να υπάρξη τιμωρία σκληροτέρα της αστοργίας και του μονήρους βίου. Καγώ προσεκολλήθην τότε εις την ύπαρξίν σου, τέκνον μου. Ήσο τόσον μικρόν, τόσον τρυφερόν και συμπαθές πλάσμα, ώστε δεν ηδυνάμην να μη αισθανθώ ηδονήν εκ της προς σε επαφής. Οίμοι! Και τούτο παρήλθεν ως όνειρον. Σήμερον δεν έχω πλέον δύναμιν να αισθανθώ ό,τι ησθανόμην τότε. Ήδη ο κορμός εξηράνθη, αι ρίζαι εκόπησαν. Ουδέν δύναται να με συνδέση πλέον προς τα εγκόσμια αισθήματα. Όσα σοι είπον αρτίως, είνε αναμνήσεις. Εκπλήττομαι πώς είχον τότε δύναμιν να αισθάνωμαι τόσον βαθέως, ενώ σήμερον ουδ' εξ επιπολής μ' επιψαύουσι πλέον τοιαύται αυτόματοι ορμαί. Είπον ότι μας απεχώρισαν. Αλλά πριν μας αποχωρίσωσι είχε συμβή τι, όπερ μοι επροξένησε πολλήν εντύπωσιν. Ήτο η τετάρτη ώρα της νυκτός. Είχες αποκοιμηθή. Διετέλεις ήδη εν αναρρώσει. Εγώ είχον κλείσει την θύραν και ετοιμαζόμην να κατακλιθώ πλησίον σου. Αίφνης ακούω ότι έκρουον έξωθεν την θύραν σιγανώς. Ηπόρησα. Οι ιππόται δεν ήρχοντο την νύκτα εις το νοσοκομείον, και ουδείς άλλος πλην αυτών επλησίαζεν εις τα τείχη, φρουρούμενα άλλως έξωθεν υπό στρατιωτών. Τις ήτο ο κρούων την θύραν; Επλησίασα ακροποδητί και ηκροάσθην. Δυνατόν να ηπατώμην. Ο κτύπος ήτο ασθενής και άτολμος, και ήλεγχε τους δισταγμούς του κρούοντος. Εν τούτοις μετά τινας στιγμάς επανελήφθη. — Ποίος είνε; έκραξα. — Άνοιξε, απήντησεν έξωθεν. Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην. Ησθανόμην ότι ήμην εν τω οίκω μου, και η αόριστος παρουσία του φύλακος Αγγέλου μ' επροστάτευε. — Ποίος είσαι; είπον προς τον άγνωστον. — Ξένος, απήντησεν ούτος. — Τι θέλεις; — Θέλω να σ' ερωτήσω κάτι. — Και πώς ευρέθης εδώ; Ο άγνωστος δεν απήντησε. — Σ' ερωτώ πώς ευρέθης εδώ, επανέλαβον οργίλως. Και διά ποίας θύρας εισήλθες; — Μη με ερωτάς, απήντησε θρασύς ο άγνωστος. Δεν ήλθον διά να μ' ερωτήσης, ήλθον διά να σ' ερωτήσω. Ενόμισα ότι ήτο παράφρων, και δεν επέμεινα. Και όμως ευλόγως ηδύνατο να παραξενευθή τις, διότι αι θύραι του οικήματος ήσαν κλεισταί, η δε κυρία πύλη εφυλάττετο, ως σοι είπον ήδη. — Τι θέλεις να μ' ερωτήσης; είπον. — Σου έφεραν εδώ μίαν μικράν κόρην; είπεν ο άγνωστος. Εδίστασα πάλιν. Ηγνόουν αν έπραττον καλλίτερον να είπω την αλήθειαν ή να ψευσθώ μάλλον. Τέλος απεφάσισα το δεύτερον. — Δεν είδα καμμίαν μικράν κόρην, απήντησα. Ο άγνωστος έδειξε διά του βλέμματος ότι δεν μ' επίστευε. — Και πού είνε τώρα αυτή; είπε· πού την έχεις; — Ποίαν; — Η μικρή κόρη, οπού σου έφεραν. Εξεπλάγην διά την επιμονήν του ανθρώπου. Ενώ εγώ τω έλεγον ότι δεν μοι έφεραν καμμίαν μικράν κόρην, αυτός πάλιν εξηκολούθει να μ' ερωτά πού την είχα θέσει. — Σου λέγω δεν έχω καμμίαν μικράν, επανέλαβον εντόνως. — Ζη αυτή ή απέθανεν; είπεν ο άγνωστος. — Δεν ειξεύρω. — Είνε ασθενής, καθώς έμαθα; — Τι μου λέγεις εκεί; — Και τι κάμνει τώρα; κοιμάται; — Δεν είδα καμμίαν μικράν, σοι λέγω. Ή ώφειλον να τον εκλάβω ως παράφρονα, ή έμελλον εγώ να παραφρονήσω. Τόσον αλλόκοτος μοι εφαίνετο η ισχυρογνωμοσύνη του. — Μήπως είν' εκεί; ηρώτησε, δείξας μοι τα θυρόφυλλα του κοιτώνος σου, δι' ων εφαίνετο φως. — Μη ονειρεύεσαι; Δεν είνε κανείς, σου είπα. Εκ της αλλοκότου θρασύτητος του αγνώστου είχον εξαφθή εις το έπακρον. Ο άνθρωπος ούτος υπήρξεν ο μόνος όστις μοι απέδειξεν ότι το ψεύδος στομούται ενίοτε και καθίσταται ανίσχυρον όπλον. Μέχρι του καιρού εκείνου είχον καλλιτέραν ιδέαν περί της χρηστότητος του μέσου τούτου. — Εκεί είνε; επανέλαβεν ο άγνωστος. Και τούτο λέγων, ώρμησε διά ν' ανοίξη την θύραν, ην μοι εδείκνυε, την θύραν του θαλάμου, εν ώ ευρίσκεσο, κόρη μου. Ησθάνθην την κεφαλήν μου ιλιγγιώσαν εκ της απιστεύτου αυθαδείας του ξένου. Ώρμησα κατόπιν αυτού, και τον συνέλαβον από της χειρίδος. — Πού πας; ανέκραξα. Πίσω! Μην ετρελλάθης χριστιανέ! — Κοιμάται ή έξυπνη είνε; μοι απήντησεν απαθώς. — Πού είσαι; Εδώ είνε μέρος ιερόν, είνε άσυλον! — Μην κάμνης θόρυβον, μη την εξυπνήσης, μοι είπεν ησύχως. Δεν ηδυνήθην να τον εμποδίσω και ήνοιξεν ήδη την θύραν. — Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν. Εγώ διετέλουν εν αμηχανία και δεν είξευρον πλέον τι να πράξω. Είχον μετανοήσει πικρώς, διότι ήνοιξα την θύραν του προθαλάμου εις τον ξένον. Τώρα δε μοι επήλθεν επί μίαν στιγμήν η ιδέα να καλέσω εις βοήθειαν και να εκδιώξω διά της βίας τον άνθρωπον τούτον. Ομολογώ ότι η έμπνευσις αύτη ήτο του πείσματος, όπερ μ' εκυρίευσεν, ηττηθείσαν υπό του ξένου, διότι άλλως δεν εφαίνετο ούτος έχων κακούς σκοπούς. Εν τούτοις δεν ενέδωκα εις την ορμήν ταύτην του πάθους, και υπέμεινα. — Είνε πολλαί ημέραι, αφότου είνε εις τας χείρας σου αυτή η μικρά; με ηρώτησεν ο άγνωστος. Τότε ευρέθην εις νέαν αδημονίαν. Δεν είξευρον αν έπρεπε να μεταβάλω τακτικήν και ναπαντήσω μετ' ευθύτητος ή να εξακολουθήσω την πολεμικήν τέχνην του ψεύδους μετερχομένη και νυν ότε αύτη κατέστη ήδη όλως περιττή και ανωφελής. Επροτίμησα να μη απαντήσω το παράπαν εις την ερώτησιν του αγνώστου, και τούτο εύρον κάλλιστον μέσον προς εκδίκησιν. Αλλ' εκείνος εν ανάγκη είξευρε ν' απαντά και μόνος εις τας ιδίας αυτού ερωτήσεις, και τούτο πάλιν ήτο άλλη τέχνη, ης ουδέ την ύπαρξιν τέως υπώπτευον. Ιδών λοιπόν ότι δεν απήντων είπε· — Πολλαί ημέραι είνε, διότι αυτή η μικρά φαίνεται να ήτον βαρειά άρρωστη, και τώρα είνε εις ανάρρωσιν. Εγώ ουδέν είπον. Αλλ' ο ξένος μοι απηύθυνε και δευτέρα ερώτησιν· — Εκείνοι που σου παρέδωκαν αυτήν την μικράν, ποίας συστάσεις σου έκαμαν; Ποίας παραγγελίας σοι άφησαν περί αυτής; Δεν απήντησα. Αλλ' ο ξένος επανέλαβε μετ' ολίγον· — Σπουδαίας συστάσεις σοι έκαμαν περί αυτής, διότι εκείνοι έχουν σκοπούς. Συ όμως δεν τους ειξεύρεις. Εκ της τελευταίας φράσεως εκινήθη άκρως η περιέργειά μου. Η φράσις αύτη ένυξε πάσας τας απορίας μου, ανεκάλεσε πάσας τας υπονοίας, ας είχον συλλάβει από πολλών ημερών. Παραχρήμα η εκφρασις του προσώπου μου μετεβλήθη, και λαβούσα σκίμποδα έθηκα αυτόν παρά τον τοίχον και παρεκάλεσα τον ξένον να καθίση. Εκείνος υπήκουσε. — Λοιπόν έχουν σκοπούς; είπον χωρίς να κρατηθώ· έχουν σκοπούς, είπες; Και τι σκοπούς έχουν δι' αυτήν την μικράν, παρακαλώ; Ο άγνωστος εμειδίασε. — Μήπως ξεύρω κ' εγώ; είπε. — Δεν ειξεύρεις λοιπόν; Και όμως φαίνεσαι εν γνώσει των πραγμάτων. Τότε εφάνη ότι έκαμεν απόφασίν τινα. Η μορφή του έδειξε συγκίνησιν. Εστέναξε και μοι είπε· — Δύναμαι να εύρω συνδρομήν εκ μέρους σου, ω γύναι; — Εξ όλης της ψυχής μου υπόσχομαι να σε συνδράμω, απήντησα εγώ. Αρκεί να είνε νόμιμος ο σκοπός σου. — Αλλοίμονον, είπεν ο άγνωστος, και μήπως είνε εύκολον να κρίνη τις τι είνε νόμιμον και τι δεν είνε εις τας ημέρας μας; Το μόνον υπέρ ου εγγυώμαι είνε, ότι η υπόθεσις αύτη δεν είνε ιδιοτελής· δεν είνε, επανέλαβεν ενθέρμως. — Κ' εγώ ησθάνθην συμπάθειαν διά την μικράν αυτήν, είπον. Αλλά σοι ομολογώ ότι η περιέργειά μου είνε μεγαλειτέρα και της συμπαθείας μου. — Γυναίκες! γυναίκες! είπεν εκείνος· τω όντι διά τα μικρά πράγματα φροντίζετε πάντοτε μέχρι πάθους. Εγώ δεν απήντησα. Ο ξένος μοι είπε μετά μικράν παύσιν· — Μοι ορκίζεσαι ότι δεν θα εξέλθη εξ ακριτομυθίας λόγος εκ του στόματός σου, αν σοι είπω τι; — Σοι ορκίζομαι, απήντησα προθύμως, τείνουσα την χείρα. — Άκουσε λοιπόν. Άμποτε όσα μέλλω να σοι είπω να αποβώσι προς ευτυχίαν της μικράς ταύτης κόρης. — Άμποτε, επανέλαβον. Ο ξένος διετέθη κάλλιον επί του εδωλίου, εφ' ου εκάθητο. Εγώ δε προσήγγισα το εμόν όπως εγγύτερον ακούω, και ήρχισε να μοι λέγη ταύτα. Η Αϊμά, ως να έπραττε καθ' υπαγόρευσιν της Σιξτίνης, έκαμε αυτά. Ήλθεν εγγύτερον προς αυτήν και ήκουε μετ' εντεταμένης προσοχής. — Διά τον αυτόν λόγον, μοι είπεν ο ξένος (ήρχισεν η Σιξτίνα), δι' ον εγώ ήθελον να σώσω ή και να &απολέσω& την κόρην ταύτην, διά τον αυτόν οι ιππόται (την λέξιν ταύτην απήγγειλε μετ' αλλοκότου πικρίας) ηθέλησαν να την αποκτήσωσιν. Η παιδίσκη αύτη δεν δύναμαι να σοι είπω πόθεν κατάγεται, ουδέ πώς ήλθεν εις την θέσιν, εν η ευρίσκεται σήμερον. Τόσον μόνον μάθε, ότι ευθύς ως εγεννήθη, έδωκαν περί αυτής χρησμόν &οι θεοί&..... Ενταύθα του λόγου είχε φθάσει η αδελφή Σιξτίνα και αίφνης ηκούσθη έξωθεν της θύρας του υπερώου φωνή καλούσα αυτήν ονομαστί· — Σιξτίνα! Σιξτίνα! Η μοναχή διέκοψεν αποτόμως την σειράν της διηγήσεώς της και ηγέρθη. — Ποίος να είνε; είπεν έμφοβος. Η νέα κόρη επτοήθη και αυτή, και συνεστάλη άκουσα παρά την γωνίαν της. Αι ώραι είχον παρέλθει, ήτο ήδη μεσονύκτιον. Η φωνή εκείνη εξεκάλεσεν αποτόμως τας δύο γυναίκας εκ του φανταστού κόσμου, εν ώ έπλεον, και επανήγαγεν αυτάς εις τον πραγματικόν κόσμον. — Σιξτίνα! επανέλαβεν η φωνή. — Ω Θεέ μου! είνε η ηγουμένη, είπεν η Σιξτίνα, αναγνωρίσασα την φωνήν εκείνην. Τι να με θέλη; — Ανοίξατε την θύραν, επανέλαβεν η φωνή. Η αδελφή Σιξτίνα ουδ' εφαντάσθη να παραβή την διαταγήν ταύτην. Κατ' αρχάς εσκέφθη να κρυβή υπό την κλίνην της Αϊμάς, αλλ' είτα ενόησεν ότι τούτο θα ήτο ανωφελές διότι, αφού η ηγουμένη είχεν υποψίας, ευκόλως έμελλε να την ανακαλύψη, και τούτο θα ήτο το χείριστον. Όθεν έσπευσεν ανδρείως εις την θύραν και ήνοιξεν. Εισήλθεν η ηγουμένη. Ήτο γυνή πεντηκοντούτις, υψηλή, λευκή και κάτωχρος. Είχεν ήθος σοβαρόν και ψυχρότατον· η παρουσία της μόνη προυξένει παγετόν εν καιρώ φθινοπώρου. — Τι θέλεις εδώ; είπε προς την Σιξτίναν ευθύς ως εισήλθεν. — Ήλθα να υπηρετήσω την ξένην, απήντησε τρέμουσα η μοναχή. — Τέτοια ώρα; Μεσάνυκτα; — Είνε μεσάνυκτα; είπεν αυτομάτως η Σιξτίνα, αγνοούσα πράγματι τι ώρα ήτο. — Λοιπόν τέτοια ώρα κάμνεις τας επισκέψεις σου; επανέλαβεν αγερώχως η ηγουμένη. — Ήλθα ενωρίς, είπεν αναλαβούσα εν τω μεταξύ η Σιξτίνα, και επειδή την ελυπήθην, έμεινα να της κάμω συντροφιάν. Δεν είξευρα όμως αν είχε περάσει τόσον η ώρα. — Άλλοτε να προσέχης εις τας ώρας, αδελφή Σιξτίνα, είπε ξηρώς η ηγουμένη. Αι ώραι του βίου περνούν τόσον γρήγορα, όσον και αι ώραι του ημερονυκτίου, και μία μοναχή, ήτις δεν τας μετρεί, θα ειπή δει είνε αμελής εις τα χρέη της. Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή· — Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε· — Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα; — Τίποτε, απήντησεν αδημονούσα η Αϊμά. — Πώς τίποτε, ενώ ωμιλούσατε τόσαις ώραις μαζή; — Ελέγαμεν το ένα, το άλλο, είπεν η Αϊμά, διά να περάση η ώρα. — Είσαι φιλαλήθης; είπεν αποτόμως η ηγουμένη. Η Αϊμά κατένευσε. — Λοιπόν είνε αδύνατον να με απατήσης. Δεν ειμπορούσε η Σιξτίνα να παραβή απλώς και ως έτυχε τους κανόνας, και να μείνη τόσας ώρας μαζή σου. Η εντολή της ήτο να σου φέρη την τροφήν σου και να φύγη. Η Αϊμά δεν απήντησε. — Διά να μείνη λοιπόν τεσσάρας ώρας κατά συνέχειαν μετά σου, παρέβη τα χρέη της, και διά να τα παραβή, θα ειπή ότι είχε λόγους. Τους λόγους λοιπόν τούτους επιθυμώ κ' εγώ να μάθω. Η Αϊμά παρετήρει έκπληκτος. — Ειξεύρεις έν πράγμα; επανέλαβεν η ηγουμένη. Και συ υπόκεισαι σήμερον εις τους κανόνας του μοναστηρίου, καθώς εκείνη. Ενόσω μένεις εδώ, κανείς νόμος ούτε θείος ούτε ανθρώπινος δεν δύναται να σε εξαιρέση εκ της εδικής μου εξουσίας. Δύναμαι να σε τιμωρήσω, αν θέλω. Θα υπακούσης ως καλή κόρη, να μοι είπης αυτό οπού σ' ερωτώ; Η ατυχής Αϊμά περιήλθεν εις αμηχανίαν και ηγνόει τι ώφειλε να πράξη. Αι τοσαύται αντιφατικαί απαιτήσεις επροξένουν αύτη ίλιγγον. Ένθεν μεν η Βεάτη διά της οπής του κλείθρου είχε παραγγείλει αύτη αφ' εσπέρας να φυλαχθή από της Σιξτίνης και να μη εμπιστευθή τι εις αυτήν. Είτα δε ήλθεν η Σιξτίνα, ης αι προτάσεις και αι αναμνήσεις ήσαν λίαν δελεαστικαί, ώστε υπεράνθρωπον κατόρθωμα θα ήτο διά την άπειρον νέαν να ενθυμηθή τας συστάσεις εκείνας και να μη ενδώση εις τας υπό της Σιξτίνας διδομένας αυτή νύξεις. Τέλος ήρχετο η μήτηρ Πια, η ηγουμένη, ήτις εζήτει να ματαιώση πάσαν εντύπωσιν εκ της δευτέρας προερχομένην και ν' ανατρέψη πάντα υπολογισμόν της πτωχής κόρης. Η μήτηρ Πία έν μόνον είχεν ελάττωμα, ότι είχε τελείαν την εξωτερικήν επίφανσιν της αρετής. Αν έμενον χάσματα εις τον ομοιόμορφον κίτρινον χιτώνα, ον εφόρει από της κορυφής μέχρι των ονύχων, θα ήτο αστειότατον θέαμα. Δεν εννοούμεν δε να υπήρχον τα χάσματα ταύτα φύσει, αλλά θέσει, επί της εσθήτος της μητρός Πίας. Την μεν γλαφυρότητα των μελών του γυναικείου σώματος απηθανάτισεν ήδη η πλαστική και εξυμνεί καθ' ημέραν η ποίησις, αν επιδημή εισέτι αύτη και δεν απήλθεν εις απροσίτους και αιθερίους χώρας, η δε δύστηνος λογογραφία μόλις τολμά να έρπη περί τα κράσπεδα της ποδήρους εσθήτος. Δυστυχώς ο κίτρινος χιτών ήτο ακέραιος, συνεχής και άνευ πτυχών σχεδόν, ώστε ουδέν ηδύνατό τις να διίδη εκ του παραδόξου τούτου φαινομένου. Έβλεπε μόνον έν όλον μονότονον και απερίγραπτον, τα δε μέρη διέφευγον και το προσεκτικώτατον εταστικόν βλέμμα. Η μήτηρ Πία ωμοίαζεν ουχί απροσφυώς με αγριόν τι άνθος, ου το όνομα εκφεύγει την μνήμην ημών, άνθος λευκόν, άοσμον και άμορφον. Το όλον του σώματός της είχε σχήμα κώδωνος. Δεν είχε λαιμόν, δεν είχεν οσφύν, δεν είχε πύελον. Τα κάτω μόνον του σώματός της ήσαν πλατύτερα των άνω, αλλ' αγνοείται αν τούτο ήτο του σώματος ή του ενδύματος ίδιον. Διά να την περιλάβη τις με το βλέμμα, ηναγκάζετο να χαράξη εις το κενόν καμπύλα γεωμετρικά σχήματα, και πάλιν θα ευρίσκετο εις αμηχανίαν αν ακριβώς επετύγχανε της αντιλήψεως. Η μήτηρ Πία είχεν ενδυθή το μοναχικόν σχήμα κατ' εκλογήν και ησθάνετο εν εαυτή την προς τούτο κλήσιν. Κατώρθωσε δε να γείνη ηγουμένη από πολλών ετών. Ηδύνατο ουχί αφυώς να γείνη και προμνήστρια, αν αι περιστάσεις ετύγχανον ευνοϊκαί, αλλ' εις τα πρώτα βήματα είχε ναυαγήσει. Εμίσει φοβερώς τους άνδρας, και δεν ηδύνατο να υποφέρη την παρουσίαν μύστακος. Μόλις ηνείχετο τας αγενείους γνάθους, αλλ' υπό τον όρον του να μη είνε αύται λίαν ευτραφείς. Από δέκα ετών και επέκεινα μόνον κατ' όναρ έβλεπε μύστακας στρημμένους, καθ' ύπαρ δε ουδέν άλλο ή τους βαθυπώγωνας αγίους της Ανατολικής Εκκλησίας, τους εζωγραφημένους επί των τοίχων ένδον των ναών. Τη είχε δ' επέλθει προς στιγμήν η ιδέα να καλέση κουρέα, όπως καλλωπίση τους αγριωπούς τούτους μοναχούς τους εγκεκολημμένους επί των λίθων και επί της κονίας, αλλ' ύστερον μετεμελήθη ιδούσα το δύσκολον της εκτελέσεως του αλλοκότου τούτου σχεδίου. Ήτο δε η πρώτη φορά καθ' ην παρητήθη, διότι συνήθως επέμενε μέχρι τέλους εις τας ιδέας της, και η ισχυρογνωμοσύνη ήτο η κυριωτάτη αυτής αρετή. Το δεσποτικόν δε του χαρακτήρος αυτής εξεφαίνετο τοσούτον προχείρως επί του προσώπου της, ώστε εκ πρώτης όψεως ενέπνεε δυσάρεστον αίσθημα η παρουσία αυτής. Η Αϊμά ησθάνετο ως κρίκον τινά πιέζοντα τα στήθη της επί τη παρουσία της γυναικός ταύτης. Ήτο δε η δευτέρα φορά καθ' ην την έβλεπε. Κατ' αρχάς η νέα υπετάχθη και ήτο έτοιμος να ενδώση εις πάσαν απαίτησιν, αλλ' είτα δι' αντιδράσεως εξηγέρθη εν αυτή το αίσθημα της αμύνης, και ανέλαβεν ισχύν οίαν δεν είχε συνήθως. Η ηγουμένη επέμενεν, ως είπομεν, να μάθη ποίον ήτο το θέμα της συνομιλίας της με την Σιξτίναν. Αλλά χωρίς να προσδοκά τούτο, εύρε την νέαν αναλαβούσαν αρρενωπόν τι ενώπιον αυτής. Εις την απαίτησιν της μοναχής αντιπροέβαλεν η Αϊμά άλλην απαίτησιν: — Θα μοι είπης λοιπόν, κόρη μου; επανέλαβε μειλιχίως η ηγουμένη. — Θα μοι είπητε, μήτερ μου, απήντησεν αίφνης η Αϊμά, διατί με κρατείτε κλεισμένην εις το κελλίον τούτο; Η ηγουμένη, αν και ώφειλε να περιμένη τοιαύτην ερώτησιν, ουχ ήττον εθορυβήθη. Αλλ' η αμηχανία της στιγμάς μόνον ολίγας διήρκεσεν. Είτα αναλαβούσα είπεν· — Αλλά δεν ειξεύρεις λοιπόν, κόρη μου; Δεν ειξεύρεις διατί σ' εφέραμεν εδώ; — Πώς να το ειξεύρω; είπεν η Αϊμά. — Είνε η γνώμη του κραταιοτάτου αυθέντου μας, του Δεσπότου του Μωρέως, ως και των ευγενεστάτων ιπποτών, είπε μετ' αξιωματικού ήθους η ηγουμένη, ως να ανεγίνωσκε διάταγμά τι, να μην είνε κανείς αβάπτιστος εις όλην την Πελοπόννησον. Διά τους άνδρας ωρίσθησαν οι ενοριακοί ναοί, διά τας γυναίκας τα γυναικεία μοναστήρια, ως τόπος όπου θα τελεσθή το ιερόν μυστήριον του Βαπτίσματος. Και διά τούτο σ' έφεραν εδώ, διά να κατηχηθής και να βαπτισθής, κόρη μου. Βλέπεις ότι φροντίζουν διά την σωτηρίαν της ψυχής σου, πλειότερον παρά σε την ιδίαν. — Και θα μείνω πολύν καιρόν εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Όσον καιρόν διαρκέση η κατήχησις. Τούτο εξαρτάται από σε την ιδίαν. Ει μεν φανής πρόθυμος και γη αγαθή να δεχθής τον λόγον της αληθείας, ταχέως θα εξέλθης από εδώ. Ει δε και φανής σκληροτράχηλος, καθώς οι Εβραίοι εις την έρημον, τότε η κατήχησίς σου θα διαρκέση πολύν καιρόν και η εδώ διαμονή του άλλον τόσον. — Αλλά δεν μοι είπες την αλήθειαν, μήτερ μου, απήντησεν η Αϊμά. Η ηγουμένη έκαμε το σημείον του Σταυρού. — Πώς το λέγεις αυτό; είπε. — Εμέ δεν με ηρώτησε κανείς αν είμαι ή δεν είμαι βαπτισμένη, και κανείς δεν ειξεύρει ότι είμαι αβάπτιστη. — Και όμως όλοι σ' έχουν δι' αβάπτιστην. — Απατώνται, είπεν εν πεποιθήσει η Αϊμά. — Τότε θα έχης πιστοποιητικόν της βαπτίσεώς σου. Αν είν' έτσι, δείξέ το και απαλάττεσαι. — Δεν ειξεύρω εγώ πιστοποιητικόν, είπεν η Αϊμά. Αλλ' είμαι βαπτισμένη. — Πώς θα μας πείσης; — Ειμπορώ να πείσω τους ομοθρήσκους μου, όχι σας, είπε τολμηρώς η Αϊμά. — Πώς είπες; εψιθύρισεν η ηγουμένη, εκπλαγείσα, πόθεν εγίνωσκεν η νέα να κάμνη τοιαύτην διάκρισιν. — Δεν ανήκομεν εις την ιδίαν θρησκείαν, επανέλαβεν η Αϊμά. Και σας λέγω κ' εγώ, ότι δεν ειξεύρω αν είσθε βαπτισμένοι ή αβάπτιστοι. — Σιώπα, αυθάδης! έκραξεν αγανακτούσα η ηγουμένη. — Μη σας κακοφαίνεται διόλου. Καθένας έχει την θρησκείαν του. Η ηγουμένη έδακνε τα χείλη, και δεν είχε πλέον τι να είπη. — Ώστε βλέπετε, επανέλαβεν η Αϊμά, ότι δεν μ' έφεραν εδώ διά να βαπτισθώ, καθώς σας έλεγα. Η ηγουμένη δεν απήντησε. — Διότι κανείς δεν βαπτίζεται δυο φοράς, εκτός εκείνων οπού αλλάζουν την θρησκείαν των. Και επειδή η εδική μου είνε η καλλιτέρα, δεν θέλω να την αλλάξω. Εάν θέλουν να με βιάσουν να αλλαξοπιστήσω, ας ειξεύρουν ότι αυτή η χάρις δεν τους γίνεται, και ειμπορούν να με αφήσουν ελευθέραν να φύγω απ' εδώ. Αν πάλιν μ' έφεραν δι' άλλον σκοπόν, ας μοι το ειπούν, διότι πολύ στενοχωρούμαι, μήτερ μου, να μένω κλεισμένη εδώ μέσα. Η ηγουμένη εβίασεν εαυτήν εν τω μεταξύ, και πραϋνθείσα είπεν· — Υπομονή, θα μάθω αύριον και θα σοι είπω τι τρέχει. Λέγεις λοιπόν ότι είσαι βαπτισμένη; — Ναι. — Θα τους το είπω. — Εις ποίους; — Εις αυτούς οι όποιοι διέταξαν να έλθης εις το μοναστήριον. — Καλώς. — Και όταν άπαξ μάθουν τούτο, θα τους ερωτήσω περί σου. — Ναι, μήτερ μου. — Και θα σοι ανακοινώσω ό,τι μάθω. — Ευχαριστώ. Η ηγουμένη είχεν εκτελέσει την υποχώρησιν ταύτην σκοπίμως, και μετ' αυτήν επανήλθεν εις την προτέραν απαίτησίν της. — Αλλ' όμως ελησμονήσαμεν την ομιλίαν μας την πρώτην, είπε. — Ποίαν ομιλίαν; — Διά την Σιξτίναν. Η Αϊμά εσίγησε. — Δεν μοι είπες τι σοι έλεγεν η Σιξτίνα, επανέλαβεν η ηγουμένη. — Δεν μοι έλεγε τίποτε, εψέλλισεν η Αϊμά. — Πρέπει να είσαι δικαία. Με ηρώτησες, σοι είπα όσα είξευρα. Εάν δεν σ' ευχαρίστησαν εντελώς, δεν πταίω εγώ. Τώρα είνε η σειρά μου να σ' ερωτήσω, και επανέρχομαι εις την ερώτησίν μου. — Μοι έλεγε διάφορα, μοι διηγείτο ιστορίας, είπεν η Αϊμά. Τώρα εννοώ τον σκοπόν της. — Ποίον σκοπόν της; — Αυτό οπού μου έκαμνεν, ήτον κατήχησις, καθώς ελέγετε πρωτήτερα. Μοι διηγείτο συναξάρια και βίους των Αγίων. Η μήτηρ Πία δεν επείσθη. Είπε καθ' εαυτήν ότι η κόρη αύτη ήτο πονηροτέρα ή όσον εφαίνετο. Εν τούτοις προσεποιήθη ότι επίστευσεν εις τους λόγους της. Διενοήθη δε ότι μάλλον έπρεπε να πιέση την Σιξτίναν όπως μάθη ό,τι επεθύμει. Αποχαιρετίσασα δε την Αϊμάν απήλθεν εις τον όρθρον. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. Τα έργα της νυκτός. Την στιγμήν καθ' ην ανεγινώσκετο ο Άμωμος εν τω ναώ, σκηνή τις αξία περιγραφής συνέβαινεν εκτός των τειχών του μοναστηρίου. Άνθρωπός τις ελθών, ως εφαίνετο, μακρόθεν, βαδίζων ακροποδητί, έρπων μάλλον εντός του σκότους, επλησίασεν εις την μεσημβρινήν πλευράν της οικοδομής, την χθαμαλωτέραν, και ηρεύνησε μεταξύ των θάμνων, ως να εζήτει να εύρη τι, όπερ είχε κρύψει εις το αυτό μέρος. Δεν εδυσκολεύθη δε να εύρη το ζητούμενον. Εφαίνετο ότι έπραττε τα πάντα μετ' ευχερείας, και βεβαίως δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξετέλει την νυκτερινήν ταύτην κατόπτευσιν. Εκείνο όπερ ανεύρεν ήτο σιδηρούν εργαλείον, ου το σχήμα δεν διεκρίνετο καλώς εις το σκότος. Προσέτι δύο ξύλα και μία σανίς. Λαβών αυτά επλησίασεν εις τον τοίχον. Έκυψε και ψηλαφήσας επί στιγμήν, αφήρεσεν εκ του τοίχου ένα λίθον εις ύψος μέχρι της οσφύος ανθρωπίνου αναστήματος· είτα υψώσας την χείρα αφήρεσε δύο προσέτι λίθους εις ύψος υπέρ την κεφαλήν του. Οι λίθοι ούτοι εις μεν τον αγύμναστον οφθαλμόν εφαίνοντο καλώς προσηρμοσμένοι εις τον τοίχον, αλλ' αν προσεκτικώς παρετήρει τις, ήθελεν ανακαλύψει ότι είχον αποσπασθή πρότερον δι' επιπόνου εργασίας εκ του συνόλου, και είχον τεθή εκεί προσκαίρως όπως απατώσι τον οφθαλμόν. Εσχηματίσθησαν ούτω τρεις οπαί εν τω τοίχω. Ο άνθρωπος έλαβε τα εργαλεία του, επάτησε στερρώς επί της κατωτέρας οπής και στηριχθείς επί του τοίχου εισήγαγεν εις τας δύο υψηλοτέρας οπάς τα δύο ξύλα, και έθηκεν επ' αυτών την σανίδα. Αφού δ' εστερέωσε το σύνολον, ανερριχήθη τολμηρώς και μετ' ευκινησίας εις τα άνω, και επάτησε τον πόδα επί του ούτω σχηματισθέντος ικρίου. Έπειτα σταθείς όρθιος, έλαβε το εργαλείον του, όπερ ήτο βαρεία σφύρα, και ήρχισε να κτυπά ηρέμα, βραδέως και κανονικώς τους λίθους, έχων βεβαίως σκοπόν ν' ανοίξη εις το ανώτερον μέρος και άλλην ρωγμήν, ως εκείνας ας είχεν ορύξει ήδη. Επί μακράς ώρας εξετέλει ήδη την εργασίαν ταύτην. Εφαίνετο ακάματος. Ησθάνετο ότι ο σκοπός του ενίσχυεν αυτόν εις τον παράδοξον τούτον κόπον. Πας λίθος αφαιρούμενος εκ της οικοδομής ταύτης ήτο λίθος προστιθέμενος εις άλλην οικοδομήν, ίσως φαντασιώδη, ην ησχολείτο κατασκευάζων ο νυκτερινός ούτος εργάτης. Ότε περί το μεσονύκτιον ήκουσε κρουομένους τους βαρείς κώδωνας, τους καλούντας τας μοναχάς εις την προσευχήν, η χειρ του αυτομάτως επέσχε, και το στόμα του εψιθύρισε· — Τόσον γρήγορα! Από τριών ήδη ωρών ευρίσκετο εις το επίπονον τούτο έργον. Αλλ' εις τον άνθρωπον τούτον εφαίνετο βραχύς ο χρόνος ούτος, ως να μη ήτο κόπος αλλ' ηδονή εκείνο εις ό ησχολείτο. Και έμεινεν επί τινα χρόνον διστάζων αν έπρεπε να εξακολουθήση το έργον του ή να καταβή και να απέλθη εκείθεν. Διότι οι κώδωνες τω επροξένουν φόβον. Μετά τους κώδωνας θα ηγείροντο αι μοναχαί, θα διέβαινον διά του διαδρόμου, θα συνέρρεον εις τον ναόν, και ήτο δυνατόν ν' ακούση τις αυτόν τον κρότον της σφύρας, ως επίστευεν ο άνθρωπος ούτος, ή και να προκύψη διά τινος θυρίδος να τον ίδη ασχολούμενον εις την ύποπτον εκείνην επιχείρησιν. Εκάθισεν ολίγον επί της σανίδος του, όπως αναπαυθή, και εσκέπτετο τι να κάμη. Τέλος εφάνη ως να απεφάσισε τι, και έκαμε κίνημα όμοιον με το του υπνηλού του παλαίοντος με τα όνειρά του. Ανωρθώθη δε πάλιν και επανέλαβε το έργον του. Αλλά την στιγμήν εκείνην, καθ' ην αντήχησεν η τελευταία δόνησις του μεγάλου κώδωνος, όστις τελευταίος εκρούσθη μετά το σιδηρούν σήμαντρον και τους μικρούς κώδωνας, υλακή κυνός ηκούσθη, απαντώσα εις τον εκπνέοντα βαρύγδουπον κρότον. Ο νυκτερινός αναρριχητής εθορυβήθη πλειότερον εκ της υλακής ταύτης ή εκ του ήχου των κωδώνων. Εστράφη εξ αυτομάτου προς το μέρος όθεν ήρχετο ο γρυσμός του κυνός. Μετ' αυτόν επηκολούθησε και δευτέρα υλακή, και είτα τρίτη. Ο ικριοπηγός, περίφοβος, ητένιζε προς το μέρος εκείνο, προσπαθών να διακρίνη πού ήτο ο κύων. Αλλ' ουδέν έβλεπε μεταξύ των θάμνων. Ήκουσε μόνον θρουν σειομένων φύλλων, και ενόμισεν ότι τούτο επροξένει το βήμα του κυνός. Ο τοιχοβάτης εσκέφθη ότι, αν κατέβαινε, θα ήτο ίσως χειρότερον, και προσεπάθει να κολλήση επί του τοίχου, όπως μη τον ίδωσιν, αν ήσαν άνθρωποι. Αλλά την στιγμήν εκείνην ο κύων επλησίασεν, υλακτών θορυβωδώς, εις τον τοίχον. Ο άνθρωπος εκείνος εφοβήθη τότε πολύ. Ήτο πρόδηλον ότι ο κύων δεν ηλάκτει άνευ αφορμής, αλλά τον είχεν ιδεί. Συγχρόνως ηκούσθη φωνή ανθρώπου κράζουσα· — Σιούτ, Χόμο! εδώ, Χόμο! Ο Χόμο δεν υπήκουσεν, αλλ' εξηκολούθει να υλακτή. — Εδώ, Χόμο! επανανέλαβεν η φωνή. Ήτο ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο υπαίθριος εν μέσω των θάμνων, διότι το είδος τούτο της δροσεράς κλίνης τω ήρεσκεν, ως γνωστόν. Ούτος δεν είδεν ούτε τον τοιχωρύχον, καθ' ου ωρύετο απειλητικώς ο Χόμο, ούτε το ίκριον, όπερ είχε πήξει, ουδ' ήκουσε τον κρότον της σφύρας του· ώστε οι φόβοι τούτου ήσαν υπερβολικοί. Και όμως δεν έχασε καιρόν, αλλ' επήδησεν εκ της σανίδος, εφ' ης επάτει, και ευρέθη εις το έδαφος μετά της σφύρας του. Απέσπασε τα τρία ξύλα, έβαλε τους λίθους εις τας θέσεις των, και ητοιμάζετο να φύγη. Τούτο ήτο παράδοξον μίγμα φόβου και αφοβίας, αλλ' όμως είνε αληθές. Διότι αμφότερα ένα είχον λόγον, το να μη αποτύχη ο σκοπός του. Ο άγνωστος δεν εφοβήθη υπέρ εαυτού, αλλά χάριν του σκοπού του. Ο κύων, ότε τον είδε πηδήσαντα αποτόμως, υπεχώρησε βήματά τινα, αλλ' είτα επανήλθεν εις την έφοδον. Ο άνθρωπος τον ηπείλησε με τα ξύλα, ά εκράτει, και απεμακρύνθη ο Χόμο, αλλά χωρίς να παύση να υλακτή. Συγχρόνως δε ηκούετο και η φωνή του Τρέκλα κράζοντος· — Εδώ, Χόμο! Δεν ακούς; Ο ξένος δεν έβλεπεν άνθρωπον, αλλ' όμως το φοβερώτερον είνε ν' ακούης ανθρωπίνην φωνήν και άνθρωπον να μη βλέπης. Ητοιμάζετο ήδη να τραπή εις φυγήν, αφού έκρυψε τα εργαλεία του εις τον αυτόν θάμνον, οπόθεν τα είχε λάβει. Ο Τρέκλας δεν είχεν ακούσει ούτε τον μονότονον κρότον της σφύρας επί των λίθων, ούτε τον δούπον του πηδήματος του ικριοβάτου. Αλλά παραδόξως, φαίνεται, διότι τώρα μόλις είχεν εντελώς αφυπνισθή, ήκουσε τον άλλον τούτον κρότον, τον θρουν ον έκαμεν ο ξένος όπως κρύψη υπό το φύλλωμα τα εργαλεία του. Ο Τρέκλας ήτο εξηπλωμένος περαιτέρω επί χθαμαλωτέρου εδάφους, απέχοντος περί τα εκατόν βήματα από του μέρους ένθα απέθηκε τα εργαλεία του ο άνθρωπος. Ήκουσε τον θρουν, είδε την σκιάν του ξένου, και αυτομάτως ανεσηκώθη. — Ποίος είνε; είπεν. Αλλά παραχρήμα εμαζεύθη πάλιν υπό την κάπαν του και εμουρμούρισεν· — Αν είνε κλέφτης, τόσο χειρότερα! Τι με μέλει εμέ να ανακατωθώ; Δεν σου τα έλεγα, Χόμο; — Γωύ! απήντησεν ο Χόμο περιφρονητικώς. Ο ξένος έκαμε κίνημά τι και ανέσυρεν εγχειρίδιόν τι εκ της ζώνης του. — Ποίος είν' εκεί; έκραξεν. Ο Τρέκλας είχε προβάλει μίαν στιγμήν την κατατομήν του διά μέσου του σκότους, και είτα κατέστη αφανέστερος ή πρότερον. Αλλ' ο ξένος νομίσας ότι ήτο ενέδρα, ησθάνθη εν εαυτώ πολύ θάρρος, και διευθύνθη αποφασιστικώς προς το μέρος όπου εκοιμάτο ο Τρέκλας. Ο Χόμο παρηκολούθει εκβάλλων σφοδρούς γαυγισμούς. — Ποίος είσαι; είπεν ο ξένος, αφού μετ' ολίγους διασκελισμούς έφθασεν εις το λίκνον του Τρέκλα. Ούτος δε, μη έχων άλλο καταφύγιον, παρεκάλει ήδη την Αγίαν Περπέτουαν να κάμη το θαύμα της, και να τον αποκρύψη από των όψεων του ξένου. Εν τω μεταξύ υπεκρίνετο ότι ήτο νεκρός, και εγκορδυληθείς μέχρι της κορυφής συνείχε την αναπνοήν και έμενεν ακίνητος. Αλλ' ο ξένος δεν ηρκέσθη εις το δείγμα τούτο της νεκροφανείας και ηθέλησε να ψαύση τον Τρέκλαν ίνα βεβαιωθή ότι ήτο πράγματι νεκρός. Διά σφοδρού κινήματος απελάκτισε την καπόταν, ήτις εσκέπαζε τον Τρέκλαν, και είδε τότε άνθρωπον συμμαζευμένον εν σχήματι καραβίδος ή τολύπης, όστις ήτο θερμός και έζη. Ο ξένος επανέλαβε την ερώτησίν του· — Ποίος είσαι; — Είμαι φτωχός άνθρωπος, απήντησε διά κλαυθμηράς φωνής ο Τρέκλας, ιδών ότι δεν ηδύνατο του λοιπού να υποκρίνεται τον νεκρόν. — Και τι κάμνεις εδώ; — Κοιμάμαι, απήντησεν αστείως ο Τρέκλας. — Πώς ευρέθης εδώ, τέτοιαν ώραν; — Εδώ έτυχε να νυκτωθώ, απήντησεν ψευδόμενος ο Τρέκλας. — Μήπως είσαι υπηρέτης του μοναστηρίου; — Είμαι κηπουρός. — Λοιπόν εδώ κάθεσαι, και μη λέγης ότι έτυχες. — Εδώ κάθομαι, σωστά, απήντησεν ο Τρέκλας. — Και πρωτήτερα δεν με είδες; — Δεν σε είδα. — Διατί εκρύβης; — Δεν εκρύφθηκα. — Είσαι πολλήν ώραν εδώ; — Τώρα ήλθα. — Λοιπόν δεν με είδες εκεί; — Κοιμώμουνα. — Εκοιμώσουν; Και λες ότι ήλθες τώρα; — Έχω ώραν εδώ. — Πόσην ώραν; — Αποβραδής εδώ είμαι. — Λοιπόν θα με είδες εκεί; είπε μετά δισταγμού ο ξένος, δείξας τον τοίχον. — Σε είδα, είπεν ο Τρέκλας. — Ω διάβολε! χιλίων ειδών λόγια μου λες. Με είδες ή δεν με είδες; — Σε είδα... δεν σε είδα... είπε διστάζων ο Τρέκλας. — Με είδες, δεν με είδες; — Δεν σε είδα, είπε τέλος ο Τρέκλας. — Λοιπόν εκοιμάσο; — Τώρα ήλθα. — Πρωτήτερα έλεγες ότι εκοιμάσο. — Εκοιμώμουν, είπεν ο Τρέκλας. — Αλλ' αφού ήλθες τώρα, πώς γίνεται να εκοιμάσο; Ή μην ήλθες κοιμώμενος; — Ναι, αυτό είνε, είπεν ο Τρέκλας. — Μη μ' εμπαίζης, είπεν οργισθείς ο ξένος. Το βλέπεις αυτό; Και ήστραψεν εις το σκότος η λεπίς του εγχειριδίου. — Δεν σε είδα, αφέντη, είπε τρέμων ο Τρέκλας. Τώρα ήλθα. Φταίγω εγώ; εκοιμώμουν και δεν σε είδα. — Θα ομιλήσης σωστά; είπεν ο ξένος. Θα σε τρυπήσω τώρα μ' αυτό. — Ω, αφέντη, ξεύρω κεγώ; Διατί μ' ερωτάς; Τι θέλεις από εμέ; Δεν έχω χρήματα. — Δεν θέλω εγώ χρήματα. Μ' επήρες διά κλέπτην; — Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος, επανέλαβεν ο Τρέκλας. Ο ανωτέρω διάλογος εποικίλλετο υπό των υλακών του Χόμο, όστις δεν έδειξε δειλίαν εις την περίστασιν ταύτην. Ως εννοεί ο αναγνώστης, το δύσκολον της συνεννοήσεως των δύο τούτων ανθρώπων προήλθεν εκ του αμοιβαίου φόβου, ον είχον προς αλλήλους. Ο μεν ξένος εφοβείτο υπέρ του σκοπού του, ο δε Τρέκλας υπέρ του δέρματός του. Ο μεν υπώπτευεν ότι ο Τρέκλας τον είχεν ιδεί, εκτελούντα την νυκτερινήν εκείνην εργασίαν, και επεθύμει να βεβαιωθή περί τούτου, ο δε Τρέκλας ουδόλως τον είχεν ιδεί, και ηγνόει τους σκοπούς του ξένου, όθεν δεν είξευρε τι ήτο αρεστόν αυτώ να τω είπη, το ψεύδος ή η αλήθεια. Εν τούτοις εκ της τελευταίας φράσεως του Τρέκλα ο ξένος εσχημάτισεν ιδέαν τινά. Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα. Ότε επρόφερε μεγαλοφώνως την τελευταίαν φράσιν ο ξένος, ήχησεν αύτη παραδόξως, ως ειρωνεία, εις το ους αυτού. Ενόσω εσκέπτετο ενδιαθέτως τούτο, εφαίνετο αυτώ πιθανόν, αλλ' ότε το εξέφρασε, τω εφάνη γελοίον, και είπε καθ' εαυτόν: Να είνε βαλμένος; Και ποιος είμαι εγώ διά να φροντίζουν δι' εμέ, να με κατασκοπεύουν; Ποίος ενδιαφέρεται διά τον δυστυχή εμέ; Και εστέναξεν. Εκ της σκέψεως ταύτης απέβαλε πάσαν υπόνοιαν, και επίστευσε του λοιπού εις την αθωότητα του Τρέκλα. — Άκουσε, τω είπεν είσαι κηπουρός; — Ναι. — Και υπηρετείς το μοναστήρι; — Ναι. — Με μισθόν; — Ε!... ας πω πως μου δίνουν και μισθόν, είπε σαρκαστικώς ο Τρέκλας. — Λοιπόν δεν είσαι ευχαριστημένος; — Ευχαριστημένος; ναι. Πλέκω όλην την ημέραν κοφίνια και ο Χόμο μου κάμνει συντροφιά. — Ποιος είνε ο Χόμο; — Ο Χόμο είνε ο σκύλος μου, αυτός εδώ που σε γαυγίζει. Σιούτ, Χόμο. — Και ειμπορείς να μου κάμης μίαν εκδούλευσιν; επανέλαβεν ο ξένος. — Εκδούλευσιν, βέβαια. — Ειξεύρεις να μου πης ένα πράγμα που θα σ' ερωτήσω; — Ερώτησέ με πρώτα, και ύστερα θα σου αποκριθώ. — Είδες εις αυτό το μοναστήρι τίποτε αυτάς τας ημέρας; — Τι τίποτε; — Είδες μίαν νέαν που την έφεραν εδώ μέσα; — Νέαις είνε πολλαίς εδώ μέσα, είπεν ο Τρέκλας παρωδών. — Δεν σ' ερωτώ δι' αυταίς που είνε εξ αρχής. Καμμίαν ξένην είδες; — Μου φαίνεται. — Την είδες λοιπόν; — Δεν ενθυμούμαι καλά. — Είνε ολίγαις ημέραις, δεν είν' έτσι; — Σαν να μου φαίνεται. — Και αυτή ευρίσκεται ακόμη εις το μοναστήρι; — Πιστεύω. — Εμβαίνεις μέσα κάθε μέρα; — Κάθε μήνα. — Θα την έχουν κλεισμένην, βέβαια. — Κλεισμένην; — Δεν θα την ξαναείδες από την πρώτην φοράν. — Προτού να την ιδώ δεν την είχα ιδεί, είπεν ο Τρέκλας. — Και δεν την βλέπεις, όταν πηγαίνης μέσα εις το μοναστήρι; — Βέβαια, δεν την βλέπω. — Αλλά δεν έμαθες τίποτε δι' αυτήν; — Δεν έμαθα. Αν και του Τρέκλα αι απαντήσεις είχον διφορουμένην έννοιαν, ουχ ήττον ο ξένος επέμενεν εις τας ερωτήσεις του. Εφαίνετο δε τοσούτον έκδοτος εις το πάθος, υφ' ου κατείχετο, ώστε δεν ενόει το σκαιόν και ύπουλον των απαντήσεων εκείνων. Αφού δ' εσκέφθη επί τινα χρόνον, είπε μετά συγκεκινημένης φωνής· — Άκουσε, φίλε μου· αν ήθελες να μου κάμης μίαν χάριν, ειμπορώ να σου την πληρώσω όσον ακριβά θέλεις. Ειμπορείς να μου πης προς ποίον μέρος είνε το δωμάτων, όπου την έχουν φυλακωμένην; Ο Τρέκλας έδειξε τυχαίως την μίαν πλευράν της οικοδομής, χωρίς να ειξεύρη αν έλεγεν άλήθειαν ή όχι. — Εκεί είνε, είπε. — Και έχει παράθυρον προς τα έξω το δωμάτων της; — Δεν ξεύρω. — Πώς δεν ξεύρεις; Αφού το μέρος σου είνε γνωστόν. — Ποιος σου είπε πως μου είνε γνωστόν; — Εσύ το είπες. — Εγώ; — Αλλά μ' εμπαίζεις, φίλε μου, είπεν ο ξένος παρατείνων την υπομονήν του. — Όχι. — Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του. — Πότε να έλθω; — Έλα αύριον βράδυ, είπε προθύμως ο Τρέκλας. Ο ξένος έπεσεν εκ νέου εις σύννοιαν και, αφού διελογίσθη επί πολύ, είπε· — Γίνεται και μία άλλη χάρις; — Ποία; — Ειμπορείς να κάμης τρόπον να έμβω... εις το μοναστήρι; — Ειμπορώ, αν γείνης γυναίκα, είπε μειδιών ο Τρέκλας. Και ειμπορείς να γείνης εύκολα, δόξα σοι ο Θεός. Εις τα ρούχα μόνον είνε η διαφορά. Ο ξένος δεν απήντησεν, αλλά σιωπηλώς εφαίνετο αποδοκιμάζων το σχέδιον τούτο. — Λοιπόν δεν γίνεται; επανέλαβεν. — Είνε πολύ δύσκολο. — Αλλ' ειμπορείς τουλάχιστον να την ανταμώσης ο ίδιος; — Γι' αυτό δεν ειξεύρω. Ίσως να ευρεθή τρόπος. — Και αν εις τούτο αποτύχης, ειμπορείς να μάθης δι' αυτήν από άλλα πρόσωπα; — Αυτό είνε το ευκολώτερο απ' όλα. — Και να της στείλης μίαν παραγγελίαν; — Τι παραγγελίαν; — Ένα γράμμα. — Αυτό γίνεται. Ο ξένος εξέβαλεν εκ του κόλπου του μικρόν φάκελλον και το ενεχείρισεν εις τον Τρέκλαν. Ούτος λαβών αυτόν είπεν· — Αύριον θα φροντίσω, ησύχασε. — Ω, να είξευρες πόσον καλόν θα μου κάμης! Και τω έδωκε δεύτερον νόμισμα. — Ω, ω, είπεν ο Τρέκλας, ήρχισε βλέπω να φέγγη. Και εστράφη κωμικώς προς ανατολάς, ως να εζήτει να ίδη αν υπέφωσκε πράγματι η ημέρα. Αλλ' όμως ήτο περί βαθύν όρθρον. — Λοιπόν να έλθω αύριον βράδυ; ηρώτησεν αύθις ο ξένος. — Να έλθης. — Θα το έχης δοσμένον το γράμμα; — Χωρίς άλλο. — Και αν κατορθώσης να την ιδής... — Αυτό είνε δυσκολώτερο. — Να της ειπής ότι ο Μάχτος το έφερε το γράμμα. — Ο Μάχτος; — Μάχτος, έτσι ονομάζομαι. — Καλό όνομα, εμουρμούρισεν ο Τρέκλας. — Και είνε αδελφή μου. — Έχω ευχαρίστησι. Και ο Μάχτος αποχαιρετίσας τον Τρέκλαν απεμακρύνθη. Άξιε Μάχτο! ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. Το αντικλείδιον. Και όταν αναλογισθή τις ότι, διά να δώση εις τον Τρέκλαν το μέτριον εκείνο χρηματικόν ποσόν, είχεν αναγκασθή να κλέψη τον θησαυρόν του πατρός του, έγκλημα ού πρώτην φοράν ελάμβανε πείραν! Αλλά τις έπταιεν; Ο Πρωτόγυφτος είχε τρομάξει τόσον εκ της απειλής του εκατοντάρχου, ην δεν είχε σκοπόν εκείνος να εκτελέση, ώστε έγεινεν άφαντος την αυτήν νύκτα, καθ' ην είχε πωλήσει την Αϊμάν. Ουδ' ετόλμησε να επανέλθη εις την καλύβην, όπως λάβη μεθ' εαυτού τον θησαυρόν του. Εσύριξε μόνον μίαν λέξιν εις το ους του Βούγκου, αλλ' ούτος ουδέν ενόησε. — Αποκάτω από το καμίνι... τρεις πιθαμαίς να μετρήσης... δεξιά κοντά εις την αγκωνή... εκεί τα έχω. Πάρε τα κ' έλα να μ' εύρης. Ο Βούγκος εις μάτην έτεινε το ους όπως αντιληφθή την στιγμήν εκείνην, και εις μάτην εβίαζε την μνήμην του τη επαύριον. Η παραγγελία του Γύφτου, σεπτή ως πατρική διαθήκη, έμελλε να μένη εσαεί ανεκτέλεστος, αν ο Μάχτος, όστις είχεν ίσα δικαιώματα επί της υστάτης βουλήσεως του πατρός, δεν ήρχετο τρία βήματα όπισθεν και δεν ήκουε κλοπηδόν τας λέξεις ταύτας: «Αποκάτω από το καμίνι, τρεις πιθαμαίς να μετρήσης, δεξιά, κοντά εις την αγκωνή, εκεί τα έχω. Πάρε τα..,» Τας λέξεις ταύτας εχάραξεν εις την μνήμην του ο Μάχτος βαθέως και ανεξιτήλως, ως διά γλυφίδος. Παρέλιπε δε τον τελευταίον ορισμόν, «... κ' έλα να μ' εύρης», ως μη απευθυνόμενον προσωπικώς προς αυτόν. Εν τούτοις ο Μάχτος δεν είχε σκοπόν να σφετερισθή τα χρήματα ταύτα, αλλ' έδωκεν έν φλωρίον εις την μητέρα του, έν εις τον αδελφόν του, και αφήσας τα επίλοιπα εις την κρύπτην, έλαβεν αυτός πέντε, ειπών καθ' εαυτόν: «Ένα δι' εμέ τον Μάχτον και τέσσαρα διά την Αϊμάν. Η Αϊμά έχει μεγαλειτέραν ανάγκην. Πρέπει να τα εξοδεύσω διά να την εύρω όπου και αν είναι». Τοιαύτη λοιπόν ήτο η κλοπή του Μάχτου, αν δύναται να χαρακτηρισθή ως κλοπή. Περιπλέον δε δεν εφανέρωσε την κρύπτην ούτε εις την μητέρα ούτε εις τον αδελφόν, αλλά προώριζε τον θησαυρόν να δαπανηθή όλος προς ανεύρεσιν της Αϊμάς, και ό,τι ήθελε περισσεύσει, θα διηρείτο πάντοτε εις τέσσαρα ίσα μέρη, διότι και το μερίδιον του πατρός του επεθύμει να μένη εν τη κρύπτη ανέπαφον. Ούτως έκρινεν εύλογον να εκτελέση την διαθήκην του Γύφτου. Άπορον είνε πώς είχε κατορθώσει ναντιληφθή την παραγγελίαν ταύτην και να τηρήση αυτήν εις την μνήμην του. Διότι την στιγμήν εκείνην, ως ενθυμούνται οι αναγνώσται, πάντα τα πρόσωπα της σκηνής, και ιδία ο Μάχτος, διετέλουν εν μεγίστη ταραχή και παραζάλη. Αλλ' ακριβώς την στιγμήν καθ' ην ο εκατόνταρχος μετά των υπ' αυτόν ανδρών απήγαγον την Αϊμάν, ο Πρωτόγυφτος, τρέμων εκ της απειλής ην είχεν ακούσει, εστράφη προς τον Βούγκον και είπε τας ανωτέρω παρατεθείσας λέξεις, ο δε Μάχτος ηδυνήθη να τας ακούση ως εν ονείρω κατ' αρχάς, και επί πολύ εβόμβουν εις τα ώτα του χωρίς να εννοή τίνα έννοιαν είχον. Τη επιούση όμως αι λέξεις αύται ήλθον εις την μνήμην του εναργέστεραι, και τότε κατώρθωσε να τας εννοήση. Εν τούτοις την εσπέραν εκείνην ηκολούθησε την Αϊμάν απαγομένην, και κατόπιν αυτού ήρχετο ο Σκούντας. Αδύνατον να φαντασθή τις την ταραχήν, την αγωνίαν, την απόγνωσιν του δυστυχούς νέου. Απεπειράθη δις ναναβή εις τον οίκον εκείνον, αλλά δις απεκρούσθη υπό του φυλάττοντος φρουρού, όστις τον εσκόπευσε με το τόξον του και τον ηπείλει ότι ήθελε τον φονεύση. — Σκότωσέ με, έκραξεν ο Μάχτος· τούτο θα είνε το καλλίτερον. — Φεύγ' απ' εδώ, τω έκραξεν οικτείρας αυτόν ο φρουρός. Ο Μάχτος απεφάσισε να μείνη εκεί μέχρι της πρωίας, όπως ίδη, τι έμελλε ναπογείνη. Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε· — Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον. — Ησύχασε, και ειπέ μου, ποίον ζητείς; τον ηρώτησε. — Την Αϊμάν, την αδελφήν μου, είπε μετά πάθους ο Μάχτος. — Την αδελφήν σου; εκείνη η νέα είνε αδελφή σου; — Ω, ναι. — Και διατί σου την επήραν; Δεν μου λες; — Ειξεύρω κ' εγώ; Αυτό ήθελα να σ' ερωτήσω. — Και πού θα την φέρουν; — Δεν ειξεύρω. — Κλαίεις βλέπω. Είσαι δυστυχής; — Πολύ δυστυχής. — Ειμπορεί κανείς να κλαίη τόσον;... — Ω, αχ, έκαμεν ο Μάχτος. — Διά μίαν αδελφήν; επανέλαβεν ο φρουρός. — Ναι, δι' αδελφήν, είπεν ο Μάχτος. — Σε λυπούμαι, φίλε μου, είπεν ο φρουρός. Και εκινήθη όπως απομακρυνθή. Ο Μάχτος τον εκράτησεν εκ της χειρίδος του χιτώνος. — Στάσου, είπε. — Τι θέλεις; — Ειξεύρεις πού θα την πάγουν; ηρώτησεν ο Μάχτος, λησμονήσας ότι την αυτήν ερώτησιν απηύθυνεν αρτίως ο φρουρός προς αυτόν. — Δεν ξεύρω, φίλε μου. — Πού την έχουν τώρα; — Είν' εκεί, είπεν ο φρουρός δείξας έν παράθυρον. — Και ποίοι είν' εκεί μέσα; στρατιώται; — Πώς στρατιώται; Αυτό είνε η κατοικία του αρχηγού μας. Ιδού ο στρατών μας πού είνε, προσέθηκε δείξας αριστερόθεν έτερον χαμηλότερον οικοδόμημα συνεχόμενον με την οικίαν. — Και ο αρχηγός σας, επανέλαβεν ο Μάχτος, τι άνθρωπος είνε; — Δεν τον είδες; είνε πολύ καλός άνθρωπος, είπεν ο στρατιώτης. — Και κατοικεί εδώ επάνω μόνος του; επανέλαβε μετά δισταγμού ο Μάχτος. — Πώς μόνος του; έχει την οικογένειάν του. — Α, έχει γυναίκα και παιδιά; είπεν ο Μάχτος ανακουφισθείς. — Βέβαια. — Και κατοικούν επάνω εδώ; — Εννοείται. Ο Μάχτος εξέπεμψε στεναγμόν και παρηγορήθη. — Ώστε τώρα η Αϊμά θα είνε με την γυναίκα του; — Βέβαια, πιστεύω. Α, όσον διά τούτο, (προσέθηκεν ο φρουρός, εννοήσας ήδη την αγωνίαν του Μάχτου), μην έχης κανένα φόβον. Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν· — Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα. Είπε δε τούτο συστελλόμενος να είπη την αλήθειαν, ήτις θα εφαίνετο αλλόκοτος εις πάντα άνθρωπον. Παρήλθεν ολίγος χρόνος, και ο φρουρός ηναγκάσθη να τω είπη φιλικώς· — Τώρα δεν ειμπορείς να μένης εδώ, καθώς έμεινες την νύκτα, διότι είνε σταθμός, και θα σου το απαγορεύσουν. Πήγαινε, και σου υπόσχομαι, ό,τι μάθω, να σου το είπω διά την αδελφήν σου. — Θα την μεταφέρουν απ' εδώ σήμερον; — Τίποτε δεν ξεύρω, αλλ' όπου και αν την μεταφέρουν, θα το μάθω, και συ θα το μάθης απ' εμέ. Ο Μάχτος τω εξέφρασε την ευγνωμοσύνην του και απεμακρύνθη. Εν τούτοις δεν απήλθε πόρρω, αλλά κατέλαβε την πρώτην τρίοδον, δι' ης έμελλε να διέλθη πάσα συνοδεία μέλλουσα τυχόν να εξέλθη διά της κώμης, και εκεί έμεινε παραμονεύων επί μακράς ώρας. Την ημέραν εκείνην ουδέν νεώτερον συνέβη. Η Αϊμά έμεινε βεβαίως εν τη οικία του εκατοντάρχου. Την επομένην νύκτα ο Μάχτος ενδούς εις τον τοσούτον κάματον, έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον και απεκοιμήθη παρά την οδόν, όπου έμενεν ενεδρεύων. Τότε δ' εν μέσω του ύπνου του τω εφάνη ότι ήκουσε βήματα ίππων και ανθρώπων και θόρυβόν τινα· προσεπάθησεν εν υπνοβασία διατελών να εγερθή, αλλά τα καταπεπονημένα μέλη του δεν εκινήθησαν. Εστέναξε και έμεινεν υπό τον σιδηρούν κλοιόν του ύπνου. Ότε μετά τινας ώρας ανηγέρθη, ανεπόλησε συγκεχυμένως τον θόρυβον, ον είχεν ακούσει εν τω ύπνω του, και επείσθη ότι δεν ήτο όνειρον. Βεβαίως απήγον την Αϊμάν εις τον τόπον τον προορισθέντα δι' αυτήν. Την πρωίαν έσπευσε να εύρη τον αγαθόν εκείνον στρατιώτην και έμαθε παρ' αυτού ότι τω όντι η Αϊμά είχεν αναχωρήσει μετά των απαγωγέων της. Ουδέν πλέον εγίνωσκεν ο φρουρός, αλλ' υπεσχέθη ότι, αν εμάνθανέ τι, έμελλε να τω το ανακοινώση. Παρήλθον δύο ή τρεις ημέραι. Ο Μάχτος επεσκέπετο καθ' εκάστην τον στρατιωτικόν σταθμόν. Εν δε τω χαλκείω κατήφεια και θλίψις επεκράτει. Ο Πρωτόγυφτος είχε γείνει άφαντος. Η μαστόρισσα ήτο απαρηγόρητος διά την αφάνειαν ταύτην, ως και διά την αναχώρησιν της Αϊμάς, ης δεν ενόει το κέρδος και τον σκοπόν. Τέλος την τετάρτην ημέραν, ο φρουρός κατώρθωσε να πληροφορηθή ότι η Αϊμά ευρίσκετο εις το μοναστήριον, και μετέδωκε την πληροφορίαν ταύτην προς τον Μάχτον. Ο Μάχτος διά νυκτός επορεύθη εις το μέρος εκείνο, κατώπτευσε τα τείχη του οικοδομήματος, και συνέλαβε το παράβολον εκείνο σχέδιον, ου την εκτέλεσιν είδομεν ότι ήρχισεν. Αλλά πριν ή αρχίση, ήλθε την ημέραν και απεπειράθη να εισέλθη εις το μοναστήριον. Ο θυρωρός τω απηγόρευσεν αποτόμως την είσοδον, λέγων αυτώ ότι ουδείς άρρην ηδύνατο να πλησιάση εκείσε. Ηρνήθη δε και να δώση αυτώ πληροφορίαν τινά, εξ όσων εζήτει ούτος. Τότε κατέφυγεν εις την απεγνωσμένην εκείνην απόπειραν. Κατ' αρχάς εζήτησε να μεταφέρη ή να κατασκευάση προχείρως κλίμακα, όπως αναβή το τείχος. Αλλά πού να εύρη τόσον υψηλήν κλίμακα, και πόθεν ηδύνατο να την πορισθή, ή πόθεν να την μεταφέρη; Είτα εδοκίμασε το ικανώς αλλόκοτον εκείνο μέσον, της βαθμιαίας διατρήσεως και αναρριχήσεως του τείχους. Ευρίσκετο δε ήδη εις την τρίτην νύκτα, και η εργασία δεν προέβαινε πόρρω, καθ' ην εσπέραν συνήντησε τον Τρέκλαν και εγνωρίσθη μετ' αυτού. Τότε εκών άκων ανεπαύθη εις τας πληροφορίας, ας περιέμενε παρ' αυτού, και μάλλον τω επέβαλλε να τω τας δώση, παραγόμενος υπό των ελπίδων του, ή όσον εκείνος απηγγέλλετο αυθορμήτως να τω παράσχη ταύτας. Την επανατείλασαν πρωίαν επανήλθεν ο Μάχτος εις την καλύβην ησυχότερος, και εκοιμήθη μέχρι της μεσημβρίας, όπως συνείθιζεν, αφ' ου χρόνου είχε καταλάβει αυτόν η φοβερά αϋπνία. Ότε δε αφυπνίσθη, άνθρωπός τις ενεφανίσθη ενώπιον αυτού. Τους χαρακτήρας του ανθρώπου τούτου ανεγνώριζεν ο Μάχτος, αλλά το όνομά του δεν εγίνωσκεν, ουδ' ανεμιμνήσκετο πού τον είχεν ιδεί. Ήτο δε ούτος ο Τρανταχτής, ο φίλος του Σκούντα, και γνώριμος ημών εκ του καπηλείου του Κατούνα. — Φίλε μου, τω είπε, δουλεύεις τώρα εδώ, ή όχι; — Δουλεύω, απήντησε συστελλόμενος ο Μάχτος, αν και από της ημέρας καθ' ην απήγαγον την Αϊμάν δεν είχεν εγγίσει την σφύραν. — Και τι δουλειαίς κάμνεις; — Δουλειαίς της τέχνης μου, απήντησεν ο Μάχτος. — Κάμνεις ψιλή δουλειά; — Κάμνω βέβαια, απήντησεν φιλοτιμούμενος ο νεαρός Γύφτος. — Ειμπορείς· να μου φτιάσης ένα κλειδί, όπου μου έπεσε 'στόν δρόμο και το έχασα; Ο Μάχτος εδίστασεν. Είνε αληθές ότι ποτέ δεν είχε κατασκευάσει κλειδίον. Αλλ' όμως η φιλαυτία του υπερίσχυσε, και είπε· — Σαν να 'μπορώ, μου φαίνεται. — Σου φαίνεται; — Ειμπορώ χωρίς άλλο, απήντησεν οριστικώς ο νέος. — Τότε λάβε αυτό. Ο Τρανταχτής μετά τινος ενδοιασμού τω έδωκε τύπον πεπλασμένον εκ κηρού, παριστώντα το σχήμα του πτερυγίου της κλειδός. Όπως δε μη διαπορήση ο Μάχτος, έσπευσε να προσθέση· — Δεν είχα σύνεργα διά να ξεκαρφώσω την κλειδωνιά, να σου την φέρω, και το σπίτι μου είνε μακρυά απ' εδώ, και δεν θέλω να σου δώσω κόπον να έλθης ο ίδιος. Δι' αυτό επήρα μοναχός μου τον τύπον με το κερί. Και όποιος με ιδή, προσέθηκε μειδιών βεβιασμένως, θα νομίση ότι θέλω να κάμω κανένα αντικλείδι. — Ο τεχνίτης δεν ανακανόνεται σ' αυτά, απήντησεν υπερηφάνως ο Μάχτος. Μου δίδεις εργασίαν, θα σου την κάμω· δεν ξεύρω εγώ τίποτε πλειότερο. — Ευχαριστώ, είπεν ο Τρανταχτής δάκνων τα χείλη. Και τι θα σου δώσω διά τον κόπον σου; — Ό,τι ευχαριστείσαι, απήντησεν ο Μάχτος. — Και πότε θα είνε έτοιμο; — Αύριον το μεσημέρι χωρίς άλλο. Ο Μάχτος συνέλαβε κατ' αρχάς ιδέαν εγκληματικήν. Εφαντάσθη να κατασκευάση δυο κλείδας, και την μεν να δώση εις τον εντολέα, την δε να κρατήση δι' εαυτόν. Αλλ' όμως προς τι τούτο; Πόθεν ηδύνατο να υποπτεύση ότι προύκειτο περί της Αϊμάς; Ο Τρανταχτής αποχαιρετίσας αυτόν απήλθε. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. Φίλος αντί φίλου. Την εσπέραν της επιούσης ο Σκούντας και ο Τρανταχτής συνηντήθησαν εις το καπηλείον του μπάρμπα Κατούνα, παρά τον γραφικόν εκείνον αιγιαλόν, όπου ο εμβάτης έπνεεν εισκομίζων εις τους ηδυπαθώς κινουμένους ρώθωνας των δύο φιλοποτών τα θαλάσσια αρώματα, τα τόσον προσφιλή εις τους κατοίκους της παραλίας. Οι δύο ούτοι αξιέραστοι φίλοι δεν έπασχον εκ ναυτίας, και ηγάπων την υγρότητα του στομάχου και την θαλασσίαν άλμην. Ομολογητέον δε ότι τούτο δεν συνιστά κακώς αυτούς. Ουδέν ευαρεστότερον ουδέ ηδυπαθέστερον της μετακομίσεως δι' ερρύθμως κινουμένου και αρμονικώς έρποντος φορείου, καθ' ον χρόνον ο αστερισμός του Σειρίου, ως λέγει ο θείος Όμηρος, «φέρει πολλόν πυρετόν δειλοίσι βροτοίσιν»· τότε λικνιζόμενός τις υπό του αρμονικού τούτου ρόχθου, ριπιζόμενος υπό της διαπνεούσης αύρας, ουδέν ηδυπαθέστερον του να μετακομίζηται ούτως εις δροσερόν αιγιαλόν, όπου το ευρύ του ορίζοντος, το κυανούν της θαλάσσης και το προκλητικόν της ξένης αηδόνος προσδοκώσι τους απλήστους οφθαλμούς και τας ακορέστους ακοάς, χωρίς μηδεμία τύρβη μηδέ μέριμνα ναντιπερισπά τα αισθητήρια του ψυχαγωγουμένου, χωρίς μηδ' αυτή η σεπτή ανάμνησις της παραχρήμα οιχομένης γενεάς να παρενοχλή την φαντασίαν, μήτε οι τύμβοι των ηρώων ναναπέμπωσι μυστηριώδες παράπονον, μήτε τα αίματα των μαρτύρων να βοώσι. Αλλά προς τι ταύτα; Ο Τρανταχτής και ο Σκούντας, μηδέν τούτων έχοντες εν νω, εκάθισαν παρά την τράπεζαν του μπάρμπα Κατούνα, και ήρχισαν να πίνωσι και να συνομιλώσιν. Ανεκοίνωσαν δε προς αλλήλους πολλά διαφέροντα άλλως πράγματα, αλλ' ημείς θα παραλείπωμέν τινα χάριν των αναγνωστών, και θα έλθωμεν εις το τέλος της συνδιαλέξεώς των. — ... Ω διάβολε, είπεν ο Σκούντας, κάτι σα συλλογισμένος φαίνεσαι απόψε. — Τίποτε, απήντησεν ο Τρανταχτής. — Δεν είσαι φίλος, είπεν ο Σκούντας (είχε δε κενώσει ήδη πέντε ποτήρια επιστεφή). Αν ήσουν φίλος, έπρεπε να μου πης την καρδιά σου, καθώς κάμνω εγώ. — Διάβολε, αύριον έχω δουλειά. — Ε, και τι; — Και δεν αδειάζω. Ο Σκούντας ουδέν ενόησε. — Φίλε μου, αυτό πρώτον το είξευρα, μου το είχες ειπεί. Έπειτα, αφού έχεις δουλειά, το ξεύρω πως δεν αδειάζεις, και αφού δεν αδειάζεις, θα πη πως έχεις δουλειά· ώστε δεν μου λες τίποτε νεώτερον. — Και νυστάζω, είπεν ο Τρανταχτής τρίβων τους οφθαλμούς. — Αυτό κάθε μέρα συμβαίνει, ώστε και αυτό δεν είνε νεώτερον. — Δεν είνε που έχω δουλειά, αλλά είχα δώσει μίαν υπόσχεσιν, και δεν ειμπορώ να φυλάξω τον λόγον μου. — Ψυχή μου, αυτό είνε μεγάλο δυστύχημα, παρετήρησεν ο Σκούντας. — Τω όντι, είπεν ο Τρανταχτής. Και πρώτη φορά μου συμβαίνει. — Τι κρίμα, είπεν ειρωνικώς ο Σκούντας. — Και δεν ξεύρεις πόσο κακό είνε να γελάση κανείς δικούς του ανθρώπους. — Φίλοι σου λοιπόν είνε αυτοί που θα γελάσης; — Είνε κάτι περισσότερο, είνε φιλενάδες μου. — Φιλενάδες σου! μεγάλο θαύμα! — Βέβαια. Δι' αυτό είμαι λυπημένος — Και δεν γίνεναι άλλος τρόπος; — Σαν τι τρόπος; — Να με διορίσης εμένα αντιπρόσωπό σου, διά να φυλάξω εγώ τον λόγο σου, αφού δεν ειμπορείς να τον φυλάξης εσύ; Ο Τρανταχτής εκάγχασεν. — Έχεις βλέπω μεγάλας απαιτήσεις, είπε. — Χάριν αν θέλης να σου κάμω, είπεν απαθώς ο Σκούντας, άλλως δεν ανακατόνομαι. — Καλά. — Και θα μου πης τέλος πάντων τι φιλενάδες είνε αυταίς, και ποίου είδους υπόσχεσιν ταις είχες δώσει; — Παραιτείσαι από την άλλη απαίτησί σου; — Ποιάν άλλη; — Διά να με αντιπροσωπεύσης; — Ω, αυτό το είπα χωρατά, είπεν ο Σκούντας. — Να, διάβολε, τι είνε, είπεν ο Τρανταχτής. Αυτό είνε όλο όλο. Και εκβαλών εκ του θυλακίου του κλείδα νεωστί κατασκευασμένην την έδειξε προς τον ομιλητήν του. — Αυτό; Και τι είνε αυτό; — Το βλέπεις, κλειδί είνε. — Το βλέπω ότι είνε κλειδί, αλλά με αυτό δεν εννοώ τίποτε. Ο Τρανταχτής έσεισε τους ώμους. — Διά ποίον σκοπόν είνε αυτό το κλειδί; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Δι' αυτό δεν ξεύρω ούτ' εγώ. — Αλλ' όμως ξεύρεις ποιος σου το έδωκε και διά ποίον είνε. — Α, όσον δι' αυτό, μάλιστα. — Αυτό σ' ερωτώ κ' εγώ. — Λοιπόν επιμένεις να το μάθης; — Αν θέλης να μου το πης. — Ξεύρεις την γνωριμία μου, την αδελφή Βεάτη; Ο Σκούντας έκαμε κίνημά τι, ελέγχον συγκίνησιν. Αλλ' όμως προσεποιήθη απάθειαν. — Πού να την ξεύρω; — Ξεύρεις το μοναστήρι των γυναικών; Νέον κίνημα έκαμεν ακουσίως ο Σκούντας. — Το έχω ακουστά, αλλά δεν υπήγα ποτέ. — Λοιπόν η Βεάτη, μου είνε γνωστή από τον υποκριτήν εκείνον τον Δερμίνην, οπού σου είχα διαβάσει το γράμμα του. — Ποίον Δερμίνην; — Τον θαλαμηπόλον του καρδιναλίου. — Ενθυμούμαι. — Λοιπόν αυτή η Βεάτη μου παρήγγειλε να της κάμω ένα κλειδί. — Α! — Και μου έστειλε τον τύπον. — Εννοώ. — Λοιπόν το κλειδί είνε αυτό. — Καλά. — Και της υποσχέθηκα να της το φέρω αύριον. — Λοιπόν; — Λοιπόν, επειδή αύριον έχω εργασίαν, δεν έχω καιρόν να της το φέρω, και είνε αρκετά μακράν. Ο Σκούντας εφαίνετο σύννους. — Τι συλλογίζεσαι; τω είπεν ο Τρανταχτής. — Τίποτε. — Πώς σου φαίνεται αυτό το κλειδί; Δεν είνε παράξενο; — Τι παράξενο; είπεν ο Σκούντας υποκρινόμενος άγνοιαν. — Πρώτον, διατί να μου το παραγγείλη, εις εμένα, να της το κάμω; — Αφού είνε γνώριμη, υπέλαβε μετ' επιπλάστου αφελείας ο Σκούντας. — Και από πότε εις το μοναστήριον έχουν ανάγκην των γνωρίμων του διά να προμηθευθώσι κλειδιά; — Δεν ειξεύρω, είπεν ο Σκούντας. — Δεύτερον, διατί να μου στείλη κήρινον τύπον διά το κλειδί; — Ποιος ξεύρει, είπε μετ' αδιαφορίας ο Σκούντας. — Δεν σου φαίνεται παράξενο; — Τι να πω κ' εγώ; εσύ μπορεί τα ξεύρης, Αφότου ήκουσε περί της κλειδός και περί του μοναστηρίου ο Σκούντας, είχε πέσει εις βαθείαν σύννοιαν, ην μάτην προσεπάθει να συγκαλύψη. Φαίνεται ότι εγίνωσκεν ούτος ότι η Αϊμά ευρίσκετο εν τω ειρημένω μοναστηρίω, ο δε Τρανταχτής ηγνόει το πράγμα. — Και τώρα τι να κάμω εγώ; είπεν ο Τρανταχτής. Έχω εκείνην την δουλειά όπου ξεύρεις αύριο, και δεν ειμπορώ να πάγω εκεί. — Τι να σε κάμω! είπεν ο Σκούντας μετ' άκρας απαθείας. — Δεν θα ήτο άσχημον να εύρισκα μέσον να το στείλω. — Ειμπορεί να εύρης. — Ειξεύρεις κανένα; — Εγώ; όχι, Μα το Ναι. — Και τι έλεγες πρωτήτερα; — Διά να πάγω εγώ; Εχωράτευα, είπεν ο Σκούντας. — Ώστε έχεις και συ δουλειά; — Δεν πιστεύω, αλλά τι με μέλει; — Δεν σε μέλει λοιπόν διά την δυσκολίαν του φίλου σου; — Ποίαν δυσκολίαν; — Είνε μία δυσκολία αυτό δι' εμέ, είπεν ο Τρανταχτής. Δεν θέλω να δυσαρεστήσω την Βεάτην. Ο Σκούντας έσεισε τους ώμους. — Λοιπόν δεν γίνεται; είπεν ο Τρανταχτής. — Τι πράγμα; — Δεν μπορείς να πάγης; — Πού; — Εις το μοναστήρι. — Με τα σωστά σου το λες; — Δεν είνε τρόπος; — Ω διάβολε, τρόπος. — Ώστε θα μ' αφήσης εις την στενοχωρίαν; — Να ήτο στενοχωρία, ναι. Αλλ' αυτό δεν μου φαίνεται σπουδαίον. — Δεν σου φαίνεται; Νόστιμον. — Ας είνε όσον νόστιμον θέλει. — Ας αφήσωμε τα λόγια, είπεν ο Τρανταχτής. Θα υπάγης; — Διάβολε! επιμένεις, βλέπω. — Βέβαια επιμένω. Τόσο χατήρι δεν έχω; — Τι να σου πω; — Θα πάγης; — Εσύ πρέπει να έχης λόγον να επιμένης τόσον, είπε μετά προσποιήτου ευηθείας ο Σκούντας. — Λόγον; Ειμπορεί να έχω. — Και δεν επιμένω να μου τον πης. — Και να επιμείνης δεν σου λέγω τίποτε τώρα. Άλλην φοράν, μάλιστα. — Λοιπόν απαιτείς να πάγω; — Απαιτώ. — Θα πάγω τότε, τι να γένη. — Εύγε, είσαι φίλος, είπεν ο Τρανταχτής. Φίλος διά φίλου σώζεται. Και τω έδωκε την κλείδα. Ο Σκούντας την έλαβε και την έκρυψεν εις την ζώνην του. Και ιδού πώς ο Τρανταχτής ενόμισεν ότι &κατάφερε& τον Σκούνταν να τω κάμη την χάριν ταύτην, ενώ ούτος επίστευε πάλιν εν συνειδήσει, ότι αυτός ήτο ο πείσας τον Τρανταχτήν να τον πέμψη εις την αποστολήν ταύτην, και να τω είπη και &ευχαριστώ&. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. Μαθήματα συλλαβισμού. Όσον ασύστατοι και αν ήσαν αι επαγγελίαι του Τρέκλα, ας ο Μάχτος εξεβίασε παρ' αυτού, ουχ ήττον κατώρθωσεν ο δίπους σύντροφος του Χόμο να τύχη πληροφοριών τινων περί της Αϊμάς και περί του κελλίου εν ώ ευρίσκετο εγκαθειργμένη αύτη. Έμαθε δε τούτο παρά της αδελφής Βεάτης, ήτις δεν ήτο φειδωλή λόγων, ουδ' απέφευγεν ουδεμίαν αφορμήν συνδιαλέξεως ή εξηγήσεως, προκειμένου περί πραγμάτων κινούντων την ιδίαν αυτής φιλοπραγμοσύνην. Ο Τρέκλας μαθών άπαξ ό,τι επεθύμει, περιέμεινε μεθ' υπομονής την στιγμήν καθ' ην απεμακρύνθη η Βεάτη εκ του μαγειρείου, και τότε έσπευσε ν' αναβή τας λιθίνας και ευρωτιώσας βαθμίδας της κλίμακος, ήτις ανήγεν εις το πρώτον πάτωμα, και εκείθεν ανήλθεν εις το δεύτερον και εις το τρίτον. Τέλος έφθασεν εις το υπερώον, όπου ήτο κεκλεισμένη η Αϊμά. Ο Τρέκλας είχεν εκλέξει την στιγμήν καθ' ην αι μοναχαί έμελλον να καθίσωσιν εις την τράπεζαν, ώστε αναβαίνων χανδόν και μετά του συνήθους αυτώ υποσκασμού τας τρεις κλίμακας, δεν εφοβείτο μη συναντήση μοναχήν τινα δυναμένην να ενοχλήση αυτόν, και να τον ερωτήση πού διηυθύνετο. Ότε έφθασεν ενώπιον της κλειστής θύρας του δευτέρου δωματίου, ο Τρέκλας υπέστη συναίσθημά τι αόριστον. Τω εφάνη ότι ησθάνετο παρουσίαν ανθρώπου όπισθεν της κεκλεισμένης θύρας. — Εδώ πρέπει να είνε, εψιθύρισεν. Επλησίασε και έκρουσε δειλώς. Παραχρήμα φωνή ηκούσθη έσωθεν. — Ποίος είνε; — Εδώ μέσα είσαι; ηρώτησεν ο Τρέκλας. — Εδώ, απήντησεν η φωνή. — Χαιρετίσματα απ' τον αδελφό σου, είπεν ο Τρέκλας. — Τον αδελφό μου; — Τον Μάχτο. Έτσι δεν τον λένε; — Τον είδες; — Τον είδα, και έχει σκοπόν να έλθη. — Ο Μάχτος! εξεφώνησε περιχαρής η Αϊμά. — Ο Μάχτος, βέβαια, είπε παρωδών ο Τρέκλας, συναισθανθείς ότι δεν ηδύνατο να βεβαιώση το πράγμα. — Ω Μάχτο! είπεν η Αϊμά. — Να είσαι έτοιμη, είπεν ο Τρέκλας. — Έτοιμη; — Θα έλθη να σε πάρη. — Ω, πότε; είπεν η Αϊμά. — Σε λίγο, είπε διφορουμένως ο Τρέκλας. — Καλώς να έλθη. Ω Μάχτο! — Μου έδωκε κ' ένα γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. — Γράμμα; — Ναι. Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο; — Κάμε όπως θέλεις, είπεν η Αϊμά. Ο Τρέκλας απεσφράγισε τον φάκελλον, και έκοψε τον χάρτην εις δύο. Είτα εσχημάτισε δύο μικρούς κυλίνδρους. Εν τω μεταξύ δε το βλέμμα του έπεσεν εις το περιεχόμενον της επιστολής, και καλέσας εις βοήθειαν τα ολίγα μαθήματα αναγνώσεως, άτινα είχε διδαχθή κατά την παιδικήν του ηλικίαν εις την Οκτώηχον παρά του ψάλτου της ενορίας του, ανέγνω τα εξής: «Αδελφή μου Αϊμά. Αφότου έφυγες, νύκτα και ημέραν σε ζητώ. Έμαθα πού ευρίσκεσαι. Όσον υψηλοί και αν είνε οι τοίχοι, θα τους υπερβώ, όσον στερεοί και αν είνε οι μοχλοί θα τους παραβιάσω. Θα έλθω να σ' εύρω, αδελφή μου· αισθάνομαι την δύναμιν ότι θα το κατορθώσω. Θα σ' εύρω, και θα έλθης μαζή μου, και θα ζήσωμεν μαζή εις μίαν άκρην της γης. Μακράν οι γονείς και οι αδελφοί, μακράν οι εχθροί και οι φίλοι. Ημείς οι δύο αρκούμεν εις ημάς. Κανένα μη ακούης, κανένα μη εμπιστεύησαι, κανείς άλλος δεν σε αγαπά, μόνος εγώ. Είνε ανάγκη να έλθης πλησίον μου, και εγώ δύναμαι να υπάγω διά σε εις την άκρην του κόσμου. Και αν δεν σ' εύρω, αν δεν σε ίδω πλέον, αν σε χάσω διά πάντοτε, Αϊμά, είξευρε ότι δεν δύναμαι πλέον να ζω και ότι ο κόσμος είνε μαύρος δι' εμέ, μαύρος ο ουρανός, ο οποίος με σκεπάζει, Αϊμά, μαύρη η γη, οπού πατώ, μαύρον το φως που με φωτίζει, όλα μαύρα, κατάμαυρα. Από σε περιμένω το φως, από σε την δρόσον, από σε τον αέρα, Αϊμά, και χωρίς εσέ όλα είνε σκότος, όλα βάσανος, και όλα κόλασις. Από σε ελπίζω να με συντροφεύσης εις τον έρημον τούτον κόσμον, και να με βοηθήσης να ζήσω την ζωήν μου, Αϊμά, και αν αποθάνω, να αποθάνω εις τους πόδας σου. Ο αδελφός σου, Μάχτος». Η ανάγνωσις αύτη ενεποίησεν αλλόκοτον εντύπωσιν εις τον Τρέκλαν, και άκων εψιθύρισεν· — Αδελφή του! Με πόσον πόνον γράφει!... Και είνε αδελφή του. Α! ειξεύρω τι αδελφή του είνε! Προσέτι ο Τρέκλας εξέφερεν άκων και έν επιφώνημα, το εξής· — Α! κ' εγώ κ' εγώ το έπαθα! Μην εμπιστεύεσαι, πτωχέ νέε! Είνε όλαις άπισταις, όλαις! Εφαίνετο δε ότι η ανάγνωσις της επιστολής ταύτης ήνοιξε πληγήν εις το στήθος του Τρέκλα. Τούτο ήτο αναμφιβόλως τιμωρία του εγκλήματος, όπερ εξετέλεσε παραβιάσας την αλλοτρίαν επιστολήν και καταχρασθείς την εμπιστοσύνην. Εν τούτοις κατώρθωσε τώρα να εισαγάγη διά της οπής τα δύο τεμάχια. Η Αϊμά τα ήρπασεν. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης διά τον Μάχτον; ηρώτησεν ο Τρέκλας. Η Αϊμά δεν ήκουσεν. Έρριψε το βλέμμα επί της επιστολής. Αλλά δεν ηδύνατο να την αναγνώση. — Έχεις τίποτε να παραγγείλης; επανέλαβεν η φωνή του Τρέκλα. Εγώ θα φύγω τώρα. Η Αϊμά διετέλει εν αμηχανία, σκεπτομένη τι ηδύνατο να παραγγείλη χωρίς ναναγνώση την επιστολήν. — Περίμενε, σε παρακαλώ, μίαν στιγμήν, είπε. — Θα μ' εύρουν εδώ, και θα την έχω κακά. Κρυφά ήλθα. Η Αϊμά προσεπάθει εις μάτην να συλλαβίση τα γράμματα. Μία των λίαν μεμακρυσμένων και τεθαμμένων εν τη μνήμη αναμνήσεών της ήτο και αύτη. Ενεθυμείτο ότι είχε διδαχθή ανάγνωσιν, εν βρεφική σχεδόν ηλικία. Αλλ' επί μακρά έτη ουδέν βιβλίον είχεν αναγνώσει, και ελησμόνησε τα στοιχειώδη εκείνα μαθήματα. Τη ήλθε προς στιγμήν η ιδέα να ερωτήση τον Τρέκλαν αν είξευρεν ανάγνωσιν και να διαβιβάση διά του αυτού μέσου το γράμμα προς αυτόν, όπως τη το αναγνώση. Αλλ' απετράπη το μεν ένεκα της ανυπομονησίας του Τρέκλα όπως απέλθη, το δε εκ της επιθυμίας ην είχε ναναγνώση μόνη της την επιστολήν. Έπειτα η Αϊμά, κατά τας μακράς εκείνας ώρας της αυχμηράς μοναξιάς, ας διήγεν εν τη ειρκτή, έμελλε να εύρη έργον και ψυχαγωγίαν τινά εις την προσπάθειαν ταύτην. Απήντησε λοιπόν εις την ερώτησιν του Τρέκλα· — Ειπέ του Μάχτου ότι είμαι καλά, και τον περιμένω. — Άλλο τίποτε; — Και ότι το γράμμα του δεν το διάβασα ακόμα. — Καλά. — Και τον ευχαριστώ. — Πολύ καλά, είπε μορφάσας ο Τρέκλας. — Και σ' ευχαριστώ διά τον κόπον οπού έλαβες. — Έλα δα! Και ο Τρέκλας απήλθε μυρμυρίζων· — Α! αδελφή του. Κ' εγώ είχα τέτοιας λογής αδελφήν. Τώρα δεν έχω πλέον, μου έφυγε. Μα να σου πω, μου έκαμε και τη χάρι. Απελθόντος τούτου, η Αϊμά ενέκυψεν εις το υπερφυές τούτο έργον, του να δυνηθή ναναγνώση το χειρόγραφον εκείνο χωρίς να έχη βεβαιότητα ότι είξευρε γράμματα. Μετά μακρούς αγώνας, τινών γραμμάτων η προφορά επανήρχετο εις την μνήμην της, άλλα δε τινα δεν τα ενεθυμείτο. Κατήντησε δε να κάμνη επί του χάρτου εκείνου μαθηματικούς υπολογισμούς, συγκρίνουσα το σχήμα των ομοίων, και ζητούσα να φθάση εκ των γνωστών εις τα άγνωστα. Αλλά μάτην. Μετά πολύωρον και επίμοχθον εργασίαν, είχε φθάσει εις ατελέστατον πόρισμα, και ανεγίνωσκε τας πρώτας γραμμάς ως εξής «Αδελφή μου Αϊμά». Την πρώτην ταύτην φράσιν έλαβεν ως δεδομένον. Κατ' αρχάς ανεγίνωσκεν &Αϊμά& την πρώτην λέξιν. Αλλ' ακολούθως ηρίθμησε τα γράμματα της λέξεως &αδελφή&, και τη εφάνησαν παραπολλά. Η λέξις &Αϊμά& είχε τέσσαρα μόνον γράμματα, περί τούτου είχε βεβαιότητα. Μεταβάσα λοιπόν εις τας επομένας λέξεις, είδεν ότι η τρίτη είχε τω όντι τέσσαρα γράμματα. Αυτή άρα έπρεπε να λέγη &Αϊμά&. Όθεν κατά συμπερασμόν παρεδέχθη, &αδελφή μου Αϊμά&. Είτα παρέβαλε το πρώτον γράμμα της λέξεως &αδελφή& και το πρώτον και τελευταίον της λέξεως &Αϊμά&, και ανεγνώρισε την γραπτήν μορφήν του φθόγγου &Άλφα&. Ακολούθως παρέβαλε την του &Μυ&. Τέλος μετά πολλούς κόπους ανεγίνωσκεν ούτω: Αδελφή μου Αϊμά,.. Αφ... εφ... ε....... αι ημέ. α..έ. η... Εμα. ου.. ε.. αι. Οίον.. ηλο.. αι ά.... αι ο. .ο. ο .ά..ου... Και ούτω καθεξής. Ύστερον όμως προχωρούσης της παραβολής, κατώρθωσε να εξακριβώση και άλλων στοιχείων το σχήμα και την φωνήν, και ανεγίνωσκεν: Αδελφή μου Αϊμά, Αφότου έφυγες, ν., τα καΐ ημέραν σε ζητώ. Έμαθα πού ε. ρίσ. εσαϊ. Όσον υ.ηλοί καΐ αν εϊναϊ οι τοϊ — χοϊ θα τους... Και τα λοιπά. Τέλος μετά μακρούς και απιστεύτους αγώνας, κατώρθωσε να εννοή μέρος τι του περιεχομένου της επιστολής. Η ημέρα δε είχε κλίνει προς την δύσιν, και η Αϊμά ησχολείτο εισέτι εις το επίπονον τούτο έργον. Αίφνης ήκουσε την περιστροφήν της κλειδός εις το κλείθρον. Έκρυψε ταχέως τα δύο τεμάχια του χάρτου εις τον κόλπον της, και ανωρθώθη όπως δεχθή την συνήθη επίσκεψιν της Σιξτίνης. Ήλπισεν ότι την φοράν ταύτην θα ετύγχανεν η μοναχή ευκαιρίας όπως τη διηγηθή την ιστορίαν εκείνην, ην είχε διακόψει την προλαβούσαν νύκτα η απότομος της ηγουμένης είσοδος. Αλλ' ότε η θύρα ηνοίχθη, εξεπλάγη η Αϊμά. Η εισελθούσα δεν ήτο η αδελφή Σιξτίνα. Ήτο γραία τις μοναχή, ην πρώτην φοράν έβλεπεν η έγκλειστος. Εχαιρέτισε την Αϊμάν και εκάθισεν. — Είμαι η αδελφή Καρμήλη, είπε, και έλαβον ευχήν από την ηγουμένην να αντικαταστήσω τακτικώς την αδελφήν Σιξτίναν εις την διακονίαν ταύτην. Η Αϊμά υπεκλίθη. — Τούτο εφρόντισεν η ηγουμένη διά την σωτηρίαν σου, διά να μη αμαρτήσης. Τα βιβλία λέγουν· &βαριτάτεμ δίξιτ λίγγουα μέα&. — Και η αδελφή Σιξτίνα; ηρώτησε μετά λύπης η Αϊμά. — Δεν θα έλθη πλέον, απήντησεν η Καρμήλη. Η ηγουμένη, της ώρισεν άλλο διακόνημα. Η Αϊμά εσιώπησεν. — Εκ του στόματός μου, επανέλαβεν η μοναχή, δεν θα εξέλθη λόγος ψευδής, ουδέ δόλον θα μελετήση η καρδία μου. &Λαβάμπο ιν ιννοτσέντιμπονς μάνους μέας&. Η Αϊμά ουδέ λέξιν ενόει εκ των λεγομένων υπό της αδελφής Καρμήλης. — Ελπίζω ότι έχεις αγίους λογισμούς εις τον νουν σου, κόρη μου, και δεν επιθυμείς τα μάταια του κόσμου. &Νόλι ιντροδούτσερε νος ιν τεντατσιόνεμ.& Η νεάνις εθεώρει μετ' εκπλήξεως και αλλόκοτος της εφαίνετο η γλώσσα της γυναικός ταύτης. Η αδελφή Καρμήλη είχεν από μακρού χρόνου την έξιν ταύτην, να μη δύναται ουδέ λέξιν να προφέρη χωρίς να παραθέτη, συγχρόνως λατινικά κείμενα εκ της Βουλγάτας, ων δεν ενόει μεν την έννοιαν, αλλ' ενίοτε συνέπιπτεν ώστε η σημασία αυτών να συμφωνή τυχαίως προς τα υπ' αυτής λεγόμενα. Τούτο δε προήρχετο εκ του ότι αι συνδιαλέξεις της δεν εξήρχοντο ποτέ εκ του κύκλου των ρητών, όσα είχεν αποστηθίσει. Ο λόγος της ήτο πάντοτε ψηφιδωτόν εκ τεμαχίων διδαχών, και ουδεμίαν εξεστόμιζε φράσιν χωρίς να αποβλέπη προς ψυχικήν οικοδομήν των ακροατών. Παρακατιόντες δε θα ίδωσιν οι αναγνώσται πόσον εκήδετο υπέρ της ψυχικής σωτηρίας του πλησίον. — Λοιπόν, τέκνον μου, επανέλαβε, μη περιφέρης τον νουν σου εδώ και εκεί, και φύλαττε τας αισθήσεις σου καθαράς από παντός ρύπου. Μη επαφήνης ραθύμως τας χείρας σου εις τα μέλη της σαρκός σου, και μη δίδης χώραν εις σαρκικούς γαργαλισμούς και ακαθάρτους επιθυμίας, αίτινες θα καταστήσωσι τα μέλη σου σκεύος άχρηστον εις την άσκησιν της αρετής. Φύλαττε τον νουν σου και την καρδίαν σου άσπιλον, και μη συλλάβης μεμολυσμένην φαντασίαν, ήτις θα κάμη την σάρκα σου να ασπαίρη εκ της επιθυμίας. &Κουινόν εξ σαγγούιμπους νέκουε ας βολουντάτε κάρνις νάτι σουντ.& Η Καρμήλη εθεώρει ατενώς την Αϊμάν. Αλλ' αύτη δεν έδειξεν επί της όψεως ουδέν σημείον ότι είχεν εννοήσει τους λόγους της μοναχής. Εν τούτοις αύτη εξηκολούθησε να λέγη αναλυτικώτερον· — Φύλαττε τον νουν σου, φύλαττε την καρδίαν σου, φύλαττε το μέλη του σώματός σου από παντός μολυσμού. Μη σχηματίσης ίνδαλμα σατανικού έρωτος και παχυλήν εικόνα γεώδους και ενύλου πάθους εντός της φαντασίας σου. Μη γαργαλισθής υπό σαρκικού ερεθισμού, διότι τάχιστα θα πέσης εις την αμαρτίαν. Η φαντασία γεννά την επιθυμίαν, και η επιθυμία την έμπρακτον πείραν της αμαρτίας. Τα είδη της αμαρτίας είνε πολλά και πολλαχώς διαιρούνται. Προκλήσεις εις ασέλγειαν, βλέμματα, νεύματα πορνικά, ένθερμοι πνοαί, στεναγμοί, αφαί, ερείσματα, εμπαθείς ασπασμοί, κνίσματα, εναγκαλισμοί, προστρίψεις, περισφίγξεις, συγκυλισμοί, εκμυζήσεις, δακτυλισμοί, καταγλλωττίσματα, λεσβιασμοί, ασέλγειαι κατά φύσιν, ασέλγειαι παρά φύσιν, αιμομιξίαι, κτηνοβασίαι και άλλα. Πας άνθρωπος δεν υπόκειται εις όλα ταύτα, αλλά πίπτει άλλος εις άλλα. Αλλ' όμως καλόν είνε να φυλάττηται, κόρη μου, εξ όλων τούτων. &Έκτσε ένιμ ιν ινικουιτάτιμπους κοντσέπτους σουμ ετ ιν πεκκάτις με γκένουιτ μάτερ μέα&. Η ατυχής Αϊμά ήκουεν έκπληκτος τας αγνώστους ταύτας λέξεις, χωρίς να εννοή τι εσήμαινον. Εν τούτοις ενόμισε χρέος της ναπαντήση δι' ολίγων εις τας παρακελεύσεις ταύτας, διότι άλλως ήθελε φανή ψυχρά και αγνώμων εις την προθυμίαν της αδελφής Καρμήλης. — Σ' ευχαριστώ, μήτερ μου, είπεν, όπου μου δίδεις αυτάς τας καλάς συμβουλάς. Θα τας ακολουθήσω και ελπίζω να ωφεληθώ. Σημειωτέον ότι η Αϊμά κατά τας ολίγας ημέρας, καθ' ας διέμενεν εν τω μοναστηρίω, είχε συνηθίσει να επιτηδεύηται οπωσούν την γλώσσαν της, και έμαθε να ομιλή άλλως, ή ως ήτο πρότερον συνειθισμένη. Επτά ή οκτώ συνεντεύξεις μετά της Σιξτίνης και μία ή δύο μετά της ηγουμένης ήρκεσαν να μεταδώσωσιν αυτή χροιάν τινα σεμνοτυφίας, ην ουδέ κατ' όψιν εγίνωσκε πρότερον. Μετά τινας άλλας παρατηρήσεις προσέτι, ας ο χρονογράφος δεν απεμνημόνεσε μετ' ίσης ακριβείας, η Καρμήλη απεχαιρέτισε την Αϊμάν. Αλλά πριν ή εξέλθη, ενεθυμήθη ν' απευθύνη προς αυτήν τελευταίαν τινά συμβουλήν, ην ενόμιζε λίαν επείγουσαν. Εστάθη κρατούσα ημίκλειστον την θύραν, και στραφείσα προς την νέαν τη είπε· — Μη λησμονήσης να είπης την προσευχήν σου πριν να κοιμηθής. Η νυξ είνε το μέγα κράτος της αμαρτίας, είνε η κονίστρα του πονηρού δαίμονος. Οι πονηροί λογισμοί ενδύονται σχήμα ελκυστικών ονείρων και παρουσιάζονται καθ' ύπνον εις την ακρατή νεότητα, ψιθυρίζοντες εις τα ώτα αυτής λόγους διεγερτικούς προς την φιληδονίαν. Κλείσον τους οφθαλμούς σου εις τας απατηλάς όψεις, κλείσον τα ώτα σου εις τους ακολάστους ψιθυρισμούς. Ο ύπνος κοιμίζει το πνεύμα και διεγείρει την σάρκα εις την ακάθαρτον επιθυμίαν της ηδονής. Φυλάξου, κόρη μου. &Δεζιδέριουμ γένουιτ πεκκάτουμ, ετ πεκκάτονμ γένουιτ μόρτεμ&. Και απήλθε κλειδώσασα επιμελώς την θύραν. Η Αϊμά έμεινε μόνη εν τη νυκτερινή μοναξία, προς ην είχεν εξοικειωθή, μόνη μετά του νυσταλέου λύχνου, και της επιστολής του Μάχτου, ην δεν ηδύνατο ναναγνώση. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. Γραφή καθ' υπαγόρευσιν. Ίσως διηπόρησεν ήδη ο αναγνώστης πώς κατώρθωσεν ο Μάχτος να γράψη την περίφημον ταύτην επιστολήν. Θα απαντήσωμεν εις την ερώτησιν ταύτην, τοσούτω μάλλον, όσω και άλλο κενόν συμπληρούται διά της απαντήσεως ταύτης, το εξής: Πόθεν εγίνωσκεν ο Σκούντας ότι η Αϊμά ευρίσκετο εν τω μοναστηρίω; Και ηδύνατο μεν ο Σκούντας είτε κατά συγκυρίαν είτε εξ ερεύνης να μάθη πού ευρίσκετο η Αϊμά, όπως το είχε μάθει και ο Μάχτος. Αλλ' η τύχη, η ειρωνεία αύτη του Θεού, η καταγελώσα ασπλάγχνως πάσαν ελπίδα και ματαιούσα πάντα αγώνα, η τύχη, ηθέλησεν ώστε ο Σκούντας να μάθη τούτο παρ' αυτού του Μάχτου. Δύο ή τρεις ημέρας μετά την εξαφάνισιν της Αϊμάς, ευρέθη ο Μάχτος περιπατών παρά τον αιγιαλόν, ονειροπολών, στενάζων και νομίζων εαυτόν άξιον οίκτου, υπέρ παν ανθρώπινον πλάσμα. Τότε περιφέρων εική το βλέμμα τήδε κακείσε, είδε μακρόθεν το καπηλείον του Κατούνα, όπερ αναπαρίστα εις τας όψεις αυτού την προχθές συμβάσαν αξιοθρήνητον σκηνήν. Προέβη δε ακουσίως σχεδόν προς το μέρος εκείνο, και δεν ηδυνήθη να μη εισέλθη. Την προτεραίαν είχε μάθει παρά του φρουρού πού είχον μεταφέρει την Αϊμάν, και προς τοις άλλοις σχεδίοις άτινα ανεκύκλου εν τω νω, ήτο και το σχέδιον μιας επιστολής, ην ώφειλεν αντί πάσης θυσίας να πέμψη προς την έγκλειστον. Ησθάνετο δε παράδοξον θάρρος, όπως εκχύση εις τον χάρτην μέρος του υπερχειλούς αισθήματος, όπερ κατέκλυζε την καρδίαν του. Και ταύτα μεν καλώς, αλλά πώς να γράψη, αφού δεν εγίνωσκε γράμματα; Ήλπιζε να συναντήση αγαθόν τινα άνθρωπον, εις ον να υπαγορεύση τα αισθήματά του. Ότε εισήλθεν εις το παράπηγμα του Κατούνα, ήτο μεστός της ιδέας ταύτης. Ο Μάχτος εκάθισεν επί σκίμποδος εγγύς της θύρας, και έβλεπε μελαγχολικώς το πέλαγος. Παρήγγειλεν εις τον κάπηλον να τω φέρη ποτήριον οίνου και ύδατος. Ο Κατούνας τον αναγνώρισεν, αλλ' ουδέν είπεν αυτώ. Δύο ή τρεις θαμώνες ευρίσκοντο εν τω καπηλείω. Είς τούτων ήτο ο Σκούντας. Ο Μάχτος αν και εγνώριζεν αυτόν, δεν είχεν αφορμήν ίνα συλλάβη κακήν ιδέαν. Εν τούτοις ο Σκούντας εθεώρει αυτόν λοξώς. Ο Μάχτος καλέσας τον κάπηλον τω είπε κρυφίως· — Ειξεύρεις γράμματα; — Δεν ειξεύρω, απήντησεν ο Κατούνας. — Δεν είνε κανείς άλλος εδώ να ειξεύρη; ηρώτησεν ο νέος. Ο Κατούνας τω έδειξε διά της χειρός τον Σκούνταν. Το βλέμμα του Μάχτου εστράφη προς αυτόν. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Σκούντας παρατηρήσας ότι ωμίλουν περί αυτού. — Τίποτε, απήντησεν ο Κατούνας. Ο φίλος εδώ κάτι μ' ερωτά. — Και τι σ' ερωτά; είπεν ο Σκούντας μετ' αυξομένης περιεργείας. Και καταλιπών την θέσιν του, διευθύνθη προς το μέρος του Μάχτου. — Μ' ερωτά αν ξεύρης γράμματα. — Ξεύρω, είπε μετά προθυμίας ο Σκούντας. — Φίλε μου, είπε συσταλείς ο Μάχτος, ερωτούσα εδώ τον ταβερνάρη αν ειμπορή να μου κάμη ένα γράμμα.... — Εγώ ειμπορώ, είπεν ο Σκούντας. — Τότε.... — Σώνει να θέλης, είπεν ο Σκούντας, ειμπορώ να σου κάμω. — Ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Αυτό ήθελα κ' εγώ. — Ύπαγε να εύρης χαρτί, Κατούνα, είπε προστακτικώς ο Σκούντας. Βλέπεις ότι θέλομεν να κάμωμεν γράμμα. Και ο Κατούνας υπήκουσεν. Ο Μάχτος υπηγόρευσε μετ' εμπιστοσύνης την γνωστήν επιστολήν, και ο Σκούντας εχάραττεν ανελλιπώς τα υπαγορευόμενα. Μεταξύ δε, γράφων, ετόλμησε να ερωτήση τον Μάχτον· — Και πού ευρίσκεται τώρα η αδελφή σου; Ο Μάχτος ουδεμίαν είχεν αφορμήν ίνα ψευσθή, και απήντησεν ότι ευρίσκετο εις το γυναικείον μοναστήριον. Εντεύθεν λοιπόν εγίνωσκεν ο Σκούντας το καταφύγιον της Αϊμάς, καθ' ον χρόνον ο Τρανταχτής τω ανέθηκεν την απροσδόκητον εκείνην αποστολήν, ίνα κομίση προς την Βεάτην την αντικλείδα, ην αυτός ο Μάχτος είχε πάλιν κατασκευάσει. Και έπειτα λέγει ο Ρωμαίος σατυρικός, ότι ημείς οι άνθρωποι θεοποιούμεν την τύχην. Περί όρθρον της επιούσης εγερθείς ο Σκούντας ήρχισε την οδοιπορίαν, και μικρόν μετά την ανατολήν του ηλίου έφθασεν εις το μοναστήριον. Ο πυλωρός τω προέτεινε δυσκολίας. Αλλ' ο Σκούντας εζήτησε θαρραλέως την Βεάτην, και μετ' ολίγον ήλθεν αύτη εις τον Πυλώνα. Ο Σκούντας τη εσύριξε μακρόθεν το όνομα του Τρανταχτή και η μοναχή έσπευσε να διατάξη να τον εισαγάγωσιν. Ο Σκούντας δι' ολίγων λέξεων εξήγησεν ότι ο φίλος του Τρανταχτής, τυρβάζων περί σπουδαίας υποθέσεις, δεν εσχόλαζε να έλθη, και έπεμψεν αυτόν προς την Βεάτην. Η μοναχή ευηρεστήθη εκ της προθυμίας και εκ των φιλοφρόνων τρόπων του Σκούντα, και τον προσεκάλεσεν εις το μαγειρείον. — Λοιπόν έφερες το κλειδί; τω είπε μυστηριωδώς. — Ποιο κλειδί; ηρώτησε μετ' άκρας φυσικότητος ο Σκούντας. — Το κλειδί που του παρήγγειλα να μου φτειάση, απήντησεν η Βεάτη. Ο Σκούντας εκαμώθη ότι ανακαλεί τας αναμνήσεις του, και είπεν· — Α! τώρα ενθυμούμαι. Μου είπεν ο Τρανταχτής για ένα κλειδί. — Και δεν σου τώδωσεν; ηρώτησεν αποθσρρυνθείσα η Βεάτη. — Είπεν ότι θα το φέρη ο ίδιος αύριον, είπεν ο Σκούντας. — Α, έκαμεν η Βεάτη. — Και αν δεν ειμπορέση, θα υπάγω ο ίδιος αύριον να σας το φέρω. — Έτσι; — Τώρα μ' έστειλε διά να σας αναγγείλω ότι αύριον το πρωί έρχεται το κλειδί. — Πολύ καλά. — Και κάτι άλλας παραγγελίας ακόμα, είπεν ο Σκούντας. — Τι παραγγελίας; Ο Σκούντας περιέβλεψε κύκλω. — Δεν μας ακούει κανείς; είπεν. — Είμεθα μόνοι. Λέγε. — Ο φίλος μου, είπε σιγανή τη φωνή ο Σκούντας, ο φίλος μας ο Τρανταχτής έχει συμφέρον εις μίαν υπόθεσιν. — Τι υπόθεσιν; ηρώτησεν η Βεάτη αισθανομένη άφατον ευδαιμονίαν, διότι εύρε νέαν φορβήν διά την ακόρεστον αυτής περιέργειαν. — Δεν ήλθεν εδώ κάποιος; είπεν ο Σκούντας. — Ποιος κάποιος; — Μία νέα... μία Γυφτοπούλα... — Α! έκαμεν η Βεάτη, μεθ' ηδονικής εκπλήξεως. — Δεν είνε εδώ; επανέλαβεν ο Σκούντας. — Ο Τρανταχτής έχει λοιπόν συμφέρον διά την νέαν ταύτην; — Βέβαια, έχει συμφέρον. — Και ποίον συμφέρον έχει; επέμεινεν η Βεάτη. — Δεν είνε εδώ πρώτα; ηρώτησε κατ' επανάληψιν ο Σκούντας. — Ποίον συμφέρον έχει; είπεν αύθις η Βεάτη. — Συμφέρον... και πολύ μεγάλο συμφέρον. Αλλά δεν μ' είπατε αν είνε εδώ αυτή. — Την γνωρίζει λοιπόν ο Τρανταχτής; εξηκολούθησεν η Βεάτη — Βέβαια την γνωρίζει.... — Και ποίαν σχέσιν έχει μαζή της; επανέλαβεν η Βεάτη. — Βέβαια πρέπει να έχη κάποιαν σχέσιν, είπε σοβαρώς ο Σκούντας. Αλλά δεν μοι λέγετε, ευρίσκεται αυτή εδώ; — Και διά ποίον σκοπόν ο Τρανταχτής θέλει να μάθη δι' αυτήν; — Έχει σκοπόν βέβαια, είπεν ανυπομόνως ο Σκούντας. Αλλ' είνε εδώ αυτή ακόμη; — Εδώ είνε, είπε τέλος η Βεάτη. Αλλ' ειπέ μοι, διατί ο Τρανταχτής ενδιαφέρεται; — Αυτή είνε πτωχή νέα αξιολύπητη, και φαίνεται ότι ο Τρανταχτής είνε φίλος της οικογενείας της, είπεν ο Σκούντας. Και εις ποίον μέρος, παρακαλώ, κατοικεί αυτή; — Παντού ανακατόνεται αυτός ο ευλογημένος ο Τρανταχτής, είπεν η Βεάτη. Και πόθεν έμαθεν ότι ευρίσκεται αυτή εδώ; — Το έμαθεν από τον αδελφόν της, είπεν ο Σκούντας. Αλλ' ειπέτε μοι, εις ποίον δωμάτιον κατοικεί αυτή; — Έχει λοιπόν και αδελφόν; επανέλαβεν η Βεάτη. Και πώς την άφησε να την πάρουν; — Είνε ανόητος, ως φαίνεται, είπεν ο Σκούντας. Εις ποίον μέρος του μοναστηρίου ευρίσκεται το δωμάτιόν της; — Και ειξεύρει ο Τρανταχτής με ποίον σκοπόν την έφεραν εδώ; εξηκολούθησε να ερωτά η Βεάτη. — Δεν πιστεύω να το ειξεύρη, απήντησεν ο Σκούντας. Αλλά δείξατε μοι, παρακαλώ, το δωμάτιόν της. — Αυτή είνε κλεισμένη μέσα, είπεν η Βεάτη. Τι την θέλεις; Πώς την ζητείς; — Είνε κλεισμένη; επανέλαβεν ο Σκούντας. Και δεν εξέρχεται ποτέ; — Εγώ δεν την έχω ιδεί ακόμα, είπεν η Βεάτη. — Δεν την έχεις ιδεί; Λοιπόν είνε φυλακωμένη; — Την είδα από την κλειδότρυπα μόνον, είπε μηχανικώς η Βεάτη. — Από την κλειδότρυπα; επανέλαβεν ο Σκούντας ενθυμηθείς την κλείδα ην είχεν εις το θυλάκιον. — Και διατί θέλεις να την ιδής; είπεν η Βεάτη. Ο Τρανταχτής σου παρήγγειλε τίποτε να της πης; — Ο Τρανταχτής... όχι μόνον ο Τρανταχτής. — Αλλά και ποίος άλλος; — Ο αδελφός της, είπε σκοπίμως ο Σκούντας. — Ο αδελφός της; Και τι της παραγγέλλει ο αδελφός της; — Δεν ειμπορώ να της ομιλήσω κ' εγώ από την κλειδότρυπα; είπεν ο Σκούντας. — Δύσκολον πράγμα ζητείς... Και τι θα της είπης; — Θα της είπω... ασπασμούς από την οικογένειάν της, είπεν ο Σκούντας. — Της τους λέγω εγώ, είπεν η Βεάτη. Δεν ειμπορώ να σ' ανεβάσω εκεί επάνω χωρίς σκάνδαλον. — Και πού είνε το δωμάτιόν της; ηρώτησεν εκ νέου ο Σκούντας, νεύων σηγχρόνως διά των οφθαλμών. — Εκεί επάνω, είπεν η Βεάτη, και έκαμεν αόριστον χειρονομίαν. — Πού; εκεί; επέμεινεν ο Σκούντας δεικνύων διά της χειρός. Η Βεάτη ηναγκάσθη να δείξη το υπερώον. — Ας έβλεπα μόνον το δωμάτιόν της, είπεν ο Σκούντας, και δεν επιμένω να της ομιλήσω. — Υπομονή, είπεν η Βεάτη· όταν νυχτώση, ειμπορούμεν ναναβώμεν μαζή, προσέθηκε ταπεινή τη φωνή. — Α, σας παρακαλώ, είπεν ικετικώς ο Σκούντας. — Αλλά δεν μ' είπες τι συμφέρον έχει ο Τρανταχτής εις την υπόθεσιν αυτήν. Ο Σκούντας ηναγκάσθη ν' αυτοσχεδιάση ιστορίαν τινά, και να διηγηθή αυτήν προς την Βεάτην. — Ο Τρανταχτής ήλπιζεν ότι την βλέπεις καθ' ημέραν, και διά τούτο ήθελε να σου την συστήση να την περιποιήσαι. Ο Τρανταχτής είνε φίλος της οικογενείας της. Η οικογένειά της σύγκειται εξ εργατικών οι οποίοι, αν και Γύφτοι, είνε καλοί άνθρωποι. Μίαν εσπέραν ήρπασαν έξαφνα την Αϊμάν, και το πρωί δεν ευρέθη εις την κλίνην της. Και αν δεν ήτον ο Τρανταχτής, όστις έχει σχέσεις με όλον τον κόσμον και μανθάνει όλα τα νέα, η οικογένειά της ποτέ δεν ήθελε μάθει πού ευρίσκεται η Αϊμά. Όταν εξύπνησαν το πρωί και ηύραν την κλίνην της Αϊμάς αδειανήν, ηπόρησαν, και ήρχισαν να σταυροκοπούνται. Την επερίμεναν έως το μεσημέρι, αλλά πούποτε δεν εφάνη. Τότε ο γέρο Γύφτος έστειλε τους δυο υιούς του δεξιά και αριστερά, αλλά δεν ειμπόρεσαν νανακαλύψουν τίποτε. Ο Τρανταχτής, όστις ειξεύρει όλα τα μυστικά των, τους ελυπήθη και ανέλαβε να φροντίση. Το συμφέρον λοιπόν του φίλου μου του Τρανταχτή εις αυτήν την υπόθεσιν είνε όλως ηθικόν. Και τω όντι ο Τρανταχτής είνε χρυσή καρδιά και θυσιάζεται διά τους φίλους του. Εγώ αν ήμην, να σου πω, το κάτω κάτω, δεν θα μ' έμελεν εμέ να σκοτίζωμαι, διά μίαν Γυφτοπούλαν. Αλλά τι να γείνη; όταν εμπλέξη κανείς, ας είνε και με Γυφτοπούλαν, δεν ξεμπλέκει εύκολα. Ούτε τον διάβολο ναπαντήσης, ούτε τον σταυρόν σου να κάμης. Ενταύθα η Βεάτη διέκοψε τον αφηγητήν. — Πώς είπες; έμπλεξεν ο Τρανταχτής με την Γυφτοπούλαν; — Όχι, δεν εννοούσα αυτό... Τάχα θέλω να πω ότι ανεκατώθη εις την υπόθεσιν. — Αλλ' αντ' άλλων μοι λέγεις, είπεν η Βεάτη. Ησθάνετο δε αδημονίαν ότι δεν εκορέννυτο επαρκώς η πολυπραγμοσύνη της εκ των αυτοσχεδίων διηγημάτων του Σκούντα. — Όχι, Μα τον Θεόν, απήντησεν ούτος, την αλήθειαν σας λέγω, έτσι να χαρώ, να έχης και καλήν ψυχήν. Αυτή είνε η αλήθεια. Η Βεάτη ήτο έτοιμος να διηγηθή προς αυτόν τα περί της κλειδός, ην είχε παραγγείλει διά του Τρανταχτή, ότι ήτο ακριβώς προωρισμένη διά τον αυτόν σκοπόν, υπέρ ου και εκείνος διεφέρετο, κατά την αφήγησιν τουλάχιστον του Σκούντα. Αλλ' επέσχε μετ' αγώνος την γλώσσαν της, και απεφάσισε να φανή εχέμυθος. Βαρυνθείσα δε τέλος τον απέπεμψεν, ειπούσα αυτώ να περιέλθη τα πέριξ του μοναστηρίου, και την εσπέραν να επανέλθη, όπως αναβώσιν ομού εις το υπερώον. Ο καλός Σκούντας έσπευσε να υπακούση, και καταβαίνων την κλίμακα του μαγειρείου, περιειργάζετο λίαν προσεκτικώς τα πάντα. Ότε κατήλθεν εις την αυλήν, εστράφη προς τα αριστερά, ως να μη είξευρεν ότι η πύλη έκειτο προς τα δεξιά, και φθάσας παρά τινα γωνίαν του περιβόλου, έβλεπεν επιμόνως κάτω. Εφαίνετο ότι κατώπτευε τα θέμεθλα της οικοδομής. Αλλά μετ' ολίγον φοβηθείς μήπως παρατηρηθή παρά τινος των καλογραιών, ή μήπως επιπληχθή και παρ' αυτής της Βεάτης, μετέβαλε διεύθυνσιν, και απήλθεν εις την πύλην. Εξήλθε δ' εκ του περιβόλου. Περιήλθε τα τείχη του κτιρίου έξωθεν, και εφαίνετο ως να ηρίθμει τας γωνίας και τας αντηρίδας του πολυσυνθέτου τούτου σχεδίου. Φθάσας εις την δυτικήν πτέρυγα, είδεν ορσοθύραν ανοικτήν. Αύτη εχρησίμευε συνήθως εις τας εισόδους και εξόδους των κηπουρών και των εργατών. Έσωθεν της μονής κατήρχετό τις εις αυτήν δι' υπογείου διαδρόμου, κειμένου υπό ευρύ τι εξώστοον. Ο Σκούντας επλησίασεν, εισήλθεν, έψαυσε την θύραν, την ηρεύνησεν, έμπροσθεν και όπισθεν, και συγχρόνως περιέφερε προφυλακτικά βλέμματα πέριξ, προνοών μη τον ίδη τις. Τότε ανεκάλυψεν ότι η θύρα αύτη εκλείετο έσωθεν διά δύο παχέων μοχλών, και δεν εφαίνετο έχουσα κλείθρον. Ο κατοπτευτής εφάνη ότι ευχαριστήθη εκ της ανακαλύψεως ταύτης, και ρίψας τελευταίον βλέμμα εις το τείχος, ως διά να σημειώση καλώς την θέσιν της ορσοθύρας, απεμακρύνθη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. Ο ψευδής Μάχτος. Ήτο μικρόν προ του μεσονυκτίου, και η Αϊμά είχεν αρτίως κατακλιθή. Την εσπέραν εκείνην είχε φαιδράς ελπίδας. Εσκέπτετο ότι υπήρχε τις, όστις δεν την είχε λησμονήσει, όστις προ τριών ημερών τη είχε πέμψει την επιστολήν εκείνην, ην ηγωνίσθη τοσούτον όπως κατορθώση να συλλαβίση η Αϊμά, και επί τέλους ουδέν κατώρθωσεν. Αλλ' ήτο έν και το αυτό. Δεν αναγινώσκει τις επί του χάρτου ειμή τα ίδια αυτού όνειρα, λέξεις δε διά μελάνης γεγραμμέναι δεν δύνανται ν' αμαυρώσωσι φαιδράς εικόνας. Κατόπιν της επιστολής τη έστειλεν ο Μάχτος και άλλον φίλον. Προ δύο ωρών ο Σκούντας και η Βεάτη είχον αναβή τας τέσσαρας κλίμακας τας αγούσας εις το υπερώον, και συνωμίλησαν μετά της Αϊμάς διά του μέσου του γνωστού εις την Βεάτην. Ο Σκούντας μετεβίβασεν εις την Αϊμάν τους χαιρετισμούς του Μάχτου! Η Αϊμά τον ηρώτησεν, αν θα έλθη ο Μάχτος ταχέως καθώς τη είχεν υποσχεθή διά της επιστολής. Ο Σκούντας απήντησε μηχανικώς ότι θα έλθη. — Πότε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Πολύ γρήγορα, απήντησεν ο Σκούντας, ίσως.... Ήθελε να είπη «ίσως απόψε», αλλά διεκόπη επί τη παρουσία της Βεάτης. Ότε οι δύο απεσύρθησαν, η Αϊμά κατεκλίθη μεστή της ιδέας ταύτης, ότι ο αδελφός της έμελλεν όσον ούπω να έλθη, και περιέμενεν αυτόν εις τα όνειρά της. Αλλ' εσκέπτετο πάλιν ότι ενδέχεται να βραδύνη ένεκα των κωλυμάτων, άτινα ήθελεν απαντήσει, και τότε εσχεδίαζε την επιστολήν, ην ήθελε γράψει προς αυτόν, αν εγίνωσκε την γραφήν, εις απάντησιν της επιστολής του Μάχτου, ην η Αϊμά δεν ηδυνήθη ν' αναγνώση. Απεκοιμήθη δε συντάττουσα καθ' εαυτήν απάντησιν τοιαύτην «Αδελφέ Μάχτο. Η επιστολή σου μοι επροξένησε πολλήν χαράν, διότι μοι λέγεις ότι θα έλθης. Έλα γρήγορα να μ' ελευθερώσης, διότι είμαι φυλακωμένη, και υποφέρω πoλύ. Διατί μ' έφεραν εδώ, δεν ειξεύρω. Είμαι κλεισμένη ολομόναχη. Κατ' αρχάς εφοβούμην πολύ την νύκτα, τώρα συνείθισα να μη φοβούμαι, αλλ' όμως στενοχωρούμαι παραπολύ. Τας πρώτας ημέρας ήρχετο μία καλογραία καθ' εκάστην και μ' έβλεπεν. Αυτή μ' ευχαριστούσε, διότι μου έλεγε πράγματα, τα οποία μοι εφαίνοντο ως να τα είχα υποφέρει άλλοτε. Τώρα μου την επήραν αυτήν, και έρχεται μία άλλη, ήτις δεν μ' ευχαριστεί καθόλου, διότι εκείνα οπού μοι λέγει δεν τα εννοώ, και μοι φαίνεται ότι και αν τα εννοούσα, θα ήτον ακόμη χειρότερα. Το μόνον οπού με παρηγορεί, είνε η ελπίς ότι θα έλθης να μ' ελευθερώσης. Η ηγουμένη μοι υπεσχέθη να μοι είπη διά ποίαν αιτίαν μ' έχουν κλεισμένην, αλλά δεν την ξαναείδα. Την καλογραίαν, ήτις έρχεται, την παρεκάλεσα να της ειπή να έλθη, αλλ' αυτή μοι απήντησεν ότι δεν πρέπει να έχω αμαρτωλάς επιθυμίας. Τι εννοεί, δεν ειξεύρω. Είνε απορίας άξιον διατί μ' έχουν κλεισμένην εδώ. Έλα λοιπόν γρήγορα, φίλτατε Μάχτο, και σε περιμένω νύκτα και ημέραν...... Τοιαύτην επιστολήν εσχεδίαζεν η Αϊμά. Πριν ή αποκοιμηθή, ανηγέρθη επί μίαν στιγμήν και έσβυσε τον λύχνον. Είχε συνειθίσει ήδη εις το σκότος. Είπε καθ' εαυτήν ότι δεν ηδύνατο να ίδη όνειρα, αν άφηνε τον λύχνον ανημμένον. Τέλος έκλεισε τους οφθαλμούς και εταλαντεύετο μεταξύ ύπνου και εγρηγόρσεως. Δεν είχεν ακόμη αποκοιμηθή και ήκουσε δούπον έξωθεν της θύρας, ως βήματα ανθρώπου. Είτα ήκουσε λείον κρότον, ως να έξεε τις την θύραν με τους όνυχας, ή ως να προσεπάθει τις να εισαγάγη κλείδα εις την οπήν του κλείθρου, ψηλαφών εν τω σκότει. Μετά τούτο αντήχησε σφοδρότερος κρότος, ως εκ περιστροφής της κλειδός. Τέλος, μετά τινας στιγμάς, η θύρα ηνοίχθη... Η Αϊμά, ανετινάχθη επί της κλίνης της, και αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν· — Ποίος είνε; — Εγώ, ο Μάχτος, απήντησεν ο εισελθών. Σιωπή! — Συ! Μάχτο! Ήλθες! Ω Μάχτο! Συ είσαι; έκραξεν η Αϊμά. — Σιωπή, φρόνιμα, εψιθύρισεν η φωνή του εισελθόντος. Η Αϊμά, μη δυναμένη να κρατηθή, εν εξάλλω αγαλλιάσει, ερρίφθη εις τας αγκάλας του νομιζομένου Μάχτου. — Υπάγωμεν, εψιθύρισε με υπόκωφον φωνήν ούτος. Είσαι έτοιμη; — Έτοιμη, έτοιμη, Μάχτο! υπάγωμεν, ευθύς· ω, ήλθες, Μάχτο! — Υπάγωμεν, επανέλαβεν εκείνος. Μην αργής!... — Τώρα να ενδυθώ, Μάχτο! Νανάψω το φως. — Ω μην ανάπτης φως, είπε μετά τρόμου ο αποκαλών εαυτόν Μάχτον. Θα μας ίδουν. — Έχεις δίκαιον. Περίμενε να εύρω το φόρεμά μου. Και η Αϊμά εψηλάφησεν εν τω σκότει, ευρούσα δε τας εμβάδας της, εφόρεσεν αυτάς ταχέως, είτα την εσθήτα της. — Υπάγωμεν, εψιθύρισεν ο άνθρωπος εκείνος, τείνων την χείρα του προς την Αϊμάν. — Υπάγωμεν, είπεν η νέα, λαβούσα την χείρα του. Και κατέβησαν ομού, ψηλαφώντες τους τοίχους εν τω σκότει, πατούντες επ' άκρων των ονύχων, κωφαίνοντες τον κρότον των βημάτων, έρποντες και συνέχοντες την αναπνοήν· κατέβησαν την κλίμακα του υπερώου, έφθασαν εις τον πρώτον διάδρομον, κατήλθον την δευτέραν κλίμακα, έφθασαν εις το μεσαίον πάτωμα, και τέλος ευρέθηκαν εις την αυλήν. Η Αϊμά εφυλάττετο να ομιλήση, και ο συνοδεύων αυτήν ουδέν ετόλμα να υποψιθυρίση. Ότε έφθασαν εις το ύπαιθρον, αν και η νυξ ήτο ζοφερωτάτη και πυκνά νέφη εσκότιζαν το στερέωμα, ο καλούμενος Μάχτος έκυπτε τόσον το πρόσωπον προς την γην, ώστε η Αϊμά δεν ηδύνατο να διακρίνη τους χαρακτήρας του προσώπου του. Η νέα εκράτει σφιγκτώς τον βραχίονά του, εκείνος δε δεν έστρεφε προς αυτήν το πρόσωπον. Ωδήγησε δε αυτήν εις τον υπόγειον διάδρομον, τον άγοντα προς την μικράν θύραν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η Αϊμά, αισθανθείσα σκότος και υγρασίαν. — Εις την θύραν, απήντησεν υπόκωφος η φωνή του ανθρώπου εκείνου. Η Αϊμά δεν απηύθυνε δευτέραν ερώτησιν. Ότε έφθασαν εις την ορσοθύραν, ο ψευδής Μάχτος απέσπασε τον βραχίονα από της χειρός της Αϊμάς και εψηλάφησε να εύρη τους μοχλούς της θύρας. Ώθησε τον ένα αυτών προς τον τοίχον, και ούτος ενέδωκεν. Είτα ώθησε τον δεύτερον, αλλ' αυτός αντέστη. Ο ψευδής Μάχτος έψαυσεν επιμελώς διά των δακτύλων όλον το μήκος του μοχλού, ίνα εύρη πού ήτο η αντίστασις. Ανεκάλυψε δε κρεμαστόν κλείθρον προσαρμόζον τον μοχλόν επί δύο κρίκων. Εν τούτοις το κλείθρον τούτο ήτο ασθενές. Ο ξένος κατέβαλε σφοδρόν κόπον και τέλος το έθραυσεν. — Ω, εψιθύρισε, κ' εγώ ενόμιζα ότι δεν είχε κλειδαριά. Ο μοχλός ενέδωκε και απεσύρθη, αλλ' όμως η θύρα έμενεν εισέτι κλειστή. Ο άγνωστος έξεεν ανυπομόνως διά των ονύχων την θύραν και τας παραστάδας. Τέλος ανεκάλυψεν ότι υπήρχε και δεύτερον κλείθρον, κρεμαστόν και τούτο, αλλ' όμως πολύ ισχυρότερον, προσαρμόζον το θύρωμα επί της παραστάδος. Εδοκίμασε μεθ' όλης της δυνάμεώς του να το συντρίψη. Αλλ' εις μάτην. — Κατάρα! έκραξεν ο νομιζόμενος Μάχτος, και ήτο η πρώτη φορά καθ' ην εξέφερε φωνήν χωρίς να μεταπλάση ή να παραποιήση αυτήν. — Δεν ομοιάζει με την φωνήν του Μάχτου! εσκέφθη η Αϊμά. Αλλ' όμως εξηκολούθει να πιστεύη ότι ήτο ο Μάχτος. Ο άγνωστος ελύσσα. Προσεπάθει εις μάτην να συντρίψη το κλείθρον εκείνο. — Τώρα, είπε, τώρα τι να κάμω; — Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον. Εν τούτοις έλαβε την χείρα της Αϊμάς, και τη είπε με στυγνήν φωνήν· — Υπάγωμεν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η κόρη. — Εις την άλλην πόρταν, εψέλλισεν ο άγνωστος. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εν σιγή· ο ξένος την ωδήγησεν ουχί διά της αυλής, αλλά διά των ευρέων διαδρόμων του μαγειρείου και της τραπέζης. Η Αϊμά εβάδιζε μετά καρτερίας και αποφάσεως, ο δε ξένος εφαίνετο κατεχόμενος υπό δεινής αγωνίας. Τέλος έφθασαν εις τον πυλώνα όπου ήτο το κελλίον του πυλωρού. Ο ψευδής Μάχτος έβαλε την νέαν να καθίση επί τινος πεζούλας, όπισθεν της κατοικίας του πυλωρού, αυτός δ' έκρουσε την θύραν του κελλίου. Παρήλθε χρόνος τις μέχρις ου ο μπάρμπα Φούρβης, ο μεμψίμοιρος ούτος άνθρωπος, όστις παρεπονείτο προκειμένου περί παντός, ακούση και απαντήση εις την πρόσκλησιν του κρούοντος. Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα! Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης. Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! Ο Σκούντας (διότι ούτος ήτο ο υποδυθείς το πρόσωπον του Μάχτου) δεν έχασε καιρόν, αλλ' ορμήσας συνέλαβε τον Φούρβην από της γενειάδος, και με την άλλην χείρα του επίεσε σφοδρώς τον λαιμόν. — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω. — Ο γέρων έβαλε πεπνιγμένας κραυγάς, αλλ' ο Σκούντας διά της ισχυράς του λαιμού πιέσεως δεν επέτρεψε νακουσθώσιν αύται. — Τα κλειδιά, έλεγε μόνον. — Ω, διάβ.. . . ολε.. σου τα. .. δίν... ω. . . είπε κεκομμένη τη φωνή ο Φούρβης. Ο Σκούντας άφησε τον λαιμόν του θύματός του, αλλά δεν άφησε και το γένειον αυτού. — Έλα, κάμε γρήγορα, πού είνε; Ο Φούρβης, ψηλαφών εις τον τοίχον, διότι δεν υπήρχε φως, και συνάμα κρατούμενος εγγύθεν υπό του Σκούντα, ανεύρε τα κλειδία και τω τα ενεχείρισε. — Πάρε τα, και ξεφορτώσου με, είπεν. Ω διάβολε! Αυτό μας έλειπε. Θα μ' έπνιγες, ακόμα λίγο. — Έλα να μου ανοίξης, είπεν ο Σκούντας, μη αρκεσθείς εις την κατοχήν των κλειδίων. Ο Φούρβης δεν ετόλμησε ν' αντιστή, και εξήλθε μετά του Σκούντα, όστις εκράτει αυτόν σφιγκτώς εκ του βραχίονος. Ότε είδε την Αϊμάν, είπεν ο Φούρβης· — Αυτή πάλι τι είνε; — Σιωπή, είπεν ο Σκούντας. Ο Φούρβης εισήγαγε την κλείδα εις το μικρόν κλείθρον αποσύρας τον μοχλόν και ήνοιξε την θυρίδα. — Απ' εδώ ειμπορείτε να εβγήτε, είπε· δεν είνε ανάγκη νανοίξωμεν την μεγάλη. Ο Σκούντας και η Αϊμά έκυψαν ίνα εξέλθωσιν εκ του περιβόλου της μονής. Την αυτήν στιγμήν οι κώδωνες ήρχισαν να σημαίνωσι διά το μεσονυκτικόν. Τότε ο γέρων Φούρβης έβαλε κραυγήν και συνέλαβε τον Σκούνταν εκ των όπισθεν. — Τρέξατε! εδώ τους έχω. Τους έπιασα. Ο Σκούντας τοσούτον σφοδρώς τον ώθησεν, ώστε τον ανέτρεψεν ύπτιον επί του πλακοστρώτου εδάφους. Ο Φούρβης πεσών εδούπησεν ως αδρανής όγκος. — Εφθηνά την γλυτώσαμε, διενοήθη ο Σκούντας. Ιδού εξύπνησαν αι καλογραίαι. Και εξελθών αυτός διά της θυρίδος, έδωκε την χείρα εις την Αϊμάν, και εβοήθησεν αυτήν να διέλθη. Ήρχισαν δε την πορείαν των εν μέσω των αγρών και των δρυμώνων, εν τω σκότει της νυκτός. Την τελευταίαν στιγμήν καθ' ην ο Σκούντας κατέφερε τον σφοδρόν εκείνον κτύπον κατά του γέροντος πυλωρού, η Αϊμά εκ του κινήματός του υπώπτευσε πάλιν ότι δεν ήτο ο Μάχτος. Αλλ' όμως δεν επεθύμει πλέον να επανέλθη εις την ειρκτήν της, και απεφάσισε νακολουθήση καρτερικώς την τύχην της, όπου έμελλε να την οδηγήση αύτη. ΜΕΡΟΣ Γ'. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. Υπέρ βωμών και εστιών. Επί τινος υψηλού λόφου υπερκειμένου της πόλεως Σπάρτης, ήτο ιδρυμένη μεγαλοπρεπής οικοδομή. Το μέγαρον τούτο έμενεν ακατοίκητον κατά τας τρεις ώρας του έτους, κατωκείτο δε συνήθως κατά τους χειμερινούς μήνας. Το μέγαρον τούτο ήτο του Δεσπότου της Πελοποννήσου. Καθ' ον χρόνον υπόκεινται τα της παρούσης ιστορίας, ήτοι κατά Μάιον του έτους αωνγ', ο οίκος ούτος έμενεν ακατοίκητος. Αλλ' όμως δις ή τρις του μηνός συνήρχοντο ενταύθα πολλοί των προκρίτων της Λακεδαίμονος, όπως συζητήσωσι τας τότε δεινάς περιστάσεις. Πρωίαν τινά του ειρημένου μηνός, έκτακτος συρροή συνέβαινεν εις το μέγαρον. Πολλοί εκ των αρχοντίσκων των πέριξ και πολλοί εκ των ανθρώπων του λαού διευθύνοντο εις τον λόφον, εφ' ου έκειτο το μέγαρον, εισήρχοντο, ανέβαινον και κατέβαινον. Καί τινες μεν περιέμενον εν τω προαυλίω, τινές δ' εν τοις προθαλάμοις. Οι εισερχόμενοι συνήντων τους εξερχομένους, οι αναβαίνοντες ηρώτων διά νευμάτων και διά χειρονομιών τους καταβαίνοντας. Αλλ' όσον περιεργότεροι ήσαν οι πρώτοι, τόσον οι δεύτεροι εδεικνύοντο, ως συνήθως συμβαίνει, εχεμυθότεροι. Και εκείνοι μεν επεθύμουν, φυσικώ τω λόγω, να μάθωσιν όπερ ηγνόουν, ούτοι δε τυχόντες ήδη της εμπιστοσύνης, ή και ψευσθέντες της προσδοκίας, δεν έκρινον εύλογον να μεταδώσωσι και προς άλλους την μερίδα, ην έλαβον. Άλλως δε το αίσθημα το κινούν τους αναβαίνοντας εις την πρόωρον τούτην εξέτασιν ήτο η ανυπομονησία. Διότι έκαστος κατά σειράν εισήρχοντο ανά ένα εις μέγα θάλαμον, και η ακρόασις εκάστου ολίγας στιγμάς διήρκει. Εν τω θαλάμω τούτω ευρίσκοντο δύο άνδρες καθήμενοι παρά τινα τράπεζαν. Ο πρεσβύτερος των δύο, ανήρ λίαν γεραρός με πολιόν γένειον, απέτεινε τον λόγον προς τους εισερχομένους, ο δε νεώτερος κύπτων επί τινος καταλόγου, εφαίνετο εκτελών έργα γραμματέως, απήγγελλεν ονόματα και ποσά, και εσημείου σταυρούς και κεραίας εις το περιθώριον. Ούτος ήτο ο Ιωάννης Κομνηνός, ελθών εκ της βασιλευούσης προ δύο μηνών, μετ' αποστολής ίνα στρατολογήση επικούρους υπέρ του Βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο δε λευκοπώγων ήτο ο φιλόσοφος Πλήθων. Έκαστος των εισερχομένων έλεγε το όνομά του προς τον γραμματέα· τότε ο Πλήθων τον ηρώτα· — Πόσους άνδρας έχεις; Ο ερωτώμενος απήντα, κατά τον βαθμόν της φιλαληθείας ή της θρασύτητος ην είχε. Δέκα, είκοσι, πεντήκοντα, εκατόν, κ.τ.λ. Τότε ο Πλήθων έλεγε προς τον Κομνηνόν· — Γράψον. Και ο Κομνηνός εσημείου το ποσόν των χρημάτων, όπερ έμελλε να λάβη ως προκαταβολήν έκαστος των στρατολογούντων. Είτα έδιδεν αυτώ σημείωσιν του ποσού μετά της υπογραφής του, και τον παρέπεμπεν εις τον παρακείμενον θάλαμον, όπου ηκούετο κρότος νομισμάτων. Εκεί εγίνετο η εξόφλησις. Επιστρέφων εκείθεν έκαστος των στρατολόγων, ώφειλε να διέλθη αύθις διά του γραφείου. Τότε ο Πλήθων τω απέτεινε τον λόγον· — Πότε θα συνάξης τους άνδρας; — Αύριον. — Πού; — Εις την Σπάρτην. — Και πότε θ' αναχωρήσητε; — Μεθαύριον — Αγαθή τύχη, έλεγεν ενθέρμος ο Πλήθων. Εμπνεύσατε εις τους άνδρας σας πίστιν και ενθουσιασμόν. Πορεύεσθε εις τον μέγιστον κίνδυνον και εις τον ενδοξότατον αγώνα. Εγκαρτερήσατε. Η πατρίς ευγνωμονεί ήδη ημίν. Αναμνήσθητε ότι είσθε απόγονοι του Λεωνίδα και των τριακοσίων. Και επειδή οι πλείστοι των ανδρών εκείνων ηγνόουν αν υπήρξέ ποτε Λεωνίδας και τίνες ήσαν οι τριακόσιοι, ο Πλήθων αυτοσχεδίως ηναγκάζετο να διηγήται εις ένα έκαστον αυτών την ιστορίαν της μάχης των Θερμοπυλών. Περί τα τέλη σχεδόν της εργασίας ταύτης, ότε οι εισερχόμενοι καθίσταντο αραιότεροι, ενεφανίσθη εις την θύραν άνθρωπός τις, εις ου την παρουσίαν εξεπλάγη ο Πλήθων. — Τι είνε, Θεόδωρε; ηρώτησεν. Ο Θεόδωρος έκαμε νεύμα προς τον Πλήθωνα, και πλησιάσας εις την έδραν εφ' ης ούτος εκάθητο, τω εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους. — Εκείνη ήλθε. — Πού; — Εις το Σπήλαιον — Πώς; — Παράδοξον εφάνη και εις εμέ, αλλ' ήλθε. — Μόνη; Ο Θεόδωρος δεν απήντησεν ευκρινώς εις την τελευταίαν ερώτησιν. Ο Πλήθων τω είπε λέξεις τινάς και τον απέπεμψε. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. Το προσωπείον της νυκτός. Ότε ο Σκούντας και η Αϊμά εξήλθον εκ του μοναστηρίου, σκότος βαθύ επεκράτει υπό τον ουρανόν. Ο αιθήρ εκαλύπτετο υπό μαύρων νεφών, και σφοδρός άνεμος εσύριζε διά μέσου των δένδρων. Ο Αργέστης ήστραπτεν ασθενών από καιρού εις καιρόν. Ο Σκούντας προσεπάθει να κρύπτη το πρόσωπον. Η καταιγίς προηγγέλλετο. Ψεκάδες τινές όμβρου είχον αρχίσει να πίπτωσιν. Η Αϊμά ησθάνετο το μέτωπόν της υγραινόμενον και το ψύχος διεπέρα τα φορέματά της. Ο Σκούντας την ωδήγησεν προς το μέρος της κοιλάδος, όπου ήλπιζε να εύρη μέρος τι υπήνεμον, ίνα μείνωσι μέχρι της πρωίας. Διότι αδύνατον σχεδόν ήτο να οδηπορήσωσι την νύκτα. Η νέα εξηκολούθει να τον ερωτά πάντοτε· — Πού θα υπάγωμεν, Μάχτο; Ο ψευδής Μάχτος απήντα δι' είδους ανάρθρου υποτονθορισμού εις τας ερωτήσεις ταύτας. Απέφευγε δε το να συνάψη συνδιάλεξιν μετ' αυτής. Πατούντες μετά προφυλάξεως και ολισθαίνοντες επί του υγρού εδάφους έφθασαν εις το βάθος της σκοτεινής κοιλάδος, υπό τας πλατάνους, όπου δεν διέκρινον πλέον την ατραπόν, και δεν ηδύναντο να προβώσι. Μεταξύ των υψηλών τούτων δένδρων έκειτο κτίριόν τι ή μάλλον ερείπιον. Ήτο δε τούτο παλαιός νερόμυλος του μοναστηρίου, διότι δεν είχον εξέλθει εκ της περιοχής. Ο Σκούντας διελογίσθη ότι ουδείς κίνδυνος ήτο να διέλθωσιν ενταύθα την νύκτα, διότι αι καλογραίαι δεν εμελλον βεβαίως να τους καταδιώξωσι διά νυκτός. Το κτίριον ήτο ημισκεπές και ετοιμόρροπον. Ο Σκούντας έψαυσε την θύραν, πιστεύσας ότι αύτη θα ήτο ανοικτή. Αλλ' όμως δεν ηνοίχθη. Μέγας λίθος τεθειμένος όπισθεν εμπόδιζε τούτο. Η Αϊμά κρυόνουσα, εκάθισε παρά τον τοίχον, και συνεστάλη, ο δε Σκούντας προσεπάθει νανοίξη την θύραν. Αλλ' όμως άλλη τις ιδέα τω επήλθεν: Αφού η θύρα ήτο κλειστή, πιθανόν να υπήρχον εντός άνθρωποι, και τότε συνέφερε να παρουσιασθώσιν οι φυγάδες εις αυτούς; Τι θα υπώπτευον εκείνοι; Βεβαίως ο Σκούντας δεν θα έλεγεν ότι ήρχοντο εκ του μοναστηρίου, τουναντίον δε θα διηγείτο ότι έρχονται πολύ μακρόθεν. Αλλ' αν και εκείνοι, προς ους θα έλεγε τούτο, θα το επίστευον, ο Σκούντας όμως δεν θα επίστευεν εις αυτούς. Τοσούτον δ' εκυριεύθη υπό του φόβου, ώστε είπεν αίφνης προς την Αϊμάν — Σηκώσου να πηγαίνωμεν. — Πού να πηγαίνωμεν; ηρώτησεν εκείνη καταπλαγείσα. — Εις τον δρόμον μας, απήντησε με ζοφεράν φωνήν ο Σκούντας. Η Αϊμά δεν ησθάνετο δυνάμεις ίνα υπακούση. Τα γόνατά της είχον αρχίσει να τρέμωσιν. Η πολυήμερος κάθειρξις αυτής εν τω υπερώω, η εκούσιος ασιτία, εις ην είχεν υποβάλει εαυτήν, και η στενοχωρία είχον εξασθενίσει το σώμα της. Η βιαία δε και απότομος εις το ύπαιθρον μετάβασις, ο άνεμος, το ψύχος και η υγρασία τη επροξένουν νάρκην. Δεν ηδύνατο ουδέ να σταθή ορθία. — Σηκώσου, επανέλαβε γογγύζων ο Σκούντας. Η Αϊμά εσιώπα. Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα. Αλλ' ο Σκούντας, όσον διελογίζετο, τόσον πλειοτέρους λόγους εύρισκεν όπως μη επιθυμή να εισέλθη εις τον οικίσκον εκείνον. Αν υπήρχον εντός άνθρωποι, θα ήναπτον φως πριν τοις ανοίξωσι την θύραν, και αυτός δεν επεθύμει να ίδη το πρόσωπόν του η Αϊμά μέχρι της πρωίας. Την στιγμήν ταύτην τω εφάνη ότι ήκουσε ρογχασμόν τινα κοιμωμένου εντός του οικίσκου, και τόσω μείζονα σπουδήν ησθάνθη όπως απομακρυνθή τάχιστα. — Υπάγωμεν γρήγορα, είπε λαμβάνων την Αϊμάν εκ της χειρός. — Δεν μπορώ, Μάχτο. Και ο Σκούντας την έσυρεν αυθαδώς. Αλλ' η νέα αντέστη ειπούσα. — Ας περάση λίγο, διά να έλθω εις τον εαυτό μου. Ο Σκούντας ηναγκάσθη να περιμένη. Η Αϊμά τον παρεκάλεσεν εκ νέου να προσπαθήση νανοίξη την θύραν του οικίσκου. — Είνε άνθρωποι μέσα, απήντησεν ο Σκούντας. — Αν είνε άνθρωποι, τόσον καλλίτερα, θα μας λυπηθούν, είπεν η Αϊμά. Ο Σκούντας έμεινεν ακίνητος. Όσον διά την Αϊμάν, ησθάνθη και αύθις το τρίτον ήδη, αλλ' εναργέστερον την σκιάν εκείνην της υπονοίας, ότι ο άνθρωπος ούτος δεν ήτο ο Μάχτος. Αλλ' ουδέν ηδύνατο να πράξη όπως βεβαιωθή. Ο Σκούντας ήθελε να τη είπη ότι κίνδυνος ήτο μη αναγνωρίσωσιν αυτήν, διότι οι εν τω οικίσκω θα ήσαν εξ άπαντος άνθρωποι του μοναστηρίου και τότε θα την συνελάμβανον όπως την παραδώσωσιν εκ νέου εις τας καλογραίας. Αλλ' εκωλύετο, μη τολμών να προφέρη τοσαύτας λέξεις με την ιδίαν φωνήν του. Διότι όσον και αν ήτο μίμος, δεν ηδύνατο εντελώς να μιμηθή την φωνήν του αληθούς Μάχτου. Τελευταίον η Αϊμά τω είπε· — Διατί δεν θέλεις, Μάχτο, να έμβωμεν μέσα; — Δεν ανοίγει η πόρτα, εψιθύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε, Μάχτο· εσύ είσαι δυνατός. Ας είνε και άνθρωποι. Κτύπα να μας ανοίξουν. Και ταύτα λέγουσα, εκράτει την κεφαλήν της δι' αμφοτέρων των χειρών και εφαίνετο καταβεβλημένη. Ο Σκούντας διενοήθη να πλησιάση προς αυτήν, να την θωπεύση, να την ονομάση αδελφήν του, και να την πείση ν' απέλθωσιν. Αλλά δεν ετόλμα. Τη έλεγε μόνον· — Ας υπάγωμεν καλλίτερα. — Πού; — Εις το σπίτι μας. — Είνε πολύ μακρυά; — Δεν είνε πολύ. Τέλος η Αϊμά μη δυνηθείσα να κατανικήση την επιμονήν του, απεφάσισε να τον ακολουθήση. Αλλά καθ' ην στιγμήν ηγέρθη, και προεχώρησαν ομού δύο βήματα, σφοδραί υλακαί ηκούσθησαν, και μεγαλόσωμος κύων πηδήσας διά μέσου των θάμνων ήρπασε την άκραν της εσθήτος της Αϊμάς. Ο Σκούντας ησθάνθη τρόμον, και η Αϊμά εφοβήθη πολύ. Ο Χόμο είλκυσε σφοδρώς το άκρον της αισθήτος, και ανέτρεψε την Αϊμάν επί της χλόης. Ο Σκούντας εζήτει ματαίως επί του εδάφους λίθον ή ξύλον τι, όπως μεταχειρισθή αυτό ως αλεξιτήριον κατά του επιδρομέως. Τέλος εύρεν ένα λίθον και ρίψας αυτόν κατά του κυνός τον εκτύπησεν εις την κεφαλήν. Ο Χόμο ωλόλυξε και άφησε το φόρεμα της Αϊμάς, όπερ εκράτει με τους οδόντας. — Η Αϊμά ησθάνθη αίφνης άλγος εις την κνήμην. Ο κύων την είχε δαγκάσει. — Ω, πονώ, πονώ! έκραξεν. Ω Μάχτο, Μάχτο! — Τι έχεις; Σ' εδάγκασε; — Πονώ πολύ, επανέλαβε κλαυθμυρίζουσα. Ο Σκούντας ηγωνίζετο ναπομακρύνη τον Χόμο, όστις επί ταις απειλαίς και ταις χειρονομίαις αυτού υπεχώρησε δύο ή τρία βήματα, και επανήρχετο πάλιν εις την έφοδον. Οι γαυγισμοί δε αντήχουν εις την βαθείαν φάραγγα. Τέλος ο Σκούντας κατώρθωσε διά βροχής λίθων και βώλων γης, να τον απομακρύνη. Ο Χόμο κατέβη εις την κοίτην του χειμάρρου, και οι ολολυγμοί του ηκούοντο εισέτι, αλλά οι λίθοι ους έρριπτε κατ' αυτού ο Σκούντας τον εκράτουν εις απόστασιν. Αίφνης έγεινεν άφαντος. Ίσως ετράπη προς άλλην διεύθυνσιν, και έμελλε να αρχίση αλλαχόθεν νέαν έφοδον. Ο Σκούντας επανήλθε προς την Αϊμάν. Η νέα ήλγει και εκράτει την κνήμην με τας δύο χείρας. — Πονείς πολύ; είπεν ο Σκούντας. — Ω ναι. Και έκλαιεν ακατασχέτως. Την στιγμήν εκείνην ο Σκούντας υπέστη παράδοξον ενδόμυχον τροπήν. Ησθάνθη τύψεις συνειδήσεως, ησθάνθη μεταμέλειαν και κατάνυξιν. Τότε πρώτην φοράν ανελογίσθη την πραξίν του, και εμέμφθη εαυτόν. Καθώς η αρπαγείσα εκείνη ψυχή (η δοξασία του λαού λέγει τούτο), η περιφερομένη παρά του αγγέλου επί τεσσαράκοντα ημέρας μετά τον από του σώματος χωρισμόν, είδε παρά τινα πηγήν δυσώδες και σκωληκόβρωτον σώμα, όπερ δεν ανεγνώρισεν, αλλ' εβδελύχθη, ότε δ' έμαθεν ότι τούτο ήτο το σκήνος, όπερ είχεν εγκαταλίπει, κατεπλάγη και ησχύνθη διά το μικρόψυχον αίσθημα όπερ εκράτει σφιγκτώς εγκαρθειγμένην αυτήν εντός του δυσώδους τούτου σκήνους..... ούτω και ο Σκούντας είδε πρώτην φοράν με γυμνούς οφθαλμούς την πράξιν του, και ησθάνθη το δυσώδες και αποτρόπαιον αυτής. Εβδελύχθη, έφριξε και κατεταράχθη. Έμεινεν επί τινας στιγμάς διαλογιζόμενος. Αλλ' όμως δεν είχε την γενναιότητα να ριφθή εις τους πόδας της Αϊμάς και να τη ομολογήση την αλήθειαν. Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν. Ο Σκούντας τω είπε· — Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας. Ο Τρέκλας είχεν οπισθοχωρήσει και εν ακαρεί συνέκρουσε τον πυρίτην λίθον με τον σίδηρον, και ήναψε δάδα. Ο Σκούντας ερρίφθη ορμητικώς επ' αυτής και την έσβεσεν. Αλλ' όσον ασύλληπτος εν νω και αν ήτο η στιγμή καθ' ην διήρκεσε το φως, ο Τρέκλας είδε το πρόσωπον του ανθρώπου τούτου. — Συ είσαι! Σε αναγνωρίζω! έκραξε μανιωδώς. Και τον ήρπασεν εκ του λαιμού. Ο Σκούντας τον συνέλαβε και αυτός εκ του πώγωνος. Η Αϊμά τρέμουσα εκ του ψύχους, του άλγους και του φόβου, επλησίασε. Νέα αυτή συμφορά ην δεν ηδύνατο ουδέ να εννοήση. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. Δύο εχθροί. Πάλη τότε τρομερά συνέβη εν τω σκότει μεταξύ των δύο τούτων ανθρώπων. Πάλη θηριώδης και αδιάλλακτος. Σύγχυσις, ταραχή, κραυγαί και κρότος. Η Αϊμά έμεινε με το στόμα ανοικτόν, και δεν ηδύνατο να εννοήση τι συνέβη. Καθ' ην στιγμήν ανήφθη επί μίαν στιγμήν η δας, η κόρη είχεν ιδεί ακαριαίως το πρόσωπον του Τρέκλα φωτισθέν, και πάλιν το σκότος επανήλθεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος είχεν εστραμμένα προς αυτήν τα νώτα, αλλ' όμως και πάλιν τον είδεν εκ πλαγίου, και τη εφάνη ότι δεν ήτο ο Μάχτος. Αλλά την ιδέαν ταύτην μόλις είχε προφθάσει να συλλάβη, και ευθύς η προσοχή της μετεβιβάσθη εις το θέαμα εκείνο της αγρίας πάλης, όπερ κατέπληξεν αυτήν. Ελησμόνησε δε και το άλγος της κνήμης της και το ψύχος, και πάσαν άλλην δυστυχίαν. — Διά τον Θεόν! Τι είνε; έκραξε τρομάξασα η νέα. Αλλά τις ήθελε απαντήσει προς αυτήν; Οι δύο εκείνοι άνθρωποι δεν είχον καιρόν να την ακούσωσιν. Ο Τρέκλας εκράτει τον εχθρόν του σφιγκτώς από του λαιμού, και τον είχε καταβάλει ήδη και εγονυπέτει επί του στήθους του. Ηκούετο το ρογχώδες άσθμα του Σκούντα και οι απειλητικοί γρυσμοί του αντιπάλου αυτού. Πέριξ δε σκότος, σιγή και ερημία. Οι κλώνες των δένδρων εσείοντο υπό του ανέμου, ο ρύαξ κάτωθεν εμορμύριζεν εις την κοίτην του, και τα νέφη εξηκολούθουν σωρευόμενα άνωθεν εις τον αιθέρα. Μεμακρυσμέναι βρονταί αντήχουν, και αι ψεκάδες του όμβρου διέλειπον επί μικρόν και πάλιν ήρχιζον να πίπτωσιν. Ο Τρέκλας ήτο άφωνος και δεν έλεγε το αίτιον της οργής του. Αλλά στιγμήν τινα ηκούσθη μασσωμένη μεταξύ των οδόντων του η λέξις· Άθλιε! μου πήρες την..... Και διεκόπη. Αλλ' ας σπεύσωμεν να είπωπεν προς τον αναγνώστην το πιθανώτατον αίτιον της επιθέσεως ταύτης. Δις ή τρις ήδη εν τοις προλαβούσι κεφαλαίοις ο Τρέκλας ηκούσθη παραπονούμενος ότι η σύζυγός του τον είχεν εγκαταλίπει. Το μυστικόν τούτο μόνον εις τον Χόμο ηδύνατο να εμπιστευθή. Αλλ' όμως εβάρυνε την καρδίαν του, και ήτο δι' αυτόν ως εφιάλτης. Φαίνεται λοιπόν ότι εκ της φωνής του Σκούντα και εκ της μορφής αυτού, ην κατώρθωσεν επί μίαν στιγμήν να ίδη, τον ανεγνώρισεν ότι ούτος ήτο ο άρπαξ της συζύγου του· το τραύμα δε αυτού ήτο πρόσφατον, και η οργή του αφορμήν εζήτει όπως εκραγή. Ευθύς δ' ως είδε τον Σκούνταν, εξέλαβε τούτον ως δώρον της Νεμέσεως και ερρίφθη επ' αυτού με την λύσσαν της τίγρεως. Ο Σκούντας είχεν ίσως τους βραχίονας ισχυροτέρους, αλλ' ήτο απαράσκευος, και ευρέθη εις θέσιν προχείρου αμύνης. Ο δε Τρέκλας ήτο θρασύδειλος και σκληρός, και ησθάνθη ότι οι βραχίονες του ανέλαβαν πρόσκαιρον νευρικήν δύναμιν. Ο Σκούντας υπέκυψεν εις τον πνιγμόν, και αι χείρες αυτού, αρπάσαντες κατ' αρχάς τον αντίπαλόν του εκ του πώγωνος, ευθύς παρελύθησαν. Κατεβλήθη, και το γόνυ του εχθρού του ετέθη επί του στήθους του. Η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας, επτοημένη, έξαλλος, ηθέλησε να πλησιάση. Αν την έβλεπεν ο Τρέκλας, τις οίδε, ίσως έμελλε να την εκλάβη αντί της γυναικός αυτού. Ευτυχώς όμως η Αϊμά είχε στρέψει προς αυτόν τα νώτα. — Διά τον Θεόν! επανέλαβεν η Αϊμά, τι έχετε; Ο Τρέκλας ήκουσε την φωνήν ταύτην, και αυτομάτως εστράφη. Αποσπασθείσης δ' επί μίαν στιγμήν της προσοχής αυτού, εχαλαρώθη και η περίσφιγξις της χειρός του. Ο Σκούντας ανακουφισθείς μικρόν, επειράθη να εγερθή. Αλλ' ο Τρέκλας δεν επτοήθη, και επανέλαβε σφοδρότερον να τω σφίγγη τον λαιμόν. Δεν ηδύνατο δε ο Τρέκλας να ίδη την Αϊμάν, διότι έστρεφε προς αυτήν τα νώτα. Την στιγμήν εκείνην επανήλθε και επίκουρος του Τρέκλα ο Χόμο, όστις αφού εξετέλεσε την περίοδόν του, επανήλθε εκβάλλων φοβεράς υλακάς. Η Αϊμά οπισθοχώρησε τρέμουσα, αλλ' ο κύων δεν εστράφη κατ' αυτής. Την μανίαν του κατηύθυνε κατά του θύματος του Τρέκλα, και ορμήσας ήρχισε να δάκνη μανιωδώς τους ώμους και τας πλευράς αυτού. Συγχρόνως δε εκ του οικίσκου εξήλθε και άλλο τι πρόσωπον. Ανήρ υψηλός, σκυθρωπός και σιωπηλός ήλθε και έστη ως φάντασμα πλησίον της Αϊμάς. Η νέα ετρόμαξε και αφήκε κραυγήν. — Θεέ μου! ποίος είσαι; Ο άνθρωπος εκείνος ανεγνώρισε την φωνήν ταύτην, και αποτείνας τον λόγον προς την νέαν τη είπε· — Συ είσαι, η Αϊμά; — Ω Θεέ μου! εψιθύρισεν η κόρη. — Υπάγωμεν, Αϊμά, είπε παραδόξως ο άνθρωπος εκείνος. Τώρα αυτοί θα σκοτωθούν. — Ο Μάχτος;. . . είπε διστακτικώς η Αϊμά δεικνύουσα τον υπό τον πνιγμόν του Τρέκλα εκπνέοντα. — Δεν είνε ο Μάχτος, είπεν ο άνθρωπος εκείνος. Ποίος σοι τω είπεν; Η Αϊμά ανέπνευσεν. — Υπάγωμεν, Αϊμά, επανέλαβεν ο υψηλός άνθρωπος. Και έσυρε την νέαν μεθ' εαυτού. Αύτη δεν είχεν ουδέ δύναμιν ναντιστή. Άλλως δε αι τοιαύται συγκινήσεις την είχαν νεκρώσει. Εν τούτοις πριν ή κάμη βήμα εδοκίμασε να είπη· — Δεν τον βοηθούμεν; και εδείκνυε πάλιν τον καταβεβλημένον υπό του Τρέκλα άνθρωπον. — Να τον βοηθήσωμεν; είπε μετά ψυχρού σαρκασμού ο μυστηριώδης άνθρωπος. Έλα στο νου σου, Αϊμά. Δεν ήτο δε ίσως και επίκουρος η τοιαύτη βοήθεια. Ο Σκούντας ήτο άδηλον αν έζη εισέτι. Η μανιώδης περίσφιγξις του Τρέκλα, και τα δήγματα του Χόμο, τον είχαν καταβάλει. Εν τούτοις ουδείς μάρτυς παρέστη εις το τέλος της σκηνής ταύτης. Η χλόη εφαίνετο πεπατημένη την επαύριον, και χώμα είχε σωρευθή ενιαχού όπως καλύψη το αίμα, όπερ έκαμαν να ρεύση τα δήγματα του Χόμο. Όπισθεν δε του ερήμου νερομύλου, εις μέρος απάτητον και απρόσιτον, μεταξύ θάμνων και βάτων, μέγας σωρός χώματος ομοιάζων με τάφον είχεν εγερθή. Αλλά το μέρος εκείνο ήτο αόρατον από ατραπού και ουδείς ουδέν ηδύνατο να υποπτεύση. Την επαύριον περί την μεσημβρίαν, ότε ο Τρέκλας διετάχθη να υπάγη εις το άντρον του Πλήθωνος, όπως κομίση την είδησιν περί της αποδράσεως της Αϊμάς εκ του μοναστηρίου, ουδέν ίχνος της νυκτερινής πάλης, πλην αμυχών τινων, εφαίνετο επί του προσώπου του Τρέκλα. Ήτο μάλιστα εύθυμος, και είχε διάθεσιν προς φλυαρίαν, ως να ήτο έωλος εξ οίνου. Αι δε αμυχαί εκείναι, λαμβανομένου υπ' όψιν του επαγγέλματος του κηπουρού, όπερ μετήρχετο, ηδύνατο να νομισθώσιν ότι προήλθον εκ των βάτων και ακανθών, καθ' ων επάλαιεν όπως καλλιεργήση τους από πολλού χέρσους κήπους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. Νυξ εν τη ερημία. Ο Πρωτόγυφτος, όστις είχε γείνει άφαντος από πολλών ημερών, δεν έμελλεν επί μακρόν χρόνον να μείνη αόρατος. Την νύκτα εκείνην και τας προλαβούσας είχε φιλοξενηθή παρά του Τρέκλα, και ευρέθη επικαίρως παρών όπως οδηγήση και προστατεύση την Αϊμάν. Αλλά πώς συνέβη τούτο; Ο Πρωτόγυφτος είχε λάβει από τινος χρόνου την έξιν του να παρέχη υπηρεσίας, όπως μη είνε παντελώς άχρηστος εις τον πρόσκαιρον κόσμον. Γινώσκων λοιπόν πού ευρίσκετο η Αϊμά, ενόμισεν ότι ώφειλε να περιφοιτά τακτικώς εις τα μέρη εκείνα, και τούτο όπως μανθάνη εγκαίρως παν καινόν δυνάμενον να συμβή. Ηδύνατο δε λίαν επωφελώς, ως επίστευε, να αναγγέλλη τούτο εις τους περί τον Πλήθωνα, αν και ουδεμίαν παραγγελίαν είχε λάβει προς τούτο. Την ημέραν ο Πρωτόγυφτος ουδαμού εφαίνετο. Πιθανώς έμενε κεκρυμμένος έν τινι τρώγλη. Την δε νύκτα ανέβαινεν εις την επιφάνειαν και περιήρχετο ως πενθούσα σκιά περί τα τείχη του μοναστηρίου. Εις μάτην περιέμενε τον Βούγκον να έλθη να τον εύρη. Ο δυστυχής νέος δεν είχεν εννοήσει την παραγγελίαν του πρώτου των Γύφτων, και έμενεν αδρανής, προσπαθών να παρηγορήση την μητέρα του, ήτις έκλαιε καθ' εκάστην πρωίαν την στέρησιν του συζύγου. Την νύκτα εκείνην ο Πρωτόγυφτος ιδών το θυελλώδες του καιρού, ετόλμησε να ζητήση φιλοξενίαν παρά του Τρέκλα. Ότε δ' ευρίσκετο εις τον τρίτον και τελευταίον ύπνον, τον αφύπνισεν αποτόμως ο θόρυβος της συμπλοκής. Ο Πρωτόγυφτος ηγέρθη, έτριψε τους οφθαλμούς, επλησίασεν εις την θύραν και διασκελίσας τους δύο παλαίοντας, οίτινες έκειντο ο έτερος επί του ετέρου αποφράττοντες την είσοδον, εξήλθεν. Είδε τότε ορθίαν ενώπιον αυτού την Αϊμάν. Την ανεγνώρισε δε σχεδόν εξ ορμεμφύτου. Τη απέτεινε τον λόγον μετά δισταγμού, αλλ' εκ του ήχου της φωνής της, ότε αύτη απήντησε, την ανεγνώρισεν εντελώς. Η νεάνις παρεσύρθη υπ' αυτού μη έχουσα δύναμιν ίν' αντισταθή, και απεμακρύνθησαν. Ο Γύφτος ωδήγησε την Αϊμάν εις λόχμην τινά, γνωστήν εις αυτόν, διότι κατά τας προλαβούσας ημέρας είχε κατοπτεύσει το έδαφος, και πολλά είχεν ανακαλύψει. Τη έδειξε κόγχην τινά υποκάτω ενός βράχου, και τη είπε να κοιμηθή. Η νέα συνεστάλη εντός του κοιλώματος εκείνου και ο Γύφτος εκάθισε πλησίον αυτής. Το μέρος ήτο υπήνεμον και εσκέπαζε την Αϊμάν από των σταγόνων της βροχής, ήτις κατά διαλείμματα έπιπτεν. Άνωθεν σκοτεινός αιθήρ επέκειτο, και αστραπαί διέσχιζαν τον αέρα. Η βροντή εμυκάτο και ο άνεμος εγόγγυζε διά μέσου των κλώνων των δένδρων. Η νέα περιετυλίχθη εντός του επενδύτου της, αλλά δεν είχε σκοπόν να κοιμηθή· εφοβείτο. Άγνωστα αισθήματα αποστροφής και οδύνης συνέθλιβον την καρδίαν της. Διετέλει εν αμηχανία και δεν είξευρε τι να σκεφθή περί του Γύφτου, ή τι να τω είπη. Ανεμιμνήσκετο ότι ο άνθρωπος ούτος την είχε πωλήσει. Η νέα είχεν εννοήσει καλώς τούτο. Και τώρα κατά παράδοξον της τύχης προδοσίαν έπιπτεν εκ νέου εις τους όνυχάς του. Η περίστασις ηδύνατο να χρησιμεύση διά τον Πρωτόγυφτον ως αφορμή όπως επιδείξη την εμπορικήν πίστιν και αρετήν αυτού, παραδίδων εκ δευτέρου την κόρην εις τας χείρας των αγοραστών. Πλην τούτου ηδύνατο να ελπίση και προσθέτου τιμήματος απολαβήν, αν έπραττε τούτο. Ήτο δε τοσούτω φοβερώτερος ο κίνδυνος ούτος, όσω η Αϊμά, ως πάντες, ηγνόει ποίοι τινες ήσαν οι αγορασταί και τις ο σκοπός των. Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος εκάθητο ήσυχος εγγύς αυτής, και ουδ' υποπτεύων υπό ποίων λογισμών κατείχετο η νέα. Δεν ησθάνετο την ανάγκην του ν' απολογηθή προς την Αϊμάν, αλλά τη έλεγεν ηρέμα· — Τώρα πλέον θα πάμε 'στό σπήτι μας, Αϊμά.. .. χμ..· θα ζήσωμεν ήσυχα από 'δώ κ' εμπρός. Κανένας δεν θα μας πειράξη. Πέρασες καλά αυταίς ταις ημέραις; Η Αϊμά δεν απήντησε. — Ο Βούγκος και ο Μάχτος, επανέλαβεν ο Πρωτόγυφτος, είνε καλά, έμαθα, τα δύο μας παιδιά. Να δουλεύουν τάχα το αργαστήρι, ή μη το παράτησαν; Εκείνη η στρίγλα η μάννα τους τα φταίγει όλα. Συ δεν της μοιάζεις, είσαι καλό κορίτσι, Αϊμά. — Ο Μάχτος, εψιθύρισεν η νέα. Αλήθεια πως δεν ήτον ο Μάχτος αυτός; — Ποίος; — Εκείνος. Και η Αϊμά εδείκνυε μόνον διά της χειρός την διεύθυνσιν προς ην έκειτο ο μύλος, όθεν είχον αναχωρήσει. Εφαίνετο δε μη έχουσα την δύναμιν να εξηγηθή διά λέξεων. Ο Πρωτόγυφτος απήντησε· — Λέγεις εκείνους τους δύο που μάλωναν; — Ναι. — Δεν ήτον ο Μάχτος. Ποιος σου το είπε; Ο Πρωτόγυφτος ηδύνατο εκ του διαλόγου τούτου να λάβη αφορμήν, όπως την ερωτήση πώς ευρέθη εκεί, και πώς κατώρθωσε να εξέλθη εκ του Μοναστηρίου, ακολουθήσασα τον άνθρωπον εκείνον. Αλλ' όμως δεν έπραξε τούτο. Ίσως επεθύμει ν' αποφύγη πάσαν αφορμήν προς εξήγησιν. Η Αϊμά τον ηρώτησε· — Και ποιος ήτον; — Δεν τον γνωρίζω. Ο Γύφτος έλεγε την άλήθειαν. Δεν είχεν αναγνωρίσει τον Σκούνταν, άδηλον δε και αν τω ήτο εξ αρχής γνωστός. Η Αϊμά δεν απηύθυνεν άλλην ερώτησιν. — Κοιμήσου, της είπε και εκ δευτέρου ο Πρωτόγυφτος, και αύριον πρωί θα πάμε εις το σπήτι μας. Αλλ' η Αϊμά πολύ απείχε του να υπακούση εις την παρακέλευσιν ταύτην, και εβυθίσθη εις αντιφατικούς διαλογισμούς. Εσκέπτετο ότι εις τον άνθρωπον τούτον θα ώφειλεν επί τέλους σέβας και ευγνωμοσύνην, διότι εις τον οίκον αυτού ανετράφη και ηυξήθη τη ηλικία. Αλλ' όμως την επώλησεν. Ηδύνατο άρα η ευγνωμοσύνη να νικήση την αγανάκτησιν; Αλλ' όμως μετ' ολίγον απέκρουσε τους διαλογισμούς τούτους ως προώρους. Η νυν θέσις της δεν ήτο ασφαλής. Περιέμενε την πρωίαν ν' ανατείλη. Ηγνόει τι έμελλε να πράξη. Ηδύνατο εκουσίως ν' ακολουθήση τον Πρωτόγυφτον, ή διά της βίας θα τον ηκολούθει; Έπρεπε να επανέλθη εις την οικίαν αυτού, αφού παρεβίασε το ιερόν της στέγης και της εστίας διά της πωλήσεως; Και αν ηρνείτο να μεταβή εκείσε, πού είχε να καταφύγη; Τρομεραί αι απορίαι αύται διά την ατυχή νέαν. Ήλθε στιγμή τις καθ' ην μικρού δειν μετενόει διατί να φύγη εκ του μοναστηρίου. Διότι ουδέν τω όντι είχε καταφύγιον. Ούτω παρήλθεν η νυξ εκείνη. Μετά τρεις ώρας υπέφωσκεν η ηώς. Η Αϊμά δεν είχε κλείσει τους οφθαλμούς, ο δε Πρωτόγυφτος απεκοιμήθη καθήμενος και έρρεγχεν. Εις την Αϊμάν είχεν επέλθει η ιδέα να σηκωθή και να φύγη εγκαταλείπουσα τον Πρωτόγυφτον, αλλά δεν είχε σθένος φυσικόν ή ηθικόν να πράξη ούτω. Ο κάματος, η έκλυσις των δυνάμεων, ο φόβος υφ' ου κατείχετο, το αμυδρόν αλλ' επίμονον αίσθημα της ερημίας και της ελλείψεως ασύλου την ημπόδιζον, αποτελούντα φραγμόν εις τα διαβήματα αυτής. Ότε η πρώτη ακτίς της ηούς εφάνη, διαφωτίσασα το βαθύ σκότος της θυελλώδους νυκτός, τότε ήνοιξε και ο Πρωτόγυφτος τους οφθαλμούς. — Δεν εκοιμήθης, Αϊμά; τη είπεν. — Εκοιμήθην, απήντησεν η νέα. Ο Πρωτόγυφτος ανωρθώθη, περιήλθε δις ή τρις περί τον βράχον, και είτα τη είπε· — Σηκώσου να πάμε. Η Αϊμά υπήκουσε. Τότε ήρχισαν να οδοιπορώσι διά μέσου των δρυμώνων. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας οδούς και ηγνόει προς ποίαν διεύθυνσιν έπρεπε να μεταβώσι, και πού έκειτο η Μονεμβασία. Τον ηκολούθει δε μηχανικώς. Ο Γύφτος εφαίνετο γνωρίζων κατά σπιθαμήν το έδαφος, την ωδήγει δε διά των πλαγίων ατραπών και των φαράγγων, αποφεύγων να συναντήση διαβάτην. Ήτο ήδη ημέρα. Ότε ήκουον μακρόθεν βήματα, ο Γύφτος την έσυρε προς απότομόν τι μέρος, και εκρύπτοντο εκεί. Είτα ο Πρωτόγυφτος την ηρώτα· — Είσαι κουρασμένη; — Όχι, απήντα η Αϊμά. Τω όντι δε τα μέλη του σώματος της εφαίνοντο απολέσαντα την αίσθησιν του καμάτου. — Αν είν' έτσι, πάμε, έλεγεν ο Γύφτος. Και η Αϊμά ηγείρετο και τον ηκολούθει. Ότε έφθασαν εις λόφον τινά, ου αντικρύ εφαίνετο κώμη τις, ο Πρωτόγυφτος τη είπε· — Πεινάς; — Όχι, απήντησεν η Αϊμά. Ουδ' ησθάνετο δε την πείναν, αν και ουδέν είχε φάγει από δύο ημερών. — Δεν γίνεται, είπεν ο Γύφτος· κ' εγώ πεινώ. Περιμένεις εδώ, να υπάγω αντικρύ να αγοράσω ψωμί; — Περιμένω, είπεν η Αϊμά. Εις τον Πρωτόγυφτον επήλθεν η ιδέα ότι η Αϊμά ηδύνατο ευκόλως να φύγη, αν την άφηνε μόνην. Μεταμεληθείς λοιπόν είπε· — Ειμπορεί να φοβήσαι να σ' αφήσω μοναχήν. Καλλίτερα να έλθης μαζή μου. Αυτοί οι χωριάταις δεν μας γνωρίζουν. Πάμε μαζή; — Πάμε, είπε μετ' αδιαφορίας η Αϊμά. Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο Γύφτος — Και τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Έχετε δω σιμά χωράφια; Εγώ δεν σας είδα άλλην φοράν. — Τώρα γρήγορα ταγοράσαμε. — Δεν μοιάζετε για χωραφάδες, είπεν η γυνή, παρατηρούσα το μαυρισμένον πρόσωπον και τας μολυβδόχρους χείρας του Γύφτου. — Σαν τι μοιάζομε; — Φαίνεσθε σαν Ατσίγγανοι. — Ειμπορεί να είμασθε κι' όλας, εμορμύρισε δυσμενώς ο Πρωτόγυφτος. Σε πειράζει τούτο τίποτες; — Όχι. — Τότε γιατί ρωτάς; — Και αυτή τι την έχεις; επανέλαβεν η γυνή δεικνύουσα την Αϊμάν. — Είνε κόρη μου. — Σαν άρρωστη μου φαίνεται, είπεν η φιλοπράγμων γυνή. Ο Πρωτόγυφτος εμυρμύρισε· — Πάμε, Αϊμά. Και λαβών εκ της χειρός την νέαν προυχώρησεν, όπως αποφύγη τας φορτικάς ερωτήσεις της γυναικός εκείνης. Αύτη ηκολούθησεν αυτούς, ανυπόδητος και με την ηλακάτην όπως ήτο, βαδίζουσα τριάκοντα βήματα όπισθεν αυτών. Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε· — Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί; — Σήμερα το πρωί επέρασ' απ' εδώ ένας άνθρωπος κουτσός. — Ποίος; — Ένας γνώριμος του ανδρός μου. Και μας είπεν ότι χθες βράδυ έγεινεν άφαντη από το μοναστήρι των καλογραιών μία νέα γυφτοπούλα. — Αι, και τι μ' αυτό; — Λοιπόν αυτός ο γέρος εκεί είνε γύφτος, μου φαίνεται. Και η νέα ειμπορεί να είνε εκείνη η γυφτοπούλα, όπου έφυγεν από το μοναστήρι. — Αι, και τι μας μέλει; — Δεν λέγω πως με μέλει, αλλά σου λέγω τάχατες διά να το ξεύρης και συ. — Ώρα καλή! Και η γειτόνισσα στρέψασα τα νώτα απεμακρύνθη. Εν τούτοις οι δύο οδοιπόροι εξήλθον εκ της κώμης, και επανέλαβον την πορείαν των. Ο Γύφτος δεν είπε πλέον προς την Αϊμάν να φάγη, αλλά την εβίαζε να σπεύδη το βήμα, η δε κόρη τον ηκολούθει αγογγύστως. Φαίνεται ότι αι επίπονοι εξετάσεις της χώρας εκείνης είχον εμποιήσει ανησυχίαν εις τον Πρωτόγυφτον. Ότε δε απεμακρύνθησαν παραπολύ, τότε μόνον τη επρότεινε να καθίσωσιν εις μέρος τι και να αριστήσωσιν. Είτα δε τη είπε· — Τώρα είνε ανάγκη να καθίσωμε 'δω, που είνε παράμερα. Κοντεύομε να φθάσωμεν εις το χωριό μας. Δεν πρέπει να φανώμεν εκεί την ημέραν, μη μας ιδούν. Όταν νυχτώση, τότε θα πάμε. Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' υπετάχθη σιωπηλώς. Έκλινε δε προς την δύσιν η ημέρα. Ότε επήλθεν η νυξ, τότε ο Πρωτόγυφτος τη λέγει· — Σηκώσου τώρα. Είνε καιρός να πηγαίνωμε. Και η νέα υπήκουσε. Διήλθον πολλών μιλίων οδόν. Η Αϊμά εβάδιζε μετ' απιστεύτου καρτερίας. Άλλως δε είχεν αναπαυθή κατά τον τελευταίον σταθμόν, και η λιτή τροφή, ην έλαβε, τη απέδωκε τας δυνάμεις της. Ήτο δε βαθύ σκότος. Ο καιρός είχε μεταβληθή από της πρωίας, και ήτο ευδία. Ο Γύφτος εγίνωσκε καλώς τας οδούς, και ωδήγει την Αϊμάν. Ότε όμως είχον αναβή εις απότομόν τινα ακρώρειαν του Ταϋγέτου, ο Γύφτος εστάθη αίφνης διστάζων. Εκύτταζε δεξιά και αριστερά, ως να διετέλει εν αμηχανία. — Τι είνε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν ξέρω, μου φαίνεται σαν να έχασα τον δρόμο. — Αλήθεια; Εγώ και πρωτήτερα θα σου το έλεγα, είπεν η Αϊμά. — Πώς; γνωρίζεις εσύ τους δρόμους; είπε με σκληρόν τόνον ο Πρωτόγυφτος. — Δεν τους γνωρίζω, αλλά δεν ξέρω πώς μου εφάνη πως είμεθα πολύ μακρυά από το χωριό μας. — Α! έκαμε πτοηθείς ο Γύφτος. Και πώς εκατάλαβες ότι είμασθε μακρυά; — Έτσι μου εφάνη. — Έχεις λάθος, πρωτήτερα επηγαίναμε πολύ καλά, κορίτσι μου. Τώρα όμως . . . — Τώρα; — Δεν ξεύρω αν θα μείνωμε και άλλην μίαν βραδειά εις το βουνό να ξενυχτίσωμεν. — Ω!... — Και εις αυτό το μέρος λέγουν πως είνε λύκοι. — Λύκοι! είπε μετά τρόμου η Αϊμά. — Σου λέγω, ο δρόμος μας είνε χαμένος, επανέλαβεν ο Γύφτος. — Και τώρα τι να κάμωμεν; είπεν η Αϊμά συνάπτουσα τας χείρας. Ο Γύφτος περιέβλεψεν εισέτι επί τινα χρόνον εξετάζων τα πέριξ, περιήλθε το μέρος, και επέστρεψε προς την Αϊμάν. — Φαίνεται φως εκεί πέρα, είπε. — Πού; — Έλα να το ιδής αν θέλης. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εις στροφήν τινα της ατραπού, και είδε τω όντι φως λάμπον εν μέσω των θάμνων, εις χιλίων βημάτων απόστασιν. — Και τώρα θέλεις να πάμε εκεί να τους παρακαλέσωμεν να μας δεχθούν απόψε διά την νύκτα; — Όπως θέλεις, απήντησεν η Αϊμά. Επροχώρησαν. Το φως ήτον εις την ρίζαν ενός βράχου, και όσον επλησίαζον, τόσον ευκρινέστερον καθίστατο. Ότε ήλθον εγγύτερον, ο Πρωτόγυφτος είπε· — Κάθησαι συ εδώ, να υπάγω εγώ μίαν στιγμήν να ιδώ τι άνθρωπος είνε, και γυρίζω και σε παίρνω. — Ας είνε, είπεν η Αϊμά. Ήδη μόλις απείχον περί τα εκατόν βήματα. Ο Γύφτος καταλιπών την Αϊμάν, έσπευσε προς το μέρος εκείνο με ελαφρόν και σταθερόν βήμα, ως να ήτο εξωκοιωμένος από πολλού να βαδίζη επί του εδάφους τούτου. Έκρουσε δε ασφαλώς και μετά πολλού θάρρους την θύραν της κατοικίας εκείνης. — Ποίος είνε; ηρώτησεν ένδοθεν. — Εγώ ο Πρωτόγυφτος Η θύρα ανεώχθη, και άνθρωπός τις επαρουσιάσθη εις το διάκενον. — Πού ευρέθεις εδώ; ηρώτησε. — Ήλθα να περάσω εδώ την νύκτα. — Και εκείνη έφυγε! τω είπε μετά μεμπτικού τόνου ο άνθρωπος. — Έφυγεν, αλλ' ήλθεν. — Ήλθε; — Βέβαια. — Πού είνε; — Εκεί. — Αλήθεια; — Αλήθεια. — Δεν με γελάς; — Ο Πρωτόγυφτος δεν λέγει ψεύματα. — Και πώς έγεινε τούτο; — Θα σοι το διηγηθώ άλλην φοράν. — Και τώρα; — Τώρα να φύγης απ' εδώ, και να μας παραχωρήσης την φωλεάν σου. — Διατί; — Διά να μη σε γνωρίση. — Έχεις δίκαιον. — Και ο αφέντης πού είνε; ηρώτησεν ο Πρωτόγυφτος. — Προ μιας ώρας ανεχώρησε διά την Σπάρτην. — Λοιπόν θα υπάγης και συ εκεί; — Αύριον πρωί. — Ναι, αλλά φύγε απ' εδώ να μη σε ιδή. Ο άνθρωπος εξελθών, εστράφη περί τον βράχον, και απεμακρύνθη ταχέως. Ο Γύφτος επανήλθε προς την Αϊμάν και τη είπε· — Πάμε, κόρη μου. — Μας δέχονται; ηρώτησεν η νέα. — Μας δέχονται. Είνε καλοί άνθρωποι. Πολύ καλοί άνθρωποι. Και προπορευομένου του Γύφτου, εισήλθεν η Αϊμά εις το ερημικόν εκείνο οίκημα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. Κατόπιν εορτής. Την εσπέραν της αυτής εκείνης ημέρας, καθ' ην ο Τρέκλας είχε κομίσει εις τον Πλήθωνα το άγγελμα της αποδράσεως της Αϊμάς, ο φιλόσοφος είχεν αναχωρήσει εκ του άντρου και μετέβη εις Σπάρτην. Ο αναχωρητής ούτος περιεσπάτο υπό πολλών φροντίδων. Μία τούτων ήτο η περί της στρατολογίας των επικούρων... Φευ! οψέ, λίαν οψέ, εμερίμνων εν Ελλάδι προς εκπλήρωσιν της ιεράς ταύτης οφειλής. Ήτο ήδη περί το τρίτον δεκαήμερον του Μαΐου του έτους ,αυνγ'. Και η βασιλεύουσα μετ' ολίγας ημέρας... Την επαύριον της ημέρας εκείνης συνέβη εν Σπάρτη η στρατολογία εκείνη και η χρηματική διανομή, ην περιεγράψαμεν διά βραχέων εν τοις προηγουμένοις. Μεταξύ των αυτοκλήτων ή αιρετών αρχηγών του κινήματος τούτου υπήρχον βεβαίως άνθρωποι μικρού άξιοι, κερδοσκοπούντες επί της δεινής εκείνης ανάγκης. Αλλ' υπήρχον και χρηστοί άνδρες, δυνάμενοι να συντελέσωσιν εις αγαθόν τι υπέρ του προκειμένου τότε αγώνος, αν η κίνησις εγίνετο δύο ή τρεις μήνας πρότερον. Ονόματά τινα αναφέρονται εν τοις χρονικοίς τα εξής: Ιωάννης Κομνηνός, όστις ήλθεν εκ της βασιλευούσης έχων παρά του βασιλέως εντολήν προς στρατολογίαν. Κωνσταντίνος ο Βεράτιος, ανήρ πολλάκις πολεμήσας και διαπρέψας. Ούτος εστρατολόγησεν εκ Μεσσηνίας πλείονας των διακοσίων ανδρών. Γεώργιος ο Πύλιος, πολεμήσας προς τους Βενετούς κατά θάλασσαν. Ο Αλβανός Ματθαίος Αρκουλάς, όστις ελάμβανεν εξ υπαμοιβής το άροτρον και την σπάθην, και εθέρισεν εκ των αγρών τόσους μεδίμνους σίτου, όσα σώματα εχθρών εν τοις στρατοπέδοις της Αλβανίας και της Βορείου Μακεδονίας. Είχε δ' εξορισθή εις Πελοπόννησον ένεκα μηχανορραφίας των εχθρών του εναντίον αυτού. Τέλος ο Αννίβας Βελμίννης, περί ου διηγούνται παράδοξα οι σύγχρονοι. Ούτος είχε γεννηθή εν Κεφαλληνία εκ πατρός Βενετού. Παις ων, ημέραν τινά ενώ ηλίευε παρά τας ακτάς της Ακαρνανίας είχεν αιχμαλωτισθή υπό των Βαρβαρέζων, οίτινες κατέστησαν αυτόν πιστόν Μουσουλμάνον και τολμηρόν πειρατήν. Είτα εφόνευσε τον κύριόν του και εδραπέτευσεν. Αλλ' επειδή ευκόλως δεν ηδύνατο ν' απομάθη την τέχνην ην είχε διδαχθή, κατώρθωσε να οπλίση, ή κατ' άλλους ν' αρπάση έκ τινος ναυστάθμου, πλοίον εσκευασμένον και έτοιμον καθ' όλα, και μετήρχετο την πειρατείαν δι' ίδιον λογαριασμόν. Και εν όσω μεν η τύχη τον ευνόει και εύρισκε λείαν δι' εαυτόν και τους συντρόφους του, καλώς είχε το πράγμα. Αλλ' έν έτος συνέβη να επέλθη αφορία κατά θάλασσαν, ή μάλλον απραξία εμπορική, και ο Βελμίννης δεν είχε να πληρώση τους μισθούς των συντρόφων του. Τότε και εκείνοι, οίτινες από πολλού αφορμήν μόνον εζήτουν όπως στασιάσωσι, τον έδεσαν οπισθάγκωνα επί του ιστού, και γυμνώσαντες το πλοίον απήλον διά της λέμβου. Εις μάτην ο δυστυχής Βελμίννης έκραζεν επικαλούμενος έλεος, λέγων ότι καλλίτερον ήτο να τον ρίψωσιν εις την θάλασσαν ν' αποθάνη τον οικείον εις τους ναυτικούς θάνατον, αλλά τα θηρία τον άφησαν δέσμιον και απήλθον. Το πλοίον εφέρετο επί των κυμάτων εική, όπου το ώθουν οι άνεμοι, ψυχή άλλη δεν υπήρχεν επ' αυτού, και ο Βελμίννης δέσμιος επί του ιστού δεν είχε τουλάχιστον την παρηγορίαν του να αποθάνη ελεύθερος και αγωνιζόμενος τον υπέρ της ζωής αγώνα. Ο δεσμώτης ελύσσα, εφρύαττεν, έδακνε τας αλύσεις, αλλά δεν είχεν υπεράνθρωπον δύναμιν όπως διαρρήξη αυτάς. Τα κύματα έπληττον προκλητικώς τας πλευράς του σκάφους, ως να ενέπαιζον σκληρώς την αγωνίαν και απόγνωσιν του δυστυχούς τούτου. Είχε περιέλθει εις το έσχατον σημείον της απογνώσεως, και θαύμα μόνον ηδύνατο να τον σώση. Και το θαύμα τούτο συνέβη πράγματι. Τουλάχιστον ο Βελμίννης διηγείτο τούτο, και εφαίνετο πιστεύων εν πεποιθήσει ότι είχε συμβή. Ο ανήρ ούτος είχε καταστή οπαδός της νέας παλαιάς θρησκείας, της εγκαινισθείσης υπό του Γεωργίου Γεμιστού, και είτε επίστευεν αυτός είτε όχι τα θαύματα των επανιδρυθέντων θεών, επεθύμει όμως να κάμη τους άλλους να τα πιστεύσωσι. Λοιπόν, ενώ ο Αννίβας Βελμίννης διετέλει εις την τρομεράν εκείνην θέσιν, αίφνης ακούει λείον κρότον, ως ολισθηρού σώματος αναβαίνοντος την πλευράν του σκάφους. Στρέφεται. Τι να ίδη; Περικαλλής κόρη ανέβη εις το κατάστρωμα, αλλά δεν ήτο όλη κόρη. Από της οσφύος και κάτω ήτο ιχθύς. Ο Αννίβας εξέστη προς το θέαμα τούτο. Αι Σειρήνες λοιπόν, ή Γοργόνες κατά τους ημετέρους ναύτας, αι μυθολογούμεναι αύται θαλάσσιαι νύμφαι, υπήρχον πραγματικώς, δεν ήσαν της φαντασίας πλάσματα! Ιδού ο Βελμίννης έβλεπε τούτο ιδίοις οφθαλμοίς. Και δεν εφοβήθη, δεν υπέστη το ζοφερόν εκείνο αίσθημα της δεισιδαιμονίας, το ιδιάζον εις τας τοιαύτας παραλόγους πίστεις. Ησθάνθη μόνον θάμβος και κατάνυξιν. Ηθέλησε να τη αποτείνη τον λόγον, να απαγγείλη προσευχήν προ της εμφανίσεως ταύτης. Αλλ' η γλώσσα του έμεινεν ακίνητος. Η θαλασσία νύμφη επλησίασεν ηρέμα, δι' ομαλού κινήματος, προ τον δεσμώτην, και κτυπήσασα διά της ουράς τας αλύσεις, τας διέρρηξεν. Ο Αννίβας ευρέθη όρθιος και ελεύθερος εν ακαρεί. Εγονυπέτησεν αυτομάτως. Αλλ' η νύμφη διολισθήσασα ταχέως επήδησεν εις την θάλασσαν, περιρραίνουσα το κατάστρωμα δι' ύδατος και έγεινεν άφαντος. Ο Βελμίννης έμεινε κατάπληκτος, διαπορών μη ήτο όνειρον το συμβάν τούτο. Αλλ' όμως ήτο αληθές. Αι αισθήσεις του δεν ηδύναντο να απατήσωσιν αυτόν, ουδ' αυτός ηδύνατο ναπατήση τους άλλους. Ότε συνήλθεν εκ της εκπλήξεως, το δεσπόζον αυτού αίσθημα ήτο η επιθυμία. Επόθει να επανίδη την άγνωστον εκείνην θεότητα, την διφυή εκείνην νύμφην, ήτις είχεν ευεργετήσει αυτόν τοσούτον επικαίρως. Αλλ' όμως ταχέως συνησθάνθη ότι, καίπερ απαλλαχθείς του κυριωτάτου κινδύνου, όμως είχεν εισέτι να εργασθή όπως σώση το σκάφος και εαυτόν. Ήτο μόνος επί του πλοίου. Η επαφή της ουράς εκείνης τω είχε δώσει δεκαπλασίαν δύναμιν. Εξετέλεσε πάντας τους αναγκαίους χειρισμούς των ιστίων, ίθυνε το πηδάλιον, και μετ' ολίγον προσωρμίζετο εις τον εγγύτατον λιμένα. Επώλησεν αντί ευτελούς τιμής το σκάφος και τον εξαρτισμόν, και αγοράσας λέμβον κατέστη εκ νέου αλιεύς, ως και κατά τους παλαιούς χρόνους. Αλλά σήμερον ο σκοπός του δεν ήτο μόνον όπως αλιεύη. Ο Βελμίννης ήτο ερωτόληπτος με την θαλασσίαν νύμφην. Ήλπιζεν εις την τύχην ότι ηδύνατο και πάλιν να την επανίδη, την ευεργετικήν εκείνην κόρην, την περικαλλή Σειρήνα, ης το πρόσωπον, το στήθος και ο κορμός ήσαν τόσον περικαλλή, όσον δεν ενδέχεται εις την θνητήν φύσιν. Το δε κατωτέρω της οσφύος τεράστιον ο Αννίβας ευκόλως συνεχώρει, λογικώς σκεπτόμενος ότι δεν ήτο δυνατόν να ζη εν τοις ύδασιν, αν δεν είχε την ουράν του δελφίνος προσηρτημένην εις το θελκτικόν σώμα αυτής. Εν τούτοις ο ερωτόληπτος αλιεύς, επιβάς της λέμβου του, ην είχε κοσμήσει και ευτρεπίσει λίαν φιλοκάλως, περιέπλεεν από κολπίσκου εις κολπίσκον, και από υφάλου εις ύφαλον, ερευνών όλα τα σπήλαια, όλας τας ακτάς και τους όρμους, και ελπίζων νανακαλύψη ημέραν τινά την κατοικίαν της θαλασσίας νύμφης. Είχε λάβει μεθ' εαυτού μίαν κιθάραν, το απαραίτητον τούτο εφόδιον όλων των ερωτευμένων, και κατά πάσαν νύκτα υπό το φέγγος της Σελήνης εξήγειρε τας θαλασσίας ηχούς διηγούμενος τον πόνον του εις τας ποντιάδας αύρας και εις τας απογείους. Το μονότονον άσμα ανεμίγνυτο με τον συριγμόν του ανέμου και το πορφυρούν κύμα εφλοίσφιζε περί την τρόπιν του ακατίου, αλλ' η θαλασσία νύμφη δεν συνήνεσεν ουδέ μίαν νύκτα να τονίση και αυτή την θεσπεσίαν μολπήν της, δι' ης ηδύνατο να βωβάνη τους γλυκείς εκείνους ήχους. Τέλος βαθείαν τινα πρωίαν, άμα τη ανατολή της κροκοπέπλου ηούς, ο αλιεύς επίστευσεν ότι έφθασεν εις το τέρμα των αγώνων. Μεμακρυσμένη τις και ασθενής φωνή ηκούσθη άδουσα, αλλά μόλις ηκούετο. Όσον ο Βελμίννης έτεινε τα ώτα, τόσον η φωνή καθίστατο ασθενεστέρα. Με σφοδρούς παλμούς καρδίας ήρπασεν ο αλιεύς τας κώπας και ήλασε προς το μέρος οπόθεν τω εφαίνετο ερχομένη η ηχώ της φωνής. Αλλ' εις μάτην. Όσον η λέμβος επλησίαζε, τόσον το άσμα απεμακρύνετο, εωσού τελείως απεσβέσθη και εσίγησεν. Ο Αννίβας ησθάνθη εαυτόν ειπέρποτε δυστυχέστερον. Αλλ' όμως δεν ήθελε ναποβάλη την παράφρονα ελπίδα, ουδέ να παύση τας επιμόνους ερεύνας. Νύκτα τινά ο πατήρ των ανέμων προσεποιήθη ότι ήτο ωργισμένος εναντίον του αυθάδους και καλέσας τους δύο κραταιούς υιούς του, τον Βορέαν και τον Αργέστην, διέταξεν αυτούς να οργώσωσι τα κύματα. Οι δύο άνεμοι μόνον αφορμήν περιέμενον, όπως δοθώσιν εις την παιδιάν ταύτην, και ενώσαντας τας δύο ισχυράς πνοάς των εις μίαν και μόνην, ήρχισαν ευθύς να φυσώσι μανιωδώς. Τότε συνέβη φοβερά αλλοίωσις επί του προσώπου της θαλάσσης. Τα κύματα ήρχισαν ευθύς να πυργώνται, και απετέλεσαν κορυφάς, αίτινες ωρχούντο, ανέβαινον, κατέπιπτον, εσχίζοντο, διερρήγνυντο αφρίζουσαι, και ημιλλώντο να φθάσωσιν εις το ύψος τας προεξοχάς των απορρώγων ακτών. Η θάλασσα μη ευχαριστουμένη να φαίνεται λεία και ομαλή, και να παραβάλληται υπό των ποιητών με κάτοπτρον, εφάνη ως να ήθελε να δείξη ότι έχει και αυτή όρη και κοιλάδας, αλλ' υγρά όρη και ρευστάς κοιλάδας. Τότε πού να φανή το ακάτιον του δυστυχούς ερωτολήπτου; Ισοβαρές με φύλλον, ομοιόσχημον με κέλυφος, είχεν εκσφενδονισθή επί της πρώτης τυχούσης σπιλάδος, και κατασυνετρίβη εις μυρία τεμάχια. Ο δε Αννίβας ο δυστυχής είχεν ακολουθήσει και αυτός τον αυτόν δρόμον, αλλά κατ' ευτυχίαν έν κύμα, μειλιχιώτερον των λοιπών, τον ευσπλαγχνίσθη, και απέθηκεν αυτόν ηρέμα επί της άμμου. Ο αλιεύς, αν και ιλιγγία και ήλγει την κεφαλήν εκ του τρομερού εκείνου κτύπου, υπηγέρθη ησύχως, και τετραποδίζων επί της άμμου κατώρθωσε να φθάση εις μέρος τι, όπου δεν τον έφθανον τα κύματα. Εκεί δε απηυδηκώς και εκλελυμένος υπό των παθημάτων απεκοιμήθη μέχρι της πρωίας. Αλλ' ότε αφυπνίσθη δεν ευρέθη πλέον εις το αυτό μέρος. Ήτο εντός σπηλαίου τινός. Εκ της οροφής εκρέμαντο σταλακτίται λάμποντες υπό των ακτίνων του ηλίου, εισερχομένων διά στενής θύρας, αι δε πλευραί του άντρου ήσαν κεκοσμημέναι με μαργαρίτας, πορφύρας και κοράλια. Η κλίνη του συνέκειτο εξ υγρών βρύων και αλμυρίδων, παρά τους πόδας του έκειντο κογχύλαι και άλλα θαλάσσια προϊόντα. Ο αήρ ήτο ελαφρός και ευώδης, και η καρδία του ησθάνετο ευδαιμονίαν. Πού ήτο; Δεν ετόλμα να συμπεράνη. Τέλος στρέψας το βλέμμα προς τα δεξιά βλέπει.....την θαλασσίαν νύμφην καθημένην ενώπιον αυτού! Ο Αννίβας εξέπεμψε κραυγήν. Εκείνη τω ένευσε να σιωπήση. Εκάθητο πλησίον του, και το ήμισυ του σώματός της το ιχθυοειδές ήτο κεκρυμμένον εντός του ύδατος, διότι το έδαφος του άντρου απετέλει η θάλασσα. Το δ' έτερον ήμισυ, το περικαλλές και θεσπέσιον, προέκυπτεν υπεράνω του κύματος εις τας εκπεπληγμένας όψεις του εραστού. Ο Αννίβας δεν είξευρε τι να πιστεύση. Η πρώτη σκέψις του υπήρξε: Με αγαπά! Αλλά το βλέμμα της νύμφης, καίπερ μειδιών, δεν έλεγε τούτο· εξέφραζε μάλλον οίκτον εκ συγκαταβάσεως και χαρίεσσαν περιφρόνησιν. Μετ' ολίγον δε τω είπε και διά λέξεων τα αυτά περίπου. Η φωνή της ήτο γλυκεία και συμπαθής. Ο Αννίβας ήκουεν αυτήν απλήστως, προσέχων μάλλον εις τον ήχον ή εις την έννοιαν των λέξεων. — Νέε θνητέ, τω είπε, βλέπεις ότι σε θεωρώ μετ' οίκτου; Οφείλω να σοι είπω την αλήθειαν. Χείλη Νύμφης δεν πρέπει να ψεύδωνται. Παραφροσύνη είνε ο έρως, ον έχεις συλλάβει δι' εμέ. Η φύσις των θνητών ανθρώπων ομοιάζει με το ξύλινον εκείνον κέλυφος, όπερ οι αδελφοί μου Βορέας και Αργέστης συνέτριψαν προ μικρού επί τινος βράχου, εξ ης καταστροφής εγώ συνήνεσα εξ οίκτου προσκαίρως να σωθής. Παρήλθε πλέον προ πολλού ο χρόνος, καθ' ον οι θνητοί ετόλμων ν' αποβλέπωσι μετ' επιθυμίας προς τας θεαίνας, αύται δε συγκατέβαινον ενίοτε εις τα παράβολα ταύτα ορμήματα, ων η επιτυχία ήτο χείρων δι' αυτούς, διότι ήσαν προωρισμένοι μόνον εις δεινοτέραν συμφοράν και σκληρότερον θάνατον. Η θνητή φύσις δεν προσδέχεται την μετά της αθανάτου επιμιξίαν, όπως δεν στέργει το πυρ της Στυγός, όπως δεν δύναται να υποστή του κεραυνού την φλογώδη επαφήν. Και τι καλόν ήθελε προέλθει εκ της μετ' εμού ενώσεώς σου; Ουδέν και του ουδενός έλασσον. Άλλοτε η ένοχος συγκατάβασις των θεαινών είχε μίαν δικαιολογίαν, ότι οι θνητοί μας ελάτρευον, και προτού να καταστώσιν ερασταί, ήσαν ταπεινοί λάτρεις των ημετέρων αγαλμάτων. Τώρα όμως προ πολλού τα ολοκαυτώματα έπαυσαν να καπνίζωσιν επί των βωμών, το φάσγανον δεν τέμνει πλέον τους λαιμούς των σφαγίων, και η ιερά του τερασκόπου τέχνη δεν ερευνά πλέον τα σπλάγχνα των αμνών. Ηρημώθησαν τα τεμένη, εγκατελείφθησαν τα ηρώα, κατηδαφίσθησαν οι ναοί. Το πυρ δεν καίει πλέον εις τας εστίας, και αι εικόνες των εφεστίων δεν κοσμούσι πλέον τα μέλαθρα. Τα στέμματα αφηρέθησαν από των μετώπων ημών, και ό,τι πρότερον ελατρεύετο, σήμερον εμποιεί αποστροφήν και φρίκην. Εκείνο όπερ το πάλαι ήτο θρησκεία, κατέστη νυν δεισιδαιμονία, και οι άνθρωποι ήλλαξαν ως και τα ονόματα ημών, και μας αποκαλούσιν ακαθάρτους δαίμονας. Μισούσι και βδελύττονται πάσαν ανάμνησιν ην κατελίπομεν επί του εδάφους εκείνου, και αποστρέφουσιν αφ' ημών τας όψεις πιστεύοντες ότι είμεθα φθοροποιά και απαίσια πνεύματα. Ω, η γενεά αύτη είνε γενεά αγροίκων. Και συ εξ εκείνων είσαι, ω νέε θνητέ. Ποίος είσαι συ ο αυθάδης, όστις ετόλμησας να υψώσης τους οφθαλμούς επ' εμέ μετά τοσαύτης αναιδείας και θρασύτητος; Δεν ηρκέσθης ότι σ' ευηργέτησα, σώσασά σε εκ βεβαίου και σκληρού θανάτου, ότε οι σύντροφοί σου σε είχον δεσμεύσει επί του ιστού, αλλά τολμάς να ατενίζης μετ' επιθυμίας προς την υπερήφανον των θαλασσών Νύμφην, και να υβρίζης την εκπεσούσαν δόξαν και μεγαλειότητα; .. Ταύτα είπεν η Νύμφη μετ' αγερώχου και προκλητικού ήθους, και εσίγησεν. Ήτο ευπλόκαμος, ξανθή, γλαυκή τους οφθαλμούς και χαριεστάτη. Ο αλιεύς ητένιζε προς αυτήν όλος μεθύων, και τω εφαίνετο ότι ήλλαζεν όψεις από στιγμής εις στιγμήν. Οτέ μεν χείμαρρος πυρός εξήρχετο εκ των οφθαλμών της, οτέ δε ευώδη ρόδα εξεχύνοντο εκ των χειλέων της. Ο ερωτόληπτος την εθεώρει έξαλλος. Αλλά δεν υπώπτευσεν ότι η οργή αυτής ήτο προσποιητός. Ουδ' είχε παρατηρήσει ότι εφρόντιζεν εκείνη να κρύπτη το ήμισυ του σώματός της, το δελφινοειδές, εντός των κυμάτων. Τούτο προσεκτικός παρατηρητής ήθελεν εκλάβει ως φιλαρέσκειαν. Αλλά δεν επιτρέπεται εις τους θνητούς να τηρώσι την αταραξίαν αυτών επί παρουσία των αθανάτων, και άνευ αταραξίας δεν δύναταί τις να είνε παρατηρητής. Διά τούτο τα βουλεύματα των θεών μένουσι πάντοτε κεκρυμμένα από της όψεως των ανθρώπων, ενώ τούτων τα διανοήματα πάντοτε φανερά εις το βλέμμα εκείνων πρόκεινται. Ο Αννίβας τεθορυβημένος και αμηχανών, ηθέλησε να ψελλίση λέξεις τινάς εις απολογίαν του, αλλ' η Νύμφη τω επέβαλεν εκ δευτέρου διά του νεύματος σιγήν. Τω είπε να φάγη κογχύλας και καραβίδας, αν επείνα, και αίφνης εγένετο άφαντος καταλιπούσα αυτόν μόνον. Τότε ήρχισεν ούτος να σκέπτηται μακρόν χρόνον περί του συμβάντος τούτου, όπερ δεν τω εφαίνετο ως όνειρον, αλλ' όμως μετά πολλάς σκέψεις έφθασεν εις το συμπέρασμα ότι ηδύνατο να μη συμβή όπως συνέβη. Προσέτι ηπόρει και δι' άλλο τι. Αν και ήτο τέχνη θαλάσσιος, ήτο όμως φύσει χερσαίος, και δεν ηδύνατο να καταστή υδρόβιος. Και όμως αν και η κλίνη, εφ' ης κατέκειτο ήτο όλη υγρά, δεν ηνόχλει αυτόν η τοιαύτη υγρότης. Μη άρα μετέβαλεν αιφνιδίως φύσιν; Τότε ενεθυμήθη και την τελευταίαν εντολήν της Νύμφης, ειπούσης αυτώ να φάγη, και συλλέξας κογχύλας, γαρίδας και καρκίνους ηρίστησε μετά πολλής ορέξεως. Μόλις είχεν αποφάγει, και καταληφθείς υπό ακαθέκτου νυσταγμού, απεκοιμήθη πάλιν. Αλλ' η εκ του δευτέρου τούτου ύπνου εξέγερσις δεν υπήρξεν ευάρεστος ως η προλαβούσα. Ότε αφυπνίσθη, έκειτο επί της άμμου παρά τον αιγιαλόν, το δε σπήλαιον της Νύμφης είχε γείνει άφαντον, ως ήτο επόμενον. Ο Αννίβας επιστρέψας εις τον λιμένα του εφρόντισε να οπλίση νέαν λέμβον διά τας αλιευτικάς εκδρομάς του. Λέγεται δε ότι η θαλασία Νύμφη δεν έμεινε μέχρι τέλους άτεγκτος και συνήνεσε να είνε ορατή άπαξ του μηνός εις τον λατρευτόν της. Εις αμοιβήν της ευνοίας ταύτης ο Αννίβας κατέστη ένθερμος κήρυξ και απόστολος της παλιμψήστου θρησκείας του Πλήθωνος. Το ανωτέρω διήγημα ετύγχανε πολλής πίστεως περί τα μέσα της ιε' εκατονταετηρίδος. Μοι είπον δε ότι αι θαλάσσιοι Γοργόνες, δι' ων χθες και πρώην έστιζον κατ' έθος τα στήθη και τας ωλένας πολλοί των ημετέρων ναυτικών, έχουσι την αρχήν εκ του διηγήματος τούτου. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'. Το πένθιμον τέλος. Σκότος βαθύ εκάλυπτε πάσαν την γην, και η Αϊμά είχεν εισέλθει μετά του πατρός της εις το καταφύγιον εκείνο. Η νέα εξεπλάγη εκ του ασυνήθους τούτου εσωτερικού. Λύχνος έφεγγεν επί τινος εστίας, και υπεράνω αυτής έκειντο δυσδιάκριτα τινα αντικείμενα. Ήσαν ταύτα αγαλμάτια. Περαιτέρω εφαίνοντο όρθια μεγάλα αγάλματα θεών. Η Αϊμά αφήκε κραυγήν. Είχεν εκλάβει εκ πρώτης όψεως ταύτα ως ανθρώπους ζώντας. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος τη είπε· — Δεν είνε τίποτε. Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εμάντευσε πού ευρίσκοντο. Εψιθύρισε δε κεκομμένη τη φωνή· — Διατί μ' έφερες εδώ; — Μη φοβείσαι, απήντησεν ο σκληρός Γύφτος. Αλλ' η φωνή του έτρεμε. Η Αϊμά παρετήρησεν ότι ήσαν μόνοι. — Δεν είνε άνθρωποι εδώ; είπε. — Τώρα θα έλθουν, απήντησεν ο ακάματος Πρωτόγυφτος. — Καλλίτερα να μην έλθουν, εσκέφθη η Αϊμά. Μεγαλοφώνως δε είπε· — Δεν θέλω να μείνω εδώ. — Και πού θα υπάγης; — Προτιμώ να φύγω. — Για να σου πω, είπεν ο Γύφτος, εγώ είμαι κουρασμένος, θέλω να κοιμηθώ. Αν θέλης να φύγης, φύγε. Τι σου ήλθεν; Η Αϊμά διηυθύνθη προς την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ήτο διπλούς υποκριτής. Ένθεν μεν προσεποιείτο ότι την άφηνεν αδιαφόρως να φύγη, ένθεν δε ότι την εμπόδιζεν εκ διαφέροντος. — Πού θα πάγης, κορίτσι μου; Είσαι στα καλά σου; Θέλεις να σε φάνε οι λύκοι; Και πού θα πας τέτοιαν ώρα μοναχή σου; ολομόναχη; Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' απεπειράθη να εξέλθη. Ο Γύφτος εστάθη έμπροσθεν της θύρας. — Πίσω, της είπε. Μη τα κάμνης αυτά τα χωρατά. — Χωρατά; είπε μετά πικρίας η νεάνις. Και ήρχισε να κλαίη. Τότε ο Πρωτόγυφτος συνεκινήθη, και ικέτευεν αυτήν μειλιχίω τω τρόπω· — Μείνε, κορίτσι μου. Εγώ ορκίζομαι ότι δεν θα πάθης κανένα κακό. Δεν σ' έφερα διά κακό εδώ. Πού θα πας νύχτα μονάχη σου; Απόψε θα μείνωμε οι δυο μας εδώ. Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης... — Ω Θεέ μου! έκραξεν η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας. Σώσε με. — Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εστάθη διστάζουσα επί μακρόν και βλέπουσα επιμόνως εις την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος, βαρύς, σκληρός και ακίνητος ως ανδριάς δεν παρεμέριζεν εκ της παραστάδος. — Στάσου να σου πω, Αϊμά, τη είπε. Να, αυτή η πόρτα κλείει από μέσα. Συ η ιδία την κλειδόνεις, και έχεις το κλειδί απάνω σου, διά να μην υποπτεύεσαι τίποτε. Κοιμάσαι συ. Εγώ στέκω έξυπνος, και σε φυλάγω. Άμα φέξη, άμα εβγή ο αστέρας, άμα το πρώτο γλυκοχάραγμα φανή στον ουρανό, σ' εξυπνώ, ή ξυπνάς μοναχή σου, και φεύγομε. Θέλεις άλλο τίποτε; Δεν πιστεύεις εμένα; Εγώ είμαι πατέρας σου. Η Αϊμά δεν ετόλμησε να επιμείνη, και ηναγκάσθη να δεχθή το μέσον τούτο. Ο Πρωτόγυφτος εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν, και τη έδωκε την κλείδα. Είτα εκάθισαν παρά την φέγγουσαν εστίαν. Η Αϊμά είχεν απόφασιν να μη κοιμηθή, αλλ' ο κάματος και ο ύπνος ενίκησαν αυτήν. Έκυψε την κεφαλήν επί των γονάτων της και απεκοιμήθη. Ο δε Πρωτόγυφτος έμεινεν άγρυπνος. Μόνον περί όρθρον βαθύν, ότε ήκουσε κρότον τινά, ως να απεπειράτο τις ν' ανοίξη την θύραν έξωθεν, τότε παραδόξως έκλεισε τους οφθαλμούς και εφάνη ότι εκοιμάτο. Φαίνεται δε ότι παρά πάσας τας διαβεβαιώσεις του Γύφτου, η θύρα είχε και άλλο μέσον δι' ου ηνοίγετο και έξωθεν, διότι ηνοίχθη τω όντι αύτη και εισήλθεν άνθρωπός τις. Ούτος επλησίασε μετά προφυλάξεως προς τους δύο κοιμωμένους, και έμεινεν επί πολύ όρθιος, παρατηρών την Αϊμάν, ήτις έκυπτε την κεφαλήν επί των γονάτων, και οι καστανοί πλόκαμοι της κόμης αυτής, διχή σχιζόμενοι όπισθεν της κεφαλής, άφηνον να φαίνεται ο ωχρός και στρογγύλος τράχηλος αυτής. Είτα ο ξένος με το αυτό ελαφρόν βήμα εστράφη προς το μέρος όπου ίσταντο τα αγάλματα. Ήτο ανήρ εξηκοντούτης περίπου, μέτριος το ανάστημα, έχων μακράν μεσαιπόλιον την κόμην, και στρογγύλον λευκόν το γένειον. Ήτο ασκεπής την κεφαλήν, και το υψηλόν του μέτωπον εφαίνετο όλον συνεσταλμένον υπό των ρυτίδων. Εφόρει βραχύν χιτώνα, περιεσφιγμένον υπό στενής μεταξίνης ζώνης περί την οσφύν και κατερχόμενον υπεράνω των γονάτων. Αι κνήμαι του ήσαν σπειροειδώς περιδεδεμέναι με ερυθρούς ιμάντας, και εις τους πόδας εφόρει ελαφρά πέδιλα. Ότε εισήλθεν, έφερεν υπεράνω του χιτώνος κυανόχρουν ιμάτιον, αλλ' άμα εισελθών απέρριψεν αυτό επί τινος επίπλου. Εστάθη εν μέσω των αγαλμάτων και συνάψας τας χείρας εγονυπέτησεν. Ηκούσθη τότε εν τη σιγή της νυκτός και υπό το σκιόφως εκείνο της ημισβέστου λυχνίας ένθερμος προσευχή: Θεοί παντεπόπται και αθάνατοι, θεοί ουρανίωνες και υποχθόνιοι, οικτείρατέ με. Υμείς μόνοι βουλεύεσθε σταθεράς βουλάς, υμείς γινώσκετε αυτάς και να εκτελήτε, τα δε των θνητών είνε άστατα και αβέβαια. Επί πολύν χρόνον ενόμιζον ότι ήμην βελτίων πάντων των θνητών, αλλ' ιδού σήμερον αναγνωρίζω την ιδίαν μου ασθένειαν. Επίστευον ότι ηδυνάμην να συλλάβω σκοπούς και να τους εκτελέσω, αλλ' ότε έφθασεν η στιγμή, δισταγμός με καταλαμβάνει και ουδέν δύναμαι να αποφασίσω. Κάκιστον είνε το να πιστεύη τις ότι έχει σκοπόν, ότι έχει σχέδιον κατηρτισμένον, και όταν έλθη η στιγμή της εκτελέσεως, ν' ανακαλύπτη αίφνης ότι ουδέν σχέδιον, ουδένα σκοπόν έχει. Ή αφαιρέσατέ μου τελείως τας φρένας, θεοί, ή δότε μοι τόλμην. Διατί, όπως δύναταί τις να κλείη τους οφθαλμούς, να βύη τα ώτα, διατί δεν δύναται να κοιμίζη προσκαίρως και την σκέψιν, διατί να είνε κατάδικος εις το να κυλινδρή τον λίθον του Σισύφου εν τη ιδία αυτού ψυχή; Διά να ομολογή την αδυναμίαν αυτού; Διά να εννοή το ανίσχυρον και ατελές της ανθρωπίνης φύσεως; Φευ! Είμεθα λοιπόν χείρονες και των θηρίων; Τα κτήνη είνε τέλεια εν τη ατελεία. Ο λέων είνε τέλειος εις την δύναμιν αυτού, η τίγρις είνε τελεία εις την αγριότητα αυτής, ο όφις είνε τέλειος εις την ερπετήν αυτού φύσιν. Μόνος ο άνθρωπος, νομίζων εαυτόν υπέρτερον, είνε ατελής εις την αρετήν, ατελής και εις την κακίαν. Αλλά τις δύναται να καταστή διαιτητής των ιδίων αυτού αξιώσεων; Το επ' εμοί ουδεμίαν γινώσκω άλλην υπεροχήν, ή την εκ των συμφορών ας υπέστην. Και πάλιν θα μοι ήτο λυσιτελής αύτη, αν εγίνωσκον να ωφεληθώ εξ αυτών. Αλλ' εις μάτην! Τα κύματα πλήττουσι και τον βράχον, πλήττουσι και τα ναυάγια. Ο μεν βράχος ανθίσταται, τα δε ναυάγια παρασύρονται· αύτη είνε η διαφορά. Και ο μεν βράχος κατά μικρόν φθείρεται, αι δε σανίδες εξαφανίζονται, αλλά δεν θραύονται. Και αύτη άλλη διαφορά. Ο άνθρωπος έρμαιον της ιδίας αυτού αδυναμίας, ην οι μεν θεοί ονομάζουσι Μωρίαν οι δε θνητοί καλούσι Μοίραν κατ' αναγραμματισμόν ίσως, παρασύρεται υπό της ακαθέκτου φοράς των παθών, μέχρις ου ο κρημνός τον κατασυντρίψη ή η άβυσσος τον καταπίη και ούτως επανέλθη εις το μηδέν. Και τούτο θα ήτο το μέγιστον ευτύχημα. Αισθάνομαι ότι έγκειται εν τη ψυχή μου η νοσταλγία του μηδενός, ο πόθος της ανυπαρξίας. Μόνον η αναίσθητος φύσις δεν φοβείται την ανυπαρξίαν, διότι δεν αισθάνεται την ύπαρξιν. Τελειοποίησις άρα των όντων μη είνε η εις την ύλην επιστροφή; Επί τεσσαράκοντα έτη εθώπευσα επί της καρδίας μου τα δόγματα του θείου Πλάτωνος, ζητών παρ' αυτών αναψυχήν και παραμυθίαν. Αλλά και ούτος με ηπάτησεν. Αλλ' όμως Πλατωνικός εγώ, δεν δύναμαι να αποκηρύξω τα του Πλάτωνος. Τούτο θα ήτο τερατώδες. Εν τούτοις δεν ενθουσιώ πλέον. Το πυρ της διανοίας μου εσβέσθη, και έμεινε τέφρα και σποδός. Αισθάνομαι το κενόν περί εμέ, το κενόν και εν εμοί. Οποίος σαρκασμός διά το όνομα όπερ πομπωδώς ανέλαβον! Μετά τοσούτους δισταγμούς και ταλαντεύσεις επιθυμώ να επανέλθω εις τον κατά φύσιν άνθρωπον. Πιστεύω ότι οι αμαθείς είνε ευτυχέστεροι των σοφών. Να επανέλθη τις εις την αφορμήν, αφ' ης ανεχώρησε, τούτο δεν είνε το τέρμα πάσης αποδημίας; Και η ανθρωπότης μετά τοσαύτας περιπλανήσεις δυνατόν να επανέλθη ποτέ εις την αμάθειαν, προτιμώσα αυτήν της σοφίας, και εις την βαρβαρότητα, προκρίνουσα αυτήν του πολιτισμού.... Αλλά τι λέγω; Ληρείς, ω Πλήθων. Θεοί, σύγγνωτε! ελησμόνησα ότι ήλθον να ζητήσω βουλήν παρά των ιερών υμών βωμών, και εξετράπην εις αδολεσχίας. Και τώρα τι να πράξω, ω θεοί; Η ακμή του πάθους τούτου φλεγμαίνει εν εμοί, και σεις δεν μ' εμπνέετε; Ευδοκήσατε να μοι υποδείξητε την βουλήν σας. Από πολλού ουδένα οιωνόν είδον εις τον αέρα, ουδέν σημείον επί της γης. Υπαγορεύσατέ μοι διά σημείου μαντικού, δι' οιωνού ή και διά νυκτερινής όψεως την ευμενή υμών απόφασιν, μέχρι της ανατελλούσης ημέρας. Και ταύτα ειπών ο Πλήθων ανωρθώθη. Επανήλθε προς την θύραν, χωρίς να ρίψη άλλο βλέμμα επί της κοιμωμένης Αϊμάς, έλαβε το ιμάτιόν του, και εξήλθε κλείσας την θύραν. Ο Πρωτόγυφτος, όστις υπεκρίνετο ότι εκοιμάτο, ήνοιξε τους οφθαλμούς, και έβλεπεν αυτόν εξερχόμενον. Το βλέμμα του εξέφραζεν απορίαν. Διετύπωσε δε καθ' εαυτόν την επομένην σκέψιν, μη τολμών και να εκφράση αυτήν· — Α! φεύγει. Τόσον καλλίτερα! Όσον διά την Αϊμάν, αύτη εκοιμάτο ανήσυχον ύπνον. Και όχι μόνον εκοιμάτο, αλλά και ωνειρεύετο. Τούτο εδείκνυον τα κινήματα, άτινα ετάραττον αιφνιδίως το σώμα αυτής, και οι ελαφροί στεναγμοί, οι εξερχόμενοι εκ του στήθους της. Τη εφαίνετο ότι ευρέθη εις έρημον τόπον μη έχοντα βλάστην και φυτείαν και ήτο εκτεθειμένη εις το φλογερόν καύμα του ηλίου. Ήτο δε μόνη και ηγνόει την οδόν, ην έπρεπε να βαδίση όπως απομακρυνθή εκ του αυχμηρού εκείνου τόπου. Περιέβλεπεν εναγωνίως γύρω, αναζητούσα να ίδη ανθρωπίνην ψυχήν, όπως ερωτήση περί της οδού ην έπρεπε ν' ακολουθήση. Μετά πολλάς αναζητήσεις, εφάνη τέλος ως σκιά τις προσεγγίζουσα. Ότε προσήλθεν εγγύτερον αύτη, η Αϊμά εξεπλάγη αναγνωρίσασα την μυστηριώδη εκείνην γυναίκα, ήτις είχεν άλλοτε, κατ' όναρ, ή καθ' ύπαρ, (η Αϊμά ουδέποτε ενόησεν οριστικώς τούτο) εμφανισθή ήδη προς αυτήν. Η νέα την έβλεπεν έκπληκτος, και ηθέλησε να τη ομιλήση πρώτη. Αλλ' η ξένη ένευσεν επιτακτικώς να σιγήση, και ανοίξασα το στόμα τη είπε μυστηριωδώς: «Ζητείς να μάθης ποίον δρόμον θα βαδίσης; Έχε θάρρος. Βαδίζεις τον άριστον, τον δρόμου του μαρτυρίου». Η Αϊμά δεν ενόησε τι εσήμαινεν η φράσις αύτη: ο δρόμος του μαρτυρίου. Η ξένη επανέλαβε: «Μικρόν εισέτι και θα φθάσης εις το τέρμα. Σοι απόκειται της δικαιοσύνης στέφανος». Η Αϊμά δεν είχεν αναγνώσει τας επιστολάς του θείου Παύλου, και ηγνόει ποίος τις ήτο ο στέφανος της δικαιοσύνης, αν και η λέξις αύτη, στέφανος, ήρεσκεν αυτή, αναμιμνήσκων τον έρημον κήπον της, ον μετά τόσης εκαλλιέργει ποτέ στοργής. Τέλος η γυνή τη είπεν εκ τρίτου: «Δεν πρέπει να με καταισχύνης. Τα τέκνα μου είνε προωρισμένα εις τον σκληρότατον αγώνα. Δείξον καρτερίαν και θα σωθής». Η τελευταία αύτη παρακέλευσις ήτο εις την Αϊμάν μάλλον ακατανόητος ή αι προ αυτής δύο. Τέλος η ξένη έγεινε παραδόξως άφαντος, ή μάλλον, όπερ παραδοξότερον, μετεμορφώθη έμπροσθεν των οφθαλμών της Αϊμάς. Αλλ' η τοιαύτη μεταμόρφωσις πολύ απείχε του να είνε ευάρεστος. Η ξένη, οία εφαίνετο εξ αρχής, είχε συμπαθή την μορφήν και μειλίχιον τον λόγον. Το δε ανάστημά της ήτο ορθόν και ευθυτενές. Αλλ' υπό την νέαν μεταμόρφωσίν της, η μεν όψις κατέστη ρικνή και απεχθής, το δε ανάστημα εκάμφθη, και δύο ογκώδεις ύβοι εσχηματίσθησαν επί της ράχεώς της. Εκράτει εις την αριστεράν χείρα οζώδη ράβδον, και φυτευθείσα ακίνητος επί του εδάφους εθεώρει την Αϊμάν μετά σατανικού σαρκασμού και φαρμακερού μίσους. Τέλος όλοι οι χαρακτήρες της ωμοίαζον με τους της Εφταλουτρούς, της στυγεράς εκείνης γραίας. Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα. Ήτο μίαν στιγμήν μετά την έξοδον του Πλήθωνος. Ιδρώς αγωνίας περιέβρεχε το μέτωπον αυτής, και στραφείσα προς τον Πρωτόγυφτον, όστις είχε ανοικτούς τους οφθαλμούς, τω είπε· — Σηκώσου γρήγορα να πάμε. Ο Γύφτος τρίψας τους οφθαλμούς απήντησε προς αυτήν· — Πού θέλεις να πάμε; — Να φύγωμε απ' εδώ! είπεν η Αϊμά ανορθωθείσα. — Τι σου ήλθε πάλι; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. Έπαθες τίποτε μες τον ύπνον σου; — Σηκώσου, πατέρα, ή θα φύγω. — Φύγε. Η Αϊμά μετέβη εις την θύραν, αλλ' αύτη ήτο κλειστή. Τότε ενεθυμήθη ότι είχε αυτή την κλείδα, και ερευνήσασα εις το ένδυμά της την εύρε. Προσήρμοσεν εις το κλείθρον την κλείδα, απώθησε τον μοχλόν. Ο μοχλός απεσύρθη και το κλείθρον ηνοίχθη. Αλλ' η θύρα έμενε κλειστή. Όσον διά τον Πρωτόγυφτον, ούτος δεν εκινείτο, και ίσως θα είξευρεν ότι δεν ηδύνατο ν' ανοιχθή η θύρα. Η Αϊμά στραφείσα, εύρε κατάραν τινά να εκφράση, και τω είπε· — Δαίμονα! μ' επρόδωσες. — Εγώ; είπεν ο Γύφτος. — Εσύ. — Γιατί; — Η πόρτα δεν ανοίγει. — Και τι φταίω εγώ; . . — Μου είχες υποσχεθή . . ., ήρχισε να λέγη η Αϊμά, και ο λόγος της εκόπη. Κύμα αγανακτήσεως πλημμυρήσαν έπνιγε την φωνήν εν τω λάγυγγι αυτής. Την φοράν ταύτην ο Πρωτόγυφτος ηναγκάσθη ν' απολογηθή, αλλ' όπως συμβαίνει εις πάντας τους μη κατέχοντας την τέχνην του ήττονος λόγου, τους ανεπιτηδείους, έμελλε να καταστήση τα πράγματα χείρονα διά της απολογίας του. — Και τι σου φταίω εγώ, αφού συ αγαπάς τον ύπνον, είπε μετά σαρκασμού. Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά. Και τυλιχθείς με την κάπαν του ο Πρωτόγυφτος εξηπλώθη ανέτως επί του χαλικοστρώτου εδάφους, θεις και τα πέδιλά του ως προσκεφάλαιον. Ενώ δε η Αϊμά συνήπτε τας χείρας και διετέλει εν τη εσχάτη εκείνη της απογνώσεως στιγμή, εφ' ης η αρχαία ποίησις και τέχνη δεν εύρεν άλλο κορύφωμα να επιθέση ή την απολίθωσιν, αίφνης κρότος ηκούσθη, η θύρα έτριξεν επί των στροφίγγων της και εισήλθεν ο Πλήθων. Η Αϊμά έμεινε με το στόμα κεχηνός θεωρούσα αυτόν, άναυδος και κατάπληκτος. Ο φιλόσοφος έθηκε την χείρα επί του στόματος όπως επιτάξη σιγήν, και προέβη μετά σοβαρότητος προς την νεάνιδα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. Η παραμονή. Η επανατέλλουσα ημέρα ήτο η προτεραία της κθ' Μαΐου 'αυνγ'. Οποίον ρίγος έπρεπε να διατρέχη τας φλέβας των Ελλήνων! Αλλά τις εγίνωσκεν ότι η υστεραία έμελλε να είνε τοιούτων γεγονότων πρόξενος; Τις ηδύνατο να προείπη ότι έμελλεν αύτη να σημειωθή διά μελανών γραμμάτων εις τας δέλτους της ιστορίας; Τις ηδύνατο; Και όμως αν θεωρήσωμεν ανεπίδεκτον πάσης αμφιλογίας την αξιοπιστίαν των συγχρόνων παραδόσεων και χρονικών προεσημάνθη η ημέρα αύτη, ουχί βεβαίως παρά των ανθρώπων. Τις ήθελε πιστεύσει τούτο; Αλλά τα στοιχεία προεσήμαινον αυτήν. Τουλάχιστον όλα τα γραΐδια των πέριξ χωρίων, εν τη σκηνή της ιστορίας, ημών Λακωνική, ή και αλλαχού, εσταυροκοπούντο εκτενώς από πολλών ημερών. Και εν πρώτοις έκτακτος πλημμύρα είχε συμβή εις την παραλίαν της Οιτύλου, συνοδευομένη μετά πατάγου και υπογείου βοής, ότε δ' επήλθεν η άμπωτις αιφνίδια και αύτη, μυριάδων ιχθύων και άλλων κατοίκων της θαλάσσης έμειναν τα τεθνεώτα σώματα σηπόμενα υπό τας ακτίνας του ηλίου. Έπειτα η Σελήνη εφαίνετο επί ημέρας εστεμμένη με είδος τι ξιφοειδούς τόξου ερυθρού. Οι γέροντες από εβδομήκοντα ετών και ενωτέρω δεν ετήρουν εν τη μνήμη των εκ μακρών χρόνων το τέρας τούτο. Τρίτον, καθ' όλον τον μήνα Μάιον σεισμοί σενέβαινον πολλαχού της Πελοποννήσου. Πολλών χωρίων οι κάτοικοι δεν ετόλμων να κατακλιθώσι τας νύκτας υπόστεγοι, ετρύπονον δε υπό τους σχοίνους ή κατεσκεύαζον προχείρους σκηνάς και καλύβας όπως κοιμηθώσι την νύκτα. Ιερεύς τις εφημερεύων είς τινα κώμην, ηγέρθη περί την εβδόμην ώραν της νυκτός (ήτοι την πρώτην μετά τα μεσάνυκτα, κατά τους νεωτέρους) όπως μεταβή εις την εκκλησίαν του και τον όρθρον. Δεν ήτο η συνήθης ώρα, αλλ' ο ατυχής ρασοφόρος είχεν απατηθή. Και ουδέν παράδοξον, διότι εις τον ύπνον του τω εφάνη ότι ήκουσε σφοδρόν κρότον κώδωνος. Ο δυστυχής ιερεύς ενόμισε φυσικώ τω λόγω ότι ο συνεφημέριός του, προς ον αντεφέρετο αμοιβαίως, είχε προλάβει αυτόν, και ιδών ότι δεν ηδύνατο να αποσπασθή ευκόλως εκ της αγκάλης του ύπνου, ωφελήθη εκ της ευκαιρίας όπως δυσφημήση αυτόν παρά τοις ενορίταις του ως οκνηρόν. Ο ιερεύς εγείρεται, αναπηδά, περιβάλλεται ταχέως το ράσον, φορεί την μίαν κάλτσαν, υποδένεται τα πέδιλα, και τρέχει. Ότε έφθασεν εις τον ναόν, ψυχή. Ίσως ο συνάδελφος του εσήμανε τον κώδωνα, και έφυγεν, αλλ' η εικασία αύτη ήτο απίθανος. Ίσως θορυβοποιοί τινες ή κωμασταί αγρυπνούντες ηθέλησαν να παίξωσι την παιδιάν ταύτην. Αλλ' η κώμη ήτο ήσυχος, ούτε άσμα ούτε βήμα ηκούετο. Ο αγαθός ιερεύς επίστευσε μικρού δειν ότι συνέβη υπερφυσικόν τι, και αόρατα πνεύματα ενησμενίσθησαν να κρούσωσι τον κώδωνα του ναού όπως πειράξωσι τον ευλαβή ιερέα. Κατ' αρχάς εσκέφθη να επιστρέψη εις την εισέτι θερμήν κλίνην του, όπως συνεχίση την τόσον ευάρεστον εκείνην ανάπαυσιν, εξ ης αποτόμως είχεν αποσπασθή. Αλλά την ιδέαν ταύτην έκρινεν απορριπτέαν. Ανέσυρεν εκ της ζώνης την κλείδα, και ανοίξας την θύραν του ναού εισήλθε. Τι είδε τότε; Δυστυχώς έμεινε βωβός έκτοτε, και δεν ηδύνατο να το διηγηθή. Δυστυχέστερος του Ζαχαρίου, πατρός του Προδρόμου, δεν ελύθη την γλώσσαν μετ' εννέα μήνας από του συμβάντος τούτου, και ουδέν διηγήθη προφορικώς προς τους ενορίτας του. Έτι δυστυχέστερος του αυτού Ζαχαρίου, εγίνωσκε μεν ναναγινώσκη τας Ώρας και τας ευχάς, ήτο, καθώς λέγει ο Ραβελαί, «λαμπρός ξεχαλινωτής των λειτουργιών και ξελασπωτής των παννυχίδων», αλλά τόσον μόνον και ουδέν πλέον. Να γράφη δεν είξευρε. Και πάλιν είνε αμφίβολον αν, ότε έλεγε τας Ώρας, τας ανεγίνωσκεν έσωθεν, ή μάλλον εκ μνήμης απήγγελλε τους ψαλμούς, και ας έβλεπεν εντός του βιβλίου. Ο αγαθός ιερεύς ουδέν εις ουδένα κατώρθωσε να διηγηθή περί του συμβάντος. Έκαμνε μόνον προς τους ερωτώντας αυτόν φρικώδεις χειρονομίας και φοβερά νεύματα, δι' ων απαίσια τινα ήθελε να σημάνη. Αλλ' ουδείς ηδύνατο να εννοήση ουδέν των νευμάτων και χειρονομιών, ουδ' εκ του ανάρθρου γρυσμού όστις απέμεινεν εις το βάθος του ουρανίσκου του ως ίχνος της πάλαι ανθρωπίνης φωνής. Πολλοί όμως ύστερον επίστευσαν και διέδωκαν μύθον τινα, οίος ο εξής: Ο ατυχής κληρικός είχεν ιδεί παραδοξότατα πράγματα εντός του ναού την νύκτα εκείνην, και ευλόγως κατέστη άλαλος. Τέσσαρες λευκοχίτωνες δερβίσαι ωρχούντο μανιωδώς περί το ιερόν Θυσιαστήριον, πλήττοντες τα στήθη και εκβάλλοντες αφρούς εκ του στόματος. Περί την Ωραίαν Πύλην ιμάμαι είχον στρώσει ψιάθους και τάπητας επί του εδάφους και γονυπετείς επ' αυτών ανέπεμπον τας αλλοθρόους και βαρβαροφώνους αυτών προσευχάς. Οι θόλοι του ναού αντήχουν εκ των αήθων τούτων φθόγγων, και ήθελε τις νομίσει ότι ακούει μελαγχολικώς επαναλαμβανόμενον εκεί τον στίχον του ψαλμωδού: «ο Θεός, ήλασαν έθνη εις την κληρονομίαν σου, εμίαναν τον ναόν τον άγιόν σου...» Πού ευρέθησαν εκεί οι δερβίσαι και οι ιμάμαι ούτοι; Υπήρχον ήδη τοιούτοι εν τη μικρά της Πελοποννήσου κώμη; Ουχί. Αναμφιβόλως η εμφάνισις ήτο υπερφυσική, και υπήρχε λόγος όπως απομείνη τις βωβός διά βίου. Τοιαύτα σημεία επεφάνησαν τότε, κατά τας οικείας παραδόσεις, προάγγελα της επικειμένης εσχάτης συμφοράς. Η βασιλίς των πόλεων, η πόλις της Θεοτόκου, η λατρευτή Κωνσταντινούπολις, έμελλε να πέση εις τας χείρας των αλλοπίστων. Προσκυνήσατε πάντες οι Έλληνες την ανάμνησιν ταύτην, ενόσω αύτη δεν εξηλείφθη ακόμη. Διότι είνε ανάμνησις μόνον και ουχί πλέον ελπίς. Δεν ενθυμούμαι τίνος λαού παροιμία λέγει: «Η ελπίς ήτο καλή, αλλ' ο όνος την έφαγεν». Αγνοώ ποίος όνος έφαγε την ελπίδα των Ελλήνων. Όπως και αν έχη τούτο, πταίουσιν οι Έλληνες, οίτινες επέτρεψαν εις τον όνον να την φάγη. Αλλά ταύτα περιττά. Είπομεν ότι οι χωρικοί εσταυροκοπούντο, μη έχοντες άλλο πρόχειρον μέσον όπως δείξωσι την απορίαν των. Κατά τα περίχωρα της Σπάρτης είχον συμβή συνεχείς σεισμοί τας ημέρας εκείνας. Γραία τις διηγείτο την οπτασίαν ην είδε. Χάριν συντομίας παραλείπομεν την αφήγησιν ταύτην. Αλλά το συμπέρασμα αυτής απέβη εναντίον προς τα πράγματα, διότι αύτη διετείνετο ότι η βασιλίς των πόλεων δεν έμελλέ ποτε να πέση. Και τις ηδύνατο να προεικάση το εναντίον; Οι λαοί οι ζώντες υπό το κράτος της προλήψεως υπόκεινται, ως γνωστόν, εις αΐδιον πλάνην. Ολίγιστοι άνθρωποι ευρίσκοντο τότε εν Ελλάδι μη βεβυθισμένοι μέχρι της κορυφής εις την ιλύν της προλήψεως. Άλλως δε, όστις ηδύνατο ν' απαλλαχθή, δυνάμει της ιδίας υπεροχής, της γενικής ταύτης επηρείας, υπέπιπτεν εις άλλον χείρονα τούτου παραλογισμόν. Και παράδειγμα ο Γεώργιος Γεμιστός, όστις ηθέλησε να παίξη κατά τον χρόνον τούτον την παιδιάν του Εωσφόρου. Αλλ' η παιδιά αύτη υπήρξε πάντοτε κινδυνωδεστάτη και δεν ωφέλησε πολύ τους αποπειραθέντας αυτής. Μάρτυρες τούτου αυτός ο Εωσφόρος, ο Ήφαιστος, ο Σαλμωνεύς και τόσοι άλλοι, ων αμνημονούμεν τα ονόματα. Ημέραν τινά ο Γεώργιος Γεμιστός (τούτο συνέβη είκοσιν έτη προ του χρόνου, καθ' ον συμβαίνουσι τα τη εν παρούση ιστορία) διηγήθη εις ένα των μαθητών του μύθον τινα, όστις δεν ηδύνατο να εύρη πολλούς τους δυναμένους να τον πιστεύσωσιν. Ο Γεώργιος Γεμιστός παραδόξως εφαίνετο την ημέραν εκείνην φοιβόληπτος. Ήτο νέος τότε. Κατ' εκείνον τον χρόνον συνέλαβε, φαίνεται, πρώτην φοράν την ιδέαν του να παραστήση το πρόσωπον του αναμορφωτού. Από πολλού είχε καταληφθή υπό παραδόξου οργασμού, και ήτο προφανής η κυριεύουσα αυτού έξαψις. Συχνοί αϋπνίαι, άτακτος δίαιτα, αλλόκοτοι λόγοι, μονήρεις περίπατοι, ταύτα ήσαν τα συμπτώματα, τα ελέγχοντα τον παροξυσμόν αυτού. Ο Γεώργιος Γεμιστός εύρε τον φίλον του εν τη αγορά Σπάρτης, όπου κατά μίμησιν των αρχαίων φιλοσόφων περιεπάτει ενίοτε. Εκάλεσεν αυτόν κατά μέρος και τω είπε: «Παράδοξόν τι μοι συνέβη την παρελθούσαν νύκτα. Είδον καθ' ύπνους την Αθηνάν, αυτήν την Παλλάδα Αθηνάν». Ο ακροατής του αφήκε κραυγήν εκπλήξεως και απιστίας. Ο Πλήθων ατάραχος επανέλαβε: «Ήτο τοιαύτη οποία παρίσταται εις το Άλφα της Ιλιάδος, οποίαν παρέστησεν αυτήν ο Φειδίας και οι άλλοι μαρμαροξόοι. Εφόρει απαστράπτον κράνος επί της κεφαλής, τον θώρακα μετά της αιγίδος επί του στήθους. Εκράτει το δόρυ με την δεξιάν, και οι οφθαλμοί αυτής εφαίνοντο δεινοί την όψιν. Έστη εγγύς εμού κοιμωμένου. Με ήγγισε με την άκραν του δόρατός της, και με αφύπνισεν. Εθαύμασα και μετετράπην. Ευθύς δ' εγνώρισα την Παλλάδα Αθηνάν, οίαν σοι την περιέγραψα προ μικρού». Ο ομιλητής υπέλαβε κατ' αρχάς ότι ο Πλήθων είχεν ιδεί την Αθηνάν πριν ή αφυπνισθή, αλλ' ύστερον ενόησεν ότι το σχήμα, όπερ μετήλθεν ο διδάσκαλος εις την διήγησίν του, ήτο πρωθύστερον και ούτως ησύχασεν. Ο Πλήθων επανέλαβε: «Μοι ωμίλησε με την λαμπράν φωνήν της. Έμεινα κατάπληκτος ακούων τους ουρανίους εκείνους φθόγγους, ων παραπλήσιοι από μακρού χρόνου δεν αντήχησαν εις ώτα θνητών. Μοι είπε δε· — Εγέρθητι, ω Πλήθων, εγέρθητι και ανίδρυσον τους βωμούς, ανάστησον τα αγάλματα, και επανόρθωσον την λατρείαν των θεών. Από μακρών αιώνων, οίτινες εις τους οφθαλμούς των θεών φαίνονται ως μία ημέρα, αλλ' εις τα όμματα των ανθρώπων αποτελούσιν αμέτρητον χρόνον, από αιώνων έπαυσαν οι βωμοί να καπνίζωσιν, έπαυσαν οι ναοί να προσκυνούνται, και η ιερά λύρα δεν μελωδεί πλέον τους ύμνους των θεών. Υστερείται λατρεία οφειλομένη, απρακτεί οσία καλλιέρησις, αποδημεί νεμεσητή θυσία. Μη οι θνητοί απέβαλον την συνείδησιν της ιεράς οφειλής, και ελησμόνησαν τα προς τους θεούς νόμιμα; Η χλόη κατεκάλυψε τους ιερούς ουδούς, και η αράχνη υφαίνει τους ιστούς αυτής επί των σεπτών φλιών. Ιώθη το φάσγανον του θύτου, έρημα αναθημάτων απέμειναν τα περιζώματα, εξέλιπον τα εναγίσματα και αι σπονδαί, υστέρησαν οι δαδούχοι και αι κανηφόροι. Περιηρέθη η αειθαλής κόμη των ελαιών, η ποθεινή μύρτος έκρυψεν υπό αισχύνης τα άνθη της και η γεραρά δάφνη έκλινε τους σεμνούς κλώνας προς την γην απαξιούσα να στέψη κορυφάς αδόξους. Πού η αλκή και η ρώμη; πού οι άθλοι και οι αγώνες; Ώχετο το κράτος και η δύναμις, «απόλωλεν ανδρός αρετά», &το κάλλιστον θήραμα του βίου&. Εις τους νυν Έλληνας λυσιτελεί &τεθνάναι μάλλον ή ζην&, κατά την συμβουλήν του θείου Πλάτωνος. Εγέρθητι, ω Πλήθων, και τήρησον τας παραδόσεις αυτού, εγέρθητι και δείξον συ, ότι &ζην μάλλον ή τεθνάναι.& Πάρασχε σαυτόν πρόθυμον εις τα υπ' εμού κελευόμενα, παρασκεύασον την σαυτού ψυχήν ως ταμείον των σοφών τούτων υποθηκών και δογμάτων. Η οικουμένη μετεβλήθη την όψιν, λαοί και βασιλείς οπλίζονται, βάρβαροι αμφισβητούσι προς τους έλληνας το γέρας της νίκης. Φορά βαρβαρική κατέκλυσε την Ελλάδα, βέβηλοι πόδες μολύνουσι τα ιερά εδάφη, βαρβαρόφωνοι φθόγγοι μιαίνουσι τας ηχούς. Απεσβέσθησαν της σοφίας τα νάματα, εξηράνθησαν αι πηγαί της γνώσεως, εσίγησαν οι μινυρισμοί της εμμούσου αηδόνος και ο Φοίβος αφηρέθη την αινετήν λύραν και την μαντικήν δάφνην. Έκθαψον τους τεθαμμένους θησαυρούς, περισύλλεξον τα εσκορπισμένα κειμήλια, εισποίησον τα απωσμένα τίμια σκεύη και μετάδος αυτών εις τας επερχομένας γενεάς. Εγέρθητι, ω Πλήθων, εγέρθητι και ανίδρυσον τα αγάλματα των θεών! «Ταύτα και άλλα έτι μοι είπεν η θεά. Έμεινα έκθαμβος και ιλιγγιών προ της απίστου όψεως, και της ανηκούστου εντολής. Επεθύμουν να παραστήσω προς την θεάν την αναξιότητα εμού διά το τηλικούτον έργον. Αλλ' η θεά, ιδούσα με ενδοιάζοντα, διέγνω τα διανοήματά μου και μοι είπεν· — Ουχί παρ' ανθρώπων αλλά παρά των θεών η τοιαύτη βουλή προέρχεται. Οι θεοί θα γείνωσι συναρωγοί και του έργου. Μη όκνει. Τάχιστα θα ίδης την παρά των θεών βοήθειαν επερχομένην. »Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω· — Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα. Διότι δεν ανήλθεν εις τα άνω, αλλά κατηυθύνθη προς άρκτον, γείτων της γης, μόλις υπερέχουσα του εδάφους. Αλλά πλην τούτου μοι είπε το τελευταίον· — Απέρχομαι ίνα καθάρω τον ναόν μου από των συμβούλων της βαρβαρότητος, και ίνα καταλάβω αυτόν ως ανήκοντα εις εμέ μόνην. »Ήδη δε εβεβαιώθην ότι απήρχετο εις τον Παρθενώνα. Έμεινα επί πολύ, βλέπων αυτήν ατενώς, επί νεφέλης πατούσαν και βαίνουσαν διά των ακρωρειών του Ταϋγέτου, μέχρις ου έγεινεν άφαντος από των οφθαλμών μου, απευθύνασά μοι τελευταίον νεύμα διά της αμβροσίας αυτής χειρός. Τη δε υστάτη στιγμή εφάνη πάλλουσα το δόρυ, κινούσα την ασπίδα, και δεινή αστραπή κατέλαβε τον Ταΰγετον, ο δε αήρ επλήσθη αμβροσίας οσμής. Έμεινα επί πολλήν ώραν έκπληκτος, ανασκοπών εν εμαυτώ την οπτασίαν ταύτην. Εγερθείς δε, εύρον εμαυτόν αλλοίος ή οίος ήμην πρότερον. Το βήμα μου κατέστη ως υπόπτερον, και η διάνοιά μου ήτο διαυγής, ως να κατωπτρίζετο εν εαυτή η περικαλλής μορφή της θεάς. Σήμερον δε συναντιλήπτορας μόνον ζητώ, όπως εκτελέσω την επιτραπείσαν μοι εντολήν. Διότι βουλής ουδεμιάς έχρηζον, αφού είχε διαλεχθή προς εμέ αύτη η πηγή της αληθούς βουλής και συνέσεως». Ο Πλήθων, εις το αυτό πάντοτε συμπέρασμα καταφθάνων, διηγήθη το μύθευμα τούτο εις πολλούς άλλους κατόπιν, και προς πάντας έλεγε: «Συναντιλήπτορας μόνον ζητώ», ως να έλεγεν: «Έχω ανάγκην οπαδών, όπως επεχειρήσω την μεταρρύθμισιν ταύτην». Εύρε δε ουκ ολίγους οπαδούς, ως είνε γνωστόν. Αλλ' όσοι και αν ήσαν ούτοι, ήσαν ανεπαρκείς. Και ασυγκρίτως δε αν ήσαν πολυαριθμότεροι, βεβαίως ουδέν ηδύνατο ο Πλήθων να κατορθώση. Οι πλείστοι των λογίων του καιρού εκείνου υπήρξαν ομιληταί του Πλήθωνος, εκ δε των λογίων των καταφυγόντων εις Ιταλίαν άμα τη αλώσει, πολλοί ήσαν οπαδοί των δογμάτων αυτού. Αλλ' η διδασκαλία του Πλήθωνος, μηδέν θετικόν δυναμένη να δημιουργήση, ήτο βεβαίως αρνητική και ανατρεπτική, ούτω δε προελείανε μόνον την οδόν του εκλατινισμού των τοιούτων λογίων. Διότι αποβαλόντες οίκοι πάσαν χριστιανικήν πεποίθησιν, ευρέθησαν έτοιμοι να δεχθώσιν εν τη αλλοδαπή, εμπορίας χάριν, πάσαν άλλην, ην ήθελε προτείνει τις εις αυτούς. Τα δόγματα άρα του Πλήθωνος, αδυνάτου όντος να ιδρυθώσιν επί εδραίας βάσεως εν Ελλάδι, συνετέλεσαν μόνον εις το να διασαλεύσωσιν ου μικρόν τα θεμέλια της Ανατολικής Εκκλησίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. Η αποπλάνησις. Όπως και αν έχη τούτο, είνε αληθές ότι ο Πλήθων υπήρξε και αυτός επί των ημερών του δεινός της χριστιανικής θρησκείας διώκτης. Υπήρχε μάλιστα γνώμη τις, ην φειδόμενος μέχρι τούδε δεν ανεκοίνωσα εις τους αναγνώστας, αλλά σκληρόν χρέος με βιάζει να πράξω τούτο σήμερον. Το πρόσωπον της Αϊμάς, οίον εν τοις χρονικοίς μνημονεύεται, εξελήφθη υπό τινων ως πρόσωπον αλληγορικόν, ως σκότιον της φαντασίας πλάσμα, μηδέποτε δυνάμενον να υπάρξη. Και αναφέρεται ρητώς ότι το πρόσωπον τούτο ήτο η προσωποποίησις αυτής της ιδέας ην κατεδίωκεν ο Πλήθων, ήτοι της θρησκείας του Χριστού!...Το επ' εμοί, δεν ασπάζομαι την γνώμην ταύτην. Αλλ' όμως οι κριτικοί των πραγμάτων του μεσαίωνος, οι σκληροί ούτοι περιτρώκται των μεμβρανών, και των κωδίκων, εμμένουσι μετά τινος πιθανότητος επί της αλλοκότου ταύτης ιδέας, ήτις και ορθή αν ήτο, τόσω το χειρότερον, θ' αφήρει παν διαφέρον από του μυθιστορήματος τούτου, και δεν ηδυνάμην διά τούτο να την παραδεχθώ. Απαγορεύεται εις τους γράφοντας διηγήματα να παρακολουθώσι πιστώς εις πάσας τας σκοτεινάς τρωγλοδυσίας αυτών τους τυμβωρύχους του μεσαίωνος. Οι μυθογράφοι δεν είνε κριτικοί. Την ανωτέρω παράγραφον δύναται να θεωρήση ο αναγνώστης ως μη γραφείσαν. Εν τούτοις ο Πλήθων, αν κατώρθωσε να εύρη οπαδούς διά την νεοφανή σχολήν, δεν δύναται να είπη τις ότι δεν υπήρξεν άξιος τούτου. Όπως επιτύχη τούτου εδέησε να εργασθή και ειργάσθη υπερανθρώπως. Ότε κατ' αρχάς έρριψεν εις το μέσον διά των συγγραμμάτων του την περί καταργήσεως του Χριστιανισμού ιδέαν, είχεν ήδη θέσιν κεκτημένην, φήμην εξόχου λογίου και φιλοσόφου. Το γόητρον αυτού είχεν ασκηθή ήδη παρά τοις συγχρόνοις. Πριν ή εύρη οπαδούς διά την θρησκευτικήν μεταρρύθμισιν, είχεν ήδη τοιούτους των φιλοσοφικών του δογμάτων. Αι δε αξιώσεις αυτού δεν ήσαν κατά τούτο μέτριαι. Ο Πλήθων παρίστα εαυτόν ουδέν ήττον ή νέον Πλάτωνα, μέλλοντα να διαδεχθή τον παλαιόν εις την ίθυνσιν της Ακαδημαϊκής φιλοσοφίας. Ο Πλήθων δεν ηνείχετο να καλήται νεοπλατωνικός, απεκήρυττε δε τα δόγματα πασών των νεωτέρων σχολών. Η δε παρ' αυτού εισαγομένη διδασκαλία ήτο μίγμα πλατωνικών δογμάτων και αριστοτελικών αποδείξεων. Το χάσμα το οποίον εφαντάζοντο πάντες υπάρχον μεταξύ του διδασκάλου και του μαθητού, ο Πλήθων ηξίου ότι ήτο ικανός να το ισοπεδώση. Επεχείρει να ιδρύση ζεύγμα τι μεταξύ της πλατωνικής εξάρσεως και της αριστοτελικής ερεύνης. Το βάθος του ετέρου των συστημάτων τούτων ήθελε να το αναπληρώση διά του ύψους του ετέρου. Και μετά πολλούς αγώνας κατώρθωσε να φθάση σύστημά τι ευπρόσωπον ως προς την τότε εποχήν, όπερ ηδύνατο ίσως να επαρκέση εις τας πνευματικάς των ευπαιδεύτων ανάγκας. Αλλ' εν τούτοις δεν ηδύνατο άνευ δυσχερειών και κινδύνων να πράξη τοσαύτα, το δε χείριστον ήτο ότι ηναγκάζετο να περιβάλλη τον βίον του με ζοφερόν τι μυστήριον. Γνωσταί είνε αι παρά τω λαώ διαδοθείσαι προλήψεις περί τον απαισίου της κατοικίας του και περί των αθεμίτων σχέσεων ας είχε συνάψει με τους πονηρούς δαίμονας. Τω 1448 επανειλημμένως σύστασις εγένετο εναντίον αυτού εν Σπάρτη. Ο λαός ηθέλησε να παραβιάση το άσυλον του φιλοσόφου, να καύση τον οίκον του και να ανατρέψη τα κωφά και αναίσθητα ξόανα, εις α προσέφερεν απηγορευμένην λατρείαν. Ερημίτης μοναχός, ασκητεύων υπό βράχον τινά, όχι μακράν του Πληθωνείου άντρου, εδέχετο ταπεινοφρόνως τα ελέη των ευλαβών χριστιανών. Νύκτα τινά ωνειρεύθη ότι έμελλε να καή απ' άκρου εις άκρον η άλλως άκαρπος και πετρώδης χώρα, αν δεν κατεστρέφετο εκ βάθρων η φωλεά εκείνη της λατρείας των δαιμόνων. Την δε πρωίαν ηυτήχησε να διηγηθή την οπτασίαν του εις τον πρώτον χοιροβοσκόν, ον συνήντησε παρά την ακρώρειαν. Ούτος δε καταλιπών τους χοίρους του εις τον ευλαβή ασκητήν, όπως ποιμάνη προσκαίρως αυτούς, επέστρεψεν εις το χωρίον και διηγήθη το πράγμα εις δύο τρεις άλλους. Ο ιερεύς του χωρίου, όστις από πολλού ηγωνίζετο να σκάψη υπονόμους εναντίον του Πλήθωνος ησθάνθη αγίαν πνευματικήν αγαλλίασιν, μαθών ότι και ο ευλαβής ασκητής, ο τρεφόμενος διά κερατίων, προσήλθεν αρωγός των ευσεβών προσπαθειών του, και ημίσεια δωδεκάς γραϊδίων, άτινα δεν ήτο δύσκολον να συναθροισθώσιν από των τεσσάρων άκρων του χωρίου και να ευρεθώσιν εγκαίρως πανταχού όπου συνέβαινε συνδιάλεξίς τις προσοχής αξία, έθεσαν ευθύς τας θρυαλλίδας. Ήτο ημέρα Σάββατον, μέχρι δε της εσπέρας το άγγελμα είχε διακωδωνισθή εις όλα τα περίχωρα. Την επαύριον κυριακήν οι αγρόται δεν είχον εργασίαν να κάμωσι, και συναθροισθέντες πανταχόθεν περί τους πεντήκοντα τον αριθμόν, μετά σκαπανών, πελέκεων, αξινών και πτύων, μετέβησαν εις το άντρον και ήρχισαν να πολιορκώσι το άσυλον του φιλοσόφου. Ο Πλήθων, αν και ουδέν είχε πληροφορηθή περί των χαλκευομένων, είχεν όμως πάντοτε μισθοφόρους υπηρετούντας αυτόν. Αλλ' ούτοι δεν ήσαν αρκετοί τον αριθμόν, όπως σώσωσιν αυτόν από της μανίας του πλήθους. Την φοράν εκείνην η οργή του λαού ήτο έξαλλος, και ο κίνδυνος επέκειτο φοβερός. Ο Πλήθων ηναγκάσθη να εξέλθη διά της άνω εξόδου του άντρου, αγνώστου ούσης διά το κοινόν, και να κρυβή όπισθεν των απορρώγων βράχων, όπου ουδείς οφθαλμός ηδύνατο να τον ανακαλύψη. Αλλ' ο Θευδάς διαταχθείς να μείνη εκεί μέχρι τέλους, εμωλωπίσθη δεινώς υπό των επιδρομέων, και οι μισθοφόροι ηττηθέντες αφωπλίσθησαν και εδεσμεύθησαν. Αλλ' ευτυχώς κατέφθασεν εγκαίρως επικουρία εκ Σπάρτης, και αύτη κατώρθωσε να διασκορπίση το πλήθος και να σώση τα αγάλματα από της απειλουμένης καταστροφής. Η μνήμη όμως του συμβάντος τούτου έμεινεν ανεξίτηλος εν τη διανοία του Πλατωνικού. Πικρία δέ τις υπελείφθη πάντοτε αλλοιούσα την άλλοτε άπλαστον φαιδρότητα, ήτις επεκράτει εν τω ήθει του φιλοσόφου. Και ούτοι δεν ήσαν οι μόνοι κίνδυνοι ούς ποτε εκινδύνευσε. Κατά τινα χρόνον ο Πλήθων είχεν επιχειρήσει μακράν οδοιπορίαν ανά τας πόλεις και κώμας της Ανατολής. Επεσκέφθη πάσας σχεδόν τας πόλεις της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας. Έπλευσεν εις πάσας τας νήσους του Αιγαίου και του Ιονίου. Ο σκοπός της περιοδείας ταύτης δεν σαφηνίζεται αρκούντως εν ταις ιστορικαίς παραδόσεσι. Λέγεται όμως ότι η κυριωτέρα του φιλοσόφου πρόθεσις ήτο η διάδοσις των δογμάτων του νεοπαγούς θρησκεύματος παρά τω λαώ της Ελλάδος. Ο Πλήθων έγραψεν αυτός σχοινοτενή απομνημονεύματα της αποδημίας ταύτης, αλλά το σύγγραμμα τούτο δεν διεσώθη. Εν τούτοις η οδοιπορία δεν ηδύνατο να διεξαχθή άνευ πολλών δυσχερειών και μόχθων. Ο φιλόσοφος παρηκολουθείτο μέχρι τινός υπό του μαθητού αυτού Ανδρονίκου, ή Νικάνδρου, ως φέρεται διττώς το όνομά του εν τοις κειμένοις, αλλά μετ' ολίγον βαρυνθείς ούτος το τραχύ της πορείας εγκατέλιπε τον διδάσκαλον εις το ήμισυ της οδού και επανήλθεν οίκαδε. Η μακρά εκείνη πορεία του Πλατωνικού ήτο πάντη αλλόκοτος. Κατ' αρχάς είχε πόρους εις την διάθεσίν του, προερχομένους εκ της ελευθεριότητος των φίλων του αρχόντων της Πελοποννήσου. Αλλ' ύστερον τα χρήματα απέλιπον. Εν τούτοις ο Πλήθων εξηκολούθει επιμόνως την οδοιπορίαν. Όπως αποφεύγη τας ενοχλήσεις, επλάττετο άλλοτε ως Εβραίος πραγματευτής και άλλοτε ως αλήτης Αθίγγανος. Τούτο επήνεγκεν αυτώ πολλά δυσάρεστα. Αλλ' ο Πλήθων αντείχε και μόνον εν εσχάτη ανάγκη κατέφευγεν εις τα άκρα μέσα. Οσάκις άρχων τις εζήτει να τον φυλακίση, τότε επεδείκνυεν ο Πλήθων τα βασιλικά χρυσόβουλλα, άτινα έφερε μεθ' εαυτού. Οσάκις ο όχλος εζήτει να τον λιθοβολήση, τότε εδημηγόρει εκ του προχείρου περί ομονοίας και ειρήνης, και περί της εις τα θεία ευσεβείας. Εν τούτοις ο σκοπός του εβράδυνε να κατορθωθή, και το θάρρος ήρχισε να καταπίπτη. Νύκτα τινά, ενώ διήρχετο μόνος δάσος τι, και αι δυνάμεις του ήσαν εκλελυμέναι, καταιγίς εξερράγη, και εζήτησε να στεγασθή υπό δρυν τινα, αλλ' όμως ο όμβρος διεπέρα τους κλώνας και τον κατέβρεχεν. Ο Πλήθων την στιγμήν εκείνην ησθάνθη το άκρον άωτον της απογνώσεως, και κατηράτο ενδομύχως τον σκοπόν του. Αίφνης παρά την ρίζαν της δρυός βλέπει θύραν ανοικτήν, ήτις άδηλον πώς ευρέθη εκεί. Έπειτα οι τέσσαρες τοίχοι της οικοδομής εφάνησαν ως να εξήλθον εκ του στελέχους του δένδρου. Είτα φως έλαμψεν ένδοθεν του οικήματος και ο Πλήθων έκπληκτος εισήλθεν. Ήτο μικρόν οίκημα αρκούν ίνα σκεπάση κατά της καταιγίδος τον οδοιπόρον, αλλά δεν ήτο κτιστή οικία, ως το εξέλαβε κατ' αρχάς. Ήτο κοίλωμα εις την ρίζαν της δρυός, αιφνιδίως αυτοσχεδιασθέν διά θείας δυνάμεως. Και η λυχνία, ήτις έκαιε κρεμαμένη από της οροφής, και το ξύλινον βάθρον όπερ εύρεν ο Πλήθων ίνα καθίση, και η εκ πτερίδων και χλοερών φύλλων κλίνη, ήτις έκειτο παρά την γωνίαν όπως αναπαυθή ο οδοιπόρος; Πώς ευρέθησαν ταύτα πάντα; Ο Πλήθων εξέλαβε το δώρον ως παρά των θεών προερχόμενον, και ανέπεμψεν ένθερμον προσευχήν. Πριν ή τελειώση ταύτην, βλέπει μικρόν τρίπουν κείμενον ενώπιόν του, και επ' αυτού εφθά ωά αχνίζοντα, οπώρας και γάλα. Ο Πλήθων εδείπνησε σιωπηλός, και δεν ετόλμα να άρη την φωνήν προς ευχαριστίαν σεβόμενος της φιλοξένου θεάς το αόρατον. Ότε δε απεκοιμήθη επί της χλωράς κοιτίδος, τότε τω επεφάνη καθ' ύπνους η Δρυάς. Ήτο υψηλή και ωραία, η ξανθή κόμη της ήτο περιδεδεμένη με θαλλούς και με αστάχεις. Εφόρει εγκαρσίως περί την οσφύν και περί τας λαγόνας πρασινόχρουν οθόνιον, το δε λοιπόν του σώματος ήτο γυμνόν. Έφερε τον δάκτυλον εις τα χείλη, κατά το έθος όπερ ασκούσιν αι νύμφαι όταν θέλωσι να επιτάξωσιν εις τους θνητούς σιγήν, και αφού επράυνε την ψυχήν του Πλήθωνος διά των δώρων του ύπνου, ελκύσασα ακεραίαν την προσοχήν αυτού, τω είπε· — Διατί, ω Πλήθων, εβαρυθύμησας εναντίον των θεών; Αγνοείς ότι η ευδαιμονία απαιτεί μακράν οδόν, και οι θνητοί διά πόνων και μόχθων βραβεύονται παρά των αθανάτων; Ιδού ότι οι θεοί σε προώρισαν εις έργον, όπερ δεν ήτο παρεσκευασμένον δι' άλλον θνητόν. Αντί να σεμνύνεσαι δικαίως διά τούτο, οκνείς και βαρέως φέρεις; Τι θα είπωσιν οι Ολύμπιοι, όταν η Ίρις τοις κομίση το άγγελμα τούτο, ότι ο Πλήθων εδειλίασεν εις τον όμβρον και τον άνεμον; Χειμών και ευδία, θύελλα και καταιγίς, πάντα υπηρέται των θεών είνε. Η βροντή του υψιβρεμέτου Διός εκπέμπεται εκ του Ολύμπου, και ο αιθαλόεις κεραυνός διασχίζει μετά της αστραπής τον αιθέρα, απειλών τους ασεβείς και ανοσίους και φειδόμενος των αγαθών και θεοφιλών. Μη έχε φόβον τινά, κοιμήθητι εν ειρήνη. Είσαι υπό την στέγην της νύμφης των δρυμώνων. Ουδέν δύναται να σ' ενοχλήση. Ήδη, ότε ασυνήθης αίγλη ήρχισε να διαυγάζη εν τω αιθέρι, ότε οι ύμνοι των θεών ήρχισαν αύθις να πληρώσι τας ήχους, ότε τα αγάλματα μέλλουσι να επανιδρυθώσι και οι βωμοί να καπνίζωσιν, ήδη η ελπίς σου διεσείσθη και φόβος σε κατέλαβεν; Άνοιξον τους οφθαλμούς και τείνον τα ώτα. Μόλις είχε προφέρει τας τελευταίας λέξεις η Δρυάς, και ο Πλήθων ήκουσε μακρόθεν θεσπεσίαν αοιδήν αντηχούσαν. Τας λέξεις του άσματος δεν ηδυνήθη να νοήση, και το μέλος επί μακρόν χρόνον προσεπάθει ακολούθως να ανασχηματίση εν εαυτώ, αλλ' υπήρξεν αδύνατον. Ήτο ουρανία φωνή άδουσα εξαίσιον μέλος, συνοδευομένη υπό θαυμασίων οργάνων. Κατά μικρόν ο ήχος προσήγγιζε. Τότε ηκούσθησαν βήματα αντηχούντα. Ο Πλήθων αυτομάτως ήνοιξε τους οφθαλμούς, ως τω είχεν ειπεί η Νύμφη, και είδε φαεινάς όψεις υπερφυείς, αστραπομόρφων ανδρών και γυναικών διερχομένων ενώπιον αυτού. Ο ηγέτης του θιάσου ήτο περικαλλής και λαμπρός νεανίας. Εκράτει χρυσήν λύραν εν τη δεξιά, και η όψις του ήτο φαιδρά και εξαισία. Ήτο ο Φοίβος Απόλλων. Εισήλθε διά της θύρας του άντρου, έστη επί μίαν στιγμήν προ του Πλήθωνος (όστις, ως τω εφαίνετο, ίστατο όρθιος μετά σεβασμού) και τω είπε: «Μη φοβού. Είμαι ο Φοίβος Απόλλων. Λάβε την δάφνην ταύτην, και θάρρει». Και έγεινεν ευθύς άφαντος διά του ορόφου, όστις είχεν εκλίπει, και ο αιθήρ εφαίνετο αναπεπταμένος ύπερθεν. Ακολούθως διέβη ενώπιον του Πλήθωνος θίασος εννέα περικαλλών παρθένων. Εκράτουν βαρβίτους, κιθάρας και φόρμιγγας, δι' ων έμελπον τους ύμνους των θεών. Ουδέποτε θνητός εφαντάσθη τηλικούτον κάλλος ευαρμοστούν μετά τοσαύτης σεμνότητος, οίαν ενέφαινον αι εννέα αύται αγλαόμορφοι αδελφαί, αίτινες ωμοίαζον προς αλλήλας κατά την λαμπρότητα, αλλ' άλλη άλλο είχεν αθάνατον δώρημα διακρίνον την μορφήν αυτής από πασών των λοιπών. Αύται παρήλθον αμοιβαδόν προ του εκπεπληγμένου φιλοσόφου και, αφού εθάμβουν αυτόν διά της ουρανίας αίγλης ην εξέπεμπον, εγίνοντο άφαντοι, αποτείνουσαι προς αυτόν έπος τι παραμυθητικόν. Και η μεν πρώτη αυτών, ήτις ήτο έξοχος το είδος και το μέγεθος, και εφαίνετο πρεσβυτάτη πασών, τω είπε: «Χαίρε, ω Πλήθων. Το σεμνόν της αοιδής μου επί σοι». Η δε δευτέρα τω είπε: «Χαίρε. Το κλέος της φήμης παρά σοι». Η δε τρίτη είπε προς αυτόν: «Χαίρε. Το λιγύ του άσματος προς σε». Η τετάρτη: «Χαίρε. Το φαιδρόν της μολπής επί σε». Η πέμπτη: «Το σεμνόν του βίου μετά σου». Η έκτη: «Η χάρις και αρμονία παρά σοι». Η εβδόμη: «Το ερατεινόν του πόθου παρά σε». Η ογδόη: «Χαίρε. Ύμνος και σπονδή διά σου». Και η ενάτη: «Χαίρε, ω Πλήθων. Το ύψος της γνώσεως παρά σοι». Και ούτως έγειναν άφαντοι. Ευθύς μετ' αυτάς εφάνη ευειδής νεανίας, μόλις χνοάζων την μορφήν, απαστράπτων δε φαιδρότητα εκ της όψεως. Έστη επί μίαν στιγμήν ενώπιον του Πλήθωνος, και επέθηκε περί τον τράχηλον αυτού στέμμα εκ κισσού, χωρίς μηδέν να είπη. Προέπεμπον δε αυτόν λυσίκομοι νεανίδες, βαστάζουσαι δάδας και ανακράζουσαι. Ευοί! Ευοί! Εν μέσω του χορού των νεανίδων τούτων εφέρετο γέρων τις επί όνου καθήμενος. Δύο των νεανίδων κρατούσαι φιάλας οίνου υπεβάσταζον τον γηραιόν, διότι μόλις ηδύνατο να κρατηθή επί του όνου, και η κεφαλή του αδιαλείπτως ένευεν. Ουδέποτε ο Πλήθων είδε θορυβωδεστέραν ουδέ φαιδροτέραν συνοδίαν ταύτης. Τα μειδιάματα των νεανίδων εκείνων επί πολύν χρόνον μετά ταύτα περιεπλανώντο υπό τας όψεις του φιλοσόφου, και η ακοή αυτού αντήχει απαύστως την φαιδράν ταύτην επιφώνησιν: &Ευοί! Ευοί!& Εν τούτοις ο Πλήθων αφυπνίσθη, και επειδή η αυτοσχεδιασθείσα καλύβη όπου εκοιμήθη είχε γείνει άφαντος, ενόμισε καλόν να επαναλάβη την πορείαν του. Διήρκεσε δε η περιοδεία επί πολύν εισέτι χρόνον, και απεπερατώθη εις την βασιλεύουσαν πόλιν, όπου μείνας επί τινας εβδομάδας, επανήλθεν είτα εις το άντρον του. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. Ψήγματα ευτυχίας. Ουδέποτε η Αϊμά ευρέθη εις τοσαύτην αμηχανίαν, όσην ησθάνθη ότε έστη αιφνιδίως αντιμέτωπος του Γεωργίου Γεμιστού. Ότε ο φιλόσοφος είχεν εξέλθει μετά την μακράν εκείνην προσευχήν ην απηύθυνε εις τους θεούς, είχε καθίσει έξω εγγύς της θύρας, και έπλεεν εις πέλαγος διανοημάτων και δισταγμών. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και η Αϊμά είχεν εξεγερθή. Τότε ο φιλόσοφος ήκουσε τον σφοδρόν εκείνον διάλογον μεταξύ της κόρης και του πρώτου των Γύφτων. Κατανυγείς την καρδίαν, έκρινεν επίκαιρον να εμφανισθή, και ανοίξας την θύραν, εισήλθε. Το πρώτον κίνημα όπερ έκαμεν, ήτο να νεύση προς τον Πρωτόγυφτον ίνα αποσυρθή. Ούτος δε αφορμήν περιέμενε, και εξήλθεν ευθύς, προτού η Αϊμά προλάβη να τον παρατηρήση. Αλλ' όμως έστρεψεν ακολούθως το όμμα και είδε την αφάνειαν του Γύφτου. Τότε περιέφερε μετά τρόμου το βλέμμα επί του προσώπου του Πλήθωνος. Ο φιλόσοφος ενέβλεπεν αύτη μετά πολλής ημερότητος, και η κόρη έλαβε μικρόν θάρρος. — Μη φοβού, τη είπεν. Η νέα, τρέμουσα τα γόνατα, κατέπεσε και εκάθισεν επί τινος βάθρου. — Διατί τρέμεις, κόρη μου; επανέλαβεν ο Πλήθων. Μάθε ότι δεν είμαι εχθρός σου, καθώς νομίζεις. Είμαι φίλος. — Φίλος, επανέλαβε μηχανικώς η Αϊμά. — Φίλος, και μάλιστα προστάτης. Ουδείς επί της γης σε αγαπά πατρικώς, ως εγώ. Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων. Δεν υπάρχει ανθρώπινον πλάσμα, όπερ να μη φλογίζη η επιθυμία. Αλλά τούτο δεν απαγορεύουσιν οι θεοί. Αρκεί η τοιαύτη επιθυμία να είνε θεμιτή. Η νέα εφάνη αποφασίσασα. Είπε δε διά ταπεινής φωνής· — Ειπέ μοι τίνες είνε οι γονείς μου, και δεν επιθυμώ τίποτε άλλο. Ο Πλήθων ανεσκίρτησεν. Ως φαίνεται δεν είχε προβλέψει εγγύθεν την τοιαύτην απαίτησιν. — Τους γονείς σου; επανέλαβε. Μόνον αυτό ζητείς; — Μόνον αυτό, είπεν η Αϊμά. — Και τούτο υπόσχομαι να σοι το είπω, ω κόρη. — Ειπέ μοι λοιπόν, είπεν υψώσασα το βλέμμα η Αϊμά. — Όχι τώρα, είπεν ο φιλόσοφος. — Διατί όχι τώρα; ηρώτησε μετά θάρρους η νέα. — Εν καιρώ θα μάθης τούτο. Η Αϊμά εφάνη λυπηθείσα. — Διατί ανυπομονείς; είπεν ο Πλήθων. Όταν σοι λέγω ότι είμαι φίλος, διστάζεις; — Φίλος; επανέλαβε μετά πικρίας η Αϊμά. Και με καταδιώκεις!... — Εγώ; — Δέκα έτη και πλειότερον. Από τότε που ήμουν μικρή! Δεν με έρριψες εις τον κρημνόν διά να αποθάνω; Ο Πλήθων ανεσκίρτησε βιαίως. Ίσως δεν επίστευεν ότι τον ενεθυμείτο η νέα. Ενόμιζεν ότι αύτη δεν ηδύνατο να τον αναγνωρίση εκ τόσον μακρού χρόνου. — Ενθυμείσαι λοιπόν; είπεν. — Ενόμιζες ότι το ελησμόνησα; είπεν η Αϊμά. Ο Πλήθων σκεφθείς επ' ολίγον, είπε· — Και όμως... όταν σοι είπω... πιστεύω ότι και εις τούτο θα μοι αποδώσης το δίκαιον. — Ειπέ μοι, διηγήσου μοι τούτο· και εγώ αυτό ζητώ, είπεν η Αϊμά. — Τούτο αποτελεί ακριβώς την δυσκολίαν. Όταν σοι διηγηθώ τούτο, θα σ' είπω όλην την ιστορίαν. — Και δεν θέλεις να μοι την είπης; — Δεν δύναμαι σήμερον. — Διατί; — Διά να σοι είπω το διατί, πρέπει να σοι διηγηθώ αυτό το πράγμα, όπερ απαιτείς. Άκουσον, κόρη. Έχε υπομονήν. Θέλω να σοι είπω τα πάντα, πίστευσόν με. Και όχι μόνον θέλω, αλλ' οφείλω να σοι τα είπω. Διότι η ιστορία αύτη σοι ανήκει, είνε ιδιοκτησία σου, και εγώ είμαι θεματοφύλαξ αυτής. Είσαι ισχυρά εν τω δικαίω σου, και δεν πρέπει να καταχράσαι. Θα σοι τα είπω τάχιστα. Μη αδημονής. — Αλλά πότε; είπεν η Αϊμά. Προσδιόρισε πότε θα μοι το είπης. — Μετ' ολίγας ημέρας. — Και εγώ τι θα κάμω εν τω μεταξύ; — Θα περιμένης. — Πού; Εδώ δεν θα μείνω. — Διά της βίας δεν σε κρατώ. Αλλά σε παρακαλώ να μείνης. Η Αϊμά εδίσταζεν. Ο Πλήθων επανέλαβε· — Σοι είπα να μοι ζητήσης ό,τι επιθυμείς. Δεν επιθυμείς τι; — Αλλά σοι είπα κ' εγώ τι επιθυμώ. — Είνε το μόνον; ως νέα δεν έχεις επιθυμίαν τινά; — Ποίαν επιθυμίαν να έχω; απήντησεν αφελώς η Αϊμά. — Ήκουσα ότι...ειξεύρεις ότι ο Μάχτος δεν είνε αδελφός σου, είπεν ο Πλήθων. Η περίφρασις δε αύτη εσήμαινεν: «Ήκουσα ότι...αγαπάς τον Μάχτον». — Ειξεύρω βεβαίως ότι δεν είνε αδελφός μου, είπεν η Αϊμά ερμηνεύουσα κατά γράμμα την φράσιν. — Λοιπόν... μήπως τυχόν θέλεις;...„ — Τι να θέλω; ηρώτησεν απορούσα η Αϊμά. — Μήπως θέλεις να τον νυμφευθής; — Εγώ; έκραξεν έκπληκτος η Αϊμά. — Ούτω πρέπει να είνε, είπεν ως να ωμίλει καθ' εαυτόν ο Πλήθων, εκλαβών την έκπληξιν της νεανίδος ως δισταγμόν εκ παρθενικής απορρέοντα δειλίας. — Η Αϊμά εσίγα. — Λοιπόν θα σας νυμφεύσω, επανέλαβε φαιδρώς ο φιλόσοφος. Ναι, από πολλού επεθύμουν να συμπέση τοιαύτη περίστασις, προσέθηκε μάλλον μονολογών. Κατά τον χρόνον του ιερατικού μου σταδίου δεν ετέλεσα γάμον, ουδέ προσήνεγκον σπονδάς υπέρ νεονύμφων. Έθυσα θυσίας άλλας βιωτικάς και νεκρωσίμους, αλλ' υμέναιον ουδένα ετέλεσα. Και ήδη είνε καιρός να σπείσω την σπονδήν ταύτην. Ειξεύρεις, ω κόρη, ότι είμαι ιερεύς; — Ιερεύς; επανέλαβεν η Αϊμά. — Ναι, ιερεύς των θεών. Εγώ αυτός θα τελέσω τον γάμον σου μετά του Μάχτου. Και ταύτα λέγων επίστευεν ενδομύχως ο Πλήθων, ότι μεγίστην και αμύθητον προυξένει ευτυχίαν εις την Αϊμάν. Αλλ' οι θεοί, τοσαύτα απονείμαντες αυτώ δωρήματα, εφείσθησαν του μαντικού χαρίσματος, και δεν κατέστησαν αυτόν οιωνοσκόπον. — Και ευθύς μετά τον γάμον, επανέλαβε, θα σοι δηγηθώ τέλος την ιστορίαν εκείνην, δι' ην τοσούτον ανυπομονείς. Λέγουσιν, ότι οι θεοί δεν δωρούσι τέλειον το ευεργέτημα των αγαθών φρενών εις την κόρην προτού να καταστή αύτη γυνή. Περί σπουδαίων πραγμάτων δύναται ν' ακούση τις όταν είνε ήδη σύνευνος και μέλλει όσον ούπω να καταστή μήτηρ αγαθών τέκνων, βλαστών του υμεναίου. Αλλ' εις κόρην τίς δύναται να διηγηθή σοβαρά πράγματα; Η κόρη είνε κούφη ως το πτερόν, ελαφρά ως νεφέλη, ευαπάτητος και ευπαγίδευτος ως στρουθίον. Όταν αναφθώσιν αι δάδες του ιμέρου και αντηχήση ο ύμνος του υμεναίου, τότε το στρουθίον συνελήφθη εις την παγίδα, η κόρη υπερέβη τον ουδόν του βίου, και μετέστη από του προσκαίρου σταθμού εις την αληθή κονίστραν του εγκοσμίου αγώνος. Ήκουσάς ποτε, ω κόρη, υμέναιον αδόμενον; — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Λοιπόν ευτύχημα, ότι ο πρώτος ον θ' ακούσης θα είνε ο εδικός σου. Ειπέ, είσαι ευχαριστημένη; Η Αϊμά ένευσε κάτω και ουδέν απήντησε. — Παρθενική αιδώς, είπε μονολογών ο Πλήθων. Παν έαρ έχει τα ρόδα του, και το μάλιστα ευώδες και εύχρουν ρόδον είνε το της παρθενίας, του καλλίστου τούτου έαρος. Δύσμοιρον γήρας, βαρύς και παγετώδης χειμών του βίου, όστις μόνον την ανάμνησιν της ευωδίας ταύτης διασώζεις! Και πάλιν ευτύχημα τούτο διά σε. Όταν τα ρόδα εξηράνθησαν, τα διατηρεί τις επιμελώς εξηραμμένα. Αν οι θεοί παράσχωσιν εις γέροντα τινα αγαθήν μέχρι τέλους συνείδησιν, και στρώσωσι διά των αποξηραμμένων τούτων ανθέων το προσκεφάλαιον αυτού, τούτο είνε η αρίστη εξόφλησις της απαραιτήτου ταύτης οφειλής, η καλλίστη συντέλεσις του μοχθηρού τούτου αγώνος, του επιβαλλομένου εις πάντας. Αλλ' η μεγίστη επιθυμία του γήρατος είνε το να δύναταί τις να δώση εις άλλους την ευτυχίαν, χωρίς να την έχη αυτός. Τι λέγω; Τούτο καθ' αυτό αποτελεί την μεγίστην ευτυχίαν. Μη φθόνει, ω θνητέ. Τούτο είνε θείον, διότι οι θεοί μόνοι δύνανται να καθιστώσιν ευτυχείς. Και ο Πλάτων ορίζει ούτω το θείον, παρέχων αυτώ γνωρίσματα τοιαύτα· « αγαθός, φθόνου εκτός ων». Όταν δύναται τις να είνε εκτός φθόνου, τότε αληθώς είνε υπεράνθρωπος, τότε εξαίρεται, τότε θεούται. Η Αϊμά εθεώρει άφωνος τον παράδοξον τούτον άνθρωπον, και ήκουεν αυτόν μονολογούντα χωρίς να εννοή λέξιν. — Λοιπόν, τη είπεν αίφνης ο φιλόσοφος, σύμφωνοι; Θα μείνης εδώ, αύριον θα έλθη ο Μάχτος, και θα σας νυμφεύσω. Δεν έχει ούτω; Η κόρη εδίσταζε. — Δεν απαντάς; επανέλαβεν ο Πλήθων — Ναι, είπεν η Αϊμά πεπνιγμένη τη φωνή. Και ο Πλήθων εξήλθεν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. Ουδέν καινόν. Εκείνο όπερ ηνάγκασε την Αϊμάν να προφέρη το πεπνιγμένον τούτο ναι, ήτο η ελπίς και η προσδοκία της αποκαλύψεως ην τη υπεσχέθη ο Πλήθων. Άλλως δε η κόρη αύτη συνέλαβεν ένοχον σχέδιον. Ο σκοπός αυτής ήτο να μείνη, να υποστή τον γάμου τούτον ον τη επέβαλλεν ο Πλήθων, ν' ακούση αυθημερόν τας αποκαλύψεις αυτού, και ακολούθως.....να δραπετεύση. Τις ήθελε το πιστεύσει ότι ηδύνατο να διανοηθή τοιαύτα το ήμερον τούτο πλάσμα; Και όμως είνε αληθές. Ο χρονογράφος διαβεβαιοί τούτο μεθ' όρκου, καίπερ συνειδώς ότι οφείλει να συνηγορήση υπέρ αυτής. Άλλως δε οι αναγνώσται ημών θ' αποδώσωσιν ημίν δικαιοσύνην, ότι δε περιπίπτομεν ως προς τούτο εις αντίφασιν. Ουδέποτε μέχρι τούδε είπομεν ότι η Αϊμά ηγάπα ερωτικώς τον Μάχτον, ουδ' υπηνίχθημεν τούτο. Η προς τον νέον στοργήν αυτής ήτο αδελφική, παρομαρτούσης και της ευγνωμοσύνης επί τη χρηστοτέρα φιλοφροσύνη, ην επεδείκνυεν ο νεαρός Αθίγγανος προς αυτήν. Και αυτού δε του Μάχτου το προς την Αϊμάν αίσθημα δεν ωνομάσαμεν ρητώς έρωτα, αν και ως τοιούτο απ' αρχής το ενοήσαμεν. Λυπηρόν ότι η φαντασία τινών των αναγνωστών προέδραμε της ημετέρας. Τούτο είνε δυστύχημα διά τον μυθιστοριογράφον ουχ ήττον ή διά τους αναγνώστας. Ενόμισάν τινες ότι η Αϊμά ώφειλε πάντως ν' αγαπά τον Μάχτον, και άλλως δεν ηδύνατο να γείνη το πράγμα. Η προκατάληψις αύτη δεν κατέλαβε μόνους τους αναγνώστας, αλλ' επεξετάθη και αλλαχόσε. Φιλόμουσός τις κύριος ευαρεστηθείς να παραφράση ιταλιστήν την «Γυφτοπούλαν», έκρινεν εύλογον να αλλοιώση πολλά μέρη της αφηγήσεως, προσθείς ουδέν ήττον ή αφελών. Ότε είδον κατά τύχην έν φύλλον της εφημερίδος εν η δημοσιεύεται η μετάφρασις, δεν ανεγνώρισα πλέον την &«Γυφτοπούλαν»&. Ούτως εν τη σκηνή εκείνη του πρώτου μέρους, εν η εκφεύγει εκ του σιδηρουργείου διά μέσου των διωκτών της, εισάγεται η Αϊμά φοβουμένη και τρέμουσα ουχί υπέρ εαυτής, αλλ' υπέρ του Μάχτου. Τοιούτον μελοδραματικόν αίσθημα, το κατ' εμέ, δεν ηδυνάμην να δώσω εις την Αϊμάν, αφού δεν ήτο βέβαιον ότι η Αϊμά ηρωτεύετο τον Μάχτον. Και πώς η Αϊμά, αυτή κινδυνεύουσα, φοβείται διά τον Μάχτον, όστις δεν κινδυνεύει; Τούτο είνε δυσνόητον. Έπειτα ο Μάχτος κρατεί ακίνητον τον Πρωτόγυφτον επίτηδες, διά να δώση καιρόν εις την Αϊμάν να φύγη, ως να προϋπήρχε συνεννόησις μεταξύ των δύο περί της φυγής! Τρίτον η Αϊμά παραβάλλεται με Νεράιδα, «μίαν των ωραίων, πονηρών και τρομερών εκείνων νυμφών, δι' ων η φαντασία του ελληνικού λαού οικίζει μέχρι της σήμερον πάντα τα σπήλαια και τους δρυμώνας». Όσον λαμπρά και αν φαίνεται η παραβολή αύτη, κατ' εμέ, είνε άκαιρος και απροσφυής. Είπομεν ότι η Αϊμά διενοήθη να υποκλέψη τας ομολογίας του Πλήθωνος και ακολούθως να φύγη. Οφείλομεν να είπωμεν και άλλο τι μάλλον επίπονον. Πού εστρέφετο η φαντασία της Αϊμάς, ταύτα μελετώσης; Έβλεπε πόρρωθεν τον πολικόν αστέρα της Ειμαρμένης φωτίζοντα τα διαβήματα αυτής; Επεθύμει να βαδίση εν τω σκότει, και είχε το προς τούτο θάρρος; Ποίαν μυστικήν ελπίδα είχε συλλάβει και ποίον μύχιον αίσθημα έτρεφε; Φευ! Ουδένα αστέρα έβλεπεν ανατέλλοντα. Εφοβείτο να βαδίση εν τω σκότει, και θάρρους εστερείτο παντελώς. Σπινθήρ τις μόνον έφεγγεν εις το βάθος της συνειδήσεως αυτής, αλλ' ούτος μηδέν εξαρκών να φωτίση, καθίστα το σκότος πυκνότερον έτι εις το βάθος της ψυχής της. Η Αϊμά εν πρώτοις ησθάνετο ελέγχους συνειδήσεως μαστίζοντας αυτήν. Ηγνόει το φονικόν τέλος της νυκτερινής εκείνης πάλης μεταξύ του Σκούντα του άρπαγος και του Τρέκλα του υβρισθέντος συζύγου. Ο Πρωτόγυφτος είχεν απομακρύνει ταύτην ως τάχιστα εκ της σκηνής εκείνης αδρανώς έχουσαν και μήτε να σκεφθή μήτε ν' αντισταθή δυναμένην. Νυν δε αναπολούσα καθ' εαυτήν την σκηνήν εκείνην, έπασχε συνειδυία ότι δεν ηνάγκασε τον Πρωτόγυφτον να έλθη εις βοήθειαν του κινδυνεύοντος Σκούντα, ου επί του στήθους επάτει τον πόδα ο εχθρός του. Η ανάμνησις αυτής περιέβαλλε μετά τινος ευγνωμοσύνης το πρόσωπον του Σκούντα. Ίσως ο νέος εκείνος να μη είχε κακούς σκοπούς δι' αυτήν, και ηθέλησε να ελευθερώση αυτήν εκ φιλανθρωπίας. Εις τας όψεις αυτής η τολμηρά αύτη πράξις του ξένου εκείνου εφαίνετο ως ανδραγάθημα. Ήτο γυνή, και ήτο λίαν ευπτόητος. Τέλος δεν ηδύνατο να μη ευγνωμονή προς τον Σκούνταν. Ούτως ενόμιζεν: Αν εκείνος μετήλθεν απάτην, όπως πείση αυτήν να τον ακολουθήση, βεβαίως έπραξε τούτο επ' αγαθώ, διότι άλλως δεν θα τον ηκολούθει. Επειδή σπανιώτατα εύρεν εν τω βίω της ανθρώπους προς ους να ευγνωμονή, υπελάμβανεν ότι προς τον πρώτον τυχόν παρουσιασθέντα δεν έπρεπε να φείδηται της ευγνωμοσύνης της. Ησθάνετο λοιπόν τύψεις, και κατέκρινεν ενδομύχως την ιδίαν αυτής διαγωγήν. Αναπαρίστα εν τη μνήμη την εναγώνιον εκείνην σκηνήν. Ο απαγωγεύς αυτής εφαίνετο υψηλός και ρωμαλέος. Πώς ο άλλος εκείνος άνθρωπος κατώρθωσε να τον καταβάλη κατ' αρχάς, διότι το τέλος ηγνόει η Αϊμά. Το πράγμα συνέβη λίαν αιφνιδίως και ορμητικώς. Ο απαγωγεύς δεν έλαβε καιρόν ν' αντισταθή. Αλλ' ημείς προς συμπλήρωσιν οφείλομεν να είπωμεν ότι ο Τρέκλας, άναλκις και θρασύδειλος ων, ενέδωκεν εις το πρώτον κίνημα της μανιώδους μνησικακίας, και ήρπασεν από του λαιμού τον εχθρόν του, ον καταχθόνιός τις Νέμεσις εφαίνετο παραπέμπουσα προς αυτόν, καθ' ην στιγμήν δεν τον περιέμενεν. Αλλ' αφού άπαξ τον συνέλαβεν, έσφιγξε τον βρόχθον αυτού λυσσωδώς, διότι αν τον απέλυεν, εφοβείτο μη καταστή θύμα αυτού. Δειλία λοιπόν και σκληρότης απαιτείται — και ουχί γενναία καρδία (!), κατά την άξεστον και χυδαίαν πρόληψιν — όπως φονεύση τις τον εχθρόν του, συντρεχούσης και της τύχης. Δειλία δε και σκληρότης είνε ανόμοια, ή το πολύ αντίθετα, αλλ' ουχί και αντιφατικά, και δύνανται να συνυπάρχωσι παρά τω αυτώ προσώπω. Η άτυχης Αϊμά αγνοούσα, ως είπομεν, το τέλος της συμπλοκής εκείνης, επόνει μόνον διότι εγκατέλιπε κινδυνεύοντα τον νομιζόμενον παρ' αυτής ως ευεργέτην, χωρίς να αποδώση αυτώ την οφειλομένην χάριν. Και ίσως εν τω βάθει της συνειδήσεως αυτής ο στίλβων εκείνος σπινθήρ υπέφαινε την οδόν, ην ώφειλεν η κόρη να πορευθή όπως επανεύρη τον ευεργέτην εκείνον. Ίσως (τις οίδε;) το αίσθημα αυτής τούτο δεν απείχε πολύ απ' εκείνου όπερ δύναται να αισθανθή τρυφερώτατον και μυχιώτατον πάσα καρδία. Ουδέν το παράδοξον. Τα τοιαύτα αισθήματα γεννώνται συνήθως υπό αλλοκότους περιστάσεις. Λέγουσιν, ότι σπέρμα είδους τινός φυτού, αναρπαζόμενον υπό του ανέμου, δύναται να πέση εις οιανδήποτε γην και να παραγάγη την οικείαν βλάστησιν. Το δε σπέρμα του αισθήματος άδηλον εκ ποίας γης αναδίδεται, υπό ποίου ανέμου φέρεται και εις ποίον έδαφος πίπτει. Εν τούτοις είνε βέβαιον ότι η νεάνις επόθει διακαώς να επανίδη τον νέον εκείνον ον αποτόμως είχεν εγκαταλίπει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος, αφού ενόμιζεν ότι κατέστησε την νέαν ευτυχή, και εσεμνύνετο διά τούτο, έπεμψε τον Θευδάν όπως προσκαλέση τον Μάχτον να έλθη. Ο φιλόσοφος, όσον και αν εβίαζεν εαυτόν, έπασχεν ενδομύχως, και δεν είχε την δύναμιν όπως διηγηθή από τούδε εις την Αϊμάν εκείνο όπερ υπεσχέθη αύτη. Ήλπιζε δε ότι μετά την τελετήν της θυσίας έμελλε ν' αναλάβη το ίδιον εφ' εαυτού κράτος, όπερ θα ενίσχυεν η εγκαρτέρησις, η συνήθως παρομαρτούσα μετά τα γεγονότα, η απελαύνουσα τους ενδοιασμούς ους παράγει πάσα εκκρεμής κατάστασις. Προσεδόκα δε μετά πολλής ανυπομονησίας την επάνοδον του θεράποντός του. Παράδοξον δε ότι εφοβείτο μήπως ο Μάχτος δεν έλθη, μήπως ο Θευδάς δεν επιστρέψη, και καθ' όλου προέβλεπε πρόσκομμά τι εις την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του. Διέκρινεν ως σκιάν τινα ορθίαν εν τω σκότει, απειλητικήν και ζητούσαν να ματαιώση τα σχέδιά του. Ο Πλήθων εκάθισεν επί σκοπιάς τινος, οπόθεν η οδός ήτο ορατή επί τινα στάδια, και έβλεπε μήπως εφαίνετο μακρόθεν ο Θευδάς επιστρέφων. Ο δε Πρωτόγυφτος, άπαξ μόνον ανεφανίσθη μετά την συνδιάλεξιν του Πλήθωνος και της Αϊμάς. Ήτο περί το λυκαυγές. Ο λύχνος ο καίων υπό την εστίαν ημαυρώθη και απεσβέννυτο βραδέως, το ερυθρόφαιον φως της ηούς εφώτιζε την είσοδον του σπηλαίου, και οι γλυκείς ψιθυρισμοί της εξεγειρομένης φύσεως ηκούοντο εναρμονίως αντηχούντες περί τας φάραγγας και τους δρυμώνας. Ο Πρωτόγυφτος με το υψηλόν και άκαμπτον αυτού σώμα, με την βαρείαν στάσιν και το απηνθρακωμένον πρόσωπον είχεν ολισθήσει λαθραίως και επλησίασεν εις την θύραν. Ο Πλήθων εξερχόμενος είδεν αυτόν και τω έκαμεν έν νεύμα δι' ου τω επέταττε ν' απομακρυνθή. Ο Πρωτόγυφτος ιδών το νεύμα εκείνο, έγεινεν ευθύς άφαντος, και έκτοτε δεν εφάνη πλέον επί του προσώπου της γης. Κεφάλαιον ιδιόγραφον. Το κεφάλαιον τούτο απεσπάσθη εκ του επιλόγου του παρόντος μυθιστορήματος. Επειδή δεν ήτο πεπρωμένον να διηγηθή ο Πλήθων προς την Αϊμάν εκείνο, όπερ επεθύμει αύτη να μάθη, οφείλει η σειρά της διηγήσεως ν' αναπληρώση χάριν του αναγνώστου την έλλειψιν ταύτην. Το μυστήριον, όπερ εξ ανάγκης περιέβαλλε τας σχέσεις των δύο κυριωτέρων προσώπων του διηγήματος τούτου, άκοντος εμού, ηλέκτρισε παραδόξως των αναγνωστών τινας. Τούτο τη αληθεία ουδόλως εκολάκευσε την ημετέραν φιλαυτίαν, ως λογογράφου. Νομίζομεν ότι η ύπαρξις της περιεργείας είνε τεκμήριον της ελλείψεως παντός διαφέροντος. Πλανώνται δε οι συγχέοντες τα δύο ταύτα όλως διάφορα πράγματα. Ή εις την καρδίαν πρέπει ν' απευθύνεται διήγησίς τις ή εις την φαντασίαν, όστις δε στοχάζεται του ενός, εξ ανάγκης αστοχεί του ετέρου. Αλλ' όστις και του πρώτου αστοχεί και του δευτέρου αποτυγχάνει, είνε ατυχής συγγραφεύς, άξιος οίκτου. Ουδέποτε ηθέλομεν κατορθώσει να επαρκέσωμεν εις την απαίτησιν περί διαλύσεως του μυστηρίου, του περικαλύπτοντος την παράδοσιν ην επραγματεύθημεν. Δεν επετρέπετο ημίν να πλάσωμεν απίθανα μυθεύματα προς εξήγησιν παραδόσεων απιθανωτέρων. Απηγορεύετο προσέτι ημίν να μηκύνωμεν επί πλέον την διήγησιν ταύτην, ήτις φόβος είνε μη κατέστη ήδη φορτική. Ευτυχώς εγκαίρως επήλθεν ημίν επίκουρος η ανακοίνωσις δύο ανεκδότων χειρογράφων, άτινα διηγούνται κατ' ίδιον όλως τρόπον τα περί της σχέσεως του Πλήθωνος προς την Αϊμάν. Το περιεχόμενον των δύο τούτων χρονικών επίσης μας φαίνεται απίθανον, και όπερ χείρον, αντιφάσκουσι προς άλληλα. Αλλά διά του μέσου τούτου μετριάζεται τουλάχιστον η ημετέρα ευθύνη. Εφεξής μάλιστα παρατίθεμεν αυτολεξεί τα δύο ταύτα ανέκδοτα χρονικά: «Διήγησις λίαν ψυχωφελής διά τας μαγγανείας όπου εμεθοδεύθη ο κατάρατος Σατάν διά μέσου του γόητος Γεμιστού, και διά το θαύμα οπού ακολούθησεν. Αρχή συν Θεώ αγίω. Εις τας ημέρας του πολυχρονεμένου βασιλέως Ιωάννου εζούσεν άνθρωπος ονόματι Γεώργιος Γεμιστός, αγγείον του Σατανά και γεμάτος από κάθε λογής γοητείαν και ασέβειαν. Ούτος γουν ο άθλιος, πηγαινάμενός ποτε καιρού εις την Αδριανούπολιν, πολιτείαν της Ρούμελης λίαν μεγάλην και θαυμαστήν, ευρίσκει εκεί έναν πραγματευτήν εβραίον, ονόματι Ελιέζερ, όπου εις το φαινόμενον ήτον πραγματευτής, κατ' αλήθειαν δε ήτον μάγος και ψεύστης. Ούτος γουν ο μισόχριστος εφιλιώθη με τον Γεμιστόν και παρέλαβεν αυτόν εις τον οίκον του, διά να τον έχη μαθητήν του, και από αυτόν τον διδάσκαλον της κακίας εδιδάχθη ο Γεώργιος Γεμιστός κάθε είδους πονηρίαν και ανομίαν, εις τόσον οπού ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους δεν εύρεν άλλο σκεύος εκλεκτότερον διά λόγου του, και τον έκαμε πιστόν φίλον και όργανόν του, διά να καταργήση — ω της θεοστυγούς ανομίας! ίλεως να είσαι εις ημάς, Κύριε! — την αμώμητον πίστιν του Χριστού και να φέρη εις τον κόσμον την άθεον ειδωλολατρείαν. Τέτοια εσοφίσθη ο παμπόνηρος ανθρωποκτόνος να κατορθώση διά μέσου του άφρονος Γεμιστού. Αμμή ο φιλάνθρωπος και πολυέλεος Κύριος, οπού προείπε διά την εκκλησίαν του ότι Πύλαι Άδου δεν ήτον βολετόν να την καταπονέσουν, δεν ηθέλησε να κάμη τέτοιαν εγκατάλειψιν εις το πλάσμα του και ηυδόκησε να κατασυντρίψη τας Πύλας αυτάς του Άδου, από τας οποίας εξεράσθη ο παράφρων Γεμιστός και οι όμοιοί του κακόφρονες, και ηλευθέρωσε τον περιούσιον λαόν του από το κράτος των πονηρών δαιμόνων. Αφόντις γουν εποτίσθη βαθέως ο Γεμιστός με τα κακόδοξα νάματα της εβραϊκής απονοίας, ήλθεν εις την βασιλεύουσαν πόλιν και έμεινεν εκεί χρόνους επτά διδάσκοντας εις το φανερόν τα ιερά γράμματα και την φιλοσοφίαν, αμμή εις το κρυφόν όσους ειμπορούσε να σαγηνεύση διά να τους κάμη ομόφρονάς του, τους εδίδασκε την κακόδοξον πλάνην του, και πολλούς από τους μαθητάς του εφαρμάκωσε με αυτόν τον τρόπον, φέρνοντάς τους εις την απώλειαν, ώστε να μη λατρεύουν πλέον τον αληθινόν Θεόν, αλλά να προσκυνούν — ω της απονοίας και αναισχυντίας! — κωφά και αναίσθητα ξόανα. Σιμά εις τούτο κατεγίνετο ο άθλιος και εις την μαγείαν, και εδίδασκε τους πιστούς του πώς να ομιλούν με τους δαίμονας, προσκαλώντας με ασεβή και ανόσια μηχανήματα από τα κατώτατα του Άδου τους πονηρούς δαίμονας, να παρουσιάζονται ολοφάνεροι εμπρός εις τα όμματά τους και να συνομιλούν αναμεταξύ τους ως πιστοί φίλοι. Και ό,τι μοχθηρόν και παράνομον θέλημα εζήτει ο Γεμιστός, τούτο εκτελούσε κατά θείαν παραχώρησιν ο μισόκαλος. Και κοντολογής δεν ήτον τρόπος και είδος κακίας και ανομίας οπού να μη το εδίδασκεν εις τους μαθητάς του ούτος ο δυσσεβής Γεμιστός, πολλαπλασιάζοντας μετά τόκου το χάρισμα οπού έλαβεν από τον διδάσκαλόν του τον μισόθεον Ελιέζερ, ή μάλλον από τους ακαθάρτους δαίμονας. Μίαν γουν ημέραν ο ανόσιος Γεμιστός, θέλοντας να δείξη την δύναμιν και εξουσίαν οπού είχε λάβει από τους καταράτους δαίμονας, ώστε να του κάμνωσιν όλα τα θελήματά του, λέγει εις έναν από τους μαθητάς του, ονόματι Νίκανδρον: «Γνωρίζεις πόσην εξουσίαν έχω. Όλα τα θελήματά μου τα εκτελούσιν οι θεοί» (θεούς ονομάζοντας τους ακαθάρτους δαίμονας). Λέγει του ο Νίκανδρος: «Γνωρίζω, διδάσκαλε, ότι έχεις μεγάλην εξουσίαν, αμμή πώς γίνεται να σου εκτελούσιν οι θεοί όλα τα θελήματά σου;» Λέγει του ο Γεμιστός: «Όλα, πίστευσόν μου, ω Νίκανδρε, ό,τι και αν επιθυμήσω, χωρίς αργοπορίαν το απολαμβάνω από τους θεούς». Λέγει του ο Νίκανδρος: «Ό,τι και αν επιθυμήσης, διδάσκαλε; Και αν επιθυμήσης ένα πράγμα, όπου να είνε φυσικά αδύνατον;» Και ο Γεμιστός: «Σώνει να μην είνε κατά πλάτος γενικόν και απεριόριστον, ήγουν αν ζητήσω την καταστροφήν της κτίσεως, δεν την εκτελούσιν οι θεοί. Αμμή αν είνε κατά βάθος μέγα το ζητούμενον, αγκαλά και να είνε αδύνατον κατά πράξιν, οι θεοί θα μου το εκτελέσουν». Και ο Νίκανδρος: «Ας είνε όσον μέγα και εξαίσιον;» Ο Γεμιστός: «Ας είνε όσον ενδέχεται εξαίσιον και θαυμάσιον». Λέγει του ο Νίκανδρος: «Παράδοξα συντυχαίνεις, διδάσκαλε». Λέγει του ο Γεμιστός: «Διά να μη στοχασθής ότι είνε εις το μέσον καμμία απάτη, σου δίδω ελευθερίαν να προσδιορίσης εσύ το ζητούμενον, και εγώ να το ζητήσω από τους θεούς, ό,τι συ προσδιορίσης, και οι θεοί ευθύς θα μου το δώσουν». Λέγει του ο Νίκανδρος: «Ειμπορούν οι θεοί να πλάσουν νέαν πλάσιν;» Και ο Γεμιστός αποκριθείς είπε: «Είπαμεν ότι τέτοιαν απόφασιν δεν έχουν οι θεοί, ύστερα από τον κατακλυσμόν του Δευκαλίωνος». Και ο Νίκανδρος: «Δεν θέλεις τους ζητήσει να πλάσουν νέαν δημιουργίαν εις όλον το πρόσωπον της γης· μόνον ένα δείγμα θέλεις τους ζητήσει». Και ο Γεμιστός είπε: «Τι λογής δείγμα;» Και ο Νίκανδρος: «Ωσάν ένα πλάσμα ανθρώπινον, οπού να μην είνε γεννημένον από γονείς κατά σάρκα.» Και ο Γεμιστός γελάσας είπε: «Το ευκολώτερον μου εζήτησες.» Λέγει του ο Νίκανδρος: «Δύνασαι να το απολαύσης τούτο»; Ο γουν Γεμιστός, χωρίς να του αποκριθή, εκλείσθη εις την μιαράν φωλεάν του και ήρχισε να επικαλήται τους πονηρούς δαίμονας, συντυχαίνοντας ολοφάνερα με αυτούς και λέγοντας: «Κάμετέ μου το θέλημα τούτο, ω αθάνατοι θεοί, διά να ίδη και ο Νίκανδρος να πιστεύση.» Μόλις γουν επρόφθασε να είπη τους λόγους τούτους, και ευθύς ο πονηρός δαίμων εμφανίζεται εν μορφή ευειδούς νέου ο μιαρός, με το σχήμα του θεού του Απόλλωνος, όπως τον παρίσταναν εις τα κωφά και αναίσθητα είδωλα, κρατώντας εις την αγκάλην έν νήπιον θηλυκόν, κλαυθμυρίζον, και δίδοντάς το εις τον Γεμιστόν είπε: «Λάβε ταύτην, ω Πλήθων, και γείνε τροφός να την αναθρέψης, επειδή το εζήτησες.» Ο γουν Γεμιστός έλαβε το νήπιον εκείνο, και έδειξέ το εις τον μαθητήν του, λέγοντας: «Ιδού βλέπε, ω Νίκανδρε, οπού δεν το επίστευες». Αύτη γουν η μικρά κόρη ήτον αληθώς πλάσμα του διαβόλου, και δεν εγεννήθη κατά την ανθρωπίνην φύσιν εκ συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλ' εγεννήθη κατά τας μεθοδείας του πονηρού δαίμονος. Και ο Γεμιστός θέλοντας να υπακούση εις τα κελεύσματα του πατρός του, του βδελύου Σατάν, δεν την έδωκεν εις γυναίκα να την βυζάση, αλλά την ανέθρεψεν αυτός, τρέφοντάς την με το γάλα μιας αιγός ήγουν κατσίκας, και όταν εμίσευσεν από την βασιλεύουσαν πόλιν, την έφερε μαζή του, περιπλανώμενος εις την υφήλιον διά να εύρη και άλλους να σαγηνεύση εις την μιαράν και κακόδοξον πλάνην του. Οι γουν φίλοι και ομόφρονές του, έστωντας να μισεύση ο Γεμιστός από την βασιλεύουσαν, διέδωκαν ότι η παιδίσκη εκείνη ήτο εξ ιχώρος ήγουν θεογέννητος — ω της κακοδόξου πλάνης και αθεΐας! — γεννημένη από τον θεόν τον Απόλλωνα και από θνητήν γυναίκα. Και άλλοι πάλιν έλεγαν ότι ήτον εκ βασιλικού αίματος, αναφέροντας εις μαρτυρίαν ότι την ιδίαν ημέραν οπού έφερεν ο πονηρός Σατάν το κόριον εκείνο εις τον πιστόν του δούλον και θεράποντα Γεμιστόν, η νύμφη του βασιλέως Ιωάννου Ευδοκία είχε τέκει βρέφος θηλυκόν, οπού έγεινεν άφαντον ευθύς άμα εγεννήθη, και όσας ερεύνας και αν έκαμαν οι οφφικιάλοι και οι δορυφόροι του βασιλέως, εστάθη αδύνατον να ευρεθή. Είπαν γουν τινες ότι το πορφυρογέννητον εκείνο νήπιον το είχαν αρπάσει Αθίγγανοι και το ανέθρεψαν, και εμεγάλωσεν εις μέσον τους μη γνωρίζοντας τους γονείς του, και όλον τούτο έγεινε διά τας αμαρτίας του βασιλέως, διά να παιδευθή εις αυτόν τον πρόσκαιρον κόσμον, και ν' αποφύγη εις τον άλλον την αιώνιον κόλασιν, οπού υπήγε να προσκυνήση τον αντίθεον Πάπαν. Άλλοι πάλιν λέγουσιν ότι το συμβάν τούτο ακολούθησεν εις τους ,αυλς' χρόνους προτού να υπάγη ο βασιλεύς εις την Ιταλίαν, και δεν ήτο πρέπον να παιδευθή δι' έν αμάρτημα όπου δεν είχε πέσει ακόμη. Αλλ' ως τόσον το αληθές είνε, ότι η κόρη που ανέθρεψεν ο Γεμιστός ήτο πλάσμα των πονηρών δαιμόνων. Έστωντας γουν να υπάγη εις την Ρόδον ο παμμίαρος ήρχισε να διδάσκη εις τας αγοράς και εις τας πλατείας των πόλεων την ασεβή καινοτομίαν του, και οι ευλαβείς προεστοί και ιερείς του τόπου, φοβούμενοι μήπως ακολουθήση ο λαός κατόπιν του, διά να προφυλάξωσι το ποίμνιον να μη γείνη βορά του μιαιφόνου λύκου, τον κατεδίωξαν και εζήτουν να τον φυλακώσωσιν. Αλλά το δαιμόνιον όπου είχε μέσα του του προανήγγειλε τον κίνδυνον όπου έτρεχε, και σηκωθείς διά νυκτός έφυγεν από την χώραν, τρέχοντας εις τα βουνά, και φέροντας μαζή και την δαιμονόπλαστον κόρην, όπου ήτον έως έξ χρόνων τότε. Αμμή οι στρατιώται έτρεχον κατόπιν του να τον φθάσουν, και επειδή η κόρη δεν ηδύνατο να περιπατήση, ο Γεμιστός την εβάστα εις τον κόλπον του, έως ότου απέκαμε να τρέχη, και ο ανίσχυρος Σατάν δεν ηδύνατο να τον βοηθήση. Τότε θυμωθείς ο Γεμιστός (διότι τέτοιαι είνε αι ανόσιοι αφοσιώσεις, ως τόσον μόνον ισχύουν τα παράνομα συμβόλαια, και τόση ήτον η λυκοφιλία του Σατάν με τον Γεμιστόν, όπου του υπεσχέθη να τον υπουργή εις αυτόν τον κόσμον, παίρνοντας εις αντάλλαγμα την ψυχήν του) ρίπτει την κόρην εις τον ποταμόν, και ελαφρωθείς, φεύγει διά να γλυτώση από την δίωξιν. Αλλ' η δαιμονογενής κόρη ούτε επνίγη ούτε εφονεύθη, διότι όπως η γέννησίς της ήτον παρά φύσιν, έτσι και ο θάνατός της δεν ηδύνατο να έλθη κατά φύσιν. Και ο μεν Γεμιστός έφυγε διά νυκτός από την Ρόδον και εγλύτωσε προς καιρόν από την δικαίαν παίδευσιν, όμως δεν ηδύνατο να σωθή και από την αιώνιον κόλασιν. Και πηγαινάμενος εις την Σπάρτην εκατοίκησεν εκεί, διδάσκοντας εις τους οπαδούς του τα ασεβή δόγματα. Αλλ' ο πονηρός Σατάν εβοήθησε το πλάσμα του, και η κόρη εγλύτωσεν από τον πνιγμόν. Αλλ' όμως εναντίον του Γεμιστού υπεκρίθη ο παμπόνηρος ότι έτρεφε μνησικακίαν διά την εγκατάλειψιν της κόρης, και παίρνοντας αυτήν εις τας χείρας του, την έφερεν αοράτως εις το σπήλαιον του Γεμιστού, και την παρέστησεν αιφνιδίως εις τας όψεις του. Ο γουν Γεμιστός απ' εκείνης της στιγμής ήρχισε να τρέφη προς την κόρην ακάθαρτον και σατανικόν έρωτα. Και διά να πειράξη ο παμπόνηρος τον δείλαιον Γεμιστόν, οπού ήτον ήδη εξήντα χρόνων γέροντας (ούτω γαρ ανταμείβει τους αυτόν δουλεύοντας), άναψε εις τα στήθη του φλόγα ερωτικήν λίαν χαλεπήν και άσβεστον, ως να ήτον είκοσι χρόνων νεανίσκος. Εις καιρόν γουν οπού ο άθλιος Γεμιστός τυφλωμένος από το απονενοημένον πάθος άπλωσε την χείρα διά να δρέψη τον καρπόν του έρωτος, (η γαρ δαιμονόπλαστος κόρη είχεν ηλικιωθή με τους χρόνους οπού επέρασαν), έξαφνα αυτή η αφύσικος παιδίσκη χάνεται απ' εμπρός των οφθαλμών του, και (ω του θαύματος!) μεταβάλλεται εις ένα σωρόν στάκτης, ώστε οπού το χέρι του Γεμιστού αντί ανθρωπίνης σαρκός έπιασε στάκτην. Διότι το δαιμονικόν τούτο πλάσμα, κατά παραχώρησιν Θεού γενόμενον, ήτον μόνον κατά φαντασίαν, και δεν υπήρχε κατ' ουσίαν άνθρωπος, αλλ' είχε μόνον τους χαρακτήρας έξωθεν, ώστε οπού δεν ηδύνατο να μείνη διά πάντα εις την ανθρωπίνην ύπαρξιν. Αφόντις γουν εξετέλεσεν ο πονηρός τον σκοπόν του, θέλοντας να καύση και εις αυτόν τον κόσμον τον παράνομον Γεμιστόν, όπως έμελλε να τον καίη αιωνίως εις τον μέλλοντα, (η γαρ φλόγα του έρωτος είνε πείρα και εικών και τύπος του αιωνίου πυρός της Κολάσεως), τότε ο Θεός ωργίσθη και δεν εσυγχώρησε να έλθη εις δαιμονόμικτον πείραν το πλάσμα του, αλλ' εδίωξε τους πονηρούς δαίμονας κατακρημνίζοντάς τους εις το πυρ το εξώτερον, καθώς λέγει ο ιερός λόγος. Έπονται και άλλαι τινές πληροφορίαι, αλλ' ημείς ευλαβούμενοι διακόπτομεν ενταύθα την δημοσίευσιν του ανωτέρω κειμένου, και μεταβαίνομεν εξής εις το δεύτερον: «Τάδε γέγραπταί μοι Δομετίω τω ευλαβεί ιερομονάχω, εξ ων αυτός τε εώρακα και άλλων ακήκοα διαλεγομένων. Φημί δε πάσας τας ιστορίας ή προς σπουδήν ή προς τερπωλήν γεγράφθαι. Η μεταξύ δε τούτων λοιπή, είη δ' αν αύτη ή εφ' εκάτερα ή επ' ουδέτερα. Και τα μεν πρώτον είδος Θουκυδίδης μάλιστα ήσκησε, το δεύτερον δε Ηρόδοτος. Το δε τρίτον άλλοις τε καμοί πεπείραται. (Ενταύθα παραλείπονται πολλά χάριν συντομίας). Εγένετο δε τηνικαύτα ανήρ ω όνομα Γεώργιος ο Γεμιστός, μέγας τε και πολύς ούτος εν τοις Έλλησιν. Ούτος ουν άλλα τε πολλά κεκαινοτόμηκεν, έν δε και μέγιστον τόδε: Εβούλετο γαρ την επί των ειδώλων λατρείαν μεταστήσαι τους Έλληνας. Οι δ' έφασαν αυτόν τοις δαίμοσιν ομιλείν, και πονηρών πνευμάτων επιφοίτησιν υφίστασθαι. Ο δ' ου τοις δαίμοσιν αληθώς ωμίλει (φημί γαρ ουδενί ανθρώπων εξείναι το παράπαν) αλλά τοις θεοίς διαλέγεσθαι και άλλα τοιαύτα επλάττετο. Οι γαρ δαίμονες, είπερ αληθώς εισί τινες, δήλον ότι αόρατοι και άυλοι τυγχάνουσι. Πώς ουν αν τις σφίσιν ομιλοίη; (Πάλιν παραλείπονταί τινα χάριν των αναγνωστών). Έφασαν δ' αυτόν και νεάνιδά τινα ευνοία τη των δαιμόνων απολαβείν, ευχάς τούτοις και λιτάς αποδόντα. Εμοί δ' ου δοκεί παρά των δαιμόνων το δώρον τούτο δέξασθαι εξόν αυτώ παρά των ανθρώπων ευκοπώτερον της τοιαύτης ευνοίας τυχείν. Χρησμόν δέ τινα είναι έλεγον, ος αν ανθρώπων της κόρης ταύτης ως υπερφυούς τύχη, τούτω την ηγεμονίαν της Έω περιέσεσθαι. Οίμαι δε λήρους και ανοίας ανθρώπων τα τοιαύτα είναι, τα τε άλλα εική ειρήσθαι, και την βασιλεύουσαν πόλιν ει πέπτωκεν, ουχί μοίρα και αίση τινί θεία πεπτωκέναι, αλλά δι' ολιγωρίαν και ραστώνην την συμφοράν ταύτην επελθείν...» Λυπούμεθα ότι ο χρόνος επείγει και δεν δυνάμεθα να παραθέσωμεν πλείονα τεμάχια του πολυτίμου τούτου δοκιμίου, όπερ ηδύνατο πολλά να διδάξη τους ημετέρους αναγνώστας. Το μέγιστον δυστύχημα είνε ότι κατ' ουδέν σχεδόν προήγαγον την ημετέραν ιστορίαν τα δύο ταύτα γραπτά μνημεία, και το ζήτημα περί των σχέσεων της Αϊμάς και του Πλήθωνος μένει σκοτεινόν ως προτού. Εν τούτοις ο αναγνώστης δύναται να κρίνη μεταξύ των δύο χρονικών, ων το μεν πρώτον διηγούμενον μύθους ουδεμιάς πίστεως είνε άξιον, το δε δεύτερον είνε άντικρυς σοφιστικόν και αρνητικόν. Το κατ' εμέ, απονίπτω τας χείρας. Εν τούτοις φρονώ ότι δύναμαι να εκφέρω γνώμην τινά, ως είς των αναγνωστών. Ο Πλήθων, ως μοι φαίνεται, είχε λάβει υπό την προστασίαν του κόρην τινά ορφανήν και την ανέθρεψε. Το μυστήριον όπερ περιέφερε πανταχόσε μεθ' εαυτού ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος, και η απαίσιος φήμη ην είχε παρά τω λαώ, περιέβαλε και την κόρην ταύτην. Και άλλοι μεν είπον ότι η παιδίσκη αύτη ήτο κόρη των δαιμόνων, άλλοι δε ότι είχεν αρπασθή διά σατανικών μαγγανειών εκ των ανακτόρων. Φαίνεται δε ότι θήλυ τι βρέφος βασιλικόν είχε γείνει ανάρπαστον εκ του λίκνου κατά τον αυτόν χρόνον, αγνοείται υπό τινος. Εννοείται ότι πολύ απέχω του να πιστεύσω ότι ο Πλήθων είχεν αποκομίσει το βρέφος τούτο εκ των ανακτόρων. Ο Πλήθων δεν ήτο τοιούτος, οίον τον παρίστων αι τότε παραδόσεις· ήτο θετικός ανήρ, και δεν ηδύνατο ν' ασχολήται εις ύποπτα, ουδέ να πιστεύη χρησμούς και μαντείας. Απελθών εκ Κωνσταντινουπόλεως ο Πλήθων έλαβε μεθ' εαυτού την παιδίσκην, και ανέτρεφεν αυτήν φιλοστόργως. Μεταβάς εις Ρόδον κατεδιώχθη είτε διά πολιτικούς λόγους παρά των φράγκων ιπποτών, είτε διά θρησκευτικούς παρά των εντοπίων. Ευρεθείς εις το έσχατον της ανάγκης ο φιλόσοφος έπαθε, φαίνεται, πρόσκαιρον των φρενών διατάραξιν, και έρριψε την μικράν εις τον καταρράκτην, πράξας τούτο ως ο αμυνόμενος υπέρ της ιδίας αυτού ζωής, και διότι δεν ήθελε, φαίνεται, ν' αφήση την μικράν κόρην εις χείρας των διωκτών του, ους εγίνωσκεν απανθρώπους και δυναμένους να εκδικηθώσι κατά της μικράς, όσω μάλλον αύτη εθεωρείτο παρά τω λαώ τέρας δαιμονόληπτον. Επίστευσεν ίσως ότι έπραττε φιλανθρωπίας έργον, απαλλάττων το αθώον εκείνο πλάσμα μακράς και φρικώδους βασάνου. Ακολούθως κρυβείς εν Ρόδω ο φιλόσοφος ήκουσε την περί της διασώσεως αυτής φήμην. Τότε κατενύγη την καρδίαν, και δελεάσας διά χρημάτων τους φρουρούς εισήλθε διά νυκτός εις το νοσοκομείον, όπου ευρίσκετο η μικρά, ελπίζων να πείση την νοσοκόμον όπως τω αποδώση αυτήν. Αποτυχών τούτου, κατώρθωσεν ύστερον δι' ισχυρών μέσων (διότι πανταχού και πάντοτε είχεν ισχυρά μέσα, παρά την καταδρομήν ης ήτο θύμα) ν' αρπάση αυτήν διά τρίτων και να φύγη εκ Ρόδου. Ελθών εις Μονεμβασίαν ενεπιστεύθη διά τρίτου πάλιν την κόρην εις τον Πρωτόγυφτον, διότι έτοιμος ων δι' άλλας αποδημίας, δεν ηδύνατο να την έχη αυτός πλησίον του. Ότε μετά τινα έτη επανήλθεν οριστικώς εκ των περιοδειών, ο Πρωτόγυφτος δεν ηθέλησεν οίκοθεν να τον αναγνωρίση ως θετόν πατέρα της νεανίδος, αλλά συνήνεσε μόνον να τω την πωλήση. Ο Πλήθων δεν ηθέλησε να ομιλήση εξ αρχής με την Αϊμάν απ' ευθείας, διότι κατά την συνάντησιν εκείνην, ην διηγήθημεν εν τω Α' μέρει του βιβλίου τούτου, ο φιλόσοφος είχεν εννοήσει ότι η Αϊμά δεν είχεν αποβάλει την ανάμνησιν της φρικώδους σκηνής, της εις τον καταρράκτην εκσφενδονίσεως, και έπασχεν είδος τρόμου επί παρουσία αυτού. Πλην τούτου και ο Πλήθων έπασχεν εκ τύψεων συνειδήσεως διά την πράξιν εκείνην. Ήτο δε ηναγκασμένος και να κρύπτη πάντοτε πάσαν αυτού ενέργειαν, διότι η περιβάλλουσα το όνομα αυτού απαίσιος φήμη εβόμβει εις τα ώτα του ως διηνεκής απειλή, και είχεν εξοικειωθή προς τον αλλόκοτον βίον ον διήγε. Διά τον αυτόν λόγον απέφυγε και να μετέλθει την βίαν, δι' ων μέσων είχεν, όπως αποσπάση εκ των ονύχων του Γύφτου την νεανίδα. Προς αποφυγήν δε σκανδάλου και θορύβου έπεμψεν αυτήν εις το μοναστήριον. Ίσως δε προώριζεν αυτήν ως ιέρειαν των ειδώλων· ούτος πρέπει να ήτο ο σκοπός του. Τελευταίον πρέπει να είπωμεν, ότι ο Πλήθων, καίπερ πρεσβύτης ήδη, συνέλαβεν ίσως επί μίαν στιγμήν όψιμόν τι αίσθημα, και εμελέτησε καθ' εαυτόν την μετά της Αϊμάς ένωσιν, αλλ' όμως απώθησεν ευθύς την ιδέαν ταύτην, φοβηθείς το γελοίον, και απεφάσισε να νυμφεύση την Αϊμάν, προικίζων αυτήν και τον Μάχτον, και καθιστών διά μιας χειρός δύο ευτυχείς. Ο δε λόγος δι' ον δεν ηθέλησε να είπη ευθύς προς την νεανίδα, όσα εκείνη επεθύμει να μάθη, αλλ' ανέβαλλε τούτο όσον το δυνατόν, προήρχετο εκ της συγκινήσεως υφ' ης κατείχετο ο πλατωνικός, και εκ των οξέων παλμών του υστερογενούς τούτου αισθήματος ίσως. Αύτη μοι φαίνεται η πιθανωτάτη γνώμη. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. Ο τελευταίος φθόγγος. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, η παραμονή της κθ' Μαΐου ουδεμία ακτίς ηλίου κατέβη να φωτίση την Αϊμάν εις το ειδωλολατρικόν εκείνο άσυλον όπου άκουσα είχε καταφύγει. Υγρός και τεθολωμένος αιθήρ επέκειτο υπέρ την γην και πυκνά νέφη εκάλυπτον την κτίσιν. Πικρά κατήφεια εδέσποζε της φύσεως. Ουδεμία αηδών ηκούσθη μινυρίζουσα εις τους δρυμώνας, ουδείς βοσκός ηκούσθη φυσών χαρμοσύνως τον αυλόν του επί των βράχων, και ουδέν έρρυθμον άσμα υλοτόμου ή γεωργού επράυνε τον σκληρόν και μονότονον κτύπον της σκαπάνης και του πελέκεως. Απειράριθμος αγέλη μαύρων κοράκων εφάνη την πρωίαν υπεριπταμένη, αντήχησαν οι κρωγμοί αυτών απαύστως και, αφού επ' ολίγον εσκίασαν τας υψηλάς και απορρώγας του Ταϋγέτου κορυφάς, έγειναν κατά μικρόν άφαντοι, διευθυνθέντες προς τα βορειανατολικά. Ουδέν άλλο πτηνόν εφάνη ιπτάμενον ή ηκούσθη κελαδούν. Περί των χελιδόνων ιστορείται ότι αύται, μόλις μείνασαι ένα μήνα κατά το έτος εκείνο υπό τον ελληνικόν ουρανόν, μετηνάστευσαν αθρόαι εις την Ιταλίαν. Την πρωίαν εκείνην ο ουρανός ήτο μολύβδινος και η γη εφαίνετο φαιά, η δε θάλασσα λεία και γαλήνιος είχε χρώμα μέλαν και υπέρυθρον. Ουδεμία πνοή υπέσιζεν, ακίνητα έμενον τα κύματα εις το πέλαγος, ακίνητα τα φύλλα εις τους δρυμώνας. Τα επικαθήμενα νέφη ούτε όμβρον ηπείλουν ούτε άνεμον, εφαίνοντο μόνον ότι έμενον κρεμάμενα επί του ορίζοντος ως μορμολύκεια, ως ράκη πενίας ηπλωμένα επί δώματος και μάτην επαιτούντα μίαν ακτίνα παρά του ηλίου. Οι άνθρωποι ησθάνοντο ανεξήγητον αγωνίαν υπό την πίεσιν ταύτην των στοιχείων, και το πένθος της φύσεως μετεδίδετο εις αυτούς. Η Αϊμά αισθανθείσα ψύχος περί την αυγήν, είχε συσταλή εις μίαν κόγχην και έκλινε την κεφαλήν. Ανοίξασα δε τους οφθαλμούς μετ' ολίγον, εύρεν εαυτήν μόνην, και ανεζήτει τον Πρωτόγυφτον. Αλλ' ούτος είχε γείνει άφαντος ήδη. Η Αϊμά ήλθε μέχρι της θύρας και περιέβλεψε μήπως ίδη αυτόν. Αλλ' ουδαμού ήτο ο Πρωτόγυφτος. Είδε μόνον η Αϊμά τον Πλήθωνα, καθήμενον μακράν του σπηλαίου και εμβλέποντα προς αυτήν. Η κόρη ήθελε να τον ερωτήση πού ήτο ο πατήρ της, αλλ' ηδέσθη και δεν τω απέτεινε τον λόγον. Διότι ο σκοπός δι' ον εζήτει τον Πρωτόγυφτον ήτο ένοχος και δεν ηδύνατο να τον εκφράση. Επεθύμει να πέμψη αυτόν εις το μοναστήριον, όπως μάθη τι απέγεινεν έν πρόσωπον, υπέρ ου εμέριμνα. Ελυπήθη διότι δεν εύρισκε τον Πρωτόγυφτον. Αλλ' αν τον εύρισκεν, είνε άδηλον αν θα ετόλμα να εκφράση προς αυτόν την επιθυμίαν της ταύτην. Πιθανώτερον είνε ότι ήθελε σιγήσει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος εμερίμα περί του Μάχτου. Επεθύμει να έλθη ως τάχιστα ο νέος Αθίγγανος, όπως απαλλάξη αυτόν της παρούσης βασάνου. Εν τούτοις μετ' ολίγον ήτο μεσημβρία και ο Πρωτόγυφτος δεν εφάνη. Η Αϊμά κατέστειλεν εν εαυτή το αίσθημα εκείνο, και ουδέν είπε προς τον Πλήθωνα. Αλλ' ο φιλόσοφος ενόησεν εκ των απορηματικών βλεμμάτων της και τη είπεν οίκοθεν ότι έπεμψε τον Πρωτόγυφτον εις το σιδηρουργείον. Την ηρώτησε δε προς τούτοις αν επεθύμει να έλθη και αυτός και τα λοιπά μέλη της οικογενείας μετά του Μάχτου εις την τελετήν του γάμου. Η Αϊμά απήντησε δι' αδιαφόρου νεύματος. Ο Πλήθων εξηκολούθει να πιστεύη ότι η Αϊμά ήτο ευτυχής μέλλουσα να νυμφευθή τον Μάχτον. Αλλ' όμως η ψυχρότης, ήτις εδείκνυεν επιμόνως η νεάνις, ήρχισε να εμπνέη αυτώ αμφιβολίας. Ο Πλήθων δεν επεθύμει βεβαίως κατά προτίμησιν τον γάμον τούτον. Ηδύνατο να εκδώση την Αϊμάν εις πλουσιώτερον και επιφανέστερον σύζυγον, και ευκόλως εύρισκε τοιούτον. Εκείνο όπερ τον εβίασε να τη προτείνη τον Μάχτον ως νυμφίον, ήτο η πεποίθησις ότι η νέα έτρεφε προς εκείνον τρυφερόν αίσθημα. Αλλά την στιγμήν ταύτην πρώτην φοράν συνέλαβεν αμφιβολίαν. Η παγερά εκείνη και αδιάλυτος ψυχρότης, ην έφερεν επί του κατηφούς προσώπου η Αϊμά, ήτο άλλως ανεξήγητος. Αφού εσκέφθη επί μικρόν ο Πλήθων, επείσθη ότι η Αϊμά δεν ηγάπα τον Μάχτον. Τότε ενόμισε χρέος του να εξακριβώση τούτο, και αποτείνας μετά δισταγμού τον λόγον προς την νεανίδα, προσεπάθησε διά περιφραστικών ερωτήσεων, ας ήτο δύσκολον να εννοήση η άπειρος νέα, να εξακριβώση την αλήθειαν. Η Αϊμά απήντησε και αυτή συγκεχυμένως εις τα βεβιασμένα ερωτήματα του φιλοσόφου. Μόνον δε, ότε διαρρήδην την ηρώτησεν ούτος αν δεν επεθύμει να νυμφευθή τον Μάχτον, τότε απήντησε ναι, προσθείσα και τον όρον της εκτελέσεως υπεσχημένον παρά του Πλήθωνος, ήτοι την περί της τύχης αυτής εκμυστήρευσιν. Ο φιλόσοφος ανενέωσε την υπόσχεσίν του. Τότε και η Αϊμά επανέλαβεν εκ δευτέρου και εκ τρίτου ότι εδέχετο να νυμφευθή τον Μάχτον. Η περίστασις αύτη επροξένησεν άλλην πάλιν εντύπωσιν εις τον Πλήθωνα. Η κόρη αύτη, διενοήθη ο φιλόσοφος, θέτει το ζήτημα της βιωτικής αυτής ευτυχίας εν δευτέρα μοίρα, μετά την επιθυμίαν όπως μάθη την καταγωγήν της. Την εκπλήρωσιν της επιθυμίας ταύτης νομίζει χρέος ιερόν, και τον γάμον αυτής θεωρεί ως δικαίωμα, όπερ συναινεί να εξασκήση μόνον ως ταπεινότερόν τι μέσον προς επίτευξιν του κυριωτέρου αυτής σκοπού. Τούτο είνε αλλόκοτον, εσκέφθη ο Πλατωνικός. Όσον και αν επιθυμή νεάνις τις να εύρη τους αγνοουμένους γονείς της, βεβαίως σφοδρότερον θα επιθυμή να εύρη ένα νυμφίον, όπερ είνε χρήσιμον εφόδιον του βίου, δυνάμενον να καταστή εν καιρώ ωφέλιμον. Ποία λοιπόν φύσις είνε αύτη; Ο φιλόσοφος ησθάνθη οίκτον προς την ατυχή κόρην. Προήχθη εις το συμπέρασμα ότι το ανθρώπινον τούτο πλάσμα ωνειροπόλει, αν και ήτο εγρηγορός. Τούτο τω εφαίνετο βέβαιον σύμπτωμα ότι ενόσει. Διότι, αφού τα ονειροπολήματα των υγιών ανθρώπων είνε ήδη νοσηρά, πόσω μάλλον τα των νοσούντων θα είνε νοσηρότερα; Εν τούτοις ο φιλόσοφος δεν εφησύχασεν εκ της τελευταίας απαντήσεως της Αϊμάς, και απέτεινε προς αυτήν και άλλην παρατήρησιν. — Λοιπόν, κόρη μου, τη είπεν, αν δεν σοι υπεσχόμην τούτο, (την φανέρωσιν των γονέων σου), δεν ήθελες συναινέσει να νυμφευθής τον Μάχτον; Η νέα εκίνησε τους ώμους και απετέλεσεν ελαφρόν μορφασμόν διά των χειλέων της. Δεν είξευρεν αν έπρεπε ν' απαντήση &ναι ή όχι&. Αλλ' ο φιλόσοφος απεκόμισεν ήδη το συμπέρασμά του εκ της συνδιαλέξεως ταύτης, ήτις διεξήχθη μάλλον σιωπηλώς εκ μέρους της Αϊμάς, ότι δεν ηγάπα η νέα τον Μάχτον. Τω επήλθε δε τότε η ιδέα να τη είπη, ότι δεν την εβίαζε, και ήτο ελευθέρα να νυμφευθή τον Μάχτον ή άλλον τινά. Αλλ' ενταύθα τον εγκατέλιπε το θάρρος του. Αόρατον πρόσκομμα έκειτο εμποδών. Ο Πλήθων δεν ετόλμα να είπη τούτο. Είχε συνειθίσει ήδη από της πρωίας εις την ιδέαν του γάμου τούτου. Παράδοξον φόβον ησθάνετο εκ της αβεβαιότητος. Αν δεν ενυμφεύετο τάχιστα, τι έμελλε να γείνη η Αϊμά, ή μάλλον τι έμελλεν αυτός να γείνη; Μέχρις ου ευρεθή άλλος σύζυγος, ήτο δυνατόν να παρέλθωσιν ημέραι, μήνες, έτη. Πού θα έμενεν η πτωχή νέα, και τις ήθελε την προστατεύει; Ο Πλήθων δεν ετόλμα να επιθυμήση όπως μείνη η Αϊμά πλησίον του. Άλλως δεν ήτο βέβαιον ότι έμελλε να κατοικήση ησύχως εις το άντρον του ο φιλόσοφος επί πολύν χρόνον εισέτι. Ο σκοπός του ήτο ν' αναχωρήση. Ίσως εμελέτα να μεταβή εις την βασιλεύουσαν πόλιν. Διότι οι θεοί δεν ηυδόκησαν να προσημάνωσιν ιδία προς αυτόν την επικειμένην και παρούσαν ήδη καταστροφήν. Μη λησμονώμεν ότι ταύτα συνέβαινον την παραμονήν της κθ' Μαΐου! Και αν έμενε δε εις τον άσυλόν του ο Πλήθων, πάλιν δεν ηδύνατο να έχη την Αϊμάν πλησίον του. Όσον αμυδρόν και αν ήτο το αίσθημα όπερ εμπόδιζε τον Πλήθωνα, αλλ' όμως δι' αυτόν ήτο ισχυρόν. Δεν ηδύνατο, όχι! Οι θεοί δεν ηδύναντο να το επιτρέψωσιν. Αυτός είχε θέσιν πατρός προς την Αϊμάν, και έπρεπε να είνε πάντοτε ως πατήρ της. Προς περιφρούρησιν του ιερού χαρακτήρος της πατρότητος, τις οίδε διατί, ησθάνετο ο Πλήθων την ανάγκην να εκδώση εις γάμον την Αϊμάν. Άλλως δε και αυτή η νεάνις αμφίβολον ήτο αν ήθελε συναινέσει να μείνη επί πολύ εις το άντρον. Αν απήλλαττεν αυτήν ο Πλήθων του όρου της νυμφεύσεως, και έσπευδεν άνευ του όρου τούτου να εκπληρώση την υπόσχεσίν του, τι έμελλε να συμβή; Τοιούτον ερώτημα προέτεινεν εις εαυτόν ο φιλόσοφος. Δεχομένη η Αϊμά να μένη παρ' αυτώ, και αποτόμως διαρρηγνύουσα πάντα δεσμόν με τους σιδηρουργούς, παρ' οις ανετράφη, ήθελεν αποδειχθή μόνον παραπολύ εύκολος εις τας φιλοστοργίας της, ή μάλλον όλως άστοργος. Πιθανόν να εδέχετο εκ των προτέρων τοιαύτην πρότασιν, αλλ' αν έπραττε τούτο, θα ωρμάτο εξ υπολογισμού, διότι εν αγνοία εισέτι διατελούσα, επλανάτο υπό της ελπίδος ότι έμελλε να επανεύρη τους αληθείς γονείς της. Αλλ' ο Πλήθων εγίνωσκεν ότι η τοιαύτη ελπίς ήτο ματαία. Επί τέλους ο Πλήθων ησθάνθη την κεφαλήν πολύ βαρείαν εκ των σκέψεων τούτων, και ηναγκάσθη ν' αφήση το πρόβλημα άλυτον. Είπε καθ' εαυτόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη σκέπτηται περί τούτου. Τι το όφελος; Ησθάνετο εαυτόν ανίσχυρον να εύρη άλλην παρά την προταθείσαν λύσιν. Ώφειλε να περιμείνη μεθ' υπομονής μέχρις ου έλθη ο Μάχτος, και τότε πας δισταγμός θα ήτο ανωφελής. Η Αϊμά ωμολόγησεν ότι εδέχετο να νυμφευθή τον νέον σιδηρουργόν, και ο φιλόσοφος ώφειλε να διατελή εν ειρήνη με την συνείδησίν του. Ήδη η ημέρα έκλινε προς την δύσιν, αλλ' ούτε ο Μάχτος εφάνη, ούτε ο Θευδάς επανήλθεν εκ της αποστολής. Τα μελανά και πεπυκνωμένα νέφη εκάλυπτον πάντοτε τον αιθέρα, και η σκοτεινή εκείνη ημέρα εφαίνετο προωρισμένη να μεταβή εις την νύκτα, όπως μεταβαίνει τις εκ του ληθάργου εις τον θάνατον, άνευ παρηγόρου βλέμματος, άνευ επαισθητής πνοής, άνευ χρυσών νεφών και άνευ ανατολής Εσπέρου. Ο Πλήθων εκάθητο επί βράχου, και όλος έκδοτος εις τους λογισμούς του, διηύθυνε το βλέμμα εις την μακράν και κατάντη οδόν, όπου εξικνείτο, και δεν έβλεπε την σκυθρωπότητα εκείνην της φύσεως. Η Αϊμά είχεν εξέλθει εκ του σπηλαίου, και έβλεπε μετά φόβου τον μολύβδινον εκείνον ουρανόν, επεθύμει δ' εν τη αφελεία της να ερωτήση τον φιλόσοφον τι εσήμαινε το φαινόμενον εκείνο. Αλλ' ο φιλόσοφος απείχεν αυτής υπέρ τα πεντακόσια βήματα. Η Αϊμά ησθάνθη ρίγος, και τυλιχθείσα εις το περιώμιόν της έσπευσε να επανέλθη έμφοβος εις το σπήλαιον. Ήναψε τον λύχνον, διότι το σκότος επήλθεν ήδη προ της νυκτός. Φαίνεται δε ότι την ημέραν εκείνην είχε συμβή έκλειψις ηλίου. Μετ' ολίγον ήλθε και ο φιλόσοφος. Ήτο λίαν κατηφής, και δεν ηδυνήθη να μη ανακοινώση προς την Αϊμάν την απορίαν του επί τη βραδύτητι της επιστροφής του απεσταλμένου. Η Αϊμά δεν εγίνωσκε τας αποστάσεις και ηγνόει πόσον απείχε το σιδηρουργείον από της κατοικίας του φιλοσόφου. Εν τούτοις ουδέν απήντησεν εις την παρατήρησιν αυτού. Άλλη αύτη αφορμή απορίας διά τον πλατωνικόν. Εν τούτοις η νυξ προυχώρει, και τούτο πάλιν προυξένει αμηχανίαν. Ο Πλήθων δεν ήθελε να κοιμηθή υπό την αυτήν στέγην μετά της Αϊμάς και δεν επεθύμει πάλιν ν' αφήση αυτήν μόνην. Την στιγμήν εκείνην ο φιλόσοφος μετενόει διότι απέπεμψε τον Πρωτόγυφτον. Ο δισταγμός του Πλήθωνος όπως μείνη μετά της Αϊμάς την νύκτα ουδέν το επίμεμπτον είχε. Προήρχετο καθαρώς εξ αβρότητος. Ο φιλόσοφος ενόει καλώς, ότι η νέα δεν εδύνατο να έχη τόσον ηθικόν κράτος εφ' εαυτής, ώστε να εκριζώση διά μιας εκ της καρδίας της πάσαν πρόληψιν και πάσαν μνησικακίαν, αφού μέχρι της χθες μετά λόγου ενόμιζεν αυτόν ως διώκτην της. Συνέλαβεν ιδέαν τινά, να μεταβή διά νυκτός εις την πλησιεστέραν αγροτικήν οικίαν και να προσκαλέση γραίαν τινα χωρικήν να έλθη όπως κοιμηθή εις το σπήλαιον, διότι η Αϊμά θα εφοβείτο βεβαίως να μείνη μόνη την νύκτα εις την αλλόκοτον εκείνην κατοικίαν, όπου το νυσταλέον της λυχνίας φως πίπτον επί των ορθίων και υψηλών αγαλμάτων απετέλει παραδόξους εναλλαγμούς σκότους και σκιαυγείας. Την ιδέαν ταύτην υπέβαλεν εις την Αϊμάν. Η νέα δεν απήντησε πάλιν μετά σαφηνείας. Το νεύμα όπερ έκαμεν, εσήμαινε: «Πράξον όπως θέλεις». Ο Πλήθων δεν εδίστασεν, αλλά προτρέψας την νέαν να μη φοβήται, και υποσχεθείς ότι έμελλε να επανέλθη τάχιστα, ηγέρθη και εξήλθεν. Η Αϊμά εκλείδωσεν έσωθεν και έμεινε μόνη. Καθήσασα επί του βάθρου παρά την εστίαν, περιέφερε το βλέμμα εις τας πλευράς και εις τας γωνίας του εσωτερικού, και υφίστατο παράδοξον εντύπωσιν. Στέγη ανώμαλος και μαυρισμένη, πού μεν εισέχουσα, πού δε κυφή, ως να ήτο σεσαλευμένη εκ σεισμού, ραγάδες και εξοχαί εις τας άκρας και τας γωνίας, τεμάχια κιόνων, ανάμικτα μετ' ανεπεξεργάστων λίθων, αποτελούντα τους τοίχους της οικοδομής, τοιούτον ήτο το μέλαθρον του φιλοσόφου. Έπειτα ήσαν τα τρομερά εκείνα πράγματα, οι λίθινοι εκείνοι άνθρωποι, επτά ή οκτώ τον αριθμόν, οίτινες ίσταντο παρ' αλλήλους ακίνητοι και βλοσυροί και ουδέν είχον το φαιδρόν, αλλ' εφαίνοντο αλλόκοτοι την νύκτα. Η Αϊμά ελκυσμένη υπό του φόβου, ως υπό θελγήτρου τινός μυστηριώδους, έλαβε τον λύχνον και επλησίασεν εις τα αγάλματα. Την ημέραν δεν είχε περιεργασθή αυτά. Εις το κίνημα τούτο προήλθεν ορμεμφύτως η Αϊμά, ως να υπηγόρευεν εις αυτήν τούτο δίδαγμά τι της πείρας, ως να είχε συνείδησιν, ότι παν το φοβερόν πάθει να είνε τοιούτον, όταν εγγύθεν το εξετάση τις, και αν γνωρισθή τις εκ του σύνεγγυς με πράγμα τι εμπνέον αντιπάθειαν, η αντιπάθεια ευθύς εκλείπει. Λαβούσα λοιπόν την λυχνίαν και πλησιάσασα ήρχισε να εξετάζη λεπτομερώς τα αγάλματα. Πρώτον ίστατο το άγαλμα της Αρτέμιδος, ανδρικής γυναικός, ης η εσθής, μόλις καλύπτουσα έν μέρος του σώματος, είχε τοιαύτας πτυχάς, ως να εκινείτο σφοδρώς υπό του ανέμου, και τα σκέλη δεν απείχον απ' αλλήλων υπέρ την μίαν σπιθαμήν, ώστε εφαίνετο εσπευσμένως βαδίζουσα. Το βάθρον, εφ' ου ήτο ιδρυμένον το άγαλμα ήτο χθαμαλόν, μόλις δακτύλους τινάς ανέχον υπέρ το έδαφος. Παρά την πλευράν της Αρτέμιδος ίστατο η Δημήτηρ με την δέσμην των σταχυών υπό μάλης και το δρέπανον εν τη δεξιά. Το ανάστημα ήτο βραχύτερον, αλλ' είχε τους ώμους πλατυτέρους, και ρωμαλέαν τινά ανδρικήν έκφρασιν ενέφαινε το πρόσωπον της θεάς. Παρ' αυτήν ίστατο ο Φοίβος Απόλλων, ο καλλιμορφότατος των θεών και των ανδρών απάντων. Είχε χρυσάς ακτίνας περί την μορφήν, και το πρόσωπόν του εξέπεμπε θείαν αίγλην. Τους οφθαλμούς αυτού επέστεφον καμπύλα τόξα οφρύων και μειδίαμα αρρήτου ηδύτητος ήνθει περί τα χείλη αυτού. Η κεφαλή, ο τράχηλος και ο κορμός είχον αρμονικωτάτην προς άλληλα συμμετρίαν. Ο έτερος των ποδών υψούτο ως προς όρχησιν, ο δ' έτερος έβαινε σεμνώς επί του στυλοβάτου. Εν τη δεξιά χειρί εβάσταζε την χρυσήν λύραν, ης δια των θεσπεσίων φθόγγων κατεκήλει ποτέ τους ομίλους των αθανάτων θεών. Παρά το άγαλμα του Απόλλωνος ίστατο το της Ουρανίας Αφροδίτης, της ηδυπαθεστάτης και ποθεινοτάτης των θεαινών. Οι βόστρυχοι της κόμης, κύμα χρυσού απέφθου, έστεφον την αμβροσίαν κεφαλήν και το ακτινοβόλον της θεάς μέτωπον. Το βλέμμα αυτής, μελιχρόν και πλήρες γοητείας, διένεμεν έρωτας και ηδονάς γλυκείας εις τους πιστούς αυτής λατρευτάς. Εν τούτοις οξυδερκής παρατηρητής ήθελεν ανακαλύψει εις την έκφρασιν του προσώπου αυτής και αδιόρατόν τινα πικρίαν ανεπαίσθητον εις τους πολλούς των ανθρώπων. Πόθεν προήρχετο το πικρόν τούτο αίσθημα; Διατί το αμαυρόν τούτο ίχνος της οδύνης επί της μορφής της φαιδροτάτης των θεών; Μη εδυσφόρει η θεά επί τη σπάνει της λατρείας, ήτις προσεφέρετο αύτη; Μη ελυπείτο διότι έπαυσε φανερώς λατρευομένη, η δε σκότιος λατρεία ηνώχλει αυτήν; Μη ηγανάκτει επί τη διαβολή και τη συκοφαντία, ης εγίνετο θύμα; Ίσως. Η εγκατάλειψις δεν ελύπει αυτήν τα μέγιστα. Πάντες οι θεοί εγκατελείφθησαν, και ουχί αύτη μόνη. Τουναντίον, αύτη ήττον των άλλων εγκατελείφθη. Πάντες οι θεοί εσυκοφαντήθησαν, αλλ' ουχί όσον αυτή. Πάντων των αιώνων οι υποκριταί και οι ταρτούφοι υπέρ πάσας τας θεάς την Κύπριδα εσυκοφάντησαν. Δεν υπήρξε βωμολοχία και ψεύδος, όπερ να μη εξετόξευσαν κατά της απλουστάτης ταύτης και αθωοτάτης θεότητος, ήτις επλάσθη κατά φύσιν, ως έπρεπε να πλασθή, και ουδέν έγκλημα είχε. Δεν υπήρξεν ιλύς και βόρβορος, δι' ου δεν έχραναν το πρόσωπον της θεάς ταύτης οι ζοφεροί του μεσαίωνος τρωγλοδύται, δεν υπήρξε ράκος, δι' ου δεν εζήτησαν να καλύψωσι την γυμνότητα της περικαλλούς ταύτης μορφής οι σεμνότυφοι εκείνοι σχολαστικοί! Και εν τω κρυπτώ μεν έθυον εις αυτήν και εις τον Διόνυσον και εις την αγέλην αυτού, εν τω φανερώ δε ύβριζον και διέσυρον. Παρηγορήθητι, ατυχής θεά, μέχρι ου έλθη ημέρα καθ' ην πάντες οι λατρευτοί σου αναφανδόν εις σε θα θύωσι, και ουδείς θα τολμά πλέον να σε συκοφαντήση. Εγγύς του αγάλματος της Αφροδίτης ίστατο ο Ζεύς, η Αθηνά και η Ήρα. Και ο μεν πατήρ των ανδρών και των θεών ήτο πεπλασμένος κατά το πρότυπον του Ομήρου και του Φειδίου (όρα Ιλιάδος Λ). Η δε Παλλάς Αθηνά ωμοίαζε με την οπτασίαν του φιλοσόφου Πλήθωνος, ην εν τοις έμπροσθεν διηγήθημεν. Τέλος η Ήρα, η άνασσα αύτη του Ολύμπου, το σεμνότατον τούτο πρότυπον των βασιλισσών, των θεαινών και των γυναικών, το τέλειον εσαεί και ανυπέρβλητον, όπερ ούτε φαντασία ούτε σμίλη ούτε γραφίς ηδυνήθη ποτέ να υπερβή ή να φθάση ή να προσεγγίση. Εν κεφαλαίω δε ειπείν, το άσυλον τούτο του ειδωλολάτρου διά των λειψάνων τούτων της αγλαομόρφου αρχαιότητος, άτινα περιέθαλπεν, απέπνεεν ως τελευταίαν τινά πνοήν των απαραμίλλων εκείνων τύπων της τέχνης και του κάλλους, των τελειοτάτων εκείνων μύθων, των διδακτικωτέρων της ιστορίας, των αληθεστέρων της πραγματικότητος, των ανεφίκτων εκείνων αριστοτεχνημάτων, ων η αίγλη αντιλάμπει διά των γενεών μέχρι της σήμερον, ων η πρόσκαιρος συγκάλυψις έκαμε τόσους αιώνας να μελανειμονώσιν, ων η κατάργησις διέχυσε πένθος και σκοτίαν επί του προσώπου της γης... Αφού εξήτασε μετά προσοχής η Αϊμά έκαστον των αγαλμάτων τούτων, δεν είχε πλέον ουδέ σκιάν φόβου εν τη διανοία, αλλά τουναντίον ησθάνετο τόσον θάρρος και οικειότητα, ώστε παρ' ολίγον θ' απέτεινε τον λόγον προς τα σιωπηλά ταύτα αγάλματα. Αλλ' είπε καθ' εαυτήν: «Κρίμα, όπου δεν μιλούν!» Εν τούτοις και σιωπώντα, ήσαν σύντροφοι της μοναξίας της, και δεν έπαυε να τα θαυμάζη. Τα ψυχρά ταύτα μάρμαρα είχον τοσαύτην ημερότητα, οίαν δεν απήντησεν η δύστηνος κόρη επί της μορφής ζώντος πλάσματος. Ουδέποτε τοιούτον μειδίαμα ανέτειλεν επί ανθρωπίνου χείλους, ουδέποτε τοιούτον βλέμμα εξεπέμφθη εκ των θνητών οφθαλμών. Παράδοξον δε, ότι και αυτή η γυμνότης του σώματος δεν προσέβαλλε την παρθενικήν αυτής αιδώ, ουδ' εσκανδάλιζε τας αισθήσεις αυτής. Η γυμνότης αύτη τη εφαίνετο λογικωτάτη και φυσικωτάτη. Ίσως δε η σκέψις της διετυπούτο ούτως επί το αφελέστερον: «Διατί να εντρέπωμαι, αφού είναι από μάρμαρον;» Τέλος δε ησθάνθη του λοιπού τοσαύτην εμπιστοσύνην και ασφάλειαν εν μέσω των αφώνων τούτων συντρόφων, ώστε εστήριξε την κεφαλήν επί του βάθρου του αγάλματος της Αρτέμιδος, και κατεκλίθη όπως κοιμηθή. Μόλις έκλεισε τους οφθαλμούς εις τον ύπνον, και η θύρα ηνοίχθη. Ήτο ο Θευδάς, όστις είχε κλείδα ως και ο κύριός του, δυναμένην έξωθεν νανοίγη την θύραν, αν και ήτο μεμοχλευμένη έσωθεν. Όπισθεν τούτου ίστατο και άλλος τις, όστις είχε την χείρα επί της καρδίας προσπαθών να συνέχη τους βιαίους αυτής παλμούς. Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών. Ο Θευδάς ήθελε ναποσυρθή, αλλ' όμως έμεινε θεωρών εκ περιεργείας. «Κοιμάται!», είπε στραφείς προς αυτόν ο Μάχτος. «Άφησέ την να κοιμηθή», απήντησεν ο Θευδάς, κατά λάθος, διότι σκοπός του ήτο να είπη: «Εξύπνησέ την!» Ηγνόει και αυτός πώς να εξηγήση τούτο, αλλ' όμως δεν επεθύμει ναφήση την Αϊμάν κοιμωμένην και ναπομακρυνθή εκείθεν. « Εξύπνησέ την! », είπεν ο Θευδάς, ζητήσας να επανορθώση το αμάρτημα της γλώσσης του. Αλλά τότε ο Μάχτος τω απήντησεν: «Ας κοιμηθή καλλίτερα! Πόσον θα υπέφερεν η δυστυχής! » Εν τούτοις ο Θευδάς έμεινε, στηριχθείς όρθιος επί της παραστάδος της θύρας. Ο Μάχτος αδιαφορών αν ήτο αυτός παρών, προέβη προς το μέρος όπου έκειτο η Αϊμά, και εγονυπέτησε πλησίον αυτής. Έλαβε την χείρα αυτής κοιμωμένης και την ησπάσθη μετά σεβασμού. Το στήθος της κόρης εκινήθη και η εκπνοή κατέστη σφοδροτέρα. «Αϊμά! », εψέλλισεν ο Μάχτος νομίσας ότι αφυπνίσθη. Αλλ' όμως εκοιμάτο αύτη εισέτι. Ο Θευδάς προέβη δύο ή τρία βήματα προς το νεανικόν εκείνο σύμπλεγμα. «Πάμε να βρούμε τον κύριόν μου;» είπε προς τον Μάχτον. «Και πού είνε ο κύριός σου;», ηρώτησεν ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω», απήντησεν ο Θευδάς. «Τότε πού θέλεις να τον βρούμε;» Και αποστραφείς εξηκολούθησε να θεωρή την κόρην υπνώττουσαν. Ουδέποτε την είχε παρατηρήσει ούτως, επί της κλίνης κειμένην, αν και συγκατώκουν εκ μακρού χρόνου υπό την αυτήν στέγην. Τω όντι δε είνε ωραίον θέαμα το να βλέπη ούτως ο αγαπών την αγαπωμένην υπνώττουσαν ύπνον αρνίου, ύπνον γαλήνης και αθωότητος, υπό το ωχρόν της λυχνίας φως, είνε γλυκύ το να απαριθμή τας εισπνοάς και εκπνοάς αυτής, είνε επίφθονον το να θεωρή τας κυμάνσεις του στήθους της, είνε μεθυστικόν το να εκμυζά την ευώδη πνοήν της και να θαυμάζη τους μαργαρίτας της δρόσου περί τους κροτάφους αυτής και τους ξανθούς βοστρύχους της κόμης περιστέφοντας το μέτωπόν της. Ο ευτυχής Μάχτος απερρόφα κατά σταγόνα το ποτήριον τούτο της μέθης την στιγμήν ταύτην. Ουδέν άλλο έβλεπεν. Ελησμόνει ότι ήτο παρών ο Θευδάς, αν και ούτος εφιλοτιμείτο, ως είδομεν, να τω υπομιμνήσκη την παρουσίαν του. Δεν παρετήρησεν όλως τα ένδον της παραδόξου ταύτης κατοικίας, δεν είδε τα υψηλά εκείνα αγάλματα, τους εφεστίους, τας συνεσταλμένας αυλαίας, ουδέν τω επροξένησεν εντύπωσιν. Δεν ενεθυμείτο ούτε πώς ήλθεν, ούτε ησθάνετο τον κόπον της οδοιπορίας. Είνε αληθές ότι ο Θευδάς ενεφανίσθη αιφνιδίως εις αυτόν την πρωίαν, και τω είπεν ότι τον ζητεί η Αϊμά, ουδέν άλλο. Ο Μάχτος καταλιπών το εργαστήριον, την σφύραν, τον άκμονα, την πυράγραν και τους φυσητήρας, εξεζώσθη την δερματίνην ποδιάν, ην εφόρει, και ηκολούθησε τον Θευδάν, ή μάλλον προεπορεύθη αυτού. Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα. Τότε ο Θευδάς τω έκραζε: «Ξορκίζω σε!» Ο Μάχτος δεν απήντα, ή μάλλον η ηχώ της φωνής δεν έφθανεν εις τα ώτα του Θευδά, διότι ούτος καθυστέρει τετρακόσια βήματα. Δις μόνον είχεν αναγκασθή να σταματήση ο Μάχτος περιμένων να εξέλθη των καμπών της οδού ο Θευδάς, και τούτο διότι ευρέθη εν δισταγμώ, ενώπιον δυο οδών, μη γνωρίζων ποτέραν να βαδίση. Αλλά τούτο συνέτεινε μάλλον εις μείζονα ατυχίαν του Θευδά, διότι ο Μάχτος είχε μεν σταθή με τους πόδας, αλλά με τας χειρονομίας έκαμνε τόσον θόρυβον, προσκαλών τον Θευδάν να φθάση το ταχύτερον, ώστε ο δυστυχής εκείνος εδάγκασε τρις την γλώσσαν του, και έπαθεν αιμορραγίαν της ρινός. Τέλος τον έφθασε και τω υπέδειξε την οδόν, και τότε ήρχισε νέος αγών αθλητικού δρόμου. Ότε έφθασαν εις το Πληθώνειον, ο Θευδάς ήτο εκλελυμένος υπό του καμάτου, αλλ' η φιλοπραγμοσύνη και η ανησυχία υπεστήριζεν αυτόν να ίσταται όρθιος. Εν τούτοις ο Μάχτος εξηκολούθει να ασπάζηται την χείρα της Αϊμάς, και ο Θευδάς προέβη εις δευτέραν απόπειραν: «Φίλε μου, θα έλθη τώρα ο φιλόσοφος, κάμε φρόνιμα», τω είπε. «Ποίος φιλόσοφος;» — «Ο αυθέντης μου». — «Τώρα δεν μου έλεγες να πάμε να τον βρούμε;» — «Αλήθεια», είπεν ο Θευδάς. «Αφού λοιπόν θα έλθη, διατί μου είπες να πάμε;» — «Αν θέλης πηγαίνομε», απήντησεν ο Θευδάς. «Αλλ' αφού θα έλθη», είπε ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω σίγουρα, αν θα έλθη». — «Λοιπόν τότε πήγαινε συ να μάθης, είπεν ο Μάχτος, και έλα να μου πης αν πρέπει να πάμε ή να περιμένουμε». — «Αλλ' εγώ είμαι κουρασμένος, απήντησεν ο Θευδάς· συ μ' εξεγλώσσασες, μ' αφάνισες 'στόν δρόμο». — «Και μήπως αν θα έλθω και εγώ μαζύ, δεν θα ήσαι κουρασμένος;» Ο Θευδάς δεν απήντησεν. Εν τούτοις ο Μάχτος όχι διότι παρεπείσθη εκ των προτροπών του, αλλά μάλλον διότι ησθάνθη το οχληρόν του πράγματος, εδοκίμασε να ανασηκωθή, διότι ήτο γονυπετής, και τότε ο Θευδάς τω έτεινε την χείρα ειπών αυτώ: «Είνε ανάγκη να εύρωμεν τον αυθέντην μου». Η τελευταία λέξεις εκόπη διχή μεταξύ του λάρυγγος και των οδόντων του Θευδά. Αίφνης τρομερός κρότος ηκούσθη, υποχθόνιος βοή αντήχησε, το έδαφος εσαλεύθη υπό τους πόδας των δύο τούτων ανθρώπων. Σεισμός μετά πατάγου και βροντής μεγάλης συνέβη. Τα δύο ταύτα πρόσωπα αντήλλαξαν πεπηγότα βλέμματα. Ο Μάχτος κατέστη κάτωχρος. Τι είνε; Τι συμβαίνει; Τας λέξεις ταύτας ουδείς εξήνεγκεν εκ του στόματος, αλλ' ενδομύχως μόνον εσχηματίσθησαν αύται εις το βάθος των φρενών. Ηκούσθη παρατεταμένος τριγμός, και σφοδροτάτη δόνησις διαρκέσασα επί τινα χρόνον. Κονίαι και τεμάχια λίθων απεσπάσθησαν από της οροφής του σπηλαίου και κατέπιπτον μετά δούπου επί του εδάφους. Ο Θευδάς έφερε την χείρα εις την κεφαλήν. Τα είδωλα εφάνησαν κινούμενα, ως να ωρχούντο άγνωστόν τινα όρχησιν. Η Αϊμά εστέναξεν, αφυπνίσθη αποτόμως, εκινήθη και ανεκάθισεν. Ύψωσε μετά τρόμου τους οφθαλμούς, αλλά δεν επρόλαβε να αναγνωρίση τον Μάχτον. Η λυχνία πεσούσα εκ της κόγχης, εφ' ης έκειτο, συνετρίβη, και σκότος βαθύ κατέστη εντός του σπηλαίου. «Θάρρος», έκραξεν ο Μάχτος, τείνων την χείρα. Εγώ είμαι, Αϊμά!» Η νεάνις απήντησε διά βαθέος στεναγμού, «Θάρρος», επανέλαβεν ο Μάχτος. Αλλ' η κόρη είχε χάσει τας αισθήσεις της και ελιποθύμησεν. Ο νέος προσεπάθησε ν' ανεγείρη αυτήν και να την λάβη εις τας αγκάλας, όπως την μεταφέρη εκτός του σπηλαίου. Ο δε Θευδάς ήδη είχεν εξέλθει ψηλαφών. Οι λίθοι, οίτινες είχον πέσει εκ της οροφής, ήσαν ως προαγγελία προς αυτόν, και έσπευσε να φύγη, όπως σώση την ζωήν του. «Υπάγωμεν, Αϊμά, είπεν ο Μάχτος. Εγώ είμαι». Αλλ' η νέα δεν ηδύνατο να κινηθή, είχε καταστή βαρεία ως μόλυβδος. Ο Μάχτος την κατησπάζετο, την περιεπτύσσετο και ήτο ευτυχής εν τω μέσω της καταστροφής ταύτης, ευτυχής εν τω σκότει, ευτυχής εν τη θεομηνία, ευτυχής εν τη απογνώσει. Συγχρόνως δε προσεπάθει να ανεγείρη αυτήν και την μεταφέρη εις το ύπαιθρον. Αλλ' αι δυνάμεις του νέου είχον παραλυθή, οι πόδες παρεπάτουν, οι βραχίονες έτρεμον. «Υπάγωμεν, Αϊμά», εψιθύριζεν εις το ους της νέας, αποτυπών άμα φλογερόν φίλημα επί της παρειάς αυτής. «Υπάγωμεν Αϊμά». Αλλ' η Αϊμά ήτο λιπόθυμος, και ο Μάχτος έκλεπτε τας περιπτύξεις, έκλεπτε τας θωπείας, έκλεπτε τα φιλήματα. Φιλήματα εξ εκείνων άτινα δεν λησμονούνται, αλλά θάπτονται. Φιλήματα, ον δεν αρκεί βίος ανθρώπου ίνα εξαλείψη τα ίχνη εκ των χειλέων, αλλ' ο θάνατος μόνος αρπάζει αυτά εκ του στόματος. «Φύγωμεν, Αϊμά, επανέλαβεν ο νέος, φύγωμεν! » Και ο ήχος της λέξεως ταύτης συνέπιπτε παραδόξως με τον κρότον των φιλημάτων. Ποία γραφική δύναται να παραστήση το είδος του φιλήματος; Ποία μουσική ισχύει να μελοποιήση τον ήχον αυτού; «Φύγωμεν, Αϊμά, φύγωμεν, φιλτάτη μου Αϊμά! Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά! φύγωμεν! φύγωμεν!» Και η ώρα εκείνη αν ήτο στιγμή φόβου και αγωνίας, αν ήτο στιγμή συντελείας και φρίκης, αλλ' ήτο αιών ευδαιμονίας. «Φύγωμεν, Αϊμά, αγαπητή μου Αϊμά, φύγωμεν! φύγωμεν!» Η σκηνή αύτη δεν διήρκεσεν εν τούτοις πλέον στιγμών τινων. Ο Θευδάς, όστις είχεν εξέλθει έντρομος εκ του σπηλαίου, απεμακρύνθη δέκα βήματα, και στραφείς έβλεπεν εις την θύραν. Συγχρόνως δε ήκουσε πολλαπλούν και παμμιγή κτύπον, ταρτάριον βροντήν και πάταγον, αντηχήσαντα ένδοθεν του άντρου. Ο Θευδάς, αν και είχε διακόψει πάσαν σχέσιν με τους τύπους της χριστιανικής εκκλησίας αφ' ου χρόνου είχε προσληφθή εις θεραπείαν του φιλοσόφου Πλήθωνος, έκαμε δι' αυτομάτου κινήσεως το σημείον του σταυρού επί του στήθους. Η γη έτρεμεν επί τινας στιγμάς εισέτι (διότι είχον συμβή τρεις αλλεπάλληλοι δονήσεις) και τέλος εσταμάτησεν. Αλλ' ο Θευδάς δεν ετόλμα να εισέλθη εις το άντρον, όπως ίδη τι είχε συμβή. Εφοβείτο μη επέλθη και άλλος σεισμός. Εις μάτην δε περιέμενε μέχρι της πρωίας να εξέλθωσιν εκ του άντρου η Αϊμά και ο Μάχτος. Αλλ' όμως ενόησεν ότι ήσαν νεκροί. Τη επαύριον ευρέθησαν τα δύο πτώματα κείμενα ομού υπό το ψυχρόν μάρμαρον και σφιγκτώς ενηγκαλισμένα. Το άγαλμα της Αρτέμιδος ανατραπέν εκ βάθρων, ως εκ του επισυμβάντος σεισμού, τους είχε θρυμματίσει αμφοτέρους. Αι δύο νεαραί μορφαί εφαίνοντο βλέπουσαι προς αλλήλας, εγγύθεν αλλήλων απτόμεναι, και είχον εκπέμψει ομού τας δύο υστάτας πνοάς. Το πρόσωπον του Μάχτου έφερε πρόδηλα τα ίχνη της πρώτης και τελευταίας ευτυχίας, ην απέλαυσεν επί της γης. Το πρόσωπον της Αϊμάς εξέφραζεν οδύνην και πικρίαν. ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Όρα «Κεφάλαιον Ιδιόγραφον».) ................................................... ................................................... Ο Πλήθων εφιλοτιμήθη να κηδεύση μεγαλοπρεπώς τα σώματα των δύο νέων. Αλλ' όμως δεν ηυτύχησε να άση υπέρ της Αϊμάς τον ειδωλολατρικόν υμέναιον, καθώς είχεν ελπίσει. Αντί τούτου έθυσε νεκρωσίμους θυσίας και έσπεισε πενθίμους σπονδάς εις τους θεούς τους υποχθονίους. Ο φιλόσοφος έζησεν επί πολύ έτι. Φαίνεται δε ότι κατά τας τελευταίας αυτού ημέρας είχε θεραπευθή εκ της ειδωλολατρικής φαντασίας, ήτις είχε κυριεύσει αυτού, συνειδώς ότι μετά την κατάργησιν της ελευθερίας, ουδέ λόγος ηδύνατο να γείνη περί οιασδήποτε μεταρρυθμίσεως. Αφιέρωσε δε τα έσχατα του βίου του εις το νομοθετικόν και κοινωνικόν στάδιον όπερ ηνοίγετο αυτώ εν Πελοποννήσω. Ημέραν τινά γέρων τις πένης, ταπεινός το σχήμα, κεκυφώς, ενεφανίσθη ενώπιον αυτού (τούτο συνέβη μετ' ολίγας ημέρας από της καταστροφής, ην αρτίως διηγήθημεν) και τον ηρώτησεν αν αυτός ήτο ο φιλόσοφος Γεμιστός ή Πλήθων. Επί τη καταφατική απαντήσει του Πλατωνικού, ο γέρων τον ηρώτησεν αν είξευρε πού ευρίσκετο η Αϊμά, προσθείς· — Είδα κ' έπαθα έως ου να μάθω πώς ονομάζεται. Αλλά φαίνεται ότι αυτό είνε το όνομά της. — Απέθανεν, απήντησε μετ' ειλικρινούς θλίψεως ο φιλόσοφος. — Απέθανεν! επανέλαβεν ο πτωχός γέρων κ' εγώ οπού την έσωσα.... — Την έσωσες; επανέλαβεν ο Γεμιστός. — Βέβαια την έσωσα. — Από τι; — Από τον θάνατον. — Δεν σημαίνει, αφού απέθανε. — Και ήλπιζα να την εύρω ζωντανήν, είπεν ο γέρων. Κρίμα, κρίμα! — Και δύναμαι να σ' ερωτήσω εις ποίαν περίστασιν την είχες σώσει; ηρώτησεν ο Πλήθων. — Γνωρίζεις αυτό; είπεν ο γέρων. Και τω έδειξεν αργυρούν εγκόλπιον, φέρον εγκεχαραγμένην διά κεφαλαίων την λέξιν: ΠΛΗΘΩΝ! — Το γνωρίζω, είπεν ο φιλόσοφος, αλλά πού το ηύρες; — Εκεί όπου είχες ρίψει την Αϊμάν, εις τον καταρράκτην. Ο Πλήθων ανεσκίρτησε. — Λοιπόν συ την έσωσες τότε; — Εγώ ο ίδιος. Ο Πλήθων συγκινηθείς έδωκε γενναίον χρηματικόν βοήθημα εις τον γέροντα Βράγγην, όστις μετά τον θάνατον του διασήμου και ημιγύμνου πολεμάρχου Γάρμπου, δεν εστρατολογείτο πλέον και εις ουδέν ηδύνατο να χρησιμεύση του λοιπού επί της γης. . . ............................................................ Ο Πρωτόγυφτος έγεινε πράγματι άφαντος και ουδέν πλέον ηκούσθη περί αυτού. Όσον διά τον Βούγκον, ούτος εργαζόμενος φιλοπόνως εγηροτρόφησε την πτωχήν Γύφτισσαν, μέχρις ότου οι δύο αυτής κρεμαστοί οδόντες έπεσον, και δεν ηδύνατο πλέον να μασσήση. Τότε δε παθούσα εξ ατροφίας μετέβη εις ανεύρεσιν των δύο κοπτήρων της. Περί του Τρέκλα λέγεται, ότι ο Χόμο, ασιτήσας εκ της σκληρότητος του κυρίου του, και εκ της συστηματικής καταφοράς του μοναστικού τάγματος (εννοούμεν τους αιλούρους, οίτινες ετρέφοντο εν τω μοναστηρίω), εβιάσθη να εκχώση προς τροφήν το πτώμα του Σκούντα μετά τινας ημέρας από του φόνου. Η περίστασις αύτη συνετέλεσεν εις την ανακάλυψιν του εγκλήματος και εις τον απαγχονισμόν του ενόχου. Ο δε Τρανταχτής έτυχεν ισοβίου συντάξεως παρά του ταμείου της εν Ρώμη προπαγάνδας, ως προσενεγκών δήθεν εκδουλεύσεις εις τον ιερόν αγώνα του παπισμού. Τότε έπαυσεν αιφνιδίως να φοιτά εις το καπηλείον του Κατούνα, αλλ' ο οινοπώλης δεν εζημιώθη εκ τούτου. Τουναντίον εύρε καλλιτέρους πελάτας. Περί της οπτασίας εκείνης, ήτις δις ενεφανίσθη καθ' ύπνον εις την Αϊμάν, διτταί υπάρχουσι γνώμαι. Εννοούμεν την μυστηριώδη εκείνην γυναίκα, περί ης δεν κατώρθωσεν η νέα να σχηματίση ευκρινή ιδέαν, αν ήτο όνειρον ή πραγματικότης. Ως προς τούτο και αύθις παραπέμπομεν τον αναγνώστην εις τας ιδιαιτέρας πληροφορίας, ας εδημοσιεύσαμεν ανωτέρω υπό τον τίτλον «Κεφάλαιον Ιδιόγραφον». Αν η περί της ευκλεούς καταγωγής της Αϊμάς γνώμη ήτο ορθή, (όπερ ουδόλως παραδεχόμεθα), η μυστηριώδης εκείνη γυνή ήτο η προσωποποίησις των ενδόξων παραδόσεων της καταγωγής της. Αν η γνώμη αύτη είνε εσφαλμένη,(όπερ φαίνεται πιθανώτερον),τότε το όνειρον ή η οπτασία εκείνη ανάγεται εις την χώραν του ληθαργικού παραλήρου. Όπως και αν έχη τούτο, απέχομεν να εκφράσωμεν ρητήν γνώμην, αλλ' όμως ως πιστοί αντιγραφείς δεν ηδυνάμεθα να παραλίπωμεν την περί τούτου διήγησιν, καίπερ πεποιθότες απ' αρχής ότι το παράδοξον του πράγματος ήθελε λυπήσει τους πλείστους των αναγνωστών. Γράφων τις μυθιστόρημα, ου η υπόθεσις είνε ηρανισμένη εκ των παραδόσεων του μέσου αιώνος, όσην και αν έχη προθυμίαν, δεν δύναται ν' αποφύγη πράγματά τινα, άτινα δεν δύνανται ή να φανώσιν αλλόκοτα κατά τας σήμερον επικρατούσας δοξασίας. Αι δε αδελφαί του μοναστηρίου διέλαμψαν εν αρετή και ευσεβεία, μέχρι τέλους του βίου των. Αλλ' ότε απέθανεν η Βεάτη, ο ατυχής Χόμο δεν είχε πλέον τινά, όστις να τω ρίπτη έν κόκκαλον. Προέβλεπε δε ότι έμελλε να έχη κακά γηρατεία. Οργισθείς λοιπόν υπερέβη τα σύνορα και ηυτομόλησε προς τον Θευδάν, αρχαίον γνώριμόν του, όστις τον εγηροκόμησεν εξαιρέτως. Όσον διά την Εφταλουτρού, αύτη εξερχομένη ημέραν τινά έκ τινος οικίας, και έχουσα τους θυλάκους πλήρεις λαφύρων, ώστε δυσκόλως εβάδιζεν εκ του βάρους, ωλίσθησε και κατεκρημνίσθη επί της κλίμακος, και συντριβείσα τας δώδεκα πλευράς παρέδωκε το πνεύμα. Τ Ε Λ Ο Σ 1) Θα κερδήσης χρήματα. 2) Μη βλασφημής. --- Provided by LoyalBooks.com ---